Δεν θα δεις πουθενά πιο μεγάλη μάζωξη απογοητευμένων ανθρώπων από ό,τι στο Μετρό, Δεύτερα με Τετάρτη, γύρω στις 7 και κάτι.
Blog
-
-
Τσακωμοί
Η σύγκρουση Πακιστανών διαδηλωτών με οπαδούς του ΠΑΟΚ στην Ομόνοια, αποδόθηκε στους μαυροντυμένους εκδρομείς, άρα μπλέξιμο με την εικόνα των Χρυσαυγιτών. Βέβαια, βάση του ΠΑΟΚ είναι η προσφυγιά, που μαζί με τα χαμηλωμένα πτερά του δικεφάλου τους, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί αβρή χρυσαυγίτικη συνήθεια. Μη συνδέουμε την ομάδα με αυτήν την πολιτική. Χωρίς να το ρίξουμε στην Ιστορία, ας αρκεστούμε στην παρεξήγηση. Από την άλλη μπορεί να έχει συμβεί η λεγόμενη ιστορική διπλοτυπία, ήτοι οι συμπλεκόμενοι να τους ήρθε επιφοίτηση πως παλεύουν στη μάχη του Υδάσπη, οι πρόγονοί των Πακιστανών, με τους προγόνους της Τούμπας, αφού έως εκεί έφτασε η χάρη μας. Άσε που τότε χάσαμε και τον Βουκεφάλα.
-
Γη και ύδωρ
Οι βροχοπτώσεις και οι πλημμύρες στη δυτική Αττική ήταν όψεις ενός ακραίου φαινομένου. Αν η Ευρυδίκη επρόκειτο για καταιγίδα με μεγάλη περίοδο επαναφοράς σε δεδομένο (με την έννοια του κανονικού) κλιματικό καθεστώς, οι ευθύνες βαραίνουν όλο το ελληνικό πολιτικό σύστημα και την κοινωνικό ωχαδερφισμό που για δεκαετίες το σύστημα έχει σμιλέψει ώστε να συντηρείται. Αν η Ευρυδίκη σχετιζόταν με εντατικοποίηση στην εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων, αποτέλεσμα ανθρωπογενούς αλλοίωσης της σύστασης της ατμόσφαιρας, οι πολιτικές ευθύνες ξεπερνούν τα σύνορα της χώρας, η διαχρονικότητά τους μετριέται με την ιστορία και οι συλλογικότητα των κοινωνικών ευθυνών με τον πολιτισμό.
Λεπτομέρειες.
Κάποτε, επαναπατρισμένος και σχετικά νέος, έλαβα μέρος στη Β Φάση εκπόνησης τοπικού αναπτυξιακού προγράμματος ενός δήμου στην ανατολική Αττική. Ευτυχώς προέβλεπαν σχεδιασμό για τα ρέματα, πλημμυρική ζώνη εκατέρωθεν των ρεμάτων σταθερού πλάτους στο μήκος του ρέματος. Πήρα τη μελετήτρια να ρωτήσω ποια πλημμύρα σχεδιασμού χρησιμοποίησαν. Η απάντησή της ήταν είθισται να παίρνουμε αυτό το πλάτος.
Στη συνέχεια έλαβα μέρος σε μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός δημόσιου έργου. Είδα ρέμα, είδα ισοϋψείς – απλά πράματα. Εδώ πλημμυρίζει, παρατήρησα. Το ζητούμενο είναι να εγκριθεί το έργο, παρατήρησε ο συντονιστής με τρόπο ώστε να εγκαταλείψω τις παρατηρήσεις.
Το Δεκέμβριο του 1999 στη Βενεζουέλα, έντονες βροχοπτώσεις, κατολισθήσεις και πλημμύρες σε κερματισμένη από την ενεργό τεκτονική παράκτια ζώνη, άναρχα και πυκνά κτισμένης πάνω σε προσχώσεις από προηγούμενες πλημμύρες, σκότωσαν 30.000, ίσως παραπάνω. Η ασυνάρτητη δόμηση και η φτώχεια έπαιξαν το ρόλο του χαμένου και η φύση, με απρόσμενες βαριές μπόρες που έλουσαν μια γεωλογικά επικίνδυνη περιοχή, έπαιξε το ρόλο του άδικου. Ακραίο φαινόμενο στη συνηθισμένη τάξη (ή αταξία) των πραγμάτων; Σύνηθες φαινόμενο σε μια νέα μελλοντική κατάσταση; Ποιος νοιάστηκε πλην ακαδημαϊκών και ΜΚΟ; Οι Αμερικανοί είχαν την έννοια να στείλουν βοήθεια για να σώσουν τον αδύναμο και αδικοχαμένο και ο Τσάβεζ την αρνήθηκε, έχοντας την έννοια της επανάστασης, σώζοντάς την.
Πολιτικά παιχνίδια παίζει κάθε εξουσία, το ίδιο ο ασήμαντος δήμαρχος όπως ο κάθε πλανητάρχης. Η φύση τα έχει γραμμένα. Για να ορθοποδήσεις απέναντί της πρέπει να σταθείς μακριά από βλαχοδήμαρχο και από βλαχοπλανητάρχη, να χορέψεις ορθολογικά με το μετρονόμο της, με κανόνες και ορίζοντες χρόνου κατά πολύ ευρύτερους πολιτικών σκοπιμοτήτων. Κανόνες που συμπεριλαμβάνουν το απρόβλεπτο που είναι κι αυτό μέρος της φύσης.
Έχοντας πει αυτά, όποιος θέλει, καταφέρει και αναλάβει τοπική ή εθνική κυβέρνηση, αναλαμβάνει και ευθύνες, χορεύει, κάνοντας ό, τι πρέπει, το μέγιστο δυνατό με το μετρονόμο να χτυπά και το δάχτυλό του χαμηλωμένο.
-
Mεγάλο ντέρμπι Αριστεράς – Δεξιάς αυτή τη στιγμή. Με τα χρώματα της Δεξιάς ο Άδωνις Γεωργιάδης, με τα χρώματα της Αριστεράς ο Πάνος Καμμένος,
-
Όλα λειτουργούν τέλεια με την εφαρμογή του κοινωνικού μερίσματος [εικόνα]
H εικόνα νομίζω ότι μιλάει από μόνη της. Φάγαμε πόρτα. Η καλολαδωμένη μηχανή του κρατικού συστήματος έχει πιάσει γρέζι και άλλα λαϊκά άσματα…Και κλαίει το μπαγλαμαδάκι από μέσα
Όλα αυτά συνέβησαν 27 του μηνός που τρέχει, μεσημεράκι με λιακάδα στον πλανήτη Γη.
-
Καλό είναι οι Δευτέρες που ξεκινούν με βροχή, να συνεχίζουν και να τελειώνουν με βροχή. Δε θα γίνουμε εμείς ρόλερ-κόστερ διαθέσεων επειδή εκεί πάνω έχουν βαρέσει διάλυση.
-
Αποσπασματικά
Το Απόσπασμα
«Έφεξε η Ανατολή», τραγουδούσε,
«λαμπρό σημάδι του Θεού, και η φουρτούνα κόπασε.
Έβλεπα ακρωτήρια και φαγωμένα βράχια.
Συχνά, η μοίρα προσπερνά όποιον δεν είχε σημαδέψει,
Σαν δείξει την ανδρεία του».Και όταν του ανέφεραν την ένστασή τους ―
Ότι, δηλαδή, το έργο του είχε γίνει αποσπασματικό,
Ότι δεν ήσαν πια σίγουροι γι’ αυτόν,
Ότι δεν ανεγνώριζαν πρώτο και τελευταίο στίχο ―
Απάντησε με μιαν ερώτηση.
«Από πότε», ρώτησε,
«ένα ποίημα αρχίζει και τελειώνει
στον πρώτο και τον τελευταίο στίχο του;»―Seamus Heaney, «The Fragment»
Το κείμενο της Έλσης Σαράτση για τον Μίμη Σουλιώτη μου θύμισε αυτό το ποίημα του Χίνι, που είχα μεταφράσει και εκδώσει στο γύρισμα του αιώνα. Είχαμε συχνές κουβέντες για την ποίηση και τη ζωή με τον Σουλιώτη, κι οι αφορμές για να ανακαλώ τον φίλο μου είναι πολλές ― και φυσικά όχι μόνον επετειακές. Άλλωστε, σύμφωνα με το αυτοβιογραφικό του σημείωμα, που είναι ακόμα αναρτημένο στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, ο Μίμης Σουλιώτης «Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949 και παρ΄όλα αυτά ζει ακόμη». Αν κάνετε ησυχία, θα ακούσετε αμυδρά ένα γέλιο να έρχεται από μακρυά, κάπου από τα βορειοδυτικά. Κάποιος γελάει τελευταίος.
-
Πόσο μου λείπει εκείνη η συστολή των πρώτων συναντήσεων, πριν το
ξετίναγμα το ανελέητο. Τότε που τα χαμόγελα είχαν την σημασία τους. -
Το κεφάλαιο του Μίμη Σουλιώτη
“Τα μάτια μας δέχονται το φως των πεθαμένων αστεριών”
«“We Greeks have lost our capital–and the results are what you see. Pray, my dear Forster, oh pray, that you never lose your capital.” By “capital” he meant both Constantinople and a less tangible inheritance[…]»
Maria Margaronis, Mixing History with Desire: The Poetry of C.P. Cavafy, THE NATION.
Υπάρχουν κεφάλαια και κεφάλαια και σε ποιο -συλλογικό, πάντως- αναφερόταν ο Κ.Π. Καβάφης, όταν στα 1918 προέτρεπε τον Ε.Μ. Φόρστερ να προσευχηθεί να μη χάσουν «το δικό τους», το αγγλικό, δεν μπορεί σήμερα αφοριστικά να βεβαιωθεί. Βέβαιο όμως είναι πως μιλώντας για κεφάλαιο, και με καθιερωμένη και καθαγιασμένη ποιητικά, και χρηματιστικά, τη σχέση του ποιητή με το χρήμα, ο νους του θα συνέδεε βουλιμικά τη σιγουριά του κεφαλαίου με την χρυσή τοκοφορία του, την καταραμένη από θρησκευτικούς τιμητές μα ευλογημένη από την πρακτική αστική κοινωνία, με τη συμμαχία, ή και συνενοχή, του χρόνου. Από τις χειρότερες πάντως επιπτώσεις «απώλειας κεφαλαίου» είναι οι μνημονικές (μήπως και μνημονιακές) αφασίες ή και στρεβλώσεις: αυτές δυναμιτίζουν εξολοθρευτικά πολιτιστικούς θεσμούς και όργανα και ατζέντες πολιτισμού, όταν διαπράττονται-ψευτίζουν και αδειάζουν ολόκληρο το πολιτιστικό παρόν μιας χώρας, γκρεμίζουν τον αναθηματικό θησαυρό της μνήμης αφήνοντας πίσω τους άδεια, έρημη και σκότεινη την ψυχή των κατοίκων της . Απομένει πάνω στη σκηνή ένας γελοίος θίασος ξύλινων θιασαρχών – τελετάρχες ψευτο-μνήμης, που φωνασκούν εκνευριστικά και ακατάληπτα, ενεργούμενα μιας υποχρεωτικής ιεροτελεστίας που παραλογίζεται, θυμίζοντας σκηνή δίκης από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.
Με την πρώτη χειμωνιά του Νοέμβρη –« του Νοέβρη», όπως επιμένει ο νεαρός κνίτης διαλαλώντας «Ριζοσπάστη» έξω δεξιά του έφιππου Κωνσταντίνου στο Πεδίο του Άρεως, σε περαστικούς που ξέχασαν να διαβάζουν, ή, αν διαβάζουν, είναι για κακό,- του Νοέμβρη που τον κατοικούν φαντάσματα, και :
Κρύο
Κρύο κι ασκόνιστος, ατάραχος αιθέρας
η παγωνιά καίει το τοπίο,
η άκοφτη ομίχλη πλέει πάνω απ’ τα Κορέστια,
στις ξυλιασμένες στοίβες των καυσόξυλων.
Το αμάξι τσούλαγε σα να μη τσούλαγε
και τα φώτα δεν έφταναν ούτε στο μέτρο.
Κρατήσαμε τη μηχανή αναμμένη,
ξεκολλήσαμε το πίσω καπό,
βγάλαμε το μπουκάλι που είταν πάνω-πάνω
και προοριζόταν για το Πόπλι,
και με δυο γουλιές το κρύο έσπασε·
οι νιφάδες με τζιριτζάντζουλες
αγγίζαν τη λαμαρίνα και υγραίνονταν
σαν προηγούμενες σκέψεις παρατημένες στη μέση,
που μετατρέπονταν σε αλλιώτικες
σαν το σαγόνι που ακουμπάει
κι όλο φεύγει απ΄τη θέσηΔιάφωτο φουλαριστό από τα Βορειοδυτικά χειμέρια κατεβαίνει το πνεύμα του Μίμη –του Σουλιώτη, όχι του Μαρωνίτη. Ανενόχλητο και αδιατάραχτο απ’ την ασύγγνωστη γαϊδουριά των όμαιμων, των ομοβύζαχτων της γενιάς του, να τον αποσκορακίσουν από την «πρώτη εθνική» της «αμφισβήτησης». Τον αμέλησαν αδιαφορώντας που «δεν υπάρχουν αμάχητα τεκμήρια αθωότητας». Το χαμπέρι για το νέο, ποστ μόρτεμ αυτή τη φορά, κακοπάθημα του Σουλιώτη έφτασε με τη «δήλωση σε παρακλητικό τόνο» του Πάνου Θεοδωρίδη, δημοσιευμένη στο Κλάουντ, στις 7 τρέχοντος μηνός, με την οποία ζητάει δημόσια να διαγραφεί από την Εταιρεία Συγγραφέων που έφτασε να αποσιωπήσει ποιητικά τον Μίμη Σουλιώτη, στην εκδήλωση «Συνάντηση ποιητών της “γενιάς του ‘70”», στις 23 Οκτωβρίου. Ευτυχώς επελήφθη δέουσας απόκρισης, όπως και με το προηγούμενο (κακοπάθημα) εξάλλου, και πάλι ο Πάνος Θεοδωρίδης. Να μην πάει αμάρτυρη η παραχάραξη και φαλκίδευση της μνήμης από τους ίδιους τους αρχιεργάτες της-άλλο αν ο ποιητής Μίμης φρόντισε με τρία πολεμικά αντιρομαντικά, κατεδαφιστικά ανατρεπτικά, έμπειρα και θυμοσοφικά ξεκαρδιστικά, ενήλικα αυτογνωστικά, με ένα μόλις διαφαινόμενο έμβλημα συγκίνησης στον εσώτερο πάτο, -λίγο σαν δακρυσμένα μάτια μέσ’ από δακρυσμένο τζάμι- οριστικά ύστατα ποιήματα, στα Βορειοδυτικά του, να ξεκαθαρίσει την ακραιφνώς ποιητικά τετραγωνισμένη σχέση του με τα τρία επίμαχα: Χάρος-Κηδεία-Αιωνιότητα. Θα αντιγράψω εδώ την Κηδεία, για τον ευγενή νεοκλασικισμό της στην απόδοση και τον εκσυγχρονισμό μέσω της κάθαρσής του από την και παραμικρή αυταρέσκεια ενός προσφιλούς καβαφικού θέματος:
Στην κηδεία μου
Όλοι αυτοί οι λίγοι ή πολλοί που θα με συνοδεύσουν
αν δεν βρέχει δυνατά, και μερικοί που ίσως δακρύσουν,
και που ίσως δεν ευκαιρήσουν να ‘ρθούν
από την πρωτεύουσα
μα θα δακρύσουν μέσα ή έξω τους, αναρωτιέμαι τώρα
πόσοι, τρία ή δεκαεφτά χρόνια μετά το πρώτο
μνημόσυνο,
θα θυμούνται κάναν στίχο μου,
το νόημα ενός ποιήματος έστω· η Σύζυγος αποκλείεται
πρώτον διότι τόσο αργότερα ούτ’ εκείνη θα ζει
μα και γιατί μέχρι σήμερα δεν ξέρει μήτε έναν-
εχθρά της Ποιήσεως, σαν πατσαβούρες για φασίνα
τις λέξεις, εικαστική.
Ενώ τι όμορφα που θα είναι,
δεκαεφτά χρόνια μετά, Εσύ ας πούμε, μεσήλικη,
στα καλά καθούμενα,
εκεί που θα σ’ έχουν αρχίσει τ’ αρθριτικά και θα πίνεις
τσάγια,
ν’ απαγγείλεις ξαφνικά έναν σαν ανάσα που σου ξέφυγε
για μισό λεπτό και λιγότερο.
(Τι όμορφα που θα είταν.)Μετά από την ακραία ασκητική ποιητική οικονομία αυτού του ποιητικού κατορθώματος ρυθμικής δυναμικής αναπνοής που δεν στέργει να χρησιμοποιήσει καν ένα επίθετο πλην ελαχίστων διευκρινιστικών αριθμητικών ή επιρρηματικής σημασίας ουσιαστικοποιημένων, αποστέργει την καλολογική φαντασμαγορία διατηρώντας μόνο κάποια αχνά ίχνη μεταφορικά ή παρομοιαστικά, αποτάσσεται τα ίδια του ποιητή προσωπικά χούγια της ιδιωματικής καθημερινολογίας, με μοναδική παραχώρηση στην αστική ρωπογραφία τις «πατσαβούρες για φασίνα», ρίχνει όλο το ασήκωτο βάρος μιας αδύνατης αναπόλησης στην ορμητική δράση των ρημάτων για να φανταστεί το αφάνταστο και να επιθυμήσει αυτό που μάρτυράς του δεν πρόκειται να υπάρξει ο φανταστής -είναι μετά από αυτό δυνατόν να αποφασίσουμε πότε γεννιούνται και πότε πεθαίνουν οι ποιητές, πότε γεννιέται και πότε πεθαίνει ο Μίμης, έχουν ή όχι τέλος οι δαιδαλικές σκηνοθεσίες τους καταλαμβάνοντας το χώρο όλων των υπαρκτών κόσμων.
-
Τα τρία γουρουνάκια
Στον Βαρβάκη, εκτελεστέο
Η χώρα, προερχόμενη από σκλαβωμένα η αυτόνομα καπετανάτα, καμώθηκε πως έφτιαξε κράτος μετά το 1830, μόνο που το δημιουργήσαμε από άχυρα, σάζια, καλαμωτές και βούρλα.
Στον περασμένον αιώνα, χτίζαμε από ξύλο, ενίοτε περίτεχνα. Με μόρσα, με αστρέχες, με σκαλίσματα, αλλά από πυρόσβεση, σκατά. Στις αναποδιές, ένα γιαγκίνι μας άφηνε ξυλάρμενους.
Ξέρω τι περιμένετε: να κλείσει η παραμύθα στον παρόντα αιώνα, χτίζοντας ένα πέτρινο κράτος. Άντε και με τούβλα. Αμ δε!
Παραμένουμε τόσο στωικοί και φαντασμένοι, επηρεασμένοι από τις βίλλες, τις υποδομές και τα γιαπιά των αλλωνών, ώστε προσλάβαμε για αρχιτέκτονα, ή εργολάβο τον κακό Λύκο αυτοπροσώπως!
Ο οποίος, μας πρότεινε αντί για «τυφλή μίμηση διεφθαρμένων προτύπων», που «οδηγούν στην αποξένωση, στην διχόνοια και στην κυριαρχία του κομπραδορισμού» να μας στήσει μια εικαστική εγκατάσταση, ένα ισταλέσιο, με σύγχρονα υλικά, με σημαίνον και σημαινόμενο, μεταστρουκτουραλιστικά, για να ζουλέψουν οι καλβινιστές και οι γειτόνοι.
Κι όταν κατάλαβε πως παραμένουμε γυμνήτες, διχασμένοι, μουρλοκακομοίρηδες και απεραντολόγοι, μας έβαλε άρον άρον σε ένα χοιροστάσιο και άρχισε να συναρμολογεί ένα ψηφιακό μουσείο, ένα σπιτικό που κανένας στον κόσμο δεν διαθέτει ισάξιο.
Δεν ζήτησε αμοιβή. Παίρνει κάθε τόσο ένα γουρουνάκι να το φάει, αλλά στην τελική μας συμφέρει, καθώς βολευτήκαμε στην Υεμένη του μυαλού μας.