Amen
Amen
![]() |
Τα τελευταία χρόνια έχουν έρθει στο φως αποτελέσματα από διάφορες έρευνες για τις επιπτώσεις της καλλιέργειας της κάνναβης. Όχι τις κοινωνικές αλλά τις περιβαλλοντικές. Οι σχετικές μελέτες έγιναν κυρίως στην Καλιφόρνια, μία από τις Πολιτείες των ΗΠΑ όπου έχει νομιμοποιηθεί η χρήση για φαρμακευτική και για προσωπική χρήση. Τα προβλήματα προκύπτουν από τις εκτροπές νερού για το πότισμα των φυτειών, την αυξημένη διάβρωση σε πλαγιές και ρέματα καθώς και απ’ τη χρήση φυτοφαρμάκων για την αντιμετώπιση των τρωκτικών που προκαλούν ζημιά στις σοδειές. Σημαντική η ζημιά από παραγωγούς που προμηθεύουν το λαθρεμπόριο των καρτέλ, εκτός νομικού πλαισίου, από καλλιέργειες δίχως αδειοδότηση, φυτεμένες σε δημόσια γη ή σε γη που ανήκει σε εθνότητες Ιθαγενών Αμερικανών. Πολλά τα παραδείγματα από καταπατημένες δασικές θέσεις στη Σιέρα Νεβάδα που έχουν καεί, ξέφωτα όπου η ηλιοφάνεια ικανοποιεί τα ιδιαίτερα απαιτητικά σε φως δενδρύλλια.
Μεγάλο το πρόβλημα από τη βιοσυσσώρευση φυτοφαρμάκων, την αύξηση της συγκέντρωσης της τοξικής ουσίας καθώς προχωράμε στην τροφική αλυσίδα. Νεκροψίες σε κουφάρια ενός είδους νυφίτσας που ζει στα δάση της Καλιφόρνιας, μακριά από γεωργικές δραστηριότητες, έδειξαν δηλητηρίαση σε μεγάλο ποσοστό από το ποντικοφάρμακο d-CON, το οποίο ως αντιθρομβωτικό προκαλεί ακατάσχετη εσωτερική αιμορραγία. Η έρευνα έδειξε ότι από τα νεκρά ζώα, αυτά με εντοπισμένο στους ιστούς φυτοφάρμακο βρέθηκαν κοντά σε σημεία που καλλιεργείτο η κάνναβη. Αυτά μάλιστα είχαν ζήσει λιγότερο από όσα ψόφησαν από άλλες ή από φυσικές αίτιες. Και η συγκέντρωση του δηλητηρίου αυξάνει ανεβαίνοντας και περνά σε απειλούμενα και μη απειλούμενα είδη, όπως η πιτσιλωτή και η μη πιτσιλωτή κουκουβάγια, οι αγριόχηνες, οι αγριόγατες…
Σε κάθε περίπτωση, το ρυθμιστικό πλαίσιο που νομιμοποιεί τη χρήση της κάνναβης έχει τυφλά σημεία καθώς οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την καλλιέργειά της μόλις έχουν συνειδητοποιηθεί. Οι μεν καλλιέργειες που τροφοδοτούν το λαθρεμπόριο θα πρέπει να αντιμετωπισθούν. Για τις φυτείες που παράγουν κάνναβη για το νόμιμο εμπόριο θα πρέπει να αποτυπωθούν οι ιδιαίτερες απατήσεις της καλλιέργειας, να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της και να υπάρξει ρυθμιστικό πλαίσιο για την ελαχιστοποίηση αυτών των επιπτώσεων – όπως και για κάθε καλλιέργεια εξάλλου.
Αναφορικά με τις κοινωνικές επιπτώσεις της χρήσης της κάνναβης, πολλά έχουν ειπωθεί, πληθώρα οι μελέτες και οι εκτιμήσεις. Καταγράφω μόνο το πρόσφατο σχόλιο του Tyler Cowen από το τελευταίο του βιβλίο «Η Αυτάρεσκη Τάξη»: Η δεκαετία του ‘60 χαρακτήρισε μια εποχή που απαίτησε περισσότερη ελευθερία μέσω του πειραματισμού με ουσίες. Όμως, απ’ όλες τις ουσίες που θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν, οι Αμερικανοί πολίτες επέλεξαν τη μία η οποία κάνει τους χρήστες να αισθάνονται μπαφιασμένοι, ατάραχοι και νωθροί – τη μαριχουάνα.
Γενικές συνταγές και τυφλοσούρτες που θα καθορίσουν τι είναι “προσβλητικό” και τι όχι δεν υπάρχουν. Δεν θα συνταχθούν ποτέ τοπογραφικά που θα αποτυπώνουν τα όρια προσβολής, χαβαλέ και κριτικής. Οι κατάλογοι με τα λεγόμενα trigger (τα οποία ελπίζω να παραμείνουν προσωρινή και αμετάφραστη αβελτηρία των Αμερικανών) πρέπει κανονικά να περιλαμβάνουν τα πάντα — είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν άνθρωποι που λ.χ. η θέα (και η μυρωδιά) του πατσά τούς προκαλεί ταραχή κι αποστροφή: όχι, δεν γίνεται να μην προσβάλουμε ποτέ κανέναν και η προσπάθεια για κάτι τέτοιο είναι επικίνδυνα λογοκριτική.
Η πολιτική ορθότητα είναι πολιτική και δεν μπορεί να υποκαθίσταται από ηθικολογική αποφυγή λέξεων και εικόνων ταμπού. Η πολιτική ορθότητα είναι κριτική των σχέσεων εξουσίας και αποκλεισμού μέσα από τον λόγο, όχι πρόσχημα για λογοκρισία· παράλληλα, η κριτική δεν είναι λογοκρισία. Όλα ξεκινούν από τη μεν επίγνωση σχέσεων ιεραρχίας και εξουσίας, που είναι το δύσκολο, αλλά και από την κατανόηση των συμφραζομένων μέσα στα οποία λέμε ή δείχνουμε κάτι, που είναι το ακόμα δυσκολότερο. Συνεπώς, το γυμνό δεν είναι ούτε αυτομάτως αγαθό ούτε αυτοδικαίως προσβλητικό· λέξεις όπως “πούστης”, “μουνάκι”, “νέγρος” καθεαυτές δεν είναι ταμπού, αλλά μπορούν να γίνουνε μέχρι και φονικές σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Δείτε την εικόνα, για παράδειγμα. Δείχνει μια κοπέλα που χορεύει raqs sharki (χορό της κοιλιάς) και το χαίρεται; Δείχνει μία γυναίκα-αντικείμενο παραδομένη στο αρσενικό βλέμμα μέσα σε οριενταλιστικό περιτύλιγμα; Δείχνει μια χειραφετημένη γυναίκα που ορίζει το σώμα της και το παρουσιάζει όπως επιθυμεί η ίδια μέσα από την τέχνη της; Δείχνει κάτι άλλο; Δείχνει κάτι πιο σύνθετο; Δεν μπορεί να απαντήσει κανείς χωρίς να μελετήσει τα πλαίσια ιεραρχίας/εξουσίας και το περικείμενο: πού; πότε; γιατί; πώς; με ποιους; κτλ.
Σιγά μη με νοιάζει η λέξη “επενδύσεις” και η χρήση της. Ωστόσο παραθέτω φευγαλέα εντύπωση από το “ελεύθερο γαλατικό χωριό της Αρμορικής” του Αστερίξ, που επιβίωνε πανταχόθεν θαυμαζόμενο στον τότε παγκόσμιο χάρτη. Είχαν ένα μαγικό φίλτρο και καθάριζαν. Κλειδιά για να ερμηνευτεί το κρυπτογράφημα του Ελληνικού, είναι οι αυτοδιοικητικές εκλογές του 2014, που εγκλώβισαν ικανό αριθμό αριστεριστών στην διοίκηση που ήταν μονίμως και διαχρονικώς (η διοίκηση) της πλάκας, η παράξενη μαγιά μερικών διδασκόντων των Πολυτεχνείων που βαστάει πάνω από μισόν αιώνα, και η έλλειψη μερικών συστατικών του φίλτρου που δεν κυκλοφορούν ευρέως.Ίχνη ερμηνείας, υπάρχουν ήδη από εκείνο το καλοκαίρι του 2015, όπου μία Πρόεδρος και η σέμπρα της κρατούσαν όμηρο την άδεια Βουλή επί εβδομάδες. Η αρχαιολογία είναι πρόφαση και περισσότερα δεν γράφω. Προχωρήσατε σε ταυτίσεις προσώπων με τους ήρωες του κόμικ και συνδυάστε τες με την παροιμιώδη αμπνταλωσύνη των Ρωμαίων συγκλητικών που δεν ξέρουν να γράφουν νόμους και άλλα κυβερνητικόχαρτα και θα καταλάβετε.
Το αγόρι με την νάιλον σάκα δεν έχει σάκα αλλά μια μπλε σακούλα στον ώμο, από αυτές που οι υπόλοιποι χρησιμοποιούμε για να πνίξουμε αμφίβια του μπλε της Μεσογείου. Δε λυπάται για το δράμα του πολυεστέρα. Το ενδιαφέρουν πιο πολύ άλλα υλικά, το χαρτί, το ξύλο, ο μόλυβδος και η σκληρότητα στη ζωή του συμβολίζεται με B, H και F. Κλείνει τα αφτιά του στη βαβούρα των διαφημιστικών γραφείων και στα σλόγκαν της οκάς και μαθαίνει να μιλάει με λόγια ολόκληρα και τραγουδιστά.
Το αγόρι με τη νάιλον σάκα δε χτυπιέται σαν το χταπόδι επειδή το ξέχασε ο νονός ή ο Άι Βασίλης. Όταν κλαίει, κλαίει για να εξατμίσει το σύννεφο του πόνου που κρύβει μέσα του και για να θυμίσει την ύπαρξη του μόνο σε όποιον την ξεχνάει. Τα αθώα του ‘’γιατί’’ θα έχουν πάντα νόημα και δεν θα γυροφέρνουν το πορτοφόλι της μαμάς. Η πίστη του δε γνωρίζει από αντίδωρα και δε ζητάει αποδείξεις των πολλών μαύρων γραμμών και των μεγάλων αριθμών. Θα μάθει να μετράει πέρα από αυτούς και χωρίς αυτούς
Το αγόρι με τη νάιλον σάκα δεν πτοείται από τα σκαμπανεβάσματα της αγοράς . Σηκώνει με νόημα τους ώμους, ανυψώνει με θάρρος το πόδι και πατάει κάτω όλα τα άλλα βήματα στον δρόμο του, κι αυτά που βιάζονταν να προλάβουν ένα τίποτα κι αυτά που λέρωναν τα πάντα στο διάβα τους κι αυτά που συνέχιζαν χωρίς να νοιάζονται τι υπάρχει από κάτω. Δεν ακροβατεί στα πεζοδρόμια για να τρομάξει δήθεν τη μαμά, αλλά τη χαρίζει στα μικρά του αδερφάκια , για να αποδείξει πόσο πολύ έχει μεγαλώσει.
Το αγόρι με τη νάιλον σάκα δεν το λυπάμαι. Όχι χωρίς την κατάλληλη μουσική επένδυση και την απαραίτητη σκηνοθετική ματιά. Η ζωή έχει τη δυνατότητα να βγάζει μέλι ακόμα και από την πέτρα. Πέτρα σαν κι αυτόν. Πέτρα που πάνω της έπεσαν οι βόμβες διαμελιστών. Πέτρα που πάνω της έσκασαν τα κύματα του Αιγαίου. Δεν έσπασε, δε βούλιαξε. Την ξέβρασε το κύμα σε μια στεριά και αυτή το πρώτο που έκανε, ήταν να χαρεί τον ήλιο. Κι έπειτα να μπει θεμέλιο, να στεριώσει τον Κόσμο.
Νοέμβριο πρωτάκουσα Soft Machine. The Tale of Taliesin, το θυμάμαι ακόμη γατί κάτι στον τίτλο μου θύμιζε Αλαντίν. Συνειρμικά. Σε μια σπηλιά το αντάμωσα.
Το άκουσα στο δώμα του Μιχάλη, στη γιορτή του. Το δώμα ήταν ένα παλιό πλυσταριό στην ταράτσα του διώροφου, πάνω απ΄ το πατρικό του. Να ‘ταν εφτά, άντε οκτώ τετραγωνικά που έγιναν αναγνωστήριο, εν όψει πανελληνίων. «Για να μην ενοχλείται το παιδί» με τα σουρτα-φέρτα από συγγενείς και γειτόνους στο σπίτι. Τότε τα σπίτια χωράγαν και γειτόνους μέσα, σήμερα μη ρωτάς. Λίγα πράματα στριμωγμένα σε τέσσερα ντουβάρια, μια σόμπα πετρελαίου, δυο φλοκάτες και καναδυό μαξιλάρια στο πάτωμα, μια καρέκλα κι ένα τραπέζι που χώραγε πέντε βιβλία πάνω του, μια κόλα χαρτί κι ένα φάμπερ-καστέλ. Και φυσικά ένα Garrard, δυο ηχεία που δεν θυμάμαι την ετικέτα πάνω τους, δίπλα σ’ έναν Rotel. Aναγνωστήριο και εντευκτήριο μαζί.
Σ’ εκείνο το δώμα λύθηκαν πολλές εξισώσεις με κοινό παρονομαστή το μαύρο του μαρκαδόρου πάνω στις αγέρωχες ρώγες και στο Ιερό Τρίγωνο. Καλές και άγιες οι συνεχείς συναρτήσεις και οι μοναδικοί πραγματικοί αριθμοί, αλλά η καύλα των δεκάξη και των δεκαεφτά δεν χόρταινε με παραγώγιση. Ήθελε σάρκα, έστω χάρτινη. Λυχνάρι το ιερό Playboy, από κει μέσα ξεπήδαγε κάθε λογής τζίνι, απ’ αυτά που -τι κρίμα- εξηνταρίσαν σήμερα. Ξανθό, μελαχροινό, καστανό, κοκκινομάλλικο, ειδικά αυτά τα τζίνι ήταν που εξάπταν την περιέργεια και την στέλναν να προσπαθεί να ξύσει το μαρκαδόρο -όπως ξύνει η γάτα την πόρτα για να την αφήσεις να χωθεί ξανά στη ζέστη μέσα- για να δει τι κρυβόταν κάτω του, «ρε μαλάκα, λες να είναι κόκκινες οι τρίχες κι εκεί;». Ο,τι άλλο υπήρχε μέσα στο λυχνάρι – και υπήρχαν πολλά αλλά δεν θέλαμε να διαβάσουμε, να διαβαστούμε θέλαμε- μας άφηνε αδιάφορους, δεν μας αφορούσε.
Μερικές φορές όταν ο Μιχάλης ήταν στις πολύ καλές του, ή ήθελε να ανταποδώσει κάποια πολύ μεγάλη χάρη (δυο τρεις φορές το χρόνο δηλαδή), άφηνε σε λίγους και εκλεκτούς να πάρουν το τζίνι σπίτι τους. Με τη ρητή εντολή να το επιστρέψουν την επόμενη μέρα. Αλέκιαστο. Απ’ όσο θυμάμαι το πρώτο τηρήθηκε.
Μετά από λίγο καιρό ήρθε στο δώμα και το -ακηλίδωτο- Penthouse αποκαλύπτοντας την Αγία Σχισμή χωρίς ακέραια την παλιά μαγεία της, ίσως γιατί είχαμε προφτάσει να συναντηθούμε μαζί της σε μια πιο γήινη εκδοχή. Όχι απ’ το Wisconsin και το Kansas αλλά απ΄την Δράμα, την Έδεσσα, το Ναύπλιο. Όχι ιλουστρασιόν, όχι αψεγάδιαστη αλλά ζωντανή. Δισύλλαβη. Με κάποια Νίκη, Βάσω, Γιάννα, Βέρα, Σοφία, έστω και με κάποια μη εξωτική Σούλα, καθένας από μας έμαθε να συλλαβίζει απ’ την αρχή, απ’ τα βασικά, απ΄τα πρωτόλεια. Στην αρχή με τα χέρια, Braille. Mετά με όλα, πείνα. Και καμία μα καμία -απ’ όσα συζητούσαμε μεταξύ μας, οι ερασιτέχνες Αλαντίν- δεν θυμόμαστε να παραπονέθηκε για το άγαρμπο τρίψιμο ή για το -αναπόφευκτο- λέκιασμα. Τα καλύτερα λυχνάρια από καταβολής παραμυθιών.
Aλλά τίποτε ξανά δεν μύριζε μαρκαδόρο και οινόπνευμα. Η πικρή ενηλικίωση ήταν, αλοίμονο, στερημένη από το αγχωμένο κι αναψοκοκκινισμένο ξεφύλλισμα της πρώτης Βίβλου μας.
Φαντάζομαι πως αν ο John Etheridge κι ο Karl Jenkins μαθαίναν ότι κάθε φορά που -ως και σήμερα- ακούω το The Tale of Taliesin (αγόρασα πριν πολλά χρόνια το Softs και το φυλάω στο εικονοστάσι) το δωμάτιο μυρίζει τυπωμένη γύμνια και τα ηχεία ευωδιάζουν μια γνώριμη θεσπέσια υγρασία που δεν την μπερδεύεις με καμιάν άλλη υγρασία στο σύμπαν, θα ήταν πολύ, πάρα πολύ περήφανοι γι’ αυτό το λυχνάρι που δημιούργησαν.
(the day Hugh died)
Υπενθυμίζω ότι η Πολιτική, την οποία συχνά επιζητώ και ζητώ να ορθοποδήσει στην ελληνική Σαχάρα των Ιδεών, είναι σχετικά νεοσύστατη Τέχνη του Υπάρχειν, εάν θέσουμε ως terminus pro το κρανίο του ανθρώπου των Πετραλώνων.
Και δεν βρίσκεται στην βαρετή κι αναμενόμενη λίστα των Επιτευγμάτων υπό συνεχή Άνοδο.
Συχνά παλιμπαιδίζει και πισωγυρίζει, βυθίζοντας τα πέλματα μέσα σε τσιμέντο, όταν κακόβουλοι μαφιόζοι ετοιμάζονται να την βουτήξουν στα άπατα.
Ειδικά σε χώρες που επινοήθηκαν, όπως η εδική μας, συμβαίνει κάτι χειρότερο: μεγάλα τμήματα της γεωγραφίας, της ιστορίας και της κοινωνίας μας, μόλις παίρνουν χαμπάρι πως κινδυνεύει το μελό τους, οχυρώνονται πίσω από το «εμείς έτσι τα βρήκαμε», κι ας τα ψάχνουν αυτά που βρήκανε μέσα σε ένα τουρλουμπούκι από σκραπ.
Το «έτσι κάνουν όλες» και το «αγάπης αγώνας άγονος» είναι καλή πρόφαση, αλλά καθόλου πειστική δικαιολογία.
Βαρέθηκα το πανεθνικό άσμα «κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο» από πειθαρχημένες, ενθουσιώδεις ομάδες που πιστεύουν σε ένα και μόνο πολιτικό εύρημα: την πίστη πως υπάρχει στον τόπο μας μόνον Χαρτοβασίλειο, επομένως τι να τον κάμεις τον Αιώνα των Φώτων; Προσάναμμα;
Αυτή είναι μια ευθεία βολή κατά των καταγέλαστων θεμάτων που μας απασχολούν, όλα ντυμένα στην προβιά της πολιτικής διαμάχης.
Η αναθέρμανση του αντικομουνιστικού μένους που, με αφορμή το συνέδριο της Εσθονίας, απασχόλησε το τον δημόσιο λόγο στη χώρα μας αυτό το καλοκαίρι που μόλις τελείωσε, κάνει ακόμα πιο φανερή την απουσία ουσιαστικού πολιτικού λόγου σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Η αντικομουνιστική ρητορική της δεξιάς αντιπολίτευσης παραδόξως λειτουργεί πολύ βολικά όχι μόνο για την ίδια αλλά και για την κυβέρνηση. Δεδομένου ότι και οι δύο, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, έχουν την ίδια πολιτική πρόταση, αυτήν που υπαγορεύουν οι δανειστές, το «χαρτί» του αντικομουνισμού δίνει στην κυβέρνηση την ευκαιρία να το παίξει αριστερή ανώδυνα και ανέξοδα, και δίνει στην αντιπολίτευση την ευκαιρία να συσπειρώσει την δεξιά βάση της και να παίξει εκ του ασφαλούς τον κενό περιεχομένου αντιπολιτευτικό της ρόλο.
Στο μεταξύ, αυτός ο τόσο βολικός αντικομουνισμός φαντάζει άκαιρος και άχρηστος, ειδικά εντός των συνόρων, όπου η αριστερή προοπτική έχει δεχτεί πρόσφατα διπλή ήττα. Διπλή, διότι ηττήθηκε τόσο συνθηκολογώντας και αποδεχόμενη την ΤΙΝΑ ως κυβέρνηση, όσο και ως αριστερή αντιπολίτευση: χωρίς πειστική πρόταση, είτε εκτός βουλής και πολυδιασπασμένη, είτε εντός βουλής καθηλωμένη σε ρόλο καταγγέλλοντος κομπάρσου.
Γιατί λοιπόν τέτοιο μένος απέναντι σε μια ηττημένη αριστερά;
Γιατί η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του ’15 και η κινηματική δραστηριότητα που είχε προηγηθεί έδειξαν μια δυναμική η οποία πιθανότατα δεν έχει εξαλειφθεί οριστικά. Γιατί είναι σημαντικό να απονομιμοποιηθεί και να αποσιωπηθεί κάθε συζήτηση για οποιαδήποτε εναλλακτική, κάθε αμφισβήτηση της εφαρμοζόμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ώστε η δυναμική αυτή να εξαλειφθεί οριστικά. Και, τέλος, γιατί η δαιμονοποίηση της αριστερής προοπτικής χρησιμεύει στην διαμόρφωση μιας κοινής γνώμης που αποδέχεται την εγκαθίδρυση μιας (εθνικής και ευρωπαϊκής) αντιδημοκρατικής και αυταρχικής διακυβέρνησης που συνοδεύεται από έλλειψη δικαιοσύνης και μεγάλη κοινωνική και οικονομική ανισότητα.
(Περιττό να προστεθεί εδώ ότι η ταύτιση, ακόμα και η σύγκριση, του κομμουνισμού με το ναζισμό είναι ανιστόρητη, γελοία και πολύ επικίνδυνη σε μια ιστορική συγκυρία που ο ναζισμός σηκώνει κεφάλι σε όλο το δυτικό κόσμο . Αν έχει νόημα να κάνουμε συγκρίσεις, αυτές θα έπρεπε να γίνουν μεταξύ κομμουνισμού και καπιταλισμού, και αυτή ακριβώς την σύγκριση φοβούνται μάλλον όσοι υποστηρίζουν την θεωρία των δύο άκρων)
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, η ελληνική αριστερά, δηλαδή κόμματα, παρατάξεις, οργανώσεις και συλλογικότητες κάθε είδους που βρίσκονται αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής. Χαρακτηρίζεται από χαμηλή κοινωνική αποδοχή και διάδραση, έξαρση των εσωτερικών αντιπαλοτήτων και διασπάσεων, αδυναμία συγκρότησης μετώπων σε συνδικαλιστικό ή πολιτικό επίπεδο. Όλα αυτά, καθώς και η καθίζηση της κινηματικής δράσης, είναι συνέπειες της ήττας. Για την παρακμή όμως ευθύνεται σε ένα βαθμό και η αντιπολιτευτική ρητορική της αριστεράς, που βασίζεται περισσότερο στην ηθικολογία κα στην επίκληση της καθαρότητάς της και πολύ λιγότερο στην διατύπωση μιας πειστικής, καθαρής, εφικτής λύσης διεξόδου. Ο αντικομουνιστικός λόγος προσφέρει, λοιπον, και στην αντιπολιτευόμενη αριστερά την ευκαιρία να δικαιώσει την ύπαρξή της.
Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η ύφεση βαθαίνει και ο κόσμος υποφέρει, την ώρα που ο άρειος πάγος παίρνει αντιεργατικές αποφάσεις που επικυρώνουν μια ήδη παγιωμένη πραγματικότητα εργασιακού μεσαίωνα με επισφάλεια και απλήρωτη εργασία, την ώρα που ενώ έχουν θεσπιστεί ασυλίες για τους εμπλεκομένους στο ΤΑΙΠΕΔ κρατούνται χωρίς στοιχεία νέοι άνθρωποι για τις ιδέες τους και μόνο, την ώρα που επιτείνεται το αίσθημα αδιεξόδου, η βουβή οργή η τάση παραίτησης και φυγής στους πολίτες της χώρες και ιδίως στους νέους.
Μόνη φωτεινή ρωγμή οι δομές και οι κινήσεις αλληλεγγύης που συνεχίζουν αθόρυβα το έργο τους.
Κάπως έτσι μας βρήκε αυτός ο Σεπτέμβρης, που οι μέρες του μικραίνουν και τα ερωτήματα, αμείλικτα, μεγαλώνουν.
*September song
H google μας πληροφορεί μέσω του google doodle ότι έγινε 19 και είναι λίγο σοκαριστικό να σκεφτείς ότι δυο δεκαετίες πριν ζούσαμε ακόμη σε έναν κόσμο αγκουγκλάριστο ή μάλλον μη γκουγκλίσιμο, μη δυνάμενο να γκουγκληθεί.
Μπορεί η google να αναπτύχθηκε και να γιγαντώθηκε εις βάρος της μνήμης μας, μπορεί το τμήμα του εγκεφάλου μας που έπρεπε να θυμάται πράγματα, σταδιακά να αδρανοποιείται, γνωρίζοντας ότι όλα μπορούν να βρεθούν ανά πάσα on line στιγμή, μπορεί η google να συγκεντρώνει και να συγκεντρώνεται για σένα, επιτρέποντάς σου να αφαιρείσαι, να περισπάσαι, να χάνεσαι, γνωρίζοντας ότι ανά πάσα on line στιγμή μπορεί να ξαναβρεθείς, μπορεί να ισχύουν αυτά, μπορεί και όχι, αυτά είναι απλά θεωρίες και το μόνο αναμφισβήτητο δεδομένο είναι ότι η γκουγκλίσιμη ζωή είναι απείρως φιλικότερη στον χρήστη από την προκάτοχό της, τη ζωή της διασκορπισμένης εδώ κι εκεί πληροφορίας.
Όχι πια. Όλα είναι εδώ και πολύ καιρό μαζεμένα εδώ. Δοκίμασε να ζήσεις χωρίς ψαχτήρι. Δεν γίνεται. Ή μάλλον ψέματα: γκουγκλάρισε να δεις αν γίνεται.