Blog

  • don’t believe what you read

    Διαβάσαμε χιλιάδες ιστορίες -άλλοι ισχυρίζονται πως κάθε λέξη ήταν αλήθεια, άλλοι ορκίζονται πως ήταν όλα ένα ψέμμα- για τα σκοτεινά πλάσματα που ζούσαν μέσα σε ένα τόσο μαύρο δάσος, που ήλιος δεν τολμούσε να ρίξει μισή αχτίδα μέσα του. Μάγισσες που ρουφούσαν παιδικό μεδούλι και τραγανίζαν κεφαλάκια νεογέννητων, λυκάνθρωποι μεγάλοι σαν την πανσέληνο, ξεμαλλιασμένες γυναίκες με τέσσερα πρόσωπα (ένα για κάθε πλευρά του ορίζοντα) που αν σε κοιτάζαν πάγωνε η καρδιά σου, παράξενα όντα χωρίς πρόσωπο και ψηλά σαν σεκόγιες.

    Για κείνον που ξεγέλασε ένα προς ένα όλα αυτά τα βασανισμένα τέρατα και τα ’συρε (ποιος ξέρει με τι αθώο ύφος, τι αντάλλαγμα και ποιες υποσχέσεις) μέσα στην καρδιά του δάσους και τα παράτησε μόνα τους εκεί μέσα, όσο πιο βαθιά γινόταν, για να μη μπορέσουν ποτέ να βρουν το δρόμο της επιστροφής στον έξω κόσμο, ούτε μια παράγραφος γράφτηκε. Ούτε λέξη. Ποτέ. Σα να συνωμοτήσαν όλοι οι γραφιάδες και οι παραμυθάδες του κόσμου για να μας κρύψουν την τρομαχτική αλήθεια.

    Μόνο μια φωτογραφία σώθηκε, ως εκ θαύματος. Για αυτόν που, τρέμοντας από την ταραχή του, πάτησε το ’κλικ’ δεν έμαθε ποτέ κανείς τίποτε, ποτέ. Εκτός από ότι τον είδαν, για τελευταία φορά, να μπαίνει παρέα με ένα μικρό χλωμό σκουροντυμένο κορίτσι με ίσια μαλλιά μέσα στο δάσος.

     

  • Το θαύμα

    Πιστέψαμε τόσο πολύ

    στο αναπόφευκτο των σκοτεινών ημερών,

    μέχρι που ήρθε το φως χωρίς να μας ρωτήσει,

    ισχυριζόμενο πως εμείς το καλέσαμε,

    πως τις προσευχές μας εισάκουσε,

    πως δεν θα ερχόταν αν δεν πιστεύαμε στην έλευσή του.

    Μα είχαμε στα αλήθεια πιστέψει;

    Να κρατηθούμε από κάπου θέλαμε.

    Ένα τελευταίο απελπισμένο τρικ ήταν.

    Από που κι ως που να πιστεύαμε σε ένα θαύμα;

    Εδώ είναι η πραγματική ζωή.

    Εδώ τα θαύματα είναι μόνο σχήματα λόγου.

    Εδώ ό,τι λέει η φυσική, το λέει η φυσική.

    Εδώ μετά τη φυσική δεν υπάρχει μεταφυσική.

    Εδώ το μόνο που υπάρχει είναι το αναπόφευκτο των σκοτεινών ημερών.

    Αυτό πιστεύαμε στα αλήθεια, αυτή η μόνη μας πίστη.

    Τώρα κλονίζεται συθέμελα.

    Τώρα έρχεται το θαύμα και γελά στα μούτρα της.

    Τώρα έχει γεμίσει τα μάτια μας το φως του

    και τα πνευμόνια μας ο αναστεναγμός του,

    ο αναστεναγμός της πιο ανέλπιστης ανακούφισης,

    καθώς φεύγουν από πάνω μας εκατό κιλά μολύβι

    και από μέσα μας εκατό αβίωτες εκδοχές.

    Ποιος μας έπεισε ότι δεν συμβαίνουν θαύματα;

    Ποιος μας έριξε στο λούκι της οικουμενικής απόγνωσης;

    Τι σόι πλάσμα είναι ένας άνθρωπος που παραδίνεται

    σε μια ύπαρξη ανεπίδεκτη θαυμάτων,

    λες κι η ύπαρξή του δεν είναι θαύμα από μόνη της;

    Μην παραδοθείτε ποτέ.

    Δεν υπάρχει τίποτα αδύνατο να γίνει.

    Υπάρχουν μόνο θαύματα.

    Που μπορούν να γίνουν.

    Που γίνονται.

    Που μας εξαπολύουν στο φως

    ημερών που τώρα έρχονται,

    χρόνων που τώρα αρχίζουν,

    χρόνου που τώρα αιωνιώνεται.

  • Βλέπω συνέχεια να μαζεύουν υπογραφές για να σωθεί «το Taxi Beat όπως το αγαπήσαμε». Λυπάμαι που σας το λέω, αλλά το TaxiBeat όπως αγαπήσαμε το δεν υπάρχει πια, μήνες τώρα. Δεν χρειάστηκε κανένας νόμος εκτός από το νόμο της αγοράς: από τότε που πουλήθηκε κι έγινε σκέτο πράσινο Beat, μπήκανε σωρηδόν τόσοι άσχετοι ταξιτζήδες που αυτοακυρώθηκε. Ο κυρ-Θύμιος είχε ήδη κερδίσει, απλώς τώρα μας το τρίβει στη μούρη. Να τα λέμε κι αυτά.

  • Υποτουρίστας, τουρίστας, περιηγητής ή ταξιδιώτης;

    Από τότε που ήμουν παιδί γινόταν διαχωρισμός αυστηρός μεταξύ τουρίστα και ταξιδιώτη (ή και ταξιδευτή). Ο τουρίστας ήταν άβουλο πρόβατο που φωτογραφίζει αλλά δεν βλέπει, που περιεργάζεται και ξεναγείται χωρίς να κατανοεί, που επικονιάζει προορισμούς αλλά αγνοεί τις διαδρομές. Απεναντίας, ο ταξιδιώτης προσπαθεί, λέει, να ζήσει έναν τόπο, να μπει μέσα του, να τον κατανοήσει και να βρει τις — ας πούμε — ειδοποιούς διαφορές του.

    Με την έλευση των φτηνών αεροπορικών εισιτηρίων στο γύρισμα του αιώνα δημιουργήθηκε μια κατηγορία τουρίστα, ας τον πούμε υποτουρίστα, που δεν ενδιαφέρεται ποσώς πού πάει αλλά μόνο ποια είναι η χρήση του προορισμού του: ήλιος και θάλασσα, όμορφες διαδρομές για ποδηλασία ή οδήγηση, φτηνό αλκοόλ, καλό φαγητό, φτηνό ή επισφαλές σεξ. Αυτό δεν είναι όμως ιδιαιτέρως ενδιαφέρον· ενδεχομένως οι περισσότεροι τουρίστες αλλά και πολλοί τουπίκλην ταξιδιώτες κατά βάθος αντιμετώπιζαν χρηστικά τους προορισμούς ανέκαθεν. Στην εποχή του χιψτερισμού πάντως όλο και περισσότεροι θέλουν να καμώνονται πως είναι ταξιδιώτες.

    Ενδιαφέρον είναι ότι πλέον αντιλαμβανόμαστε πως υπάρχουνε τελικά και δύο είδη ταξιδιωτών: ο ταξιδιώτης και ο περιηγητής.

    Ο ταξιδιώτης, στην ιδανική ενσάρκωσή του, θέλει να μάθει και να ζήσει έναν τόπο, να φάει τα φαγητά του και να πιει τα ποτά του, να περπατήσει τις γειτονιές του και τις εξοχές του — γιατί Ταξίδι χωρίς να περπατήσεις δεν υφίσταται. Ο ταξιδιώτης είναι καλόπιστος και δεκτικός, προσπαθεί να δει πέρα από ό,τι φαίνεται με την πρώτη ματιά, προσπαθεί να χαρεί τον τόπο που επισκέπτεται και να τον κατανοήσει. Πρώτα ρωτάει και παρακολουθεί και μετά κρίνει. Αυτός εδώ ο τύπος είναι χαρακτηριστικός, νομίζω.

    Ο περιηγητής, στη μεγάλη παράδοση των περιηγητών από τον Εβλιά Τσελεπή και τους Εγγλέζους της Grand Tour, μέχρι τη Μάγδα Τσόκλη και τους συμμετέχοντες στις εκδρομές της Μαριάννας Κορομηλά, είναι συνήθως πολύ πιο διαβασμένος. Ξέρει εκ των προτέρων πού πάει και τι θα δει, επιλέγει προορισμούς εκτός πεπατημένης και κάνει έφοδο στα αξιοθέατα με τρόπους εναλλακτικούς: όχι με ξεναγό αλλά συνοδεία κάποιου ντόπιου αιρετικού π.χ. Το πιο σημαντικό, οι περιηγητές κουβαλούν μαζί τους τα στερεότυπα και τις βεβαιότητές τους και επικεντρώνουν ακριβώς στους τόπους, στους ανθρώπους, στις ιστορίες και στις συνήθειες που θα επιβεβαιώσουν τα στερεότυπά τους και θα επικυρώσουν τις βεβαιότητές τους. Ο περιηγητής ήδη κατανοεί και απλώς τσεκάρει ότι όσα “ξέρει” ισχύουν. Ο περιηγητής ρωτάει μόνον όταν ξέρει ότι θα πάρει την κατάλληλη απάντηση.

  • Συλλογική ευθύνη

    Στα γυναικεία αποδυτήρια στο κολυμβητήριο, λειτουργούν τρεις από τις συνολικά εφτά βρύσες στα ντους τον τελευταίο μήνα. Ευτυχώς ακόμα είμαστε λίγες, με το που θα μπει ο Οκτώβριος και θα μαζευτεί ο κόσμος ενδέχεται να περιμένουμε στην ουρά τουρτουρίζοντας για να πλυθούμε.

    Όπως είναι φυσικό η κατάσταση αυτή προκαλεί μια σχετική γκρίνια η οποία ανακυκλώνεται μεταξύ μας και σπάνια φτάνει ως τις κυρίες της υποδοχής οι οποίες μας διαβεβαιώνουν πως έχουν ενημερώσει αρμοδίως και θα λυθεί το πρόβλημα.

    Σήμερα, λοιπόν, μια κυρία μεταξύ 60 και 70 χρονών, σχολίασε πως ίσως επίτηδες αφήνουν τις βρύσες χαλασμένες για να αναγκαστούμε να πλενόμαστε πιο γρήγορα – όταν θα υπάρχει κόσμος που θα περιμένει, αναγκαστικά θα βιαζόμαστε να τελειώσουμε. Γιατί, για να πούμε την αλήθεια,  το είχαμε παρακάνει κι εμείς, κάναμε κατάχρηση του νερού, πλενόμασταν με τις ώρες.

    Υποθέτω πως, όπως όλοι όσοι μιλούν για την συλλογική μας ευθύνη, η εν λόγω κυρία δεν σπαταλάει το νερό του ντους, ή τουλάχιστον δεν πιστεύει η ίδια ότι το σπαταλάει. Θεωρεί όμως πως όσοι το σπαταλούν, ευθύνονται για τις χαλασμένες βρύσες, και όχι επειδή τις χάλασαν: η ευθύνη τους είναι ηθική, η συμπεριφορά τους ήταν απαράδεκτη και επισύρει την τιμωρία, η οποία θα επιβληθεί από την διοίκηση του κολυμβητηρίου. Δηλαδή, ο δήμαρχος και ο πρόεδρος του ΟΠΑΝΔΑ, όχι μόνο δεν ευθύνονται για τις χαλασμένες βρύσες που δεν επισκευάζονται, αλλά διαθέτουν την απαιτούμενη ηθική ανωτερότητα ώστε να τιμωρήσουν και, κυρίως, να σταματήσουν την σπατάλη του νερού. Θεωρεί, δε, η κυρία, πως όσες είχαν την αναισθησία να σπαταλούν ως τώρα το νερό, θα αποκτήσουν ξαφνικά φιλότιμο και θα σταματήσουν να το κάνουν γιατί θα συγκινηθούν που κάποιες άλλες κυρίες θα ξεπαγιάζουν μούσκεμα στην ουρά.

    Αυτού του είδους η προτεσταντική ηθική με τα λογικά άλματα που εμπεριέχει, απαντάται σε ένα βαθμό σε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού όσον αφορά την συλλογική μας ευθύνη για την οικονομική κρίση και την δίκαιη τιμωρία μας από τους δανειστές. Είναι, δε, μια λογική βαθειά ριζωμένη, καλλιεργημένη με την φροντίδα επίμονου κηπουρού από τα ΜΜΕ, και είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεριζωθεί.

  • Το γιαπί

    Πολλές δεκαετίες χωρίς ξυπνητήρι, οι βαλβίδες της καρδιάς μου με ξυπνούν με κάποια φαεινή ιδέα: το νέο εκλογικό σενάριο χτίζεται πάνω στην υπόθεση πως η Νέα Δημοκρατία ψιλοζαρώνει, ο Σύριζα ματίζει την βάρκα του την κουρελού την χιλιομπαλωμένη, άρα ανάγκη πάσα να τραβηχτεί με εμβρυουλκό ένα νεογνό Κέντρο-απόκεντρο, που σε όποιο  έτερον ήμισυ χαμογελάσει, (αμφότεροι οι γονείς θα επιχειρήσουν ένα επιτυχές “γουτσουγούτσου”) θα κυβερνήσει, τρόπος του λέγειν, την χώρα.Kαι όταν το ρωτάνε οι χαζοί ποιον αγαπάει πιο πολύ, θα χρησμοδοτεί αναλόγως. Έως τότε, στο γιαπί, στο πηλοφόρι, στο μυστρί.

  • Πρωταγωνιστεί η Πράγα

    Είμαι από εκείνους που ανακάλυψαν όψιμα το Κάτω από την πέτρινη γέφυρα του Λέο Πέρουτς. Δεν ήξερα απολύτως τίποτα για το βιβλίο, πέρα από το ότι διαδραματίζεται στην Πράγα. Τον τελευταίο καιρό ούτε τα οπισθόφυλλα δεν διαβάζω: γιατί να το πάρει το ποτάμι αν μπορώ να το κουμαντάρω όπως θέλω;

    Δεν θα μαρτυρήσω τίποτα λοιπόν. Διαβάστε το. Πού και πού σκαλώνει η μετάφραση αλλά διαβάστε το.

    Ο Πέρουτς ήταν αποκάλυψη. Σαφώς δεν μιλάμε για μαγικό ρεαλισμό ή για υπερφυσικές φιοριτούρες διακοσμητικού χαρακτήρα. Αυτό που διάβασα είναι πονηρό και υπαινικτικό, δαιδαλώδες και διακειμενικότατο σαν Μπόρχες, αλλά σαν Μπόρχες με καρδιά.

  • “Ποιον αφορούν οι ταυτότητες φύλου κι όλα αυτά;” Ακριβώς γι’ αυτό θα έπρεπε να είναι τεχνικό ζήτημα νομοθετικής ρύθμισης, χωρίς να δημιουργείται ηθικός πανικός για φυγόστρατες τρανς γυναίκες και για τρανς άντρες καταπατητές του αθωνικού αβάτου. Άλλωστε, όπως σημειώνει η Πάολα Ρεβενιώτη, όσοι κάνουν χρήση του νέου νόμου οπωσδήποτε “θα ευεργετηθούν από τη θαυμάσια ζωή και τα προνόμια που έχουν τα trans άτομα στην Ελλάδα”.