Tag: {[1]}

  • Αναμνήσεις από άλλους τόπους επάνωθεν

    Στη Σαμαρίνα φτάσαμε αργά.Η περιοδεία του Αλιάκμονα στα τελειώματα-Αγίας Μαρίνας , αγίας Παρασκευής, εκεί. Το χωριό γιόρταζε και κανένας δεν απόρησε με τη μάγκα μας. Ο Καργούδης έκλεισε την κάμερα, σκοτείνιαζε διότι και μόνον ένα κασετόφωνο ανοιγόκλεινε για καμιάν ατάκα.

    Τότε μαζώχτηκε κόσμος και τι να δούμε. Μόλις ήφεραν ένα σκοτωμένο αρκουδάκι. Του ανεβοκατέβαζαν τα μπροστινά πόδια, το χάζευαν και καταμεσής ο εκτελεστής του. «Ελάτε να του πάρετε συνέντευξη» μας είπαν- ήξεραν από κασετόφωνα διότι.

    Όπως στην Αβδέλλα που μας γνώρισαν έναν λεπτουργό ξυλογλύπτη που καμάρωνε το τελευταίο του έργο, είκοσι πόντους ψηλό και χρωματισμένο- ένα ζευγάρι χίππηδων που τους αγκάλιαζε ο Χάρος –σκελετός και κάτω η ταμπέλα «LSD».

    Μιλήσαμε μαζί του, ήταν στοχαστικός και θυμόσοφος, μας άφησε να φωτογραφήσουμε το LSD αλλά φάνηκε να θίγεται όταν τον ρωτήσαμε αν το έργο του πουλιέται. Που να ξέραμε πως ήταν ο πολύς Δημήτριος Αγοράστης (1903-1988)  που απο χρόνια εξέθετε στη ΔΕΘ και ονειρεύονταν να στεγαστεί αξιοπρεπώς το έργο του.

    Πίσω στη Σαμαρίνα,την συνέντευξη τηνε προσπάθησε ο Σταμάτης. Ο κυνηγός ήταν ταραγμένος και έβγαζε μουγκρητά. Είχε δει το φως το αληθινό- γλυτώνοντας τα νύχια μιας μαμάς αρκούδας. Κι έτσι, δεν αντιδρούσε στις ερωτήσεις ,κάθε τόσο φώναζε

    «Ουόπ η Αρκούδα, ουόπ εγώ»

    Κι έκανε κινήσεις πάλης, αγωνίας και φρενιάσματος.

    Μετά, καθήσαμε στη σύναξη και φάγαμε  κάτι κομματάρες ψητό κρέας μεγέθους διπλής γροθιάς. Μας το χρέωσαν δεκαπέντε φράγκα το τεμάχιο.

    Και θυμηθήκαμε την προτεραία στα Γρεβενά, έναν γέροντα που ξεκοκκάλισε ένα αρνάκι σουβλιστό σε μία καθησιά, έχοντας δίπλα του μια πλεξίδα σκόρδα. Κάθε μπουκιά και μια σκελίδα.

    Αυτά συνέβησαν έτος 1972 και είμαι σίγουρος πως ο γέροντας είναι ακόμη ζωντανός.

  • ΔΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟΝ ΜΠΑΓΙΑΤΙΣΜΟ!

    Πρώτη φορά γκρίνιαξαν και θύμωσαν που μια νέα γυναίκα έφυγε από Σαλονίκη επειδή βρήκε καλύτερη δουλειά στο εξωτερικό. Συνήθως κάθε αποχώρηση, την ακολουθούσε ένα σιχτιρ πιλάφι, στην καλύτερη περίπτωση.

  • Μέσα από τη νεκρή γη

    Το μεσκίτ (mesquite) είναι ένα δέντρο κοινό στην αμερικανική και στη μεξικανική έρημο. Συγγενές της χαρουπιάς και των οσπρίων με ξύλο ιδιαίτερα ανθεκτικό. Δίνει καλή σκιά και οι Ινδιάνοι άλεθαν τον καρπό του σε αλεύρι κι έφτιαχναν αναψυκτικό. Τέλος, το ψήσιμο στο κάρβουνό του δίνει ιδιαίτερο άρωμα και γεύση στο κοψίδι.

    Μια κωμόπολη των δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών με το όνομα Mesquite περνά μάλλον απαραίτητη. Πιθανά όπως ένα ελληνικό χωριό με το όνομα Χαρουπιά.

    Όταν διάβασα ότι ο δολοφόνος στο Λας Βέγκας ήταν κάτοικος του Mesquite της Νεβάδας, το έψαξα στο Google Earth. Το εντόπισα και θυμήθηκα. Στη νοτιοανατολική άκρη της Πολιτείας, ακριβώς στα δυτικά του συνόρου της με την Αριζόνα. Είχα περάσει από ‘κεί στις 18 του Αυγούστου του περσινού καλοκαιριού. Ο αυτοκινητόδρομος 15, ερχόμενος από Γιούτα, διασχίζει τη βορειοδυτική μύτη της Αριζόνας κατά μήκος του φαραγγιού του ποταμού Virgin. Το φαράγγι έχει δυτικό άνοιγμα προς την έρημο, εκεί στο σύνορο. Στη συνέχεια, μέχρι το Βέγκας, ο δρόμος διασχίζει ερημιά. Θάμνοι και πέρα στον ορίζοντα γυμνά χαμηλά βουνά.

    Θυμήθηκα εκεί μια μικρή κωμόπολη κι αυτή ήταν το Mesquite. Δέντρα με το ίδιο όνομα δεν θυμάμαι. Ούτε τις χαρακτηριστικές στήλες με τα φωτεινά σήματα και τα ονόματα ταχυφαγείων στην άκρη του αυτοκινητοδρόμου. Ή μάλλον αυτά τα θυμάμαι, αν και θα μπορούσαν να είναι αλλού, σε κάποια άλλη κωμόπολη, κατά μήκος άλλου αυτοκινητοδρόμου.

    «Ήταν σα να ζεις δίπλα στο τίποτα», δήλωσε ένας πρώην γείτονας του Paddock.

  • To κόμμι της ροδακινιάς

    Διαβάζω ακατάσχετα, χωρίς ειρμό. Είτε πρόκειται για κατάλογο προϊόντων, είτε για Άλεκ Σχινά, ευεργετούμαι το ίδιο. Κι επειδή κατά κανόνα βαριέμαι αφόρητα και μου αρέσουν ελάχιστα πράγματα, δεν θεωρώ ανάγνωση που δεν τη βαριέμαι, πολύτιμο και ποθοπλάνταχτο αγαθό.

     

    Τελευταία, είμαι κεντρωμένος σε ένα ερώτημα, άλυτο, εδώ και λίγες ώρες. Πως μετατρέπαμε το κόμμι της ροδακινιάς σε εύγευστη τσίχλα; Όταν πρωτόβγαινε, ήταν ωσάν μπαλόνι γεμάτο υγρό. Κάποια στιγμή έπηζε κάπως και μπορούσες να το μασήσεις.

     

    Αυτό το κατάντημα (για πολλούς) οφείλεται σε δύο κακοτυχίες αναγνωστικές της παιδικότητας.

     

    Είχα διαβάσει, σε μια όψιμη «Διάπλαση των Παίδων» το πρώτο μου αστυνομικό σε συνέχειες. Ένας κοτσονάτος ηλικιωμένος Άγγλος αστυνομικός, ακούει φωνές από ένα σπίτι και ψάχνοντας, βρίσκει ένα πτώμα. Ανακρίνει ολόκληρο το χωριό, ακόμη και τις κάργιες του, ανεπιτυχώς. Στο τέλος, είναι αυτός ο δολοφόνος. Και ήταν εγγαστρίμυθος.

     

    Έκτοτε έκοψα τα αστυνομικά, που ουδέποτε με ξάφνιασαν.

     

    Ακολούθησε ένα βιβλίο καμωμένο από σιδηρόβεργες, το «Παραμύθια και άλλα»( ή μπορεί το «Για την πατρίδα») της Πηνελόπης Δέλτα. Εκεί είναι ένα μικρό βασίλειο που παθαίνει διάφορα, ώσπου το πριγκηπόπουλο, πείθει τον πατέρα του να εμπιστευτεί στα χέρια του ένα φουσάτο, να νικησει τους κακούς. Αλλά το φουσάτο, εξηγεί η συγγραφέας, ήταν μικρό, οι πολέμιοι πολλοί, και χάθηκε. Και το πριγκηπόπουλο και το φουσάτο. That’s all , folks.

     

    Τέρμα και η λατρεία της αφήγησης, πως κλείνει γοητευτικά μια ιστορία.Μόνη αξία πλέον, τι περιέχει αυτό το κουρδιστό παιχνίδι. Για να το βρεις, το ξεκοιλιάζεις. Να ιδείς τι έχει μέσα.

     

    Η ανάγνωση, ως εβδόμη αίσθησις, (ή έκτη  μου είναι άγνωστη) βαθαίνει έλικες του εγκεφάλου, όχι λόγω βελτίωσης της ευφυίας, αλλά με τον τρόπο του τσαγκάρη που φτιάχνει καλαπόδια. Από μια λεία μωρουδιακή φούσκα όπως το κόμμι της ροδακινιάς, τελειώνεις τον βίο με ένα γηρασμένο, δαιδαλώδες εξάρτημα να μοιάζει με στεγνωμένο καρύδι λαβυρινθώδες, που αποθηκεύει έναν σκασμό καλαμπαλίκι. Χώρια η μούχλα.

     

    Και τα υπόλοιπα; η χαρά της ζωής, οι διακυμάνσεις των χρωμάτων, η έστω ατελής εντύπωση πως δεν χάθηκαν όλα;

     

    Α, εκεί κρύβεται ο Λίνο Βεντούρα ξεψυχώντας με το όνομα της Μανούς, στην «Δεύτερη πνοή» του Μελβίλ, ο Ζαν Πιερ Λεό να πετάει στον αέρα μια τσουγάρα αρπώντας την μετά με τα χείλη, ο γαλάζιος Φερντινάν, μπανταρισμένος δυναμιτάκια και πάσχοντας να βρει να κόψει τα καλώδια, το ασάρωτο διαστημόπλοιο στο Σολάρις, το νίτρο στα πρόσωπα του Liquid Sky, o Mπουσέμι στο Fargo και ο κυβερνήτης Πέτομεϊν.

     

    Μάλλον στεγνώναμε δαμάκιν το κόμμι της ροδακινιάς στον ήλιο και μετά το μασούσαμε.

     

     

  • Γελάδες του Καίμπριτζ

    Αν ήτανε γίδια ή πρόβατα θα είχανε περάσει Διαφωτισμό;

  • Εγώ που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι ο Σαββόπουλος θα ήταν το τρίτο ελληνικό Νομπέλ, τώρα απογοητεύτηκα λίγο. Αυτός ο Ισιγούρος πάλι, δεν τον ξέρω, δεν έχω κανένα δίσκο του, είναι του έντεχνου;

  • Πρωινή ναυτία

     

    Υπάρχουν πολλοί πρόποι για να ξυπνήσει κανείς, είτε είναι ξημερώματα είτε οποιαδήποτε άλλη ώρα της ημέρας. Μπορεί κάποιος να σου ψιθυρίσει ποίηση στο αυτί. Μπορεί να σου βάλει Αργυρό. Μπορεί να σε μπουγελώσει. Το αποτέλεσμα θα είναι συνήθως το ίδιο, ποικίλει μόνον ανάλογα με τις αντοχές σου και το στομάχι σου. Και φυσικά υπάρχουν και άλλα τραγούδια, από το ελληνικό και το διεθνές ρεπερτόριο, που έχουν την ίδια επίδραση.

     

     

    Όποιος αντέξει τη μετάβαση από τον Κουρκούλη στη Νταϊάνα κερδίζει το θαυμασμό μου. Είναι πολύ γερό σκαρί. Και του αξίζει ο πρίγκηψ του δημοτικολαϊκού, Κώστας Σκαφίδας.

    Kαλημέρα είπαμε;

     

     

  • Ηττημένοι Ανίκητοι; Μα οι ηλίθιοι είναι αήττητοι*

    Ο εν μέρει κοντός και εν όλω απερίγραπτος Γιάνης Βαρουφάκης, μετά από βαρύνουσα πολιτική συνάντηση που διοργάνωσε στην ταβέρνα «Μπακαλόγατος» της Αίγινας (όπου και το εξοχικό του), επιστρέφει για μία εμφάνιση στην πρωτεύουσα του υπαρκτού ελληνισμού, στο Αεριοφυλάκιο της Τεχνόπολης, όπου διακεκριμένοι Συριζαίοι και Συριζόφιλοι θα μιλήσουν για το νέο του βιβλίο, με τίτλο «Ανίκητοι Ηττημένοι»  (από τις εκδόσεις Πατάκη). Ο υπότιτλος είναι εξ ίσου μελό, με έναν σμερδαλέο λαϊκισμό που ποζάρει για πνευματική ανωτερότητα όταν προέρχεται από νεαρές ποιήτριες: «Για μια Ελληνική Άνοιξη μετά από ατελείωτους μνημονιακούς χειμώνες». Θα μπορούσε να είναι και τραγούδι του Μικρούτσικου, σε ερμηνεία Μητροπάνου. Αλλά είναι νωρίς ακόμα για μελοποίηση. Πάντως δεν είναι τυχαίο ότι αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει μια ηθοποιός.

     

     

     

    * Οι ηλίθιοι είναι αήττητοι: Γιάννης Τσαρούχης

  • “Κάρλες Πουτζδεμόν”: Αν είναι δυνατόν!!