Tag: {[1]}

  • Μπορώ απόψε να κοιμηθώ εκεί;

    Ώρα που τρέχουμε πίσω από τον ίλιγγο του χρόνου να μην σκουριάσουν οι ευτυχίες , σε καλoκαιρινές κουζίνες, στα πάρκα , στις πλαστικές καρέκλες των σινεμά, στις βουβές διαδρομές, τις εξωφρενικές έσω πορείες διαμαρτυρίας μας, όλα πάντα εκεί, tribute στο άυλο της ύπαρξης. Σαν ηλιοτρόπια ακολουθούμε τους ήλιους του καλοκαιριού, πανηγυρικά μόνοι, με έντονη την παρήχηση του δ. Τώρα που το σκέφτομαι, το στόμα μας είναι ενας στρατός αρμάτων που παλεύει να νικήσει ένα λουλούδι, αλλά πως γίνεται να νοσταλγείς κάτι που ήδη έχεις λησμονήσει; Σε “συναντώ’ στις κυλιώμενες σκάλες μεγάλων εμπορικών καταστημάτων, στα ξεχαρβαλωμένα σανίδια μιας υπό κατάρευση αποβάθρας, πάνω στις άσπρες διαχωριστικές γραμμές του δρόμου στο βλέμμα των φίλων μου που επιστρέφουν απ’τα ταξίδια τους πιο μόνοι από ποτέ και μετά τις οχτώ το βράδυ ή θα πίνουν καφέδες ή θα κάνουν ότι φιλιούνται μεταξύ τους κολακεύοντας ο ένας τον άλλο χαμερπώς.Θα κατέβω να πάρω τσιγάρα, θα ποτίσω με το σάλιο μου το χαμόγελο που κάποιος φύτεψε όπου βρήκε ελεύθερο χώρο πάνω μου, θα αποφύγω τα λεωφορεία, τους πυροσβεστικούς κρουνούς τις αποχετεύσεις των πολυκατοικιών, τα φρεάτια και τους υπαλλήλους του δήμου που τεμαχίζουν σωληνώσεις, θα καθαρίσω τα ρούχα μου από τον λιγοστό τους χειμώνα, θα πάρω αναπνοές , θα ονειρευτώ ότι είμαι η κοκκινόσκονη που έρχεται και ότι καλύπτω κεφάλια, σούρουπα και stands περιπτέρων (εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή, εκπνοή), θα ξεκολλήσω στα γρήγορα το χάδι σου απ’το κεφάλι μου γιατί ξέρω πως η ομορφιά εσένα σε τρομάζει (Γεια! Καλά; Νομίζω καλά. Κι εγώ καλά νομίζω), θα αλλάξω παράγραφο ακριβώς την στιγμή που ένα έντομο προσγειώνεται με εφεδρικές στην οθόνη, ο μοναδικός μου δαίμονας θα είναι ο άχρονος χρόνος (ποιος είν’ αυτός; τι λέει; γιατί;) και τα παράγωγά του και με συρρικνωμένη την συνείδηση θα επαναπροσδιοριστώ ως έμβιο ον (τι λέμε; Παρακαλώ παρακαλώ λέμε). Τίποτα δεν συμβαίνει που να μην χτίζει κι ένα μικρό σπίτι μέσα μου. Έχω γεμίσει από μικρά σπίτια κατοικημένα από ασήμαντους ήχους, σκέψεις, μνήμες κι οι άνθρωποι γίνονται τόσοι δα, χωράνε και δεν φεύγουν ποτέ. Το φευγιό είναι η εύκολη λύση καθώς κρύβεσαι σε κάτι σκοτεινά υπόγεια που έχουν θέα απόλυτα τετραγωνισμένους ακάλυπτους και πείθεις ή πείθεσαι πως υπάρχει θεία πρόνοια.Κάτι να συμβεί στα σύννεφα να αρρωστήσουν βαριά και να με συγχωρέσουν. Τα Σαββατοκύριακα ευνοούν τα παιχνίδια (αυτο)εντυπωσιασμού, εμένα όμως αυτή η υγρασία μου τσακίζει τα κόκαλα. Μου δίνω προθεσμία από 4 ώρες μέχρι 5 μέρες. Τόσο μπορώ να κάνω ότι δεν βλέπω το ραντάρ μου. Τόσο μπορώ να κάνω και ότι το βλέπω. Τόσο χρόνο μπορώ πλέον να μπορώ οτιδήποτε. Τόσο χρόνο μου επιτρέπεται πλέον να φοβάμαι. Μεταχειρισμένα χαμόγελα. Μεταχειρισμένες συνειδήσεις που εξαπλώνονται σαν καλπάζουσα μόλυνση. Ανέγγιχτοι στη χώρα των μην αγγίζεις εκεί. Ατρόμητοι δήθεν στην όχθη του ποταμού δεν μπορώ και δεν γίνεται, μέχρι να δούμε το άθαφτο κουφάρι της ψυχής μας να περνά. Όλα μπορώ να τα μπορέσω. Το μόνο που δεν αντέχω είναι η ομορφιά σου, και ναι. Είμαι τσογλάνι . Τολμώ και νοσταλγώ. Λοιπόν;

  • “Ισονομία” λέγεται, κύριε Σπίρτζη και εσείς, ευφάνταστοι σύμβουλοί του, ένα από τα θεμέλια της Δημοκρατίας. Γκέγκε;

  • Πλασάρισμα, όχι απόσχιση!

    Στην οικονομική κρίση που περνάμε

    το πλασάρισμα ζητάμε

    Η ρίμα ανήκει στον κύριο Τζαβάρα, που θέλει να πλασάρει την Ηλεία του στο κλίμα (και τα μαντίλια, και τις ελιές) των Καλαμών, και να φύγει από την επιρροή της Πάτρας που τα θέλει όλα δικά της. Το κύριο επιχείρημα: πουθενά ο τόπος του δεν σχετίζεται με την Πελοπόννησο και την Ολυμπία.

    Βέβαια, κανένας δεν θα θυμότανε τι είπε σε ένα ραδιόφωνο, εάν δεν ήταν της μοδός η Καταλωνία. Οι απόψεις του,κάκιστα, έχουν την άκυρη και ανόητη ταμπέλα “απόσχιση με δημοψήφισμα ζητάει ο Τζαβάρας” θαρρείς και είμαστε στα χρόνια της Γλάρεντζας και της Φραγκιάς. Και του Τσιφόρου.

    Ενώ ο άνθρωπος ζητάει πλασάρισμα σε ζώνη επενδύσεων και όχι να τους θυμούνται στις πυρκαγιές.

    Αλλά δεν έχομε πλέον νομούς. Έχομε περιφέρειες και δήμους.Έχομε γεμίσει δημαρχεία και κοινωνικές δομές και άλλα φοβερά, στην χειρότερη διοικητική αναδιάρθωση της χώρας από τα χρόνια των καζάδων. Και η Πελοπόννησος δεν είναι μια οντότητα που της ήπρεπε ψαλλίδισμα για να χωρέσει στες πρωτεύουσες και η Τροπολιτσά.

  • Δημοκρατία δεν

    Δημοκρατία δεν (θα έπρεπε να) είναι το πολίτευμα που πορεύεται με τη λογική συντήρησης εσωτερικών εχθρών, κατασκευής εσωτερικών εχθρών και διαρκούς αναπαραγωγής νέων εσωτερικών εχθρών.

    Δημοκρατία δεν (θα έπρεπε να) είναι το πολίτευμα που κάνει επίδειξη ισχύος, επίδειξη τσαμπουκά, επίδειξη βίας, επίδειξη καταστολής, επίδειξη ισοπεδωτικών τιμωριών, επίδειξη έλλειψης ανθρωπιάς και έλλειψης αντιστοίχισης με το κοινό περί δικαίου αίσθημα.

    Δημοκρατία δεν (θα έπρεπε να) είναι το πολίτευμα που για κάθε Ηριάννα που κρατά φυλακισμένη επειδή κάποτε ακούμπησε ή δεν ακούμπησε ένα όπλο, συνειδητά ή μη επιδιώκει, βάζοντας την μπότα της στον λαιμό της, να φτιάξει δέκα νέους ανθρώπους που θα θελήσουν να πιάσουν όπλο και να στοχεύσουν με το όπλο.

    Δημοκρατία δεν (θα έπρεπε να) είναι το πολίτευμα που πριμοδοτεί την κατά μέτωπο σύγκρουση, τον αποκλεισμό, την περιχαράκωση, το εμείς και εσείς, το εμείς θα σας λιώσουμε με τους νόμους μας, τους δικαστές μας, τους νομοθέτες μας, τους μπάτσους μας, τα ΜΜΕ μας, την έννομη τάξη μας.

    Δημοκρατία δεν (θα έπρεπε να) είναι τόσο η σημερινή όσο και οι προηγούμενες αποφάσεις για την Ηριάννα, δημοκρατία δεν (θα έπρεπε να) είναι τόσο η παλιότερη ψήφιση όσο και η τωρινή διατήρηση και μη κατάργηση των εξοντωτικών διατάξεων του τρομονόμου.

  • Δηλαδή μη σας τύχει, φίλες και φίλοι. Αλλά δεν βαριέσαι, σε 5 μήνες εκδικάζεται η έφεση. #free_irianna #free_periklis

  • η αδικαιολόγητη στέρηση της ατομικής ελευθερίας είναι υπέρβαση δυσχέρειας αλλά όχι υπέρμετρη ή ανεπανόρθωτη βλάβη –
    κάθε μέρα χάνουν οι έννοιες το νόημα τους

  • Η δικαστική εξουσία τελευταίο ανάχωμα στον λαϊκισμό. Βγάλτε λαϊκίστικα κυβερνήσεις – λαϊκίστικα ανθρώπους από τη φυλακή δεν θα βγάλετε. Υπάρχουν νόμοι, υπάρχουν διαδικασίες, υπάρχει τύπος. Ντούρα λεξ, σεντ λεξ. Ντούροι δικαστές κι εισαγγελείς επιστρέφουν σπίτι μετά από μια ακόμη σκληρή μέρα στη δουλειά, όπου δεν υποτάχθηκαν σε καμία εξωγενή πίεση υπέρ της ανομίας. Η δική τους δουλειά είναι η τήρηση των νόμων και όχι η κατάλυσή τους. Αν έκανε άλλωστε λάθος το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ας το βρει το δευτεροβάθμιο. Δεν είναι Η ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ δουλειά να το διορθώσουν. ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ δουλειά την έκαναν με γνώμονα τη συνείδησή τους, τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, το νόμο. Διδακτορικά κι ασθένειες και τέτοια δεν είναι νέα στοιχεία, δεν περνάνε, νέα παιδιά είναι κι η μεν κι ο δε, αν τυχόν είναι αθώοι, θα αθωωθούν όταν έρθει η καλή τους ώρα, ας κάτσουν μέχρι τότε φυλακή, τι να κάνουμε δηλαδή.

  • ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές

    Κάποτε, πολύ παλιά, μου είχαν ζητήσει να γράψω δοκιμαστικά -ονόματα δεν λέμε- άπαξ της εβδομάδος μια, ας την ονομάσουμε, κριτική για ταινίες παρελθουσών χρήσεων. Όχι φρέσκο πράμα, αυτό ήταν δουλειά αλλωνών, κανονικών γραφιάδων. Το όριο ήταν εκατό λέξεις, κάθε Τρίτη. Δεν ξέρω γιατί αλλά ξίνισα με τις εκατό και είπα -αυθαίρετα- να το δυσκολέψω λίγο ακόμη.

     

    Η πρεμιέρα ήταν αυτό.

     

     

    Dressed to kill / Προετοιμασία για έγκλημα  – Brian de Palma, 1980

     

     -Μπορείς με 56  λέξεις;

     

    Mπορώ.

     

    -Ξεκίνα.

     

    -Χίτσκοκ ανακατεμένος με λίγο Τέρενς Γιανγκ της εποχής Wait until dark. Mάικλ Κέιν shrink, Άντζι Ντίκινσον γυμνή με ρόγες κάγκελο στο μπάνιο, Νάνσυ Άλλεν με ποδάρες και ζαρτιέρες. Αν δεν τα είχε πει πρώτος ο Άλφρεντ είκοσι χρόνια νωρίτερα στο Ψυχώ, μπορεί και να χειροκροτούσα όρθιος.

     

    -46 λέξεις

     

    -Ο Κέιν με ξανθιά περούκα και μαύρο γυαλί είναι χάλιας.

     

    Ti movie spoiler είσαι ρε παπάρα..

     

     

     

    Δεν μου είπε κανείς τίποτε, προχώρησα στην δεύτερη απόπειρα, μια βδομάδα μετά.

     

     

     

    Joy ride / Ποτέ μη μιλάς σε ξένους – John Dahl, 2001

     

    -Μπορείς με 9 λέξεις;

     

    -Εγώ όχι, αυτό που έκλεψα από αλλού ναι : «Dont screw with people you dont know».

     

     

    Το ίδιο βράδι μου έστειλαν sms ’ευχαριστούμε αλλά σκεφτόμασταν κάτι διαφορετικό, δεν θα συνεχίσουμε’. Οκτώ ολόκληρες λέξεις αντί για ένα ’δεν πας καλά’. Κάποιες φορές η ευγένεια των ανθρώπων είναι συγκινητική.

  • Ανάμνηση στίλβοντος ποδηλάτου

    Ολίγων μηνών αρχιτέκτονας, υπέγραψα μιαν αναπάντεχη επίβλεψη στο Βαρδάρι, και είχα μιαν υπόσχεση για μεροκάμματο ολίγων ημερών, επτακοσίων δραχμών, παρακαλώ,δουλειά που θα έβγαζα σε δέκα μέρες. 15 Μαρτίου 1974, κάπου έχω την απόδειξη, έδωσα 2300 δραχμές για ένα ποδήλατο χρώματος λούσιφερ βαθυκόκκινου, Πεζώ, από τον κάθετο δρόμο καρσί στην πλατεία Άθωνος. Ήταν το τέρμα μιας αγανάκτησης: κάθε που ανέβαινε το εισιτήριο του ΟΑΣΘ, έπαιρνα σβάρνα τα μαγαζά με τα μηχανάκια, για να αποκτήσω μηχανή κατατομής μυρμηγκιού, να γλυτώνω τα γαμησιάτικα. Αλλ΄ακόμη και εγώ αποθαρρυνόμουνα με τες τιμές.

    Το μεροκάμματο απαιτούσε πολλούς ποδαρόδρομους και σκέφτηκα, επιτέλους, αφού κάτεχα την τέχνη του εντοπισμού αρχαίων οικισμών, δεν χρειαζόταν πλέον τα βήματα πάνω στις γραμμές των οριζόντων (παραλίγο να γράψω «ορυζώνων») μεταξύ, φερ΄ειπείν Φιλυριάς και Στίβας. Το ποδήλατο είχε φαρδιά λάστιχα, τριτάχυτο, έδειχνε γαϊδούρι. Με μόνο πρόβλημα πως ,εικοσιέξι χρόνων γάιδαρος, δεν ήξερα ποδήλατο.

    Πολλές φορές, παιδιόθεν, είχα δοκιμάσει, ανεπιτυχώς. Με κορυφαία ήττα ,σκέτο Στάλινγκραδ, στη Θάσο το 68, όταν ο Καλοκύρης φιλοτιμήθηκε να άρει την αναπηρία μου. Πήγαμε με νοικιασμένο στην αλάνα όπου στάλιζαν πούλμαν και φορτηγά στον Λιμένα ,και  άρχισε η εκπαίδευση.Ευθυπορούσα μεν, αλλά στην παραμικρή κλίση του τιμονιού, το ακολουθούσα σούμπιτος και κατατσακιζόμουνα. Ο Δημήτρης, δακρυσμένος από τα σφιγμένα γέλια, όταν είδε πως στουκαρισα στην μοναδική κολόνα φωτισμού σε έκταση μερικών τετραγωνικών χιλιομέτρων, παραδέχτηκε πως ήμουν ανεπίδεκτος.

    Κατέβασα το τροχήλατο μηχάνημα με τα χέρια έως τη συμβολή της θάλασσας με την Καρόλου Ντηλ.Το περπάτησα πέραν του Βότση και του Πύργου, κι άρχισα να ποδηλατώ στην ανοιχτωσιά. Κανένα πρόβλημα. Δεν τράκαρα πουθενά, στο ύψος του Μακεδονία Παλάς ,άλλαξα και ταχύτητα.Ξεθαρρεμένος, κατέβηκα στην Κέννεντι, στο ύψος του Ομίλου και συνέχισα μέσα στην κυκλοφορία. Ώσπου να βγώ στην Σοφούλη, το κατείχα το εργαλείο. Με εξαίρεση μια δυνατή κόρνα φορτηγού στη Σαλαμίνα, όπου, τρομοκρατημένος χώθηκα άχρι αφανείας σε έναν θάμνο πικροδάφνης.

    Την άλλη μέρα, αισθάνθηκα ικανός προς δικαιοπραξία διδάχου και κάλεσα τον μελλοντικό σύντροφό μου, στην περιοδεία, ονόματι Μαυρογένη ή Νυκτοπάτη (λογοτεχνικά ψευδώνυμα) να του μάθω ποδήλατο. Αλλά ,ως εικός, σημάδευε όλα τα υψίκορμα φωτιστικά της Νέας Παραλίας, οπότε αποφάσισα να τον κουβανώ , όταν θα διασχίζαμε τα τσεχνέμια της Αμφαξίτιδος, στη σχάρα, πίσω.

    Πέρασαν εννέα μήνες κύησης στο ποδηλατείν. Ασκήθηκα στον Κώδικα Οδικής κυκλοφορίας, έφτασα με το μαραφέτι Έδεσσα και Μαρμαρά, ποτέ δεν έπεσα, εξόν ένα νεανικό εμφραγματάκι από εξάντληση, επέστρεψα στα εφηβικά μου κιλά και μετά μου το έκλεψαν, ανήμερα των γενικών εκλογών του 1974.

    Ήξερα τον κλέφτη. Αλλά δεν τον ενόχλησα. Όσες φορές με λήστεψαν, με ρήμαξαν, μου πήραν αρχεία, με κάψανε και με διαγούμισαν, το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μαθαίνω τον κλεφταρά. Κι έως εκεί. Αρκούσε πως ένας κλέφτης ποδηλάτων ήταν αθανατισμένος σε μια ταινία του ΝτεΣίκα που μου άρεζε. Εξάλλου ,η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Άσε που μερικά πράγματα ,όπως το ποδήλατο, δεν ξεχνιούνται.

  • O Ώθορ

    Ο Ώθορ ένιωσε πως τον έβλεπαν και κοίταξε με το όπισθεν μάτι.  Την είδε να χει το πρόσωπο χιαστί- τα φρύδια με τα μήλα της σχημάτιζαν το Χι του Αγίου Ανδρέου, με το κέντρο στο δοξαπατρί, στον Τρίτο Οφθαλμό. Ήταν θετικό σημάδι. Του είχαν δηλώσει πως ποτέ δεν πρόσεχε καλοντυμένες, ευπρεπείς, συσταζούμενες Εκείνες. Απεναντίας, κολλούσε στις ανήσυχες, στις διαφορετικές, στις δακρυσμένες. Ο Ώθορ έκλεισε το όπισθεν μάτι και λειτούργησε την ευρυγώνια όραση εκ των κροτάφων. Είχε δίκιο. Στο βλέμμα.

     

    Κανένας, πάνω στον σταυρό που σχημάτιζαν η Λεωφόρος με τον πεζόδρομο, δεν  είχε πάρει είδηση πως Εκείνη κοίταζε έναν συγγραφέα, ή το πολύ, έναν παιχνιδιάρη ασβό.

     

    Διότι ο Ώθορ ήθελε να τον εκτιμούν για τις σπάνιες, κρυμμένες αρετές του.

     

    Που κουνούσε τα αφτιά. Που μπορούσε να τρεμοπαίξει το κάθε μάτι χωριστά. Που ενώνοντας τις μύτες δύο μολυβιών, μπορούσε να γράψει ως αμφίχειρας, κανονικά και ως εν εσόπτρω. Για τίποτε άλλο.

     

    Αλλά αυτά εάν συνέβαιναν ,τύχαιναν μονίμως σε άλλον πλανήτη.

     

    Ο Ώθορ δεν ήθελε να γράφει. Μήτε τότε, μήτε τώρα, μήτε τίποτε.