Tag: {[1]}

  • Ο τρόπος που δείχνω είναι μόνο ο τρόπος που δείχνω

    Δίκιο είχε η φίλη μου η Τ. Αυτή η Λατινοπούλου, είναι λογικό να βγάζει μια απέχθεια προς όλες τις γυναίκες που γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τις προσταγές της κατασκευασμένης μόδας. Που τρώνε ότι θέλουν, φοράνε ότι θέλουν, που δεν έχουν κανένα κόμπλεξ αν το σώμα τους είναι μοντελέ, που δεν είναι ανταγωνιστικές ως προς τις άλλες γυναίκες διότι δεν βλέπουν τον άντρα σας έπαθλο, και κυρίως, που τα λεφτά που θα έδιναν σε φωτόλυση, σύσφιξη, αποσυμπίεση, ανόρθωση αποελ σημειώσατε Χ — τα κρατούνε για διαφορετικές επενδύσεις.

    Εκεί τραβάει το ζόρι η Λατινοπούλου, σου λέει γιατί αυτές οι ρουφιάνες, πώς το μπορούν; Και είναι και χαρούμενες ενώ εγώ είμαι με τον θερμιδομετριτή τα γυμναστήρια και τα ραντεβού με την νυχού και μου έχουν σπάσει τα νεύρα.

    Οπότε αν το δούμε απαυτή την άποψη, η Λατινοπούλου δεν πρέπει να συγκεντρώσει την οργή αλλά την συμπόνοια μας.

    Ακόμη ένα θύμα της πατριαρχικής κοινωνίας, προσαρμοσμένο στο να πληρώνει μια βιομηχανία καλλυντικών και κέντρων αισθητικής με μια συνεχή αγωνία για το αν “περνάει” σαν γυναίκα, λες και η γυναίκα είναι μοντέλο κινητού.

    Ο κάθε άνθρωπος ας είναι όπως γουστάρει με ή χωρίς τρίχα, με ή χωρίς μακιγιαζ, με ή χωρίς πλαστικές, φτάνει να νιώθει καλά και να το κάνει για να ευχαριστήσει τον εαυτό του και end of story.

    Τέλος να σας πω, ότι εμένα μου αρέσουν οι κοκέτες διότι είμαι επαρχιώτης, αλλά ξέρετε, υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια που ποτέ δεν ξεχνώ. Δεν έχει καμία σημασία τι αρέσει σε μένα, γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και κύριος του εαυτού του. Ή τουλάχιστον θα ‘πρεπε.

    Οπότε αν με ρωτάτε γιατί δεν έχω κοιλιακούς, η απάντηση είναι πως βρίσκω τα παγωτά υπέροχα. Δεν απαιτώ να με αποδεχθούν για το σώμα μου, ούτε για τα παπούτσια μου, ούτε για τα μούσια μου, ούτε για το χτένισμά μου, αλλά αυτό δεν πάει να πει ότι θα κράξω και κάποιον που θέλει να το κάνει.

    Καλή λευτεριά λοιπόν στην κυρία Λατινοπούλου όπως και στον κάθε άδικα σκλαβωμένο συνάνθρωπο μας, είτε είναι υπέρ είτε είναι κατά της τρίχας. Λευτεριά από τον ζυγό της εξωτερικής εμφάνισης.

    Ας κάνει καθένας ότι του αρέσει. Έχουμε 2021, έχουμε εκτοξευθεί στο μέλλον πως το λένε.

  • Ερμηνεία της Παρατυπίας

    Eνθύμησιν ποιώ, ότε το θανατικόν υπό μορφήν σπορίων παρά του ανέμου ευθυνομένων, ενεπήχθη εις παν φλεγμονούσιον πλεμόνι και πέθνησκεν ο κόσμος εις άπασαν την οικουμένην. Έφθινεν ήδη ο έσχατος του μετοπώρου μην, του ζφκζ΄ έτους από κτίσεως κόζμου. Και άπασα η Κύβειος (*) εθίχθη σούμπιτος και τότε ελέχθη το πρώτο «εβγάτε εσείς οι αποθαμένοι να μπούμε εμείς οι ζωντανοί» και το Ηθικόν των λαών δεν εθίχθη, διότι οι σοφοί ήλεγαν πως η ασθένεια είναι της Φαντασίας και πταίγουν οι κινέζοι μήποτε τα νάματα της Κρίστιαν Ντεμόκρασι θιγγάνοντες και πως η πανδημία είναι πολιτική και τα κράτη τα εμπνέονται αυτά, ως άμωμα κι ας έπταισαν οι Δίαιος και Κριτόλαος.

    Ευτυχώς οι λαοί εγκεντρώθησαν με μπόλια και η Εξανάστασις ήβρεξεν τους κροτάφους των σοφών και χώραι πολλαί συνήλθαν επειδή το είπαν οι επικυρίαρχοι αυτών. Και εις την Ακρόγειον (**) όπως και αλλού, τα μαγαζεία έκλεισαν, τα μέτρα ενόχλησαν και αι προπαγάνδαι ήκμασαν. Ωστόσο, μία τάξις εκνόμων περιεφρονήθη και την ήκλασαν, ήτονε δε αι χιλιάδες των παραβατικών, αι στερηθείσαι τα προς το ζην, καθόσον μήτε παρκαδόροι ήκμαζαν, μήτε εκβιασταί μαγαζείων, ενώ αι φυλακαί, οι ελεγκταί των ηθών, οι συνήγοροι υπερασπίσεως και η αληθώς ένστολοι εστενούντο οικονομικώς, αφού δεν υπήρχε μπικικίνι να μοιράσουν.

    Και συνέβη το μέγα Δράμα της Ακρογείου θαλάσσης, καθώς το διαμάντι της Κυβείου, η Πάνσεπτος Ελλάς, εκράτησεν την αναπνοήν αυτής και εβούτηξεν απνευστί εις την λεγομένην «αναρχίαν των παραβατικών».

    Το κράτος, παχυνθέν επαρκώς, εδέχθη δεινόν αιφνιδιασμόν και υπέστη δεινάς δολοφονίας. Αλλά ουδείς αντέστη και οι ιθύνοντες έδρων δια το νεοελληνικού «δε γαμείς, μπόρα είναι, θα περάσει» και ξαναχώθηκαν στο παχύ μαξιλάρι των ριάλιτι.

     

    (*) Κύβειος, η παλαιά Υδρόγειος, διότι αντιεμβολιασταί, απέδειξαν ότι η Γαία έχει μορφή Κύβου και όχι Σφαίρας.

    (**) Ακρόγειος, λέγεται μετά την Πανδημίαν η τέως Μεσόγειος, διότι επιτροπή Σοφών, εισήγαγεν την πεποίθησιν ότι η Αληθής Μεσόγειος είναι η Αίτνα, ο Βεζούβιος και το Στρόμπολι και με ψήφισμά των, ο ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ, το απεδέχθησαν.

  • Επανόρθωση

    Για να σας ξαναφέρω στην πραγματικότητα, νομίζω πως πρέπει να αντικατασταθεί όποιαδήποτε νύξη της λέξης «Ελλάς» ή «Ελλάδα» με την απείρως εποπτικώτερη λέξη «Ελλάδες». Διότι είναι σαφέστατα δύο και αλληλοσπαρασσόμενες. Γκέγκε;

  • Η μαύρη αλήθεια

    Το κράτος δεν είναι ακριβώς παραλυμένο, αλλά έναν αυτόματο πιλότο, τονε χρειάζεται. Εάν αληθεύει πως άλλο η Ενημέρωση και άλλο η Ανάπτυκσις, άλλο ο Χρυσοχοΐδης και άλλο ο Άδωνις, συμπαθάτε με, αλλά η κυβερνησιμότης πνέει τα λοίσθια. Α, αν είχαμε τουλάχιστον μια αντιπολίτευση «δράκο με χοντρόλαιμο, σέρτικη κι αράθυμη, για να κάνει πόλεμο». Αντ΄αυτών, αταξιούλες και «καυστικά» σχόλια που μήτε καν πιπερίζουν τη γλώσσα, ενώ οι τυχαίες διαφημίσεις υποκαθιστούν τον κυβερνητικό σχεδιασμό.

    Μακριά, πόλύ μακριά, ακούγεται η ζωή.

  • Ο βουβός βιρτουόζος

    H εξώθυρα ενός μπλοκ κατοικιών στη Νέα Υόρκη δεν υπήρξε μόνον σηματωρός στο διπλό άλμπουμ των Λεντ Ζέπελιν «Physical Graffiti» 1975, με τραγούδια όπως το «Boogie with Stew» χρονολογημένα από το 1971, αλλά η σκάλα του κτιρίου στο Μανχάταν στάθηκε έμβλημα του άσματος «Waiting for a friend» των Stones στο βιντεοκλίπ του 1981, η οποία περιείχε, αδρανή και ανέκφραστον, τον ρασταφάρα Πήτερ Τος, που δολοφονήθηκε στο Κίνγκστον της Τζαμάικα το 1987. Η μελωδία «ιδρύθηκε» παλιά, το 1973, και έμεινε βουβή και άγλωσση ώσπου ο Μιχαλάκης εδέησε να γράψει στίχους.

    Ήταν ακόμη μία νεκρανάσταση, αφού το κελάρυσμα της εισαγωγής και η συνεργασία του πιασάρικου ριφ με το μπάσο, υπήρξε ως αποτέλεσμα του «ξυλάγγουρου» Γουάημαν με τον πιτσιρικά Μικ Τέηλορ ήδη από το 1973. Η τότε εγγραφή έγινε στο Κίνγκστον.

    H κιθάρα του πιτσιρικά, έδωσε κάρβουνο, ρεύμα και αόρατα ηλεκτρονικά νήματα σε δεκάδες ιδέες και αποσπάσματα των αγαπητών μου κομιλφό αληταράδων. Είμαι βέβαιος πως με τον Τέηλορ το γκρουπ θα έβλεπε τα ραδίκια ανάποδα χρόνια πολλά πριν, αλλά το μέλλον ουδέποτε βυθομετρείται ― απλώς ζυγίζεται.

  • Δημιουργία

    Αν μασήσεις μερικά ωμά τρυφερά τορτελίνι μετά φας μια κουταλίτσα σάλτσα και τέλος φας ακόμη μια με κεφαλοτύρι, τότε μπορείς να δώσεις σ΄αυτή την συνταγή το όνομα pasta ικεα. Ωραία.

    Τι απέγιναν οι ρομαντικές σκέψεις των εσπέρων της άνοιξης, εκείνες που έκανες όταν ήσουν δεκατριών και δεν χρειαζόσουν τίποτα βοηθητικό για να τις περιγράψεις ούτε καν την μουσική.

    Θα μου πεις, δεν έγινε και τίποτα διαφορετικό, πεντακόσια χρόνια τώρα τα βράδια της άνοιξης είχαν μυρωδιές λουλουδιών και συλφίδες και μαγικά πλάσματα στις φυλλωσιές και μπλα μπλα μπλα. Ενώ η pasta ικεα; Είναι σαφώς μια εξέλιξη.

    Μήπως να είναι που δεν βλέπουμε τόσο το φεγγάρι και το φως έρχεται από την οθόνη του υπολογιστή, αλλά και πάλι, γιατί να έχουμε νοσταλγία για τους ρομαντικούς καιρούς, μήπως και τότε η ανθρωπότητα δεν σφαζόταν και μάλιστα χειρότερα;

    Είναι η ναρκισσιστική σου ανάγκη που σε προδιαθέτει να σκεφτείς τον έρωτα των ονείρων σου και να τον εξιστορήσεις, αλλά προσοχή, αν τον ζήσεις μπορεί και να απογοητευτείς διότι μπορεί να σου φανεί υποτονικός. Αν είσαι τυχερός απλά θα χάσεις το μυαλό σου και αν είσαι εντελώς μαλάκας θα πεθάνεις, άλλο που ο θάνατος θα συμβάλει στην αιώνια γοητεία σου πάνω στους ζωντανούς.

    Ο έρωτας κι ο έρωτας κι ο έρωτας, ελευθερώθηκες τώρα μετά τα σαρανταπέντε ή ίσως να ελευθερώθηκες μόνο για απόψε, οπότε δεν χρειάζεται να τα βάψεις μαύρα, ίσως σου δοθεί ξανά η ευκαιρία να γίνεις ονειροπόλος, αλλά για την ώρα κάνε κάτι χρήσιμο γιατί το πολύ το κυρ ελέησον το βαριέται και ο Ρόμπερτ Σμιθ.

    Αγάπη μου, χαμένη μου μούσα, εσύ που δεν είχες σταθερό πρόσωπο και δεν είχες σταθερή μορφή, το μόνο σταθερό ήταν ότι δεν φαινόσουν καθαρά, θα θελες μερικά ψώνια απ τον Σλαβενίτη ή αυτό που πραγματικά σε τρέφει είναι τα λόγια των ποιητών;

    Θα μου πεις τα φανταστικά πλάσματα δεν έχουν ανάγκες σε χαρτί κουζίνας ή ταμπλέτες κουνουπιών αλλά από την άλλη δεν θα σε βοηθήσουν και ποτέ να πληρώσεις το νοίκι εκτός και αν τα φυλακίσεις στις κόλλες ενός βιβλίου και τα πλασάρεις για δικά σου.

    “Δικά σου είναι” σου λεν. Ναι καλά, και επιμένουν.

    “Ω μα τι όμορφο αυτό που έγραψες”. Θεέ μου πόσο ανόητοι.

    Συνεχίζουν να το πιστεύουν για όλους τους συγγραφείς και όλους τους συνθέτες. Ακόμη και για τους τραγουδιστές που το ξέρουν ακόμη και οι πέτρες ότι δεν κατασκεύασαν οι ίδιοι τις φωνητικές τους χορδές. Επιμένουν. “Το καλλιτεχνικό σου έργο σου ανήκει, είναι δικό σου”.

    Πας να πεις πως παιδιά καμία σχέση, δεν έχω κάνει κάτι εγώ, απλά το μετέφερα για να το δείτε. Τότε αυτοί αρνούνται, για να μην παραδεχτούν ότι δεν θα έχουν το επόμενο προϊόν σε μορφή ανθρώπου για να θαυμάσουν.

    “Καταλαβαίνω τι λες, αλλά είναι η ψυχή σου που…”

    Ποια ψυχή μου? Είναι τάχα μου και αυτή όπως επιμένετε δική μου μόνο και μόνο διότι έτυχε να κατοικεί σ΄αυτό το σώμα;

    Όλα πρέπει να ανήκουν κάπου;

    Γι αυτό μισείτε τα ψηλά βουνά, γιατί ενώ καταφέρατε και τα μοιράσατε στον χάρτη, όταν δοκιμάσατε να τα εισπράξετε πήρατε τ΄αρχίδια μου;

    “Μα στα λίγο χαμηλότερα βάλαμε ανεμογεννήτριες, βάλαμε φωτοβολταϊκά και από τα βουνά βγάζουμε χρήματα. Τον βράχο δεν καταφέραμε να δαμάσουμε αλλά τον βάλαμε να δουλεύει για εμάς, οπότε το βουνό ανήκει σε εμάς και το καλλιτεχνικό σου έργο ανήκει σ΄εσένα, μην πας να τις σκαπουλάρεις. Δεν γίνεται κάτι να μην ανήκει κάπου, να το Αιγαίο ανήκει στην Ελλάδα και ο Αγγελάκας στις Τρύπες”.

    Στις τρύπες ρε μαλάκες στις τρύπες. Ακόμη και στο μαύρο των τρυπών, στο χάος των ουρανών και στο κενό του διαστήματος και σ΄αυτό ιδιοκτήτη βρήκατε χτίστη και πλάστη τον Θεό.

    Θα μου πεις ποιος έφτιαξε την τέλεια καμπύλη στους λαιμούς των κύκνων, μήπως δεν ήταν ο Θεός; Οκ να συμφωνήσω εξ άλλου βρίσκω την αθεία φοβερά βαρετή αλλά γιατί να τα έφτιαξε και όχι απλά να επέτρεψε την δυνατότητα τους να φτιαχτούν, όπως κάνουμε δηλαδή όλοι μας άλλωστε όταν νομίζουμε πως φτιάχνουμε κάτι;

    Η ύπαρξη είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και αδυνατώ να καταλάβω σε τι υπάρχει δημιουργός και γεννήτορας.

    Θέλω να πω πως ακόμη και οι ίδιοι οι γονείς που μας έκαναν, το μόνο που έκαναν ήταν να κάνουν σεξ. Όχι εμάς.

    Εμάς μας έφτιαξαν αφού έτυχε να γεννηθούμε και καμαρώστε τώρα τ΄αποτελέσματα. Που μερικές φορές εδώ που τα λέμε, οκ, δεν είναι και τόσο άσχημα.

  • Σημειώσεις μεταπανδημίας

    Mε μια καβάτζα από σπαταλημένες μέρες και νύχτες, άρχισα να ζω το βίο ενός διπλά εμβολιασμένου όντος, ξεμυτίζοντας ενίοτε στις παρυφές και στα μπούνκερ της κάποτε πτωχομάνας Θεσσαλονίκης. Οι δρόμοι, τα τοπωνύμια, οι άνθρωποι και το ανοιξιάτικο φως δημιουργούν μια διαφορετική εντύπωση. Ας πούμε, οι γλάροι. Τα σκουπίδια δεν έχουν διαμορφώσει δυσώδη λοφάκια, και τα πουλιά δεν δαπανούν πολλήν ώρα να ξεψαχνίσουν αυτό που τρώνε. Στα απέναντι μπαλκόνια σπανίζουνε νέοι άνθρωποι, και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα μοιάζουν ματιασμένα και δυσκίνητα. Από ραδιόφωνα και εφημερίδες, άσε το διαδίκτυο, καταφθάνει αντηχούσα μια πόλη έντονων βραδινών συγκεντρώσεων, ενθουσιωδών παρτάκηδων και πληροφορίες για ένα μπούγιο που ξεσπάει στις σπάνιες ανοιχτωσιές, όπως στο πανεπιστήμιο. Ενίοτε, το πένθος περισσεύει καθώς έχουν χαθεί ή χάνονται γνωστοί και φίλοι, ενώ η καθημερινότητα, αδάμαστη, πανηλίθια και επιτηδευμένη, αποθαρρύνει ακόμη και ένα ευπρεπές σιχτίρισμα. Τζάμπα παινεύεται η ΒΟΑΚ και τα συναρπαστικά στατιστικά της διότι οι κρητίκαροι, σιγά μη πειθαρχήσουν στο ΚΟΚ. Οι πόλεις έχουν γεμίσει με κενούς, αχρείαστους χώρους, τα χρήματα σπανίζουν εν γένει και «αξίες» οπως η συνάθροιση μιας παρέας δεν αποτελούν πλεον δημόσιο αγαθό.

    Αυτό που άλλαξε, είναι η κατανομή του πλήθους. Μερικές εκατοντάδες παρτάκηδες σε τέως ανοιχτούς χώρους, αραιώνουν φρικτά την τρέχουσα κίνηση στις γειτονιές. Αλλά το συνωστισμένο πλήθος, πρακτικά, είναι αριθμητικά το ίδιο, και η πόλη δεν πυκνώνει συστηματικά: οι ίδιοι άνθρωποι, οι καταχωρημένοι σε ηλικιακές ομάδες, συμπεριφέρονται απλώς διαφορετικά. Αν καεί μια συστάδα βαγονιών, είναι οι φρέσκοι άμαθοι φερέοικοι που δεν ξέρουν τα κατατόπια. Παραβατικοί με μπόλικη αυθάδεια, περνάνε ζωή χαρισάμενη. Ξέρουν πως το «μάντρωμα», η «σύλληψη» και το «ποινολόγιο» είναι κενές περιεχομένου λέξεις. Οι γέροντες, όπως πάντα, υποφέρουν, αλλά οι πορτοφολάδες σπανίζουν και μόνον οι εφαψίες κρατάνε το χούι αξιοπρεπώς.

    Είμαι σίγουρος πως οι καλημέρες που μοιράζω είναι διαφορετικές και απευθύνονται σε ποικίλες μορφές νεκροφάνειας.

    Αν δεν διανύαμε τον εικοστόν πρώτον αιώνα, αλλά τον έβδομον, θα στοιχημάτιζα πως θα ήμασταν στα πρόθυρα της δολοφονίας του Περβούνδου, του επικεφαλής μιας σέχτας Βλαχορυγχίνων που οι μπαγιάτισσες γερόντισσες κατατρύπησαν με βελόνες πλεξίματος και τον άφησαν, ματωμένη μάζα, στα μάρμαρα, στα πλακόστρωτα και στα στηθαία της διασταύρωσης Βενιζέλου, που σκοπεύουν οι ανίδρωτοι αχμάκηδες να αδειάσουν σε ένα διαθέσιμο διατηρητέο μπούνκερ, στο Χαρμάνκιοϊ.

  • Το να προσπαθώ να κάνω χιούμορ Κυριακή με συννεφιά είναι σαν να είμαι η Μόνικα στο πιάνο και να προσπαθώ να κάνω τον παπά να κουνηθεί στο Ζάππειο με το θαλασσάκι μου και με το αεράκι μου.

  • Το να προσπαθώ να κάνω χιούμορ Κυριακή με συννεφιά είναι σαν να είμαι η Μόνικα στο πιάνο και να προσπαθώ να κάνω τον παπά να κουνηθεί στο Ζάππειο με το θαλασσάκι μου και με το αεράκι μου.