Blog

  • Μανιερισμοί στη Μακρόνησο

    Στη Σχολή μάς έμαθαν ότι μετά την εξάντληση κάθε πρωτοπορίας στην Τέχνη ακολουθεί μανιερισμός: τα τεχνικά επιτεύγματα, οι εκφραστικές ιδιαιτερότητες, οι τρόποι και οι μέθοδοι, ακόμα και κάποια τερτίπια και κλεισίματα του ματιού, όλα επιβιώνουν μόνον ως ύφος ψιλό, κενολόγο στυλ και διακόσμηση: ως μανιέρα. Μας έλεγαν πως η μανιέρα εξασφαλίζει τη συνέχιση της μεγάλης τέχνης (εικαστικής, μουσικής, του λόγου ή άλλης) ως παράδοση ακόμα και όταν προ πολλού έχει χαθεί το περιεχόμενό της ή έστω η δυνατότητά της να μπαίνει σφήνα μεταξύ όσων ξέρουμε και του κόσμου γύρω μας, φανερώνοντας όσα μπορούν να γίνουν και να ξαναγίνουν.

    Παρακολουθώντας από σχετική απόσταση τη συζήτηση για την επίσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ στη Μακρόνησο διακρίνει κανείς χαρακτηριστικά πολιτικού μανιερισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πρώην κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που πλέον ασκεί τη συνεπέστερη κεντροδεξιά πολιτική που έχει δει ο τόπος από το 1944, κινείται από συλλογική ανάγκη να επικαλεστεί τη μνήμη με τον τρόπο που κάνουν τα γερασμένα και παραστρατημένα αριστερά κόμματα: ως μανιέρα, φωνάζοντας δυνατά στον εαυτό τους για να δείξουνε πως δεν πέθαναν και ως συνεχιστές μιας παράδοσης έστω και μόνον ως προς τους τύπους.

    Δυστυχώς η Μακρόνησος είναι ιερή και αυτή η επίδειξη πολιτικών συμβόλων και αριστερών τερτιπιών και κλεισιμάτων του ματιού αποτελεί πράξη σχεδόν βέβηλη. Το “δυσκολο κυβερνητικό έργο του” ας το συνεχίσει ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να παριστάνει ότι συνεχίζει όσα σημαίνει η Μακρόνησος. Μπορεί να είναι αναγκαίο έργο, ίσως και ευεργετικό (…), αλλά με το Μακρονήσι έχει τόση σχέση όση ο Τζιανφράνκο Τσιμπαμπούτι με τον Μιχαήλ Άγγελο.

  • τραγούδια από τους δεύτερους ορόφους

    Ετοιμάζονται για έξω. Εκείνη βγαίνει απ’ το μπάνιο, ανοίγει το συρτάρι με τα εσώρουχα. Κάποτε, όχι πάρα πολύ παλιά, τα La Perla και τα άλλα σινιέ που αγνοώ θα ντρεπόταν να αντιπαρατεθούν μαζί του, τώρα νεκρική σιγή. Άπνοια εντός, συρτάρια χωρίς ψυχή. Της διεκπεραίωσης, βολικά, σετάκι των δυο, χρώματα άστα να πάνε.

    Σκαλίζει, βγάζει, διπλώνει, ξανασκαλίζει, ξεφυσάει απογοητευμένη, «πάχυνα πολύ;» τον ρωτάει, προσδοκώντας ένα ωραίο ψέμα.

    «Όχι πολύ καλή μου, απλά με κάθε μεγαλύτερο σλόγκι που αγοράζεις ξεκληρίζεται και μια βαμβακοφυτεία στην Αίγυπτο».

    Όντως παραγνωριζόμαστε άσχημα όσο περνάνε τα χρόνια. Είμαστε σινιέ μαλάκες οι άντρες.

     

    —–

     

    Πίνουν. Με φίλους.

    Εκείνη -αν και δεν είναι, πώς θα μπορούσε; , κοντό αυτό που φόρεσε- προσπαθεί να κρύψει τα πόδια της βάζοντας την πασμίνα (έτσι δεν τα λένε αυτά τα μεγάλα πανιά που σκεπάζουν τους ώμους;) πάνω τους, νιώθει άβολα, παραφουσκωμένη. Ασφυκτιά μέσα στο μαύρο φόρεμα που «κόβει». Το εσώρουχο μπήγεται στη σάρκα. Το καλσόν εκλιπαρεί για λίγη ανάσα. Τα τακούνια την σκοτώνουν, αν τα αφήσεις σε αφήνουν. Η βότκα που πίνει είναι νερωμένη, οι άλλοι γύρω της ξενέρωτοι.

    Δεν ξέρει (ξέρει, μα ξέχασε) πως τα αρσενικά προσπαθούν να δουν παραπέρα και παραμέσα απ΄τα κρυμμένα. Δεν τους πτοούν τα παραπανίσια, ούτε και οι ατέλειες. Τα βλέμματά τους δεν είναι συγκατάβασης και συναίνεσης στην μετάλλαξη -αν και σπάνια έχουν οι άντρες επίγνωση της δικής τους αποσύνθεσης- αλλά πείνας. Ξένη σάρκα. Πάντα μυρίζει καλύτερα. Πάντα έχει άλλη γεύση. Μέχρι να πάψει να είναι ξένη.

     

    ——-

     

    Επιστρέφουν σπίτι, αργά. Είναι μόνοι. Όπως πολύ παλιά. Πετάει τις γόβες, βογγάει από ανακούφιση. Βογγάνε και οι από κάτω, βλαστημώντας. Ημιτελή βογγητά, ρέπλικες, όχι απ’ αυτά τα ωραία τα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης. Ξεκουμπώνει το σουτιέν, μόνη. Σκουπίζει, με τα χέρια, τον ιδρώτα κάτω απ΄το στήθος της. Παλεύει να βγει μέσα από το καλσόν, η ύφανση αντέχει τα βιαστικά -αλλά προσεκτικά βαμμένα- νύχια, είναι η εποχή των βαρέως διψήφιων denier, οι καλές μέρες των 5-8 πίσω ήτανε. Εκείνος κατουράει, ακόμη. Μαζί με το νερό που τρέχει, ακούει τη φωνή του: «θα κάνουμε τίποτε;». Να κάνουμε. Κάτι. Τίποτε. Ίσως. Νυστάζω. Βαριέμαι. Ας κάνουμε.

    Την ώρα που χύνει (μέσα της, τα καλά της εμμηνόπαυσης), το τίποτε και το ίσως γίνονται κάτι, για μια στιγμή. Νιώθει ωραία, φευγαλέα σκέφτεται πως την επόμενη φορά δεν θα κρύψει τα πόδια της και θα ξύνει -αφηρημένα, αλλοίμονο- το γόνατό της όσο της μιλάνε οι άντρες της παρέας κι εκείνη θα τους κοιτά στα μάτια. Αδιάφοροι, πλαδαροί, συχνά φωνακλάδες, μα ξένοι. Τι γεύση να ΄χουν άραγε; Αλλιώτικη, σίγουρα. Σηκώνεται για να μπει κάτω απ’ το ντους. Την ώρα που διασταυρώνονται οι γυμνοί δρόμοι τους (σειρά του να πλυθεί, πάντα μετά από κείνην, ευτυχώς δεν διεκδικεί πρωτεία σε όλα) τον ρωτά κοιτάζοντας τα χνούδια στο πάτωμα «τις κάρτες τις πλήρωσες σήμερα; θα μας τσακίσουν στους τόκους».

    Κι άλλα χνούδια, κι ακόμη δεν έστρωσε χειμωνιάτικα χαλιά. Αύριο το απόγευμα, αφού μουλιάσει τα ρεβίθια και βγάλει τον κιμά από την κατάψυξη, θα βάλει ηλεκτρική.

     

     

    romopolitan, σελίδα 213, Ρόι φάε τη σκόνη μου)

  • Καλή είναι η τέχνη για σωφρονισμό, αλλά ψυχαγωγία είναι ό,τι γαργαλάει τα αρχίδια (τα αμελέτητα)

    Το αξιοσύστατο ηλεκτρονικό λεξικό slang.gr έχει τον τρόπο του να αποδείχνεται μεταφορικό πασπαρτού: στο λήμμα  αμελέτητα (τα) μας πληροφορεί ότι είναι:

    «Τα αρχίδια, όταν σερβίρονται μαγειρεμένα. Προφανώς λέγονται έτσι για να μην ειπωθούν με το όνομά τους. Όπως λέμε: «ο ακατονόμαστος».

    Και αποσαφηνίζει με παράδειγμα διαλόγου:

    – Λέω να φάω μια φορά αμελέτητα να δω πώς είναι, τι λες;
    – Φά’ τα, και φάε μετά και μυαλά πανέ. Τι λε ρε μαλάκα, σοβαρολογείς;!

    Από τα αμελέτητα ως τα αχαμνά μια κατσαρόλα δρόμος αλλά όπως και να ‘χει, στα αχαμνά του κόμματος κάποιος είναι αόμματος (αν και βεβαιότερο είναι πως όλοι εκεί κάτω έχουν τυφλωθεί )  : αλλιώς πώς να συμβιβάσει κανείς, στην κατσαρόλα ή εκτός, συστατικά όπως τα εκατόχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης, το ζεϊμπέκικο του γενικού Δημήτρη Κουτσούμπα

    στο πρόσφατο 43ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ-Οδηγητή (οι οποίοι ΚΝΕ-Οδηγητής δηλώνουν αμέριμνα πως:

    «(Το Φεστιβάλ) φέτος τιμά τα 100 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, του κορυφαίου κοσμοϊστορικού γεγονότος κατά τον 20ό αιώνα, που απέδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ανίκητος, ότι μπορούμε να οικοδομήσουμε τη νέα κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.»

    ενώ δυστυχώς η μεν ιστορική κουτρουβάλα του υπαρκτού σοσιαλισμού το ακριβώς αντίθετο αποδεικνύει προς το παρόν και το ορατό μέλλον  και οι δε ορεκτικά «πολύμορφες» πολιτιστικές  εκδηλώσεις του Φεστιβάλ,  εκτός από «λαϊκό γλέντι» εμψυχωμένο από το «Κελί 33» του βάρδου Γιώργου Μαργαρίτη και του στιχουργού Τσιλιμπουρδή (Πήρα τον κακό το δρόμο/και την εύκολη ζωή/κι ήρθα κόντρα με το νόμο/ξαφνικά ένα πρωί κ.ο.κ.) ,  συμπεριλαμβάνουν  σοσιαλρεαλιστικό χιπχόπ στη «μαθητική σκηνή»  με τους Ριμπέλιον Κονέξον  – «που- σημαίνει-/το- ταξικό – ναι/-όλοι – οι – αστοί- κρεμασμένοι» έρχεται η αντιστροφή απ’ το  νήπιο εκκλησίασμα και «να μη σώσει να φτάσει εδώ κάτω το μετρό» και «αυτοί που είπανε πως χάθηκαν πεθαίνοντας ανάξια, επέστρεψαν και βάζουν φωτιά στα προάστια», «φωτιά στα προάστια» επιμένει ο κεντρικός αναρχοκορέκτ σούφης περιδινούμενος  με απανωτές κινήσεις που δείχνουν έπειξη προς ούρηση ή αβάσταχτη φαγούρα στα αχαμνά

    και εξακτινώνονται [οι πολιτιστικές] μέχρι και σε δυσθεώρητα ύψη Γκάτσου [καταστροφέα, πανάθεμά σε αμέριμνε κι αθώε καταστροφέα) αμή και Λοΐζου και Καραμπέτης και Μικρούτσικου και Θεοδωράκη -)

    … με, (συνεχίζω με τα συστατικά),  την «μεγάλη» – γιατί «μεγάλη»; –  συναυλία με έργα «σοβιετικών συνθετών» («σοβιετικοί συνθέτες», όπως και «σοβιετική μουσική»  δεν υπάρχουν, και δεν υπάρχει, βεβαίως, όπως δεν υπάρχουν «κυβερνητικοί συνθέτες», «ναζιστικοί συνθέτες», «ρεπουμπλικάνοι συνθέτες» και «ομοσπονδιακοί  συνθέτες»  -για τις ΗΠΑ· αντιθέτως υπάρχουν «ρώσοι, αρμένιοι, ουκρανοί, (αμερικάνοι) κτλ. κτλ. συνθέτες» που είχαν μάλλον ατυχία παρά τύχη να πρέπει να συνθέτουν στις σοβιετικές δημοκρατίες του υπαρκτού σοσιαλισμού),  όπου δίπλα στον σταλινόφρονα Χατσατουριάν στέκονται αμήχανοι οι δύσμοιροι  και καταβασανισμένοι καλλιτεχνικά από το καθεστώς, Προκόφιεφ και Σοστακόβιτς, στο Μέγαρο Μουσικής , όπου είσοδος μόνο με προσκλήσεις – γιατί; – που παραλαμβάνονταν από τον Περισσό –γιατί; – και που την συσταίνει με εμβριθή χαιρετισμό μέλος του πολιτιστικού τής ΚΕ όπου κορμός της παιδαριώδους κωλοτούμπας τού αξιοθρήνητα  γκρίζου παπαγάλου ομιλητή είναι το επιχείρημα πως η εντατική καλλιέργεια της μουσικής από τη σοβιετία απέδωσε τα μουσικά αριστουργήματα που γνωρίζουμε και που των οποίων άμοιροι εντελώς και αθώοι, παθητικά ενεργούμενα της κομματικής πνοής ως μούσας,  είναι οι συνθέτες, «όταν δεν παρεκκλίνουν, βεβαίως βεβαίως,  με αντιφάσεις από την μαρξική θεωρία» που αρρώστια είναι και περνάει (η παρέκκλιση).  (Μα πάσχει από ανίατη υπεραπλούστευση,  που ενδημεί στον Περισσό, ο ανιστόρητος,  όταν υποστηρίζει  πως  νά,  «η μεσαιωνική φεουδαρχική κοινωνία καταστράφηκε απ’ τον εξεγερτικό ρυθμό της Μασσαλιώτιδας» , πρώτον γιατί η Μασσαλιώτιδα δεν διακρίνεται δα και για ρυθμική εκρηκτικότητα ούτε δα και για την πρωτοτυπία και ποιότητα της έμπνευσης,  δεύτερον γιατί,  ο κερατάς ο Ρουζέ ντε Λιλ που συνέθεσε τη «Μαρσεγέζα» στα 1793, συνέθεσε στα 1794 και τον Διθυραμβικό Ύμνο κατά της συνωμοσίας του Ροβεσπιέρου και υπέρ της 9ης Θερμιδώρ και  λίγα χρόνια αργότερα, στα 1814, το Ζήτω ο βασιλιάς! για την παλινόρθωση των Βουρβόνων:

    – τι να κάνει, να επιβιώσει προσπαθούσε ο άνθρωπος που παρά λίγο να βρεθεί στην γκιλοτίνα,  και δεν του κάνει τη χάρη του εκπροσώπου.)

    (Στο μεταξύ η «Μασκαράτα» του Χατσατουριάν  αναβαθμίστηκε σε «Μεταμφίεση», στο πρόγραμμα και αλλού  – λες και το Μασκαράτα θα μπορούσε να εκληφθεί ως ειρωνικό σχόλιο για τα τραγελαφικά συμβαίνοντα στο κρανίο του απολιθωματικού ΚΚΕ – και η Οκτωβριανή Επανάσταση, σε απλά νεολαιίστικα, σε  «Οκτωβριανή». Όπως  λέμε «η εναλλακτική».  Μα αλίμονο σε όσους ακροατές νομίσουν ότι κάλυψαν τις ανάγκες τους  σε «σοβιετική» μουσική με τον σαρωτικό δημεγερτικό ρυθμό του Βαλς της Μασκαράτας και του Μοντέγοι και Καπουλέτοι  από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σέργιου Προκόφιεφ.)

    Που ξαναερχόμαστε στα αμελέτητα ανάκατα με μυαλά πανέ , και όποιος αντέξει – στο λαϊκό ζεϊμπέκικο του Μήτσου ανάμικτο με ριμπέλιον και  αναβαθμισμένα μυαλά πανέ «σοβιετικών» συνθετών. Δεν είναι κακό όνειρο;;;; Αντάξιο του Γκόγκολ ή του Μπουλγκάκοφ ή του Σνίτκε, στην Καντάτα του Φάουστ, στο φριχτό θάνατο του Φάουστ,  στα χέρια του Διάβολου (εδώ σε δυο εκδοχές):

  • To λένε τ΄αηδονάκια στα χαρακώματα

    Πείτε με ελαφρόμυαλον, αλλά διακρίνω στους βαρετούς διαλόγους ανάμεσα στην κυβέρνηση και στη μη-κυβέρνηση, μερικές γραμμές των οριζόντων που ταυτίζονται. Εκδίδει ο Μητσοτάκης (πάλι και πάλι) μια σειρά γραμματίων και του απαντούν «μη μιλά ρε εσύ που έδγιωξες κόσμο και σταμάτησες τις μεταρρυθμίσεις». Άκεφα τις εκδίδει, άκεφα δέχονται τα γραμμάτια. Τα ίδια και τα ίδια. Αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει. Ποτέ. Οι δίκαιοι σιωπούν/ σα μη είχαν τι να πούν.Οι νόμοι δεν ταιριάζουν με τις προθέσεις που θα επιθυμούσαμε. Οι δικαστές, μια ζωή παρέα με τα αναδρομικά τους. Σε όλες τις πράξεις που χρειάζονται ζωντάνεμα ή φρεσκάρισμα, σκάφτηκε νέο χαράκωμα.

     

    Επειδή η σύγκλιση των κομμάτων έρχεται ,έφτασε, καταφθάνει, οι πιό ανήσυχοι μετράνε ψηφαλάκια και ενίοτε βλέπουν πως τους συμφέρει να παίρνουν τις αποστάσεις τους  από την τάχα μου συμφιλίωση. Γιατί να πάρει αέρα μόνον η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ; Να γκρινιάξει λίγο ο Φίλης, που έχει αξιωματικό λέγειν, να ευεργετηθεί στην κάλπη. Κι άλλοι, κι άλλοι, ένα σωρό. Οι γρυλλίζοντες, ανοίγουνε πανιά. Κι αν δούνε τα , «οι απόψεις τους παρερμηνεύτηκαν»

     

    Βλέπετε τον Ραχόι που το παίζει αφστηρός και τον Καταλανό με το φριχτό κούρεμα, να ετοιμάζει τον λαό του για σούβλα. Βλέπετε οι εκλογές που μας οδηγούν. Ο Μητσοτάκης δεν παίζει τον αυστηρό, επειδή άλλοι τον παίζουν καλύτερα. Συμμάχους δεν έχει-παγωμένα τα γιούλια κι οι βιόλες. Ελπίδα όλων, μα όλων ,οι μεθεπόμενες ντιπ αναλογικές εκλογές. Η τράπουλα δεν είναι σημαδεμένη. Λείπουν φύλλα.

     

    Έναν αξιοπρεπή Διχασμό διαθέταμε οι έρμοι και σκότεινοι , τόσες δεκατίες, να καμωνόμαστε πως φταίγει η τρισκατάρατη Διχόνοια. Ακόμη κι αυτόν τον ακυρώνουν.Είμαστε δεμένοι στην επιλογή των χειρότερων ομοιοκαταληξιών που γέννησε η λογοτεχνία μας:

     

    Κ᾿ ὕστερα, σὰ νὰ μοῦ κρατοῦν τὴν καλαμάτα στὸ χορὸ
    βλαχοῦλες καὶ βλαχόπουλα,
    κ᾿ ἐκεῖ ποὺ σειέμαι καὶ λυγῶ καὶ στρίβω καὶ νυχοπατῶ,
    νὰ μοῦ φωνάζουν: ὄπουλα! …

  • This song is about growing up

    Το 1990 αυτό το βίντεο, που αναπαριστά στιγμιότυπα από ένα κοινόβιο άχρονου έρωτα και πολυγαμικής ξεγνοιασιάς ενώ το συνοδεύει μελαγχολικά μια υπόκρουση σκέτο “memento mori”, ήταν ό,τι έπρεπε για να συνεπάρει αλλά και να ταράξει ένα ονειροπαρμένο λυκειόπαιδο. Οι φλασιές μέσα στην μπανιέρα με τις σαπουνάδες αλλά και η μάλλον ηδονική νωχέλεια κι απραξία όσων κατοικούν αυτό το λαγνικό κιμπούτς μάς συνόδευαν και αφού είχε τελειώσει το βίντεο, ενώ το τραγούδι το μουρμούριζα σχεδόν σαν επωδή. Με το αφελές πείσμα που απαιτεί η ηλικία, υποσχόμουν στον εαυτό μου ποτέ να μη γίνω βαρετός ώστε ποτέ να μη βαρεθώ. Γιατί δεν ήθελα με τίποτε να βαρεθώ — παρότι ολοφάνερα η φωνή του τραγουδιστή είναι κάποιου που μεγάλωσε πια κι έγινε μάλλον βαρετός και σχεδόν σίγουρα βαριέται.

    Πέρασαν 27 χρόνια από την κυκλοφορία του Behaviour. Δεν βαριέμαι.

  • πανωκάτω

    Όλες μα όλες οι αλήθειες του κόσμου είναι μαζεμένες μέσα σε ένα ασανσέρ νοσοκομείου με δέκα ανθρώπους. Καμιά φορά αρκούν και δυο.

  • Φτου και φεύγω!

    Πανεπιστημίου, Βιβλιοθήκη, στάση μετρό. Λευκό χρώμα, ύπουλο. Αυτοεξόριστοι στην κεντρική λεωφόρο. Αν υπάρχει κάτι λογικό στη μέρα είναι η νύχτα της. Τώρα ζούμε συνειδητοποιημένα παριστάνοντας τους ασυμβίβαστους. Τους αμφισβητίες. Τους υπερασπιστές της κουλτούρας. Διαβάζουμε για μας λίγο πριν τον ύπνο, «Δεν είμαι συγγραφέας. Είμαι ένας τύπος που γράφει» λέει ο Philippe Djian. Τα βιβλία του μιλούν για κάτι “περιθωριακά στοιχεία” που δεν βρίσκουν δουλειά, που δεν κοιμούνται και βλέπουν ασταμάτητα underground ταινίες. Εγώ τον φαντάζομαι άλουστο για μέρες, βρώμικο, με άδεια μπουκάλια πάνω στο κρεβάτι του και μπαγιάτικο καπνό στο στόμα να σκαλίζει μικρά χαρτάκια με σκέψεις, να τις βάζει επίτηδες σε λάθος σειρά και να τις στέλνει ταχυδρομικώς και ανώνυμα στον εκδότη του. Οι δικοί μου ήρωες ονειρεύονται παλιά σπίτια και άδεια εφηβικά δωμάτια . Μεγάλωσαν σε κρεματόρια σκέψεων και μια ζωή σκόνταφταν πάνω σε παλιομοδίτικα μυαλά. Φορούσαν το παλτό της μητέρας τους και διάβαζαν στα κρυφά την ατζέντα με τα τηλέφωνά της. Καμιά φορά τους ζητώ να μου το δανείσουν να δω επιτέλους πως μυρίζουν αυτά τα παλτά. Το φορώ και ύστερα κάθομαι ήσυχα μέσα μου και παγώνω. Δίπλα ακούγεται κάτι σαν βόμβες που σκάνε ή αν είμαι τυχερή τίποτα. Ο χρόνος κυλάει και ξεχάστηκα. Σου κάνω χώρο για εκείνους τους μεγάλους και έρημους αντίλαλους των γιατί που κανείς δεν αντέχει να ακούει, για τα θέλω, τα είναι και τα δεν πρόφτασα. Μεσάνυχτα κάπου, βλέμματα που συναντώ και πίνω μπύρες μαζί τους, δεν ξέρουν πως βλέπω τις γρατζουνιές στην πλάτη τους, δεν ξέρουν πως εκείνη η πρώτη φορά που οι αφηγήσεις μας διασταυρώνονται από κοντά σε μια τρελή ανταλλαγή εγκεφαλικών κυττάρων ίσως να είναι και η τελευταία, δεν ξέρουν πως καρδιοχτυπώ σαν κουτάβι γι’αυτό ψάχνω την τσέπη τους, χώνομαι εκεί και τους σφίγγω τα δάχτυλα, συνομιλώ με την παλάμη τους, τους λέω τέλος ή έστω παύση σε εκείνη την μακράς διαρκείας οικειοθελή απομόνωση. Καιρό πριν μέσα σε ένα αυτοκίνητο που έφτασε σ’ έναν τόπο στρωμένο με κρύο κατακαλόκαιρο και δεν ήταν κανείς, πήδηξα πάνω από όλα όσα μέχρι τώρα σκόνταφτα και άρχισα να χαρτογραφώ εξόδους από το μακελειό. Πάντα σκοτεινά είναι, επισκευάζομαι όμως να μη φοβάσαι τα ανακατωμένα σωθικά. Γίνομαι ατρόμητη. Φορώντας μαύρα και με μια καρδιά να στέλνει ανυπόφορα αίμα στο κεφάλι μου έρχομαι να σε ψάξω. Δεν θέλω να ξαναπαίξω φτου και φεύγω! Δεν θέλω!

  • Ο ρεζιλεμένος

    H εκπαίδευση των νέων, ήταν,μεταπολεμικά, ένα δημοφιλές σπορ. Τα παιδιά βάφτιζαν άλλα παιδιά, όταν οι γονείς κρίνονταν γέροντες και πετσικαρισμένοι, σε έστελναν σε γραφειοκρατημένες υπηρεσίες, αλλά κυρίως σε επισκέψεις. Όταν δεν ευκαιρούσαν. Η αποστολή τέκνου σε ονομαστική επίσκεψη θεωρούνταν και κίνηση αφοπλισμού μεταξύ οικογενειών, αν έπεφτε κανένα σιχτίρι ή καβγαδάκι.

    Μήτε δεκαετής, ντυμένος στα καλά μου, βρέθηκα στην ονομαστική εορτή του οικογενειακού μας γιατρού, του κυρίου Κανδυλάκη. Ζούσε με την αδελφή του, σχετικά κοντά και κρίθηκα ικανός γιά αυτήν την δικαιοπραξία. Νομίζω τον ήλεγαν Μανώλη.

    Δέκα ευγενείς νοματαίοι στο σαλόνι με τα λιονταροπόδαρα, ημιφώτιστο, λιγομίλητοι. Η αδελφή του ετοίμαζε δίσκο με κιουρασό, έδωσε και σε μένα, ευχηθήκαμε. Μετά προσκομίζει ένα γυάλινο αναγλυφί, γαλαζοπράσινο πιατελάκι φίσκα στα γεμιστά σοκολατάκια. Το ήφερε κατευθείαν μπροστά μου.

    Δεν ξέρω τι πνεύμα πύθωνος με διακατείχε, αλλά πίστεψα πως το πιατελάκι, με καμιά εικοσαριά γεμιστά, μου ανήκε! Αντί να πάρω ένα και να πω το γαμημένο το «ευχαριστώ» άδραξα με τα δυο χέρια το σκεύος και προσπαθούσα να το βάλω στα γυμνά γόνατα, για να το αποτελειώσω με την ησυχία μου.

    Η αδελφή του γιατρού αντιστάθηκε στην αρχή, αλλά επέμενα. Χαμογέλασε και μου το άφησε ελεύθερο εις χείρας μου. Όρμησα με πάθος, και μπουκωμένος, πρόσεξα πως η σύναξη των ενηλίκων κόντευε να κατουρηθεί από τα γέλια. Κατάλαβα το έγκλημα, και σεμνά, καταπίνοντας  ό,τι υπήρχε στο στόμα, απιθωσα το μπολ στο τραπεζάκι., κόκκινος από ντροπή.

    Έγινε η τελετουργική γύρα ,όλοι περάστηκαν και η αδερφή του ευγενέστατη μου λέει «θέλεις νεράκι, Πανούλη;»

    Όχι δεν ήθελα. Περίμενα λιγα λεπτά, σηκώθηκα, χαιρέτισα και έφυγα.

    Βγήκα φρυγμένος και βρήκα τη βρύση στην αυλή του Καράμπελα, Έχωσα στο στόμα το μουσλούκι της και ήπια ώσπου να σκάσω.

    Το βράδι, δεν άντεξα και το λέω το ρεζίλι στον πατέρα μου. Δεν γέλασε, δεν με μάλωσε. Απάντησε πως σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία, τον κέρασαν σε μια γιορτή γεμιστό φοντάν με ένα ζωντανό κεράσι, με το κοτσανάκι απέξω, αλλά είχε μέσα λικέρ, δεν το περίμενε και περιχύθηκε.

    Άρα ήμουν μέρος οικογενειακής παράδοσης και δεν έτρεχε τίποτε. Μόνον η μάνα μου κοίταξε πατέρα και γιό εύγλωττα, εννοώντας “που θα πάει, κάποια μέρα θα σας εκπολιτίσω”

     

  • Το χειρότερο

    Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στο σεξ;

    Η πρώτη μας σκέψη είναι “να μη σου σηκωθεί”. Πράγματι, μία ματαιωμένη ή καταργημένη στύση μπορεί να έχει δυσανάλογα βαρύ ψυχολογικό αντίκτυπο στον ψυχισμό μας. Αναμφισβήτητα είναι αρκετά βαρύ να μην μπορείς να σου σηκωθεί: νιώθεις ότι ακυρώνεσαι ως άντρας ή και ως άνθρωπος, όπως π.χ. στην περίπτωση της καρικατούρας που πρωταγωνιστεί στο Shame του McQueen. Μάλιστα αρκεί να μην μπορείς να κάνεις την έπαρση πριν από κρίσιμη ή κομβική φάση για να σε συνοδεύει η οδύνη, το όνειδος και, ενίοτε, η παραφορά της κατά Τσέχωφ αξόδευτης ζωής για βδομάδες, μήνες ή και χρόνια — κι αυτό είναι κάτι τόσο τρομακτικό και άσχημο, που αναγνωρίζεται ως ελαφρυντικό κάθε είδους συμπεριφοράς μέχρι και σε αίθουσες δικαστηρίου σε όλον τον κόσμο εδώ και αιώνες.

    Υπάρχει όμως κάτι χειρότερο: να σε ψέξουν και να σε κοροϊδέψουνε κατά την ερωτοπραξία ή αμέσως μετά. Είναι μάλλον χειρότερο να σε χλευάσουν για το τι έκανες ή τι δεν έκανες ή πώς το έκανες από το να μην το κάνεις καθόλου. Άλλωστε, αν δεν σου σηκωθεί, έχεις πάντοτε το ελαφρυντικό του “ναι, αλλά αν μου είχε σηκωθεί…”. Ενώ σε αυτή την περίπτωση, της επιτυχούς ολοκλήρωσης ή απλώς έναρξης της λαγνουργίας, τι δικαιολογίες μπορεί να προβάλει κανείς απέναντι στον ψόγο και στον χλεαυσμό; Καμμία. Υφίσταται την ταπεινωτική κοροϊδία. Και πάλι, καθόλου τυχαίο δεν είναι που η μετοργασμική χλεύη, πολλώ μάλλον ο διασυρμός, αναγνωρίζονται ως ελαφρυντικό κάθε είδους συμπεριφοράς μέχρι και σε αίθουσες δικαστηρίου σε όλον τον κόσμο εδώ και αιώνες.

    Άρα, ακόμα και από το να μη σου σηκωθεί, το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί στο σεξ είναι να σε χλευάσουνε κατά τη διάρκειά του ή μετά.

    Αυτά αν δεν είσαι γυναίκα. Τώρα, αν είσαι γυναίκα…