Tag: {[1]}

  • Ο χρυσός και ο τενεκές (πρώτο από δύο μέρη)

    Εισαγωγή (με μια φράση, ώστε αν δεν συμφωνείτε, να μη χαλάσετε την ζαχαρένια σας, διαβάζοντάς το)

    Το μόνο δημόσιο αγαθό που δεν θα ήθελα ποτέ να πέσει σε χέρια ιδιώτη, είναι ο ελληνικός ορυκτός πλούτος.

    Από την ιστορία

    Ο χρυσός της Μακεδονίας και της Θράκης είναι μαρτυρημένος από την αρχαιότητα. Υπήρχε στον Γαλλικό, στην πεδιάδα των Βασιλικών, στο βουνό Στρεμπενίκος, στο Παγγαίο και αλλού.

    Οι Αργεάδες απέκτησαν την “επίκτητη” λεγόμενη Μακεδονία, ώς τον Νέστο, απωθώντας Θράκες και αποικιστές από τη νότια Ελλάδα (Θασίτες, Αθηναίους) για τα μεταλλεία.

    Ωσπου να πέσουν στις αρίφνητες ποσότητες χρυσού μετά την πανελλήνια εκστρατεία, στα Σούσα, έβγαζαν χρυσάφι και άλλα χρήσιμα μέταλλα, είτε από την χρυσοφόρα άμμο, είτε από ορυχεία.

    Έγκατέστησαν Γαλάτες στην λεκάνη του Αξιού και από τα χρόνια του Πεισίστρατου έπαιρναν χρυσό από την Ανθεμουσία και τα πρόβουνα του Χορτιάτη. Κερδίζοντας το Παγγαίο, έκαναν τη  τύχη τους.

    Δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα βαθιά πετρώματα. Κι όταν “εξαντλούσαν” τον χρυσό έβγαζαν ασήμι, χαλκό και μαντέμια, όπου υπήρχαν.

    Από τη βόρεια Χαλκιδική παρέμειναν εκμεταλλεύσεις στα Σιδηροκαύσια, αργότερα Μαντεμοχώρια και τανύν Σκουριές. Στο Βυζάντιο, η Ιερισσός και ψηλότερα, η Σελάδα και το Μετάλλιν, ήταν οι πιο μεγάλοι και παραγωγικοί οικισμοί. Ειδικά στα Σιδηροκαύσια, η εκμετάλλευση απλώνονταν σε μεγάλη έκταση, που ανιχνεύθηκε ανασκαφικά.

    Ο Belon που είδε τον τόπο αρχές του 16ου αιώνα, παρομοιάζει την περιοχή με  ανάλογες της βόρειας Ευρώπης, σε παραγωγή, φυσερά και καπνίλα. Οι Οθωμανοί διοικούσαν το μέρος με έναν Εμίνη.

    Το νομισματοκοπείο της Σαλονίκης, στα ύστερα ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά χρόνια, υπήρχε διότι ξανάνοιξαν τα χρυσωρυχεία στα Πλατανάκια, στην κάτω Περιστερά και στον Γαλαρινό, χώρια το Κάλικουμ, νότια του Κιλκίς.

    Πάμε παρακάτω.

  • Η σωστή εποχή

    Κατά κάποιον τρόπο μεγάλωσα σε ενδιαφέρουσα εποχή.

    Όταν ήμουν πολύ παιδί, αναρωτιόντουσαν οι μεγάλοι τι επώνυμο θα παίρνουν τα παιδιά που γεννιούνται σε “ελεύθερες σχέσεις”, δηλαδή εκτός γάμου. Οι απαντήσεις σε τέτοια δυσεπίλυτα τότε ζητήματα δόθηκαν το 1982 με το νέο οικογενειακό δίκαιο.

    Μετά αναρωτιόντουσαν όταν έβλεπαν ζευγάρια αντρών “ποιος από τους δύο κάνει τη γυναίκα”. Εδώ οι απαντήσεις δόθηκαν παρακολουθώντας τα βάσανα του Στηβ Κάρινγκτον στη Δυναστεία — διότι μέγα το της ποπκουλτούρας κράτος.

    Κατόπιν αναρωτιόντουσαν πώς τη βγάζουν τα ζευγάρια γυναικών χωρίς φαλλό. Μάλλον ακόμα την ψάχνουν την απάντηση οι μεγάλοι, οι μεγάλες βεβαίως τη γνώριζαν ανέκαθεν.

    Τώρα που είμαι εγώ μεγάλος αναρωτιόμαστε πώς θα επιλύουν το θέμα της ζήλειας και της κτήσης όσοι συνάπτουν πολυσυντροφικές σχέσεις. Εκ πείρας όμως πλέον ψυλλιαζόμαστε ότι μάλλον ήδη γνωρίζουν την απάντηση οι ίδιοι.

  • To ξέρω αυτό το βουητό…

    Δεν είναι τωρινό!

    Τον Τδραίο Βούλγαρη, τον έλεγαν και Τζουμπέ, ενώ σατίριζαν που όταν πείσμωνε, πετούσε το αρβανίτικο “άστε α ντούα”, ήτοι “έτσι θα γενεί”

    Γενικώς, έπρεπε να φτάσουμε σε πολύ πρόσφατα χρόνια, για να υπάρξουν σάτιρες και δούλεμα σε πρωθυπουργούς, που να άπτονται της γλωσσικής τους επάρκειας. Από τον γερο Καραμανλή, πρόσεχαν τα γαλλικά του σε σερραίικο αξάν- και εκείνο το Chamonix υπό παραφθορά, δεν νομίζω να το είπε ποτέ.

    Του Ράλλη ψιλοκορόιδευαν το “γω” και το “δεν θέλω ου”, παρότι ήταν υπέρ αυτού.

    Ο Σημίτης υπέφερε από την Μαλβίνα συστηματικά ,και το “μακέτο” του, το θυμόμαστε ακόμη.

    Για τον Γεωργάκη, άσε τον Γεωργάκη.

    Ας καταλάβουν μια και καλή, οι υποστηρικτές του, ότι ο Τσίπρας νεωτερίζει σε αυτόν τον τομέα. O τρόπος που εκφράζεται, το σμίξιμο των φρυδιών, η ωχρότητα του προσώπου θυμίζει ακριβώς αυτό που είναι: παιδί που γεννήθηκε με την μεταπολίτευση. Δεν καταλαβαίνει (ακόμη) πως σε κάθε σόι, υφίσταται ο ανθρωπότυπος του τέκνου ή του προγονού που συμβίωσε μαζί μας εκείνα τα πρώτα χρόνια. Έχω να διηγηθώ πολλές εμπειρίες από την αντιληπτική ικανότητα αυτής της γενιάς.

    Αν δεν τον αφήνουμε σε χλωρό κλαρί, είναι νομίζω για δυο λόγους:

    Πρώτος: έχουμε φτάσει στο αμήν από την Κρίση.

    Δεύτερος: τους πρωθυπουργούς τους έπιαναν στο στόμα τους από σπάνια δημοσιεύματα, κι αργότερα, από τηλεκατεθυνόμενες εκπομπές. Αλλά η Κρίση συνέπεσε με την ομαδική βακχεία του ίντερνετ.

    Η αγενής αυτή ενασχόληση, ας μη θεωρηθεί πολιτική. Όποιος λέγει την παλούκα, ένα μιλιούνι αθρώποι, το προσέχουν.

    Κι έως εκεί.

     

  • Κορεκτίλα και άλλες ασθένειες

    Όσο διαβάζω για τον Αρκά (και παλιότερα για τον Χαντζόπουλο και τον Πετρουλάκη, που επίσης σέβομαι και υπολήπτομαι) τόσο χαίρομαι τη δουλειά του, και τόσο μου λείπει ο Reiser, ο Don Martin, o Gotlib και άλλοι υπερήρωες που μας έμαθαν να βλέπουμε τον κόσμο με άλλα μάτια. Ευτυχώς δεν μένουν μόνον τα γραπτά, μένουν και τα ζωγραφιστά!

  • Όπως εύστοχα επισήμανε φίλος, στην Ελλάδα το πολιτικό προσωπικό βεληνεκούς προέρχεται είτε από το Κολλέγιο είτε από την ΚΝΕ — κάτι που εξηγεί γιατί είναι προβληματικό.

    Ειδικά οι αριστεροί πολιτικοί που βγήκαν μέσα από τα σπλάχνα της ΚΝΕ (Άλιεν μού θυμίζει αυτό) είναι πρόβλημα: με δογματικές τάσεις, με τη λατρεία της γραμμής που άνωθεν κατεβαίνει και με την μπλαζέ κι εργαλειακή προσέγγισή τους προς ό,τι συλλογικό και αυτοοργανωμένο δεν ελέγχει η Οργάνωση.

  • Τοποθέτηση προϊόντος

    Δεν υπάρχουν πολλά τηλεοπτικά για λογοτεχνία. Μπερδεύω και τα κανάλια-κρατικά είναι σίγουρα. Σε ένα κανάλι, εμφανίζεται ποιητής η ποιήτρια, που απαγγέλει στη σειρά, και δεν υπάρχει ένα σούπερ να εξηγεί πως τον/την λένε. Μικρή βελτίωση, αλλά χρήσιμη.

    Το άλλο είναι πιο σοβαρό.Ένας καλός συγγραφέας παρουσιάζει συγγραφείς, έργα και κινήματα, διαβάζοντας από ένα ασύλληπτο κατεβατό, από ένα γραπτό. Σα να δίδει διάλεξη ή να παραδίδει μάθημα. Εδώ πταίει ο σκηνοθέτης. Μόνον στη δεκαετία του 70, απαρχές, υπήρχαν τέτοια φαινόμενα στην τηλεόραση.

    Για άλλες εκπομπές, επίσης “σοβαρές” δεν σχολιάζω. Αλλά θα έλεγα να μπαίνει η υπόμνηση “το παρόν περιέχει τοποθέτηση προϊόντος”, όπως γίνεται με τα τηλεπαιχνίδια ή τις μαγειρικές. Διότι υπάρχει και η τοποθέτηση προσώπων που λειτουργούν ως προϊόντα.

    Σκηνοθέτες θέλουμε. Τουλάχιστον.

  • Φοβερά και τρομερά

    Πόσοι άραγε ήξεραν και θυμόντουσαν από μόνοι τους, πριν το διαβάσουν ή το ακούσουν από τους δημοσιογράφους, ότι η Λιθουανία ήταν η φιναλίστ στα δύο προηγούμενα Ευρωμπάσκετ; Ας σκεφτούμε να είχαμε παίξει εμείς δυο σερί τελικούς Ευρωμπάσκετ. Δεν θα θεωρούσαμε ότι o κόσμος μας ανήκει, δεν θα θεωρούσαμε ότι αυτό μας καθιστά μια τεράστια ευρωπαϊκή δυναστεία, δεν θα θεωρούσαμε εν πάση περιπτώσει ότι είναι ένα επίτευγμα γνωστό σε όλους; Ακόμη και όταν το θυμηθήκαμε όμως, δεν συνυπολογίστηκε και τόσο στη συνολική εικόνα. Η Λιθουανία ήταν φαβορί επειδή εμείς ήμασταν στην πρώτη φάση χάλια. Αν είχαμε πάει στην πρώτη φάση καλά, έλα μωρέ ποια Λιθουανία, έλα μωρέ τι σημαίνει φιναλίστ των δυο τελευταίων διοργανώσεων. Έχουμε τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας στο μπάσκετ, που μπορούμε να υποτιμήσουμε όχι μόνο όσους στέκει κατ’ αρχάς να θεωρούμε κατώτερους μας, όχι μόνο όσους σαν τη Λιθουανία είχαν επιτυχίες που εμείς δεν είχαμε τα τελευταία χρόνια, έχουμε τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, που όταν τα παλιά καλά χρόνια της Εθνικής, έπαιζαν όλοι και ήταν όλοι στα ντουζένια τους, κι ο Διαμαντίδης κι ο Σπανούλης κι ο Παπαλουκάς κι ο Ζήσης και η Ισπανία είχε σερί νικών με μεγάλες διαφορές, σερί νικών που μας κέρδιζε για πλάκα, και πάλι δυσκολευόμασταν να δεχτούμε ότι αυτοί οι τύποι είναι μια και δυο κλάσεις πάνω από εμάς. Υπό αυτή την έννοια έπρεπε μάλλον να φτάσουμε φέτος στον πάτο του πηγαδιού, έπρεπε να χωνέψουμε όλοι ότι δεν είμαστε αυτοί οι φοβεροί και τρομεροί που νομίζουμε ότι είμαστε, ώστε να σπάσει επιτέλους το κακό σπυρί της μεγάλης ιδέας για τον εαυτό μας, και να αρχίσουμε να παίζουμε όπως μπορούμε, το οποίο στην περίπτωση ορισμένων παικτών μπορεί όντως να μεταφραστεί σε φοβερά και τρομερά.

  • Ταμπού, λογοκρισία και πολιτική ορθότητα

    Η πολιτική ορθότητα συγχέεται με τον ευφημισμό και με τη λογοκρισία (“να μη λέμε κακές λέξεις”) ή την κορρεκτίλα (“να μην προσβάλουμε κανέναν / να μην ενοχληθεί κανένας”).

    Η πολιτική ορθότητα, κατά τον ορισμό του Φ. Παναγιωτίδη, είναι η προσπάθεια να απαλλάξουμε “τον λόγο από λέξεις και εκφράσεις που φέρουνε το βάρος της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, του σεξισμού και, γενικότερα, ιδεολογιών που νομιμοποιούν τον αποκλεισμό, την εκμετάλλευση και την καταπίεση συνανθρώπων μας”.

    Με άλλα λόγια, η πολιτική ορθότητα έχει νόημα και σκοπό ως πολιτική στάση, στον βαθμό που, ονοματίζοντας τους άλλους και τις πράξεις τους, τους πατρονάρουμε, τους καθορίζουμε, ή ασκούμε πάνω τους αυταρχικά την εξουσία μας: την εξουσία της ελίτ που καμώνεται την πλειοψηφία.

    Πολιτική ορθότητα και ευφημισμός

    Η πολιτική ορθότητα είναι στάση και πράξη πολιτική και καθόλου καλολογική. Άρα δεν μπορεί να είναι απλός ευφημισμός. Όπως σημειώνεται στο παραπάνω απόσπασμα του Παναγιωτίδη, “ποικίλοι φορείς, με προφανέστερους αλλά όχι μοναδικούς την πολιτική εξουσία και τη διαφήμιση, καταχρώνται τον ευφημισμό ως μηχανισμό για να πουν μισές αλήθειες, δηλαδή ψέματα, αφού η απόκρυψη συναφούς μέρους της αλήθειας αποτελεί ψέμα”.

    Στην πραγματικότητα, ο ευφημισμός έχει σκοπούς πολύ διαφορετικούς από την πολιτική ορθότητα, αφού πασχίζει να ωραιοποιήσει μια πραγματικότητα αλλάζοντας τις λέξεις: ονοματίζει παράπλευρες απώλειες τους αμάχους νεκρούς, σωφρονιστικό κατάστημα τη φυλακή, κ.ο.κ. Είναι πάγια πρακτική του νεοφιλελεύθερου απολίτικου και ρηχού δικαιωματισμού να προσπαθεί να καταστήσει αόρατη κάποια αδικία ή κάποιο κοινωνικό πρόβλημα καταφεύγοντας στον ευφημισμό και στην καλολογία, ορμώμενος από έναν αφελή οργουελισμό, κατά τον οποίο εξαφανίζεις την έννοια άμα απαλείψεις τη λέξη. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, αν πάψω να λέω τους Τσιγγάνους Τσιγγάνους θα γίνουνε “Αθίγγανοι” (…) ή και Ρομά, άρα κανονικοί πολίτες και κανονικοί άνθρωποι και καθόλου θυματα αιώνων συνεχιζόμενου ρατσισμού.

    Ο ευφημισμός προσπαθεί να υποκαταστήσει πραγματικούς κοινωνικούς αγώνες και πραγματική κοινωνική δράση. Η πολιτική ορθότητα απεναντίας εντάσσεται σε αυτούς τους αγώνες. Ο ευφημισμός ενδεχομένως αναγνωρίζει σιωπηλά τις σχέσεις ηγεμονίας και εξουσίας στον λόγο αλλά πασχίζει να τις κουκουλώσει ή και να τις ωραιοποιήσει. Ένα έμφυλο παράδειγμα είναι και το εξής: αν πω την πόρνη “ιερόδουλη”, παριστάνω ότι οι γυναίκες με τη συγκεκριμένη εργασία, συνήθως συγκεκριμένα ταξικά χαρακτηριστικά και αποσκωρακισμένες (αλλά και αναγκαίες) από την πατριαρχία, επιτελούν ένα ιερό λειτούργημα, όπως οι γυναίκες των ναών της Αφροδίτης. Απεναντίας, η πολιτική ορθότητα προσπαθεί (αποτελεσματικά ή όχι) να κάνει φανερές τις ταξικές πραγματικότητες και να σταθεί απέναντι στις ετικέτες που κολλάει η πατριαρχία, προτείνοντας το “εργάτρια / εργάτης του σεξ” ή και την επαναοικειοποίηση του όρου “πουτάνα” — δεν έχουμε να κάνουμε με φιλολογίες εδώ, παρά με μια δυναμική διαδικασία (εκ νέου) αυτοπροσδιορισμού.

    Με δυο λόγια, η πολιτική ορθότητα αντιλαμβάνεται το πώς ασκούμε ηγεμονία πάνω στους αδύναμους και μη προνομιούχους ετεροκαθορίζοντάς τους και προσπαθεί να καταστήσει αυτή τη διαδικασία ορατή ή και να την ανατρέψει. Αντίθετα, ο ευφημισμός προσπαθεί να ωραιοποιήσει και να κουκουλώσει: είναι το γλωσσικό αντίστοιχο των ψεύτικων προσόψεων του Ποτέμκιν.

    Εδώ υπεισέρχεται το θέμα του ετεροκαθορισμού: κάθε κοινότητα δικαιούται να αποκαλείται όπως εκείνη επιθυμεί να αποκαλείται, ιδίως όταν υφίσταται καταπίεση ή διακρίσεις. Συνεπώς, η καούρα των Ελλήνων να αποκαλείται η χώρα μας Hellas (λες και φτάνει μέχρι τον Όλυμπο και τη Δωδώνη) είναι χαριτωμένος (;) ακκισμός, η απαίτηση όμως των τρανς να λέγονται τρανς είναι το λιγότερο στο οποίο μπορούμε να ανταποκριθούμε.

    Επίσης, το ζήτημα του ετεροκαθορισμού είναι και υπόθεση περικειμένου, κόντεξτ: ο Ρομ που επιθυμεί να αποκαλείται “Τσιγγάνος” (επανοικειοποιούμενος τον όρο) ή “Ρομ” έχει ως εναλλακτική ετικέτα το υβριστικό “Γύφτος” ή το πατερναλιστικό “Αθίγγανος”. Ο Έλληνας όμως που θέλει να λέγεται Hellene έχει ως εναλλακτικό ετικέτα το τιμημένο Greek. Επίσης, το Άτομο με (Ειδικές) Ανάγκες — όρος που υπογραμμίζει την ευθύνη της κοινωνίας απέναντι στις ανάγκες του και δεν αξιολογεί τις ανάγκες καθεαυτές — έχει ως εναλλακτικές ετικέτες τα “ανάπηρος”, “προβληματικός” και άλλα χειρότερα, ή το χυδαία ευφημιστικό ψεύδος του “Άτομο με Ειδικές Ικανότητες”…

    Πολιτική ορθότητα και κορρεκτίλα

    Η πολιτική ορθότητα δεν είναι υπόθεση ίσων αποστάσεων: ο λόγος ύπαρξής της είναι να χειραφετήσει όσους καταπιέζονται· μέρος του “καταπιέζω κάποιον” είναι και το “τον ονομάζω όπως θέλω κι όχι όπως θέλει” και το “οικειοποιούμαι τη φωνή του”. Συνεπώς, το να αποκαλείς τις γυναίκες συλλήβδην “μουνιά” δεν είναι το ίδιο με το να αποκαλείς συλλήβδην τους άντρες “ψωλές” — δείτε και μόνοι σας πόσο άκυρο είναι το δεύτερο ως απόπειρα προσβολής ή σβησίματος.

    Τα παραπάνω αποσιωπώνται συχνά κι έτσι καβάλα πάνω στο κίνημα της πολιτικής ορθότητας πάνε διάφορες καλολογίες. Άλλοτε αγνοούμε τη διάσταση της εξουσίας και της ανισότητας, άλλοτε (όπως είδαμε) καμωνόμαστε ότι μπορούμε να απαλείψουμε αυτή τη διάσταση αν δεν την κουβεντιάσουμε. Και στις δυο περιπτώσεις καταλήγουμε να καλολογούμε· από την πολιτική ορθότητα εκπίπτουμε στην κορρεκτίλα, στη λογοκρισία της καλολογίας.

    Κι έτσι φτάνουμε να προγράφουμε κάθε προσβολή και κάθε λέξη-ταμπού, κάθε “κακή λέξη”. Η “πολιτική ορθότητα” — που σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι πια καθόλου political αλλά σκέτη correctness — καταντάει να ασχολείται με trigger, δηλαδή με όρους και αναπαραστάσεις ταμπού: με οτιδήποτε μπορεί να προσβάλει ή να αναστατώσει οποιονδήποτε. Δυστυχώς όμως, ό,τι και να πει και ό,τι και να δείξει κανείς θα προσβάλει τουλάχιστον έναν άνθρωπο. Το ζήτημα δεν είναι να ειμαστε όλοι αγαπημένοι και να μη μαλώνουμε· ποσώς. Το ζήτημα είναι, επαναλαμβάνω, πολιτικό: να μην στοχοποιούνται με τον λόγο ομάδες και μέλη τους χωρίς φωνή και χωρίς εκπροσώπηση (ή, εννοείται, εξουσία).

    Η επέλαση της κορρεκτίλας έχει τρεις συνέπειες: μας εθίζει στο προφανές, νομιμοποιεί τη λογοκρισία και βλάπτει την ίδια την υπόθεση της πολιτικής ορθότητας.

    Το προφανές

    Η ερμηνεία στο αρχικό επίπεδο, στο προφανές κι επιδερμικό, γίνεται σταδιακά η νόρμα: “αυτό που βλέπω είναι αυτό που βλέπω και όλα τα υπόλοιπα είναι θεωρίες”. Αν μια φωτογραφία δείχνει κώλους είναι τσόντα, αν μιλάει για φτωχούς είναι αριστερή κλάψα, αν αφηγείται το 1922 είναι εθνικιστικό κήρυγμα. Και τέλος. Στην Ελλάδα το γύρισμα στην αποκλειστική κυριολεξία έγινε (ανεπαισθήτως) με τον Τελευταίο Πειρασμό του Σκορσέζε. Σιγά σιγά κάθε συζήτηση για οποιοδήποτε δημιούργημα δεν ήταν άνοστο, ανώδυνο κι ανεπαίσθητο, έπρεπε να διεξάγεται με όρους “ναι μεν αλλά”: από την παιδοκτονική Μήδεια μέχρι τους οριακά παιδοφιλικούς πίνακες του Μπαλτύς, από καρναβαλικά γαμοτράγουδα μέχρι το μπουρλέσκ, από τον χριστόληπτο Μπαχ και τους σατανολάτρες Σάμπαθ μέχρι τα γυμνά του Μανιερισμού και του Μπαρόκ.

    Η κορρεκτιλα παραγνωρίζει επίσης ότι όλοι οι όροι κι όλες οι αναπαραστάσεις λειτουργούνε μέσα σε συμφραζόμενα: τι λέει από πάνω και τι λέει μετά, και μέσα σε ποιο περικείμενο βρίσκεται. Η κορρεκτίλα δηλαδή αγνοεί μια θεμελιώδη διάσταση της επικοινωνίας: ποιος και πότε λέει τι και γιατί, ως τι και με ποιον σκοπό, από ποια θέση κτλ Η κορρεκτίλα αγνοεί τις διαφορές κυριολεξίας, χιούμορ, σάτιρας, παραθέματος, μεταφοράς, του να βάζεις λόγια στο στόμα άλλου κ.ο.κ. … Η αγνόηση των συμφραζομένων και του ευρύτερου περικειμένου οδηγεί π.χ. το ελεεινά πουριτανικό Facebook, το οποίο πασχίζει να μη δημιουργεί αντιπάθειες φιμώνοντας ό,τι δεν αφορά γάτες και καρδούλες, να μπλοκάρει κάθε ανάρτηση που περιέχει τη λέξη nigger, ακόμα και αν είναι το τραγούδι του Λέννον ή κάτι που ανεβάζει ένας μαύρος πιτσιρικάς στη Βαλτιμόρη…

    Λογοκρισία και προκατάληψη

    Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ του να μην ασκείς γλωσσική ηγεμονία και του να λογοκρίνεις “για χάρη” των μη προνομιούχων. Δυστυχώς για πολυ κόσμο, αυτή η διαφορά δεν είναι ευδιάκριτη: πολλοί λοιπόν λένε “χαλάλι η λογοκρισία άμα προστατεύει τους μη προνομιούχους”. Ωστόσο, όσο πεφωτισμένα και καλοπροαίρετα και να ασκείται η λογοκρισία (για μένα η πεφωτισμένη λογοκρισία είναι οξύμωρο), όσο και να γίνεται προς όφελος των αδύναμων και κατατρεγμένων, είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι με το πέρασμα του χρόνου καταλήγει να γίνει ξανά όπλο στα χέρια της εξουσίας. Αν η λογοκρισία είναι λ.χ. DDT, καθόλου τυχαία επιλογή εντομοκτόνου, ενδεχομένως να σκοτώνει κουνούπια αλλά όχι όλα τα κουνούπια, ενώ στο μεταξύ σκοτώνει και πολλά άλλα…Συνεπώς, ενώ με ευκολία μπορούμε να λογοκρίνουμε κάποιον που είπε “αράπηδες βουλευτές” ή “πουτάνα δημαρχίνα”, σκεφτείτε ένα σεξιστικό “πρέπει να τη βάλουνε κάτω να τη γαμάνε δεκα με το στανιό” που απευθύνεται σε κάποια γυναίκα χωρίς εξουσία και άντε να αποδείξετε ό,τι θέλετε στα περισσότερα δικαστήρια αυτού του πλανήτη εν έτει 2017. Ταυτόχρονα, θα έχετε κανονικοποιήσει τη λογοκρισία προς όφελος και λευκών βουλευτών, ανδρών δημάρχων κ.ο.κ.

    Γενικότερα, όταν την πολιτική ορθότητα, την αναίρεση κακοδοξιών και τους αγώνες τούς υποκαθιστά η λογοκρισία και η κορρεκτίλα, έχουμε τέρατα. Δείτε για παράδειγμα την υπό θεσμοθέτηση σε πολλές χώρες ταύτιση του αντισημιτισμού με την κριτική στην ισραηλινή κυβέρνηση, δείτε επίσης σε συμβολικό επίπεδο την εξίσωση σφυροδρέπανου και σβάστικας ως απαγορευμένων εμβλημάτων στην Ουγγαρία και αλλού.
    Επί της ουσίας, όποιος θέλει να αγωνιστεί κατά του σεξισμού, του φασισμού, του αντισημιτισμού, της ισλαμοφοβίας, της ομοφοβίας, της τρανσφοβίας, κτλ. κτλ. καλό είναι να μη λησμονεί πως οι νόμοι και οι δίκες (πρέπει να) έπονται των κινητοποιήσεων και των αγώνων από κάτω: θυμηθείτε τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ του ’60 ή αναλογιστείτε γιατί χρονίζει η δίκη των ναζί δολοφόνων μας.

    Ανοίγοντας τη συζήτηση, είμαι υπέρ της απόλυτης ελευθερίας του λόγου όταν δεν υποκινεί ανοιχτά σε βιαιοπραγία κατά των μη προνομιούχων. Με άλλα λόγια: “φάτε τους πλουσίους”, οκέι. “Οι Εβραίοι είναι σατανικοί”, οκέι. “Φάτε τους Εβραίους”, μάντρωμα. Βεβαίως, η ελευθερία του λόγου δεν συνεπάγεται ανοχή ή συναίνεση: θα αντιτάξω τον δικό μου λόγο στο μιαρό “οι Εβραίοι είναι σατανικοί” και θα χλευάσω ακόμα και το “φάτε τους πλουσίους”, αφού δεν τρώγονται με τίποτα.

    Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι ούτε να λογοκρίνουμε ούτε να αυτολογοκριθούμε. Παράλληλα, πλανώμαστε αν πιστεύουμε ότι η διασφάλιση της ελευθερίας του λόγου συνεπάγεται ότι θα πούμε κάτι όμορφο, καλό και κόσμιο· τουναντίον. Η πλάνη μας όμως αυτή προκύπτει από την απολίτικη ταύτιση τριών παραγόντων: της ελευθερίας του λόγου, της πολιτικής ορθότητας (η επίκληση της οποίας εισάγει τον παράγοντα αυθεντία και εξουσία στη συζήτηση) και των “ανθρωπιστικών αξιών”, ιδίως όταν γίνονται αντιληπτές με το αίτημα να είμαστε όλοι καλά και να μη στενοχωριέται κανείς.

    Ως συνήθως, το βαθύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα ανθρώπινα πράγματα με τρόπο απολίτικο, αγνοώντας τους παράγοντες Εξουσία και Προνόμιο, αλλά και η απροθυμία μας να κάνουμε λεπτές μα αναγκαίες διακρίσεις.  Καταλήξαμε λοιπόν να ταυτίζουμε την πολιτική ορθότητα (μέθοδο πυρόσβεσης της γλωσσικής ηγεμονίας) με τη νεοσυντηρητική κορεκτίλα (που ενίοτε παριστάνει την αστική αβρότητα) ενώ καταντήσαμε να θεωρούμε την ανθρώπινη ευγένεια ομόλογη με εμμονικές απόπειρες να αποφύγουμε να προσβάλουμε οποιονδήποτε (ακόμα και τους φασίστες π.χ.).

    Κι αυτό τελικά βλάπτει την ίδια την υπόθεση της πολιτικής ορθότητας

    Όσο εθιζόμαστε στην κυριολεξία και στο αυτονόητο, όσο γινόμαστε πρόθυμοι να λογοκρίνουμε και να αυτολογοκριθούμε, τόσο περισσότερο καθίσταται αναγκαίο να κατανοήσουμε τι σημαίνει ανισότητα, καταπίεση, (γλωσσική) ηγεμονία. Ο αγώνας δεν είναι μεταξύ ελευθερίας του λόγου και πολιτικής ορθότητας, παρά μεταξύ νεοσυντηρητικής κορρεκτίλας από τη μία και κάθε μορφής καταπίεσης και ετεροκαθορισμού από την άλλη, εντός κι εκτός κειμένων, τέχνης και κουλτούρας.

    Η χονδροειδής ταύτιση πολιτικής ορθότητας, κορρεκτίλας και “ανθρωπιστικής καλοσύνης” σε συνδυασμό με την ανοχή μας στη λογοκρισία επιτείνει τον ηθικό πανικό που επικρατεί γύρω από την πολιτική ορθότητα. Για πολύ κόσμο το “PC” είναι πλέον συνώνυμο της (αυτο)λογοκρισίας και του ευφημισμού και από πολιτική στάση η πολιτική ορθότητα γίνεται αντιληπτή ως ηθική κορρεκτίλα: κωμικοί φοβούνται ότι δεν θα μπορούν να λένε χοντρά ανέκδοτα, γυναίκες αναρωτιούνται αν είναι πρέπον να κραυγάσουν “γάμα με!” και άντρες ορρωδούν μπροστά στη ροπή να ανακράξουν “καριόλα!”, ρέκτες του ύφους και της ακριβολογίας αγανακτούν με νεολογισμούς και άκομψες καινοτομίες, Εβραίοι καταλήγουν να αποκαλούνται “self-hating Jew”, λάτρεις της τέχνης βλέπουν να έρχονται παπικά βρακάκια και ετικετούλες Parental Advisory… Αυτοί και όλοι μας (θα έπρεπε να) μισούμε τη λογοκρισία.

    Άρα;

    Τι να κάνουμε λοιπόν; Νομίζω ότι υπάρχει μια απλή συνταγή: πρώτα σκέφτομαι τι σχέση προνομίων, ιεραρχίας ή κι εξουσίας έχω με εκείνον στον οποίο θα απευθυνθώ ή (χειρότερα) με εκείνον εξ ονόματος του οποίου θα μιλήσω. Αντιστρέφω αυτή τη σχέση. Αν στο ίδιο περικείμενο θα έλεγα τα ίδια ή παρόμοια (αστεία, σκωπτικά, χυδαία, διδακτικά, βαρύγδουπα, εξυπναδίστικα, ζουμερά, στεγνά, κτλ. κτλ.), είμαι μια χαρά και προχωρώ.

    Το ουσιώδες είναι να μη συγχέουμε τον νεοσυντηρητικό ηθικισμό (για την αναίρεση του οποίου απαιτούνται μεταμέλειες κι εξιλεώσεις κτλ.) με μια πολιτική στάση, η οποία υπόκειται σε κριτικό και διαλεκτικό έλεγχο μέσα στην κοινότητα και μέσα στην κοινωνία. Εκεί ακριβώς τελικά διαφέρει η πολιτική ορθότητα από τις ηθικιστικές και λογοκριτικές διαστρεβλώσεις της.

    Από το μπλογκ Sraosha.

  • Ο τρόμος

    Μερικές ταινίες δεν σε εκνευρίζουν απλώς, σε απελπίζουν, λες κάτσε ρε φίλε, εγώ ας πούμε γιατί να πρέπει να το υποστώ αυτό, οκ, λίγο κρατάει η ταινία σου, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, γιατί δεν έχεις τίποτα να βάλεις μέσα της ώστε να κρατάει πολύ, αλλά ακριβώς για αυτό, αυτό το λίγο κρατά αφόρητα πολύ, δεν αντέχεται άλλο το είδος σας, δεν αντέχεται άλλο το σινεμά τρόμου, ακόμη περισσότερο δεν αντέχεται αυτή η και καλά ανανέωσή του, αυτή η φρέσκια κι ανατρεπτική προσέγγισή του, αν το σινεμά τρόμου μιζάρει πάνω σε έναν λιγότερο ή περισσότερο απωθημένο αρχέγονο τρόμο, μια πολύ καλή ερώτηση είναι γιατί να πρέπει πάντα ο τρόμος να αφορά φαντάσματα, τέρατα, ζόμπι, πλάσματα της φαντασίας, μια πολύ καλή ερώτηση είναι γιατί κανείς δεν τολμά να φτιάξει μια ταινία τρόμου όχι πάνω σε καταστάσεις της φαντασίας, αλλά πάνω σε καταστάσεις πραγματικές. Η απάντηση βέβαια είναι τελικά προφανής, η προηγούμενη ερώτηση μάλλον δεν είναι και τόσο καλή. Το σινεμά τρόμου έχει σκοπό όχι τελικά να μας τρομάξει, αλλά να μας καθησυχάσει. Η πρόκληση μιας ταινίας τρόμου που θα σε τρομάζει με αυτά που συμβαίνουν όντως, που θα σε τρομάζει με αυτά που συμβαίνουν και εκτός οθόνης, με αυτά που συμβαίνουν σε σένα μετά τους τίτλους τέλους, παραμένει ισχυρή.

  • Τότε που έπεφταν τα νοίκια

    Όταν άλλαξε ο Πρόεδρος, κι άρχισε τα ζαβά, πως ο Γκάλης είναι πολύς για την ομάδα και άλλου τύπου παιχνιδαράς και θα στήσει την πεντάδα σε υγιείς βάσεις, όλοι μας, πλην εγκαθέτων, ξέραμε πως ήταν ζήτημα χρημάτων που Πρόεδρος δεν σκόπευε να “σπαταλήσει”. Όποτε αρχίζουν τα εκλογικευμένα, τα ταλέντα τυλίγονται σε αχλύ νοικοκυρωσύνης και λοιπά.

    Έτυχε, ενώ το δράμα της καθόδου του Άρη ήταν σε πλήρη οργασμό, και δούλευα σε μια εταιρεία που ήθελε μεγάλο χώρο στα ανατολικά, Μίκρα και έτσι, και περιοδεύαμε στελεχικώς να βρούμε κάτι βιοτεχνί μετ΄αποθηκών. Στο τρίτο ή στο τέταρτο ακίνητο, πέσαμε στον διαχειριστή ή στον ιδιοκτήτη- αυτά ήταν πάντα μπερδεμένα στην πόλη. Δεν χρειάστηκε να παζαρέψουμε καν τα μπετά και τα μερεμέτια- μας πρότεινε ένα ενοίκιο τρεις φορές κάτω από το τρέχον. Ο αφεντικός ήταν έτοιμος να ενδώσει όταν τον τράβηξα από το μανίκι- τα κινητά ήταν στην αρχή τους και υπήρχε γενικά σεβασμός όταν σε καλούσαν. Τάχα μίλησα σκυφτά και του λέω “συγγνώμη που διακόπτω, έχετε επείγον” οπότε με ακολούθησε πέντε βήματα. Του μουρμουράω “ξέρεις ποιος είναι αυτός που μιλάμε για το ακίνητο;”

    Χτύπησε το μέτωπο. “Κι έλεγα που τον ξέρω! Αυτός είναι, ο Πρόεδρος. Πάμε να φύγουμε. Για να ρίχνει τις τιμές έτσι στα δικά του, καταλαβαίνεις τι ομάδα θα φτιάξει”

    Φύγαμε.