Tag: {[1]}

  • Δεν είναι απλό;

    Ένα από τα κύρια επιχειρήματα που «διέρρεαν» από ευρωπαϊκούς και ιθαγενείς κύκλους όταν τους ζόριζαν στα διαβούλια, ήταν πως όλο και κάποιος Έλλην προ του 2015, κατέληγε «τι θέλουτε κανάγιες; Να βαρέσω εκλογές και ο Σύριζας να τα κάμει όλα πουτάνα;»

    Το είπαν μια ,το είπαν δυο, το εμπέδωσαν οι δανειστές.Αλλά έφτασε και στα αφτιά των απροσγείωτων που κέρδιζαν, σε καθε εβδομάδα και δέκα μυριάδες ψηφαλάκια, και λίγα λέω. Άρχισαν να το εμπεδώνουν κι αυτοί.  Κι άρχισε το γαϊτανάκι.

    Έγινε αυτό που λένε οι επιστήμονες «σύνοδος πλανητών».

    Ο ελληνικός πλανήτης άρχισε να καλλιεργεί ατάκτους. Σε μια κοινωνία με παράδοση συμπάθειας στον Γιαγκούλα, στους κουτσαβάκηδες, στους βασιλείς των ορέων ,στους επίστρατους ,στους παρακρατικούς και σε άλλα άνθη ευλαβείας,που όταν σκότωνες το γελαστό παιδί ήταν πένθος, ενώ άμα καθάριζες τον Μάλλιο και τον Μπάμπαλη ήταν θεάρεστο, ήταν παιχνιδάκι να συγκεντρώνεις συμπάθειες που θα απειλούσαν έναν γιατρό «φακελάκια» ή έναν πτωματοπώλη χασάπη.

    Είχαν και κάτι σαΐνια που έκαναν κονέ με πυρήνες και ποινικούς, δεν διανοήθηκαν ποτέ να φρακάρουν με μια νταλίκα το παραπόρτι του Πολυτεχνείου ,η ενόχληση των κατοίκων μέσω του συνδρόμου της Στοκχόλμης, μετατράπηκε σε εθιμική τελετουργία εντός ορίων,διακοσμημένη με τιμημένους νεκρούς, ενώ οι νεκροί που φύλαγαν σε σκοπιές ήταν ατιμοι.

    Ευκολάκια.

    Μια με  αποφυλακίσεις, μια με φιλικότητα έναντι του μπάχαλου, η υποψία πως ο Σύριζας κατέχει την διοίκηση των δρόμων, έγινε βεβαιότητα στην  Ευρωπαϊκή αυλή των άσχετων. Η μόνη σκέψη όπου κατέληγαν οι σύνοδοί τους ήταν «βρε, τα λεφτά μας δεν θέλουμε πίσω; Ο Σύριζας θα μας τα δώκει, όχι οι τρεμουλιάρηδες μελαγχολικοί».

    Διότι η χαλάρα αυτή, δεν είχε, δεν έχει και δεν θα έχει στόχο να αριτσωθούν οι Έλληνοι νοικουραίοι, αλλά οι Καλβινιστές Ευρωπαίοι.

    Κι ο ευρωπαϊκος πλανήτης με τον όγκο του σκίασε την σφαίρα της ελληνικής σελήνης.Κι όσο οι πρώτες δημοσκοπήσεις έδειχναν άνετη νίκη των αντιθέτων, τόσο ωρίμαζε  ο φόβος πως θα υπήρχε κατενάτσιο σε ότι κι αν σχεδίαζε ο οικογενειακός εθνοσωτήρας.

    Κι άρχισε η πιο εύκολη υπονόμευση στην ιστορία των εντοπίων μιναδόρων. Άρχισαν να αφαιρούνε φέτες από τον μπακλαβά. Πρώτα από τον μπακλαβά γωνία. Χρυσή Αυγή, ΚΚΕ και άλλες γωνίες, άντεχαν μοναχές τους. Οι αριστεριστές, ήθελαν και σαντιγύ-την είχαν. Κομματάρες καραμανλικών και γκρίνιες Σαμαρικών έτοιμες να αφαιρεθούν.

    Τι έμενε; Ένα Κέντρο που το πάτησε το τρένο και δεν ψήθηκε καλά, και οι Μητσοτακαίοι να μιλάνε άκαιρα, να διαγράφουν, να οργανώνονται, θαρρείς και είχαν την έγκριση του ξένου παράγοντα.

    Όπου ο μπακλαβάς, κατά τμήματα, έμοιαζε κρατσανιστός, με πολύ καρύδι, ήρχονταν οι ΔΗΜΑΡΙΚΟΙ και το τσιμπολογούσαν εν τη φλυαρία αυτών. Αποτέλεσμα: συμμαχίες μαγειρεύονται, με τον Σύριζα μέσα οπωσδήποτε.

    Από το «να βγούμε από τα μνημόνια» στο παλαιό «ουδείς αντέστη/ το παν εχέσθη».

    Τι δεν καταλαβαίνετε;

    ‘Οτι στο διηνεκές θα βρίσκονται στο πολιτικό παιχνίδι, ώσπου να έρθουνε τα
    Ες Α (όχι η ΕΣΑ…) και να τελεύουμε;

  • Ο κρόνιος λίθος 2/9

    Ένα νέο βαλκανικό μέτωπο

    Όταν άρχισε να ψιθυρίζεται πως τα ψωμιά των Γερμανών στην Ελλάδα ήταν λίγα, τα πολεμικά μέτωπα ήταν ο ασφαλής κριτής για το άμεσο μέλλον. Δεν ήταν η απόβαση στη Νορμανδία, 6 Ιουνίου του 1944, που δημιουργούσε τις ελπίδες, μήτε η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Χίτλερ στις 20 Ιούλιου, που ακολούθησε. Παρά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, μήνα Σεπτέμβριο, ο Άξονας μπορεί να έχασε την κυριολεξία του όρου, άλλα οι Γερμανοί ασφάλισαν μια πανίσχυρη αμυντική γραμμή σε ένα αργά διολισθαίνον προς τον Ιταλικό βορρά μέτωπο και  κατέλαβαν όλες τις περιοχές της Ελλάδας υπό Ιταλική διοίκηση, αστραπιαία. Ώσπου να βρει τον βηματισμό του ο συνεργαζόμενος Αγγλικός στρατός με τον νεοπαγή Αμερικάνικο, η Γοτθική γραμμή σκέπασε με ασφάλεια την κοιλάδα του Πάδου και η συμμαχική προέλαση σταμάτησε επί μήνες.

    Οι Γερμανοί άφησαν και τους Βούλγαρους να προωθηθούν σε περιοχές που οι γείτονες  θεωρούσαν «αλύτρωτες», παρά την κοινή άρνηση των Ελλήνων να αποδεχτούν τετελεσμένα γεγονότα και ξεκίνησαν ευρύτατες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα των βουνών και των ανταρτών.

    Οι Γερμανοί επίσης, διδαγμένοι από την διπροσωπία αρκετών στελεχών της Ιταλικής διοίκησης, δεν σκόπευαν να εμπιστευτούν περαιτέρω ενίσχυση των ελληνικών τμημάτων που πολεμούσαν στο πλευρό τους, ως τάγματα ασφαλείας. Αυτά έγιναν στον ελληνικό νότο. Βορειότερα, προτίμησαν να  δημιουργήσουν ομάδες από οπλαρχηγούς που είχαν τοπική  επιρροή γύρω από τη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε Μακεδονία και Θράκη, καθώς και αντάρτες που πολεμούσαν τους Βουλγάρους και τώρα έπρεπε να στραφούν σε άλλους αντιπάλους.

    Το μέτωπο που κοίταζαν με έκδηλη ανησυχία ή προσδοκία, ανάλογα με τη στολή που φορούσαν, ήταν το επίφοβο της Ρουμανίας. Χάνοντας στρατιές στο Στάλινγκραντ, οι Ρουμάνοι εξόντωσαν πειθήνια τους «εχθρούς του Ράιχ», τσιγγάνους και Εβραίους και ενάντιους, και κρατούσαν μετά βίας τα πολύτιμα για τον Χίτλερ πετρέλαια της χώρας. Αν όμως έσπαζε το μέτωπο εκεί, ολόκληρα τα Βαλκάνια, χωρίς άλλη επαφή με την Γερμανία, παρά τα δίκτυα που ένωναν τον νότο με την Αυστρία και την βόρεια Ιταλία (οι απέναντι ακτές ανήκαν ήδη στους Συμμάχους) κινδύνευαν να αποκοπούν. Ρουμανία και Βουλγαρία δεν θα ήταν πλέον μέρος του Άξονα, αλλά εχθροί του, όπως εξάλλου και η Ιταλία.

    Η Θεσσαλονίκη ήταν ήδη σε μια νέα περίοδο. Ίσως στην κορύφωση μιας μαύρης περιόδου από αυτές που θα επαναλαμβάνονταν αρκετές φορές έως το τέλος της δεκαετίας. Βουλγαρία εχθρική για τους Γερμανούς, σήμαινε πως  οι ένοπλες ομάδες που εξόπλιζαν οι τελευταίοι από τον πληθυσμό της Ελλάδας, θα έπρεπε πλέον να λάβουν υπόψη τους ότι οι Βούλγαροι ήταν στο πλευρό των Συμμάχων και του κόκκινου στρατού. Επίσης πως αυτοί οι ίδιοι Βούλγαροι που λειτουργούσαν ως ένας βίαιος και αυταρχικός στρατός κατοχής, παρέμεναν σε ελληνικό έδαφος ως δυνητικοί σύμμαχοι της εξόριστης κυβέρνησης, της ΠΕΕΑ στο βουνό και του ΕΛΑΣ, ως ομοϊδεάτες!  Ήταν  ένας πραγματικός γόρδιος δεσμός, που οι συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν στη χώρα τον έκαναν όχι μόνον άλυτο, αλλά όταν τα αντιμαχόμενα μέρη προσπάθησαν να τον κόψουν με το ξίφος, αποδείχτηκε πως έκρυβε μια ολέθρια χειροβομβίδα!

  • Ειρωνεία

    Η ειρωνεία είναι ότι αν ο Weinstein ήταν χαρακτήρας σε ταινία που θα ήταν ο ίδιος παραγωγός, ας πούμε κάτι σε Tony Soprano, όλοι θα μιλούσαν για την (όχι και τόσο) κρυφή γοητεία τού alpha male χωρίς ν’ ανοίγει μύτη. Και φυσικά δέχομαι το επιχείρημα “Μη λες μαλακίες. Άλλο τέχνη και άλλο πραγματικότητα”. Αλλά προσέξτε ότι τόσο ο Soprano, όσο και ο Weinstein, για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που τώρα εκπλήσσονται και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, βρίσκονται στο ίδιο fictional επίπεδο. Δηλαδή όσο αληθινός είναι γι’ αυτούς ο Soprano, άλλο τόσο είναι και ο Weinstein, αλλά μόνο ο πρώτος χαίρει άκρας γοητείας. Επαναλαμβάνω γιατί μπορεί να μην προσέξατε τι λέω και να αρχίσατε να αφρίζετε: δεν αμφισβητώ ούτε το ανήθικο, ούτε το ποινικά κολάσιμο των πράξεων τέτοιων ψυχοπαθών (αν είναι ψυχοπαθείς), αλλά απλώς διαπιστώνω (περιγραφικά και όχι αξιακά) την πλήρη μεταστροφή της παλέτας των συναισθημάτων που διακατέχουν τον ψυχισμό μας μόλις η πραγματικότητα επιβεβαιώσει τις υποψίες μας. Η γοητεία γίνεται αποστροφή μόλις η πραγματικότητα ακουμπήσει τη μυθοπλασία. Η ζωή τελικά μπορεί να μιμείται την τέχνη, και να προκαλεί συναισθήματα ακλόνητου θαυμασμού μόνο ως προς την ηθική πλευρά αυτού του κόσμου. Μόλις η ενάρετη συνδιαλλαγή μυθοπλασίας/πραγματικότητας καταρρεύσει, τότε θεωρούμε ότι κάτι έχει διαρραγεί και φοράμε το μανδύα του πολιτικώς ορθού μετασκευάζοντας πλήρως τις εσωτερικές μας συμπάθειες σε εμπάθειες. Υποκρινόμαστε αλλά δεν το παραδεχόμαστε γιατί, κατά βάθος, εξακολουθούμε να μας τρομάζουμε. Και λατρεύουμε να μας τρομάζουμε, και να το παραδεχόμαστε, όσο αυτός ο τρόμος παραμένει σε απόσταση ασφαλείας.

  • Βρώση

    Σερφάροντας στο διαδίκτυο την προσοχή μου τράβηξε αυτή η φωτογραφία με το σχετικό άρθρο. Έχει διαπιστωθεί η αυθεντικότητά της, δίχως όμως να έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα του/της φωτογράφου. Ένας αυστραλιανός πράσινος δενδρόβιος βάτραχος, Litoria caerulea το είδος, τη στιγμή που καταβροχθίζει, ζωντανό εννοείται, ένα μωράκι, ένα φιδάκι. Striking χαρακτηρίζει τη φωτογραφία η αρθογράφος, disturbing θα πρόσθετα εγώ. Μια αίσθηση ναυτίας, ειλικρινής η φωτογραφία με την αγωνία και την ασφυξία εξίσου αποτυπωμένες στο πρόσωπο θύτη και θύματος. Η τροφική αλυσίδα, ένας φαύλος κύκλος. Like a tunnel that you follow to a tunnel of its own. Περιστρεφόμενοι οι ρόλοι του θύτη και του θύματος.

    Χρώματα, αρώματα και γεύσεις. Δύσκολη ήταν η ανάβαση στην κορφή της τροφικής αλυσίδας. Άξιζε όμως ο κόπος, πολυτέλεια και ορίζοντας εκεί ψηλά. Βλέπεις τα πάντα, η άνεση της απόστασης σε βοηθάει να αναδεικνύεις ομορφιά. Συνεχώς, στα πάντα. Ή τέλος πάντων να την εφευρίσκεις. Γευσιγνωσία.

    Έτσι όλα μπαίνουν σ’ ένα σωστό δρόμο.

    Δεν ειρωνεύομαι.

  • Αν όλοι παίρναμε καλά λεφτά κάνοντας αυτό που αγαπάμε, δε θα υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα αυτοβελτίωσης. Zero, zip, zilch, nada. Αλλά είστε αμβλύνοες και οικτίρετε την ατυχία σας.

  • always crashing in the same car

    Φεύγεις. Για να ξανάρθεις. Μέχρι να ξαναφύγεις. Ώσπου να επιστρέψεις. Πού είναι το εδώ και πού το εκεί, όλα μπερδεμένα. Χυλός. Swimming in a soup bowl. Αχάριστε. Έχεις φαγητό. Kαι casual joys. Πριν το check in, μετά τον ιμάντα αποσκευών, μετά την 6C, βγαίνοντας από΄ το parking. Με στολή πουτάνας. Μόνο το μέγεθος αλλάζει, αναποφάσιστο, η πουτάνα ίδια, αποφασισμένη. Στο δρόμο. Όλα δρόμος είναι. Κέρουακ μαλάκα. Έλιαζε τα αρχίδια του στην Τανγκέρη, εσύ τα στρίμωξες σ΄ένα σκούρο κοστούμι. Μετά κάθεσαι και σκαρώνεις φανταστικές ιστορίες. Για μια ζωή αληθινή. Ή αληθινές, για μια φανταστική. Into the money again, after the blue is gone. Γαμιούνται τα στιχάκια. Όλα ανάποδα. Δυσλεξία ψυχής, πρεσβυωπία, κάτι, δεν έχει λέιζερ γι’ αυτήν. Πάλι λάθος γραβάτα έχωσες στη βαλίτσα. Τον κόμπο τον θυμάσαι, μαζί σου τον σέρνεις. New career δεν έχει. Mόνο new towns. Mέχρι να σε σιχαθούν κι αυτές και να σηκώσουν φράχτες. Ανεπιθύμητος. Όταν καπνίζεις έξω κάνει κρύο. Κρυώνεις κι όταν δεν καπνίζεις. Τρεις τζούρες, τέλος. Διάδρομο και στην επιστροφή. Τα παράθυρα μπάζουν. Σε βάζουν να σκέφτεσαι, με το ζόρι. Και να βλέπεις αγριόπαπιες, να πετάνε ανάστροφα. Μόνο εσύ τις βλέπεις. Υou could steal time, just for one day. Παπάρια μπορείς. Μια ζωή ενοχικός. Την Κυριακή θα ξεκουραστείς. Από τι; Aπό ποιους; And you may ask yourself. Αλλά πάει καιρός που δεν σου μιλάς πια.

     

  • Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου μαγειρεμένα από αντισπισιστές.

  • Το άσπρο χαρτί, σκληρός καθρέφτης

    Μήτε δέντρα να κόβονται, μήτε πανιά για χαρτιά πολυτελείας. Αέναη,  σβουριχτή, πολτώδης ανακύκλωση, παντού και πάντα.Με γερή αμοιβή και βέβαια όχι θανατηφόρα λευκαντικά. Το νέο χαρτί θα ξεκινήσει ως υπόλευκο, είτα ελαφρού γαιώδους χρώματος, ακολουθεί, πάνω στη τριακοσιοστή επεξεργασία, καφεμποδροκόκκινο, και έως τις εκλογές ποντικί, αν και υπάρχουν θεωρητικοί που το προβλέπουν πίσσα,κατράμι, κατάμαυρο. Άρα, όποιος γράφει, ιδίως ο ματαιόσπουδος που συγγράφει, είτε θα περιοριστεί σε ό,τι υπάρχει στις οθόνες (ευκολάκι, διότι θα του κόβουμε το ρεύμα και πάπαλα) είτε θα καταφύγει σε χάραξη πετραίων επιγραφών, με λέηζερ οι κατέχοντες, με καλέμι οι ανεχείς πλην νουνεχείς και μη έχοντες.Το δυσάρεστο επιφαινόμενο να αυξηθούν υπέρμετρα οι ήχοι, ο προφορικός λήρος και τα έπεα πτερόντα ίνα λέμε και καμιά κουβέντα να περάσει η ώρα, θα μειωθεί δραστικά με την γενική εφαρμογή ηχοαπορροφητικών υλικών σε ό,τι οροφώνεται, πατώνεται ή τοιχώνεται. Τα κυβερνητικά non papers και τα αντικυβερνητικά λυσάρια και κεκραγάρια, θα δημοσιεύονται με παχείς λιθίνους κίονες εις την Αγοράν. Κάθε μέρα, ειδικοί και αρμόδιοι με πετρομηχανές νεοτάτου τύπου θα γεμίζουν τους κίονες με τα λαμπρά κείμενα της εξουσίας και της διαδόχου καταστάσεως. Το βράδι, οι κίονες θα υφίστανται λείανσιν δια τριβείου και από την επομένην πρωίαν, νέαι επιγραφαί προς ανάγνωσιν. Η παρατήρησις ακραίων τινών ότι με τον τρόπον αυτόν οι κίονες, οσημέραι λεπτυνόμενοι θα καταντούν λεπτοκάλαμοι και ολόγυρα λιθόσκονη, είναι φέεικ και δεσπεράτα φληναφήματα. Διότι τα βασικά, όπως οι Νόμοι μας, θα γράφονται σε παχύ τιτάνιο, εγχυομένου του χρυσού εις μήτρας,  «Ή μαλάκας θα είσαι διότι ή τελείως μαλάκας» όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας της «πρώτης φοράς εκλογές χωρίς ταξίματα».

    Απόσπασμα της τελευταίας σωζομένης επιγραφής επί οβελίσκου, οστις εκόσμει την πλατεία Συντάγματος, αγνώστου κατά τα λοιπά λαού,αποδιδομένη είς «εγκύκλιον» του 21ου αιώνος, προφανώς δημοσίου χαρακτήρος. Πάντως,προ της οριστικής λύσεως της «τελικής γλώσσης»που χειριζόμεθα, αποτελουμένης από καταλλήλως προσφερόμενα και εισπραττόμενα γλωσσόφιλα.

  • Oh Mama, ain’t no time to fall to pieces

    Έχωσε βαθειά το χέρι στο εσώρουχό του. Εφτά λεπτά του πήρε να τελειώσει αγχωμένος για τα σεντόνια, μη λερωθούν. Από την κουζίνα λίγο πριν ακούγονταν ήχοι πιάτων κι εκείνη που ετοίμαζε τα παιδιά για το σχολείο. Θα αγοράσω σπίτι μονολόγησε γυρισμένος στο αριστερό του πλευρό , σκουπίζοντας το χέρι του στην πιτζάμα. Τρία υπνοδωμάτια, σαλόνι, τραπεζαρία από μασίφ καρυδιά, μεγάλα μπάνια , parking για δύο, αυτοκίνητο οικογενειακό. Θα αλλάξω τα ρούχα μου να ταιριάζουν μεταξύ τους και θα τηρώ πιστά την πυραμίδα μεσογειακής διατροφής. Στέλεχος πολυεθνικής , δεν θα πειράζει πια που θα ξέρω ότι με διάλεξες από το πλήθος για να σε γονιμοποιήσω. Θα περάσουμε μια συνταρακτική ζωή με super market κάθε δεκαπέντε, επισκέψεις στα πεθερικά και Κυριακάτικα Real life βράδια. Με εξοχικό 70 χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα για να ξεσκάνε τα παιδιά πριν μεγαλώσουν και φύγουν. Πριν μείνουμε μόνοι , πριν απλωθεί η ησυχία σπίτι μας σαν καλπάζουσα μόλυνση, πριν δούμε μέσα μας αυτό που τόσα χρόνια έβλεπαν έξω μας οι άλλοι. Καμιά φορά μπορεί και να με θαυμάζεις. Για τις λέξεις που ποτέ δεν είπα , για τις εξηγήσεις που δεν έδωσα ποτέ και γιατί θα πιστεύεις πως δεν έχω πια αφορμή καμία για δάκρυα. Εγώ όμως θα κλαίω σαν κοινός εγκληματίας πολέμου μόνος, όπως τώρα – το γαλάζιο πουκάμισο ή το λευκό; – και θα σκέφτομαι πάντα όσους αγάπησα – την μπλε ή την κίτρινη γραβάτα – ακόμα κι όταν πια δεν θα τους αγαπώ. Mε θυμάμαι;

    Tελικά ίσως είναι πιο δύσκολο να είσαι άντρας σκέφτηκε έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας ακούγοντας το πνιγμένο του βογγητό. Ίσως είναι πιο οδυνηρό – Το φόρεμα με τις ρίγες ή καλύτερα το μαύρο -. Mας θυμάμαι. Σαν νερό. Καμιά φορά και σαν σωπαίνω.

  • Σας βλέπω πεσμένους και δεν έχουμε ακόμα γυρίσει τα ρολόγια πίσω. Η μελαγχολία θέλει ρέγουλα για να τη φχαριστιέσαι.