Tag: {[1]}

  • Ειδήσεις από πουθενά 1

    Ειδήσεις από πουθενά 1

    Υπέρ της κυρίας Σοφίας

    Ομοθύμως συντάσσομαι με την κυρία Μπεκατώρου, απορρίπτοντας με βδελυγμία τα στασιαστικά «τα ήθελε», «άργησε να τα ξεράσει». Πόσοι «άντρακλες» έχουν «ξεχάσει» τις παρενοχλήσεις συγγενών ή οικογενειακών επισκεπτών στους μυχούς της παιδικότητάς των;

    Διακρίσεις

    Συγγενικό μας πρόσωπο αναγκαστικά νοσηλεύτηκε σε ιδιωτική κλινική, σε λίγες μέρες την επισκέφτηκε ο κοροναϊός, και πέθανε. Εγώ θα περιμένω ένα από τα 1018 σημεία που έταξε ο εμίρης των τυχών μας προκειμένου να εμβολιαστώ, και σε νοσοκομείο δεν μπαίνω για εμβόλιο. Δεν θα μας τρελάνετε. Αρκούν έντεκα μήνες εθελουσίας κάθειρξης χωρίς καν μία ώρα προαυλισμό.

    Σχιζοφρένεια

    Θυμάμαι έντονα το μπάχαλο κάθε νύχτα «εορτασμού» του Πολυτεχνείου, την ενοχική προκόλληση της τηλεοπτικής κάλυψης των μαχών στους δρόμους και την άλλη μέρα, δεκάδες φίλοι και συγγενείς συλληφθέντων να μαζεύονται έξω από τα αυτόφωρα «για να βγουν τα καημένα τα ζωηρούτσικα.»

    Το κλωτσομπουνίδι στο μετρό εφηύρε την υπεράσπισή του και δεν έχω ακόμη αποφασίσει αν πταίει το μαλακό μας ήθος ή είμεθα αθεράπευτοι μαλάκες.

  • Αρματώνοντας την ψυχή

    Αρματώνοντας την ψυχή

    Η Σοφία Μπεκατώρου είναι ένας αξιοθαύμαστος άνθρωπος, σε πολλά επίπεδα. Γνωρίζαμε το αθλητικό και το δημόσιο, που έφθασε σε κορυφές που δεν τις διανοούνται ούτε τις αξιώνονται οι περισσότεροι άνθρωποι. Τώρα μάθαμε και το προσωπικό επίπεδο. Αφού ολοκλήρωσε την εσωτερική διαδικασία να αρματώσει την ψυχή της, προχώρησε σε νομικές ενέργειες και στη συνέχεια δημοσιοποίησε την προσωπική της ιστορία. Δεν άφησε την κακοποίηση να προσδιορίσει τη ζωή της ως σήμερα, και δεν άφησε τη σιωπή της να προσδιορίσει της ζωή της στη συνέχεια. Η κυρία Μπεκατώρου είναι η μόνη που ξέρει τι βίωσε, πώς μπορούσε να αντιδράσει, και πότε. Η στάση της είναι άξια θαυμασμού και σεβασμού από όλους τους τρίτους.

    Ένα παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι ενώ η Σοφία Μπεκατώρου αποκάλυψε δημόσια την προσωπική της ιστορία σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Marie Claire στις 22 Δεκεμβρίου (το σχετικό βίντεο ανέβηκε στο YouTube μια μέρα νωρίτερα), ελάχιστα μέσα θεώρησαν την είδηση άξια λόγου για να την αναπαράξουν. Η συμμετοχή της όμως στις 14 Ιανουαρίου σε διαδικτυακή ημερίδα του υφυπουργείου Αθλητισμού με θέμα «Start to Talk/Σπάσε τη Σιωπή – Μίλησε, Μην Ανέχεσαι» και τα όσα είπε εκεί προβλήθηκαν από όλα τα μέσα, πέρασαν και στα σόσιαλ και η ιστορία της έγινε κοινό κτήμα. Και ευτυχώς. Γιατί αν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει κάτι, θα αλλάξει μέσα από την ενημέρωση, την αυτοκριτική, και τις συζητήσεις ― ιδίως τις συζητήσεις που πρέπει να κάνουν οι γονείς με τα παιδιά τους.

     

    Στη φωτογραφία διακρίνεται η ολυμπιονίκης της γυμναστικής Aly Reisman στη δίκη του γιατρού της Ομοσπονδίας των ΗΠΑ Larry Nassar, πρίν από τρία χρόνια. Περισσότερες από 150 αθλήτριες κατέθεσαν ότι ο Nassar τις κακοποίησε σεξουαλικά, και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 175 ετών. Το ερώτημα παραμένει αν η κακοποίηση αθλητριών και αθλητών είναι πιο διαδεδομένη στην Αμερική από όσο στον υπόλοιπο κόσμο, ή αν εκεί απλώς αποκαλύπτεται πιο εύκολα.

  • Τι είναι η πατρίδα μας;

    Τι είναι η πατρίδα μας;

    Είναι Αλγερίνοι, δικέ μου. Όχι μωρέ, Αλβανά. Το μυαλό σας και μια λίρα. Και δύο αβγκά Τουρκίας. Καταλάβατε το Πλαίσιο; Καταλάβατε ινατί κάποιος αστυνομικός κάλυψε όσο άντεχε, τα τσαμένα; Καταλάβατε γιατί δεν κυκλοφόρησε καμία φωτογραφία τους; Αφού είναι ελληνόπουλα. Ανάποδα να τα γυρίσεις, Ελλάς θα κρύβεται. Και μη σκιάζεστε, πατριώτες.

    Αναμένω συνήγορο υπεράσπισης με κοχόνες του επαγγέλματος, να εξηγεί το βρωμόξυλο ως κακή επιρροή αλλοεθνών και πως ο μικρός με μια κλωτσιά όλη κι όλη προίκισε τον σταθμάρχη που ούτως ή άλλως περιφερόταν ασκόπως και μη υπηρεσιακά. Ήτοι λουφάριζε. Θα μας τα πει όλα ο συνήγορος που ξέρει ενώ όλοι εμείς, ξεράδια ξέρουμε. ’Hδη, σα να βλέπω τον μηχανισμό, όχι απλώς υπεράσπισης, αλλά κακούργας κενωνίας: χωρισμένοι γονιοί, η μάνα, πιστή στις τσιτσιλιάνικες παραδόσεις του Κορλεόνε γίνεται «μάνα κουράγιο» και μιλάει με άτομο της «Τσουσίας» (Εξουσίας κατά Άλεκ Σχινά) που βρίσκει μια τρεχαγύρευε έξοδο από την Κρίση. Eξάλλου, η αγία οικογένεια ενώθηκε, ο αστυνομικός δεν κρατήθηκε και βρέθηκε πως τα παιδούδια προσεβλήθησαν επειδή ο σταθμάρχης τους έβρισε το σπίτι. Στις εννιά του μακαρίτη. Θαρρείς και τους πλήγωσε επειδή κέρδισε στην πίττα, “το σπίτι”. Βρε θα τη βγάλουν καθαρή.

    Όχι. Αυτή τη φορά δε φταίει ο Σύριζας και η επάρατος δεξιά. Φταίει η Ευρώπη που βάζει τα άψητα νουμιστεράκια να ψηφίζουν ποινές και μέτρα που επιτάσσουν οι νέοι καιροί. Βλέπετε, κάπως πληρώνεται που η Ευρώπη δεν έχει όπλα και εξοπλισμούς, παρά μόνον πουλάει σε βλαμμένους.

    Σκανδιναβία και Γερμανία ενσωματώνουν την εγκληματικότητα, δική τους και των ξένων. Από τώρα σας το υπογράφω: αν ήμουν συνήγορός τους, θα προσέφευγα σε δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα τσαμένα τα εφηβάκια θα μετανοούσαν δακρυόεντα και θα φερμαριζόταν ως αρσενικές γκρέτες. Δεν προφητεύω: ακολουθώ παραλλαγή του Σεναρίου του Κιούμπρικ από το Κουρδιστό πορτοκάλι.

    Βλαμένα, που θαρρείτε πως νίκη σε εκλογές σημαίνει κάτι.

  • 2666

    2666

    Ρομπέρτο Μπολάνιο, 2666, μτρφ. Κρίτων Ηλιόπουλος, 2011, Άγρα.

    Roberto Bolaño, 2666, translator: Natasha Wimmer, 2009, Picador.

    Διαβάζω στο Goodreads, στην ενότητα «popular answered questions», την ερώτηση που έχει συγκεντρώσει τις περισσότερες απαντήσεις για το «2666» τού Ρομπέρτο Μπολάνιο: «σε ποιο σημείο, όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο, ένιωσαν να τους συνεπαίρνει αυτή η αποκαλούμενη “εκπληκτική” ιστορία;». Και μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος, πριν από μερικές ημέρες, διάβασα παρόμοια απορία από αναγνώστρια του βιβλίου και στη ελληνική βιβλιοφιλική σελίδα «ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ». Ας απαντήσω όμως αρχικά την ερώτηση: προσωπικά, η ιστορία με συνεπήρε από την πρώτη σελίδα. Και αυτό δεν συνέβη μόνο τώρα, που ολοκλήρωσα μέσα στις γιορτές τη δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου, και άρα είχα τους λόγους μου για να το διαβάσω ξανά, αλλά, καίρια, είχε συμβεί και το 2014 όταν το είχα διαβάσει για πρώτη φορά, ευθύς μετά την ανάγνωση των Άγριων Ντετέκτιβ. Αλλά η ερώτηση είναι δόκιμη, παρότι φορτισμένη (στο Goodreads) με μια δόση ειρωνείας. Δεν επηρεάζουν όλους τους αναγνώστες όλα τα βιβλία με τον ίδιο τρόπο. Δεν αποζητάμε όλοι τα ίδια πράγματα διαβάζοντας, αλλά και δεν κουβαλάμε όλοι τα ίδια νοητικά μπαγκάζια όταν στεκόμαστε απέναντι σε ένα βιβλίο, άρα είναι μόνο αναμενόμενο πολλά βιβλία να μην μας λένε τίποτα. Προσοχή! Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, όταν λέω «τα ίδια νοητικά μπαγκάζια» δεν υπαινίσσομαι ότι δεν είμαστε όλοι το ίδιο έξυπνοι, που δύναται να συμβαίνει και αυτό, αλλά ότι δεν έχουμε όλοι εκτεθεί στα ίδια ερεθίσματα. Ένα μπολανικό IQ τεστ θα μπορούσε κάλλιστα να εστιάζει ακριβώς σε αυτά: η ποσότητα και η ποιότητα των ερεθισμάτων στα οποία δύναται να εκτεθεί (και να αντέξει) κάποιος, αυξάνουν κατακόρυφα τον δείκτη προβλεψιμότητας των γνωστικών του δεξιοτήτων –της εξυπνάδας του. Και για να σας βάλω στο πνεύμα του βιβλίου, ενός μυθιστορήματος σχεδόν 1200 σελίδων στην ελληνική μετάφραση (900 στην αγγλική που διάβασα εγώ) στο οποίο κυριαρχεί ο Μπένο φον Αρτσιμπόλντι –Γερμανός συγγραφέας ο οποίος αποτυπώνεται ως αινιγματικός δημιουργός στρυφνών, λογοτεχνικών βιβλίων–, παρουσιάζεται, και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον, ως άνθρωπος που στη ζωή του εκτέθηκε σε συγκλονιστικά ερεθίσματα: γεννημένος το 1920, θα βιώσει την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, θα ανδρωθεί στο Ανατολικό Μέτωπο, και θα αρχίσει να γράφει αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, μέσα από τα ερείπια της Γερμανίας. Είναι πρωταρχική θέση του Μπολάνιο –σε αυτό το μυθιστόρημα αλλά και στους Άγριους Ντετέκτιβ– ότι η εμπειρία συνιστά τη βασίλισσα των βιωμάτων. Ενδεικτικό της μπολανικής αυτής θέσης το γεγονός ότι ο Αρτσιμπόλντι, ως εξάχρονο παιδί, κλέβει ένα βιβλίο με τίτλο «Ζώα και Φυτά των Ευρωπαϊκών Παράκτιων Περιοχών» και επιδίδεται όχι μόνο σε ατέρμονες αναγνώσεις του αλλά και σε παθιασμένες, με κίνδυνο πολλές φορές της ζωής του, εξερευνήσεις του βυθού (διόλου τυχαία, όπως θα εξηγήσω παρακάτω) κατά μήκος των πρωσσικών ακτογραμμών. Ή αργότερα, το πρώτο βιβλίο που επιλέγει να διαβάσει από την αχανή βιβλιοθήκη του βαρώνου, στον πύργο του οποίου εργαζόταν η μητέρα του, είναι το Parzival τού Βόλφραμ φον Έσενμπαχ, και ο συγγραφέας του 13ου αιώνα, που περιφρονεί τα γράμματα και τις τέχνες, ασκεί στον νεαρό Αρτσιμπόλντι την έλξη που θα ασκούσε «[…] ένας γιγαντιαίος μαγνήτης σε ένα λεπτό καρφί» (σελ. 659).

    Το μυθιστόρημα αποτελείται από πέντε μέρη –πέντε βιβλία– καθότι διαβάζονται και αυτούσια, και μάλιστα, η αρχική σκέψη του συγγραφέα ήταν να εκδοθούν πέντε βιβλία, ένα κάθε χρόνο μετά τον θάνατό του γιατί έτσι πίστευε ο Μπολάνιο ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία: ας μην λησμονούμε ότι το βιβλίο έχει γραφτεί υπό τη σκιά του θανάτου, και ο συγγραφέας πιεζόταν να παραγάγει κάτι που θα εξασφάλιζε τους οικείους του. Αυτό περνάει υποδόρια και στο βιβλίο μέσα από την εξιστόρηση, σε μια από τις δεκάδες αφηγήσεις που διανθίζουν και περιπλέκουν το κείμενο προς τόσες σαγηνευτικές κατευθύνσεις, της περίπτωσης του εικαστικού, Edwin Johns, που γνωρίζει τεράστια επιτυχία μέσα από μια ριζοσπαστική κίνηση: κόβει το χέρι του, το βαλσαμώνει, και το αναγάγει σε έργο· στην πιο διάσημη σύνθεσή του με απώτερο σκοπό το χρηματικό κέρδος. Ο ζωγράφος που ακρωτηριάζεται, για ένα και μόνο έργο που θα τον κάνει διάσημο, καθρεφτίζει τον συγγραφέα Μπολάνιο που θα ακρωτηριαστεί δημιουργικά για να παραγάγει, με την καυτή ανάσα του θανάτου στον σβέρκο του, ένα μαξιμαλιστικό πόνημα που θα προσδώσει αξία στο σύνολο του έργου του. Το 2666 γράφεται λοιπόν ενώ ο Μπολάνιο γνωρίζει ότι θα πεθάνει· και γράφεται με συγκεκριμένο στόχο· και δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το καμτσίκι του θανάτου κάνει θαύματα στη στοχοθεσία. Αλλά όλα αυτά, αν θέλετε τη γνώμη μου, δεν είναι παρά εικασίες στις οποίες απουσιάζει πάντα αυτό που οι επιστήμονες, στα πειράματα, αποκαλούν «ομάδα ελέγχου»: για να μάθουμε τελικά την αλήθεια θα έπρεπε να μας είχε χαριστεί και ένας «Μπολάνιο» που δεν θα είχε πεθάνει στα πενήντα του… Τα λέω όλα αυτά αναγνωριστικά, εν είδει εισαγωγής, γιατί ως έχουν τα πράγματα το 2666 στέκει λίγο πιο ψηλά από το υπόλοιπο έργο τού Μπολάνιο· έργο που, δεκαοχτώ χρόνια μετά τον θάνατό του, βρίσκεται, αναμφισβήτητα, στα ανά τον κόσμο λογοτεχνικά υψίπεδα, τόσο κριτικών όσο και αναγνωστών.

    Το πρώτο βιβλίο –το μέρος των κριτικών– θα μας συστήσει τέσσερις νέους, τρεις άνδρες και μια γυναίκα, που τους ενώνει το πάθος τους για τον παραγνωρισμένο Γερμανό συγγραφέα Μπένο φον Αρτσιμπόλντι. Οι τέσσερις κριτικοί διδάσκουν γερμανική λογοτεχνία, συμμετέχουν σε συνέδρια, και δημοσιεύουν διαρκώς, ως αυθεντίες, πάνω στον Αρτσιμπόλντι. Μια τυχαία γνωριμία θα τους φέρει στο Μεξικό, στην παραμεθόρια Σάντα Τερέζα, προς άγραν τού ινδάλματός τους, του αινιγματικού Μπένο φον Αρτσιμπόλντι που ενώ έχουν μελετήσει διεξοδικά το σύνολο του έργο του, δεν τον έχουν γνωρίσει προσωπικά καθότι σχεδόν κανένας, πέραν του εκδότη του, δεν τον έχει συναντήσει ποτέ. Ο Αρτσιμπόλντι, όπως γίνεται άμεσα κατανοητό, αποφεύγει τη δημοσιότητα με εμμονή και συνέπεια που θα ζήλευε και ένας Τόμας Πύντσον. Η αναζήτηση αυτή θα αποτελέσει τη μετάβαση των κριτικών από την ιδιότητα των κριτικών/καθηγητών σε αυτή των ανθρώπων που ανοίγονται για πρώτη φορά στον κόσμο της δράσης. Η μετάβαση αυτή, από τη ζωή του νου, στη ζωή της δράσης θα γίνει αφορμή για έναν στοχασμό πάνω στο δίπολο συγγραφέας – άνθρωπος. Ο Μπολάνιο, θα σκιαγραφήσει τις παγίδες που μπορεί να κρύβει η διαδρομή από το κείμενο προς τον καλλιτέχνη, και θα υπαινιχθεί και συγκεκριμένες απαντήσεις μέσα από την τελική κατάληξη της δυναμικής που θα αναπτυχθεί μεταξύ των τεσσάρων κριτικών. Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο όμως, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, μέσα από ένα άρθρο που διαβάζει σε μια ιταλική εφημερίδα ένας από τους κριτικούς, θα γίνουμε κοινωνοί της ιστορίας των κατά συρροή φόνων των νεαρών γυναικών που λαμβάνουν χώρα στο Μεξικό, στη ίδια Σάντα Τερέζα που λίγο αργότερα θα βρεθούν και οι κριτικοί για να αναζητήσουν το είδωλό τους. Οι φόνοι αυτοί θα αποτελέσουν το θέμα του τέταρτου βιβλίου που συνιστά και το μυθοπλαστικό κέντρο του βιβλίου.

    Το δεύτερο βιβλίο –το μέρος για τον Αμαλφιτάνο– θα επικεντρωθεί στον εξόριστο Χιλιανό καθηγητή Αμαλφιτάνο που έχει βρεθεί στο Μεξικό και που υποτίθεται ότι προσφέρει χείρα βοηθείας στην ομάδα των κριτικών που αναζητούν τον Αρτσιμπόλντι. Αλλά το βιβλίο, ενάντια στις προσδοκίες του αναγνώστη που αρχίζει, αφελώς, να οραματίζεται και να προσμένει μια γραμμική πορεία εξέλιξης προς την ανακάλυψη του Αρτσιμπόλντι και της σχέσης του με τα ειδεχθή εγκλήματα, θα λοξοδρομήσει και θα επικεντρωθεί στη ζωή του Αμαλφιτάνο. Όπως θα λοξοδρομήσει και το τρίτο βιβλίο στο οποίο ο Μπολάνιο θα εστιάσει στον Όσκαρ Φέιτ, έναν αφροαμερικανό δημοσιογράφο μιας μικρής εφημερίδας της Νέας Υόρκης, που θα βρεθεί, και αυτός, στη Σάντα Τερέζα για να καλύψει έναν αγώνα πυγμαχίας. Και τα δύο αυτά κεφάλαια, πιστά στις μπολανικές παρεκτροπές και παρακάμψεις θα διανθιστούν με στοιχεία που όσο κι αν αρχικά φαντάζουν παράταιρα και αυθαίρετα, σιγά σιγά, θα πάρουν τη θέση τους ως οργανικά κομμάτια ενός μεγαλύτερου σχεδίου που υφαίνεται αριστοτεχνικά όσο βαδίζουμε προς το καταληκτικό κεφάλαιο.

    Το τέταρτο βιβλίο, αυτό που αναφέρεται στα εγκλήματα, αυτό που αποκάλεσα μυθοπλαστικό κέντρο, είναι ένα ιδιότυπο αμάλγαμα μη μυθοπλαστικού μυθιστορήματος (είναι εμπνευσμένο από πραγματικά εγκλήματα) και οργιώδους μυθοπλασίας όπου απαριθμούνται και περιγράφονται με ψυχρή ακρίβεια 108 φόνοι νεαρών γυναικών. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο (σχεδόν 400 σελίδες) διαβάζεται λίγο πολύ απνευστί και υποβάλει τον αναγνώστη σε μια δοκιμασία όπου η ηδονή της παθιασμένης ανάγνωσής του μπολιάζεται με γενναίες δόσεις λακανικής ηδονής· ηδονής, που ως τέτοια στιγματίζεται από το άλγος των τύψεων που αναμένει να βιώσει ο αναγνώστης απέναντι στις θεάσεις των εγκλημάτων που του προσφέρονται, και που τελικά λάμπουν (οι τύψεις) δια της απουσίας τους. Στο κεφάλαιο αυτό παρακολουθούμε με εμμονική προσήλωση το σκηνικό –τους δρόμους, τα καταγώγια, τις φαβέλες, και τις χωματερές της Σάντα Τερέζα– όπου ξεδιπλώνεται η αποδελτίωση των δολοφονημένων γυναικών· σκηνικό που διακλαδίζεται και περιπλέκεται όχι μόνο με τις ζωές των αστυνομικών, ερευνητών, τηλεπαρουσιαστών, μέντιουμ, μαφιόζων, πολιτικών, και των εξαθλιωμένων εργατών στα τεράστια εργοστάσια φασόν, τις περίφημες «μακιλαδόρας», αλλά, επιπροσθέτως, εμπλουτίζεται και με τις ζωές, τις σκέψεις, και τις ενασχολήσεις όλων των χαρακτήρων που έχουν βρεθεί στη Σάντα Τερέζα, του Μπένο φον Αρτσιμπόλντι συμπεριλαμβανομένου. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο –το μυθοπλαστικό κέντρο του 2666– συνιστά χωροχρονικό σημείο συγκερασμού όλων σχεδόν των χαρακτήρων που έχουμε γνωρίσει στα προηγούμενα κεφάλαια αλλά και κάποιων βασικών που θα γνωρίσουμε στο επόμενο· χαρακτήρων που, ανύποπτοι – ύποπτοι, συνεχίζουν προσχηματικά τις ζωές τους. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι λοιπόν ένα μπολανικό tour de force όπου η μετρονομική ψυχρότητα των περιγραφών των εγκλημάτων γεννά στον αναγνώστη τον τρόμο, όχι για τα εγκλήματα αλλά για τη δική του ενοχή στη μέθεξη που νιώθει μέσω της απνευστί ανάγνωσης που καταφέρνει να του επιβάλει ο συγγραφέας. Μόνο μεσούντος αυτού του κεφαλαίου συναισθάνεται πλήρως ο αναγνώστης τη σκοτεινή σαγήνη του μποντλερικού μότο που ανοίγει το μυθιστόρημα: «Μια όαση φρίκης εν μέσω μιας ερήμου ανίας»· μια όαση φρίκης για την κάθε σελίδα που ρουφάει ο αναγνώστης ως το βδελυρό μεδούλι της, απολαμβάνοντας την επικράτεια του ερέβους που θα τον εξακοντίσει στο καταληκτικό κεφάλαιο που θα ξεδιαλύνει όσα ακριβώς πρέπει να ξεδιαλύνει· στο κεφάλαιο που αναφέρεται στον Μπένο φον Αρτσιμπόλντι.

    Διόλου τυχαία, ο Μπένο φον Αρτσιμπόλντι, το αληθινό όνομα του οποίου είναι Χανς Ράιτερ, θα πάρει το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο από τον ζωγράφο Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο. Διόλου τυχαία, γιατί το 2666 συνιστά ένα μεγαλειώδες gestalt switch πάνω στα χνάρια του έργου τού ζωγράφου που χαρίζει στον ήρωα του Μπολάνιο το όνομά του. Τι ακριβώς εννοώ; Οι πίνακες του Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο, αυτοί τουλάχιστον στους οποίους αναφέρεται ο Μπολάνιο, συντίθενται από μεμονωμένα αντικείμενα, στοιχειοθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε διαρκώς να προσφέρονται τόσο για μια αυτόνομη ανάγνωση, αλλά και, διαμέσου του αντιληπτικού «διακόπτη γκεστάλτ», για την καθολική θέασή τους· θέαση που προσφέρει ένα νέο εικαστικό αποτέλεσμα. Τα πέντε κεφάλαια του βιβλίου, παρομοίως, είναι δυνατόν να διαβαστούν μόνα τους, να σταθούν δηλαδή αυτούσια, ή συνολικά, προσφέροντας στον αναγνώστη μια καθολική θέαση με τον τρόπο που υπαινίσσεται ο συγγραφέας και που θα αποπειραθώ να περιγράψω.

    Ο Μπολάνιο αφήνεται και ενδίδει σε έναν ιδιότυπο υποκειμενικό ιδεαλισμό: «σε κάθε βήμα, ο κόσμος αλλάζει» (σ. 430), θα πει ένας δευτερεύων ήρωάς του. Το σύμπαν που ξεδιπλώνει ο συγγραφέας στο 2666 είναι ένας ολογραμματικός χωροχρόνος που πολλές φορές γεννά στον αναγνώστη του την εντύπωση ότι συντίθεται τη στιγμή που το διαβάζει (όπως ακριβώς οι πίνακες του Αρτσιμπόλντο συντίθενται μέσω αυτού του αντιληπτικού διακόπτη, του gestalt switch που τους χαρακτηρίζει). Προσέξτε πώς ο τρόπος θέασης των έργων του Αρτσιμπόλντο διατρέχει κομβικά σημεία του βιβλίου. Ο Αμερικανός Άλμπερτ Κέσλερ, ο ειδικός ερευνητής που καλούν οι αρχές στο Μεξικό για να δώσει τα φώτα του για τις κατα συρροή δολοφονίες νεαρών γυναικών, θα διατυπώσει σε αρκετά σημεία μια εκ πρώτης όψεως ιδιοσυγκρασιακή παρατήρηση. Θα αναρωτηθεί για την ίδια του τη ζωή που τη νιώθει «[…] να ξεθωριάζει στις άκρες του οπτικού του πεδίου, σαν το πέρασμα του χρόνου να προσδίδει πορώδη υφή στα αντικείμενα […] που τρεμοπαίζουν ως μια πραγματικότητα που δεν εγγυάται ούτε καν την ίδια την πραγματικότητα», (σ. 582). ‘Η αργότερα, καθώς περιδιαβαίνει τις συνοικίες στα περίχωρα της Σάντα Τερέζα, εκεί ανάμεσα σε φαβέλες και παράνομες χωματερές όπου κάθε τόσο ανακαλύπτονται τα πτώματα των νεαρών γυναικών, θα αισθανθεί και θα περιγράψει το τοπίο «[…] σαν ένα παζλ που διαρκώς συναρμολογείται και αποσυναρμολογείται», (σ. 602). Ο Μπολάνιο, εργαλειοποιεί το εύρημα των έργων του Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο, αυτή την εναλλαγή ανάμεσα σε δύο θεάσεις, και διαποτίζει το σώμα του κειμένου με τη βιωματική εμπειρία του περάσματος από τη μία θέαση στην άλλη: προσδίδει έτσι στο βιβλίο την αίσθηση μιας επικράτειας κινούμενης άμμου –σαν της ερήμου που σαν «σαρκοβόρο λουλούδι» κυκλώνει τη Σάντα Τερέζα– πάνω στην οποία ο αναγνώστης, καθώς ανασυνθέτει το κείμενο, αισθάνεται ότι πατάει με δική του ευθύνη παρότι αναγνωρίζει ότι φέρει μαζί του και συλλογικά νοητικά μπαγκάζια. Όπως λοιπόν οι ήρωες του Μπολάνιο βιώνουν αυτόν τον ιδιότυπο υποκειμενικό ιδεαλισμό όπου η φευγαλέα ρευστότητα της πραγματικότητας τους φέρνει αντιμέτωπους με διαρκώς μεταβαλλόμενες θεάσεις του κόσμου τους, που μετασχηματίζεται μπροστά στα μάτια τους (όπως συμβαίνει σε μικρογραφία με τους πίνακες του Αρτσιμπόλντο), έτσι και ο αναγνώστης αρχίζει να μην είναι και τόσο σίγουρος ότι αυτά που έχει διαβάσει συνεχίζουν να υφίστανται με τον ίδιο τρόπο όταν δεν τα διαβάζει, όταν έχει γυρίσει πια τις σελίδες και τα έχει αφήσει πίσω του. Και αυτό δεν κλειδώνει μονάχα με το έργο του Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο (που σηκώνει αυτή τη διπλή θέαση –αυτή τη δισημία), αλλά έρχεται και δένει υπέροχα και με αυτή την εμμονή τού συγγραφέα με το «semblance»: την επιφάνεια, το φαίνεσθαι, που διαρκώς προσπαθεί ο Μπένο φον Αρτσιμπόλντι, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, να διαπεράσει και να φτάσει στην ουσία. Ας προσέξει ο αναγνώστης την εξ απαλών ονύχων εμμονή του Αρτσιμπόλντι για τον βυθό και τις καταδύσεις, εμμονή που αποδελτιώνει συμβολικά τη διαρκή αναζήτησή του για αυτό που κρύβεται πίσω από το φαίνεσθαι· κυριολεκτικά, καθώς ο νεαρός Αρτσιμπόλντι βουτάει κάτω από την επιφάνεια των πρωσσικών ακτογραμμών. Γράφει ο Μπολάνιο στην αρχή του πέμπτου βιβλίου: «Δεν του άρεσε η στεριά και ακόμα λιγότερο τα δάση. Δεν του άρεσε ούτε η θάλασσα, ή μάλλον αυτό που οι κοινοί θνητοί αποκαλούν θάλασσα και στην πραγματικότητα είναι μόνο η επιφάνεια της θάλασσας, τα κύματα που σηκώνει ο άνεμος που σιγά σιγά μετατρέπονται σε μια μεταφορά για την ήττα και την τρέλα. Αυτό που του άρεσε όμως ήταν ο βυθός της θάλασσας, εκείνη η άλλη γη, γεμάτη πεδιάδες που δεν ήταν πεδιάδες, κοιλάδες που δεν ήταν κοιλάδες, και φαράγγια που δεν ήταν φαράγγια», (σ. 639). Ο Αρτσιμπόλντι εστιάζει σε αυτό που φαίνεται, αλλά είναι κάτι άλλο· εστιάζει στην ουσία πίσω από τα φαινόμενα.

    Τι βρίσκεται όμως πίσω από τα φαινόμενα; Πώς θα μπορούσε άραγε ο αναγνώστης να σταθεί απέναντι σε αυτό το μυθιστόρημα των 1200 σελίδων αν δεν θέλει απλώς να αρκεστεί στη σαγηνευτική επιφάνεια της ακόρεστα διακλαδιζόμενης μπολανικής γραφής; Για να σας κάνω να κοιτάξετε πίσω από τα φαινόμενα –για να αποπειραθώ να προτείνω τι πιστεύω ότι υπαινίσσεται ο Μπολάνιο– θα πρέπει να επανέλθω στο μυθοπλαστικό κέντρο του βιβλίου, στο κεφάλαιο των εγκλημάτων, αλλά επειδή τίποτα στον Μπολάνιο δεν προσφέρεται γραμμικά, θα πρέπει να κοιτάξουμε το κεφάλαιο των εγκλημάτων μέσω ενός σημείου που εντοπίζεται στο κεφάλαιο που προηγείται των εγκλημάτων: στο τρίτο κεφάλαιο, αυτό για τον δημοσιογράφο Όσκαρ Φέιτ. Ο Φέιτ λοιπόν, στην αρχή του τρίτου κεφαλαίου, καθώς πηγαίνει προς τη Σάντα Τερέζα για να καλύψει έναν αγώνα πυγμαχίας, σε μια στάση του σε ένα μεξικάνικο ντάινερ δίπλα στον αυτοκινητόδρομο, γίνεται λαθρακουστής μιας συζήτησης ενός χαρακτήρα που τελικά παίζει βασικό ρόλο στην ερμηνεία του 2666· ενός χαρακτήρα στον οποίο έχω ήδη αναφερθεί: τον ειδικό επιθεωρητή, Άλμπερτ Κέσλερ.

    Ο Κέσλερ αναπτύσσει λοιπόν μια θεωρία (σελ. 266-67) για το πώς οι λέξεις, στο παρελθόν –τον 19ο αιώνα, και τον 18ο, και τον 17ο– αλλά ενίοτε και στο παρόν, είχαν και έχουν πάντα ως στόχο τη συγκάλυψη και όχι την αποκάλυψη. «Λέξεις, για την τέχνη της συγκάλυψης και όχι της αποκάλυψης» (σελ. 267), θα πει ο Κέσλερ στον συνομιλητή του. Λέξεις, όπως το κλείσιμο των παιδικών ματιών μπροστά στον κίνδυνο ή το κακό. Λέξεις, για το κακό που συμβαίνει στους κόλπους της κοινωνίας και όχι εκτός, όπου ζούσαν, και συνεχίζουν να ζουν οι περισσότεροι στο παρελθόν αλλά και στο παρόν (βλ. Σάντα Τερέζα). Λέξεις, ως πέπλο που συσκοτίζει, που τραβάει την προσοχή μακριά από το αρχετυπικό κακό που λαμβάνει πάντοτε χώρα στα περίχωρα, στα όρια της κοινωνίας και οδηγεί στα μεγάλα εγκλήματα που όμως παραμένουν άνευ σημασίας, ως μη γενόμενα, γιατί οι λέξεις αναφέρονται πάντοτε σε όσα συμβαίνουν εντός κοινωνίας και όχι στα περίχωρά της, γιατί οι λέξεις –επιμένει ο Κέσλερ– συγκαλύπτουν και δεν αποκαλύπτουν. Πώς ακριβώς γίνεται αυτό; Ο Κέσλερ δίνει δύο εξαιρετικά παραδείγματα: μιλάει για τους νεκρούς των δουλεμπορικών πλοίων, νεκρούς που έφταναν και ξεπερνούσαν το 20% του συνόλου των ανθρώπων που μεταφέρονταν από την Αφρική προς τον Νέο Κόσμο, νεκρούς που κανένας δεν θρηνούσε· νεκρούς που κανένας δεν τους έδινε καμιά σημασία σε αντίθεση, για παράδειγμα, με περιστατικά όπως αυτό του ιδιοκτήτη μιας μεγάλης φυτείας στη Βιρτζίνια που μπορεί να παραφρονούσε και να σκότωνε τον γείτονά του, έναν άλλο ιδιοκτήτη φυτείας, και επιστρέφοντας να σκότωνε και τη γυναίκα του. Οι εφημερίδες της εποχής, λέει ο Κέσλερ, όχι μόνο ξεσπάθωναν με το περιστατικό των δύο μονάχα νεκρών, αλλά για μήνες ολόκληρους οι κάτοικοι της Πολιτείας ζούσαν με την εφιαλτική εικόνα του ανθρώπου που είχε σκοτώσει δύο συνανθρώπους του, ενώ, τις ίδιες στιγμές, χιλιάδες μαύροι πέθαιναν στα αμπάρια των δουλεμπόρων. Ο Κέσλερ αναφέρει επίσης την περίπτωση της Παρισινής Κομμούνας, όπου οι νεκροί ανήλθαν σε χιλιάδες αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε ποτέ μαζί τους, γιατί, πολύ απλά, ζούσαν στα περίχωρα της κοινωνίας, ζούσαν εκτός κοινωνίας. Την ίδια όμως περίοδο, το 1871, ένας τροχιστής μαχαιριών θα σκοτώσει τη γυναίκα του και την ηλικιωμένη μητέρα του λίγο πριν βρει τον θάνατο από τα πυρά της αστυνομίας. Η ιστορία αυτή θα καλυφθεί εκτενώς από τις γαλλικές εφημερίδες, θα γίνει πασίγνωστή σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ για την υπόθεση θα εμφανιστούν άρθρα μέχρι και στην εφημερίδα «Εξάμινερ» της Νέας Υόρκης. Ο τροχιστής μαχαιριών –λέει ο Κέσλερ– έχαιρε ύπαρξης στους κόλπους της κοινωνίας· οι νεκροί της Κομμούνας, αντιθέτως, όχι. Ο Μπολάνιο θα πιαστεί από αυτή ακριβώς τη χρήση των λέξεων που συγκαλύπτουν γιατί εστιάζουν αποκλειστικά και μόνο στα εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα μέσα στους κόλπους της «ευγενικής» κοινωνίας· θα πιαστεί από τις λέξεις που απευθύνονται στους προνομιούχους, λέξεις εξημερωμένες που υπνωτίζουν και αποπροσανατολίζουν ωσάν παραμύθια από το αρχετυπικό κακό που θεριεύει κάτω από την εξημερωμένη επιφάνειά τους. Αυτό όμως είναι πάντα το πρόβλημα με τις λέξεις: συνιστούν αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της εξημερωμένης φύσης του ανθρώπου· χαρακτηριστικό τόσο θεμελιακά σαγηνευτικό ακριβώς επειδή αντί να αποκαλύπτει το σκοτεινό κομμάτι του ανθρώπου, το συγκαλύπτει. Αλλά αν δεν χρησιμοποιήσει κάποιος λέξεις για να αποκαλύψει, τι θα χρησιμοποιήσει; Ο Μπολάνιο στέκεται απέναντι σε αυτό το ερώτημα και τελικά σκαρφίζεται ένα κεφάλαιο 400 σελίδων –το κεφάλαιο για τους φόνους. Ο Μπολάνιο μάς προσφέρει λέξεις, έναν χείμαρρο λέξεων, ως αντίδοτο στις λέξεις που συγκαλύπτουν γιατί επιθυμεί, τελικά, να αποκαλύψει, να ξεσκεπάσει, να μυθιστοριοποιήσει το γεγονός των ανεξιχνίαστων φόνων. Η έκταση του συγκεκριμένου κεφαλαίου είναι η επιφάνεια πάνω από την οποία θα πρέπει να σταθεί, με γνήσιο σκεπτικισμό, ο αναγνώστης γιατί είναι η επιφάνεια που θα πρέπει να διατρήσει, γιατί σε γνήσιο αρτσιμπολντικό στυλ είναι «οι λέξεις που δεν είναι λέξεις». Ο Μπολάνιο αφιερώνει 400 σελίδες γιατί θέλει, με το συγκεκριμένο κεφάλαιο, να υπαινιχθεί κάτι πολύ συγκεκριμένο· κάτι ριζικά διαφορετικό από τη χρήση των λέξεων όπως την λαθρακούει ο ήρωάς του από τον Κέσλερ: από τη χρήση των λέξεων προς συγκάλυψη· των λέξεων όπως αυτές χρησιμοποιούνται, κενολογικά, εντός κοινωνίας. Η μποντλερική «όαση φρίκης εν μέσω μιας ερήμου ανίας» έχει σαν απώτερο στόχο την αφύπνιση από τον λήθαργο των λέξεων –πώς αλλιώς;– με λέξεις!

    Ο αναγνώστης θα μπορούσε τώρα να διαβάσει ξανά το πρώτο κεφάλαιο, το κεφάλαιο των κριτικών, για να διακρίνει τη λεπτή ειρωνεία με την οποία χρωματίζει τις ζωές τους ο Μπολάνιο· τις ζωές των κριτικών που αναλώνονται στο πάθος τους, τον Αρτσιμπόλντι, αλλά και στα ερωτικά τους πάθη, ανύποπτοι, αδαείς, και ίσως αφελείς –παρά την εμβρίθεια και τον διανοουμενισμό τους. Ίσως τώρα να γίνεται και πιο κατανοητό γιατί ο Μπολάνιο σπρώχνει διαρκώς πέρα από τις λέξεις (και τα βιβλία): οι λέξεις συγκαλύπτουν· η σαγήνη τους ναρκώνει και αποπροσανατολίζει από το αρχετυπικό κακό που ελλοχεύει κάτω από τη στραφταλίζουσα επιφάνειά τους.

    Προς το τέλος του βιβλίου, εκεί που ο Αρτσιμπόλντι έχει συγγράψει το πρώτο του βιβλίο και ψάχνει μια γραφομηχανή για να το δακτυλογραφήσει και να αναζητήσει εκδότη, θα συναντήσει έναν ηλικιωμένο Γερμανό, έναν πρώην συγγραφέα, που νοικιάζει μια γραφομηχανή. Ο άνθρωπος αυτός θα του διηγηθεί τη διαδικασία της συνειδητοποίησής του ότι δεν ήταν τελικά συγγραφέας. Το σημείο αυτό, ένα από τα πιο δυνατά στο βιβλίο, θα πρέπει να συνιστά για κάθε ελάσσονα, αλλά τίμιο, συγγραφέα που το διαβάζει μια κοφτερή λεπίδα που τον ανατέμνει καθώς τον ξεκοιλιάζει (σελ. 783-790). Γιατί ο Γερμανός πρώην συγγραφέας μιλάει με χειρουργική ακρίβεια για τα συγγραφικά αριστουργήματα που κρύβονται πάντα κάτω από την επιφάνεια των βιβλίων που σωρηδόν παράγουν οι στρατιές των υποδεέστερων συγγραφέων που πλημμυρίζουν, με τις ευλογίες σχολών και πανεπιστημίων, τον κόσμο με τα πονήματά τους. Ο Γερμανός πρώην συγγραφέας μιλάει για την ασύστολη λογοκλοπή: «Ναι, λογοκλοπή, με την έννοια ότι όλα τα ελάσσονα έργα, όλα τα έργα από την πένα του ελάσσονος συγγραφέα δεν δύναται να είναι τίποτα παραπάνω από λογοκλοπή κάποιου αριστουργήματος. Η μικρή διαφορά, σε αυτές τις περιπτώσεις, συνίσταται στο ότι μιλάμε για εγκεκριμένη λογοκλοπή», (σ. 787).  Αυτές οι σελίδες στις οποίες μιλάει ο πρώην συγγραφέας στον Μπένο φον Αρτσιμπόλντι, ο οποίος βρίσκεται ένα βήμα πριν την έκδοση του πρώτου του βιβλίου, αναβλύζουν, υπό το βάρος του βιβλίου που πλησιάζει στο τέλος του, ειλικρίνειας από πλευράς Μπολάνιο. Γιατί ο Μπολάνιο, που είναι ένας τίμιος συγγραφέας, εναποθέτει, στο σημείο αυτό, εαυτόν στην κρίση των αναγνωστών του μέλλοντος –του άμεσου μέλλοντος καθότι ο Μπολάνιο, γράφει ενώ γνωρίζει καλά ότι πεθαίνει– εναποθέτει λοιπόν εαυτόν στην κρίση των αναγνωστών του, γιατί ο ίδιος δεν γνωρίζει αν ανήκει στους μείζονες ή τους ελάσσονες συγγραφείς· δεν γνωρίζει αν ο ίδιος συγγράφει, ή αν έχει συγγράψει, αριστουργήματα πάνω στα οποία θα στηριχτούν και θα κρυφτούν άλλοι, υποδεέστεροι συγγραφείς, ή αν και ο ίδιος εργάστηκε και δημιούργησε πάνω σε ένα προπέτασμα επιφάνειας, ένα στρώμα «φαίνεσθαι», χωρίς το πολυπόθητο «είναι», χωρίς το πολυπόθητο βάθος που αφειδώς χάρισε στο δημιούργημά του, τον Μπένο φον Αρτσιμπόλντι.

    Το συγγραφικό έργο του Μπολάνιο, ακριβώς επειδή ο Μπολάνιο ήταν ένας εμμονικός αναγνώστης, συνιστά μια μετουσίωση της νεωτερικότητας, με τον ίδιο τρόπο που η γραφή τού Ουίλιαμ Γκάντις (στις Αναγνωρίσεις) συνιστά τη μετουσίωση του κόσμου της αρχαιότητας στη μετανεωτερικότητα. Ο Μπολάνιο όμως, για να μην παρεκτρέπομαι, συνιστά πιο απλά και τη λυδία λίθο για τη διαπίστωση των εκλεκτικών συγγενειών στις οποίες προσήκει ο αναγνώστης. Η αδιαφορία προς το έργο του, η αδυναμία να εδραιώσει ο αναγνώστης ικανούς δεσμούς επικοινωνίας με το σώμα των κειμένων του, υποδηλώνουν και την αδιαφορία του προς τις δημιουργικές μεταρσιώσεις τόσο του εικοστού όσο και των αιώνων που προηγήθηκαν.

  • Δυο ταινίες

    Δυο ταινίες

    Aρχίζω να ακούω βερεσέ τα μαντάτα από αυτόν τον σχιζοφρενικό κόσμο των διασπασμένων μικροκοινωνιών. Ένα ζευγάρι γερόντων με παιδιά που πέθαναν, ληστεύτηκε και δέθηκε από αγνώστους. Επιβίωσε μόνον η γιαγιά που κοράκιασε από τη δίψα. Οι εκφωνήσεις της είδηση ήταν παραγωγή Παταγωνίας − υπηρεσιακή ουδετερότητα − ενώ οι εικόνες έδειχναν ένα σμάρι αστυνομικών να βάζει κίτρινες λωρίδες στο σπίτι της Απώλειας, όπως μάθαμε από το σινεμά.

    Τελικά από την «παράδοση» του παρελθόντος, έχει διασωθεί και διαδοθεί ένα είδος σημάτων Μορς. Ήτοι, κανένα συμβάν που να εγείρει συνειδήσεις. Από το «αξέχαστο χθές» (και γαημώ τα μηνύματα!) έχουν απομείνει τα σκελετά από δύο ταινίες: το «Μπραζίλ» και το «Κουρδιστό πορτοκάλι». Δεν υπάρχει ημέρα ή εβδομάδα που να μη επιβεβαιώνει κάποια σκηνή από τις ταινίες αυτές. Για παράδειγμα, στο «Μπραζίλ» οι αξέχαστες «τραβηγμένες κυρίες» επιβεβαιώνονται κάθε τόσο, κολυμπητές πάνω στο ειδησεολόγιο: ξέρετε με ποια μουσική θα εορτάσει ο γερο Τζεπέτο-Μπάιντεν τους όρκους τους: με την Λέηντη Γκαγκα και την Τζεηλώ, δύο τρομοκρατημένες από το άνοιγμα των θυρών του γεροντισμού τους, μεταπτυχιακές σπουδάστριες στο κρεπάρισμα και στην θωράκιση του υποδορείου ιστού τους, που εάν τις ιδείς χωρίς ψηφιακή επεξεργασία, θα πηδάς έντρομος από τα παράθυρα του τρελοκομείου. Ενώ το κλώτσομπουνίδι που δέχτηκε ένας σταθμάρχης του μετρό προψέ, χώρια η σιχαμένη υποκρισία των άνκορμεν, απηχεί τις καλύτερες παραδόσεις του Κιούμπρικ όταν η παρέα σαπίζει στο ξύλο έναν έρμο σε μια σήραγγα.

    Προς γενίκευση της ξεφτίλας, ένας εσμός δικηγόρων υπεράσπισης πλαισιώνει κάθε εξέλιξη σε τέτοια «ατυχή» γεγονότα. Ακόμη κι αν βρεθεί κάποια ομάδα που έφταιξε, όπως συνέβη με τον διασυρμό ενός πανεπιστημιακού στο γραφείο του, οι λαμπρότερες παραδόσεις που διαδίδονται μέσα από τις ευρωπαϊκές εντολές, οδηγούν στον φυσικό τους δικαστή τα πολιτικοποιημένα τσογλάνια και παρευθύς απολύονται, χαμένα στην γλυκειά συμμορία των παραβάσεων που έχουν πλημμεληματικό χαρακτήρα. Κι αυτά, ενώ έχουμε Πρόεδρο Δημοκρατίας μια κυρία από το δικαστικό σώμα.

    Επειδή ΔΕΝ πρόκειται να στήνετε αφτί να ακούτε τον κάθε κωλόγερο που ανακάλυψε πως υπάρχει περίπτωση να τον βρήτε με κομμένο λαρύγγι όποτε καυλώσει σε κάποιον, σας στέλνω χαιρετίσματα πως δεν αρκεί μια ιερεμιάδα του στύλ «στα νιάτα μας αφήναμε το κλειδί του σπιτιού κάτω από τη γλάστρα».

    Ποτέ δεν είχαμε τόση, μα τόση αστυνομία, τέτοια φιγουρατζίδικη πολιτική προστασία, τέτοια δημαρχιακή και περιφερειακή ακμή, και τόσες, μα τόσες συσκέψεις επί παντός του επιστητού, παρόντος συνήθως του πρωθυπουργού, έμπρακτη απόδειξη πως το κράτος κουτσαίνει, αλλιώς ο Ηγέτης θα έρριχνε έναν υπνάκο το μεσημέρι.

    Αλήθεια, υπάρχει ΠΙΚΠΑ; Οι «παλιές δομές» μήπως αντικαταστάθηκαν από «πρωτόκολλα», «Μηκυό» τηλεοπτικά σήματα «υποστηρίξτε εμάς που δουλεύουμε χωρίς εσάς;» Ποια δικαιοσύνη επιτρέπει συχνή επικοινωνιακή υπενθύμιση για κάποια Actionaid που την θυμάμαι χρόνια και ζητά τον οβολό μας ανά κεφαλή ευεργετημένου παιδιού από τα «νουμιστεράκια»; Και η οποία ανήκει σε πρωθυπουργικό στενό συγγενή; Μουρλαθήκατε μωρέ;

    Όχι. Τίποτε δεν πάθατε. Οι τρεις χοροί των Λακεδαιμονίων, δεν θα κυκλώσουν πάλι την Αγορά. Υπέργηροι και ημίσκληροι θα συνεχίσουν να αποσυντίθενται μέσα στο λαμπρό φως των προβολέων. Και πουθενά δεν θα σκεφτεί κάποιος να περνάει από τα σπίτια ενός άσημου σπιτιού σε έναν μαχαλά, ο νυχτοφύλακας που θα ελέγχει αν οι γέροντες της περιοχής του σφάχτηκαν, ακρωτηριάστηκαν, θρηνούν η κοιμούνται.

  • Νύχτα ευθυμίας (ψώμματα, ούλα!)

    Νύχτα ευθυμίας (ψώμματα, ούλα!)

    […]ξέρω όμως τον πρόεδρο Αναστασιάδη, ο οποίος για τη λύση δύο κρατών που βολιδοσκοπούσε από το 2017 και εντεύθεν, είχε μιλήσει και σε μένα και το έγραψα τον Μάρτιο του 2018, ότι «θα προσπαθούσε να εξασφαλίσει συναίνεση από την Ε.Ε. και τη σύμφωνη γνώμη του αρχιεπισκόπου». Είχε όμως αντιληφθεί ότι «τα χρυσά διαβατήρια» ήταν η κότα με τα χρυσά αβγά, που όπως φέρεται να εκμυστηρεύτηκε σε μια νύχτα ευθυμίας στην Αθήνα, άφηνε στο Γραφείο του 300 εκατ. ετησίως, που τα πήγαινε μετά στις Σεϋχέλλες με ιδιωτικές πτήσεις. Γι’ αυτό στο Μoν Πελεράν δεν πήρε Βαρώσι και Μόρφου και στο Κραν Μοντάνα λύση. Αιφνιδίως όμως το Al Jazeera σήκωσε τη σκεπή[….] 

    Ως φαντασιόπληκτος ή ευφάνταστος συγγραφέας ανακριβειών και ψωμμάτων, παραθέτω φανταστικό μονόλογο διατελούντος εν ευθυμία ατόμου που δε μίλησε ποτέ εις τον Τσίπραν περί τούτων και ένι ψεύστης καταγέλαστος ο διαδίδων τοιούτα και τοσαύτα. Οι παρενθέσεις περιέχουν σκηνοθετικές οδηγίες.

    Λέγουν με περί Κραν Μοντάνα και Πάσα Κρασάνα (αυταί είναι αχλάδες). Μοντιέ και Μον Πελεράν! Αυτά δεν είναι σωστά (σιγοτραγουδά: τα ρεάλια ρεάλια ρεάλια). Τα δύο κράτη (χικ) θα εκδίδουν χρυσά διαβατήρια, το δε άλλον κράτος (χικ) σαπφείρινα μετά μαργάρων. (γρουμπ-ρέψιμον) Δεν έχω μήτε πεντόλιρον τσεπούντο εις το γραφείον (χικ) διότι τα εστέλλαμεν εις Σεϋχέλας, εκεί όπου εξωρίσθη (χικ) ο Μακάριος.

  • Ένα τρύπιο Κέντρο

    Ένα τρύπιο Κέντρο

    Κατά καιρούς, το Κέντρο έχει θεωρηθεί πολιτική τάση χωρίς ιδεολογία, θαρρείς και σωθήκαμαν με την λύσσα μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Για μένα (κι όσο διάβασα την περίπτωση) το Κέντρο δεν είναι ένας μέσος Όρος, μια Χρυσή Τομή, ένα μεσοβέζικο συμβιβαστικό συνταγολόγιο, αλλά μια Κοινή Αγορά παραγωγών, εργαζομένων και συνυπαρχόντων, που λειτουργούν συνδυαστικά, ανκαι συνήθως, κάπως άτσαλα.

    Ενίοτε λειτουργεί και ως Καθαρτήριο αποκρουστικών έως σιχαμερών επιλογών: αλλιώς δεν θα θεωρούνταν «Γέρος της Δημοκρατίας» ο προϊστάμενος του Γρίβα − Διγενή στα Δεκεμβριανά και ο τρυπώσας στον Συναγερμό του Παπάγου, ο πετυχημένος υπουργός Παιδείας επί Βενιζέλου κι ώς εκεί.

    Για τους ιδεολόγους των χρωμάτων του ουρανίου τόξου, μπορεί να ξεσκίζουν τους αντίθετους, αλλά σπανίως αποφεύγουν να κάνουν εισαγωγές κεντριστικών ιδεών, ακόμη κι αν φασίζουν ή αριστερίζουν ως νέοι αρματηλάτες. Μόνο που ο πολιτικός κόσμος έδειξε (στα χρόνια που τον παρακολουθώ, από την κηδεία του Παπάγου και δώθε) πως οι κεντρώες απόψεις χρησιμοποιούνται από τους πάντες, κάθε απόχρωσης, πάντα με γελοίες δικαιολογίες, σα να έχουν βάλει φανάρια σε μια πολυσύχναστη διασταύρωση λεωφόρων.

    Για μένα, ο Κεντρώος επιτρέπεται να δηλώνει πολιτική καταγωγή και η συνθήκη δεν είναι αναγκαίως ομόρρυθμη. Ως Κεντρώον οι δεξιοί προτίμησαν να μη ψηφίσουν τον Αβέρωφ ως αρχηγό, και επέλεξαν τον Ράλλη που υπήρξε βεριτάμπλ Κεντρώος. Και ο Καρτάλης υπήρξε στην ατμόσφαιρα της Αριστεράς, αλλά ήτο τελεσιδίκως κεντριστής.

    Δεν θεωρώ λοιπόν Κεντρώα την καιροσκόπο και πεισματάρα κυρία Γεννηματά, η οποία εντούτοις διατηρεί ως γεύσιν και άρωμα μερικούς Κεντρώους βουλευτές, αρκεί να μη την συνερίζονται. Δεν πολυπιστεύω επίσης την πρωθυπουργική ρήση πως είναι Κεντρώος (εξομολόγηση στον Χατζηνικολάου) και γενικά στη σύνθεση των επιτελών της κυβέρνησής του βλέπω αρκετούς απολίτικους τεχνοφρικιώντες, αμή και άτομα που θα βολεύονταν και σε άλλα κόμματα.

    Και ο Σύριζα εμπεριέχει κεντρώους πύθωνες κατοικούντες στην στέγη του Συνασπισμού, αλλά όχι κατ΄ανάγκην μεταγραφές τύπου «υπουργού του βραβευθέντος ως διανοούμενης καρδιάς Γεωργάκη». Ο παππούς τα κατάφερε − ο εγγονός, δύσκολα.

    Επιστρέφω στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο μιας υποθετικής διαδοχής. Όντως, όσο λίγες ελπίδες διατηρεί το σύμφυρμα του Σύριζα να ξανακυβερνήσει με τους ίδιους όρους, η διαμόρφωση ενός κεντρισμού νομίζω πως έχει ελπίδες αναγέννησης, αρκεί να «θυμίζει» και να μη «παραπέμπει» σε υπάρχον κόμμα, παλαιό ή νεότερο.

    Εν ολίγοις, το Κέντρο είναι τρύπιο μεν, αλλά η «τρύπα» είναι μια θύρα προς την Βαλχάλλα.

  • Μονάδα εξάρτησης 85 άνω