Tag: {[1]}

  • Το σβαρόφσκι δεν είναι νόμισμα, γατάκια!

    Eίναι τελείως παράλογο το βασανιστήριο που μας επιφυλάσσουν οι «αρμόδιοι» για την εκδήλωση ονόματι Eurovision. Δεκάδες χρόνια στο μαντρί, άλλα τόσα στα παινέματα. Πέρασαν κάθε τύπου τραγουδιάρηδες, και μάλιστα προκαλούν και το απεχθέστερο των συναισθημάτων, τη νοσταλγία. Η οποία θέλει τσαγανό και τουλάχιστον μία αξιακή επαλήθευση για να ανθίσει. Η Ελλάδα δέκατη, η Κύπρος δέκατη έκτη, ας όψονται οι σβαροφσκισμοί και οι αντιρρησίες εναντίον του Σαταναήλ στην μεγαλόνησο. Η Αλβανίς ήτο και Έλληνς, στην χώρα των φαιδρών Αζέρων, ομάδα γραικών μισθοφόρων συνέπραξε στην αποτυχία τους, χώρες σαν την Βρεττανία και την Γερμανία, δεν λένε να καταλάβουν πως είναι καμωμένες να πολεμάνε μεταξύ τους και όχι να μηδενίζονται εν αγαστή συμπνοία.

    Δεν είναι φεστιβάλ τραγουδιού, αλλά μία βαθέως ενοχική βόλτα στην λιβιδώ διαφόρων που νομίζουν πως προβάλουν συνθήματα της μόδας. Οι Τάταροι και οι Σκανδιναβοί εκρήγνυνται με μια χειροβομβίδα στο στόμα, κάτι τέκνα της καημενωσύνης μελίρρυτα συγκινούν τις ειδικές επιτροπές και τις γιαγιάδες, δε λέω άλλα.

    Απλώς, ακολουθώντας το ρεύμα των καιρών, νομίζω πως ήρθε η ώρα να πιστοποιηθεί η εκδήλωσις αυτή. Να υπάρξει ακαδημαϊκή κάλυψη, να θεσπιστούν πανεπιστημιακές έδρες εβροβυζιών, να συνεδριάζουν οι ειδικοί και να υπάρξουν εν τάχει «ασφαλή μουσεία», ως διδάσκει η κατευχαριστημένη Ελλάς. Χωρίς πιστοποίηση και αλληλοσεβασμόν, θα την κάτσουμε επ΄άπειρον την βάρκα που δεν έχει μήτε καρίνα, μήτε πάτο. Και εάν οι φιλευρωπαίοι τείνουν δια του φεστιβάλ αυτού να υπογραμμίσουν τα παγκόσμια προβλήματα, εν μέσω τρελιάρηδων νοσταλγών του Ερτογρούλ και προελάσεων της ελαφράς ταξιαρχίας σε δυσπρόφερτες κεντροευρωπαϊκές χώρες, το τέλος της δήθεν Ευρώπης, χαιρετίσματα πως απέκτησε ημερομηνία λήξης. Οι Λιθουανικοί, Ισλανδικοί και «αλληλοντουζπουάν» αβροί καταναγκασμοί μεταξύ Ελληναράδων και Σκανδιναβών της έκπτωτης Βαλχάλας, θα πήξει το αίμα των ώστε επιτέλους, να δικαιωθεί το πανάρχαιο  αίτημα της γηραιάς Ηπείρου: η επαχθής ζωή με διαλείμματα σαχλαμπίχλας.

  • Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, και οι εμβολιασμένοι με τους εμβολιασμένους.
  • Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, και οι εμβολιασμένοι με τους εμβολιασμένους.
  • Ουκ ενοχλήσεις τον περί της γλώττης ανησυχούντα

    Να πω κι εγώ σαν (ή μήπως «ως»; ) ταπεινός φιλόλογος τη γνώμη μου για τον δεκάλογο των «ενοχλητικών χρήσεων» της ελληνικής που δημοσίευσε ο εθνικός μας γλωσσολόγος (άνευ εισαγωγικών πλέον αφού πρόσφατα μας πληροφόρησε ότι ο ίδιος καμαρώνει για τον τίτλο αυτόν) μετά από επεξεργασία των απαντήσεων των τηλεθεατών στο σχετικό ερώτημα που έθεσε μέσω της εκπομπής «Τη γλώσσα μού έδωσαν Ελληνική».
     
    Έστειλαν δηλαδή στον διασημότερο Έλληνα γλωσσοκινδυνολόγο επιστολές άνθρωποι κατά κανόνα γλωσσικά συντηρητικοί — πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί το κοινό μιας τέτοιας εκπομπής το οποίο θα μπει μάλιστα στον κόπο να απαντήσει σε ένα τέτοιο ερώτημα, και μάλιστα και με (ok, boomer) «συμβατικές επιστολές»; — για το ποιες χρήσεις τους ενοχλούν περισσότερο κι αυτός τις έκανε δεκάλογο και τις δημοσίευσε έτσι στο διαδίκτυο, επιστημονικότατα, άνευ άλλου σχολιασμού. Και από εδώ και πέρα θα αναπαραχθεί πλέον ευρύτατα το σχετικό εικονόλεξο (μόνο, χωρίς το συνοδευτικό κείμενο) και θα ρίχνεται το ανάθεμα σε όποιον/α παραβαίνει αυτές τις συγκεκαλυμμένες δέκα εντολές που μας έφερε ο Μωυσής της ελληνικής γλωσσικής θρησκείας ακούγοντας τάχα όχι φωνή Θεού, αλλά οργή λαού.
     
    Κύριε Μπαμπινιώτη μου, δεν είστε το BBC, γλωσσολόγος είστε. Pet peeves (μην παραλείψετε να μας προτείνετε και ελληνική μετάφραση για τη γλαφυρή αυτή αγγλική έκφραση) μπορεί να έχει ο καθένας, ακόμη και στη γλώσσα. Το πράγμα αλλάζει όμως όταν ένας επιστήμονας, και μάλιστα με τέτοιο κύρος, δημοσιεύει πασίγνωστα γλωσσικά pet peeves, και μάλιστα μιλώντας ρητά, σε μια έξαρση επιστημοσύνης, για «ενοχλητικές» χρήσεις.
     
    Αφήστε εμάς τους/τις φιλολόγους να συμβουλεύουμε — και όχι, επιτέλους, να «διορθώνουμε»! — τους μαθητές και τις μαθήτριες μας για χρήσεις που άνθρωποι σαν εσάς και σαν το τηλεοπτικό και διαδικτυακό σας κοινό τις θεωρούν «ενοχλητικές» (ενημερώνοντάς τους κιόλας ότι το κάνουμε και γι’ αυτό) κι ασχοληθείτε με κάτι που εμπίπτει περισσότερο στο αντικείμενο της γλωσσολογίας, όπως με το γιατί υπάρχουν αυτές οι χρήσεις ή γιατί κάποιοι ενοχλούνται τόσο πολύ από αυτές.

     

    ΥΓ. Στις δέκα πιο ενοχλητικές χρήσεις φυσικά δεν κατόρθωσε να προκριθεί ο καθαρευουσιανισμός που απαντάται σε φράσεις όπως «δεν έχει καλώς», «στο ακολουθούν εικονόλεξο», οι οποίες περιλαμβάνονται στη σχετική ανάρτηση του κ. Μπαμπινιώτη στο FB.

     

    ΥΓ.2 Τουλάχιστον μάλιστα σε μία από αυτές τις ενοχλητικές χρήσεις μάλλον επιδίδεται και ο ίδιος ο τιμητής: πρόκειται για το τελικό ν στο «την» που στην ίδια ανάρτηση το χρησιμοποιεί κατά το δοκούν και όχι με βάση τον κανόνα που αποδέχεται και ο ίδιος, σύμφωνα με τον οποίο φυλάγεται «το τελικό ν, όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή από σύμφωνο στιγμιαίο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) ή διπλό (ξ, ψ)»· γράφει λοιπόν «στην ΝΕΤ», «την συχνότητά τους», αλλά και «τη γλώσσα», στον τίτλο του βιβλίου του στο οποίο μας παραπέμπει.
  • Ιt is all Greek to me…

    «Tο ψηφιακό πράσινο πιστοποιητικό είναι πρακτικά η ψηφιακή απόδειξη ότι ένα πρόσωπο έχει εμβολιαστεί κατά της πανδημίας, είτε έχει υποβληθεί σε διαγνωστική εξέταση με αρνητικό αποτέλεσμα είτε τέλος έχει αναρρώσει από τη νόσο Covid-19».

    Σύμφωνοι για το εμβόλιο και την βεβαίωση ανάρρωσης, αλλά αυτή η «διαγνωστική εξέταση με αρνητικό αποτέλεσμα» ελληνικό τουρισμό μου μυρίζει όπως θα έλεγε ο Κύκλωψ Πολύφημος. Κι αν ο αρνητικώς τετελεσμένος κολλήσει κορονοιό μετά την εξέταση; αλλά οι Εβροπέη πετάνε το πήκι μπλάιντερ αυτών, σε κάθε φαλκίδευση νόμων και κανόνων…

  • Διάλογοι κατά αισιοδόξων

    Διάλογος Μενδώνη-Τσίπρα στην Ακρόπολη.

    [Όχι, δεν είναι από το «Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ» μήτε από «Το σχολείον των ντελικάτων εραστών»]

    Μενδώνη: «Όταν ξεσπλαχνίζαμε την Αγία Σοφία, εσείς τον μόκο»

    Τσίπρας: «Ποια Αγία Σοφία;»

    Επικαλούμαι την θεάν Μύλιττα, καθώς και τον Θεόν μου, την Αφροδίτη, τον Ερμή, και τον  πάτρωνα του κλέφτη, του Έζρα Πάουντ και εύχομαι καλά κέρδη σε όλους.

  • Από το ψωμοτύρι, στο τοστάκι

    Η εκβιομηχάνιση έχει ένα πλεονέκτημα: δεν θρησκεύεται και δεν παλεύεται. Η μανία να εξαχθεί από μιας μορφής αυτοματισμό ένα τοστάκι, είναι ίσως η εκατοστή φορά που ένας γενικός πληθυσμός πιάνεται κώτσος στα ινώδη αραχνόδιχτα της διαφήμισης. Ο παιδικός πληθυσμός και οι ναυαγισμένες γεροντικές μασέλες, υπόκεινται, μηδενός διώκοντος, σε μια αυτονόητη τριπλέτα: πσομί σε φέτες, κάτι λεπτό και κρεατί σε φέτες, η σαπωνοειδής γκούντα σε φέτες. Τα τρία μαζί, ενίοτε η γκούντα θερμασμένη να κρέμεται ωσάν νόστιμη βλέννα υπό τα καπάκια του άρτου, αποτελούν την λυδία λίθο της άλλοτε «τρυφερής» παιδικότητας.

    Αρνούμαι να κοινοποιήσω τον κατάλογο, την λίστα και το πρωτόκολλο της μαζικής επιδημίας που κυριαρχεί στην ανθρώπινη σκέψη στα μεταπολεμικά χρόνια, χονδρικώς από το 1951 στο 2021. Παίρνοντας ως παράδειγμα το αρχαίο ψωμοτύρι, που ήταν κάποτε το προσφάι των εν ευμαρεία τελούντων νεοελλήνων, έχω να παρατηρήσω πως ακόμη και τότε, η βρώμη δεν μετρούσε μία μπροστά στο στυφό μάγμα του πίτουρου που το έλεγαν «μαύρο ψωμί», πως όποιος τυχερός δοκίμασε γκούντα στην ομώνυμη πόλη της Ολλανδίας, δεν καταδέχεται να μασήσει την ερζάτζ αντικαταστάτριά της, ενώ στις βιτρίνες των γκουρμέ αναπαύεται η όντως εξαίσια σφαίρα του ζαμπόν, πέντε και δέκα φορές ακριβότερη από την εμπλουτισμένη με πατατάλευρα ποθητή συνάδελφό της, απρόσιτη, ακατάδεχτη, σοφώς και εν μέρει τραγανίζουσα.

    Μα και το ψωμοτύρι ήταν αλλιώς ωραίο: το πσομί, χάσικο, ημίλευκο ή μαύρο, υπήρχε χωρίς προσθετικά, άρα μπαγιάτευε μετά ηδονικής ελαφρώς ξυνής επίγευσης, ενώ το ζυμωτό ήρχονταν από χωρικά πεσκέσια κι έσπαγε ως φρέσκο τα ρουθούνια, ενώ το τυρί, που ήταν σε πλάκα μόνον νοθευμένο από γάλα σκόνη και άλλα τερτίπια, ξεχώριζε στην πιπεράτη του παραλλαγή, συχνά λύσσα στο αλάτι και τοποθετημένο στην παχιά φέτα του πσομιού μόνον ως δείγμα, λεπτό και ρηγματωμένο, που έτσι κι έπεφτε στο χώμα, πλούσια και πτωχά παιδιά το μάζευαν από καταγής, χωρίς να σιχαίνεται κανένας. Ζαμπόνι, μόνον στον ύπνο μας και υπό τη μορφή ενός νοθευμένου σαλαμιού.

    Τα παιδιά ευπόρων γονέων ετιμώντο κυρίως με μονή φέτα λευκού άρτου πασαλειμμένη με βούτυρο κι απάνω ζάχαρη. Και ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις τον παιδικό πλούτο από την παιδική φτώχεια: στα χρόνια που κρέμαγαν τον Καραολή και τον Δημητρίου, στα διαλείμματα ήταν σύνηθες το θέαμα τα παιδιά των ευπόρων να μασάνε το προσφάι τους τριγυρισμένα από φτωχόπαιδα αιτούντα «δώκε με λίγο ρε» και άλλα δεν λέγω. Και αυτή η κοινωνία των παιδιών σε δέκα χρόνια έβγαζε μεροκάματο βοηθώντας τη φαμίλια, καμάρωνε που διέθετε παπούτσια και ετοιμάζονταν για Βέλγια και Γερμανίες. Και περιττό να διαψεύσω πως δεν υπήρχε τυρί και σαλάμι στο προσφάι της, αλλά μαύρο μπαγιατεμένο πσομι σαν μαύρη πέτρα και μετρημένες ελιές αλάδωτες, στην τσέπη. Ναι, στην τσέπη.

  • El unico camino

    Μερικές φορές, τελευταία περισσότερες, με κατατρέχουν ανόητα ερωτήματα, στα οποία ωστόσο παλεύω να απαντήσω. Για παράδειγμα: πόσο «δεξιό» ήταν το ροκ, η πεφιλημένη μου ροκανρόλα;

    Συνήθως η απάντηση προέρχεται από το παρασυμπαθητικό σύστημα και είναι ξερή ωσάν πανσές τον Φεβρουάριο. Ήταν τελείως δεξιό!

    Όταν το ξανασκέφτομαι, θεωρώ την απάντηση τελείως ηλίθια, καθώς δεν έχω άλλο επιχείρημα παρεκτός που ο Καρατζαφέρης στα περιοδικά του νιάτα, προσέφερε στην νεολαία ροκ στίχους με ελληνικό αλφάβητο: γιου γκονα λουζ δατ γκέρλ, και παρόμοια. Και ο Καρατζαφέρης δεν ήταν αριστερός. Mάλλον. Έλα όμως που οι εκ παίδων συνειρμοί, σε άλλα καλούσαν: πρωτάρχισα να μαγεύομαι από το Tutti frutti υπό την νεοελληνική εκδοχή του «τζούρι φούρι» (Wop bop a loo bop a lop bom bom) που μου προσέφερε ο Ριχάρδος ο Υπομείων (little Richard) το 1957, στα εννιά μου χρόνια, από το ηλεκτρόφωνο που διέθεταν οι κόρες του Αρβανίτη, γείτονος. Και αυτό το τζούρη φούρη δεν κολλούσε συνειρμικά, παρά στην Πασιονάρια της χώρας των Βάσκων, την θρυλική Ντολόρες Ιμπαρρούρι που φώναξε το Νον Πασαράν στον Ισπανικό Εμφύλιο. Ήτοι «Τζούρι φούρι/ Ιμπαρούρι». Αισθανόμουν και πριν διαβάσω Μακρυγιάννη, πως ήμουν ικανός να «φτιάξω ένα τραγούδι».

    Έτσι, με τζούρι φούρι χορέψαμε ροκ με τον Μπίλη στο πρώτο μπαλντανφάν στα Γιαννιτσά, και είδαμε κλεφτά από τον εξώστη του «Ρεξ» το «Ροκ» ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου. Βέβαια, ο Μπιλ Χαίηλη στην Ζούγκλα του Μαυροπίνακος ήταν μουσικό χάλι όταν ο Γκλεν Φορντ σάπισε στο ξύλο τον Βικ Μόροου, αλλά με τους Αμερικάνοι μας διέτρεχαν αληγείς άνεμοι καχυποψίας, διότι αι ιδεολογίαι των υπέφεραν από βασανιστικά ουμανιστική νοοτροπία που σου απαγόρευε να είσαι περίεργος έως το τέλος της ταινίας. To είχα τεστάρει καθώς ο λατρεμένος μου Frank O’Hara έγραφε στο Ave Maria πως τα παιδιά στο σινεμά they will know where candy bars come from/ and gratuitous bags of popcorn/ as gratuitous as leaving the movie before it’s over.

    Ο Πρίσλεϊ και αρκετοί πιανίστες, ειδικά χειριστές του Great balls of fire ως ο Τζέρι λη Λιούις πολύ γρήγορα εγκατέλειψαν το ροκ, χάριν τραγουδιών άκρας μελούρας, έστω και με σεξικούς υπαινιγμούς. Ας πούμε, ροκ που το συνοδεύουν παλαμάκια, είναι της τάξεως και του ύψους του ντιρλαντά, αλλά ροκ δεν είναι. Εξάλλου πριν το ροκ εκφύγει από το μπούγκι και επιτέλους μετατραπεί σε «σέικ» ένα λησμονητέο στυλάκι που δεν κατάφεραν να εκμάθουν μήτε ο Βουτσάς, μήτε ο Τζανετάκος, έπεσε επάνω του μια λατίνο νοσταλγία, καθώς μια σαρανταποδαρούσα από μάμπο, μπαγιό, ρούμπα, σάμπα, καλύψω, αρρρίμπαρίμπαρίμπα και ποροπομπομ, Πάντσο Βίλλα και Βιολετέρες κατακάλυψαν την μουσική οικουμένη, προσθετέων και παρωδιών από μιούζικαλ.

    Απόμενε, για τους νέους και τους ηλικιώτες, ο διαχωρισμός του χορευτικού τμήματος από το μουσικό χαλί. Κι έτσι, το ροκ ατόνησε υπέρ του τσατσά, της γιάνκα, του σείλι-σείλι, του φρικτού «syrtaki», της μποστέλα, της μποσανόβα και της ακροδεξιάς του πτέρυγας, που ήτονε το χάλι γκάλι. Όχι μόνον διότι διαφημίστηκε από Βουγιουκλάκη και Γιώργο Οικονομίδη, αλλά επειδή περιέχονταν, με σέρτικη έννοια, στο διαβόητο μουρμούρικο «Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια/ φάτε μάγκες βγάλτε χρόνια/ και την Κυριακή έχει κρέας/ τζάμπα είναι κι ο κουρέας,/ κι ο Βαγγέλης φόρεσε, σωβρακάκι δαντελέ/ η πουστιά του χάλι-γκάλι/ μ΄έφερε σ΄αυτό το χάλι».

    Έκτοτε θεωρώ ροκιες την χιλιμπίλι αίσθηση του στίχου, όλα τα «σάφλ» και τα κλαψιάρικα του Ήζι Ράιντερ, και δεν χορεύω πλέον ροκ.