Tag: {[1]}
-
Πάντως, στον αντίποδα της περίπτωσης Φλαμπουράρη, που νόμιζε ότι του είχαν κλέψει το αυτοκίνητο ενώ το είχε σηκώσει ο δήμος, στεκόμαστε όλοι εμείς, που, όταν μας είχαν κλέψει το τροχοφόρο μας, αφηνόμασταν στις αγκάλες της ονειροπόλησης ότι μας το είχε τάχα μαζέψει ο δήμος ή άντε καμιά τροχαία.
-
Πάντως, στον αντίποδα της περίπτωσης Φλαμπουράρη, που νόμιζε ότι του είχαν κλέψει το αυτοκίνητο ενώ το είχε σηκώσει ο δήμος, στεκόμαστε όλοι εμείς, που, όταν μας είχαν κλέψει το τροχοφόρο μας, αφηνόμασταν στις αγκάλες της ονειροπόλησης ότι μας το είχε τάχα μαζέψει ο δήμος ή άντε καμιά τροχαία.
-
τα όμορφα βιβλία όμορφα καίγονται
-
τα όμορφα βιβλία όμορφα καίγονται
-
Το βέτο και άλλες ιστορίες ευλύγιστου πένθους
Ο Γερμανός δεν άντεξε: θεωρεί πως το βέτο κάθε χώρας της Ε.Ε για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής καθιστά την Ευρώπη Κρόνο που τρώει τα παιδιά του. Και ως παράδειγμα βάζει για πολλοστή φορά την Ουγγαρία, που προσφάτως δεν ομονοεί με τους εταίρους της στο ζήτημα της διαμάχης Ισραήλ-Παλαιστινίων της λωρίδας της Γάζας.
Μεταξύ μας, η διπλωματική ιστορία της Γερμανίας από την σύμπηξή της σε κράτος από τα χρόνια του Βίσμαρκ και του Κάιζερ, δύσκολα χωνεύει συναινετικές τεχνικές όταν και όποτε λειτουργούσε με τις πρώτες ύλες της, την αποικιοκρατία της, και βέβαια με το ζωνάρι της λυμένο για καυγά.
Παραμένει, παρά τις γαλλικές ιερές εμπνεύσεις, μια πανίσχυρη χώρα που δεν υπέκυψε ποτέ στον διπλωματικό αγγλοσαξονισμό και έφερε την Ευρώπη όχι άπαξ στα όρια της εξαθλίωσης. Κι όταν, όπως τώρα, μουρμουράει για εμμονές ουγγαρέζικες και έτσι ή αλλοιώς η Κίνα, ο συνήθως καταπτοημένος μη Γερμανός αναγνώστης των τεχνικών της, οφείλει να αναπληρώνει τα επίσημα χείλη της γερμανικής διπλωματίας σε άλλη κατεύθυνση: η Γερμανία, αν το εξετάσετε σε βάθος, βράζει όποτε «αναγκάζεται» να περάσει από τα Καυδιανά δίκρανα της Σοά, η γραμμή Όντερ-Νάισσε παραμένει λογικό της Βαλκυριανό σύμβολο, ενώ όλο ξέρουν πως είναι σε θέση να επανεξοπλιστεί ώσπου να πούνε «αλεύρι» οι σύμμαχοί της.
Η στάση της δεν είναι ακριβώς υποκριτική, αλλά ένα δάσος από δεύτερες σκέψεις το έχει καταντήσει πριονιστήριο ιδεών. Για παράδειγμα, επί δεκαετίες καλλιεργεί την αρχαία σχέση Αψβούργων-Ντιβανίου, αποβλέποντας μακροπρόθεσμα στην ένταξη μιας πλατφόρμας 80 — βάλε εκατομμυρίων Τούρκων στο μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης.
Μη γελιέστε: Τούρκους και όχι Μαγιάρους μολογάει όποτε δηλώνει πως το βέτο της Ε.Ε είναι μια ενοχλητική αγκίδα στο δάχτυλό της. Στους λογαριασμούς της, η ύπαρξη της σπαραγμένης Κύπρου με την φίλη της Ελλάδα (στη Γιουροβίζιον) αποτελεί έναν μπαχτσέ με ενοχλητικά αγγούρια που αρνείται να καταναλώσει. Αν θέλετε, θεωρεί σπαστική την «βαλκανικότητα» που την χωρίζει από την καλή της φίλη, την πέραν των Στενών και την λειτουργούσα ως μπάστακα έναντι του μαυροθαλασσίτικου μετώπου.
Περιττό να υπενθυμίσω πως Ενωμένη Ευρώπη χωρίς Βέτο αποτελεί εφιάλτη για Ελλάδα και Κύπρο, καθώς οι δύο χώρες έχουν στηρίξει την επιβίωσή τους σε ένα κοινό μέτωπο στηριγμένο στην αρνησικυρία, έτσι και κάποια ευρωπαϊκή χώρα αλλάξει δραγουμάνο και σερίφη. Επίσης, σημαίνει την παράδοση των δύο χωρών σε έναν υπέρτατο σωβινισμό με πινελιές αυταρχισμού και άλλα δεν λέγω.
-
Ζητώ απάντηση σε απλό ερώτημα…
Όχι «πόσοι εμβολιάστηκαν» αλλά «πόσα εμβόλια είναι διαθέσιμα στην χώρα σήμερα». Για να κάνει ανεμπόδιστος τα ερωτήματά του ο εισαγγελέας…
-
To άσυλο και άλλες θεωρίες
Ανοίγοντας κανένα τεφτέρι για να εντοπίσεις τι εστί άσυλο, περνάς μερικές ώρες με τον ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς, με το «Φονικό στην Εκκλησιά» και την σφαγή του Μπέκετ σε ένα ιερό, και βέβαια, πρέπει να ξεπεράσεις τόννους και τράνζιτ εικοσάποδα εμπορευματοκιβώτια όπου θρηνείται ένα «πανεπιστημιακό άσυλο», για «την ελευθερία του ακαδημαϊκού λόγου» και τελικώς, με την ανάλυση ενός ιδιαίτερου ανθρωπολογικού όντος, τουτέστιν του Πρυτάνεως και του Συμβουλίου του, όπου συνήθως τελείται ο λαογραφικός παιγνιώτης διάλογος, στο στυλ του Γκέω-Βαγγέω, ήτοι «μου χαλάνε εισβολείς το Ίδρυμα» «και γιατί παίρνετε την αστυνομία;» «ποιον να πάρω, κανά βαγόνι του μετρό;» και έπονται διάφορες χαριτωμένες ενστάσεις.
Κι αυτά είναι όλα στάχτη στα μάτια και μάσκα εύμορφη όπως οι Ναουσαίες Μπούλες, όπου αμάν να μη θίξουμε την σπουδάζουσα νεολαία, κι ας παραπέμπει συνήθως στο Κουρδιστόν πορτοκάλι του Κιούμπρηκ. Και βέβαια, δεν συμβαίνει κανένας λιμός, λοιμός και καταποντισμός, αλλά μία ευφυέστατη διαδικασία απεμπλοκής από αστυνομικά μέτρα και πρόστιμα. Συγκεκριμένα, μαθαίνουμε ότι:
- περιπτεράδες, ψιλικατζήδες και διανομείς πουλάνε αλκοόλ και φουντούνια στην πανεπιστημιακή περίμετρο, είδη που οι φοιτητές αγοράζουν.
- Και επειδή απαγορεύεται η μούζικα ώσπου να αποφασίσουν οι υφηγηταί τι εστί ηχείον και ντεσιμπέλι, το πανεπιστημιακό άσυλο κυκλώνεται από αυτοκινητέλια δώρα του μπαμπά, με μεγκάλα ηχεία όπου στιβάζεται χορευτική μουσική.
- Τελείται μία μουσική εκδήλωσις που δεν την εμποδάει τίποτε από αρκετές εκατοντάδες έως λίγες χιλιάδες νέων εκ του ροκ του μέλλοντός μας και άντε πάλι από την αρχή.
Προς γενική κατάπληξη της κυρίας Αριστοτελίας, οι διασκεδάζοντες δεν είναι χαμένοι στη μετάφραση συριζαίοι ή οπαδοί των στοχαστικών εισπνοών του κυρίου Καρανίκα, αλλά απλοί, πολύ απλοί και μη ψηφίζοντες εργάτες του πνεύματος που δουλεύουνε ψιλό γαζί τις μεγάλες ηλικίες, όπως επιτάσσει η νεοελληνική παράδοση που έτρωγε βρωμόξυλο και σπούδαζε από την εποχή των συλλαλητηρίων για την Κύπρο «μας». Οι εκδηλώσεις αυτές είναι σοφά σχεδιασμένες, στα όρια των όποιων κανονισμών και αστυνομία δεν παρεμβαίνει αφού κανένας διοικητής της δεν τρελάθηκε να τα βάζει με το άσυλο.
Με τόσες χιλιάδες αστυνομικούς, με την Παιδεία σε χέρια αυτοσχεδιαστών του οργανωμένου τίποτε, με πανεπιστημιακή αστυνομία που θα χαραμιστεί άπραγη σε καμπίνες θυρωρείων των Σχολών, θυμήθηκα πως όταν τον οίακα του Κράτους εκράτει το σπουδαστικό της Ασφάλειας, κανένα μέτρο δεν ήταν αρκετό για να εμποδίσει τους εθνοτοπικούς συλλόγους, τις μαζικές υπογραφές φοιτητών και παρά τον διχασμό σε κινέζους, πανσπουδαστικούς και άλλες περιπτώσεις, οι καταλήψεις εμποδίστηκαν προσωρινά δια του αίματος και πάντα υπήρχαν ζώσες αντιστάσεις, από τον δεύτερο εξώστη του Φεστιβάλ εως καντάδες στα σκαλοπάτια καθηγητών που έδειχναν να συμπαθούν τους φοιτητές. Έως και γενική συνέλευση που ήλεγχαν οι χουντάρες έγινε, κι ας επιχειρούσαν οι λοκατζήδες άσκηση στα κενά των πτερύγων του πολυτεχνείου. Αλλά τα παιδούδια μας έχουν πλέον την ηλικία του Τσίπρα και άλλων προγερόντων που θα θεωρηθούν σε λίγο παλιές καραβάνες, επομένως αν περιμένετε να λύσετε ζήτημα σπουδαστικό με διάλογο, γελιέστε.
Περνάμε περίοδο μεταπανδημίας και δεν έχουμε καν τα Μακρά τείχη που ζέχνουν από τα πτώματα και ο Περικλής του «Επιταφίου» πόθανε. Κι απόμενε για να συνετίσει τους χορευταράδες μια ομάδα γιατρών (sic) και η αντιεμβολιαστική προπαγάνδα. Τα μόνα μέτρα που βλέπω πιθανά, είναι (α) να εμβολιαστούν τα παιδιά έναντι ανταλλαγμάτων ή (β) να προσληφθεί κασκαντέρ του Στέιθαμ που δουλεύει στο στούντιο Nu της Μπιλγκαρίας, να οδηγήσει ελικόπτερο βαρέος τύπου με μεγάλη απόχη στην κοιλιά, και να μαζεύει κατοσταριές τα φοιτητάκια που θα τα κατεβάζει σε περίπτερο της ΔΕΘ για εμβολιασμό. Αλλά οι κυβερνητικοί θα αναθέσουν την υπόθεση σε κάτι πάρα πολύ ανταλλακτικό και παιδαριωδες, έστω και μειρακιώδες οπότε άστα να πάνε, άστα λα βίστα.
-
Ιδιόγραφο
Σήμερα, έκτη του μηνός Ιουνίου, κλείνουν δεκαπέντε χρόνοι που άρχισα το blog. Ήταν στην Κέρκυρα, ετοιμάζαμε στο χωριό ένα θεατρικό με τους συγχωριανούς, και έγραφα ήδη επί οκτώ χρόνια, καθημερινά σε εφημερίδα. Ένα τέρας, ονόματι «Εσπανιόλα», έκλειναν ήδη δύο χρόνια που μου έτρωγε τα σκώτια. Το πάθος δεν μειώθηκε — έως να κλείσει το 2007, δούλευα άλλα τρία blogs, πυρετωδώς. Κι αν η καθημερινή γραφή ξέφυγε από την ημερολογιακή συνήθεια, ωστόσο στάθηκε αφορμή να μετατραπώ σε αναγνώστη άλλων blogs. Ήταν ένας πρωτόγνωρος εθισμός που μετατράπηκε σε σύνδρομο στέρησης. Και δεν αναφέρομαι στις παραγγελίες κειμένων, που δεν έλεγαν να σιωπήσουν.
Καπάκι σε αυτά, άρχισα να ζω με απόλυτη προτεραιότητα στο θαύμα της Γραφής και στην ανταλλακτική της δύναμη. Φανταστείτε λοιπόν, όταν κόλλησα φατσαμπουκίαση, τρία χρόνια αργότερα, πόσο ο διαθέσιμος χρόνος που διέθετα, στέγνωσε, ξεράθηκε και πετσικάρισε. Ακόμη κι όταν άφησα την Κέρκυρα υπέρ Θεσσαλονίκης, Αθηνών και πάλι Θεσσαλονίκης, με υγεία και αρρώστεια, με εργασία και ανεργία, ποτέ ο βίος δεν υπήρξε τόσο εμφανώς χαραγμένος ωσάν μονοπατάκι σε χαίνον βάραθρο. Περνώντας οι μέρες και εμβαπτισμένος στο φρικτό ρητό «μάθε γέρο γράμματα», ήταν αφάνταστα εχθρικό να έδυε ο ήλιος και να μη είχα προσφέρει στις Μοίρες ένα κείμενο. Αν δεν έγραφα, δεν υπήρχα.
Φυσικά, η συγγραφή απαιτούσε καύσιμα που ενίοτε δεν είχα. Τότε, έκαιγα κάνα μπλουζάκι, μασούσα ένα καπέλο, έκλαιγα ωσάν κροκόδειλος μακριά από τον βάλτο του. Διότι ο Μολώχ και οι θεότητες που παροδικώς τιμούσα, και παρά τις σποραδικές παρακλήσεις μου, δεν ήταν πολύ ομιλητικές, ακόμη και μεταξύ των.
Ξέθαψα πάλι, με το λέγε-λέγε, υλικό που χωράει σε μια σελίδα βιβλίου σχήματος ογδόου με στοιχεία οχταράκια ελζεβίρ, κι έχω πολλές ελπίδες να δώ τον ήλιο της 7ης Ιουνίου, να ανατέλλει. Λέω μάλιστα αξημέρωτα να βρεθώ στην βέργα της οδού Πολωνίας, ή Πρίγκηπος Νικολάου, ή Σβώλου, που ξεκινά από το Λανάρι στεφανωμένο με της αυγής το φως και σβήνει με φραγή την Καθολική εκκλησία διαπερνώντας την Ερμού κι ως το σκαλοπάτι της Φράγκων, ήτοι σε αφανή χάρτη που διδάσκει πως η πόλη, ακόμη και στην προφανή της χάραξη, χωνεύει περίφημα το μπαγιάτικό της αίμα.