Blog

  • Δήλωση σε παρακλητικό τόνο

    Παρακαλώ να με διαγράψετε από μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Αφορμή δεν ήταν η μη συμπερίληψή μου στην εκδήλωση για τους “ποιητές της γενιάς του 70” (είχα εξάλλου δημοσιεύσει από το 1981 πως ανήκω μάλλον στη γενιά του 69) αλλά η εκκωφαντική απουσία της ποίησης του Μίμη Σουλιώτη (1949-2012)

  • Εξομολόγηση σε κατηχητή

    Συνομιλώ με οπαδούς, συμπαθούντες και αντιπάλους όλων των κομμάτων. Κυνηγάω τα θήλεα απο καθαρή συντυχία. Δεξιός πατέρας, αριστερή μάνα. Τιμώ αμφοτέρους. Αλλά και ισαπέχω. Αγαπώ τον αδελφό μου και μετρημένους στα δάχτυλα φίλους. Αγαπώ την κόρη μου και την οικογένεια της κόρης μου. Ψηφίζοντας βασιλεία το 1973 και Δημοκρατία το 1974, τελείωσα μια και καλή με τα πολιτεύματα. Ψήφισα τρεις φορές στη ζωή μου, το 1974, το 1981 και στην πρώτη από τις τρεις εκλογές του 1989/90. Ποτέ άλλοτε-διάλεγα αποχή, άκυρο η λευκό. Και ποτέ τα δύο μεγάλα κόμματα. Υποστηρίζω μια φεντεραλιστική εκδοχή του κυβερνάν, και τις μικρές πατρίδες. Διαβάζω συνεχώς, βλέπω ό,τι να’ ναι, ακούω πολλά. Από την τράτα μου την κουρελού, ό,τι βγάζει το δίχτυ, δεν ξεψαρίζω-όλα με ενδιαφέρουν. Βαριέμαι εύκολα, δεν μου αρέσει τίποτε, είμαι η προσωποποίηση της σνομπάρας. Ζωντανοί, αποθαμένοι και αγέννητοι, έχουν την ίδια σημασία ενόσω ζω. Λατρεύω τους εχθρούς που με έχτισαν. Κατοικώ όπου υπάρχει δουλειά. Φοβάμαι την ομορφιά των τοπίων, των πόλεων, των δερμάτων. Δεν γράφω (ακόμη) όπως θα ήθελα. Πάσχω από non finito.

    Δίδαγμα: Αγαπήστε με ζωντανό. Εάν αυτό δε γίνεται, μη μ΄αφήνετε να πεθάνω. Εάν ούτε αυτό δε γίνεται, να με θυμάστε.

    Ρητό: Δέχου τα παρόντα και μαθών την αιτίαν

  • Μόνο ΠΑΣΟΚ

    Aνδρουλάκης: Πασόκος της δεκαετίας του 80 που γεννήθηκε με χρονοκαθυστέρηση. Ναφθαλίνη ή βαρβαρότητα.

    Τζιώτης: Φήμες λένε ότι πριν τη λοβοτομή ήταν τόσο ζωντανό πνεύμα όσο ο Νίκολσον στη «Φωλιά του Κούκου». Στις επόμενες εκλογές της παράταξης, έχοντας περισσότερα παιχνίδια στην πλάτη του, θα είναι ακόμη καλύτερος.

    Πόντας: Κόπιαρε τον Σπέισι κι αμέσως μετά έπεσαν επάνω του όλα τα δεινά της γης. Κοντράρει συνέχεια τον Γάτσιο για να αποφύγει τον υποβιβασμό μαζί με τον Τζιώτη στην Φούτμπολ Λιγκ. Φατσούλης όμως, θες να ζουζουνίσεις τα μάγουλά του.

    Γάτσιος: Τον ρωτάνε για τη Χρυσή Αυγή κι απαντάει ότι δεν ξεχωρίζει ακροαριστερή και ακροδεξιά βία. Λογικά έβαλε υποψήφιος αρχηγός με κεντροαριστερά για να τον κάνουν υποψήφιο βουλευτή στη ΝΔ.

    Κωνσταντινόπουλος: Αποσύρθηκε γιατί πονούσε. Λείπει πολύ. Πιο έξυπνος από τον Τζιώτη και λιγότερο δεξιός από τον Γάτσιο, καλό στέλεχος.

    Μανιάτης: Επί παλιού ΠΑΣΟΚ θα ήταν Κατσιφάρας. Τώρα είναι μεγάλο κεφάλαιο της παράταξης. Έχει κάτι από αέρα φίφτις στο λουκ του και το ντύσιμό του, θα μπορούσε να παίζει τον πεθερό σε ελληνικό σίριαλ ή τον μεγάλο αδελφό που παντρεύει τις αδελφές του σε παλιά ελληνική ταινία.

    Καμίνης: Η πιο στριγκιά κι αντιπαθητική φωνή της πλάσης. Σε προηγούμενη ζωή του ήταν συγκλητικός στην Ρώμη. Γενικά δεν θα τον χάλαγε να έχει σκλάβους. Αρκεί να το επέτρεπε η εποχή βέβαια. Στην εποχή μας είναι ακραιοκεντρώος.

    Θεοδωράκης: Ξεκίνησε για μεγάλη αντισύριζα ελπίδα και κατέληξε να χάνει τους βουλευτές του τρεις τρεις. Του έμεινε μόνο ο Αμυράς, οπότε κατέβηκε για αρχηγός μην προλάβει να κατέβει ο Αμυράς. Ο οποίος μπορεί και να έβγαινε κιόλας.

    Γεννηματά: Πήρε το ΠΑΣΟΚ από τον Βενιζέλο, άρα πόσο πιο χάλια να πήγαινε, ήταν σαν να κλέβει εκκλησία η όλη φάση. Τώρα τα βάζει με 8 άντρες. Που οι συγκεκριμένοι 8 είναι σαν να κλέβει εκκλησία πάλι. Άχρωμη αλλά πάντα με φροντισμένες χρωμοβαφές στο μαλλί. Σεξιστικό σχόλιο από τη δύναμη της συνήθειας. Κάτω η πατριαρχία. Ζήτω ο σοσιαλισμός.

    Ραγκούσης: Τον ξέχασα όταν έγραφα κι ανέβασα το κείμενο. Γεγονός που συνοψίζει πόσο γερή υποψηφιότητα είναι. Η αριστερή συνείδηση της παράταξης. Που στην περίπτωση μας σημαίνει η γαπική συνείδηση της παράταξης. Γεγονός που συνοψίζει το τι είναι η κεντροαριστερά σήμερα.

     

  • Μετά την ηλεκτρική καρέκλα, μεγαλύτερη ανακάλυψη παραμένει σταθερά η ηλεκτρική κουβέρτα.

  • The Killing of a Sacred Deer

    Για την τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου θα διαβάσετε πολλά. Θα διαβάσετε για Κιούμπρικ, Χάνεκε, Πολάνσκι, Ιφιγένειες, μύθους, τραγωδίες. Θα διαβάσετε για καλοστημένα κάδρα, μαύρο χιούμορ, μομφές κατά του δυτικού τρόπου ζωής. Θα προτείνω κάτι διαφορετικό. Η συνταγή είναι απλή. Παίρνει ένας ανερχόμενος σκηνοθέτης γνωστούς ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Ηθοποιούς που έχουν πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες εμπορικές επιτυχίες, και τους βάζει να παίξουν σε μια ταινία που στον πυρήνα της έχει μια τυπική και τετριμμένη ιστορία εκδίκησης που σίγουρα έχουμε ξαναδεί. Κάποιος από αμέλεια σκοτώνει κάποιον αλλά λόγω αμφιβολιών καταφέρνει να το σκεπάσει. Ο γιος του θανόντα το συνειδητοποιεί και στήνει ένα ευφάνταστο (έμφαση σε αυτό) σχέδιο εκδίκησης. Θα μπορούσε κάλλιστα όλο αυτό να είναι ένα υπέροχο μπλοκμπαστεροειδές θρίλερ με καταδιώξεις, απαγωγές, βία, και σεξ. Θα μπορούσε να έχει χορταστικά stunts που θα ικανοποιούσαν το φιλοθεάμον κοινό. Κανένας δε θα σκεφτόταν ότι κάτι απ’ όλα αυτά που θα έβλεπε στο πανί έχει κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Και θα ήταν αναμενόμενο αυτό. Όταν βλέπεις τέτοιες ταινίες δεν τις βλέπεις με τα μάτια του καθηγητή φυσικής (ή λογικής). Η αναστολή της δυσπιστίας (suspension of disbelief) λειτουργεί στο μάξιμουμ. Οι θεατές παραμερίζουν τις αμφιβολίες τους σχετικά με ζητήματα αληθοφάνειας, και ενώ γνωρίζουν ότι η κοινή λογική (και φυσική) υπαγορεύει άλλα, επιλέγουν να πάνε με τη ροή της αφήγησης. Όσο ακραία κι αν είναι αυτή. Αλλά στην ταινία του Λάνθιμου, με το που εισάγεται ξαφνικά ένα μεταφυσικό στοιχείο, ο μηχανισμός αυτός παύει να λειτουργεί. Η αναστολή της δυσπιστίας, αναστέλλεται, και γυρίζουμε πάλι σε μια εμμονή στην αληθοφάνεια. Τα μεταφυσικά στοιχεία που εισάγει ο δημιουργός μάς κάθονται βαριά, μας ξενίζουν. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ο Λάνθιμος το επιθυμεί αυτό. Δεν περιμένει να καθίσουμε ήρεμοι να μασουλίσουμε το ποπ κορν μας. Δεν έχουμε έρθει κινηματογράφο για να περάσει ευχάριστα (τουλάχιστον με ένα στενό ορισμό του “ευχάριστα”) η ώρα.

    Ο Λάνθιμος στήνει ένα κόσμο απάθειας. Έναν κόσμο κενό συναισθήματος. Στο πρώτο κάδρο της ταινίας εμφανίζεται μια ανοιχτή καρδιά που πάλλεται πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Η καρδιά αυτή θέτει σε κίνηση τη βασική μεταφορά του έργου. Η ταινία θα επικεντρωθεί σε θέματα που άπτονται της καρδιάς: αγάπη, απώλεια, ψυχικός πόνος, μίσος. Συναισθήματα που δεν υπακούν σε κανόνες λογικής (ή φυσικής). Οι πρωταγωνιστές είναι και οι δυο γιατροί, και όταν έρθουν αντιμέτωποι με τη νέμεσή τους (μια νόσο) θα προσπαθήσουν να την αντιμετωπίσουν ως επιστήμονες. Αφού πρώτα αποκλείσουν, μεθοδικά, οργανικά αίτια, θα δεχτούν να εξετάσουν και ψυχοσωματικά. Η ιατρική εξάλλου τα δέχεται και αυτά γιατί παραμένουν ακόμα μέσα στη σφαίρα της επιστήμης. Αλλά το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι πρωταγωνιστές, δεν επιδέχεται τέτοιου είδους λύσεις. Δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση γι’ αυτό το οποίο έχει συμβεί. Και αυτό είναι ιδιαιτέρως βαρύ για ανθρώπους ταγμένους στο στρατόπεδο του ορθολογισμού. Ο Λάνθιμος θέλει να κλοτσήσουμε απέναντι σε αυτό. Θέλει να παλέψουμε μέσα μας να απορρίψουμε την πρότασή του. Ποια είναι αυτή; Μια λογική αλληλουχία γεγονότων που έχει οδηγήσει στην απάθεια, τελικά, μπορεί να σπάσει και ίσως και να αντιστραφεί μόνο μέσα από κάτι μεταφυσικό και παράλογο. Ο μόνος τρόπος για να αισθανθούμε καλύτερα, για να αισθανθούμε ανακούφιση από το άλγος της ύπαρξής μας, είναι να πράξουμε πάνω μας αυτό που έχουμε επανειλημμένα πράξει πάνω στους άλλους με καταστροφικά αποτελέσματα

    Η ταινία προσφέρει ως απάντηση απέναντι στην απάθεια, μια γερή δόση πάθους, που με τη σειρά του θα λειτουργήσει ως απινιδωτής για να αρχίσει και πάλι (μεταφορικά) να πάλλεται η καρδιά.

    Παραμένει απολαυστική ακόμα και με ποπ κορν.

  • Περί αποδοχής πληρωμών με POS και άλλων δαιμονίων

    Τίποτα δεν σε ξαφνιάζει.

    Κάτω από τη γη είμαστε όλοι οι ισότιμοι συνεπιβάτες με σκοπό να βγούμε όσο πιο γρήγορα από εκεί μέσα αλώβητοι.

    Ο τύπος ήταν μετρίου αναστήματος με ένα άθλιο λερωμένο τζιν, με μπαλώματα και βαψίματα δήθεν και γενικώς με ένα τζιν που βρήκε σε κάποια παρατημένη σακούλα δίπλα από τον κάδο σκουπιδιών την γειτονιάς του. Δεν υπήρχε η δική του απόφαση πουθενά πάνω σε αυτό το τζιν ούτε στις τσέπες του. Ένα χακί μπουφάν και μακριά μαλλιά που νευρικά τα στήριζε πίσω από τα αυτιά του κάθε τρις και λίγο. Αυτά είχαν μαλακώσει πια από τα πολλά τραβήγματα πίσω από τα αυτιά. Το δέρμα του ήταν μαύρο από κάποιο άλλο λόγο και όχι της γονιδιακής του επιταγής. Κάθισε απέναντί μου. Αμέσως σηκώθηκε και ζήτησε από μία κυρία γύρω στα πενήντα να κάτσει εκείνη στην καρέκλα. Τον ευχαρίστησε, αλλά δεν έκατσε. Εκείνος δίστασε. Σχεδόν προσβλήθηκε με την επίμονη κυρία να σταθεί στα πόδια της κρατώντας τον στύλο. Έψαξε να βρει άλλον άνθρωπο, πρόχειρο να του προσφέρει τη θέση. Πρώτη φορά του άνηκε κάτι τόσο πολύ, τόσο δικαιωματικά όσο αυτή η θέση και ήθελε να την προσφέρει και τι(!) ατυχία κανείς να μην ενδιαφέρεται για αυτήν.  Σε έναν άλλο συρμό αν είχε μπει, θα έκαναν κρα για να κάτσουν σε αυτή τη θέση. Ίσως τον είχαν σπρώξει πριν καν τη δει για να του την πάρουν και όμως τώρα όλοι ήταν ακατάδεχτοι, ξεκούραστοι από το σαββατοκύριακο, φρέσκοι στην ορθοστασία και επομένως πιο θαρραλέοι. Αν δεν ήθελε εκείνο το ευχαριστώ του συνεπιβάτη, αν δεν ήθελε για λίγο να αισθανθεί αποδεκτός, μέλος οργανικό της κοινωνίας που μετακινείται κάτω από τη επιφάνεια των ασφαλτόδρομων μόνο με ηλεκτρικό φως και ακυρωτικά μηχανήματα και ανθρώπους και εργάτες και γραφιάδες, καλαμαράδες και μερικές πωλήτριες, κομμωτές, νοσοκόμες και κλεφτρόνια, αγοραστές και φοιτητές, κοντοί και μέτριοι και κλειστοφοβικοί που ξεπέρασαν το άγχος τους· αν δεν τον ενδιέφερε η ελάχιστη αυτή υποτυπώδης επικοινωνία, τώρα προ πολλού θα είχε προχωρήσει στα αρθρωτά μέρη του συρμού, θα είχε κάτσει οκλαδόν και τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχαν συμβεί. Αλλά εκείνος ο επιβάτης που ζει στο περιθώριο του κόσμου εκεί που ανθεί το ενοίκιο και η λατρεία του φωτός, εκεί δεν παίζει κανένα ρόλο και κανένα ευχαριστώ δεν θα ακούσει. Δεν έχει ισχύ και λόξα που να αντιπαρέρχονται τη δυναμική ενός οδηγού, ενός φορολογούμενου, ενός με άδειο στομάχι που έχει συνηθίσει να το γεμίζει ανά δύο ώρες όπως ορίζει και η πιο συμβατική πια δίαιτα του τελευταίου κατατρεγμένου τρωγλοδύτη της ΕΕ. Εκεί μέσα στο μετρό, τα πράγματα ήταν αλλιώς, αλλά τελικά ούτε εκεί δεν έπιασε το παραγάδι του.

    Η έννοια της αποδοχής λαξεύεται στους τοίχους των σπιτιών. Μητέρες σκάβουν παραμύθια, χειρούργοι αφαιρούν λίπη, όγκους, κοκαλάκια που πετούν, κομμώτριες βάφουν, οδοντίατροι κάνουν εξαγωγές, μασέρ τρίβουν, ήλιοι και φεγγάρια ψήνουν με τις ακτίνες τους, ψυχολόγοι σε πιάνουν από το χέρι, ξυλοκόποι γλείφουν κορμούς και τα κάνουν κρεβάτια για όργια, παρουσιαστές τρώνε αρκετό βούτυρο για να λειάνουν τις γλώσσες τους, γιαγιάδες αγοράζουν μικρές σοκολάτες υγείας, πέη κόβονται, σταυροί και πετραχήλια στο στήθη, φωτισμένες γωνίες αδιεξόδων, πρόβατα σφάζονται και τσιγαρίζονται στο αραβοσιτέλαιο, και αλατιέρες αγοράζονται και σκεπάσματα πλένονται και πρόσωπα απορυτιδώνονται και φτου από την αρχή. Πάλι Δευτέρα, πάλι μηδέν χρονών, πάλι όνειρα, πάλι κλάματα, πάλι τραπεζώματα και σεμέν και μπριγιάν και νότες και λέξεις και λίστες. Και όλα αυτά για είμαστε μαζί, ο ένας με τον άλλον και συγχρόνως απόμερα. Για την αποδοχή.

    Ο τύπος ήταν νευρικός. O τύπος μετά από όλα αυτά έγινε αγνώριστος. Έκατσε στην καρέκλα και  τριγύριζε κατά μήκος του συρμού. Για κακή του τύχη ήταν το τεράστιο ακορντεόν που πάει προς το αεροδρόμιο. Ξεχάστηκα με τούτον τον τύπο, αλλά δεν ξέχασα αυτό που μου είπε.

    Και βέβαια, ό,τι και να κάνεις για την αποδοχή του κόσμου θα γυρίσει μπούμερανγκ σε εσένα ως γλοιώδης συμπεριφορά με τεχνητά μέσα και ανήθικους τρόπους εκμεταλλευόμενα από εσένα για λόγους χειραγώγησης και ανειλικρίνειας. Έτσι, θα πουν. Θα σε κατηγορήσουν που προσπάθησες, θα σου κάνουν μπούλινγκ, θα σε εξεφτελίσουν πιο πολύ τελικά από την αρχή, από το ξεκίνημα, από την πρώτη εντύπωση και την πρώτη συμπεριφορά, τότε που τελικά δεν ήσουν αποδεκτός και ξεχώριζες. Αυτός ο θλιβερός κόσμος που έχει έναν τόσο μεγάλο και πανέμορφο ήλιο και τόσα όμορφα κορίτσια και αγόρια και τόσα άσχημα που θα ήθελαν να ήθελαν να είναι αποδεκτά.

  • Δεν υπάρχουν επικίνδυνα όπλα, υπάρχουν μόνο επικίνδυνα μυαλά.

  • Mετά από κάθε μαζική εκτέλεση στις ΗΠΑ επανέρχεται το θέμα της οπλοκατοχής, μετά από κάθε αποκάλυψη λιστών μεγαλοκαταθετών σε φορολογικούς παραδείσους επανέρχεται το θέμα των οφ σορ, μετά από κάθε βόλτα που κάνει το λιοντάρι  επανέρχεται ο λαγός και τον βάζει στη θέση του.

  • Mistah Kurtz – he dead

    «Η Πρώτη Εκκλησία Βαπτιστών είναι μία από τις δύο εκκλησίες του Σάδερλαντ Σπρινγκς, μιας κοινότητας με λιγότερους από 900 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του πληθυσμού του 2010. Η πόλη έχει δύο βενζινάδικα και ένα πολυκατάστημα Dollar General. Το ισόγειο κτίριο της εκκλησίας, βαμμένο λευκό, έχει ένα μικρό κωδωνοστάσιο και μόνο μια είσοδο και έξοδο» (από δημοσιογραφικό ρεπορτάζ για την μαζική σφαγή στο Τέξας): The horror! The horror! Mistah Kurtz – he dead.

  • Πολύ φιλική σύσταση: αυτοί που προτείνουν ή αυτοπροτείνουν χώρους εστίασης η συνάθροισης, ανάμεσα στη λαμπρότητα των αιθουσών και στην διακόσμηση, την θέα ή την επίκαιρη θέση, ας δείχνουν  τόσο τις τουαλέτες, όσο και τες κουζίνες, ακόμη και την κατάσταση που διατηρεί ο μπαρίστας πίσω από τη μπάρα.