Tag: {[1]}

  • Τα τρία Δέλτα (όχι το κασμίρι)

    Η ΔΕΔΔΗΕ ή απλονοϊκώς «η Δεδιέ» υπάρχει από το 2011 και είναι μιας μορφής εξαρτημένη χεροπόδαρα από την ΔΕΗ μορφή θυγατρικής, δημιουργημένη από μια καραμπουζουκλάτη ερμηνεία του Μνημονιακού Λογου, ότε εντός του Χίλτον συνεδρίαζαν οι νενέκοι με τους αζτέκους. Οι πολλοί νομίζουν πως πρόκειτα για αρχικά μιας ΑΕ αλλά πρόσφατες μεταμπαμπινιώτειες έρευνες έδειξαν ότι πρόκειται για νεοφιλελεύθερη εκδοχική ερμηνεία της μετοχής «δεδιώς» (καταχρηστικός πληθυντικός «οι δεδιαί» ήτοι οι υπεκφεύγοντες τα ευθύνας, οι μουσαντένιοι τάχαμ δήθεν υπηρέται του Δημοσίου, κατ΄ουσίαν ιδιωτικοποιηθέντες του κιαρατά εργολάβοι). Οι δεδιαί αποφεύγουν τας υπογειοποιήσεις των καλωδίων, απαιτούσαι παρά τοις δημαρχέσιν χοντρό συμμετοχικό ποσοστό, ωσάν στελέχια του αξέχαστου εκείνου Μάκαρου. Όπερ έδει δείξει ινατί εις την ιστορίαν των υπογειοποιήσεων δεν σαλεύει φύλλο.

    Οι Δήμοι και κατά μεγαλύντικον αρχοντοχωριατισμόν αι Περιφέρειαι με δύο κλάδους, ο εις διανομαρχιακός, ο άλλος ελεγκτικός, δεν τρελάθηκαν να συνεταιρίζονται με ξένους, άλλων υπουργείων. Διό και οι Δήμοι συνεργάζονται με φορείς κάθε σχοινίου και παλουκίου, αρκεί να υπάρχει συμμετοχικόν χρηματικόν κατιτίς ήτοι να πέφτουν φράγκα. Φράγκων δε ουδαμού επιφαινομένων, οι Δεδιαί και οι Δήμοι τσακώνονται.

    Τρίτος παράγων είναι ο Ντας Άρκ ήτοι «ο περί Κιβωτού» που λεγόταν παλαιά Δασαρχείον. Αυτοί είναι το Σύνταγμα εν περιλήψει και προστατεύουν ακόμη και τα λάπατα και το γαλάζιο γρασίδι της Μουσικής ήτοι το blue grass. Γενικά δεν αδειοδοτούν μήτε το νερό των αγγέλων τους, ειδικά τα κλαδια των πεύκων που έπρεπε να φύονται σε απόσταση τριών παρασαγγών από οίκημα.

    Δεδιαί, Δήμοι και Δασαρχείο λειτουργούν στην αίθουσα στρογγυλής τραπέζης του Κάμελοτ και αποτελούν την Χρυσήν Άμυναν του Κράτους έναντι των Πολιτών, δηλαδή ασχολούνται πάντα με Πελάτες και Ουδόλως με Πολίτες.

  • Μη με αναγκάσετε να διαλέξω ανάμεσα στην Έλενα και στην Πέπη, σας ικετεύω. Εγώ μόνο για το χαβαλέ και για τα ποπκόρν ήρθα…

  • Μη με αναγκάσετε να διαλέξω ανάμεσα στην Έλενα και στην Πέπη, σας ικετεύω. Εγώ μόνο για το χαβαλέ και για τα ποπκόρν ήρθα…

  • Per fas et nefas

    Όταν ο Πολιτάρχης με κάλεσε για να μου ανακοινώσει πως η εξοχότητά του ο Μάγιστρος Βασδραβές με είχε συμπεριλάβει στην αποστολή προς τη Ρώμη, έσφιξα με τόση δύναμη τα δόντια μου, ώστε ράγισα έναν γομφίο.

    Ήμουν στην ομάδα των διερμηνέων. Υπεύθυνος να ψιθυρίζω στον Μάγιστρο τις μασημένες συμβουλές που θα άκουγα να λένε ο μαγιόρδομος και ο σιλεντάριος του αυτοκράτορα Ρωμύλου, ώστε να κανονίζει τις απαντήσεις του βάσει στοιχείων και μετά τα «καλώς ήλθατε» και τα «λάβετε και πίετε τούτον τον Οίνον της υποδοχής».

    Κατάγομαι από ένα βουνό της Απουλίας, χωρικός εκ χωρικών και πατέρας χωρικού, πλην ήξερα την πατρώα φωνή των Ρωμαίων, εκτός τις τρέχουσες διαλέκτους των Ιλλυριών, ένθεν και πέραθεν των Κεραυνίων.

    Η φυλή μας, εκ Ρωμαϊδος, κατέφθασε στην Αυσονία και σύντομα συμπήξαμε Συνασπισμόν βοσκών, ρητόρων και συντεχνιών, αφού εκδιώξαμε τους ταβουλαρίους και τους ασηκρήτες της Μεγάλης Πόλεως του Τίβερι και έκτοτε μας είχαν κόψει το απελατίκιον και τα κονδύλια υπέρ καστελλίων και βαλλιστραρίων.

    Εμείς την θέλαμε την Ρώμη, πλην, μαθημένοι σε ήθη και έθιμα άγνωστα σε αυτούς, επιδιώκαμε ειρήνευση, αρκεί να υπήρχε βόνα φίδε και να έκοβαν οι συγκλητικοί τα φορτιόρι, καθ΄ όσον είμεσθεν και ημείς Ρωμαίοι, α παιδίβους ουσκαδ καπούτ.

    Επιδιώκαμε αβζόλβο αδ ινφινίτουμ και να άφηναν τις λεπτομέρειες.

    Μπορεί με τα στενόμακρά μας άδρυα, ήτοι τα ταχύτατα μονόξυλά μας να τους ψειρίζαμε κανένα φόρτωμα από την εποχή του Σκερδιλαϊδα και να αποφεύγαμε την πληρωμή φόρων, αλλά η Ευρώπη ήτο βέρα νόστρα πάτρια επίσης και έπρεπε να στηριχτούμε στα κύρια θέματα. Εξάλλου άκιλα νον κάπτουρ μούσκιας.

    Ο Πολιτάρχης που ήτο και συγγενής, μας βρήκε ρούχα κατάλληλα για την πρεσβεία, βγάλαμε τις ριγέ αναξυρίδες και πρωτοφόρεσα υπό το χλαμύδιον λεπτήν καμιζόλαν, υφιστάμενος παράδοξον αερισμόν των αιδοίων μου.

    Ο Βασδραβές ήτο επικεφαλής, ομιλών εκ μέρους του ρήγα Τσίπρωνος, ενώ ο μιρακολόζος Ούφερ ο δεινός, αριθμομνήμων Βανδαλοβεσσός, εκράτει το βρέβιον με την κομπινάτιο νόβα που προσφέραμε.

    Εκλεκτόν Οίνον τους πηγαίναμε. Μας είχαν ειπεί ότι οι πολυτελείς Ρωμαίοι ήτο χλομοί και ασθενείς, πάσχοντες εκ ποδάγρας και αδιάφοροι. Ήθελαν δεφέντιτ νουμέρους να πούμε οπόσοι είμεθα και πώς φορολογούμε, πράγματα που δεν είμεσθεν τόσο τρελοί να τα εξηγήσουμε, διότι θα μας έχαφταν και θα έφτυναν τα κοκκαλάκια μας με μισήν λεγεώνα.

    Τεταρταίοι φθάσαμε στη Ρώμη και δεν είχε μήτε φλάμμουλα, μήτε Αετούς στο Καπιτώλιο. Σύγκλητος δεν υπήρχε. Εις το σύνθρονον, η ματωμένη τόγα ενός αυτοκράτορος που μόλις τον είχαν ακρωτηριάσει, αφού τον μάλωσαν. Και στη θέση των χλομών, ασθενικών Ρωμαίων, πλήθος ευτραφών Γότθων, Αντών και Σουηβών, ο δε βασιλεύς των με όνομα Οδόακρος, γυμνός και διάστικτος άνω του ομφαλού, φορών λιτήν ριγέ αναξυρίδα, πελεκηφόρος. Επιφανώς προβεβλημένον ένα μεμοράντουμ με σφραγίδα του Ζήνωνος, του αυτοκράτορος της Ανατολής, εξαιτίας του οποίου αφήσαμε το αγαπημένον μας Κάλλικουμ και καταφύγαμε σε όρη και στενωπούς. Δεν είχε ψηφία και λέξεις, μόνον αριθμούς τινάς.

    Ήτο χαρούμενα άτομα, και έπιναν μπίρες ακατασχέτως, ζυμωμένες με βραστό νερό. Τον οίνο μας τον έδωσαν σε πληβείους και τα λόγια μας τα παράκουσαν. Μας όρισαν την ετησία φοροδοσία. Ζητήσαμε να είναι εις είδος και αρνήθηκαν. Δια πάσαν δε δικαιοπραξίαν ήθελαν δώδεκα χρυσίνους την αννόναν.

    Ο Μάγιστρος δεν με χρειάστηκε. Έβλεπε τους πελέκεις. Ψέλλισε ντα, γιές, mais oui, δακόρ, σισισί και ναίσκε, είτα είπεν χαρασό και αντεγειά και ο Οδόακρος μας έδωσεν προθεσμίαν μηνών ολίγων και να φέρουμε την άλλην φοράν καλόν λογαριαστήν και καλόν μεταφραστήν.

    Επιστρέψαμε και μας στεφάνωσαν οίκαδε. Ήτο ακόμη μεσαίων βλέπετε, ο Θευδέριχος μικρός και η Ραβέννα εργοτάξιον.

     

    Ντίξιτ ετ ιν Αυσόνια έγκο.

  • Μετα το κλείσιμο της Εθνικής Οδού, ο Χρυσοχοΐδης αναλαμβάνει να κλείσει το Εθνικό Θέατρο για να το ξανανοίξει σκηνοθετώντας «Ιππής» στην Επίδαυρο.

  • Μετα το κλείσιμο της Εθνικής Οδού, ο Χρυσοχοΐδης αναλαμβάνει να κλείσει το Εθνικό Θέατρο για να το ξανανοίξει σκηνοθετώντας «Ιππής» στην Επίδαυρο.

  • Σαβουράηβορ

    Έλληνες εκτελεστές με Τούρκους παραγωγούς = η επιτομή της στρεβλής αξιολόγησης. Οι ρόλοι ενός reality είναι σαν διαδόσεις. Όποιος δεν προτίθεται να παρέμβει στο αγωνιστικό τμήμα του παιχνιδιού, σέβεται και προτάσει μια προσωπική βαθμολογία κάθε παίκτη — σε πόσα παιχνίδια νίκησε, με πόσους πόντους. Χωρίς αυτό, η κυρία Ανθή θα δαιμονίζει τους θεατές και ο «ηθοποιός Παπάς« θα τρομάζει τις γεροντοκόρες ως ο υπέρτατος υπεργκόμενος που τα λέει χύμα και τσουβαλάτα.

  • Χαλαρά, σχεδόν εξαθρωμένα

    Ένα κανάλι είχε τακτικό σχολιασμό ενός υπευθύνου τεχνικού της ΔΕΗ ή πωστηνλένε. Στη ζωή μου δεν είδα τέτοιον υδροδιαλυτό τύπο. Πλάνο τριών τετάρτων, κεφάλι ανεξάρτητο του λαιμού και των μελών, χυμένος στην καρέκλα του, μιλούσε όντως αμέριμνος, επικαλούμενος  χωρία από το Έπος «δεν δύναμαι, η υπηρεσία δεν ημπορεί, αμή και ο κώλος μου πονεί». Γανωμένος συνδικάλας, καθώς είχε πιάκει τον συνδυασμό «χιονίζει– άρα βαραίνουν κλαδιά – δις άρα σπάνε – τρις άρα γαμιένται τα καλώδια» με ρεφρέν «καντε προσληψεις κανάγιες». Οι συνάδελφοί του, φυσικά, έφτυναν αίμα στο πουτσόκρυο. Αυτός, μόνον αίμα και χολή. Τουλάχιστον εκεινός ο Γιαννακός της ΠΟΕΔΗΝ ξέρει να σωπαίνει: όταν σωπαίνουν τα πουλιά.

  • Τα άλαλα και τα μπάλαλα

    Aυτές τις τυφλές μέρες που τες βασανίζουν οι εορτασμοί και οι νοσταλγίες είναι δωρεάν, συνήθως γράφω και συμμαζεύω την άλαλην και μπάλαλην κληρονομία μου — κανένα ποίημα που ξεκινούσε με το «ένας αδέξιος στίχος/ και φιστίκια στην αγκαλιά» αλλά ανάθεμά με να θυμάμαι πώς συνέχιζε, ένας αρχαίος φίλος να χαμογελάει στο Φαίη Σμπουκ κι ας είχες να τον ιδείς από την αντιβασιλεία Ζωιτάκη, και πάντα με μισό βλέφαρο ανοιχτό στην τηλεόραση ή σε καμιά ταινία ή σειρά που βλέπω λαθραία.

    Ο νέος χρόνος μου έμαθε πως ο παροδικός μου ήρωας των ημερών, ο Ράγκναρ Λόθμπροκ, από τη σειρά Vikings, υπέστη μαρτυρικό θάνατο που ο ίδιος επέλεξε, ώστε η κάθαρση των τελευταίων επεισοδίων να φέρει φρικτούς θανάτους στους σταυρωτήδες του.

    Αλλά ο Χήρστ, που δουλεύει τη σειρά (όπως εκειός ο Φράνζ Ντέλγκερ που το παίζει Αμερικάνος και μάλλον είναι εγγόνι του άλλου Ντέλγκερ του βυζαντινολόγου επί Κατοχής, και κεντάει στο Game of Thrones) δεν χρειάζεται να κουραστεί πολύ: η νίκη του Γουλιέλμου του Κατακτητή είναι σίγουρη, οι Αγγλοσάξονες θα πάρουνε τομπούλο, η μεγάλη καταγραφή του Domesday Book, έναν αιώνα μετά τις ομοειδείς βυζαντινές, θα κάνει τους επιστήμονες να χάσκουν θεοειδώς.

    Με λίγα λόγια, όσο αίμα και όσο κεφαλοκλείδωμα κι αν πέσει στις στρατιές των οπαδών που λένε «γαμώτη, καλά που δε ζούμε εκείνα τα χρόνια — τι βία ρε παιδάκι μου καλά που οι γκόμενες που παίζουν είναι μακρόταλες» λίγοι θα αντιληφθούν ότι ο σαρκικά ακάλυπτος Μεσαίων είναι μαλακιούλες μπροστά στην σύγχρονη βία, ιδίως του Μέλλοντος που Επέρχεται.

    Στο άκεφο ζάπινγκ των τελευταίων λεπτών που μένω ξύπνιος πριν παραδοθώ στον ενύπνιο θρήνο, πήρε το μάτι μου σκηνούλες από μια απερίγραπτη παλούκα που εχάρηκα χρόνια πριν, κι εννοώ εκείνο το Mamma mia, ντυμένο μουσικά από τους ΑΒΒΑ και όπου οι ηθοποιοί τραγουδάνε α λα μανιέρ των Ομπρελών του Χερβούργου.

    Τρυφερά αρχαία ξεκωλιάσματα νέων ντιλετάντι στο μαγευτικό Αιγαίο των Σποράδων, Νταμούχαρη και έτσι, με βασικό σεναριακό ιστό το «τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά» και στη θέση του Ιναγκάντανταβίντα και των Ντηπ Περπλ, των Them και έστω, του Λάκη Τζορντανέλλι, άντε και της Λόλα Φαλάνα, οι Άμπα, ορε πούστη μου, οι Άμπα!

    Από τα χρόνια του Λιτλ Ρίτσαρντ που παίζει ροκ σε ένα πιάνο με μια παρέα αράπηδες με σαξόφωνα το 56 και τον παρακολουθούνε μόνον ασπρουλιάρηδες έκτακτοι με τον Μπιλ Χαίηλη σε ένα τραπέζι, ως την μπλού Χαουάη με το Έλβις και την Ανν Μαργκαρετ και τους πέτσινους μομπς, αμή και την περίοδο των συγκροτημάτων και ντωντ μπογκαρντ δατζόηντ μα φρεντ και μετά πανκιά και γκλάμ και πλέη μπουζούκι για μένα, εκατομμύρια πιτσιρικάδες, με τα σέα και τα μέα τους φανατίστηκαν με την ελληνίδα άμμο στα γυμνά απόκρυφά τους, κι όποιος έζησε και επέζησε, χαλάλι του!

    Αρνήθηκα την ίδια τη μνήμη μου, όταν σκέφτηκα που στο διάολο ήμανε αρχές της σεβεντίλας, πουθενά οι Άμπες, και κατέληξα πως έβλεπα μια παραλλαγή των Vikings  στο πιο μιούζικαλ. Αντί Βίκινγκς στην Νορθούμπρια, τώρα Σουηδέζοι χαζοχαρούμενοι να ρημάζουν την Εγγλέζικη σκηνή των σέβεντις και τα πλήθη να γουστάρουν. Ες Ω Ές, μαλάκα μου και Ουότερλου. Και ο Γουλιέλμος ο κατακτητής να αλλάζει τον Βρεττανικό νότο. Τότε στο Χέηστηνγκς, τώρα όπως ο Πιρς Μπρόσναν στην Νταμούχαρη.

    Καλά τα λέγαμε τότε, μα ποιος μας άκουγε:

     

    Στο μοναστηράκι Βαυαροί χωροφυλάκοι/ Μες στην αντηλιά, χορεύουν μπρος στον βασιλιά/ Ζωιτάκη

  • What A Difference a Day Made

    Ξαναγυρίζοντας εκεί που ήμουν και φωτογράφισα εχθές το βράδυ τα πάντα ήσαν διαφορετικά. Μια άλλη φωτογραφία. Είχα όμως την αίσθηση πως φωτογράφιζα κάτι στην Αμερική του Βορρά όπως και εχθές το βράδυ. Σιγά σιγά παίρνει σχήμα η εικόνα του πράγματος μέσα μου.

    Μου έγραψε ο Αντώνης για το επτάστερο Μεταξά ως φάρμακο του κρύου και ο συνειρμός που έκανα ήταν ο θείος… ο Μανώλης Μικέλης (το παρατσούκλι του ήταν… ο θείος) που κάθε βράδυ κατέβαζε μισό με ένα μπουκάλι Dewars με πάγο παίζοντας για τους θαμώνες του Act One κι εγώ προσπαθούσα να καταλάβω πως ένας πιανίστας που είχε παίξει με τον Όσκαρ Πήτερσον και τον Τετέ Μοντολιού είχε γυρίσει στην Ελλάδα, κατάλαβα κάποια στιγμή, αλλά δεν έχουν σημασία εδώ οι ήττες και οι τραγωδίες που όλοι κουβαλάμε μέσα μας. Κράτησα την διαφορά εκείνων των ημερών, αφού με έκανε να αγαπήσω τα στάνταρντς με τα απλά, αφελή και συνάμα αισθηματικά λόγια τους. Όπως μου είπε και μια φίλη «Όταν αποκάμνεις, τραβήξου λίγο πίσω, και πιες ένα (γλυκό) φλυτζάνι τσάϊ.»

    Έβαλα ένα κονιάκ, το χιόνι έπιασε να λιώνει!

    Skies above can’t be stormy
    Since that moment of bliss, that thrilling kiss
    (It’s heaven when you find romance on your menu)
    What a difference a day made
    And the difference is you