Myth of Athens

Έχω εδώ και καιρό χάσει την παλιά μου αγάπη για την Αθήνα. Όσο μεγαλώνω με τρομοκρατούν οι άνθρωποι και το πόσο ανεξέλεγκτοι μπορούν να γίνουν. Οι άγνωστοι διαβάτες της Αθήνας, οι συνεπιβάτες στο μετρό που ίσως να μην τους ξαναδώ ποτέ μετά το τέλος του καθορισμένου δρομολογίου, οι πωλητές στα μαγαζιά, οι ένοικοι του πάνω διαμερίσματος του γραφείου που δουλεύω… είναι όλοι tabula rasa και αυτό κάνει την πόλη ξερή. Όσο και να φωτίζεται ο Παρθενώνας με γλυκά μπεζ φώτα και η μεγαλοπρέπεια του αρχαίου οικισμού με τις υπενθυμίσεις του παντού στους δρόμους, ορατές και αόρατες, εγώ νιώθω φοβισμένη.

Και ίσως το πιο ανεξέλεγκτο κομμάτι των ανθρώπων είναι αυτή η ικανότητά μας να βλέπουμε σε κάθε γωνία ξαπλωμένους ανθρώπους με κουβέρτες που τρώνε με πιάτο την γκρι πλάκα του πεζοδρομίου και χτενίζονται ενώ παρέες βγαίνουν καλοντυμένοι και καπνίζουν και γελάνε και κάνουν δηλαδή ότι κάνουν ο φυσιολογικοί άνθρωποι και εκείνοι συνεχίζουν να υπάρχουν εκεί ανάμεσα στα πόδια μας. Και ρουφάνε όλο το νέφος των εξατμίσεων καθώς το κεφάλι τους βρίσκεται ακριβώς στο ύψος του καταλύτη. Και θα σου ζητήσουν ψιλά και εσύ δεν θα δώσεις και ίσως κάποιες φορές να δώσεις και ίσως δίνεις πάντα, αλλά αυτό δεν τους σώνει. Τίποτα δεν τους σώνει. Και ποιος είσαι εσύ που πιστεύεις ότι χρειάζονται διάσωση, πυροσβέστη της κακιάς ώρας;

Και μετά το πολύχρωμα φωτισμένο κτίριο του παιχνιδάδικου στην πλατεία στο Μοναστηράκι. Τόσα καλούδια στις βιτρίνες και τόση ευτυχία μέσα στο έντονο μπλε φόντο και ο χαρωπός μουστακαλής θα είναι αιώνια εκεί αν δεν συμβεί κάτι εντελώς αφύσικο όπως να αρχίζουν να λιώνουν τα μάρμαρα της Ακρόπολης και όλο το νερόζουμο αυτό να πάρει στο διάβα τους όλες τις καφετέριες στα Αναφιώτικα και όλα τα μαγαζιά μαζί. Και εκεί, λοιπόν, στο πιο χαρούμενο μέρος του κόσμου εκεί που πουλάνε παιχνίδια, οι άνθρωποι κοιμούνται αφήνοντας ένα νταμάκι χώρο ο καθένας για τον επόμενο. Και κοιμούνται με τις κουβέρτες κάτω από τα έντονα φώτα της πόλης και οι ταρίφες κορνάρουν δίπλα τους και συνεχίζουν να απορροφούν όπως τα φύλλα τον ήλιο το βραδινό καυσαέριο και εγώ συνεχίζω να πίνω το ποτό μου στην ωραία βεράντα του A for Athens και αν κόψω λίγο τη φωτογραφία ούτε που θα φαίνονται αυτοί οι άνθρωποι εκεί κάτω.

Και κάποιοι είναι παντελώς ευτυχισμένοι.

Και κάποιοι είναι παντελώς δυστυχισμένοι.

Και ποιοι είναι ποιοι αν τους δείξεις με τον δείκτη του χεριού σου;

Και τι θα γίνει, τι;

Comments

3 responses to “Myth of Athens”

  1. panathinaeos Avatar
    panathinaeos

    Η μεγάλη πόλη για να είναι πόλη ανθρώπων και όχι απλά συγκρότημα αποθήκευσης και διανυκτέρευσης πρέπει να έχει κυψέλες, γειτονιές, όπου οι άνθρωποι γνωρίζονται, μιλάνε, φροντίζουν τους αναξιοπαθούντες. Χρειάζονται χώροι και περιβάλλον για να διαμορφωθούν και να συντηρηθούν ΣΧΕΣΕΙΣ. Μίλαγα με φίλους που ζούνε σε μια από τις περιοχές του πολεοδομικού συγκροτήματος που θα τις έλεγες γειτονιές, και μου λέγανε ότι τα παιδιά τους δεν παίζουνε χωρίς επιτήρηση. Επειδή η γειτονιά δεν είναι πια γειτονιά, επειδή οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται πια μεταξύ τους, επειδή είναι ξένοι ανάμεσα σε ξένους.
    Κι έτσι στους άστεγους προστίθενται οι “άνευ σχέσεων”, οι “ξένοι”, και γινόμαστε όλοι ξένοι, δηλαδή αυτό που περιγράφεις Βέρα.
    Οι μαρξιστές είχαν ορίσει την αποξένωση με βάση την σχέση των εργατών με τα μέσα παραγωγής και τα παράγωγα τους. Νομίζω ότι είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο, ειδικά σε κοινωνικούς σχηματισμούς όπως της Ελλάδας που πόρρω απέχει από την παραγωγική διαδικασία, είναι πολύ περισσότερο κάτι σαν το βασίλειο των μεταπρατών, των μεσαζόντων, των προσφερόντων υπηρεσίες αναψυχής και εστίασης.
    Η αποξένωση της Αθήνας και του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος είναι η αποξένωση της αποδόμησης και ανασυγκρότησης πάνω στη βάση των ονείρων των μεσοαστών που άφησαν τα σπίτι και τις γειτονιές τους για να πάνε να ζήσουν σε καταπατημένες περιοχές, εκεί που δεν υπάρχει γειτονιά, που όλα είναι αποτέλεσμα της κτηματαγοράς.
    Καταστράφηκε η Κυψέλη και δομήθηκαν τα Μελίσσια. Να μια αιτία.

  2. ΤΝΤ Avatar
    ΤΝΤ

    Δεν είμαι έτοιμος να απαντήσω-όχι τώρα τουλάχιστον. Χωρίς ίχνος διαφωνίας, θα μου επιτρέψετε να κρατήσω το κείμενο σας στο αρχείο μου. Για κάποιους λόγους που έχουν σχέση με τη θλίψη, που μου προκαλεί αυτή η πόλη. Δεν ήταν ποτέ μία ευρωπαϊκή πόλη (με φώτα, καθαρά μνημεία κλπ.), αλλά ήταν κάπως καλύτερη. Τα ακουστικά στα δημόσια μέσα δεν σε σώζουν. Βλέπεις τις εικόνες και αρκεί να διαλύσει κάθε επιθυμία προκειμένου να ακούσεις μουσική-και όχι κάθε τύπου μουσική. Η πόλη είναι βουβή, νεκρή, σιωπηλή. Και όπως πολύ σωστά επισημάνατε κάποιοι χορεύουν ανέμελοι επάνω στο πτώμα της. Θα μπορούσα να προσθέσω “θα έρθει η ώρα τους”, αλλά αυτό δεν 1)αλλάζει την κατάσταση-νοοτροπία τους. 2) Κυψέλη-ας το αφήσουμε καλύτερα. 3) Πριν από λίγες ημέρες είχα γράψει (όταν με ρώτησαν γιατί δεν πηγαίνω στο κέντρο της Αθήνας), ότι αυτή πόλη δεν έχει χαρακτήρα. Δεν έχει ένα πάρκο, όπου θα πάει η μητέρα μου να διαβάσει ένα βιβλίο. Κοινώς κατοικείται (σε εσωτερικούς χώρους) από πελάτες. Και όχι πολίτες. Είναι μάλλον ανώφελο να συνεχίσω. Μάλλον με καλύπτει το “Ghost Town” των Specials. Σας ευχαριστώ για μία ακόμα ανάλυση. Οσο πικρή και να είναι. Η αλήθεια πονάει άλλωστε (κλισέ).

  3. Darko Avatar
    Darko

    Ελάχιστη συνεισφορά

    Κοιταχτήκαμε για λίγο ίσα στα μάτια. Μάλλον με την ίδια απορία: σε ποιον κόσμο άραγε ανήκαμε; Κατάλαβα στο φτερό ότι εγώ ανησυχούσα περισσότερο…

    Περασμένη Τετάρτη μεσημέρι στη Βενιζέλου στη Νέα Σμύρνη, στο ύψος της Ευαγγελικής, εκεί όπου σταματά φορτωμένο από Καλλιθέα το «117». Αποφάσισε μες στην προσωρινή αμηχανία να σπάσει πρώτος τη σιωπή.

    «Τετάρτη δεν είναι σήμερα;» μ΄ αρωτά. Αιφνιδιάστηκα στην αρχή και πήγα να φύγω. Δεν περίμενα ότι αυτό το ράκος έχει μιλιά. Κοντοστέκομαι και του λέω με ανασφαλή αναίδεια – ποιος, εγώ που ζω ξυπνώντας απ΄ τ΄ αχάραγα για μια κωλοδουλειά για 400 ευρώ «μαύρα» συν το επίδομα ανεργίας και δεν θα΄ πρεπε λέω κανονικά να φοβάμαι- «Τετάρτη είναι. Αλλά, έχει σημασία;».

    «Ναι» μου απαντά χωρίς κανένα στη φωνή του χρώμα. «Αυτός εδώ ΔΕΝ θα ανοίξει το απόγευμα». Στεκόμασταν έξω από μια βιοτεχνία ρούχων. Ούτε που μου΄ χε περάσει απ΄ το μυαλό αυτή η οικονομία.

    Ε, ναι δεν θ΄ ανοίξει του λέω πιο μαλακά τώρα και σαν να με κέντησε μια παληά βελόνα πήγα να περάσω στην όχθη του. Άδικος κόπος. Εκείνη την ώρα αυτός, λογάριαζε ήδη που θα απλώσει τα στρωσίδια του κι αδιαφορούσε παντελώς για να μην πω είχε γραμμένη στ΄ αρχίδια του την κάλπικη και βραδυπορημένη μου συμπόνοια και όλη τη συμπόνοια αυτού του γαμημένου κόσμου.

Leave a Reply to panathinaeos Cancel reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *