Tag: {[1]}

  • Με φυσικό κόκκινο χρώμα

    «Αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μού έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα· η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη»
    ―Γιώργος Σεφέρης, Βαρώσια, Σεπτέμβρης 1955

     

    Φέτος θα είναι το τρίτο Πάσχα που θα περάσω στη Λευκωσία, μετρώντας και την πρώτη μου επίσκεψη στην Κύπρο, το Πάσχα του 1974. Πέρυσι, ως μόνιμος κάτοικος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναζήτησα βαφές αυγών για το έθιμο, και δεν βρήκα πουθενά αυτές που ήξερα από την Ελλάδα στα γνωστά φακελάκια: παντού υπήρχαν μόνον οι φυτικές βαφές τις οποίες χρησιμοποιούν οι ντόπιοι, σε μορφή ρίζας. Τις δοκιμάσαμε, ως καλαμαράδες, με άνισο αποτέλεσμα.

    Σήμερα στην τελευταία λαϊκή αγορά πριν από τη Μεγάλη Πέμπτη, βρήκα πακεταρισμένες τις ρίζες που βάφουν τα αυγά. «Πώς τις λες αυτές;» ρώτησα τον πωλητή, που είναι καινούργια γνωριμία. «Ριζάρι τις ξέρω», μου απάντησε. «Μη ρωτάς περισσότερα, δεν ξέρω, δεν είναι δικές μου, ο θειος μου τις καλλιεργεί κι εγώ τις πουλάω».

    Σαν γύρισα στο σπίτι, και με δεδομένο τον περιορισμό της κυκλοφορίας, άνοιξα το ίντερνετ. Στο σάιτ του Κυπριακού Κέντρου Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης, βρήκα την άκρη του νήματος:

    «Οι πιο συνηθισμένοι παραδοσιακοί φυσικοί τρόποι για το βάψιμο των κόκκινων αυγών στο νησί μας είναι τα κρεμμυδόφυλλα, τα παντζάρια, το λεγόμενο ριζάρι ή αλλιώς λιζάρι και η «βαφή του γιαλού» ή αλλιώς «φύτσι του γιαλού». Πολλοί είναι και αυτοί που χρησιμοποιούσαν τα πέταλα από το φυτό σιμιλλούδι ή αλλιώς λάζαρο για την παραγωγή κίτρινης βαφής για τα πασχαλινά αυγά.

    Τα κρεμμυδόφυλλα  χαρίζουν ένα όμορφο κεραμιδί χρώμα. Το ριζάρι είναι ένας θάμνος που η ρίζα του είναι κόκκινη και από αυτήν παράγεται μια κατακόκκινη χρωστική. Στην επαρχία είναι σχετικά εύκολο να εντοπιστεί αλλά ακόμη και στην πόλη μπορεί να αγοραστεί από λαϊκές αγορές, υπεραγορές ή ακόμη και να φυτευτεί σε αστικούς κήπους. Με το ριζάρι τα αυγά αποκτούν ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Το ριζάρι ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων ένα πολύτιμο βότανο με μεγάλη αξία. Η ανεξίτηλη κόκκινη χρωστική του θεωρείτο κατάλληλη για βάψιμο των νημάτων. Στην Ινδία υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν τη χρήση του από τον 3ο αιώνα π.Χ. Επίσης είναι συνδεδεμένο στην ιστορία με το άλικο χρώμα των υφασμάτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

    Η «βαφή του γιαλού» προέρχεται από το φύκος Ρυτίφλοια η βαφική που υπάρχει σε παραλίες του νησιού μας και γενικότερα της Μεσογείου. Μοιάζει με τη γνωστή μάλλα αλλά με πιο λεπτά φύλλα και όταν είναι μέσα στη θάλασσα έχει γκρίζο χρώμα. Για την αναγνώρισή της μια κοινή πρακτική είναι το ότι τρίβοντας την πάνω στο χέρι σου κοκκινίζει. Αυτή η μέθοδος βαψίματος των αυγών ήταν ευρέως γνωστή σε κατοίκους των Κατεχόμενων περιοχών της Κύπρου».

    Αναζήτησα το ριζάρι με την επιστημονική του ονομασία, Rubia Tinctorum, και στη Wikipedia είδα ότι η ρίζα του φυτού παράγει δύο διακριτές ερυθρές χρωστικές ουσίες, Rose madder (όχι ανεξίτηλη, με ιστορία που χρονολογείται τεκμηριωμένα από τον τάφο του Τουταγχαμών) και Turkey red (πιο πρόσφατη, γνωστή και ως rouge d’Andrinople). Η συνταγή για την παρασκευή της δεύτερης χρωστικής είναι κάπως περίπλοκη, και περιλαμβάνει και ελαιόλαδο και προβατίσιο αίμα και κακαράντζες, οπότε καταλαβαίνεις γιατί εξέλιπε. (Στη σελίδα του Turkey red στη Wikipedia βρήκα κι έναν πίνακα με 59 αποχρώσεις του κόκκινου, όπου η κάθε ονομασία είναι κι άλλο λινκ, και περιμένω να διαβάσω την ιστορία πίσω από κάθε ονομασία και απόχρωση.)

    Αναζήτησα το ριζάρι και στο Λεξικόν Φυτολογικόν του Π.Γ. Γενναδίου (Αθήνα 1914 ― ένα από τα συναρπαστικότερα έργα αναφοράς που κυκλοφόρησαν ποτέ σε οποιαδήποτε γλώσσα), και είδα ότι η επιστημονική ονομασία του φυτού στα ελληνικά είναι ερυθρόδανον (Rubia, γαλλ. Garance, αγγλ. Madder, τουρ. Κεκ-μπογιά ή Φουβέ, τ. Ερυθροδανωδών), και το είδος που με ενδιέφερε ήταν το τρίτο:

    «γ΄) Ε. το βαφικόν (R. tinctorum), το κν. ριζάρι ή αλιζάρι, εν δε τη Κύπρω Μπογιά.  Τούτου ιδίως η ρίζα είνε βαφική, εις το είδος τούτο δε αναφέρεται το Ερευθέδανον του Ηροδότου (4,189) και το Ερυθρόδανον του Διοσκορίδου … η καλλιέργεια του είδους τούτου ήκμαζεν εν Ελλάδι και πολλαχού της Ανατολής μέχρι προ πεντακονταετίας περίπου, ότε οι κατάλληλοι δια την καλλιέργειαν αυτού αγροί (μάλλον ασβεστώδεις και νοτεροί) ετιμώντο και μέχρι χιλίων δρχ. ανά στρέμμα. Αφ’ ης όμως εποχής εισήχθη η χρήσις των χημικώς παρασκευαζομένων χρωμάτων, η ζήτησις του είδους τούτου βαθμηδόν ηλαττώθη σημαντικώς και επί τέλους σχεδόν εξεμηδενίσθη. Εντεύθεν η καλλιέργεια του Ε. ενιαχού μεν περιωρίσθη μεγάλως, πολλαχού δε και εγκατελήφθη εξ ολοκλήρου. Εντούτοις προς βαφήν ωρισμένων υφασμάτων και ιδίως των ερυθρών ερεών των προοριζομένων δια στρατιωτικάς στολάς εν Γαλλία και εν Αγγλία εξακολουθεί να γίνεται αποκλειστική χρήσις ερυθροδάνου. Επομένως αν και περιωρισμένως ουχ ήττον καλλιεργείται εισέτι το Ε. ενιαχού της Ευρώπης και ιδίως εν Ολλανδία και παρά την εν Γαλλία Αβινεώνα, ήτις άλλοτε ήτο το σπουδαιότερον κέντρον της παραγωγής και εμπορείας του βαφικού τούτου προϊόντος, ούτινος η καλλιέργεια εισήχθη εκεί υπό του εκ Περσίας καταγομένου Άλθεν. [Σημείωση: η βιομηχανία της δι’ ερυθροδάνου βαφής ερυθρών βαμβακερών νημάτων εισήχθη εις την Γαλλίαν υπό τεχνητών Θεσσαλών (Αμπελακιωτών) περί τα μέσα του 18ου αιώνος. Αλλ΄οι πρώτοι ανά την δυτικήν Ευρώπην χρησιμοποιήσαντες το ερυθρόδανον ως βαφικήν ουσίαν είνε οι Ολλανδοί.]»

    Καμία αναφορά σε αυγά ― αλλά τι ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο και στην Ιστορία ήταν αυτό που ξεκίνησε από το τελάρο της λαϊκής αγοράς! Ας εκληφθεί αυτό το ποστ ως ανάπτυξη της επιγραφής «Μπογιές Αυγών» που είχε γράψει ο ανεψιός από το Παραλίμνι. Η Κύπρος διαρκώς μου θυμίζει ότι υπάρχει ένας άλλος, θαυμαστός κόσμος, που περιμένει να τον ανακαλύψεις. Αν δεν το κάνεις, εσύ θα παραμείνεις φτωχότερος.

  • Τεστ κοπώσεως

    Εδώ και χρόνια, η μόνη δεξιότητα που αναγνωρίζω στο σαρκίο μου είναι ο εντοπισμός της καταγωγής, της επεξεργασίας και της κατάθεσης έργων που η κοινή γνώμη θεωρεί πως άπτονται κάποιας μορφής τέχνης.

    Μερικά πλάνα, τυχαίως ιδωμένα, κι ενώ το βλέμμα μου εκκρεμεί αδιάφορο, με τους δείκτες του μυαλού μηδενισμένους, αρκούν για να χρονολογήσω τυχαίο απόσπασμα ταινίας, την χώρα παραγωγής, την τεχνική μιας «κρυμμένης πλίνθου» που λέγαμε στην αρχιτεκτονική ιστορία, και υπό προϋποθέσεις, την σκηνοθετική «σχολή» στην οποία ανήκει ο δημιουργός της. Kαι δεν εννοώ μόνον τα «ευκολάκια», τους γίγαντες της έβδομης τέχνης, κάτι λοξόπλανα που γήτευαν τον ανήσυχο μεσοπόλεμο και την παγωμένη γλίτσα που ανέδιδαν οι ταινίες των επί χούντας «χορευτικών» και τα ντεκόρ της συμφοράς. 100% επιτυχία έχω με τα «ναι και όχι» γλυκίβραστα σενάρια που είναι ωχρή ανάμνηση της μεγάλης πανελλήνιας εκστρατείας, από παραγωγές της φλομωμένης στον εσωτερικό μονόλογο Θεσσαλονίκης, έως την χώρα των Παστούν με τα άγρια βράχια, έναν ποδηλάτη που  προσπαθεί να βρει μια γρηά άνευ λόγου, κάτι ανταρτάκια που ρίχνουν μπαταριές προκαλώντας τον οίκτο και τον θαυμασμό των σινεφίλ του Δυτικού κόσμου, ειδικά των Γάλλων.

    Στα κείμενα, δεν αρκούν τα βιβλία που διαβάζω για δέκατη και βάλε φορά (υπάρχουν και ταινίες, άκεφες και ανούσιες που έχω δει και παραπάνω από πέντε φορές) αλλά όταν τύχει και είναι «λογοτεχνικά», πρέπει να μετακινήσω τον ανεδαφικό πολτό από αυτάρεσκα ψωλοβαρέματα, συμβατικές σκηνές αναμενόμενες φρικτά μέσα στην μηδαμινότητά τους (ο γυρισμός του σαραντάρικου όντος, η χρήση του «εγώ» από τα λεμονάδικα, ή εκείνη που διαλέγει τον εκείνον που ο γραφεύς σιχαίνεται). Αρχίζω και ξεχωρίζω όχι μόνον αποσπάσματα των γιγάντων της λογοτεχνίας (ακόμη και των μεταφρασμένων Ρώσων μέσω της γαλλικής γλώσσας) αλλά και από το φαίησμπουκ κείμενα που ταξινομώ ορθώς και πριν να ιδώ το όνομα ή το ψευδόνομα του υπογράφοντος κατσικοπόδαρου ή τις συστροφές δίπλα στον τάφο μιας γλυκειάς Μαράτας.

    Φυσικά, χρησιμοποιώ βοηθήματα. Ο κάθε ψαχτήρης δεν ευδοκιμεί εάν δεν έχει στην τσέπα ένα θραύσμα λυδίας λίθου ώστε το μέταλλο της γλώσσας να κρίνεται, να βγάζει απόχρωση και να αποτιμάται. Στην περίπτωσή μου έγινα εξπέρ στο σινεμά, στην λογοτεχνία και στη δημόσια συμπεριφορά της Επταετίας 1967-1974. Ήτοι της Χούντας και Καραχούντας. Ο τρόπος των χορευτικών, τα μεταχασάπικα σε τυπικώς διακοσμημένα κέντρα με γκαρσόνια που φορούν προπέλες, τους χονδροπερίδρομους ζεν πρεμιέ που έχουν πετσικάρει. Τέτοια.

    Ενώ στη «λογοτεχνία» θα έλεγα πως δεν έχουμε μικροβίωμα, όπως στις διαφημίσεις, αλλά μια παρέλαση στερεοτυπικά μονότονων κειμένων, που κατάγονται μεν από την θεματική του Μαλαπάρτε, αλλά προέρχονται από τις ιαχές των πλανόδιων τύπου «σαράντα το βερίκκοκο, ρίκο, ρίκο, ρίκοκο».

    Μη γελιέστε πάντως. Έμαθα να ξεχωρίζω την Έκπτωση, την Σάχλα και την Μπίχλα, επειδή πολύ την άσκησα, πλαστουργός και άσχετος, στην ΜΕΘ του μυαλού των αναγνωστών μου.

    Ωστόσο, «μέσα στην ταραχή και στο κακό» προλαβαίνω να δώσω μια νυχιά ερμηνείας στο προσωπικό σακατλίκι: την χούντα, ενώ την απεχθανόμουν, έπιανα τον εαυτό μου να την καταλαβαίνει. Δεν ήταν μόνον ο απόλυτος διχασμός στο ευρύτερο συγγενικό μου περιβάλλον, αλλά και τα προφανή πολιτικά γεγονότα, όπως εξελίχτηκαν. Εκεί, κατά τη μεταπολίτευση, τα «σταγονίδια», η προσωπολατρεία υπέρ του Ανδρέα και το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με κάτι δήθεν αριστεριστές που σώπασαν, η ανοχή που έδειξε η Νέα Δημοκρατία στους τελεσιδίκως χουντικούς που προσχώρησαν, η διασπασμένη αριστερά που ήταν ουσιαστικά η θέα μέσα από σπασμένο καθρέφτη, η τηλεόραση που έσβησε το σινεμά, εκτός το παραγόμενο από εμιγκρέδικη διάθεση, οι βιντεοταινίες των έητης, που διογκώθηκαν και έπλασαν κατάσταση, ο αυριανισμός που ολοκλήρωσε έως και ιδεολογικό μανιφέστο μέσω της οργανικής σιχασιάς που μακροημέρευσε (αν νομίζετε πως ο έρμος ο Ντάφης είναι μετά-φαινόμενο του εμπορίου, γελιέστε) και τέλος είναι το παντοδύναμο, αταλάντευτο ψαροκόκκαλο που υπήρχε στον νεοελληνικό σκελετό του μεταπολέμου, και το οποίο δεν ξαναφύτρωσε στους γεννηθέντες μετά την μεταπολίτευση.

    Αυτό το οστούν κρατούσε τον σβέρκο όρθιο και όχι διαλυμένο. Κόκκαλο που έχασα, γι’ αυτό και εδώ και χρόνια, η μόνη δεξιότητα που αναγνωρίζω στο σαρκίο μου είναι ο εντοπισμός της καταγωγής, της επεξεργασίας και της κατάθεσης έργων που η κοινή γνώμη θεωρεί πως άπτονται κάποιας μορφής τέχνης.

  • Ακαταμάχητο

    Αν σας αρέσουν αυτοί οι λαγοί, να τους πάρετε σπίτι σας. ― Πατούλης: Από εκεί τους έφερα.

  • Λευτεριά στον Μπαγκς Μπάνι

    Η Περιφέρεια Αττικής γέμισε την Πόλη των Αθηνών με Πασχαλινές Διακοσμήσεις δικής Της εμπνεύσεως, και φρόντισε να τοποθετήσει και σχετική ευανάγνωστη πινακίδα δίπλα Τους, μην τυχόν και καρπωθεί έτερος φορέας (Υπουργός, Δήμαρχος ή Κλητήρ) την Πατρότητα και τη Δόξα του εγχειρήματος ― αν και η αισθητική των διακοσμήσεων είναι τόσο χαρακτηριστική του δόγματος του Πατουλισμού, που επιμελώς καλλιεργήθηκε τα τελευταία χρόνια, ώστε η σήμανση να είναι μάλλον περιττή. Ποιός άλλος;

    Προσπαθώ να καταλάβω τι ώθησε την Περιφέρεια Αττικής να προχωρήσει στη συγκεκριμένη διακόσμηση. Δεν θέλω να υποθέσω ότι η Περιφέρεια είναι εν αγνοία της μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για την άλωση της Ορθοδοξίας και κατ΄επέκταση της ιδιοσυστασίας του Νεοέλληνος (βλέπε παρακάτω), αν και πολλά ακούγονται. Προτιμώ να υποθέσω καλοπροαίρετα ότι αυτές οι διακοσμήσεις είναι κατασκευές που είχαν περισσέψει από εορτασμούς παρελθόντων ετών σε άλλες ευρωπαϊκές περιφέρειες, όπως της Ρηνανίας-Παλατινάτου, της Τοσκάνης ή της Βουργουνδίας-Φρανς-Κοντέ, και διετέθησαν σε συμβολική τιμή. Ή να είναι παιχνίδια που κατασκευάστηκαν για ντίσκο πάρτυ σαουδάραβα επιχειρηματία στη Μύκονο που ακυρώθηκε λόγω κορωνοϊού, και έγιναν χορηγία στην Περιφέρεια. Ή μπορεί να είναι απλώς διαφημιστικά κινεζικής κατασκευής για μεγάλα παιχνιδάδικα του δυτικού κόσμου. (Πάντως για έργα του Jeff Coons δεν μου φαίνονται, αν και ποτέ δεν ξέρεις με αυτό που θεωρείται ως σύγχρονη τέχνη.)

    Αφήνοντας την αισθητική κατά μέρος (αν είναι δυνατόν), έχουμε χρέος να περάσουμε σε ένα ουσιαστικότερο ζήτημα.

    Δεν είδα κανέναν ιερωμένο ή πιστό της Aνατολικής Oρθόδοξης Eκκλησίας του Xριστού να διαμαρτύρεται για την κατάφωρη προσβολή των ηθών και των εθίμων του καθ΄ημάς Πάσχα, δεδομένου ότι οι λαγοί, τα κουνελάκια και τα εν γένει λαγοειδή αποτελούν έθιμο και εικονογραφία της Λουθηρανικής αιρέσεως, που είναι αίρεσις του Προτεσταντισμού, που είναι αίρεσις του Καθολικισμού, που είναι αίρεσις της Ορθοδοξίας, που είναι η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα βάσει του Συντάγματος.

    Λαγωοί, κόνικλοι κλπ. αναφέρονται για πρώτη φορά σε σχέση με τον εορτασμό του Πάσχα το 1682 στη Γερμανία, στο έργο Disputatione ordinaria disquirens de ovis paschalibus του Georg Franck von Franckenau. Δεν αναφέρονται ούτε στα Ιερά Κείμενα της Ορθοδοξίας, ούτε σε κανένα Τυπικόν της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά ούτε και στις καταγραφές της Λαογραφίας ή της Λογοτεχνίας (o Παπαδιαμάντης για το μοιρολόγι της φώκιας έγραψε, όχι του τσιντσιλά). Οπότε προκύπτει το ερώτημα, τι κάνει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος για αυτό;

  • Βλαπτικός παράγοντας

    Σας γυρνάνε πίσω απο τα διόδια, διότι αγνοείτε, όσοι αγνοείτε, το νεοελληνικό οδικό ανάγλυφο. Δεν έχω καιρό να στείλω οδηγίες, αλλά τζάμπα χάνετε την Λαμπρή στο χωριό.

  • Ο Γιώργος Τράγκας διέγραψε τη Ραχήλ Μακρή!

    Έτσι είναι, τα μεγάλα κόμματα σε ζητήματα αρχής δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, κι επιπλέον έχουν την πολυτέλεια να διαγράφουν στελέχη εθνικής εμβέλειας και επιπέδου. Γιατί γελάτε, κύριοι;

  • Με προσοχή στο πετραχήλι

    Είδα κι εγώ τους λαγούς του Πατούλη, κι έχω δύο απορίες:
    α. Είναι σίγουρο ότι δεν ανέθεσε το στολισμό της πόλης στη σύζυγό του;
    β. Το Ίδρυμα Ωνάση έχει άλλοθι;

  • Σπεύδε ταχέως

    Έκανα σήμερα το εμβόλιο. Το Astra Zeneca. Το πρώτο που θέλω να πω είναι η άψογη διαδικασία. Κι ακόμα, ο αέρας ζωντάνιας, σοβαρότητας και αισιοδοξίας στο Εμβολιαστικό στην Ακαδημίας (το ίδιο και με τη μάνα μου, στο Αρεταίειο).

    Το δεύτερο: έκανα, χωρίς δισταγμό τελικά, το Astra. Όπως είπαν κι οι γιατροί μου (γιατρίνες ακριβέστερα), είναι απείρως προτιμότερο να κάνεις το Astra τώρα, παρά σε ένα μήνα το Pfizer ή το Μoderna, μένοντας ακάλυπτος στο ενδιάμεσο (έτσι έβγαιναν οι ημερομηνίες). Πολύ σημαντικό και στοιχειώδες.

    Κάποιοι φίλοι, όταν τους είπα ότι θα κάνω το Astra, σαν να δαγκώθηκαν, μου είπαν μήπως «να μην», να περιμένω κάποιο άλλο εμβόλιο. Από αγάπη και ενδιαφέρον το έλεγαν. Και εγώ το σκέφτηκα αρκετά, γι’ αυτό ρώτησα τους γιατρούς. Αλλά, όσο το σκέφτομαι, βρίσκω την ανησυχία μου/μας αυτή πολύ ενδεικτική για τη διάχυση μιας στρεβλής εικόνας που δίνει την έμφαση στο εντελώς λάθος σημείο: γιγαντώνει τους κινδύνους από ενδεχόμενες παρενέργειες του συγκεκριμένου εμβολίου, υποτιμώντας τον μείζονα κίνδυνο: να καθυστερήσεις να εμβολιαστείς, σε μια εποχή έξαρσης της Covid, σε αναζήτηση του υποτιθέμενου άριστου εμβολίου.

    Δεν συνηθίζω τις συμβουλές, αλλά τη γνώμη μου θα την πω: Ρωτήστε τους γιατρούς σας, ειδικά αν έχετε συγκεκριμένα ζητήματα υγείας (όπως εγώ, δεν θα κάνω όμως … ιατρικό ανακοινωθέν εδώ), αλλά με στόχο να σπεύσετε για το εμβόλιο. Είναι πρώτη προτεραιότητα. Σπεύσατε, όχι βραδέως, αλλά ταχέως. Τάχιστα!

  • Στον αστερισμό του Γκόλουμ

    Υπάρχει τεράστια στρέβλωση στην τοπική και μη κοινωνία. Η έλλειψη περιπάτων, ή μάλλον, η βλακώδης καταγγελία τους (αφήνοντας το χάρβαλο των αστικών συγκοινωνιών απείραχτο) δε μπορεί να ισοσταθμιστεί με μια έσχατη προσπάθεια της κυβέρνησης να αναλάβει τα ηνία για τα οποία εξελέγη.

    Η ροή του Δημοσίου Βίου, έχει περιοριστεί σε ένα ρεματάκι όπου το εμπόριο προσποιείται πως λειτουργεί. Τα καταστήματα που αφέθηκαν να λειτουργούν, τροφίμων και ζαρζαβατικών, είναι στα χάη τους. Το κάθε φουντούνι, το κάθε ηρεμιστικό, το κάθε «ό,τι πάρεις ένα τάλιρο», αναγκαστικά υπακούουν στους νόμους της Αγοράς, που είναι μια λάμια καταπίνουσα τους ήρωες του 1821, που εμφανίζονται σε άκεφα ολίγων γραμμαρίων σχόλια. Η πολλή διαφήμιση, με την υπερβολική της πάγια φλυαρία, έχει αντικαταστήσει και την Παιδεία και τις εξετάσεις.

    Σε λίγο θα υπάρξουν υπεράριθμοι υπουργοί. Η έκθεση πολιτών σε ανοιχτόκαρδες πλατείες, όπου θα ποτίζονται μπιρόνια και θα τσακώνονται κατά πόσον είναι θεούσος ο Ντάφης, δεν θα θέλει αστυνομικό, το μπλαζέ υπηρεσιακό ύφος είναι ασυναγώνιστο.

    «My precious!» αναφωνούν από τα κανάλια, ενώ νέα επαγγέλματα, όλα του αέρος, πληθωρίζουν και διαχωρίζουν τα χούγια του πολίτη ―από αριστεροδέξιος έγινε δουλάκι κάθε παρουσιαστή που λανσάρει τσίτια δοσατζήδων.

    Ναι, είναι ένας νέος αστερισμός, που δαιμονικά περιελίσσεται στον ανοιξιάτικο ουρανό.