Όταν ο Ξέρξης μέτρησε τα στρατά του, στριμώχνοντάς τα ανά μυριάδα σε ένα φραγμένο αλώνι και έβλεπε την παρέλασή τους ,δάκρυσε. Τον ερωτά ο μπιστικός του τι συμβαίνει και απαντά “όλοι αυτοί οι άλκιμοι και οι πολλοί , κανείς τους δεν θα υπάρχει σε εκατό χρόνους”. Καθώς οι Έλληνες είχαν περι πολλού την Περσικήν Παιδεία, παίρνετε μιαν ιδέα ινατί γουστάρω περιπαθώς την ενασχόληση με το θνησιγενές είδος της διαδικτυακής, παροδικής τέχνης και δεν υποστηρίζω ενθέρμως την έκδοση βιβλίων και άλλων πειρασμών μιας υποθετικής και φρίσσουσας μακροβιότητας.
Tag: {[1]}
-
Τρομοκρατία και πουριτανισμός στο Ισλάμ και στον Χριστιανισμό
Όταν μιλάμε για την ισλαμική τρομοκρατία, ή ακόμα και για τον ισλαμικό μισογυνικό πουριτανισμό, θεωρούμε αυτονόητη τη διασύνδεση και των δύο με τις παθολογίες του σύγχρονου Ισλάμ, όπως είναι εύλογο. Ωστόσο πάμε ένα βήμα πιο πέρα και συνδέουμε την “ισλαμική βαρβαρότητα” και με τις αρχές, τις αξίες και τη θεολογία του Ισλάμ. Δεν διαφωνώ οπωσδήποτε με αυτή την αντίληψη, αν και είναι ανοιχτή σε συζήτηση γιατί, όπως πάντοτε, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες και πολλοί από αυτούς είναι μόνο κατ’ επίφαση θρησκευτικοί.
Επιπλέον, οποιαδήποτε τρομοκρατική πράξη ή πράξη πατριαρχικής βίας από μουσουλμάνο (π.χ. “εγκλήματα τιμής”) εμπίπτουν αυτομάτως στην κατηγορία της “ισλαμικής τρομοκρατίας” ή “βαρβαρότητας”. Αυτή η ταύτιση, όταν δεν είναι εκ του πονηρού, είναι συνήθως προϊόν ασύγγνωστης ευκολίας.
Όταν πάλι δεν μιλάμε για χριστιανική τρομοκρατία, από τις σταυροφορίες της Παλαιστίνης και της Βαλτικής, μέσω αποικιοκρατίας, μέχρι τους θεόληπτους σφαγείς στις ΗΠΑ, και όταν πολύ περισσότερο δεν μιλάμε για τον θηριώδη και στεγανό χριστιανικό πουριτανισμό, μισογυνικό ή μη, παραγνωρίζουμε τη σύνδεσή και των δύο με τις παθολογίες του σύγχρονου Χριστιανισμού. Πολλώ μάλλον αρνούμαστε να κάνουμε οποιαδήποτε διασύνδεση με τις αρχές, τις αξίες και τη θεολογία του Χριστιανισμού, όπως την εσχατολογία (“έρχεται συντέλεια, θα σας πάρει ο διάολος”), τη θεοδικία (“θα πάτε στην Κόλαση”), την αντίληψη της ανθρώπινης ιστορίας και της ανθρώπινης φύσης ως προϊόντων μιας Πτώσεως (“we are born sick”) κτλ. Επιμένουμε να εξετάζουμε αποκλειστικά άλλους παράγοντες και παραδεχόμαστε ότι πολλοί από αυτούς είναι μόνο κατ’ επίφαση θρησκευτικοί.
Ειδικά στην περίπτωση του χριστιανικού πουριτανισμού, η εθελοτυφλία μας αυτή σχετικά με τη σχέση του με τη χριστιανική θεολογία είναι ασύγγνωστη: ο χριστιανικός πουριτανισμός έχει στέρεες θεολογικές αρχές που ζέχνουν ασκητισμό, νεοπλατωνισμό και στωικισμό, αρχές οι οποίες συμπλέχθηκαν ατρέπτως και με αγροτοποιμενικές αιδημοσύνες και με την αντίληψη περί οικογενείας στο ρωμαϊκό δίκαιο. Απεναντίας, ο ισλαμικός πουριτανισμός είναι πιο κοντά στο “τι θα πει ο κόσμος” και στα πατριαρχικά αντανακλαστικά αγροτοποιμένων: είναι λιγότερο επί της θεολογικής αρχής και πιο κοινωνικός.
Αυτή η εφαρμογή δύο μέτρων και σταθμών, και αυτή μάλλον, λέγεται Οριενταλισμός.
-
Σόι και Στρατός: και στα δύο συναναστρέφεσαι ανθρώπους που δεν θα συναντούσες καν υπό άλλες συνθήκες. Όμως
- στον Στρατό δεν σου λένε πως είναι δικοί σου άνθρωποι που σε αγαπάνε κτλ. και
- η θητεία στο ελληνικό σόι δεν τελειώνει παρά με ζόρι και ζοχάδα.
-
Απορίας άξιον
Αυτό το «καταλανί» που ακούω συνέχεια, τι χρώμα είναι τελικά;
-
Με αφορμή τις συνωμοσιολογίες της El País για ρωσικό δάκτυλο στο καταλανικό δημοψήφισμα: ο δεξιός τύπος δεν έχει χρόνο κι υπομονή να ψιμυθιώνεται με ψυχραιμία, μετριοπάθεια και σωφροσύνη όταν κινδυνεύει η ιδεολογία που υπηρετεί· παντού κι ανέκαθεν.
-
Είπα κι εγώ…
Κατρούγκαλος, σήμερα: “Αν μειώσουμε τους φόρους, θα μειωθούν οι συντάξεις”. (Ενώ τώρα αυξάνονται…)
-
Είμαστε όλα όσα έχουμε. Χάσει.
Θέλω την πιο χυδαία καταιγίδα , ένα κασκόλ αγορασμένο από σταθμό ευπρεπούς Ευρωπαϊκού μετρό, και μια αφορμή που θα ψάχνω έναν χειμώνα ολόκληρο κι όταν τη βρω να το φορέσω. Θέλω και ένα τραγούδι που να μη μοιάζει με κανένα άλλο. Κι ενώ όλες οι μουσικές φτιάχνονται για να κλείνουν ουλές και τραύματα, αυτή να χώνει τα χέρια της και να ψάχνει μέσα στα άντερά μου ύπουλα , να βρίσκει το ωμό μου συναίσθημα άσχημο, ακατέργαστο και με δύναμη να το τραβά, να ξεκολλούν μαζί του τοιχώματα και να φεύγει προς τα έξω με πασαλείμματα και μισοτελειωμένες εκφράσεις. Θέλω το πιο γελοίο κοστούμι του κόσμου για δικό μου και παρέα με τον άδειο του καβάλο να παριστάνω δήθεν την καμπόση. Θέλω και ένα στίχο γραμμένο με τεράστια μαύρα γράμματα στον τοίχο της πιο κακόφημης συνοικίας . Έναν αργεντίνικο στίχο. Υπερβολικό. «Μαχαιρωμένο είναι το απόγευμα στο πόρτο. Στον λιμανίσιων γερανών τους γάντζους κρέμονται κάτι αγκαλιές και κάτι υποσχέσεις γυάλινες καθώς νυχτώνει». Να το διαβάζουν οι περαστικοί και να ακούν όλα όσα είναι κρυμμένα μέσα τους και άηχα στους άλλους. Οι δρόμοι να τρεκλίζουν ήρεμα μπροστά μου , χιλιοανοιγμένα πόδια , χλωμά φώτα , ταράτσες με ρούχα φθαρμένα, κίτρινα δόντια, κάποιοι που γαμιούνται, όχι από καύλα ή συνήθεια, αλλά από μια συντριπτική ανάγκη οικειότητας, κι η πόλη να γελάει γιατί ξέρει να φέρνει κοντά τους χαμένους . Θέλω και ένα όλοι είμαστε ξένοι μωρό μου να το ψιθυρίσω στο πιο οικείο αφτί , τώρα που αποφάσισα πως τελικά η λύπη δεν ξεκουρδίζεται από πουθενά, φαλτσάρει μόνο πάνω σε κάτι παύσεις ευτυχίας και οδηγεί σε ένα πολύ μεγάλο για τα κυβικά μου, πουθενά. -
Ανακάλυψα ότι στο Φέισμπουκ έχω είκοσι κοινούς φίλους με την ιντερνετική περσόνα που λέγεται Μανιάτης. Αποφάσισα να σβήνω έναν κάθε μέρα, έτσι και καθαρίζω τη λίστα των φίλων μου και ταυτόχρονα αισθάνομαι και λίγο Αγκάθα Κρίστι.
-
H μύηση
Χάρη στα αδέλφια ενός φίλου μου,που φοιτούσαν Αρχιτεκτονική, μπαινόβγαινα στο πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης από το Λύκειο. Δυο χρόνια πριν περάσω. Με τρέλαινε το αίθριο, το κυλικείο σε δύο επίπεδα, τα σκίαστρα στους διαδρόμους, οι πόρτες από φορμάικα πλαισιωμένες από δεσποτάκι, οι μεγάλες αίθουσες με τους σχεδιαστικούς πάγκους και τα σκαμπό.
Ήταν μεγάλα γεγονότα του 1965, όπως το Ηelp, τα κορίτσια με μοκασίνια, το ότι ψιλοκαταλάβαινα μαθηματικά, ανκαι ψαρωμένος από τον Μπακάλη,τον δεινό γυμνασιάρχη του Πέμπτου, και την παρέα μου, τον Γκετς, τον Γούφα, τον Παλάντζα και τον Σπύρο. Ο Σπύρος δεν είχε παρατσούκλι. Ήταν σκοτεινός, δηκτικός, με κάτι σαν φύσημα στην καρδιά, καταγόμενος από την Λευκίμμη της Κέρκυρας, αλλά πιό μπαγιάτης απ΄όλους μας.
Τους φοιτητές του Πολυτεχνείου , απλώς τους χάζευα. Φορτωμένοι εργαλεία της τέχνης των, εποχές που λιγόστευαν οι γραμμοσύρτες υπέρ του graphos, ενώ στη βιτρίνα του «Κύκλου» άστραφταν οι πρώτοι ραπιδογράφοι, κυκλοφορούσαν επουράνιοι και διαφανείς, δυο ίντσες πάνω από τα μωσαϊκά. Οι βοηθοί, οι επιμελητές, οι υποβοηθοί, ήταν παράξενα ξωτικά, με υπέροχο φτέρωμα, που περνούσαν ανάμεσα στο φοιτητομάνι ως ασώματα τελώνια και το κυριότερο, χαμογελούσαν στο πουθενά. Στο ισόγειο, στον όροφο και στο υπόγεια όλα αυτά. Για τους καθηγητές, υπήρχε ο Πύργος, οκταόροφος, που μου τον περιέγραφαν ως άβατο. Μια μέρα, μου έδειξαν από μακριά τον Μουτσόπουλο.
Βοηθούσα ατεχνώς και άχαρα, τα αδέλφια του Παλάντζα, ενώ έχτιζαν την διπλωματική τους, μαγεμένος. Μια φορά, κορύφωση της καριέρας του θεληματάριου, η Πελαγία με άφησε να βάψω, με πράσινο πηχτό γκουάς, το Σέιχ Σου, και το έπραξα με τρεμάμενο χέρι, σε ένα σεντόνι της Σαλονίκης. Κι άκουγα, εμβρόντητος, για Σέλερ και χαρτόνι μακέτας, για διαφανές, στρατσόχαρτο και μιλιμετρέ, άσε τις μπάλσες, τα κοπίδια και την μπόμπα. Ωσπου να περάσουν τα δυο χρόνια, ώσπου πέρασα κι εγώ στη Σχολή,πέρασε στον οργανισμό μου η φρεναπάτη της μαθητείας.
Η μύηση είχε διάφορα στάδια και αφορούσε μαγικές τεχνικές, τουλάχιστον εκ του Τροφωνείου σπηλαίου.Πως να μη χαραμίζεις το Σέλερ, πως να ξύνεις με ξυράφι το διαφανές, άν έκανες καμιά μαλακία (περνούσες τη ζημιά με μολύβι 3B και πάνω, κι έπειτα σβήσιμο με πράσινη σβήστρα ώσπου να μη ποτίζει η σινική) και η πράξη της Υποταγής Προκειμένου να σου ανοιχτεί του Παραδείσου η Θύρα, ήταν μια λέξη που θα σε κρατούσε υγρόν και άγρυπνο, ώστε τα «θέματα» να εκτελούνται μέσα στις προθεσμίες, καθώς ήθελες πολλές ημέρες να τα σχεδιάσεις άμωμα και ανεπίληπτα: Ρεταλίνη.
Την είχε το φαρμακείο δίπλα στον «Κύκλο». Ενα μεταλλικό λεπτό κουτάκι, συρταρωτό, με κατακόκκινη βάση και λευκό συρταράκι. Με λευκά χαπάκια. Εξασφάλιζε την αγρύπνια. Αν ήσουν άμαθος, επαιρνες ένα το απόβραδο και ακολουθούσε μια λευκή, άυπνη νύχτα, όπου τα μάτια και τα δάχτυλα, ήταν τα μόνα ενεργά σου μέλη.Μόνο μια φορά πήρα δύο, και μάλιστα την επομένη μιας ξαγρύπνιας, για να αντέξω και δεύτερη, καθώς θα παρέδιδα την προς τη θάλασσα, όψη της Αστόριας, πριν γίνει «Τόττης» το καφενείο, με διακοσμητή τον Δαμιανό Βιολάντζη.
Μετά την απαγόρεψαν. Την ξέχασα. Εξάλλου ήξερα το μάθημα: Ιδιοποίηση, μέσα παραγωγής, υπεραξία, διαθέσιμοι πόροι, κοινωνία του ανταγωνισμού,για ένα φτωχό θέατρο (αυτό ήταν άσχετο).Δε χρειαζόμουν ρεταλίνη, αλλά πολιτικώς συναισθηματική πανούκλα.
Τώρα, από το διαδίκτυο, ψάχνοντας εικόνα να διακοσμήσω το παρόν, είδα πως ζωντάνεψε πάλι και την δίνουνε και σε παιδάκια.