Tag: {[1]}

  • Η Αλεξάνδρεια (μιμίαμβος)

    Δεν ήξερα πολλά για την Αίγυπτο, εκτός πως έλεγαν Μήνη τον πρώτο της Φαραώ, πως η Αλεξάνδρεια χαράχτηκε με αλεύρι και πως εκεί διαπράχθηκαν οι δέκα πληγές και έπαιζε στη διήγηση ο Γιουλ Μπρύνερ. Ως γερμανόφιλος οκταετής τσόγλανος δεν άντεχα που ο Ρόμμελ ήταν έμφορτος στρατηγημάτων πλην τον νίκησε ο Μονγκόμερης, ένας πετσικαρισμένος και φαντασμένος στρατηγός. Αλλά έτυχε να μου επιβάλει ο βίος μια σκαλομαρία ― έτυχε και επί μία δεκαετία την έζησα πολλές φορές.

    Δεν ήξερα, αλλά έμαθα πως στο χορτάρι της Αλεξάνδρειας έβοσκαν πολλοί τσαλαπετεινοί και οι δενδροστοιχίες της ήταν από ακακίες. Πως στο αεροδρόμιό της οι αποσκευές, η μια επάνω στην άλλη, έμοιαζαν μυστηριωδώς με το βαλιτσομάνι στο Άλεν Ντάλλες της Ουάσινγκτον, και πως ως ταπετσαρία γελαστή οι ασελγείς της έφηβοι περίμεναν μεσήλικες ταξιδευτές προσεκτικά ενδεδυμένους, με βαμμένο κορακί μαλλί, λευκοπρόσωπους με ενσωματωμένο χρυσό ανάερο γυαλάκι και ειδικό μορφασμό στα χείλη, δουλικά μιμούμενοι κάποιο πορτρέτο του Καβάφη, σπανίως Έλληνες. Αν έβγαινες να βολτάρεις από τον κοιτώνα σου στη δροσιά ενός χειμωνιάτικου δειλινού, τα στέκια που επώλουν σίσα και κασκαντέ διέθεταν τους ίδιους εφήβους να συνοδεύουν τους ίδιους Καβαφείς με άλλην ένδυση, χωμένοι στις βαθύζωνες ξαπλώστρες, πέραν του Φάρου. Οι ίδιοι έφηβοι συνόδευαν σεμνά κορίτσια του Λυκείου σε αφανή ραντεβουδάκια ή στρατολογούνταν από ευρωπαίους ανασκαφείς με μεροκάμματο ένα λίτρο μπετζίνας.

    Η ίδια η Αλεξάνδρεια ήταν μια άλλη χώρα και όχι μια ακόομη πόλη. Παρεκτός την συνήθη λωρίδα μοδέρνων κτιρίων, κάτι πυργοειδών, της Βιβλιοθήκης σε διεθνές στύλ και μία ζώνη επίζηλο παραθαλάσσια, που έφτανε έως την Λέπτις Μάγκνα και τα κιτρινωπά της ερείπια, η ψύχα και η ουσία της ήτονε συνοικίες όχι πολλές περιόδου Αγγλοκρατίας και έως του εγχρώμου σινεμά, φθαρμένες, όπου για να κατοικήσεις ανέτως, νοίκιαζες και μία οικογένεια του Δέλτα ώστε η κυρά να συμμαζεύει και να μαγειρεύει, ο σύζυγος να ψωνίζει και να συμβάλλεται με ταξιτζή που κουβαλούσε τα σφραγισμένα νερά από ένα μακρινό γερμανομάγαζο, ενώ τα παιδάκια γιόμιζαν τον αργελέ και εφάρμοζαν σωστά το επιστόμιο, αφαιρώντας το πλαστικό σκέπασμα. Όλοι ζούσαν κάτω από τα κλιμακοστάσια.

    Στην Αλεξάνδρεια, έψαχναν ματαίως τον τάφο του Αλέξανδρου, διότι ο Γάλλος ναύαρχος που πριν τον Αιγύπτιο μηχανικό χαρτογράφησε την πόλη, τότε χωμένη στην άμμο, το έπραξε από την πρύμνη της φρεγάτας του και καταμέτρησε μια κατά μήκος λωρίδα αξιοπρεπώς, αλλά δεν έβλεπε καθόλου το νότιο τμήμα της αρχαίας πόλης, μήτε πολύ από το δυτικό της τέρμα. Έτσι την μαρμάρινη πόλη με το σταυροδρόμι ενός πλέθρου δεν την είδε, παρά εξέλαβε ως τέρμα Θεού την επιμήκη λεωφόρο, χωρίς διαμήκες τμήμα, έτσι οι μιμητές του ναυάρχου ώσπου να μετρήσει σωστά ο Αλ Φαλάκι, τοποθετούσαν το Σώμα ή Σήμα ένα στάδιο πιο αλλού. Κι έτσι έμεινε. Και μιλάμε για πόλη που οι Άραβες διατείνονταν πως από την λάμψη και την ασπρίλα μπορούσες να περάσεις στην αφώτιστη νυχτερινή λεωφόρο κλωστή σε βελόνα ― τόσο λάγαρο ήταν μέρα και νύχτα το Φώς.

    Αλλά η Αλεξάνδρεια δεν ήταν το σινεμά του Φαρούκ, οι κολυμβητές στις αποθήκες του Στράβωνα και η σκεπτομορφή του Κωστή Μοσκώφ, αναμίξ με θρύλους για τη λίμνη του Μαντείου, το «Χαίρε παιδίος» μια συζήτηση ερμηνευτική περί του πώς το λυγιστό δομικό ξύλο των φοινίκων προσέδιδε μια λικνιστική αίσθηση στον χτίστη και κάτοικο μιας επαύλεως από τοπικά υλικά.

    Άλλα δεν λέω για την Αλεξάνδρεια, καθώς μου βαραίνουν το στομάχι το Ασουάν και το Κάιρο και τελευταία μόλις ανατρέξω στο παχύ μπεμπέ-γαμωτσιμέντο της Ακρόπολης των Αθηνών, μια αιματωμένη κύστη πληθαίνει στο αφηγηματικό μου στόμα, και αδυνατώ να μη σωπάσω.

  • Αεροπόροι

    Για τους αεροπόρους ξέρω λίγα πράγματα. Ότι είναι γενναίοι, ότι έχουν esprit de corps, ότι πετώντας μιλούν συνθηματικά. Ξέρω επίσης μερικά για την «δίκη των αεροπόρων». Αλλά στον ποιητικό μου κουβαρά, ήξερα ότι κάνουν δύσκολη ομοιοκαταληξία. Ε, ήρθε κι αυτό και διαλύθηκε, όταν στις δύο πρωτοχρονιάτικες εκδοχές — δημόσιες εκτελέσεις της «Παξιμαδοκλέφτρας», οι τραγουδιστές προτίμησαν την εκδοχή «ήσουνα ξυπόλητη και μάζευες τους σπόρους, τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους». Κι εγώ είχα διευρύνει τους πνευματικούς μου (όιντα!) ορίζοντες (άλα τις!) με την εκδοχή «ήσουνα ξυπόλητη και τάιζες κοκκόροι, τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόροι».

    Η «Παξιμαδοκλέφτρα» είναι ένα παμπάλαιο σαμπάχ που εμφανίστηκε μεσοπολεμικά στην δισκογραφία υπό τα ονόματα των Μπέζου-Δημητριάδη. Ανήκει στα αριστουργήματα όπου οι στίχοι αλλάζουν ανά εποχή, και στολίζουν την εκάστοτε πραγματικότητα. «Αεροπόροι», σύμφωνα με αυτά, μπορεί να μη είναι οι πραγματικοί,αλλά οι μεταξικοί λαχνοί «υπέρ της αεροπορίας», όπως «μανοηλάτα» έλεγαν τα υπέρπυρα του Μανουήλ Κομνηνού και «μέγκλα» το καλό ύφασμα made in England. Στην εκδοχή «σπόρους-αεροπόρους», μπορεί να έχουμε κάτι σεξικό, όπου ο «σπόρος» είναι ο άπειρος νεαρός και «αεροπόρος» ο έμπειρος άντρακλας. Αλλά και οι «κοκκόροι» πάλι πονηρό υπονοούμενο μου φαίνεται, ενδεχομένως από το πάλιν εγγλέζικο «cock». Πάντως με τέτοια φιλολογίζοντα σχόλια, δεν μπόρεσα να ερμηνεύσω γιατί δεν παίξανε τα παιδιά την εκδοχή που μ΄αρέσει. Και μ΄αρέσει επειδή φαίνεται σόλοικη και εμάς τους γραμματικούς  αρέσουν πολύ τα εκτός κλασικών κανόνων στιχάκια. Ίσως επειδή δεν τολμάμε να τα γράψουμε, μήπως και μας καταγγείλουν οι φιλόλογοι.

    Η παράδοση της «παξιμαδοκλέφτρας», στιχικώς έχει ρίζες στην «νέα κωμωδία» και σίγουρα στον Πτωχοπρόδρομο: «εσύ σουν παρακατιανός και γώ ήμουν Ματζουκίνη». Δεν είναι «κλασικό» ρεμπέτικο, αλλά μάλλον υιοθετημένο παιδάκι, που μεράκλωνε τις παρέες και εντάχτηκε στο πρόγραμμα. Αυτό δείχνει η ποικιλία των στίχων πάνω σε έναν πανίχυρο μουσικό καμβά. Μαζί με τις «ομολογίες» και τα «πασουμάκια» φωτίζουν απρόσμενα εκείνο το «πανούργου γυναικός πολλή ευτραπελίαν» που με μπέρδευε στον Θεόδωρο Πρόδρομο. Μπορεί να εννοεί ότι από τις γυναικείες αβανίες, οι άνδρες δεν έχουν τα νεύρα τους, αλλά τους πιάνουνε τα γέλια.

    Το χρειαζόμουνα αυτό το γραμματολογικό διάλειμμα, και νομίζω κι εσείς, «υποκριτές αναγνώστες, παρόμοιοί μου κι αδελφοί μου». Βαριέστησα με τα κάλαντα και τα πολιτικά λόγια και το πνεύμα των εορτών. Φεύγουν μεθαύριο και οι καλικάντζαροι, θα΄χουμε αναδουλειές. Εξάλλου δεν ήμουνα πάντοτε ένας ξυνομούρης στιφός και φαρμακόγλωσσος. Όπως μνημονεύει ο Μουφλουζέλης «εκτός από τον έρωτα μ’ άρεσει το μπουζούκι, μα εσύ στερείσαι καλλιτεχνικά».

     

    [επιδιορθωμένο κείμενο του 2004]

  • Πώς τον λέν’ τον ποταμό

    Ο Μένιος Φουρθιώτης επιμένει να γράφει επισήμως το βαπτιστικό του ως Μαίνανδρος, και με ελληνικά και με λατινικά στοιχεία (www.facebook.com/mainandros), αν και στον Συναξαριστή δεν υπάρχει αυτός ο τύπος ονόματος. Υπάρχει το Μένανδρος, παλαιό ελληνικό όνομα, με δύο μάρτυρες που γιορτάζουν είτε στις 31/3 (“Γυμνόν συρέντα τον Mένανδρον εν πέτραις, στολήν ο Xριστός ενδύει σωτηρίας”) είτε στις 19/5 (“Πολύαινος Mένανδρος εκτετμημένοι, πολλών επαίνων αξιούσθων αξίως”). Το Μαίανδρος υπάρχει ως μη Χριστιανικό όνομα, και αναφέρεται στον ποταμό Μεντερές ή στο αρχιτεκτονικό σύμβολο.

    Με το παρόν σχόλιο ουδόλως επιθυμώ να υπαινιχθώ ότι ο κ. Μένιος δεν γνωρίζει να γράφει το όνομά του. Αντιθέτως, βρίσκεται στην κορύφωση μιας παιδευτικής διαδικασίας που ξεκίνησε από τα δισύλλαβα ονόματα (“Μαμά”, “Νανά”) και προχώρησε στα απλά τρισύλλαβα  (“Τζούλια”, “Mαρέβα”, “Κυριάκος”) για να φθάσει στην επιλογή του συγκεκριμένου σύνθετου τύπου (“Μαίνανδρος”), που είναι τόσο μοναδικός στην ελληνική γραμματεία όσο μοναδικός είναι και ο κ. Μένιος στην ελληνική κοινωνία.

    Αλλά ― για ορθογραφία να μιλούμε τώρα, στη χώρα και την κοινωνία που μας έδωσε έναν Γιάνη;

  • Μασάζ στη κοινή γνώμη

    Εντέλει στους νεκρούς της Μαρφίν σταμπάρατε τους αυτουργούς ή όλα έγιναν για να ξεπεισματώσει ο Χρυσοχοΐδης; Ή τους ξαμολύσατε για να αποφύγετε κάτι άλλο, αλλούτερο και εχθρικό της βάναυσα χτισμένης φήμης σας;

  • Στο τέλος, θα φάμε τα μουστάκια μας

    Τα συνηθίσαμε τα σκουπίδια. Έχουμε πατήσει πάνω σε αναποδογυρισμένους κάδους για να διασχίσουμε ένα μικρό δρομάκι, έχουμε περάσει δίπλα σε πολύχρωμα βουνά από δαύτα, που έφταναν ως το μπαλκόνι του πρώτου, όταν οι υπάλληλοι καθαριότητας απεργούσαν. Έχουμε βγει από τη θάλασσα έχοντας κολλημένο πάνω μας χαρτί κουκουρούκου, έχουμε ψαρέψει γαλότσα. Τηλεοπτικά σκουπίδια στο πλατό της Ανίτας. Άλλες φορές μας τάισε ιστορίες με ανθρώπους ψυχικά άρρωστους, άλλες με παραμύθια πληρωμένων ψώνιων και ντεμοντέ μαγκιές, “φυλακτουίτα.” Μητσοτάκηδες-κλώνοι σε όλα τα πόστα, με τα τρομακτικά εκείνα μάτια συνεχώς σε διαστολή, γινόμαστε καθημερινά τα σκουπίδια τους, αφού με ευκολία μας στοιβάζουν σε ουρές του ΟΑΕΔ, σε λεωφορεία, σε εμβολιαστικά κέντρα και δανεικά κρεβάτια ΜΕΘ. Αν δεν τα καταφέρουμε απλά θα κλείσουν το καπάκι. Καπάκι ο Μένος με τα skinny trendy κοστούμια και το μαλλί αλλουνού, που ασχολείται με την ανακύκλωση. Με τα απορρίμματα που έχουν πολτοποιηθεί σε τενεκέδες και η βρώμα τους είναι δυσβάστακτη. Τότε αναλαμβάνει αυτός να μας φρεσκάρει τη σαπίλα με αμπούλες χρυσού, χαβιάρι και πολιτική ατζέντα υαλουρονικού οράματος. Πατούληδες και Μαρίνες με χρυσά δάκρυα και περιττώματα, που επιπλέουν όσες φορές και να πατηθεί το καζανάκι.

    Αμπαρωμένοι στα σπίτια μας προσπαθούμε με ό,τι μέσο διαθέτει ο καθένας να κρατήσει την ψυχική του υγεία, μήπως και τη βγάλει καθαρή. Ένα πιάτο σπιτικό φαΐ πάντα βοηθάει. Όμως βρήκαν τον τρόπο οι σεφ της καρδιάς μας να μας δείξουν πώς να τρώμε και τα σκουπίδια. Όλοι ξέρουμε, όλοι έχουμε δει ανθρώπους στους κάδους τη νύχτα. Όμως τώρα είναι κάτι διαφορετικό. Η εκπομπή μοιάζει με φάρσα. Τα παιδιά, άλλα αηδιασμένα και άλλα σε τρομερή έκσταση, κατάφεραν να ζωγραφίσουν στο τεστ δημιουργικότητας. Μια σακούλα χοντρό λιπαρό δέρμα κοτόπουλου που μοιάζει με το μείγμα που βγαίνει από σωληνάκι στη λιποαναρρόφηση κοιλιάς, το κάνουν κάτι που μοιάζει με μαργαρίνη. Ωραιότατη μαρμελάδα από φλούδες πατάτας, κάτι ζελέδες με τα σπόρια ντομάτας, τις κουκούλες από το χταπόδι ξέρω ‘γώ. Τις φούσκωσαν σαν βυζιά σιλικόνης. Είχε πολλά ακόμη ο πάγκος, και μέσα σε αυτά, κοτσάνια από μπρόκολα και φυσικά το απόλυτο γκουρμέ συστατικό, που δεν ήταν άλλο από τα μουστάκια των φρέσκων κρεμμυδιών, ναι αυτά, που όσο και να τα πλύνεις θα βρεις ενδιάμεσα χώμα και πέτρες. Τα τηγάνισε κάποιος Ιωάννης και τα φάγανε.

    Καλή ή προσπάθεια, καλό και το οικολογικό μήνυμα “Στην κουζίνα δεν πετάμε τίποτα.” Εμείς λοιπόν η γενιά των καθόλου και των λίγων ευρώ, πηγαίνουμε στο χασάπη για μισό κιλό κρέας και του ζητάμε να είναι “καθαρό”, δηλαδή με το μαχαίρι να πετάξει νεύρα, χόνδρους και λίπος. Τρώμε σαρδέλες ή γαύρο, αλλά τα ψειρίζουμε μια ώρα για να δούμε αν έχουν σφιχτό δέρμα και καθαρά μάτια. Τις ρημάδες τις φλούδες από τις πατάτες τις ρίχνουμε στη σακούλα, άντε για τους πιο ψαγμένους γίνονται λίπασμα κομπόστ. Δεν αντέχουμε άλλα σκουπίδια ρε σεις, αν συνεχίσετε έτσι στο τέλος σίγουρα θα τα φάμε τα μουστάκια μας, τα κανονικά, και θα ‘ναι κρίσπι.

  • Ούτε στο νυχάκι μας

    Παρέλαση από φαραωνικές μούμιες στο Κάϊρο. Περσινά ξινά σταφύλια. Εμείς τσιμεντώσαμε την αρχή των Παναθηναίων, από τον Παρθενώνα σε μοδέρνο ασανσέρ.

  • Come and keep your comrade warm

    Είν΄όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια.

    Υποθέτω πως επειδή ο ιδιωτικός τομέας της Νοσηλείας δεν νοσεί αλλά γνωρίζει πιένες με την πανδημία, καμία μητσοτακογενής κυβέρνηση δεν σκοπεύει να «χαραμίσει» σε κρούσματα covid-19 την ιδιωτική πρωτοβουλία και σε αυτόν τον τομέα. Οι κινήσεις αυτών των ανθρώπων (πάει πολύ να τους πεις «κυβερνήτες») περιορίζονται στο «αμόλα καλούμπα» αν σφίγγουν τα πράματα.

    Το γενικό σχέδιο δράσης που βλέπουμε να ξετυλίγεται, έχει μια ουρίτσα καταγωγής από κάποιο αόρατο προεκλογικό πρόγραμμα. Οι υπουργοί τρέχουν στις διαταραγμένες επαρχίες και ενίοτε τάζουν μια έκτακτη χρηματοδότηση στους εμπόρους που έχουν φτάσει στο «αμήν». Ο σχεδιασμός — φαντασμάρες (και άρες μάρες κουκουνάρες) περί δημιουργίας προσωρινών χώρων νοσηλείας στα υπόγεια του Παλαί και του Βελλίδειου (ούτε κουβέντα να επιταχθούν ΟΛΑ τα περίπτερα της ΔΕΘ) παρέμεινε προσχηματικός και φασματικός.

    Όλες οι ιδέες, καλές και επίφοβες, πάντως αδούλευτες, βρέθηκαν στο τραπέζι. Η κυβέρνηση ανέχτηκε μια σωρεία εισηγήσεων γερόντων και υπεργήρων σε άδειους δημόσιους χώρους για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση. Η νεολαία εκπροσωπείται επαρκώς από τυπάδες που οργανώνουν πάρτι και καταγγέλουν που δεν αφαιρέθηκε ο Κουφοντίνας από τη λιστα των κρατουμένων και ζητούν κάτι εξεγερτικά να μη μπαίνει αστυνομία στο φέουδό τους και άλλα. Ξεχνώντας πως οι φοιτητές που γέννησαν τους σημερινούς μπλαζέδες δεν κώλωσαν που τους πίεζε το σπουδαστικό της Ασφάλειας και τράβηξαν τα πάνδεινα σε ένα βραχυκυκλωμένο περιβάλλον από φοιτητές–παγκολίνους, και άλλα δεν λέω.

    Δυστυχώς η κυβέρνηση δεν θα πέσει όπως συνήθως έπεφτε λόγω Αποστασίας ή του Πατέρα με τις πολλές καραβάνες στην Κατοχή. Κανέναν δεν ακούω να αρνιέται τεκμηριωμένα πως δεν είναι στην εξουσία κάποια Δεξιά Κυβέρνηση, αλλά ένα κυβερνητικό ζελέ από απολίτικους κολλητούς του Αρχηγού. Και θα ήταν παρηγοριά εάν ο Σύριζα εκπροσωπούσε κάποια δόση κεντροαριστεράς και όχι ένα Αρματολίκι παλαιού δεκαπενταμελούς.

    Η παρούσα κυβέρνηση στην εξωτερική της πολιτική αποφάσισε να επιστρέψει στα χρόνια του Πιουριφόι και δηλώνει έτοιμη να συμπαρασταθεί στον Μπάιντεν, έναν τύπο  γεννημένον με τον εμβρυουλκό της Θεωρίας των Δύο κόσμων. Μη περιμένετε λοιπόν πολλά ευρηματικά για να ηρεμήσει το εσωτερικό μέτωπο. Μας απειλεί η αυταρχικότητα, ο Μπαλσοναρισμός και πάρτε το χαμπάρι. Αυτοί που κατέχουν δημόσια πόστα, δουλεύουν με εντολές άνωθεν, που κι αυτές είναι σιβυλλικές:

    Oh, show me ’round your snow-peaked mountains way down south/ Take me to your daddy’s farm/ Let me hear your balalaikas ringing out/ Come and keep your comrade warm

  • La Opera è Buffa

    Νεότερος, όταν ήμουν πιο απόλυτος, είχα αποφανθεί πως όλη η όπερα είναι buffa, καθώς το θέαμα μου φαινόταν κωμικό και δεν έβλεπα το λόγο να καθήσω να παρακολουθήσω μια ξεπερασμένη μορφή τέχνης σαν να είναι σύγχρονη. Αυτή η άποψη δεν με έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή στην οικογένειά μου, αλλά θεωρώ ότι γλύτωσα πολύ χρόνο από τη ζωή μου αποφεύγοντας τις βαρετές παραστάσεις, και τον αξιοποίησα σαφώς δημιουργικότερα.

    Μεγαλώνοντας στην Ελλάδα μετά το 1989, είχα αποφανθεί πως όλη η ιδιωτική τηλεόραση είναι trash, γιατί δεν έβλεπα κάτι που να διαφοροποιείται προς το ανεκτό, ακόμα και στα λεγόμενα μεγάλα κανάλια. Ούτε αυτή η άποψη με έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή στην οικογένειά μου, αλλά δεν με ένοιαζε πια η αποδοχή των συγγενών, και πάντως είχα μεγαλώσει αρκετά για να αμφισβητήσω ο ίδιος την αξιολογική μου κρίση: αυτό που για εμένα ήταν αποκρουστικό σκουπιδαριό, μπορεί για τον διπλανό μου να ήταν απολύτως αποδεκτό και ελκυστικό ― και όπως αποδείχτηκε ήταν, κι όχι μόνον στην τηλεόραση.

    Έτσι λοιπόν αναδείχτηκαν διάφοροι απρόσμενοι αστέρες, κάποιοι από τους οποίους έκαναν την υπέρβαση και είχαν διάρκεια: Ο τηλεπωλητής Κυριάκος Ιωσήφ Βελόπουλος εξελέγη βουλευτής Θεσσαλονίκης με το ΛΑΟΣ το 2007 και το 2009, δεν εξελέγη με τη Νέα Δημοκρατία, και το 2016 ίδρυσε κόμμα το οποίο τίμησαν με την ψήφο τους 209.290 συμπατριώτες μου στις εκλογές του 2019. Ο Σπυρίδων Άδωνις Γεωργιάδης, συνάδελφός του στις τηλεπωλήσεις, το ΛΑΟΣ και τη Νέα Δημοκρατία, αναδείχτηκε ως και αντιπρόεδρος κόμματος και υπουργός, ενώ 67.966 συμπολίτες μου τον τίμησαν με την ψήφο τους στο Βόρειο Τομέα της Β΄Αθηνών το 2019.

    Ο Μένανδρος Γεώργιος Φουρθιώτης, έγινε επίσης γνωστός από την ιδιωτική τηλεόραση αλλά δεν πέρασε από το ΛΑΟΣ και τη Νέα Δημοκρατία και δεν έχει δοκιμαστεί ακόμα στην πολιτική. Συνιστώ υπομονή: η όπερα buffa έχει συνήθως δύο πράξεις, και πολλές μορφές.

  • Ανυπομονησία

    Βλέπω σύντομα εκλογές, καθώς ο πρωθυπουργός χάιδεψε σκυλόπον, κι άμα πάει στην Λιβύη, είναι βολικό να τις μπουμπουνίξει, ως ηγέτης-αρχιστράτηγος. Απέναντί του θα έχει μία σύναξη αγροφυλάκων, που ο καθένας προστατεύει το χωραφάκι του. Επομένως, εφ όσον ένωση της αντιπολίτευσης είναι απραγματοποίητη, να περιμένετε ενδοδεξιό κοινοβουλευτικό πραξικόπημα που θα επιτρέπει στον κύριο Κυριάκο esq, να παραπονιέται σαν τον Ζίγδη που τον έγδυσαν και δεν το πήρε είδηση. Βλέπετε, η αβέρτα χρηματοδότηση δικαίων και αδίκων είναι η φτηνότερη και άμεση λύση.

  • Υπάρχει ένα όριο σε όλα αυτά τα υποθετικά του είδους «αν κάνουμε Πάσχα δεν θα κάνουμε καλοκαίρι». Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος ότι αυτό ακούσαμε τον Νοέμβριο όταν «κλείσαμε για δυο εβδομάδες για να κάνουμε Χριστούγεννα» και πέρασαν κοντά πέντε μήνες κυλιόμενων λοκντάουν. Έχει εξαντληθεί η υπομονή και η ανοχή του κόσμου σε αυτό το παιχνίδι του καρότου προς συμμόρφωση· σε αυτές τις «κρίσιμες δύο εβδομάδες»· σε αυτή την κοντόθωρη, γονεϊκή, πατερναλιστική τακτική. Δεν έχει καμιά σημασία τι θα μπορούσε να έχει γίνει· σημασία έχει τι θα γίνει τώρα. Κανένας δεν προτίθεται πλέον ν’ ακούσει κανέναν και για τίποτα, και αυτό το ανακαλύπτεις κάθε φορά που μιλάς με κάποιον φίλο, που παρότι υπήρξε υπόδειγμα μετριοπάθειας και συμμόρφωσης· που παρότι δεν βρίσκεται σε κάποιο παράθυρο δημοσιογραφικής εκπομπής και δεν ανήκει στην οικογένεια του Πρωθυπουργού, σου ομολογεί ότι το Πάσχα «κανένας δεν θα με σταματήσει».
    Το Πάσχα του ’21 ουδεμία σχέση θα έχει με το Πάσχα του ’20.