Tag: {[1]}

  • Που λέτε λοιπόν, η Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην οποία ανήκω (και κάθε άλλη ομόλογή της ανά την Ελλάδα φαντάζομαι) στέλνει σχεδόν καθημερινά στα σχολεία ευθύνης της (και αυτά με τη σειρά τους στους καθηγητές τους) ένα κάρο e-mail για σεμινάρια, μεταπτυχιακά, εξ αποστάσεως μαθήματα, συνέδρια, που διοργανώνονται από τρίτους, όλα τους επί πληρωμή, με μεγαλύτερη ή μικρότερη οικονομική συμμετοχή, δίδακτρα, τιμές.
    Πέρα από το απαράδεκτο του να χρησιμοποιείται μια υπηρεσιακή ηλεκτρονική διεύθυνση για σπαμάρισμα “εμπορικών” δραστηριοτήτων, με την πρόφαση της ενημέρωσης, το πράγμα γίνεται ακόμη περισσότερο τραγικό τη στιγμή που το αίτημα για δημόσια, περιοδική και ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών έχει καταντήσει ανέκδοτο. Η (δια βίου) εκπαίδευση ως εμπόρευμα.

  • Ο κρόνιος λίθος 1/9

    Το μαρτύριο που προηγήθηκε

    Το Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» του Δήμου Καλαμαριάς, που αναπτύσσεται συστηματικά και μεθοδικά αναδεικνύοντας τις συλλογές του ιδρυτή και προέδρου του, του αγαπητού μου Χρήστου Καλεμκερή, διαθέτει μια μοναδική σειρά φωτογραφιών από τις τελευταίες ώρες της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη και τις πρώτες ώρες της ελευθερίας. Πρόκειται για την κατάσταση της πόλης, ιδίως του λιμανιού της, και για την απελευθέρωσή της από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ από το απόγευμα της 29ης Οκτωβρίου και από ένα μεγάλο συλλαλητήριο τιμής και μνήμης προς τους νεκρούς εκείνων των σκοτεινών χρόνων, που τελέστηκε στις 2 Νοεμβρίου 1944.Κυκλοφόρησε σε λεύκωμα και εκτενή απόσπάσματα από την εισαγωγή που έγραψα, παρουσιάζω εδώ ,σε εννέα συνέχειες.

    Η ίδια η φύση του φωτογραφικού υλικού, ανοίγει τον δρόμο για ενδελεχείς έρευνες που τούτος ο τόμος αναφοράς θα προκαλέσει, καθώς  τα πρόσωπα της εποχής, φωτίζονται εν συνόλω, σε αποτυπωμένες εικόνες πλήθους, δράσης και εντυπώσεων, με φόντο τα σπίτια και τους δρόμους, τη διαφαινόμενη οργάνωση και τους πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών. Το παρελθόν δεν είχε ακόμη στεγνώσει (νομίζω πως ακόμη ισχύει αυτό) ενώ το άδηλο μέλλον ξανοιγόταν γεμάτο φόβους και ελπίδες. Μήτε αυτό έχει κοπάσει.

    Αρκετές δεκάδες επιζώντων, εκείνων των αξέχαστων ημερών, βρίσκονται ανάμεσά μας, σε προχωρημένη ηλικία. Πολλοί έχουν καταθέσει τη μαρτυρία τους, άλλοι σιωπούν. Είναι ένα έργο που θα αναλάβουν οι νεότεροι, έχοντας ως βάση τις σελίδες αυτού του ιστορικού φωτογραφικού λευκώματος.

    Η δική μας δουλειά, είναι να παρουσιάσουμε απλά και χωρίς εξειδικευμένες προσχώσεις, το πλαίσιο, το πριν και το μετά των ημερών της απελευθέρωσης αφήνοντας για την απελευθέρωση την ίδια και τις εορταστικές εκδηλώσεις ικανό χώρο για να αποτυπώσει ο φακός τα συμβάντα εκείνων των ωρών.

    Το έργο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ευχερές, εάν οι πηγές ομονοούσαν σε πολλά, άφηναν απροσδιόριστα άλλα, με λίγα λόγια εάν, εβδομήντα χρόνια μετά τα γεγονότα, η ιστορική έρευνα, τα απομνημονεύματα και οι αναμνήσεις, έπαιρναν τον δρόμο τους, δρόμο αποτίμησης, ψυχραιμίας και νόστου.

    Εδώ παρεμβαίνει η μακρά ασυμφωνία των μαρτυριών όταν γίνονται πηγές και αντιμετωπίζονται κριτικά, πάντως με κριτήρια ελάχιστα ασφαλή. Ακόμη και για τα συνταρακτικά γεγονότα της δεκαετίας 1912-1922 διατηρούνται θύλακοι έντασης και ισχυρών συναισθηματικών φορτίσεων. Στην περίπτωση της πιο σκοτεινής δεκαετίας του νέου ελληνισμού, 1941-1950, παρ’ όλο το σχετικά μεγάλο διάστημα που έχει παρέλθει, η συντριπτική πλειοψηφία των μαρτυριών είναι έντονα απολογητική, πάρα πολλοί μάρτυρες και συντελεστές των γεγονότων φωτίζουν όσο μπορούν τον τομέα  της δικής τους ευθύνης, ενώ τα γεγονότα που συνέβησαν δύο οικοδομικά τετράγωνα από την κατοικία τους ή στο διπλανό χωριό τους, είτε αγνοούνται, είτε εμφανίζονται ντυμένα με τη στολή της διάδοσης.

    Ο λόγος όλων αυτών των εμπλοκών δεν χρειάζεται πολλά λόγια για να γίνει κατανοητός. Τα γεγονότα φωτίζονται όχι με μιας μορφής δικαιοσύνη της συνέχειας, αλλά με τα φρικτά αποτελέσματα μιας εμφύλιας σύρραξης που άφησε, και συνεχίζει να αφήνει, ένα ματωμένο ίχνος στη χώρα. Δεν έχει ξεχαστεί τίποτε, και η επικαλύπτουσα -συνήθως ευεργετικά- το παρελθόν λήθη και συγχώρεση, η αμοιβαία παραδοχή σφαλμάτων, στην ουσία η μόνη κινητήρια δύναμη για να υπάρξει ιστορική συνέχεια της πορείας ενός λαού, βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια σε αναμονή.

    Χαρακτηριστικά αναφέρω, διατρέχοντας πολλές χιλιάδες σελίδων προκειμένου να καταλάβω τα τεκταινόμενα ολίγων ημερών και το αποτέλεσμα των φωτογραφίσεων ενός μόνου ανθρώπου, ότι μόλις κάτι πάει να συμφωνηθεί, έρχεται ως μάταιο αντεπιχείρημα το «ναι, αλλά οι κομμουνισταί…» και απέναντί του το «ναι, αλλά οι γερμανοτσολιάδες…». Ακόμη κι αν αυτό το «ναι, μεν αλλά» υπερκερασθεί μέσα από τις συγκυρίες και τα ιστορικά αντίστοιχα άλλων χωρών, έρχεται το κούνημα ενός εγγράφου, μιας συμφωνίας, μιας “βεβαιότητας” που χρειάζονται ατέλειωτοι κόποι για να εκτιμηθεί η γνησιότητά του, επομένως η πρώτη τάση προς σύγκλιση απόψεων, πριν γεννηθεί, χάνεται.

    Χαρακτηριστικές είναι οι έντονες μεταπολεμικές συζητήσεις στην ελληνική Βουλή πριν τη δικτατορία για τον ρόλο μερικών αυτοπτών μαρτύρων ή συντελεστών εκείνης της εποχής. Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πρακτικά της δίκης Μέρτεν ή τα όποια αρχεία έχουν διασωθεί. Οι ήρωες εκείνων των γεγονότων κυκλοφορούν ακόμη με μια έτοιμη δικαιολογία στα χείλη που, σε άλλες περιπτώσεις και σε άλλες χώρες, θα είχαν ήδη σφραγιστεί και απορριφθεί ως γλίσχρες αιτιολογίες. Γενικά ο λόγος και ο αντίλογος συνήθως τελειώνει ακόμη με το «ναι μεν κάναμε κι εμείς ακρότητες, αλλά όχι τόσο ακραίες όσο εσείς», ή, ακόμη πιο δραματικά, «είστε ακόμη μίσθαρνα όργανα μιας υπηρεσίας ή μιας ιδεολογίας». Και μόνον η ομοιότητα των αλληλοκατηγοριών θα έπρεπε πολλούς αναγνώστες και αναλυτές να τους συνετίσει ή να τους βάλει σε δεύτερες σκέψεις.

    Περισσότερη αξιοπρέπεια (δεν μπορώ να βρω άλλον χαρακτηρισμό) έχουν τα απομνημονεύματα αρκετών πρωταγωνιστών της εποχής. Και χωρίς την έκδοση έργων αναφοράς σημαντικών, που έχουν αναφανεί σε πρόσφατα χρόνια, ακόμη και εάν πολλά είναι προκατειλημμένα από έντονη τάση «δικαίωσης» κάποιας πλευράς που φαίνεται «αδικημένη» από την μετέπειτα αντιμετώπισή της, ομολογώ πως ακόμη και μια απλή λεζάντα σε φωτογραφία μη προσημασμένη, θα ήταν πρόβλημα. Πηγάδες, κονσερβοκούτια, μαύρη αντίδραση, συμμοριτισμός, διάθεση αντεκδίκησης, σφαγμένοι ανιόντες και κατιόντες συγγενείς πρώτου και ποικίλων βαθμών, αθώοι που εκτελέστηκαν, μπουραντάδες, Δαγκουλαίοι και Μελιγαλάδες έχουν από καιρό υπερβεί την ένταση της δεκαετίας του ’40 και ακμάζουν, προκαλώντας αμείωτη οργή και πόνο σήμερα. Η δήθεν ψύχραιμη προσέγγισή τους, είναι συχνά μια κεφαλαιοποίηση στερεοτύπων.

    Αυτό είναι το πλαίσιο. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε μια φράση του Τίτου Πατρίκιου, για εντελώς διαφορετικό ζήτημα, που ωστόσο θα μας απελευθέρωνε: ένα ένα τα ζητήματα. Είναι τεχνικά αδύνατον, εάν δεν ξεπεραστεί ο πρώτος πόνος μιας απώλειας, να ολοκληρωθεί στο μυαλό του πενθούντος οποιαδήποτε πρόθεση δικαιοσύνης. Όλα φαίνονται συνδεδεμένα με τον πρώτο κύριο συνειρμό, και μετά βλέπουμε. Έτσι βέβαια δεν γίνεται κάποια Αφήγηση, αλλά εγκαθίσταται ένα τρόπαιο νίκης ή ένα μνημείο ήττας, όχι ένα Ηρώο  Μνήμης τόσων Νεκρών.

    Όταν η Ιταλία περνάει τον Σεπτέμβριο του 1943 στο συμμαχικό στρατόπεδο και οι Γερμανοί αφαιρούν από τους τέως συμμάχους τους το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής επικράτειας που βρισκόταν στην κατοχή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετο γεγονός πως η κατοχική ελληνική κυβέρνηση ενεργοποιεί διατάξεις για τάγματα ασφαλείας, άσχετο εάν προϋπήρξαν ή ακολούθησαν συμπολεμιστές των αρχών κατοχής και για άλλους λογούς. Δεν γέμισε η Ελλάδα θύματα της κόκκινης βίας που ορκίστηκαν εκδίκηση όταν στρατολογούνταν, άνεργοι και πένητες στην μόνη εργοδοσία των ημερών, στην ένταξη στα τάγματα.

    Και όταν οι Γερμανοί αποχωρώντας από την Αθήνα, αλλά και από την Θεσσαλονίκη, με συγκεκριμένο βηματισμό και σύστημα, έφυγαν με ασήμαντες, τυχαίες απώλειες έως τα σύνορα είναι μάταιο να επαινείς μια μεραρχία που έχει δύναμη καταδρομικού τάγματος το πολύ, επειδή «έδιωξε ενόπλως» τους κατακτητές με προμελετημένο σχέδιο που λειτούργησε στην εντέλεια,όταν ο ένας καπετάνιος ισχυρίζεται ότι πήγε τους Γερμανούς σηκωτούς στην έξοδο, ενώ ο ομοϊδεάτης του σε άλλο σημείο της πόλης κατέβασε τους δικούς του σχηματισμούς όταν βεβαιώθηκε πως οι Γερμανοί είχαν φτάσει στο Βαρδάρι.

    Κι όμως, ακόμη και σήμερα, τα πάθη και οι εντάσεις που κληρονομήθηκαν στα παιδιά των επιζώντων και στα εγγόνια τους, ακριβώς επειδή η απελευθέρωση εκείνη δεν ήταν μια «εφάπαξ» ημέρα, αλλά συνέχιζε, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την Αφήγηση των ημερών εκείνων, έως πολύ αργά να καταθλίβει και να κρίνεται αμείλικτα, επειδή η μαύρη αλήθεια είναι πιο μαύρη από τις στιγμές πριν το ξημέρωμα:

    Η Θεσσαλονίκη ελευθερώθηκε προερχόμενη από μία άκρως επώδυνη δοκιμασία πολλών ετών που την ακολούθησε μια εξίσου επώδυνη διαδοχή γεγονότων, πολλά από τα οποία έχουν άμεση επίπτωση έως τις μέρες μας.

    Αυτή η στυγνή πραγματικότητα, όπως πολλά ζητήματα στη χώρα μας, αφέθηκαν να αυτορυθμιστούν, όπως η αντιπαροχή! Ένα στρώμα προσωπικής αυθαιρεσίας, που οφείλεται στην απόλυτα δικαιολογημένη άμεση εμπειρία των ημερών εκείνων, που από τους αυτόπτες και τους δράστες μεταφέρθηκε σε παιδιά και εγγόνια, ήταν αδύνατον να «συνετισθεί» σε πιο ψύχραιμες θεωρήσεις.

    Αντί για την ψυχραιμία, προτιμήθηκε αυτό που αποκαλώ «κατ όνομα επίλυση του ζητήματος».

    Με ένα λόγο, επινοήθηκε ένα είδος στερεοτύπων που υποτίθεται θα άφηνε ευχαριστημένες όλες τις πλευρές που υπήρξαν στον μεσοπόλεμο, στον πόλεμο, στην κατοχή, στον Εμφύλιο και στον μεταπόλεμο, ως ενεργά δρώσες δυνάμεις που αγωνίστηκαν να αλλάξει η χώρα ή  να μη μεταβληθεί  η «γενόσημη» ουσία της. Επινοήθηκε ο όρος «Εθνική Αντίσταση», όχι ως ενωτική ορολογία, αλλά ως συμφυρμός των τέως αντιπάλων που είχαν διακριτούς στόχους σε κάτι διαφορετικό. Οι χειρονομίες συμφιλίωσης παρέμειναν τυπικές, και οι χωριστοί αναμνηστικοί εορτασμοί έγιναν καθεστώς.

    H Αντίσταση έχει το όνομα Resistance ,όπου ασκήθηκε-απλά, «Αντίσταση». Δεν υφίσταται «Αντεθνική Αντίσταση» για να υπάρξει και «Εθνική». Και από την εισβολή των Γερμανών στην τότε Σοβιετική Ένωση, έως τον πυρηνικό ανταγωνισμό,ή κάπου εκεί, οι Δυτικοί Σύμμαχοι και οι Σοβιετικοί, ήταν σύμμαχοι-τελεία και παύλα. Και ως σύμμαχοι ,επιφανειακά τουλάχιστον, προσπαθούσαν να ασκήσουν την Αντίσταση.

    Αλλά ο όρος «εθνική αντίσταση» μεταπολεμικά σημαίνει στην ουσία αναγνώριση σε «σπαστές» χρονικές περιόδους διαφόρων ομάδων, αλλά και στρατευμάτων, επίπεδα και με στόχο την παροχή ευεργετημάτων, ηθικών και υλικών.  Ακόμη και σήμερα, και τελείως άσχετα με τα πολιτικά γεγονότα που επιβλήθηκαν στην κοινή γνώμη, υπάρχουν αντιρρήσεις, που ενίοτε τελειώνουν με βίαιες αντεγκλήσεις και  ξυλοφορτώματα, ομάδων που καταθέτοντας ένα στεφάνι δέχονται τις αντιδράσεις των εναντίων.

    Μια απλή παραδοχή πως τόσοι και τόσοι άνθρωποι, δεν θυσιάστηκαν ή μακελεύτηκαν για την ευλογημένη ημέρα της ελευθερίας, αλλά για την επόμενη μέρα της επικρατούσας διακυβέρνησης.

    Μακριά από εμάς και τους συντελεστές της έκδοσης, η εμφύλια πρόθεση. Θα μετρήσουμε τις σίγουρες χρονολογίες, θα χωρέσουμε ανάμεσά τους γενικές προτάσεις που δεν γέρνουν από φιλίες ή έχθρες προς κάποια πλευρά. Είναι πολλοί οι νεκροί και μεγάλες οι ελπίδες της ειρήνης, και είναι κρίμα που δεν σεβόμαστε την άλλη πλευρά χωρίς να λειτουργούμε με κανόνα και διαβήτη.

    Αυτό το πολύτιμο αποδεικτικό στοιχείο,που ο Χρήστος Καλεμκερής βγάζει στο φως, μακάρι να γεμίσει με σχόλια, αναμνήσεις, επεισόδια της εποχής, τοπογραφία και πολιτικές αποφάσεις. Ούτως ή άλλως ήταν ένα σύνθετο σύντομο χρονικό διάστημα, όπου ενάντιες δυνάμεις έπαιρναν θέσεις αναμέτρησης, βασανιστές και εκμεταλλευτές είχαν ήδη εξαφανιστεί από το προσκήνιο, άλλοι καιροφυλακτούσαν πάνω στις λίρες τους περιμένοντας να περάσει η μπόρα και πενήντα χιλιάδες απόντες, από μήνες, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, θάμπωναν ως εικόνες μέσα στα μαρτύρια που τράβηξαν, ενώ το βιός τους το μοιράζονταν ανίδρωτοι επιτήδειοι. Οι ένοπλοι, ο καθένας με το βάρος του, άλλαζαν θέσεις και γραμμές μέσα στην μακεδονίτικη γεωγραφία, ωσάν ένα περίτεχνο και φαινομενικά άλυτο σύστημα δεκάδων εξισώσεων με πολλαπλάσιους αγνώστους. Παιχνίδια με τον καιρό, παιχνίδια με την πολιτική, τα τοπία που κανένας δεν θα ζούσε πια.

    Μπροστά μας είναι το προφανές. Χωρίς καθόλου να ξεχάσει (είναι ολέθρια τακτική η άμβλυνση της ορολογίας στην αμφίδρομη βία και η τοποθέτηση καυδιανών δικράνων στους μισούς Έλληνες από τους άλλους μισούς, κατ΄εναλλαγήν) ο ελληνικός λαός είναι επείγον να ζητήσει συγγνώμη για το μάταια και άδικα χυμένο αίμα και να παραγραφεί η όποια συνέπεια από την εμφύλια διαμάχη, μακριά από ορολογίες. Εάν μου επιτρέπεται μια έκκεντρη σύσταση, η συγγνώμη έχει σημασία όταν την ζητούν οι αθώοι. Και ακόμη πιο σημαντικό είναι να χωριστούν οι περίοδοι για τις οποίες μιλάμε, και να πάψει η υποδοχή σε ενιαίο τορβά ετεροχρονισμένων γεγονότων.

    Πρέπει να καταλάβουμε από το σχολείο και από το σπίτι πως η εποχή των εκτελεστικών αποσπασμάτων από τις δυνάμεις κατοχής δεν έχει καμία σχέση με τα εκτελεστικά αποσπάσματα της εποχής της νίκης της παράταξης που τερμάτισε τον εμφύλιο. Μακριά από κάθε λογική ηθικής και αναμετρήσεων. Οι άνθρωποι από την δικτατορία του Μεταξά έως την αναγνώριση του ΚΚΕ στην μεταπολίτευση, μεγάλωσαν, ωρίμασαν, μερικοί τα έχασαν και ξεκούτιαναν, άλλοι αναδείχτηκαν  σημαντικοί παράγοντες ύφεσης και συμφιλίωσης ή δεν λένε να ξεκολλήσουν από έντονες και βίαιες σκηνές που χαντάκωσαν τη ζωή τους. Είναι λογικό να υπάρχει ακόμη ζωντανή ατομική μνήμη, επειδή τα γεγονότα που έζησαν τρεις γενιές Ελλήνων ήταν σαφώς πάρα πολύ τραγικά για να αφομοιωθούν από μία γενιά νικητών και ηττημένων. Επειδή, οι Έλληνες χωρίστηκαν ,μετά το 1949, σε νικητές και ηττημένους. Αμφότεροι, γέμισαν με σημειώσεις τα περιθώρια της «Βίβλου του Εμφυλίου» με άφθονα «ναι μεν αλλά».

  • Αναζητώντας τη χαμένη αντιπολίτευση

    Προειδοποίηση : Η επαφή μου με τα πολιτικά της χώρας είναι μέσω εφημερίδων, ενημερωτικών μέσων και του προφίλ μου στο φβ, οπότε είναι πιθανόν να είναι μερική. Από την άλλη η πληροφόρηση που λαμβάνω γενικά, είτε από αντιδράσεις ακροατών και τηλεθεατών, φαίνεται να επιβεβαιώνει τα γραφόμενα.

    Αυτό που διαβλέπω να συμβαίνει στη χώρα από το 2015 είναι μία στροφή μέρους του αντιπολιτευόμενου κόσμου και πολιτών σε ακραίες και λαϊκίστικες αντιδράσεις οι οποίες πόρρω απέχουν από τα ζητούμενα.

    Και εξηγούμαι (για να μην παρεξηγούμαι ): θεωρώ τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μία από τις χειρότερες διακυβερνήσεις που έχουν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Και τη θεωρώ έτσι, όχι μόνο για την “υπερήφανη” διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου αλλά και για τη συστηματική, σχεδόν ανήθικη στρέβλωση της πραγματικότητας, την εργαλοιοποίηση θεσμών, δικαιωμάτων και λέξεων και προφανώς για το διχαστικό και λαϊκίστικο  λόγο και ύφος που χρησιμοποιεί. Αλλά βλέπω και από την άλλη πλευρά την επιστροφή στις ίδιες ακριβώς πρακτικές: αντί να προτάσσεται το ορθό ζητούμενο μίας αντιπολίτευσης, το ποια Ελλάδα θα πρέπει να διεκδικηθεί, για ποιους -σωστούς- λόγους και με ποιους -σωστούς-τρόπους (είμαι αθεράπευτα δεοντολόγος ως μηχανικός ), φτάνουμε σε ακραίες πρακτικές οι οποίες είναι οι ίδιες που μας έφεραν ως εδώ : λαϊκισμός , fake news (αλήστου μνήμης η χολέρα στα υπόγεια μαιευτηρίου), κραυγές, προσπάθειες επανάληψης της πλατείας (Παραιτηθείτε Ι& ΙΙ) και εισαγωγή στη δημόσια κουβέντα ρητορικών που μοιάζουν σα να μην έχει τελειώσει ο Εμφύλιος και να μην έχει επέλθει η Εθνική Συμφιλίωση. Έτσι,κάποιοι  πολιτικοί -για να ικανοποιήσουν το θυμικό ενός πολιτικά ανεκπαίδευτου ακροατηρίου-επιλέγουν ακόμα μία λογική διχασμού, προσβολών κτλ. Και πολίτες -wannabe πολιτικοί- καταλήγουν να προσπαθούν να εξαργυρώσουν ένα νεφελώδες γραμμάτιο αντίστασης. Σε όλα αυτά, μαζεύονται προφανώς τόσοι σαλτιμπάγκοι που το “θέαμα” από κωμωδία καταντάει γροτέσκα φάρσα επιπέδου τσίρκου.

    Για να εξηγηθώ ακόμα περισσότερο, δεν είμαι εναντίον των διαδηλώσεων διαμαρτυρίας επί πολιτικού διακυβεύματος (όσο απο-ιδεολογικοποιημένου και να είναι αυτό): αν ήμουν στην Αθήνα επί δημοψηφίσματος, στο Σύνταγμα θα ήμουν με το Μένουμε Ευρώπη (παρά τις οποίες υπερβολές και γελοιότητες: αυτές τις πετυχαίνεις σε οποιαδήποτε διαδήλωση ), αλλά είμαι ενάντια σε χαλαρά αρνητικά συμπιλήματα αντιδράσεων που δεν προσφέρουν τίποτα και δεν προσθέτουν τίποτα στο δημόσιο λόγο, αντίθετα τον ευτελίζουν σε κραυγές. Ούτε είμαι ενάντια σε μία λογική αντιπολίτευσης η οποία δε θα αφήνει σε μία κυβέρνηση ανάσα για το οτιδήποτε. Αλλά  είμαι απέναντι σε όποιον διαστρεβλώνει το δημόσιο λόγο για να πετύχει λακίστικες νίκες. Ο λαϊκισμός, τα ψευδοδιλήμματα και η άνευρη πολιτική άρνησης και διχασμού, μας οδήγησαν στην κρίση και μας διατηρούν εντός. Το ζητούμενο είναι να αλλάξουν αυτά για να βγούμε: γιατί η κρίση από μία απλή κρίση χρέους έχει γίνει κρίση πολιτισμού.

    Αν και αυτά από απλούς πολίτες είναι στα όρια της ελευεθρίας του λόγου αποδεκτά, το να ακούγονται από “υπεύθυνα” χείλη όπως τον Άδωνι Γεωργιάδη ή κάθε βουλευτή είναι απλά απαράδεκτα όμως, γιατί εκεί πια το όλο νόημα της θεσμικότητας και οι υποχρεώσεις ενός πολιτικού που διεκδικεί να λέγεται σοβαρός και υπεύθυνος, απλά καταρρέει.  Αντιπολίτευση με κραυγές, επιθέσεις επί προσωπικού κ.ο.κ. απλά δεν βοηθάει την υπόθεση Ελλάδα. Και προφανώς επίσης δεν είναι δείγματα ότι αυτός ο πολιτικός θα κάνει όσα πρέπει είτε ως νομοθέτης, είτε ως εκτελεστικός ώστε η φυγή προς τα εμπρός να γίνει. Περισσότεροι Βολταίροι και λιγότεροι Ροβεσπιέροι είναι το ζητούμενο.

    ΥΓ.(γιατί μου αρέσει να ξεκαθαρίζω τα πράγματα ): Παράδειγμα ορθής αντιπολίτευσης είναι τα προσυνέδρια της ΝΔ πριν το συνολικό καθορισμό τους προγράμματος . Αντιπαράδειγμα είναι οι κραυγές περί “ηθικού πλεονεΧτηματος της αριστεράς”, οι τζημερισμοί περί αντικατάστασης όλης της ελληνικής νομοθεσίας με αυτής της Ν. Ζηλανδίας και η πνευματική οκνηρία του “ας πέσουν και βλέπουμε”.

     

  • Ο Κιθ και η Μαριάν. Ναι, αυτοί που νομίζετε.

    Θα μπορούσαμε να κάνουμε διαγωνισμό λεζάντας.

    Η πιο απλή θα ήταν «Ο Κιθ Ρίτσαρντς συναντά τη Μαριάν Φέιθφουλ», αλλά δύσκολα θα γινόταν πιστευτή.

    Μια άλλη θα ήταν «Καλά, εσύ ζεις ακόμα; Δεν σου το ‘χα».

    Αλλά το συμπέρασμα είναι ένα: αν δεν πέθανες εγκαίρως, τουλάχιστον φρόντισε να εξαφανίσεις όλους τους φωτογράφους. Και κάνε το να φανεί σαν ατύχημα.

     

    https://www.facebook.com/KeithRichards/photos/a.706293922748801.1073741833.126524600725739/1798086830236166/?type=3&theater

  • Βράχοι από φελιζόλ

    Αδύνατο να συλλάβουμε την συνάρτηση της εκάστοτε τρέχουσας μουσικής με την πολιτική κατάσταση. Σήμερα, βιώνουμε την μετάβαση από την ενηλικίωση στην παραγωγική ηλικία των ρέιβερς και της μανούλας τους, που έμεινε στο θυμικό ως «μάνα ρέιβερ». Εννοώ αυτούς που γεννήθηκαν στα ρείθρα της μεταπολίτευσης.

     

    Το παιδί, αμάν το παιδί, τα παιδιά, αμάν τα παιδιά! Να γκοφρετιστούν, να οικολογηθούν, δεν παίζουν πλέον στις αλάνες, φταίμε, φταίμε, κι εμείς και όλοι. Κι όταν βγαίνουν στο γυαλί, απαραιτήτως να καταγγέλουν την άκαρδη κοινωνία που τα βυθίζει στην απάθεια. Γονική εισβολή στα πάντα.

     

    Ενώ το σημείο τήξης με το σημείο πήξης, βρίσκεται εκεί, τότε που ήταν όραμα η συνθήκη του Μάαστριχτ. Κατά το 1992. Έκτοτε, το ρήγμα των γενεών, έγινε ωκεανός αδιαπέραστος.

     

    Ένας αυτοκράτορας απόθανε και τον ήβαλαν στη σαρκοφάγο του. Περνάει, μετά από μέρες απέξω ένας καντηλανάφτης και ακούει παράπονα εκ του τάφου. Δεν ήταν θάνατος, αλλά νεκροφάνεια. «Βγάλε με έξω, είμαι ζωντανός» του κράζει ο άναξ. «Άλλος τώρα βασιλεύει!» απαντά ο απέξω. Χεσμένος από το φόβο του, το κρατάει μυστικό, εντέλει το μαρτυράει στον πρωτοπαπά. Ανοίγουν το κιβούρι, πέρασαν μέρες πολλές. Τον βρίσκουν αποθαμένο και, λεπτομέρεια της νεκροψίας, είχε φάει τα χέρια του, έως τους αγκώνες.

     

    Τα δικά μας χρόνια ήτανε τρισχειρότερα (παρά τον έπαινο του «άλλου ήθους») αλλά  όποιος γέροντας σαλιάριζε ,τον εκπροσωπούσαν οι ρόλοι του Κωνταντάρα, κι όχι το στιχηρόν «ο σοφός ο γεροντάκης» μήτε ο Μπαρμπαστάθης.Θα ζήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας μέρες αβίωτες και στοιχειωμένες. Από τη μιά, Μακρονήσι και Τραμπ, Κατρούγκαλος και κωλοτούμπες. Από την άλλη ,εκεί που περίμενες ριζιμια λιθάρια, έστω με σύντριμμα στα πέριξ, βράχια από φελιζόλ που γδέρνονται κι αφήνουν μπιλάκια πολυστερίνης, δηλαδή από αέραν κοπανιστόν.

     

    Όσο και να φάμε τα λυσσακά μας, άλλος βασιλεύει.

  • Το ημερολόγιο της Συλβί| Ημέρα Αποσύνθεσης της 11ης του Πράσινου Μήνα

    Θα μπορούσα να μην τα γράψω ποτέ αυτά. Η κρυφή μου ελπίδα είναι να τα διαβάσει κάποιος και να με συμπονήσει. Έπειτα να με κατανοήσει και τελικά να προστατευθεί. Έχουμε όλοι φρούδες ελπίδες για τη δύναμη όσων γράφουμε ακόμη και σε ημερολόγια. Όσο μεγαλώνουμε, πιστεύουμε πως είναι ακόμη πιο σημαντικά και έχουν βαρύτητα ή μπορεί ακόμη και να είναι εμπορικά. Βέβαια, το ημερολόγιο δεν είναι ένα είδος που ξεκινά με σκοπό την εμπορικότητα, αλλά αν μπορούσε να πουλήσω τον εαυτό μου σε μένα θα μου τα διάβαζα. Άλλωστε, ανάμεσα στα σαρδάμ, τις μοιρολατρίες και ένα σωρό άγαρμπες ερωτήσεις που έχω διαπράξει πριν το απονενοημένο διάβημα να αρχίσω να καταγράφω λεπτομέρειες, τσιτάτα για χαρτάκια ημερολογιακά και φυσικά τις συζητήσεις αυτές που έγιναν και εκείνες που δεν έγιναν και κάποιες που θα μπορούσαν να είχαν γίνει αν υπήρχε η δυνατότητα συνεννόησης, υπάρχει πάντα η ευγένεια του λευκού χαρτιού.

    Μερικές φορές υπάρχει πάντως και η σύμπνοια των σκέψεων των ανθρώπων. Και γίνεται πάνω από γλώσσες ή ομοιότητες ή συνήθειες. Όλοι οι άνθρωποι ας πούμε βιώνουν την κατασπατάληση, την απόλυτη και διαυγή βιαιότητα  της ρουτίνας και είναι τόσο σκληρό το κομμάτι αυτό της ζωής, τόσο στυγνό, τόσο ιδιοτελές που σε καταπίνει και μερικές φορές σε κάνει εγκληματία, απατεώνα. Και ανάμεσα στις άδειες συσκευασίες πλαστικών καθαριστικών και άλλων τόσων δωροεπιταγών και ακόμη μικρών ακουστικών κλασμάτων όπως το κουδούνι ή οι καθημερινές νότες της καρδερίνας μέχρι του εντερικού μας συστήματος τις λαϊκές άριες, το ίδιο μοτίβο είναι αφόρητο για κάποιον με νόηση, αλλά συναισθηματικά σταθερό και φυσικά θαλπωρή για το ευτελές και ακάθαρτο ανθρώπινο σώμα. Ευτυχώς, υπάρχει το σεξ. Μόνο αυτό είναι ένα υπολογίσιμο είδος που σε βγάζει από την φλύαρη πλευρά σου. Μόνο αυτό σε εξομοιώνει με υπεράνθρωπο μέσα σε αυτήν την μακάβρια ευθεία όμοιων τελειών, κεφαλαίων και χειρουργείων. Και εγώ το βρήκα αυτό ως τον απόλυτο οδηγό επιβίωσης…

  • Boban’s got the best of it

    Όταν πήρε φόρα ο Μπόμπαν κι έτρεξε
    κι έσκασε με το κεφάλι στη μπασκέτα
    όλο το γήπεδο κράτησε την αναπνοή του
    και ξέχασε ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του
    το γήπεδο του Πανιωνίου, στη Νέα Σμύρνη
    οι θεατές δηλαδή
    άνδρες, γυναίκες, νομίζω ότι είχε και μικρά παιδιά
    που ανέβασαν σφυγμούς βλέποντας τον Μπόμπαν να τρέχει
    και να σκάει με δύναμη στη μπασκέτα με το κεφάλι
    η αναπνοή τους έμεινε στα στήθη τους
    δεν το πίστευαν, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν
    στα μάτια τους δεν πίστευαν
    όταν τον είδαν στο παρκέ πεσμένο
    δεν μπορούσε ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του
    αμφιβάλλω αν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια του
    κι όσο για τα πόδια του δεν τα ξανακούνησε ποτέ
    καθισμένος στην αναπηρική πολυθρόνα
    για πάντα μετά απ’ το μοιραίο σφύριγμα
    και μετά απ’ το μοιραίο σπριντ
    προς τη μπασκέτα
    με το κεφάλι στη μπασκέτα σαν ταύρος προς ταυρομάχο
    σε μια αρένα φτιαγμένη από τσιμεντόπλακες
    δίχως άμμο, μόνο αίμα
    και την αναπνοή παγιδευμένη στο λαρύγγι
    πεσμένος ο Μπόμπαν στο παρκέ για ένα γαμώτο
    αλλά για τι άλλο δηλαδή αξίζει να ξαπλώσεις
    ή να σε ξαπλώσουνε
    ένα γαμώτο είναι, ένα γαμώτο είναι όλα
    όπως παίρνεις φόρα και χαμηλώνεις το σβέρκο
    σημαδεύοντας τη μπασκέτα
    ο Μπόμπαν τα άφησε όλα στο παρκέ
    εκτός απ’ το γαμώτο
    αυτό το πήρε μαζί του στον τάφο του
    το τελευταίο του ταύρου παράσημο
    η τελευταία του αναπνοή και η καρδιά του

  • #MeΤoo

    Υπάρχουν ιστορίες που δε μπορείς απλά και μόνο να τις πεις, γιατί δε σου φτάνουν οι λέξεις. Ιστορίες που δε χρειάζεται να ξανακαλέσεις στη μνήμη σου πατώντας το κουμπί της δίεσης, γιατί πολύ απλά είναι πάντα παρούσες. Είναι παρούσες σε μαύρους κύκλους κάτω από κομμένα μάτια και με κανένα άλλο μαύρο δε μπορείς να τις αποτυπώσεις. Μπορείς αν θες να τις μετρήσεις μια μια, να τις ψηλαφίσεις, σε ζωές που πήγαν χαράμι, σε ευκαιρίες που χάθηκαν, σε χρόνια που πέρασαν αφήνοντας πίσω μιαν αδηφάγα μαύρη τρύπα – να το πάλι το μαύρο- αλλά κυρίως  σε νύχτες πολλές, που εννοείται πως ξημέρωσαν, γιατί έπρεπε να ξημερώσουν, αλλά δεν ήταν και επιθυμία όλων αυτή η εξέλιξη.

    Αν πάλι είσαι ακουστικός τύπος, μπορείς, αν κάνεις το χέρι σου χωνί δίπλα στ’ αφτί σου και μείνεις άφωνος για λίγη ώρα, να τις ακούσεις να ουρλιάζουν μέσα από στόματα που ζητάν το δίκιο τους, να τις νιώσεις φορτωμένες σαν μαύρα σύννεφα

    -οποία χρωματική  σύμπτωση- να  κουβαλάν καβγάδες που κατέληξαν σε μαχαίρια μπηγμένα σε μαξιλάρια -αντί για λαιμούς- και μετά χιλιάδες άσπρα πούπουλα, μια σκεδαζόμενη χαμένη αθωότητα, σχεδόν φαντασμαγορική,  να στροβιλίζεται στον αέρα, πριν καλύψει την απλωμένη καυτή πίσσα.

    Κι αν αισθάνεσαι πως μπορείς να τις αντικρίσεις κατάματα, πως έχεις αυτό το θάρρος εσύ, που δεν σε προτιμούσαν ποτέ τα σκατά και παραμένεις καθαρός από τέτοια απόβλητα, τότε ψάξε να βρεις σημάδια από πληγές σε φτέρνες και τσεκουρωμένα φτερά, κιλά μαζεμένα στο ύψος των γοφών και ελαττώματα που αρνούνται πια να κρυφτούν, κορίτσια που προορίζονταν για γυναίκες αλλά δεν έφτασαν ποτέ, αλλά ούτε και πίσω στα παιδιά τις δέχονται , γιατί τις έδιωξαν νωρίς από την ομάδα.

    Αν είσαι πρόθυμος να μάθεις, είναι παντού γύρω σου, δε χρειάζεσαι γαλάζια σημαία για να τις καταλάβεις. Γιατί μπορεί αυτές οι  ιστορίες να έχουν αρχή, ενδεχομένως και  μέση, αλλά, δυστυχώς,  δεν έχουν τέλος.

  • Άγραφοι νόμοι

    Συμπληρώνω σαράντα και δύο χρόνια ως συγγραφέας με μπλοκάκι. Δηλωμένος. Ζήτημα να κύλησαν ενδιαμέσως δέκα ημέρες που δεν έγραψα μήτε γραμμή.

    Ήταν εύκολο, και γινόταν όλο και πιό εύκολο, με το κύλισμα του χρόνου. Πλην με ζόριζε και με τυραννούσε, ένα παλαιό γνωμικό: Η γραφή, έλεγαν, αραιώνει και ευτελίζεται, όταν την ασκείς καθημερινά. Δεν μπορείς να γράψεις πλέον τα βαθύνοα και τα σημαντικά, που θέλουν αποχή , σκέψη, αναθεώρηση, διορθώσεις, δισταγμό, στοχασμό. Τόσοι και τόσοι «δημιουργοί» χάθηκαν στο μεροκάματο, παραχωρώντας σε ευκολάκια το τάλαντο ή τα «που είσαι νιότη που έλεγες πως θα γινόμουν άλλος». Διότι, συμπλήρωναν, η υπερέκθεση βλάπτει, η δημοσιογραφία είναι κατάρα, οι ιδέες χρειάζονται την αγρανάπαυσή τους, επομένως πρέπει να κάνεις κράτει :ακόμη κι αν σε πιάνει ντελίριο, ποτέ δεν βλάπτει το συρτάρι.

    «Λίγα και καλά» ήταν η συνταγή που κυκλοφορούσε. Στην ίδια συνομοταξία με τον αθλητή που εάν δεν είναι εγκρατής πριν τον αγώνα, σέρνεται στην κρίσιμη ώρα.

    Τελικά, μετά από μιάμιση μυριάδα κειμένων, σεναρίων, μελετών, άρθρων και «λογοτεχνί» κειμένων, δεν κουβαλάω την ίδια φοβία.

    Η γραφή, έχει ναρκωτικές ιδιότητες. Έχεις μπροστά σου μια ξυλόσκαλα να την ανέβεις. Μπορείς να περάσεις άπειρα χρόνια δίβουλος, στο πρώτο σκαλί. Ή, σαν το Σίσυφο, να την ανεβοκατεβαίνεις.

    Ούτως ή άλλως η κυρά Έμπνευση, έρχεται στους πάντες συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Σπανίως. Επίσης, φεύγει, όταν λήγει το ραντεβού.Μόνιμη σχέση με την Έμπνευση, δεν ισχύει. Οι απεγνωσμένοι, που προσδοκούν αρρεβώνα ή γάμο μαζί της, ματαιοπονούν.

    Όπως μάθει κανένας. Μπορεί να εκτιμώ τους ολιγογράφους, αλλά δεν τους ζηλεύω.Απεναντίας, φθονώ κάθε λουρίδα ύπνου που μου στερεί το γράψιμο, κάθε χαζολόγημα που με κρατάει μακριά από την πληκτρολόγηση.

    Προτιμώ ένα ποτήρι μελάνι διότι δεν αιμορραγώ.