Στο νηπιαγωγείο δεν είχε ξύλο. Μόνον μαλώματα σε αταξίες. Από την πρώτη τάξη και εφεξής, άρχιζε μια εξαετία (πολυετία για αρκετούς) όπου λειτουργούσε η βέργα, το χαστούκι και μια ιδιαίτερη μεταχείριση, εξαιρετικά σκληρή, με καθολικό ξύλο, όταν έσκαζε έκφραση μαθητή που αυθαδίαζε ή χτυπούσε συμμαθητή του. Δεν υπήρχε αποβολή. Το πολύ μια τιμωρία, ήτοι να σταθεί όρθιος ο μαθητής στη γωνία ώσπου να χτυπήσει κουδούνι. Το «έλα με τον κηδεμόνα σου» ήταν μαζί εκλεκτό και σπάνιο φαινόμενο. Απ΄αυτό γλυτώναμε ως δασκαλοπαίδια, διότι ο γονιός θα έπρεπε να καλέσει εαυτόν.
Ως προς τη βέργα, υπήρχε η εκδοχή της βίτσας (εύκαμπτο κλαδί που μάστιζε την παλάμη), της βέργας (κλαδιού απογυμνωμένου από φλούδα, προτιμητέα η κρανιά) και του χάρακα που ανήκε στο διδακτικό προσωπικό και είτε έμοιαζε με το χαράκι που είχαν οι υφασματέμποροι να μετράνε πήχες και ρούπια, είτε ήταν μαύρο, πρισματικής διατομής, λαδομπογιατισμένο, έως 30 εκατοστά, σύνηθες σε γραφεία υπαλλήλων.
Υπήρχε προσωπικό που ζητούσε από τον επιμελητή να φροντίζει να φέρνει βέργες ή βίτσες στην τάξη. Αποφάσεις τιμωρίας έπεφταν σε κρυφομιλήματα, σε ξαφνικά μαλώματα συμμαθητών στη μέση του μαθήματος, σε «αταξία» και «αυθαδίαση» που ήταν ερμηνεύσιμα κατά βούλησιν.
Ο μαθητής που προκαλούσε την τιμωρία του στεκόταν έναντι του διδασκάλου και σε παρότρυνσή του άπλωνε την παλάμη ανοιχτή και δέχονταν το πρώτο χτύπημα, συχνά επιστρέφοντας την παλάμη πίσω, χωρίς να την φάει την ξυλιά, πράγμα που απλώς επέτεινε την τιμωρία. Τέσσερις ή πέντε ραβδισμοί ήταν ο κανόνας. Μετά από κάθε ραβδισμό, ο τιμωρημένος έβαζε το χτυπημένο χέρι κάτω από την μασχάλη του άλλου χεριού, έσκυβε δείχνοντας ότι πονάει φρικτά. Αν έδειχνε ατάραχος, κινδύνευε να καταχεριαστεί επ΄άπειρον διότι τον θεωρούσαν μορφή Ούρσου. Ούρσος ήταν αγαθός χριστιανός γίγαντας που προστάτευε χριστιανούς εραστές σε έργα σαν το Κβο Βάντις και παρόμοια.
Μερικοί διδάσκοντες με πολυετή πείρα απαιτούσαν να προβάλουμε την παλάμη με την ράχη προς την βέργα και ο πόνος ήταν εξαιρετικά οξύς, γι΄αυτό και οι ξυλιές ήταν τρεις το πολύ.
Τιμωρίες γραπτής ομολογίας, ήτοι να γράψουμε εκατό φορές «δεν θα αντιμιλήσω στον συμμαθητή μου» και τέτοια, ήταν εύκολες, διότι στη λούφα γράφαμε το «δεν» το «θα» το «αντιμιλήσω» κατά στήλες.
Αν αυτά συνέβαιναν στο σχολείο, και μάλιστα σε μερικά με περισσότερη βία και ομαδικά καψώνια, ας μνημονεύσω ότι σπανίως υπήρχαν σπίτια μαθητών όπου δεν έπεφτε ξύλο, ράβδος, δέσιμο σε μπαλκόνι ή σε στύλο του Δήμου ή του Δημοσίου, ζωνάρι λυμένο, χώρια οι μητρικές προσκλήσεις προς σύζυγο του τύπου «εσύ τον έκανε έτσι, κάτσε τώρα να το φας στη μάπα, κουράστηκα πια» που επέφερε νέους ξυλοδαρμούς.
Σε άκρα αντίθεση με την μαύρη εκείνη αίσθηση απειλής, οι καβγάδες μας στην γειτονιά ήταν πιο έντονοι, αλλά έληγαν όταν οι μανάδες μας, σκασμένες από τα λαβωμένα γόνατα και κασίδες στο κεφάλι από πετριά, κάθονταν στην πόρτα κάθε αυλής και μας καταχέριαζαν κανονικά, επαινώντας ανάμεσα στους φούσκους πόσο καλό παιδί ήταν ένα τσικουλατόπαιδο γειτονάκι που επέστρεφε ειρηνικά στο σπίτι του.
Εδώ πρέπει να αναφέρω και σφαλιάρες που έπεφταν αφήνοντάς μας απροετοίμαστους. Από τον πατέρα μου θυμάμαι δύο περιπτώσεις: περπατούσαμε παρέα και έξω από το σπίτι του Ζεγγίνη, αντάμωσε μαθητή του που προφανώς ήταν σε κατάσταση σκασιαρχείου. Τον φώναξε, εκείνος πλησίασε κατουρημένος δίπλα μου, κι ο πατέρας σήκωσε τη χερούκλα για να τον χαστουκίσει, αλλά ο άλλος, έμπειρος, έκανε προς τα πίσω και το χτύπημα έπεσε κατάκεφαλής μου. Ο σκασιάρχης εξαφανίστηκε κι ο πατέρας μου ατάραχος «σε χτύπησα αγόρι μου;» είπε και συνεχίσαμε το περπάτημα.
Και στου Καϊάφα το παλιό σχολείο με την εξωτερική σκάλα και τις τουαλέτες στο μπαλκόνι απέναντι από την είσοδο, έπιασε επ΄αυτοφώρω έναν εκταίο που κρυφοκοίταγε ένα κοριτσάκι στην τουαλέτα. Μαζευτήκαμε μερικά περίεργα επτάχρονα και ο ένοχος έκανε πάλι πίσω και η σφαλιάρα με έκαμε να δω τον ουρανό σφονδύλι. Δεν μου είπε τίποτε, επειδή είχα κουτρουβαλήσει ως την γωνία της εξωτερικής σκάλας.
Άργησα όθεν πολύ να τσακωθώ με μαθητή, πάρεξ σε ένα διάλειμμα στο παλιό Γυμνάσιο, όπου καθόμουνα στη ρίζα μιας αγριομουριάς και την διεκδίκησε ένας μεγαλύτερος, αλλά αυτό πρέπει να το έχω διηγηθεί ήδη, άσχετο αν δεν θυμάμαι πού βρίσκεται η αφήγηση.