Στην σύγχρονη μουσική Αμερική χρωστάμε τον Νίξον στην Κίνα, τον Θάνατο του Κλίνγκχοφερ, τον Δόκτορα Ατομική Ενέργεια (όλα του Τζον Άνταμς), την Ελεγεία για τον JFK (της αμερικάνικης ατονικής περιόδου του Ίγκορ Στρανβίνσκι) και…και…και… Μια ροπή προς την μουσική ακρόαση του παλμού της επίκαιρης καθημερινότητας, μια ολοζώντανη δημοσιογραφική χρήση της μουσικής έκφρασης, έναν σπαρταριστό μουσικό πραγματισμό που είχαμε να δούμε και να ακούσουμε από τον καιρό της Αναγέννησης, του Μπαρόκ και τις καλύτερες στιγμές της ευρωπαϊκής μουσικής πρωτοπορίας του ’60 – τον Στοκχάουζεν, τον Λουίτζι Νόνο, τον Βέρνερ Χέντσε. Ιδού λοιπόν και η προχτεσινή (2011) Missa Charles Darwin του Γκρέγκορι Μπράουν, αδερφού του Νταν, που εμπνέεται από την ποιητική πνοή του κειμένου της Καταγωγής των ειδών και είχε την επίνοια να το συλλάβει μουσικά σαν πολυφωνική λειτουργία συνθεμένη κατά τες αναγεννησιακές συνταγές μα κοσμική και αθεϊκή, νεότροπη, έναν «δημόσιο πανηγυρισμό προσωπικών πεποιθήσεων». (Και συνδέεται πρακτικά – και μεταφυσικά, μας διαβεβαιώνουν και οι δυο αδερφοί – με το επιστημονικοφανές λαμπορατόριο της «Καταγωγής»- με εξασφαλισμένο εκατομμύριο αναγνωστών – του Νταν.) Όλα εξηγούνται ικανοποιητικότατα στο βίντεο – και ο Έλεος και ο Φόβος. Το έργο ολόκληρο κυκλοφορεί και σε σιντί και καθώς η διάρκεια της μουσικής όντας πάνω στο πρότυπο αναγεννησιακής πολυφωνικής λειτουργίας μόλις ξεπερνάει τα είκοσι δύο λεπτά, το σιντί διατίθεται σε δυο μορφές: με σχόλια προφορικά των αδερφών Μπράουν και του μπάσου Κρεγκ Φίλιπς του φωνητικού συγκροτήματος New York Polyphony – που συνεργάστηκε στη σύνταξη του λιμπρέτου με κείμενα του Δαρβίνου- συν πολυσέλιδο φυλλάδιο με υπογεγραμμένη φωτογραφία των δυο αδερφών είτε και σκέτο για τους ολιγαρκείς. Χρησιμότερη για τον κριτικό φωτισμό του έργου αποδεικνύεται μια τρίτη εκδοχή σε σιντί όπου η Λειτουργία παρεμβάλλεται σε σειρά και άλλων φωνητικών έργων του Μπράουν – εκεί βλέπει κανείς πόσο ουσιαστικά βοηθάει τον συνθέτη η υιοθεσία της αντιγραφικής έστω αναπαραγωγής της αυστηρής μορφικής πειθαρχίας των αναγεννησιακών προτύπων.
Tag: {[1]}
-
Σημειώσεις φλου γεωγραφίας
Την Ρακά, δυναμάρι των Τζιχαντιστών, τηνε πάτησαν, εκτός κάτι φωλιές, Κούρδοι, Συρία και Αμερικάνοι. Η Ρακά και μια λουρίδα στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας, μάλλον θα κυβερνηθεί από Κούρδους. Είναι φίσκα στις πλουτοπαραγωγικές πηγές- ακρίδες, τσουκνίδες, και μέλι από αγριόσφηκες.
Το Κιρκούκ πάντως, με τα πετρόλια, μόνη πιθανή πηγή εισοδήματος σε κάποιο Κουρδιστάν, έστω τσουρούτικο, έστω διαμοιρασμένο, με την σύμπνοια Ιρανών, Τούρκων και Ιρακινών, ανήκει πάλι στο Ιράκ.
Το μήνυμα είναι σαφές αν και οι συμφωνίες είναι γραμμένες με συμπαθητική μελάνη. Πάντως ο υπέρτιτλος, διακρίνεται: εάν οι Κούρδοι αποκτήσουν κρατική υπόσταση (που δεν είναι και η πρώτη μας επιλογή) θα είναι απριόρι,ένα κράτος πάμπτωχο, διψασμένο, πειναλέο, εξαρτημένο από έξωθεν φορτώματα.
Για να μη τα φουσκώνουμε, έχουν ωραία βουνά με δέντρα, επίσης γεράκια και αγριόχοιρους. Οι λίμνες και τα ποτάμια της χύνονται αλλού, αλλά εχει πολύ σχιστόλιθο, σαν αυτό που θα μας πουλήσει ο Τραμπ για να τον καίνε στα τζάκια.
Ηλεκτρισμό μάλλον θα έχει, καθώς βολεύει για υδροηλεκτρικά γειτονικών κρατών, που όμως θάβουν όλα τα αρχαία τους, μη και φανούν τρελιάρηδες τουρίστες.
Φακές πάντως και όσπρια, έχουν. Και οπλαρχηγούς .Μερικοί λέγονται Μπαρζανί.Και ευσυγκίνητους κατοίκους. Ακόμη ένα κράτος που θα αγοράζει τοις μετρητοίς και θα πουλάει επί πιστώσει.
Αυτά τα γουαναμπή γεωγραφήματα, έχουν μεγάλη ιστορία. Παλιά, ήταν η Φλάνδρα, η Αλσατία, η Λωρραίνη, το Τέσεν και λοιπά. Τώρα κατέβηκαν ανατολικά και θα λειτουργούν τουλάχιστον στον παρόντα αιώνα.
-
Λεζάντα
Έχω άλλας αναλογίας
Με εμποδίζει το βρακί μου
Άλλη η Διάπλασις των Παίδων
Άλλη η ιδική μου
[Μποστ.]
-
Δεν έχει καμία τύχη στην Ελλάδα το #me_too, γιατί είμαστε η χώρα του #ego_na_deis. Πάντα αποπάνω να βγούμε, και στα καλά και στα άσχημα.
-
Before they were cool
Πειραιώτικη βιτρίνα, σε πείσμα του σέξυ και του κουλ.
-
Περί του #me_too
Διαβάζω αναρτήσεις γυναικών οι οποίες αναφέρονται σε περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης που έχουν οι ίδιες υποστεί, καθώς και σχόλια άλλων γυναικών κάτω από τις αναρτήσεις, και υπάρχει ένας κοινός παρανομαστής που μου κάνει εντύπωση: συμφωνούν ότι πρόκειται για κάτι όχι μόνο μη μεμονωμένο, αλλά για κάτι το οποίο έχουν υποστεί όλες μα όλες και μάλιστα αρκετές φορές.
Και κάνοντας τον δικηγόρο του διαβόλου που βρίσκεται μέσα μου -όπως άλλωστε βρίσκεται και σε κάθε άλλο ετεροφυλόφιλο, προνομιούχο, λευκό, αρσενικό κάθαρμα-, αναρωτιέμαι αρχικά: αν η παρενοχλητική συμπεριφορά είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, αν η παρενοχλητική συμπεριφορά είναι τόσο πολύ διάχυτη ώστε να έχουν πέσει θύματά της όλες οι γυναίκες και δη όχι σπανίως, μήπως αυτό καταλήγει να είναι ένα επιχείρημα μπούμερανγκ που σχετικοποιεί την παραβατικότητά της και την απαξία της; Μήπως, με άλλα λόγια, κάτι τόσο διαδεδομένο δεν γίνεται να είναι και κάτι τόσο τρομερό;
Αλλά για να βρω ένα αντίστοιχο παράδειγμα, επί αιώνες μέρος της σωστής ανατροφής κάθε παιδιού λογιζόταν και το να τις τρώει από τους γονείς του -και δη από τον πατέρα του-, όποτε αυτοί το έκριναν σκόπιμο. Όλοι οι γονείς το έκαναν σε όλα τα παιδιά. Αυτό ήταν το φυσικό, αυτό ήταν το αυτονόητο, αυτό μάλιστα πολύ συχνά συνέβαινε με όχι κακή προαίρεση και για το καλό τους. Και μετά ο τρόπος που σκεφτόμασταν άλλαξε. Η καθολικότητα μιας νοοτροπίας και μιας συμπεριφοράς άρχισε να δίνει τη θέση της στην καθολικότητα μιας διαφορετικής νοοτροπίας και συμπεριφοράς.
Οι κατεστημένες νοοτροπίες και συμπεριφορές δεν διαρκούν για πάντα. Έστω και με πολύ αργά βήματα δοκιμάζονται στο χρόνο, μεταβάλλονται. Όσα γίνονταν ως χθες, δεν σημαίνει ότι θα συνεχίσουν να γίνονται και αύριο. Αμφισβήτηση – σκανδαλισμός – απαξία – μεταβολή. Ναι, σε όλα αυτά. Και κατ΄εμέ εκείνο που ευαισθητοποιεί και αλλάζει συνειδήσεις, είναι πάντα ο λόγος που ειδικά εξηγεί κι όχι ο λόγος που συλλήβδην καταγγέλλει, ο λόγος που σε βάζει μέσα στο ειδικό τραυματικό βίωμα που ένιωσε ο φορέας του και όχι ο λόγος που προσπαθεί να σε βάλει σε θέση γενικής ενοχής, ο λόγος ο πρωτοπρόσωπος και όχι ο λόγος ο δια αντιπροσώπων, όχι ο λόγος ο ξύλινα συνθηματικός, όχι ο λόγος που μετατρέπει την ανθρώπινη εμπειρία, με όλες της τις αποχρώσεις, σε τσιτάτο, διακήρυξη, ιδεολογικό υποκεφάλαιο.
-
Γκουλντ-Λιστ-Μπετόβεν
Ναι μεν ημίθεος ο Γκουλντ και ναι θεός ο Λιστ, αλλά θα το είχε γράψει ο ίδιος ο Μπετόβεν για πιάνο αν είχε σκοπό να το γράψει για πιάνο.
-
Oh brother Louie! What have I done to deserve this?
Diskoteka 80 σημαίνει Eurotrash Classic.
It’s lip-singin’ good and classy.
Παρακολουθώντας, είναι άξιον απορίας το πώς μερικοί καλλιτέχνες τότε περνούσαν τον έλεγχο διαβατηρίων. Προφανώς αυτό γέννησε την ανάγκη της Συμφωνίας Σένγκεν.
Έχει χορευτικό με αστροναύτες ενώ κάποιοι στο ακροατήριο χορεύουν ντυμένοι με στολή KFC.
To grand finale με το Cheri Cheri Lady. Άξιον απορίας επίσης τί τραυματικό με ανάγκασε να κάνω delete του τραγουδιού στο μυαλό μου.
Αισθητή η απουσία της Sandra.
-
ο τελευταίος μεγάλος τελικός *
Στον τελευταίο πραγματικά συναρπαστικό τελικό που έχω ευλαβικά φυλαγμένο στο σκληρό μου δίσκο και σε τριπλό backup κλειδωμένο σε θυρίδα, είχα κατέβει στο γήπεδο με τα πόδια πουά απ’ τα κουνούπια και τα χέρια γεμάτα με κρύους κεφτέδες πάνω σε μια φέτα αληθινό ψωμί. Όχι σαν τα σημερινά ξερατά.
Κόντευε έξη. Βαθύς Ιούλιος.
–«Δεν πιστεύω να θες να παίξεις έτσι», μουρμούρισε ο εκλέκτορας της γειτονιάς και αρχηγός της ομάδας, που ΄χε κλείσει τα δεκατέσσερα ανήμερα πρωτομαγιά.
-«Η μάνα μου είπε πως αν δεν φάω τρεις κεφτέδες θα με κρατήσει κλειδωμένο μέσα όλο το καλοκαίρι», γκρίνιαξα.
-«Πες τότε της μάνας σου να ’ρθει να μαρκάρει το Ντεμέλο, φτου σου ρε τσογλανάκι, είσαι εντελώς μαμάκιας, απορώ γιατί σε βάζω μέσα».
Απορούσα κι εγώ, μέχρι που τα χαρτάκια του αδερφού μου με το Γονιό, τον Κεφαλίδη και τον Παμπουλή από εκατό γίναν πενήντα, τριάντα, είκοσι. Στοίχιζε ακριβά μια θέση στην ομάδα της Κοραή & Αγίας Λαύρας αλλά χαλάλι. Η μούρη μου είχε υψηλή αξία μεταπώλησης. Αντίθετα η υπόληψή μου ως αδερφού είχε προ πολλού πιάσει πάτο.
Ντεμέλο!
To όνομα θρύλος της Δυτικής Ξάνθης. Στην ανατολική, την παλιά πόλη, είχε μόνο Αχμέτ και Ερόλ και Ερντίλ, τότε τουρκάκια, μετά μουσουλμανάκια, σήμερα ξανά τουρκάκια αλλά πάντα Αχμέτ, Ερόλ και Ερντίλ όπως και να τα βαφτίζουμε εμείς οι άλλοι. Ο «δικός μας» ήταν ένας ξανθομπάμπουρας γύρω στα δώδεκα με μπόι που δεν θα το ζήλευε ούτε ντενεκές με τελεμέ αλλά μάτι που γυάλιζε σαν σπασμένο τζάμι καταμεσής στην έρημο, αριστερό πόδι που κάρφωνε πρόκες ξυπόλητο και στόμα που όταν -σπάνια- άνοιγε έκανε τις μανάδες μας να σταυροκοπιούνται και να φτύνουν μέσα απ’ τις ανοιχτές ρόμπες τον ιδρωμένο κόρφο τους : «μακριά από αυτόν γιατί θα σου κόψω τα πόδια, κατάλαβες κακομοίρη μου;»
Όσο πιο μακριά του μας έδιωχναν, τόσο πιο πολύ θέλαμε να του μοιάσουμε. Εκτός από μπόι όλα τα άλλα τα είχε το τσογλάνι. Διακόσα κιλά μπάλα ήξερε, παπούτσια ζίτα ελλάς με τάπες φόραγε, ωραία μακριά ξανθά μαλλιά είχε ενώ εμείς προβάραμε το κούρεμα του κυρίου -Θεός σχωρεσ’ τον- Γεωργίου I. Μπούρα : σβέρκος και πλαϊνά νεκρή γη, τρεις πόντοι ζωντανοί μπρος ίσα για να μην αυτοκτονήσει η χτένα -και που να ‘ξερε τι την περίμενε χρόνια μετά-.
Το σκατό ερχόταν πάντα με πεντέξι αυλικούς του που μας πρόγκαγαν κάθε φορά που τρώγαμε χύμα μέχρι που έκλεινε στο τέλος ο λαιμός τους. Γιατί ο σκοπός του δεν ήταν να κερδίσει μόνο. Όχι! Ήταν να μας κάνει να πέσουμε στο χώμα εκλιπαρώντας τον να φύγει, να τσακιστεί να γυρίσει τρεις δρόμους παρακάτω στη γειτονιά του, να ντριπλάρει εκεί μπαϊλντισμένες από τη ζέστη γιαγιάδες, φρεσκοβρεμένες σκάλες, πατημένα μούρα, φρικαρισμένες γάτες, ντενεκέδες με καρπουζόφλουδες και κασόνια με γκαζόζες Εσπέρια μέχρι να πέσει λιπόθυμος, να τον μαζέψει ο Γιάννος ο Ντελής ή ο φριχτός Γαλόπουλος, να τον χώσουν μέσα σ’ ένα τσουβάλι και να μην ξανακούσουμε ποτέ ξανά γι’ αυτόν.
Χρόνια μετά μάθαμε πως αυτό που μας έκανε να υπομένουμε τα μαρτύρια και τον εξευτελισμό ήταν από τότε κατοχυρωμένο ως μαζοχισμός. Στα δεκατρία μας όμως, η μόνη γνωστή λέξη ήταν «εκδίκηση». Περιμέναμε καρτερικά τη μια και μόνη φορά που θα έφευγε με το κεφάλι κάτω, τα γόνατα να στάζουν αίμα, το ξανθό μαλλί γεμάτο ιδρώτα και χώμα, και γέλια, πολλά γέλια, μαχαίρι σκέτο πίσω από την πλάτη του. Την περιμέναμε αυτή τη μέρα αλλά ποτέ δεν ήρθε.
Τη μέρα του μεγάλου τελικού, αυτός που έπρεπε να πιει το πικρό ποτήρι ήμουν εγώ. Ο Σωτηράκης, που συνήθως ήταν το θύμα του Ντεμέλο, το πετ του Μινώταυρου, είχε πάει εκείνο το απόγευμα να δει τη μάνα του στο νοσοκομείο, στη ρίζα του βουνού πάνω από΄ την πόλη.
-«Ζήτησε να με δει ρε σεις», μας είπε σχεδόν ένοχα. «Δέκα μέρες είναι μέσα και δεν ήθελα να πάω αλλά τώρα με ζήτησε, δεν γίνεται να το αρχινήσουμε μιαν ώρα αργότερα;»
Δεν γινόταν. Πριν νυχτώσει, ο χοντρός θα πήγαινε να δει Ξανθόπουλο στο Όσκαρ κι ο Ανεστάκος στις οκτώ θα έπρεπε να βοηθήσει τον μπαμπά του να φτιάξει πάγο για αύριο.
–«Να πας», είπε εμφατικά ο εκλέκτορας. «Αν προλάβεις και γυρίσεις θα μπεις κι εσύ να βοηθήσεις αυτόν, αν στο μεταξύ δεν τον φωνάξει σπίτι η μάνα του».
Πληγώθηκα με το «αυτόν» αλλά έμεινα σιωπηλός. Με τέσσερα χαρτάκια ακόμη, Μπέλλη, Συμιγδαλά, Κεραμιδά και Βερόν, θα εξασφάλιζα πως δεν θα με ξαναξεφτέλιζε δημόσια.
Ο Σωτηράκης έφυγε.
Δεν είχε τελειώσει ο τρίτος κεφτές ακόμη όταν έφαγα την πρώτη τρίπλα. Ξαναγύρισε και μου ’ριξε και δεύτερη. Ο Θωμάς ο χοντρός άφρισε : «βλέπε τη μπάλα ρε, δώσε τον κεφτέ να τον κρατάω εγώ, πέντε γκολ θα φάμε μέχρι να τον τελειώσεις».
Κεφτέ ο χοντρός δεν θα ’βλεπε από μένα. Μου το ‘χε πει η μάνα μου : «και κοίτα μη τους κάνεις διανομή τους κεφτέδες, τα χάλια σου δες, κώλος δεν υπάρχει μέσα στο παντελόνι».
Σε ένα τέταρτο τρώγαμε πέντε. Δε λέω, θυμάμαι ακόμη και σήμερα πως στα τρία έφταιγα εγώ που έχασα ως και τη σκιά του Ντεμέλο αλλά το ψωμί μου το τέλειωσα μέχρι το τελευταίο ψίχουλο.
Εφτά η ώρα και τα κεφάλια βάραιναν. Για κάθε ένα που βάζαμε τρώγαμε τρία. Το ξανθό μαλλί εκεί, αγέρωχο στη θέση του, μετά από χρόνια είδα το ίδιο στην τηλεόραση να το φοράει κι ο Μπατιστούτα αλλά -το ορκίζομαι- θαρρώ πως Ντεμέλο δεν είδα άλλον, όσα χρόνια και να πέρασαν από τότε. Ίσως να φταίει το ότι τα πράγματα είναι αλλιώς στο γυαλί, ίσως ότι άλλη γεύση έχουν οι κεφτέδες μέσα στο γήπεδο, μπορεί να είναι και το ότι εκεί -στη χαράδρα που περνάγαμε για να φτάσουμε στην αλάνα που τσακίζαμε γόνατα και ανοίγαμε μύτες- πέσαν μπάζα και σηκώθηκε εδώ και χρόνια το σχολείο που φιλοξένησε στα σπλάχνα του τα παιδιά μου.
Ίσως όμως να ναι και η εικόνα του Σωτηράκη, που κατέβαινε απ΄ το νοσοκομείο σκασμένος στο κλάμα την ώρα που τα μαζεύαμε για επιστροφή στα σπίτια μας, στις αυλές μας, στη γειτονιά μας.
-«Τι έγινε ρε;» μας πρόλαβε ο εκλέκτορας, «τι κάνει η κυρία Μαίρη;»
-«Πάει η μαμά μου ρε σεις, πάει…»
Πέσαμε όλοι δέκα χιλιόμετρα βαθιά στη χαράδρα. Στην άβυσσο του ντερέ. Νιώθω πως μέχρι και σήμερα, σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε, πάτο δεν βρήκαμε.
Τι πάει να πει «πάει»;
Πού «πάει»;
Πώς «πάνε» δηλαδή οι μανάδες όταν είσαι δεκατρία;
Το χώμα από κάτω μας έγινε μέσα σε μια στιγμή αφιλόξενο, άγριο κι ανεπιθύμητο. Κουβέντα δεν ακούστηκε, ήθελα να πάω σε μια γωνιά να βγάλω από μέσα μου τους κιμάδες, ο Ανεστάκος ζωγράφιζε με το δάχτυλο κυκλάκια στο χώμα κι άφησε τον πάγο στο σπίτι να λιώνει, ο χοντρός κυνηγούσε με θολωμένο βλέμμα φανταστικά κουνούπια, ο Τάσος -ο εκλέκτορας- πήγε να μαζέψει τη μπάλα με βήματα που φαινόταν ατέλειωτα κι ο Ντεμέλο βρισκόταν ήδη τρεις γειτονιές πιο κάτω. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν, ποτέ δεν θα γινόταν ένας από «μας».
Αλλά κανείς μας δε μίλησε.
Κανείς.
Εκτός απ’ το Σωτηράκη την ώρα που σκούπιζε τα μάτια του.
-«Τι έγινε ρε σεις; τι κάναμε σήμερα;»
……….
* μια 101% πραγματική & αντρική ιστορία , με όλη μου την αγάπη στους αιώνιους κυπελλούχους Σωτηράκη, Χοντρό, Τάσο, Ανεστάκο, Τσικολή, Σπίθα, στον μικρό μου αδερφό που έμαθε -τόσα χρόνια αργότερα- πού επενδύθηκαν τα χαρτάκια του. Στον Δημήτρη τον «γρανίτη» που πρόλαβε και μας την έκανε ο μπαγάσας νωρίς και στον άλλον τον Δημήτρη που βιάστηκε κι αυτός να του κάνει παρέα λίγους μήνες μετά…