Tag: {[1]}

  • Το μέλλον

    «Θα έρθη καιρός πού θα διευθύνουν τον κόσμο τα άλαλα και τα μπάλαλα…»
    «Νὰ ἔχετε τρεῖς θύρες· ἂν σᾶς πιάσουν τὴ μιά, νὰ φύγετε ἀπὸ τὴν ἄλλη».
    ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ

     

    Ακόμη και πείσμονες ακροδεξιοί, γνωρίζουν τι «μάπα το καρπούζι» είναι η αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης που ενίοτε ρίχνει (μαζί με απόνερα) η γείτων Τουρκία. Το να ποντάρεις σε μέτρα που απασχολούν τον αντίπαλο ενώ εσύ περί άλλα τυρβάζεις, είναι πάγια τακτική μιας χώρας που κινδυνεύει επειδή εκτέθηκε από τη συνεργασία με έναν εργολάβο που δήλωνε Πρόεδρος των ΗΠΑ.

    Είπα «ΗΠΑ» και θυμήθηκα να μη έχουμε τόση εμπιστοσύνη στον πρόσφατο «καθαρμό» που ενσκήπτει στην χώρα α λα Βάινστάην εν τω δάσει των Ιερομνήμων (Χόλιγουντ). Κανένας δεν καίγεται να αφαιρέσει το τριέμβολο από την οπισθέλκουσα δυναμική των ντελικάτων εραστών που καυχώνται μαλακισμένα στις θήλειες και ευτελίζουν νέους της Σιδώνος. Σε μερίδα του πληθυσμού, δόθηκε ένα σύμφωνο συμβίωσης και με αυτό θα πορευτούμε. Εκεί που μπαίνουν σύρματα στα λιβάδια και αντιαρματικές τάφροι, είναι σε μερικές ψωλές που το παράκαναν. Για την ακρίβεια, σε αριστοφανικά τριέμβολα που δεν τήρησαν κανόνες της ομερτά του ξένου σώματος. Αντί τα ιδρύματα που φιλοξενούν ανήλικα να περνούν από κρισάρα κάθε τόσο, και η κοινή γνώμη προσποιείται ότι χάσκει έντρομη για υποθέσεις που εάν δικαστούν θα γευτούν πταίσματα και πλημμελήματα που θα είναι όλα δικά τους, ανοίγεται διάπλατα ο δρόμος για την νέα γενιά πορνείας και αρσενοκοιτών από τους οποίους θα ζητηθεί να πάψουν να χαλάνε την πιάτσα απλώς ακούγοντας το πουλί τους, κάθε που ηχεί το Μπιγκ Μπεν το μουσικό κουτί τους.

    Όποιος δεν κατάλαβε πως η χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος μάλλον φέρνει νέους βλαστούς στη πύλη της Βαλχάλα και στην επανεκκίνηση του κομματικού μίξερ, οι υπάρχοντες «κανονικοί» γαμιάδες παίρνουν τα μέτρα τους.

  • Ακούω ιστορίες

    Υπήρξα μαθητής του φιλόλογου Τάσου Λιγνάδη (1926-1989) στις δύο τελευταίες τάξεις του εξαταξίου Γυμνασίου της Σχολής Μωραΐτη. Σε αυτόν χρωστώ πολλά, μεταξύ των οποίων την αγάπη μου για τα αρχαία ελληνικά κείμενα (είχε φροντίσει προηγουμένως η Ναυσικά Μάργαρη να μάθω τα βασικά της γλώσσας), και την εισαγωγή μου στους νεοέλληνες υπερρεαλιστές.

    Τον Λιγνάδη τον είχα γνωρίσει νωρίτερα ως Γυμνασιάρχη και πρόεδρο του Πειθαρχικού του σχολείου. Περιφερόταν στην αυλή βλοσυρός και αμίλητος, όπως απαιτούσε ο ρόλος του ― ή όπως τον ερμήνευε αυτός εν μέσω δικτατορίας.

    Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στο γραφείο του το 1972, με άσχετη αφορμή: όλοι οι γυμνασιόπαιδες μαζευόμασταν στο θέατρο του σχολείου για μια ώρα κάθε εβδομάδα πριν το σχόλασμα και ο καθηγητής της μουσικής μας έβαζε να ακούσουμε κάποιο μουσικό έργο. Επειδή οι παρουσιάσεις ήσαν μάλλον βαρετές, το σχολείο άνοιξε τις μουσικές επιλογές και στους μαθητές, που μπορούσαν να προτείνουν ένα κομμάτι επιλογής τους. Εγώ έσπευσα περιχαρής να προτείνω το οκτάλεπτο «Halo of Flies» από το Killer του Alice Cooper, που το είχα ακούσει κεχηνώς στο ραδιόφωνο και το είχα αγοράσει σε δίσκο με το χαρτζιλίκι μου. Ήμουν 13 χρονών.

    Το «Halo of Flies» εγκρίθηκε από τον καθηγητή, ακούστηκε στο θέατρο του σχολείου και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους συμμαθητές μου. (Ακολούθησε ένα κομμάτι επιλογής του καθηγητή, του οποίου το όνομα σκοπίμως δεν αναφέρω για να μην τον διασύρω που έβαλε τον Μότσαρτ να διαδεχτεί τον Alice Cooper.) Την επομένη το πρωί, μετά την προσευχή, ο Λιγνάδης πήρε το μικρόφωνο και ζήτησε να παρουσιαστεί στο γραφείο του ο μαθητής που είχε διαλέξει τη μουσική χθες. Πάγωσα.

    Στο γραφείο του, ο Λιγνάδης για πρώτη φορά εγκατέλειψε το βλοσυρό ύφος του περιφερόμενου γυμνασιάρχη και μου ζήτησε, αν δεν είχα αντίρρηση, να δανειστεί το δίσκο για να χρησιμοποιήσει το κομμάτι ως μουσική εισαγωγή σε ένα θεατρικό έργο που ετοίμαζε να ανεβάσει με μεγαλύτερους μαθητές. Ανακουφίστηκα. Δεν είχα φυσικά αντίρρηση.

    Το 1974 ο Λιγνάδης ανέλαβε φιλόλογος στο πρώτο τμήμα της πέμπτης τάξης, όπου φοιτούσα, και άρχισε η σχέση δάσκαλου και μαθητή στα Αρχαία και στα Νέα Ελληνικά. Στα Αρχαία, πρόσεξα μετά από λίγο καιρό ότι συμβουλευόταν συχνά ένα βιβλίο, και μια φορά που βγήκε εκτάκτως από την αίθουσα βρήκα την ευκαιρία να δω ποιο ήταν: η έκδοση της Αντιγόνης μετά σχολίων από τον Γεώργιο Μιστριώτη, Εν Αθήναις 1891. Πήγα στο βιβλιοπωλείο «Ενδοχώρα» στη Σόλωνος και το ζήτησα χωρίς μεγάλες προσδοκίες, και μετά από πέντε λεπτά εμφανίστηκε χαμογελαστός ο Μάνος Μοσχονάς κρατώντας ένα αντίτυπο, χαρούμενος που μπορούσε να εξυπηρετήσει ένα παιδί ζωηρό, φανατικό για γράμματα, και μάλιστα το γιο του Γ.Π. Σαββίδη.

    Διατρέχοντας το βιβλίο, διαπίστωσα ότι τα περισσότερα φιλολογικά σχόλια που έκανε στην τάξη ο Λιγνάδης ήταν δανεισμένα από τον Μιστριώτη. Αυτό μου έδωσε ένα πλεονέκτημα, αφού ήξερα πάνω-κάτω τι επρόκειτο να μας πει κι έτσι μπορούσα να προετοιμαστώ ανάλογα ― χωρίς να το παρακάνω και φανερώσω ότι χρησιμοποιούσαμε την ίδια φυλλάδα. Οι μετοχές μου ως εκκολαπτομένου φιλολόγου δεύτερης γενιάς ανέβηκαν κατακόρυφα στην τάξη.

    Στα Νέα Ελληνικά, ο Λιγνάδης ήταν κάπως μαζεμένος, ιδίως όταν μιλούσε για τον Ελύτη. (Είχε εκδώσει το 1971 ένα βιβλίο για το «Άξιον Εστί» του Ελύτη, το ποίημα που είχε συστήσει ο πατέρας μου στο Πανελλήνιο μέσα από τις σελίδες του Ταχυδρόμου το 1960.) Mας δίδασκε και κείμενα εκτός του εγκεκριμένου αναγνωστικού (σίγουρα με τη σύμφωνη γνώμη του Αντώνη Μωραΐτη), συχνά με θεατρικό και παιγνιώδη τρόπο, με πρώτο και καλύτερο τον «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου. Εγώ ενθουσιάστηκα από το ποίημα, και μίλησα ενθέρμως στον πατέρα μου γι’ αυτό και για τον ποιητή. Ο πατέρας μου χαμογέλασε. Ο ενθουσιασμός μου επεκτάθηκε και στον Λιγνάδη, ο οποίος ήταν επιλογή του Μωραΐτη, που υπήρξε δάσκαλος του πατέρα μου, άρα ―

    Ο πατέρας μου με άκουσε προσεκτικά, με κοίταξε ήρεμα, και μου είπε λίγα λόγια που περιείχαν τις λέξεις «ιστορίες», «Κατοχή» και «ήθος». Τότε θεωρούσα ότι αυτά τα πράγματα ήταν από ακατανόητα έως ανούσια. Χρόνια μετά, όταν ζητούσα πληροφορίες για κάποιον άλλον άνθρωπο σε άλλο περιβάλλον, άκουσα τη φράση “I hear stories”, χωρίς τελεία και χωρίς συνέχεια, και κατάλαβα τι είδους προειδοποίηση ήταν αυτή.

    Στην τάξη είχα αναλάβει ένα ρόλο ελεγκτή της εξουσίας μαζί με τον Βασίλη Πασχάλη και τον Αλέξη Χατζηαλεξίου: και οι τρεις φτιάχναμε σατιρικά σκιτσάκια ή γελοιογραφίες, σχολιάζοντας τη σχολική επικαιρότητα. Οι δύο συμμαθητές ήταν σαφώς πιο ταλαντούχοι, εγώ αντέγραφα το στυλ του Μποστ. και το αγαπημένο μου θύμα ήταν, φυσικά, ο φιλόλογός μας. Τα σκίτσα μας τα ανεβάζαμε καθημερινά στον πίνακα ανακοινώσεων της τάξης, και συχνά βλέπαμε τους καθηγητές μας να έρχονται για να δουν τα σχόλιά μας αναρτημένα και να γελάσουν. Ποτέ δεν είχαμε παράπονα από τους σατιριζόμενους. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να βοηθήσαμε να περιοριστούν κάποιες αυθαιρεσίες, ίσως και όχι.

    Όλα κύλησαν ομαλά ώσπου ήρθε η στιγμή να παρελάσει η τάξη μας στη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου. Εγώ από μικρός ήμουν αντίθετος με τις μαθητικές παρελάσεις, δεν ήθελα να συμμετάσχω, δεν έβλεπα κανένα λόγο και νόημα, και φρόντισα να πάρω απαλλακτικό χαρτί γιατρού, λόγω πραγματικού προβλήματος που είχα στο πόδι. Την επομένη της παρέλασης με κάλεσε στο γραφείο του ο Λιγνάδης και ως πρόεδρος το Πειθαρχικού και μου ανακοίνωσε ότι δεν δέχεται το απαλλακτικό και μου επιβάλλει ποινή αποβολής μίας ημέρας και μείωση της διαγωγής.

    Γύρισα στο σπίτι έξαλλος με την κατάχρηση εξουσίας. Ο πατέρας μου, αφού τον ενημέρωσα σχετικά, με ρώτησε αν ήθελα να παρέμβει. Του είπα όχι ευχαριστώ, δεν ήθελα, το ζήτημα ήταν ανάμεσα στον Λιγνάδη και σε εμένα. Πέρασα την αποβολή μου στη βιβλιοθήκη του σχολείου διαβάζοντας και αστεϊζόμενος με τη γλυκύτατη βιβλιοθηκάριό μας, τη Μαρία Αναγνωστοπούλου. Κι από εκείνη την ημέρα ο έλεγχος στον Λιγνάδη έγινε καθημερινός και εντατικός. Ήμασταν σε διαρκή αντιπαράθεση.

    Η κόντρα μας κράτησε κάμποσο καιρό έως ότου ο Λιγνάδης επέβαλε μια άδικη και αυθαίρετη τιμωρία σε ολόκληρη την τάξη. Οι υπόλοιποι άνοιξαν τα τετράδιά τους για να τη γράψουν, αν θυμάμαι καλά, κι απέμεινα μόνος εγώ να κοιτάζω αυστηρά τον καθηγητή μου, που με κοίταζε επίσης. Κοιταζόμασταν ώρα πολλή, ώσπου ο Λιγνάδης δεν άντεξε και είπε «Κάτω τα μάτια!» Εγώ σήκωσα το ένα φρύδι, χαμογέλασα, και χαμήλωσα τα μάτια. “Άμα φθάσει στο σημείο ο καθηγητής να σε διατάξει να κατεβάσεις τα μάτια, έχει χάσει το παιχνίδι”, σχολίασε ο πατέρας μου. Και ήταν αλήθεια. Είχα κερδίσει, και ο Λιγνάδης το ήξερε. Η κόντρα είχε λήξει, και μετά αποφοίτησα. (Στην αποφοίτηση, ο Λιγνάδης μου χάρισε το βιβλίο του Η Επανάστασις των Αγγέλων: Συμβολή εις το Πρόβλημα της Εγκληματικότητος των Ανηλίκων.)

    Τον ξαναείδα μετά από έξι χρόνια, το 1982. Είχα τελειώσει το Πανεπιστήμιο στην Αμερική, είχα γίνει φιλόλογος με πτυχίο, και η πτυχιακή μου εργασία ήταν στον Όμηρο και τα δημοτικά τραγούδια. Θεώρησα σωστό και δίκαιο να του την αφιερώσω, αφού αυτός ήταν ο άνθρωπος που μου έμαθε να αγαπάω τα κλασικά κείμενα. Τον αναζήτησα για να του δώσω ένα αντίγραφο της εργασίας, και βρεθήκαμε στην Κηφισιά, στο «Βάρσο» ― δεν ήξερα πολλά για τη ζωή του εκτός του ότι είχε αλλάξει σχολείο, έγραφε θεατρικές κριτικές κι επιφυλλίδες, μου είπε ότι είχε περάσει ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν ήταν ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος, πάντως συγκινήθηκε και με ευχαρίστησε. Δεν τον ξαναείδα.

    Τα γράφω αυτά γιατί πλησιάζω την ηλικία που είχε ο Λιγνάδης όταν πέθανε. Τα γράφω γιατί είδα μια φωτογραφία του στο διαδίκτυο που μου είναι εντελώς ξένη ― είναι ο Λιγνάδης, ασφαλώς, αλλά αυτός ο κύριος με το σταυρουδάκι και το πουκάμισο φίρμας “Bien” στην καλλιτεχνική φωτογραφία του συνοικιακού φωτό “Elite” δεν είναι ο καθηγητής μου.

    Τα γράφω γιατί χθες διάβασα μια σχετικά πρόσφατη απερίγραπτη συνέντευξη του γιου του Δημήτρη, όπου μεταξύ άλλων λέει πως “Ο πατέρας μου γάμησε τη ζωή και την υγεία του για τον έρωτα.” Διάβασα κι άλλες συνεντεύξεις του γιου που μιλάει για τον πατέρα Λιγνάδη, και προσπαθώ να ταιριάξω αυτά τα στοιχεία με όσα θυμάμαι: τα βιβλία του, τα κείμενά του (με τις ρητορικές εξάρσεις που έκαναν οι διανοούμενοι της μεταπολίτευσης), το ψαράδικο κασκέτο (παρόμοιο διανοουμενίστικο φετίχ πέριξ της οδού Σόλωνος και της Πατησίων), την εμμονή του με το δανεισμό ως αιτία καταστροφής του νεοελληνικού κράτους, την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, τα μαθήματά του.

    Ο Τάσος Λιγνάδης είχε έναν καλύτερο εαυτό για να δώσει ως καθηγητής και τον έδωσε, και ήμουν τυχερός που τον συνάντησα τότε. Αλλά πλέον αμφιβάλλω αν τον γνώρισα ποτέ.

  • Το φιλικό ίρτζι

    Σχεδόν μισόν αιώνα πριν, οργώναμε καμιά δεκαριά άτομα τον Αλιάκμονα, ερευνώντας οικισμούς, μεταλλεία, ναούς, και της Παναγιάς τα μάτια. Από τη Βέροια στην Γράμμοστα, με κάλυψη και του Βενέτικου. Όλη μέρα ψοφολογούσαμε στο καύμα και στον ίδρωτα, ενώ το βράδι μέναμε έξω ή σε σχολειά που μας τα άνοιγαν. Πριν κοιμηθούμε, κι αφού παίζαμε καρπουζοπόλεμο ή αρβιλοπόλεμο, το ρίχναμε στην κοινωνική φιλοσοφία. Ποιοι και πόθεν ήμεσθεν, και ναααα κοινωνιογράμματα και ευαίσθητες αναλύσεις, καθώς η ομάδα είχε φοιτητές των δύο φύλων και δυο φαντάρια που μας πηγαινοέφερναν με ένα τριών τετάρτων. Χίπι γίπι τα θέματα, ινατί περνάμε σαν ασκητές, πώς και δεν φτιάξαμε καμιά σχέση, τέτοια, εσωστρεφή με ολίγον Μαρκούζε και Έριχ Φρομ. Μία των νυκτών κάποιος ποσαδιστής ρώτησε ένα φανταράκι πώς βλεπει την εσωτερική μας δομή (ναι, όπως το γράφω) . Και το παιδί απάντησε: «Τι να σας πω ρε παιδιά! Πολύ στο φιλικό το ρίξατε!»

    Μισός αιώνας, όλα ανάλλαγα. Βρίσκομαι σε μια ηλικιακή κώχη ισαπέχοντας από τους κάτω των 80 και τους άνω των 64 (που φαίνεται πως εμβολιάζονται όπου νά΄ναι) και από την χώρα λείπουν τα εμβόλια αιχμής, που τοποθετούνται από τους ξύγγλωττους επισήμους και τα άγουρα στελέχια περί το τέρμα Απριλιου και βλέπουμε. Ποτέ δεν θυμάμαι να έχουν γίνει όλα τόσο σκατά, και ομολογώ πως ήμουν πλανημένος, πιστεύοντας πως με τόσους Κένταυρους, Αυριανιστές, με τόσους αγρούς δικαιωματιστών, αποκλειόταν να ξεπέσω σε τόσο οργανωμένους άχρηστους.

    Στα κυβερνητικά μυαλά δεν είναι παράξενο που εμφιλοχωρεί ο ασύστατος Θεοχάρης του τουρισμού και ο «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει» Άδωνις που προσδοκά λαθη του Κυριάκου για να τον διαδεχτεί. Σε καθε περίπτωση ανκαι φυλάγομαι όσο γίνεται, δεν βλέπω να μακροημερεύω. Σοβαρά πιστεύω πως διακινδυνεύω την ζωή μου επειδή πολύ στο φιλικο το έρριξα.

  • Έρουλοι που φεύγουν; Όχι — παντουρίστες που έρχονται

    Το άρθρο στο liberal [https://www.liberal.gr/news/megaloprepis-eisodos-opos-i-archaia-stin-akropoli/353651] που υπογράφει η κυρία Κώττη, στολίζεται με εικόνα της Ακρόπολης εκ δυσμών, παράλληλα με άλλες εικόνες, που μεταξύ άλλων δείχνουν την ορειβατική τέχνη των τουριστών. Σε άλλες σελίδες μπορεί κάποιος να διαβάσει απόψεις μελών του ΣΕΑ, και διαχειριστών της Εξουσίας του Υπουργείου, όπου οι συγγράψαντες δείχνουν, μάλλον μοιρολατρικά, να θέτουν θέματα ορολογίας ενός Συνεδρίου και ελπίζουν (το πολύ) σε αλλαγή υπουργού. Όσο παρακάτω στην ιεραρχία, τόσο πιο κοφτά. Ωστόσο οι μπηχτές επιμένουν: αν εφαρμοστεί η πρόταση του Ομοτίμου και της Νέας Αθηναϊκής Συμμαχίας (ΟΕΙΥΜΥ=Ούτος Εκείνος, Ίδρυμα, Υπουργέσσα, Μπασκλασάριοι Υποτελείς) θα ανεβαίνει κάποιος πιο άνετα στον «Ιερό βράχο» καθώς στο βάθος του Οράματος, υπάρχει ένα μυστικοπαθές, σχεδόν Μιθραϊκό απαύγασμα που θα μετατρέψει το «Νενίκηκάς σε Σολομών» ενός διαολοσπέρματος ονόματι Ουπράβδα με την εξώλης και προώλης κυρά του, σε «φάε την Αλήθεια με το κουτάλι, γελοίε, άσχετε διαχρονικέ δήθεν αναστηλωτή που μας μόλεψες με πλήθος ψωμμάτων και χαζομάρας». Βέβαια, είθισται σε νεκρούς να φερόμαστε με ακαδημαϊκή αβρότητα, αλλά η Εικών ιστορεί ένα άνετο πλατυσκαλικό εκμαγείο πρόσβασης, που καταλήγει στα αληθή Προπύλαια, και κολόνες τουριστών ή εορταστών, σε τρεις στοίχους, λιανιζομένους παραμέσα, χωρίς πρόσβαση στο ξωκκλήσι δεξιά τω ανερχομένω, που ανεβάζει χίλιους νοματαίους στο πλατώ και μάλιστα ο κόσμος περιελίσσεται πάνω το «αρχαιολογικό» ή «αρχιτεκτονικό Μπετόν», πίττα στους θεατές ενώ μερικοί ρίχνουν μια ματιά στο Ερεχθείον. Μόνον έτζι γίνεται αντιληπτό το Μέγα Σχέδιο του Οραματιστή, η Μέγας Διάκοσμος: δεν στερεώνουμε τα επισφαλή, αλλά συμπληρώνουμε τα πάντα — από τις εκρήξεις Μοροζίνη έως υποθέσεις εργασίας, κοντά σαράντα χρόνους. Το μνημείο θα παραδοθεί τζιτζί στις γενιές που θα ακολουθήσουν, τις έτοιμες πλέον να συνεχίσουν το έργο των Μειζόνων υποθέσεων Εργασίας.

    Η παράστασις διδάσκει πως η περί «σπάζουνε τακούνια και οστά» εξήγηση της πρόσβασης είναι μπαγιατεμένα μασάλια και πως ανοίγει ο δρόμος να μπαινοβγαίνει ο τούριστ ανέτως. Βέβαια ο ΟΕΙΥΜΥ πρέπει να σκεφτεί και εκδοτήρια εισιτηρίων παρακάτω, οπότε για να λάβουν ένα απόκομμα οι υπερχίλιοι μπουκαδόροι θα χρειαστούν εκδοτήρια παρακάτω μεγέθους διοδίων Μαλακάσας και λίγα λέω, αλλά έχουμε καιρό για την σχετική μελέτη.

    Σκεφτόμουνα τα πάμπολλα αναστηλωτικά ατυχήματα, κάτι ντεζαβύ, κάτι τέρατα ξεγυρισμένα τα απλωμένα στη χώρα με τέχνη και βίαιες οικοδομικές ξεπέτες. Έτσι, για την αλητεία.

  • Τα μερομήνια

    Τα μερομήνια

    Γιορτάζω σήμερα μια προσωπική, στρεβλή κι ανάποδη επέτειο: έχω χωνέψει για τα καλά όλη την σειρά των Peaky blinders και δεν θα χρειαστώ καθημερινή εμπέδωση. Όπως συνέβη ήδη από καιρό, με το blazin saddles, και τους producers. Ας πάψω προσώρας να εκφράζω δυσαρέσκεια για τον τρόπο που διακυβερνώμαι, εγώ και οι φίλοι μου, άρα ας αφήσω την Φαμίλια να χτυπά με το σπαθί και την αξιωματική αντιπολίτευση να μασουλάει με εμμονή το καμουτσίκι που προορίζεται για αποτελεσματική κριτική. Ας μιλήσουμε για πόδεση, για παπούτσια, για τέτοια, ταπεινά και χθαμαλά.

    Ήταν 1957 και η μάνα μου στη Σαλονίκη, μαγεύτηκε από ένα ζευγάρι μποτάκια που είδε σε βιτρίνα της Ερμού, περιοχή «Χιονάτης» και «Προσφυγοπούλας». Την συνόδευα στο γκέτο Βενιζέλου-Ίωνος Δραγούμη, όπου θα ψώνιζε τα ανά διετία ρουχικά της οικογένειας. Με έβαλε στανικώς στο μαγαζί και με έβαλε να τα προβάρω. Ήταν κάτι μποτάκια μελίγχροα, μυτερά, σκέποντα τους αστραγάλους τελείως αεριοπροωθούμενα, όπως λέγαμε τα μαστ της εποχής. Πρόθυμα έβαλε αγόγγυστα δέκα μηνιαίες δόσεις, παραβιάζοντας την οικογενειακή παράδοση: ήταν τριακοσίων δραχμών πλούτος, αλλά μπροστά σε κάτι αισθητικώς θεσπέσιο ήταν έτοιμη να τρώμε φακές καθημερινώς ώς την επόμενη σεζόν.

    Η μάνα μου ήταν περήφανη αλλά οι οδικές συνθήκες στα Γιαννιτσά χριστουγεννιάτικα παρόμοιες με την ρασπουτίτζα του σοβιετικού χειμώνος που κόλλαγαν τα πάντζερ σαν τα στρείδια. Όντως βγήκα με τα μποτάκια στο πάρκο με το άσπρο άγαλμα και πατώντας τη βρεμμένη γλίτσατων πεύκων, απώλεσα τις σόλες τους. Για την ακρίβεια, ήταν στρώσεις πεπιεσμένου χαρτονιού, ψευτοδουλειά. Ο πατέρας μου σχολιασε απλώς ότι με την ηλικία που με έδερνε μόνη πόδεση που άντεχα ήταν τα παπούτσια του Σιάρκα, στο δρόμο προς το μονοπώλιο, που ήταν αθάνατα και έβαζε πεταλάκια ωσάν σε μουλάρι του αλβανικού μετώπου.

    Όντως, με τον Σιάρκα βγήκαν δυο χρόνια, ώσπου στην Πέμπτη, άρχισα να φοράω τα πατρικά δίτονα σκαρπίνια — λευκά με μπεζ, νούμερο 43. Αγορασμένα, καθώς οικογενειακές φωτογραφίες δίδασκαν, στην βράση του πολέμου της Κορέας.

    Αργότερα, ως έφηβος, έτρεφα λατρεία για αρβυλάκια από τις παραβαρδάριες στοές, και μποτάκια τροχονόμου, με επένδυση προβιάς. Αλλά την καλή μου την χαρά γνώρισα πολύ αργότερα, όταν ξεβραστήκαμε στη Ζάκυνθο για μια παράσταση και ο Σταμάτης με οδήγησε σε τσαγκάρη που συνδύαζε ένα καφετί δέρμα με μπάρα, απέθαντο και αντί σόλες, ένα κομμάτι από λάστιχο αυτοκινήτου. Πέντε χρόνια άντεξαν.

    Έπειτα, ήρθαν οι μέλισσες. Ανακαλύψαμε το Τσούμ στη Σόφια, επί Ζίφκοφ, διαμένοντας στην Αγροσυκιά, που πουλούσε κομηταζίδικα από γιδόμαλλο μπατζάκια, με κουμπί στον αστράγαλο, για να φαίνεται το τσαρούχι από χοιρόδερμα. Αλλά αυτά υπήρχαν και στην Γουμένισσα. Την καλή μου την χαρά την πήρα από ένα ζευγάρι βαρύτατα μπατάλικα στιβάλια που έβαζες ζιγκζακωτά τα κορδόνια από γάντζο σε γάντζο. Άλλα δέκα χρόνια πέρασαν έτσι.

    Τα είπα και ξεφόρτωσα. Λέω να ξαναδώ τον Adrien Brody, την φατσάρα, διότι δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις όταν οι κυβερνήτες μας ωθούν σε αναπολήσεις, ώστε να πληρώνουμε αδιαμαρτύρητα τα γαμησιάτικα.

  • Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη

    Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη

    Εχ, θυμάμαι τη μάνα μου που νόμιζε πως το άσμα με τις «φλούδες μανταρίνι» αφορούσε την Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης και πως η «Αργυρώ» του άσματος ήταν μία Αργυρώ Επονίτισσα που της έδινε γραμμή στην Κατοχή.

    Ποτέ δεν την διέψευσα, μήτε την αποθάρρυνα. Τήρησε το συνωμοτικό ίρτζι, τις κολακευτικές μνήμες για τους νεκρούς συναγωνιστές της και όταν έμαθε ότι κάποιος από την οικογένεια πήρε σύνταξη αντιστασιακού, με το ζόρι πήγε στο ξόδι του.

    Το επιτροπάτο ή Ιατρικό κομιτάτο που έθεσεν φυλακή των βηματισμώ ημών σταις έξη ακυρώθηκε και ήδη περιλαμβάνεται στην κάστα των «συβουλατόρων» του «Δαίμονα της Πορνείας» του Σεφέρη.

    Διότι άπαντες οι υπήκοοι του γκουβέρνου ακολουθούμε άκεφα, την ώρα που ο δικός μας πρωθυπουργός ΔΕΝ θα χαλάσει την Γουηκεντίαση, ακόμη κι αν απομείνει χωρίς βόλια στο ταμπούρι του.

    «Δραπετεύει» για «εύλογους εθνικούς όρους» στην Ικαριά! Και στα πέριξ! Αυτός και η συνοδεία των προθύμων του. Δεν καταλαβαίνει πως ασκεί συστηματική Αστική Παρενόχληση και κάθε ελληνικός τόπος μετατρέπεται σε ένα Καμπ Ντέηβιντ της χώρας.

    Από την άλλη, οι υλακές των κουταβιών της αντιπολίτευσης είναι καλύτερα να θέσουν φυλακήν στο στοματάκι τους και στα επιχειρήματά μας. Μερικοί θα διεκδικούσαν βραβεία Ευγονικής Κριτικής, αν είχαν θεσπιστεί.

    Αλλά θα έρθει ένας καιρός, σας το υπόσχομαι, ανκαι θα υποαπασχολούμαι στου τάφου την μουγκαμάρα, που οι μελλοντικοί Έλληνες θα ακούνε στοιχεία του βίου και της Πολιτείας αυτού του τέως δελφίνου μιας Φαμίλιας και δεν θα πιστεύετε στα αφτιά σας, επειδή τα μάτια σας θα έχουν προσβληθεί από καταρράκτη.

  • Μη παντί εμβάλλειν δεξιάν, λέμε

    Μη παντί εμβάλλειν δεξιάν, λέμε

    Το έθιμο των Επιτροπών, συνήθως συμβουλευτικής χροιάς, διχάζεται κατά κανόνα μεταξύ «ειδικών» και «διαχειριστών του ειδικού» ήτοι των πολιτικών. Οι τελευταίοι, περιμένουν στη γωνία και το πολύ να διαπραγματευτούν μία εισήγηση που τους θίγει ή τους προσβάλει. Τότε, οι «ειδικοί», ένας-ένας, ξαμολιούνται στα κανάλια, και συνεντευξιάζονται χρησμοδοτούντες.

    Aπλή διάθεση συνενοχής, μαζική ενοχοποίηση δικαίων και αδίκων; Πώς κοτζάμ Αμερική είχε τον Φάουζι εκπρόσωπο κοροναϊού ενώ η Ελλάς διαθέτει δεκάδες «ειδικούς» στην Επιτροπή και αρκετούτσικους να πιάνουν στασίδι στα κανάλια, αντί να λάβουν μέρος σε μια συλλογική προσπάθεια. Στην Ελλάδα, έως τώρα, μόνον εάν μέλος ΔΣ έχει πλακωθεί στις παραιτήσεις μπορεί να στείλει μια δημόσια επιστολή, ενώ το θρυλικό ΚΑΣ, παρά τις αντίθετες γνώμες, πολύ σπάνια επί δεκάδες χρόνια φανερώνει κάποια ένσταση μέλους του, κι αυτό πριν την υποβολή παραίτησης.

    Ονειρευόμουνα, γνώστης της νεοελληνικής πολυχειρίας και πολυμυαλωσύνης, πως θα είχαμε έναν εκπρόσωπο Πανδημίας, όπως παλαιότερα, εκπρόσωπο Τάφου. Όπου προκύπτει μπερδεψομπουτιά, χρειάζεται σύσκεψη υπουργών και συμβούλων και κοινή ανακοίνωση. Το ίδιο ισχύει για εκπρόσωπο παρενοχλήσεων και άλλα, προσομοιωτικά. Οι πολυπληθείς και δη, διακομματικές επιτροπές, έχουν ένα προσόν: δεν χρειάζεται καν να συνεδριάσουν, επειδή όλοι ξέρουμε τι φρονεί το ΚΚΕ, ο Βελόπουλος, το ΚΙΝΑΛΙ.

    Τώρα, η πολυγνωμία δεν εκφράζει το ποικιλόγνωμο, αλλά τον ρόλο του πρωθυπουργού ως Σολομώντα. Γι αυτό και βγαίνει ομιλών, καλύτερα παραμιλών επί παντός του επιστητού, από τα υποβρύχια που ποθεί η Τουρκιά, έως τα εμβόλια και την μοίρα τους. Δαπανώμενος εφ’ α μη δει, ολίγος έση εφ’ α δει, κύριε Μητσοτάκη. Τέτοια ανασφαλάρα είχα να ανταμώσω από τον μεσοπόλεμο, που δεν ζούσα καν.

  • Οι φοβίτσοι και τα θρασίμια

    Οι φοβίτσοι και τα θρασίμια

    Ματαίως ψάχνουν οι δημοσιολόγοι και οι δημοσιογράφοι αχτίδες φωτός σε κάθε νέα, έστω μπαγιατεμένη, κυβέρνηση. Την χώρα κυβερνούν οι μορφές των συμβάσεων εργασίας: αρχικά, κάποιος να τρουπώσει ως υπάλληλος άνευ γραφείου σε μια χύμα υπηρεσία. Σε χρόνο dt, σοφά διδαγμένος από τον Γιαννάκο της αρμοδιότητάς του, θα μάθει να διαμαρτύρεται αόκνως, μετά να κατεβαίνει από το πεζοδρόμιο και να  παζαρεύει το κάθε τι, όπως, λόγου χάρη, όταν του ζητάνε να εμβολιάζεται. Όσοι ακούσατε τον ακούραστο Γιαννάκο και τις δικαιολογίες που παραθέτει δεν φαντάζομαι να ταραχτήκατε που τον θεωρούν σεβάσμιο υποστηρικτή της ηγεσίας του. Ο εργαζόμενος γνωρίζει πως ο λαμπρός αυτός μεροκαματιάρης συνεχίζει την τακτική των Μακρήδων, αλλά και στοιχείων από τον Τζίμι Χόφφα, δεν πειράζει αν δεν ξέρετε μερικούς. Διότι απέναντι από τον όποιο Γιαννάκο που παλεύει ως ξεδοντιασμένος λέων ενάντια στους τυρανόσαυρους για τους ψηφοφόρους του, κείται πάντα ένας φοβίτσος: ο εκάστοτε υπουργός.

    Η σύγκριση Γεωργιάδη και Καραμανλή, είναι χαρακτηριστική. Ο Γεωργιάδης ανασκαλεύει την τέφρα, ακούει με καμάρι την κυρά του να μας μιλά αρχαιοελληνιστί (αλλά ποτέ δεν θα μεταφράσει Νόννο) και σέρνει την απήνη («εξ απήνης») και κουμαντάρει την Λιανική, μία θρησκεία που παράγει ψηφαλάκια, διότι ο λιανέμποροι έχουν και υπαλλήλους. Το ύφος του είναι «τράβα με κι ας κλαίω, τον οσιομάρτυρα» θλιμμένο, και αμύνεται υπερασπιζόμενος, ωσάν Λιγνάδης τον αδελφό του, διαπρυσίως. Ο Καραμανλής, από την άλλη, ο ατενίζων τον Πάνακα ή Αγγίτη με πλάτη το Παγγαίον το και Πρινάριον, δεν είναι ρήτωρ ― μάλιστα αν δεν τον προσέξεις, νομίζεις πως δεν μιλά ντιπ. Από τον Αύγουστο του 2019, υπόσχεται αίμα, δάκρυα και ιδρώτα, παρουσιάζει νοητά και ανόητα εμπόδια για να λεωφορεία που «θέλουν διαδικασίες» και πάει τσίμα-τσίμα, ενώ κάτι άλλοι έφερναν Ραφάλ. Ο στόμας του εκχέει τη λέξη «διαδικασίες» και «θέλει διατυπώσεις» πιο συχνά κι από του παπά το Κυριελέησον. Μήτε μια ιδέα δεν εξήλθε του έρκους του χαμογέλιου του. Μια συφοριασμένη ιδέα έρριξε όλη κι όλη, την δίπατη περιφερειακή, ένα έργο με ορίζοντα περατώσεως το 2031, πρώτα ο Μίθρας, ο Κομφούκιος και ο Γέρος του Βουνού.

    Γιατί ο ένας είναι φοβίτσος και ο άλλος απαθής ωσάν επί πυρωμένων γαιανθράκων πατών αναστενάρης; Διότι ο Άδωνης γνωρίζει ότι το ηγετικό μέλλον του πρέπει να έπεται του Σαμαρά και του Καραμανλή, εάν τον σουτάρει ο Μητσοτάκης, ενώ ο Καραμανλής δεν χρειάζεται καν να στείλει κάποιον να του ζεστάνει τον Θρόνο ― του αρκεί ο ύμνος «του παραδείσου που μου κάνει/ άνοιχ΄την πόρτα, δε βαστώ». Μόνον θρασίμι δεν είναι ο Καραμανλής. Απέναντι από το χωριό του υπήρχε η Καισαρόπολις, παρακάτω η Αλεκτρυόπολις και παρά το παραλιακόν Ματζίκι, η μακαρία Χρυσόπολις, τέως Ηιόνα.

    Αποτέλεσμα: ο Γεωργιάδης παλαίει υπέρ της Λιανικής, ο Καραμανλής κοιτά απλώς προάγοντας την ασθένειαν «θρασιμίασιν», διότι δεξιά χωρίς Καραμανλικούς είναι άγιος δίχως φωτοστέφανο.

    Βέβαια, οι κυβερνώντες μπλέξανε τους μηρούς των ενώ οι αντίπαλοι βαράνε άσφαιρα στα κουτουρού. Αλλά αυτά δεν πρέπει να σας αφορούν.

  • Ημίμετρα

    Καλό είναι να μη μπερδεύουμε τη Μάρω Δούκα με τη Ζέτα Δούκα, ούτε το φρέντο με το σεμιφρέντο.