Blog

  • Χαρτί-ψαλλίδι-πέτρα κλπ

    1961.Όταν αποφάσισαν την Ένωση Κέντρου, οι συνεταίροι αποφάσισαν εκ των προτέρων να παραιτηθούν από τα δικά τους κόμματα κι έπειτα έβγαλαν αρχηγό. Και πάλι άρχισαν να φυλλοροούν από την πρώτη εβδομάδα.

    2017.Πρώτα αρχηγός και μετά βλέπουμε; γιατί δε χώνονται ο καθείς εκεί που ονειρεύεται, να γλυτώσουν από την ταλαιπωρία; sorry, την ταλαιπωρεία;

  • Η Πράγα δε σε αφήνει να φύγεις. Ούτε εσένα, ούτε εμένα.

    Ψάχνοντας τον χειμώνα στις όχθες του παγωμένου Μολδάβα, σκηνές σαν από φίλμ νουάρ χωρίς διαλόγους, μόνο με την φωνή της Μarianne που τραγουδά παραπονεμένα.

    Ώρα 1.30 δίπλα στο ποτάμι, το θερμόμετρο έξω από ένα παλιό εμπορικό δείχνει 4 βαθμούς Κελσίου και το κρύο σαλεύει ανάμεσα στο κασκόλ μου.

    Πετάω από την Γέφυρα του Καρόλου πάνω από την πιο όμορφη πόλη, τα μάτια μου θολώνουν, ισορροπώ στις κεραμιδένιες σκεπές και τα στενά δρομάκια της, διασχίζω την πλατεία Βεγκεσλάου, αιωρούμαι στον αέρα της Μικρής Βενετίας Mala Strana, βλέπω τις αντανακλάσεις της στα νερά και τις σκιές με ανθρώπινη μορφή που κινούνται νωχελικά στους δρόμους.

    Πίνω κρασί στο Karlovy Lazne ζητώ δεύτερο ποτήρι και μετά το τρίτο σκέφτομαι πως ίσως να μην μπορώ πια να αντέξω τίποτα ανθρώπινο από τότε που έχασα τη θάλασσα. Χαζεύω τα γοτθικά και Art nouveau κτίρια, δίνω ραντεβού με τους ατέλειωτους πύργους που πετάγονται μπροστά μου από τα πιο απίθανα μέρη, στην Starometske Namesti με τον ατμοσφαιρικό φωτισμό, τρώω σοκολάτα και παρακολουθώ το μεγάλο αστρονομικό ρολόι του Δημαρχείου που ”μετράει” την ώρα ξεκινώντας από το ηλιοβασίλεμα.

    Μια ολόκληρη παρέλαση λαμβάνει χώρα μπροστά μου. Οι Απόστολοι, ο Χάρος που χτυπάει την καμπάνα, κρατώντας μία κλεψύδρα και συμβολίζοντας το πέρασμα του χρόνου, ο Φιλάρεσκος, σύμβολο της ματαιοδοξίας, ο Τούρκος, ο Εβραίος.

    Ζωντανεύουν ξάφνου οι φιγούρες και χοροπηδάνε δίπλα μου, τραβώντας με να συμμετάσχω στην αέναη γιορτή τους. Ακολουθώ χωρίς δεύτερη σκέψη και οι ώρες παύουν να τρέχουν η μία πίσω από την άλλη, γελάμε στην μέση της πλατείας με την Αλεξάνδρα, βγάζοντας τα γάντια μας και πετώντας τα στον αέρα.

    Στο μετρό που τρέχει ιλιγγιωδώς ακούγεται μουσική από ακορντεόν. Τα πρόσωπα , οι άνθρωποι φαίνονται τόσο γνωστά και οικεία, χαμογελούν ή κρύβονται πίσω από κάποιο βιβλίο και απλά περιεργάζονται. Το καρφί μου με γδέρνει χωρίς να το θέλει καθώς το σιδερένιο τρένο ταξιδεύει κάτω από την άσφαλτο, μα τώρα πια μου είναι υποφερτό.

    Ψιχαλίζει στην παλιά πόλη. Πατάω πάνω στην βροχή και χαζεύω τις ξύλινες μαριονέτες ενώ ο κατασκευαστής τους «ανεβάζει» μικρές «θεατρικές» παραστάσεις στην αυτοσχέδια λιλιπούτεια σκηνή που έχει φτιάξει στον πεζόδρομο.

    Sad eyes μου λέει σε σπαστά Αγγλικά και μου χαρίζει μια μικρή κούκλα πριγκίπισσα, αφού πρώτα την ελευθερώνει από τα σκοινιά της.
    Τον κοιτάω βουβή, επειδή διάβασε την σκέψη μου και σκουπίζω με το μανίκι αυτό που πήγα να πω. Σφίγγω το ξύλινο δώρο μου και βυθίζομαι στο Στενό των Aλχημιστών.

    Την Πράγα την έχω μέσα μου, όπου και να βρεθώ. Κουβαλάω την ομίχλη της μαζί μου. Φεύγω για να ξαναγυρίσω, ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι στο τοιχάκι του κάστρου με τα σπίτια απλωμένα κάτω από το κεφάλι μου πολύχρωμο μαξιλάρι, παίζω μελωδίες του Ντβόρζακ με τα ροζιασμένα χέρια του βιολιστή της μεγάλης γέφυρας, συνομιλώ με τα παιδιά που τρέχουν στους δρόμους και φωνάζουν δυνατά το όνομά τους όταν τα ρωτάω πως τα λένε, την βλέπω με τα μάτια των γυναικών που ψωνίζουν στην παλιά αγορά της, την ακούω μέσα από τα κουαρτέτα που σπαρμένα εδώ κι εκεί πάνω στις γέφυρες παίζουν μεγάλους κλασικούς.

    Ένα κομμάτι της ψυχής μου δεν μου ανήκει πια και έχει παραμείνει να βολτάρει σε κάποιο από τα δεκαεφτά λιθόχτιστα γεφυράκια του ποταμού, γιατί αυτή η πόλη όνειρο, έχει κάτι που δεν έχουν οι άλλες και που οι κάτοικοί της το ονομάζουν «τα μάγια»
    Και είναι αλήθεια. Η Πράγα «Δεν σε αφήνει να φύγεις ποτέ», έχει προλάβει όμως να σου ψιθυρίσει στο αυτί ”you have been warned” πριν ακόμα φτάσεις εκεί.

     

     

    Ο τίτλος, και ό,τι είναι σε εισαγωγικά , λόγια του Φ. Κάφκα.

     

  • Κάτι πάει τελείως στραβά με τον τρόπο που γίνεται, αντιμετωπίζεται, πυρακτώνεται, διασπάται και ξεχνιέται μια ζημιά στη χώρα.

  • Θυμάσαι; Το υποσχέθηκες

    Οι πεθαμένες κατσαρίδες στα μωσαϊκά του μετρό μας υπενθυμίζουν πως το καλοκαίρι τελείωσε και μάλιστα με τον πιο επώδυνο τρόπο.

    Εμείς, οι άλλες κατσαρίδες, περπατάμε σαν ζόμπι και τις προσπερνάμε πηδώντας χαριτωμένα από πάνω τους.

    Τι σου είναι και το σαρκίο όταν έχει ακόμα ανάσα μέσα του. Κοροϊδεύει εκ του ασφαλούς.

    Οι άνθρωποι παρόλα αυτά μοιάζουν ευχάριστα ευγενικοί αυτήν την περίοδο. Να μία κυρία μου είπε τον καφέ, την ευχή και μου έδειξε τον δρόμο χωρίς καν να μου μιλήσει. Μιλούσε στη διπλανή της και με έμαθε πως ο νεροχύτης είναι το πιο ύπουλο πράγμα σε αυτήν την πόλη. Ακόμα. Η δίνη του είναι εθιστική έτσι όπως τα ζουμιά και τα σαπούνια στριφογυρίζουν κατευθυνόμενα στα μαύρα σκοτάδια των αποβλήτων. Εκεί, νομίζεις ότι κάθεσαι πάνω από τον τυφώνα Ίρμα και την καταιγίδα Χοσέ, του Χάρβεϊ τη δίνη και δίνεις εντολές για τα ρεύματα και τις κατευθύνσεις ολόκληρων υπερφίαλων θαλάσσιων όγκων. Μέχρι να πάρεις πρέφα την κλίμακα την πραγματική, έχει περάσει μία ζωή πάνω από τον νεροχύτη. Καλά εννιάμερα.

    Απολαμβάνω, που λέτε, την χαρούμενη πλευρά των ανθρώπων τώρα τον Σεπτέμβριο. Ξανά τα Χριστούγεννα τέτοια θαλπωρή και σφιχταγκαλιάσματα! Δεν είναι να παίζεις άλλωστε με τις διαθέσεις των ανθρώπων στα ενδιάμεσα διαλείμματα.

    Βάζω την πράσινη τη φούστα μου και τις μενεξεδένιες γόβες και χαιρετώ το σκυλολόι με τιμές αρχηγού κράτους. Σήμερα πανηγυράκι του Σταυρού.

    Αγναντεύω τα εσωτερικά τοιχώματα του λεωφορείου. Ένας αριθμός κινητού και μία λέξη δίπλα με κεφαλαία γράμματα. ΣΕΞ. Με πιο λίγα γράμματα δεν φτιάχνεις τίποτα. Ποτέ δεν το πίστευα ότι τόσα λίγα γράμματα, τρία και μάλιστα το ξ στο τέλος που όσο να το πεις είναι κομμάτι άχαρο παρά τις κοιλότητές του, θα ήτο τόσο σημαντικό ειδικά όταν λείπει. Για αυτό εμπιστεύομαι τα τριψήφια πάντα. Όπως, θα είμαστε 638 χρόνια μαζί. Θυμάσαι… το υποσχέθηκες;

  • Διήγημα για τον Βασίλη

    Του Σταυρού, πάντα θυμόμασταν πως είχε γενέθλια ο παπάκος μου και γιόρταζε ο κύρις και πατέρας του.Κι ας είχαν φύγει απο καιρό. Έτσι τα φέρναμε, αλλιώς τα γυρίζαμε, Σεπτέμβριο μήνα τα λέγαμε εμπιστευτικά, όχι για σινεμάδες και ανάδυση αναμνήσεων εκ του σχολείου, αλλά λυτρωτικά, για άρρητα και απόρρητα και ου φωνητά.

    Έπινε ουίσκι, σε μορφή γιαννιτσιώτικου μίνι, κι εγώ σόδες, ακατάσχετες.Φουμέρναμε λονγκ σάιζ ωσάν αηδώς παλαιές τσιμινιέρες. Είχε πάντα διαθέσιμη τσατσάρα στην κωλότσεπη και κάθε τόσο τραβούσε μια χτενισιά, ακόμη κι όταν του είχαν απομείνει παππόφτερα στο καυκάκι. Τον κοίταζα «κάπως», κι εκείνος ατάραχος μου θύμιζε πως ποτέ δεν με είχε ιδεί να τρώγω, χωρίς να βαστώ ψωμί στο δεξί και να το κουνάω ενώ μασούσα γατοκέφαλα, με άκρα ευαρέσκεια.

    Όποτε ήτανε να αλλάξουμε σπίτι, σοβάρευε. «Θα σου βρώ εγώ, μαλάκα. Και θα σου το δείξω. Με έναν όρο. Μόλις μπεις, θα ανασαίνεις κανονικά, δεν θα φέρεσαι σα να έπαθες εγκεφαλικό». Ήξερε τι έλεγε. Κάθε φορά που ήταν να νοικιάσω έλεγα στο νοικοκύρη «μου αρέσει , το παίρνω» πριν να μπω στο διαμέρισμα. Μια φορά έφτασα στα άκρα, όταν του είπα ενθουσιασμένος «βρήκα σπιταρώνα, μαλάκα». «Τι έχει και σ άρεσε;» ρωτούσε ψυλλιασμένος. «Στο πλατύσκαλο, ανεβαίνοντας έχει έναν ξεκοιλιασμένον καναπέ δεκαετίας του πενήντα, με μαρκετερί και βελούδο. Εκεί θε να κάθομαι!» Ανέβηκε, είδε και το ξενοίκιασε στο λεπτό.

    Είτε είχα, είτε δεν είχα λεφτά, δεχόμουν αδιαμαρτύρητα να πλερώνω δοσίματα και εισφορές. Φοβόμουνα. Αυτός εκράτει λεφτά στο πορτοφόλι του τακτικά, με τα χαρτονομίσματα κατά την αρίθμησή τους.Μια φορά κατεβαίναμε Αθήνα με την αλβανόφωνη Μερσεντές του (κάθε που ήρχονταν Αλβανός με Μερσεντέ απέναντι, του αναβόσβηνε τα φώτα) και επιδεικτικά του έδειχνα ένα κέρμα από την τσέπη και το πετούσα έξω, ενώ έτρεχε με 220 .Έπεφτε στα φρένα, σταμάταγε στην Εθνική Οδό και το έψαχνε, ώσπου να το βρει, κραυγάζοντας στις ερημιές «είσαι και πολύ μαλάκας» αλλά προφανώς το διασκέδαζε.

    Οι κρίσεις, οι υποτιμήσεις, η ανεργία, με τρόμαζαν ,αλλ΄αυτός ήταν ενθουσιασμένος. «Τώρα είναι ευκαιρία να κάνουμε κατάσταση». Δεν το καταλάβαινα, ώσπου είδα με τα μάτια μου τι έγινε με τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στην διαλυμένη Γιουγκοσλαβία. Έφερνε  προϊόντα για τις δουλειές του, ευπαθή, από παντού. Όταν βγήκε η βρώμα για το εμπλουτισμένο ουράνιο ,και βγήκαν απαγορεύσεις εξαγωγών,μέχρι κι εγώ ανησύχησα. «Και τώρα, μαλάκα, πως θα ταΐζεις τις γραμμές παραγωγής;» «Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι. Τα στέλνουν οι γείτονες όλα στο Κόσσοβο, που το βομβαρδίζουν ,αλλά δεν έχει βγει ντιρεκτίβα για εκεί. Κοψοχρονιά θα τα πάρω όλα». Το’πε και τόκανε.

    Με την αρχή του αιώνα, έκοψα να τον βλέπω, άλλαξα και πόλη, επειδή του έκαμα βαρύ χουνέρι και τον ντρεπόμουνα. Κοινοί φιλοι που τον ρωτούσαν τι συνέβη, έπαιρναν την απάντηση «και που θές να ξέρω που δεν μου μιλάει ο μαλάκας;» Μετά από δέκα χρόνια, συναντηθήκαμε στη Σαλονίκη και ξαναρχίσαμε στενή παρέα. Κι όποτε πήγαινα να του εξηγήσω, με έκοβε.Έκανε πως δεν θυμόταν.

    Τέταρτος Σεπτέμβριος που δεν θα ανταμώσουμε, λέγοντας τα σώψυχά μας. Μετακόμισε. Πόθανε. Μετέστη. Όπως το έλεγε ο ίδιος, όποτε κινδύνευε: “Θα πέθνησκα” έλεγε. Αλλά συχνά ξεκαρδίζομαι στα γέλια, μόνος στο δώμα μου. Είναι που βλέπω την ταινία, με όλες μας τις σκηνές και την πλοκή. Από το 1950, που αντάμωσαν οι μανάδες μας φορώντας μαντό, σέρνοντας τα αγοράκια τους, εμάς,στη γωνία του Τσολακίδη κι ο Βασίλης κρυβότανε, ντροπιάρης και με κρυφοκοίταζε, πεταρίζοντας τις τεράστιες βλεφαρίδες του.

  • Αγαπητή Κυρία…

    …η οικογένειά σας έχει μεγάλη πολιτική παράδοση. Η γιαγιά σας θαλερή, στα 82, όταν μερικοί αξιωματικοί κατέβασαν βιαίως τον πατέρα της από την Εξουσία. Η μητέρα σας, ετών 65, νυμφευθείσα τον βραχύβιο Αρχηγό του Συναγερμού, αλλά από γαμβρούς δεν σας έλειψαν. Είσθε ήδη στα 43 και υποτίθεται πως βάλατε μυαλό.

    Μη νεάζετε. Μη σας πιάνει πανικός. Δεν προλαβαίνει να αμαρτήσει ο γείτων του ρετιρέ, είτε λόγω πετρελαίων στη Γλυφάδα, είτε επειδή ένας Σταθάκης  παρέχει τις άδειες που του ζήτησαν (βρίζοντας βέβαια) αλλά οι ανακοινώσεις σας είναι ογλήγορες, βιαστικές και στο πόδι γραμμένες.

    Βάλτε κόφτη. Μη αγγίζετε πληκτρολογιο αν δεν διαβεί έναν ακαδημαϊκό τέταρτο. Πρώτα το βασανίζουμε, το σκεφτόμαστε, και μετά την αμολάμε.

  • η εκδίκηση του Κακού

    -Κάποια μέρα θα σ’ εκδικηθώ που φεύγεις, της είπε.

     

    Λόγια, λόγια, αέρας κοπανιστός.

     

    ’Άντρες, πεταμένα λεφτά, πέτσινες επιταγές, φλωρέμποροι, μπαταχτσήδες της λαγνείας.

     

    Δεν ξανασχολήθηκε ποτέ μαζί της.

     

    Κι εκείνη τον μίσησε επειδή δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Μετά έψαχνε αληθινούς αλήτες και καθίκια του κερατά για να τραβιέται μαζί τους, να ξενυχτάει, να την μελανιάζουν, να γδέρνεται, να ματώνει και να γαμιέται. Με επιμονή, συνέπεια και πόνο. Μ’ αυτό τον τρόπο πήρε την εκδίκησή της στο ακέραιο αφού αυτός δεν θέλησε ποτέ να διεκδικήσει έστω και το μερίδιο που του αναλογούσε.

     

    —-

    (απόσπασμα από το “Δύο μέτρα και πέντε σταθμά”, ανέκδοτο, εντελώς)

  • Οι δεΘΑτζήδες


    μείωση

    μεταρρύθμιση

    διαφάνεια

    μετάλλαξη

    δουλειές

    επιχειρηματικότητα

    αλλαγή

    νοοτροπία

    ριζική

    μηχανισμοί

    αξιοποίηση

    μετεξέλιξη

    σύμπραξη

    ιδιωτικοποίηση

    εργαλεία

    δικαιοσύνη

    παραγωγικότητα

    ανταγωνιστικότητα

    εξωστρέφεια

    βελτίωση

    ελπίδα

    στόχευση

    επενδύσεις

    σύγκλιση

    αποτελεσματικότητα

    επανεκκίνηση

    αύξηση

     

    …..

     

     

    Κάθε Σεπτέμβρη.

    Απέναντι απ’ τον υγρό -μονίμως, φρονώ-  Θερμαϊκό

    δίπλα και μέσα σε εξέκιουτιβ δίκλινα

    φραπόγαλα σε λόμπι, μπλακλέιμπελ σε ρουφγκάρντεν,

    ανάμεσα σε σουτζουκάκια, συναγρίδες, ταραμά

    μπαόκια

    και λερωμένες οδοντογλυφίδες,

    μίνιστερς

    και γενικοί γραμματείς

    μέσα σε κουστουμάκια

    με τρεις τσακίσεις χαμηλά (μη το παίρνεις άλλο, ίσως ψηλώσει το παιδί)

    γραβάτες τραγωδία και ορφανά από κόμπους στέρνα

    σκαρπίνια καινούργια, δυο νούμερα μεγαλύτερα

    να μη σε χτυπήσουν, πού να τρέχεις για χανζαπλάστ

    Παύλου Μελά και Tσιμισκή γωνία,

    δωδεκάποντα σετάκι με Ρίλκεν 7.13 σαντρέ

    πλάι σε πλατφόρμες, με άβαφη ρίζα

    φιρφιρίκοι, σκεμπέδες

    και κίτρινα/καφέ υπουργικά βρακιά

    με μπαϊλντισμένα λάστιχα

    που δεν πρόλαβαν ν’ αλλαχτούν

    γιατί

    το Καθήκον προέχει.

    Κάθε Σεπτέμβρη

    το ποίημα ίδιο.

    Αλλάζει μόνον ο ποιητής.

    Κι όλοι μένουν να αναρωτιούνται

    όχι τι εννοούσε,

    όχι (είμαστε πια όλοι ποιητές, τα μάθαμε τα κόλπα)

    αλλά γιατί τέτοια επιμονή

    στα ξαναζεσταμένα προκαταρκτικά

    και στο φτηνό λιπαντικό

    αφού ποτέ, εξ όσων ενθυμούμαι, δεν αρνηθήκαμε

    (καλά, όχι εσύ)

    στοματικό, κατά φύση, παρά φύση

    κι οργασμό (προαιρετικά)

    στους Καυλωμένους για τη σωτηρία μας.

  • Περί iPhone8 και λοιπών δαιμονίων

    Σκέφτομαι όλα αυτά τα ξεθυμασμένα δίποδα που θα τρέξουν να πάρουν το νεο iPhone8. Να περιμένουν στις ουρές αφού έχουν μαζέψει τα λεφτά κάνοντας οικονομίες για ένα σχεδόν ίδιο προϊον (είτε είναι εντελώς όμοιο με το προηγούμενο είτε όχι). Η χρήση είναι η ίδια. Όμως, πώς να ξεπληρώσεις στους κατασκευαστές το «γουάου, αυτό είναι το νεο iPhone;»! Αυτή η γλυκιά ηδονή της καταξίωσης από ένα αντικείμενο που κέρδισες με 1000 τόσα ευρώ θα διαρκέσει λίγο, ένα εξάμηνο περίπου όσο ένα ολυμπιακό ρεκόρ! Αχ, όμως, εε τι όμορφα είναι ανάμεσα στους κουφιοκέφαλους ομοίους μου να μοστράρω την μαύρη γυαλιστερή θήκη του υπέρλαμπρου αποκτήματός μου.

    Προτιμώ τις φούστες πάντως. Είναι περισσότερο διαδραστικές. Έχουν προεκτάσεις σεξουαλικές καθαρά. Όχι μηδαμινές ελπίδες πίσω από μία οθόνη. Να λέμε και την αλήθεια μας. Ως εκ τούτου, πατήστε τα αόρατα κουμπάκια σας και αισθανθειτε κορυφαίοι αγοραστές σε ένα όμοιο μη τσεπωμένο αγοραστικό κοινό που αλαφιασμένο τρέχει να αποκτήσει λίγη αίγλη σε μορφή επικοινωνίας με κωδικούς. Τι ωραια αίσθηση εδώ στον Άρη. Μοιάζουμε με πλούσιους που είναι το πιο ωραίο κοσμητικό επίθετο του 21ου αιώνα.

    Να φωτογραφήσουμε τον Ιρμα που μας καταστρέφρει.

    Να φωτογραφήσουμε τον εαυτό μας που μας καταστρέφει.

     

  • Ο χρυσός και ο τενεκές (δεύτερο μέρος)

    Η εκμετάλλευση ορυκτού ή άλλου πλούτου είναι στρατηγικής σημασίας για το χάλι της χώρας. Στα λιγνιτικά πεδία βλέπετε τι γίνεται. Και δικαίως. Να μας έλειπε ο λιγνίτης τέτοιες ώρες, τι άλλο πια.

    Δεν μ΄ενδιαφέρει η εταιρεία που διαμαρτύρεται. Δεν ξέρω τη σύμβαση, δεν ξέρω πως έφτασε στα χέρια της. Για μένα το ζήτημα είναι ένα και μόνον, μήτε η φρικτή ανεργία μήτε οι παρλαπίπες των ευαίσθητων.

    Είναι απάντηση στο ερώτημα: τι χρειάζεται να κάνουμε ώστε να υπάρξει χρυσός σε εμπορεύσιμη κατάσταση στην ιδιοκτησία του Κράτους; Το ίδιο ισχύει για όλον τον μεταλλευτικό πλούτο.

    Όποιος έχει τα κότσια, ας το επιχειρήσει. Μπορεί να συνεταιριστεί με γνώστες, αλλά όχι να εκχωρήσει,αν δε του μένει λέπι. Αν μια κρατική εταιρεία Χρυσού στην Ελλάδα χρειάζεται τεχνογνωσία και το σχετικό κόστος, ας το πράξει. Φροντίζοντας ιδιαίτερα το ισοζύγιο. Να κόψει τα χατιράκια και τα έκτακτα στους αιτούντες και να το βγάλει το δισεκατομμύριο που απαιτείται για δέκα χρόνια. Μήτε μια θέση εργασίας δεν θα κοπεί έτσι. Και η ζώνη που θα γαμηθεί, να οριοθετηθεί και τέρμα. Καλύτερα πέντε νέες Πτολεμαΐδες που λέει ο λόγος, αν είναι να κερδίσουμε γεμιστήρι για τα άδεια ταμεία που δεν λέγονται “φόροι”

     

    Εξηγήθηκα.