Tag: {[1]}

  • Η ανακάλυψη της Δεξιάς

    Φτάνει με τους λάτρεις των διαφορών μεταξύ ποσαδιστών και αρχειομαρξιστών. Ώρα να μελετήσετε τις διαφορές μεταξύ χαλυβδοκράνων και εναλλά εθνικιστών.

    Παραμένουμε η χώρα των ονοματολατρών.

  • H κυρία Γεννηματά δεν θεωρεί πως οι “δέκα” έχουν κάποια θεσμική ιδιότητα, άρα μια συνάντησή τους, εξηγεί στον κύριο Αλιβιζάτο, είναι άχρηστη.

    Σωστά. Η μόνη τους προοπτική είναι ξεφτίλα και διασυρμός. Τώρα φταίει ο διαιτητής. Το “χέρι στην μεγάλη περιοχή”, ακολουθεί.

  • ανάπαυσον την ψυχήν του θέρους σου

    Oι γείτονες μαζεύουν από τα μπαλκόνια. Τραπέζια, καρέκλες, φαναράκια, ρεσώ, μαξιλάρια, τραπεζομάντηλα, τις γλάστρες που δεν αντέχουν στην πλάτη τους ψύχρα.

     

    Η ίδια εξόδιος ακολουθία, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.

  • Κρεμασμένα παπούτσια – κρεμασμένες ΠΑΕ

    Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος ανακοίνωσε σήμερα ότι «κρεμάει τα παπούτσια του» και σκεφτόμουν ότι είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις αθλητών, που σε όλη την υπόλοιπη καριέρα του ήταν του 6,5 με 7 ας πούμε, αλλά την χρονιά 2003-04 ήταν ο καλύτερος επιθετικός της πλάσης. Κι αν όχι κατά αντικειμενική εκτίμηση, στα μάτια κάθε φίλου του Παναθηναϊκού αυτό ήταν τότε, ναι. Ο Παπαδόπουλος το 2003-04 κατέκτησε νταμπλ με τον Παναθηναϊκό στο οποίο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο κι ένα ευρωπαϊκό με την Εθνική, το οποίο το παρακολούθησε βασικά από τον πάγκο μεν, αλλά κι εκεί στο λίγο που έπαιξε πρόλαβε κι είχε καθοριστική συμβολή (στο γκολ του Βρύζα με τη Ρωσία, χάρη στο οποίο περάσαμε τον όμιλο).

    Αλλά αφήνοντας την Εθνική στην άκρη, όσα έκανε με τον Παναθηναϊκό τότε, ακόμη κι αν έπεσε η απόδοσή του μετά, δημιούργησαν μέγα σκανδαλισμό δυο χρόνια αργότερα, όταν την άνοιξη του 2006 ο Τζίγγερ έδειχνε απρόθυμος να τον κρατήσει με τα λεφτά που ζητούσε. Ο κόσμος πίεσε – ο ΠΑΠ έμεινε. Ήταν κάτι σαν προάγγελος των μελλοντικών εξελίξεων: δυο χρόνια μετά, την άνοιξη του 2008, διαδηλώναμε χέρι χέρι με τον Άδωνη Γεωργιάδη στο Πεδίο του Άρεως. Ο κόσμος πίεσε – ο Τζίγγερ έφυγε· όχι ακριβώς, ήταν εκεί με δίπλα του πλέον κι άλλους.

    Δυο μέρες μετά την ανακοίνωση Αλαφούζου, που με τα ως τώρα δεδομένα δείχνει ότι η ΠΑΕ Παναθηναϊκός πνέει τα λοίσθια, ο Δημήτρης Παπαδόπουλος σταματάει την καριέρα του. Θα έχουμε για πάντα τις αναμνήσεις. Του παίκτη. Μένει να αποδειχθεί αν θα λέμε σύντομα το ίδιο και για την ομάδα.

  • Φευγαλέος περίπατος

    Ηταν άνοιξη του 1974 και περιοδεύαμε στον Νομό Κιλκίς, με τον Τάκη Γραμμένο, προκειμένου να επικαιροποιήσουμε τον χάρτη του French toy 1963 με τα προϊστορικά της περιοχής. Σταλμένοι από την Κατερίνα Ρωμιοπούλου.

    Πεζοπορίες, ενίοτε ποδηλατάδα, σπανιότερα τραίνο και ΚΤΕΛ.

     Κάποια στιγμή φτάσαμε στην τρόικα των χωριών Άνω, Μέσοι και κάτω Απόστολοι. Είχε  γίνει μια ανασκαφή εκεί, αποκάλυψαν ένα Ρωμαϊκό λουτρό. Βράδιαζε και ο ιδιοκτήτης του διπλανού σπιτιού μας προσέφερε φιλοξενία. Δεν ήμεσθεν τόσο λέτσοι, αλλά μια κιτρινίλα εξάντλησης διακοσμούσε τις προεξοχές των προσώπων μας.

    Το σπίτι του ήταν τεράστιο και παράξενο. Το μόνο που μας εξομολογήθηκε ήταν πως, εμπνευσμένος απο τις αρχαιότητες, ανίδρυσε μια τουαλέτα μεγέθους σαλοτραπεζαρίας ή σαλονοκουζίνας. Όντως έμπαινες και ατένιζες βάθος δεξιά έναν νιπτήρα, καρσί  μια λεκάνη. Δεν υπήρχε έξτρα επίπλωση, μόνον τα ίδια Παντελάκη μου σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους.

    Μας τάισε σε αχανή κουζίνα, μια γραία εκάθητο καππαδοκιστί καπνίζοντας και μουρμουρίζοντας.

    Μετά, αποφάσισε πως μας άξιζε η νυφική παστάδα του Οίκου. Ήταν στρωμένη με χράμια, νταντέλες και μια κούκλα στις μαξιλάρες. Εμεινα με το βρακί και ξάπλωσα. Ο Τάκης έβγαλε το μοντγκόμερι.  Φεγγαράδα χλομή υποφώτιζε το δωμάτιο.

    Ξάφνου, ανοίγει η θύρα και μπαίνει μέσα ένας παχύς καμαρωτός παππούς.  Τότε προσέξαμε πως δίπλα στην πόρτα ήταν ένα ντιβάνι. Δεν μας μιλάει, αρχίζει και γδύνεται Πρώτα ο σκούφος και η πατατούκα, από μέσα ένα, δύο πλεχτά, άλλα δύο πουκάμισα, το ένα βαμβακερό, ένα παντελόνι με κουμπί στον αστράγαλο, έξω πατούμενα σοσόνια, μετά παντόφλες-μπαμπάδες, μετά ποτούρια. Τονε βλέπαμε εκστατικοί , πόμεινε με βλάχικη μακρυσωβρακοφανέλλα και κάλτζες.

    Ητον ένας παππούς πετσί και κόκκαλο. Στεγνός. Σαν επίδειξη φανταιζί ταχυδακτυλουργού ήταν. Μόνον ο Μαντρέηκ τον ξεπερνούσε.

    Μας λέει «άει καλλνύχτα» και ξαπλώνει στο ντιβάνι. Τον πήρε αμέσως, ροχαλίζοντας.Ο Τάκης τον έπιασε το νευρικό και χιχίνιζε μέσα στην σάστιση και την μαγεία. Σφίχτηκε το στομάχι μου από το κρυφό χαχανητό. Όλο το βράδι.

    Πρωί, εγκαρδιωμένοι ευχαριστήσαμε και φύγαμε.Από τη μιa έλαμπε η Πικρολίμνη και τα καλάμια της Γλυκολίμνης, από την άλλη οι αητοί που πλανάριζαν στην πέρα βραχιά του Γυναικόκαστρου, κάστρο της Μαρούλας και έτσι. Ανάμνηση της Κρηστωνικής  Μορύλλου δηλαδή, στα κυματιστά λοφάκια.

    Αλλά η μέρα ήταν παραγωγική ,εμπνεύστηκα άλλα δύο ποιήματα, το μόνο που μ΄ένοιαζε, εικοσιέξη χρονών αμπλαούμπλας κι ενώ πατούσα τα χώματα όπου μαζεύτηκαν το 44 οι συνεργάτες των Γερμανών, πρώτη στάση πριν φύγουνε να μακελλευτούν στο Κιλκίς, Κισά Μπατζάκ και έτσι.

    Αλλ΄αυτό είναι από άλλο τραγούδι.

  • “Γαβ η αγάπη”*

    Μετά τις 2 τα ξημερώματα στα σκυλάδικα της Εθνικής Πύργου – Πατρών, Αθηνών – Λαμίας, γραβάτες λύνονται για να δεθούν μεγαλύτεροι κόμποι στο λαιμό και καλοχτενισμένες γυναίκες ρίχνουν την χάρτινη ηθική τους και τις χρυσές τους αλυσίδες στην τσάντα για να αντέξουν το βάρος πιο ασήκωτων, άλλων. Μετανάστες εργάτες μετρούν τα ψιλά τους να δουν αν φτάνουν να τη βγάλουν κι αυτή τη νύχτα , μπίζνες στα Βαλκάνια, πιτσιρίκες που ισορροπούν σε δωδεκάποντες ανασφάλειες, ψευτοροκάδες που βρέθηκαν εδώ στα κρυφά. Ποτήρια που αδειάζουν , χέρια με λογοδιάρροια, κάπνα , μεταχειρισμένα γαρύφαλλα, άλλοθι μπόμπες, παρελκόμενη μοναξιά. Φιλμ ακαλαίσθητα, βουτηγμένα στην αλήθεια του καλύτερου σκηνοθέτη, η ζωή μου απόψε ντύθηκε λουλουδού , ο τραγουδιστής να ασθμαίνει ανάμεσα στα κουπλέ, εγώ να νομίζω ότι θα ξεψυχήσει στην πίστα, να ζηλεύω τους μουσικούς που εκτελούν χρόνο και μέτρο στα δέκα βήματα γιατί εδώ , κάθε παραγγελιά είναι κι ένας θάνατος, κάθε στροφή μια καψούρα κάθε λουλούδι ένας αποχωρισμός. Και κάπου γύρω στις πεντέμισι, σ’ αυτό το σφαγείο του ήχου, έρχεται η ώρα που κανείς δεν το παίζει άτρωτος και όλοι πιωμένοι θυμούνται. Όλοι σιωπούν, ακόμα και η παραφωνία σωπαίνει, κι η κακογουστιά, κι οι χριστοπαναγίες και τα γαμιόλη ξέρεις ποιός είμαι’γω. Ρέει στυφό το κρασί σε γυαλί θολό, έτσι, για να λέμε ότι φταίει το ποτήρι, κι όλοι κάνουν χορεύοντας τους απουσιολόγους. Νύχτα βαριά, λαϊκή, στο απόλυτο τίποτα, “Γαβ η αγάπη, γαβ ο Iούδας με το φυγαδευμένο βλέμμα του, Γαβ του κόσμου όλου οι αποστάσεις”. Πόνος after, πρώτο τραπέζι πίστα

     

    *Aπο το “Άσημον” του Ελύτη

  • Το να παίζει το ματάκι ενός μπιζιμπόντη, συν μυτερό γελάκι, συν κινητικότητα άνευ λόγου,τον κάνει αυτομάτως ανεπαρκή, και δεν εννοώ κανέναν αριστερότερα της Νέας Δημοκρατίας.

  • Άμυαλοι που πέσαν στην φωτιά

    (δυο σκέψεις για το «κίνημα» σήμερα)

    Μια μικρή αναδρομή στην ιστορία του κινήματος στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία θα έπρεπε να σταθεί στα εξής: Δεκέμβρης του ’08, Κίνημα των Πλατειών, Λαϊκές Συνελεύσεις στις γειτονιές, Δημοψήφισμα.

    Μετά το καλοκαίρι του 2015, μούδιασμα. Αίσθηση αναπόδραστου, έλλειψη προοπτικής, επικράτηση της ΤΙΝΑ, φόβος «μην έρθει ο Κούλης», κάποιοι μιλούν για συλλογική κατάθλιψη.

    Όχι όμως απόλυτο μούδιασμα. Η προσφυγική κρίση που ξεκίνησε το ίδιο εκείνο καλοκαίρι κινητοποίησε ένα σημαντικό κομμάτι πολιτών, κινηματικών κατά βάση, που επέδειξαν μια ταχύτατα αυτοοργανωμένη αλληλεγγύη.

    Από τότε μέχρι σήμερα, λίγα πράγματα γίνονται και από λίγους. Το κίνημα Πλειστηριασμοί STOP, πορείες και απεργίες με διάφορες αφορμές και κάποια έμφαση στον αντιφασισμό, δομές αλληλεγγύης κυρίως για τους πρόσφυγες, μεμονωμένες δράσεις αντιεξουσιαστικών ομάδων.

    Από το καταλάγιασμα της  προσφυγικής κρίσης και μετά, το μοναδικό ζήτημα που φάνηκε να κινητοποιεί τον κόσμο με όρους σχετικής μαζικότητας, τόσο στο διαδίκτυο όσο και στην «πραγματικότητα», με πορείες και συγκεντρώσεις συμπαράστασης ή διαμαρτυρίας που είχαν παλμό και ένταση, ήταν η άδικη κράτηση του Τάσου Θεοφίλου (που έληξε με την λυτρωτική του αθώωση στο εφετείο, παρουσία εκατοντάδων αλληλέγγυων)και στην συνέχεια της Ηριάννας ΒΛ και του Περικλή.

    Γιατί, άραγε;

    Γιατί οι άνθρωποι αυτοί και, σε ένα βαθμό, ο ιδεολογικός χώρος που εκπροσωπούν, σε αντίθεση με την ελληνική αριστερά (από την κυβερνώσα ως την εξωκοινοβουλευτική, σε κάθε μορφή οργάνωσής της), χαρακτηρίζονται από Ανιδιοτέλεια και Αυτοθυσία, γίνονται μάρτυρες και ήρωες σε μια εποχή αντιηρωική, όπου ακόμα και η συζήτηση για τον ηρωισμό αντιμετωπίζεται συχνά με χλεύη, φέρνουν την ουτοπία μέσα στην δυστοπία μας  και μας υπενθυμίζουν ότι ο αγώνας  για το δίκιο, αξίζει να συνεχιστεί.

    Είναι δύσκολο να πει κανείς τι περιμένει η κοινωνία σήμερα για να εξεγερθεί, ποιο θα είναι το αίτημα εκείνο που θα την εμπνεύσει. Σίγουρα πάντως δεν είναι οι μικροπολιτικές ατζέντες της αντιπολίτευσης ή οι ηθικολογικές αποτιμήσεις της αριστεράς. Ίσως, αντίθετα από την διαδεδομένη πεποίθηση ότι η κοινωνία χρειάζεται μια πειστική εναλλακτική πρόταση για να ξεσηκωθεί, να χρειάζεται το όραμα μιας ουτοπίας.

  • Ο γιατρός μου

    Ο γιατρός μου, ένας απ’ τους -τέλος πάντων- (σ’ αυτές τις ηλικίες διευρύνονται οι γνωριμίες σου με βαριά μονοψήφιο αριθμό ειδικοτήτων), μελετάει τα πορίσματα χωρίς να κουνάει μάτια, φρύδι, μύτη, έστω έναν μυ προσώπου. Υποθέτω πως κι αυτό τους το μαθαίνουν ανάμεσα σε ανατομίες, καρδιολογίες και άλλες -ίες. Δύσκολο μάθημα, ειδικά για τον απέναντι. Εκείνοι στραβά κουτσά το πήραν το πεντάρι (ο δικός μου μάλλον ξεγυρισμένο άριστα), εσύ μπορεί να κοπείς αναπάντεχα όταν τελειώσει η σιωπή τους κι ας λες  ’μα ήμουν διαβασμένος’. Παπάρια ήσουν.

    Στον τοίχο δεξιά του έχει τα τρόπαια. Πτυχία, κόντρα πτυχία, κόντρα σφραγίδες και βαριά ονόματα, κάτι Oxford, κάτι Radcliffe, κάτι Ann Arbor, βαρέθηκα να διαβάζω κι άλλο, το θέμα είναι να μπορεις να καταλάβεις τι σκέφτεται εκείνος όσο διαβάζει δείκτες και νούμερα, όχι τα παράσημά του. Μ’ αυτά, ας είναι και περισσότερα από βορειοκορεάτη στρατηγού, δεν σώνεσαι.

    Στον τοίχο πίσω του έχει φωτογραφίες. Όχι αυτές που φαντάζεσαι. Μόνο σε μια είναι ο ίδιος, ανάμεσα σε άλλους πενήντα με άσπρες στολές, σε κάτι σκαλιά μπροστά από ένα γκρι κτίριο που μοιάζει με το Overlook αλλά ελπίζω ότι δεν είναι. Στα άλλα κάδρα ο Μίκης, ο Μάνος, ο Βελουχιώτης, ο Παπανικολάου -τον ξέρω, τον είδα και σε γραμματόσημα αυτόν-, ο Φρανκ Ζάππα, ο B.D.Foxmoor (είπαμε είμαι μεγάλος, δεν είμαι και σαν την Πελοπόννησο, κάτι θυμάμαι) κι ένας αρχαίος που κάθεται σταυροπόδι και δεν τον ξέρω. Θα τον ρωτήσω μετά, αν μου μείνει σάλιο στο στόμα. Τώρα στέγνωσα.

    Σηκώνει το βλέμμα από τα χαρτιά, ανοίγει το λάπτοπ. Ανάμεσά μας το γραφείο του και σιωπή. Πηχτή σαν παγωμένο βούτυρο, κατάψυξης. Να θυμηθώ, μετά, να τον ρωτήσω γιατί έχει κλιματισμό στο γραφείο και στην αίθουσα αναμονής. Εντελώς παραπανίσιο, ακόμη κι αν έχει 45 βαθμούς έξω. Αφού τα χέρια μας και τα πόδια και το μέσα μας ξεπαγιάζουν όσο περιμένεις να σε κοιτάξει και να ανοίξει το στόμα του.

    Είναι δεν είναι σαρανταπεντάρης, αν δω τον αριθμό μητρώου του στη σφραγίδα θα βεβαιωθώ αλλά τόσο αδιάκριτος δεν είμαι, όχι σήμερα. Ωραίος τύπος. Mαλλί καστανόξανθο, χτενισμένο α-λα Τζέρεμι Άιρονς.  Χακί σκούρο παντελόνι και τι-σερτ. Σήμερα έχει στάμπα κάποιον που μοιάζει με τον Τζέρι Γκαρσία αλλά δεν είμαι σίγουρος, να θυμηθώ να τον ρωτήσω και γι’ αυτό μετά.

    Το ιατρείο μυρίζει ωραία. Καθαρίλα και μια ανεπαίσθητη αύρα antiseptic fragrance. Από τις καθησυχαστικές, όχι τις φτηνιάρικες. Πού στο διάολο τα φτιάνουν αυτά τα αρώματα, δεν θα τον ρωτήσω και γι’ αυτό, έχει άλλους δυο -ήδη- στην αίθουσα αναμονής έξω, αν αρχίσω να ρωτάω θα γίνουν τέσσερις και τόσο μισάνθρωπος δεν είμαι. Όχι σήμερα, πάντως.

    Γυρίζει και με κοιτάζει. Γαμώ τα βλέμματά σας γιατροί. Ούτε όταν με κοίταξε χαμογελαστή η άλλη στα δώδεκα δεν μου κόπηκαν τα πόδια έτσι. Αυτός δεν χαμογελάει τώρα αλλά -παραδόξως- δεν είναι σκιαχτικός. Η άλλη στα δώδεκα ήταν, τρεις νύχτες δεν έκλεισα μάτι κι ας μη μου είπε κουβέντα το μαλακισμένο. Ούτε κι εγώ της είπα.

    Negative’.

    ‘Δηλαδή;’

    ‘Δηλαδή αρνητικό δηλαδή, και οι δυο σας’

    Όταν έμμεσα αμφισβητούν την οξφορδοσύνη μου θέλω να σκοτώσω άνθρωπο αλλά όχι σήμερα, όχι αυτόν, αυτούς τους χρειαζόμαστε κι ας μη θέλουμε παρτίδες μαζί τους αλλά δεν μας ρώτησε και κανείς για το τι θέλουμε.

    ’Δηλαδή όλα καλά’

    ’Ναι ρε, σαν τι περίμενες δηλαδή; Αφού στο είχα πει, όλα καλά θα είναι’

    ’Με μισή ώρα μουγκαμάρα όσο κοιτάς τις εξετάσεις τι ήθελες να περιμένω;’

    Tρία λεπτά έκανα δεν έκανα, σοβαρέψου λίγο’

    ’Το ίδιο κάνει’

    ΄Να σου πω…’

    Εδώ είμαστε. Έχει απορίες. Κάτι δεν του πολυάρεσε απ’ αυτά που είδε. Ή η φάτσα μου τώρα, δεν μπορώ να δω τι χρώμα έχω.

    ’Ναι, τι;’

    Aπό τα μέρη σας ήταν ο Άκης Πάνου, έ;’

    Kαλά κάνει κι έχει αναμμένο κλιματιστικό. Φουντώνεις εκεί που δεν το περιμένεις. Αλλά δεν τους σκοτώνεις, τους χρειάζεσαι. Και τους αγαπάς, όταν δεν ασχολούνται μαζί σου και με τα άντερά σου και με τα στομάχια σου και με το πάγκρεάς σου και με τα ελικοβακτηρίδιά σου και με τα άλλα εξωτικά του εσωτερικού σου κόσμου.

    ‘ Όχι, παντρεύτηκε ντόπια και έζησε στα μέρη μου, όσο πρόλαβε δηλαδή’

    ’Σπουδαίος bluesman, μοναδικός, πολύ μεγάλος΄

    Θέλω να ανάψω τσιγάρο. Θέλω πολύ ν΄ ανάψω ένα τσιγάρο. Τώρα. Αλλά τα άφησα στο αυτοκίνητο, πέντε τετράγωνα μακριά, να βλέπει θάλασσα. Να μην αγχώνεται κι εκείνο στην αναμονή για το αφεντικό του.

    ’Ήταν, ναι. Τελειώσαμε;’

    Aπό μένα ελεύθερος αλλά κάθε φορά που σε βλέπω είσαι στην τσίτα, να κάνεις κάτι με το άγχος σου, παίρνεις κάτι;’

    Zanax, έχεις κάτι καλύτερο;’

    Nα βάλεις ν’ ακούσεις το Hot Rats στην επιστροφή, αρκεί’

    Τους αγαπώ αυτούς τους γιατρούς που συνταγογραφούν έτσι. Αν μπορούσα φεύγοντας θα τους φίλαγα κιόλας. Δεν προλαβαίνω, σηκώνεται και με φιλάει αυτός, ’τα ξαναλέμε το 2018 κι ακόμη πιο αργά, καλό δρόμο’.

    Όχι, δεν θα φύγω με απορίες. Του δείχνω το τι-σερτ του.

    ’Ποιος είναι αυτός; ο Γκαρσία;’

    ‘O Μαρξ. Πιο ροκ’

    Λογικό, μη πας κόντρα με γιατρούς. Δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις κερδισμένος.

    Πριν ανοίξω την πόρτα δείχνω και το κάδρο στον τοίχο, αυτόνανε τον αρχαίο με το σταυροπόδι.

    ’Κι αυτός;’

    ’‘Ο John Snow. Αλλά καμία σχέση, αυτός εδώ πίσω είναι ο ορίτζιναλ, δικός μας’

     

    Ωραία ράτσα. Ειδικά όταν σε ξεπροβοδίζουν με ένα ’Negative’ πεσκέσι.