Για κείνον που ξεγέλασε ένα προς ένα όλα αυτά τα βασανισμένα τέρατα και τα ’συρε (ποιος ξέρει με τι αθώο ύφος, τι αντάλλαγμα και ποιες υποσχέσεις) μέσα στην καρδιά του δάσους και τα παράτησε μόνα τους εκεί μέσα, όσο πιο βαθιά γινόταν, για να μη μπορέσουν ποτέ να βρουν το δρόμο της επιστροφής στον έξω κόσμο, ούτε μια παράγραφος γράφτηκε. Ούτε λέξη. Ποτέ. Σα να συνωμοτήσαν όλοι οι γραφιάδες και οι παραμυθάδες του κόσμου για να μας κρύψουν την τρομαχτική αλήθεια.
Μόνο μια φωτογραφία σώθηκε, ως εκ θαύματος. Για αυτόν που, τρέμοντας από την ταραχή του, πάτησε το ’κλικ’ δεν έμαθε ποτέ κανείς τίποτε, ποτέ. Εκτός από ότι τον είδαν, για τελευταία φορά, να μπαίνει παρέα με ένα μικρό χλωμό σκουροντυμένο κορίτσι με ίσια μαλλιά μέσα στο δάσος.