Blog

  • All inclusive

    Σε κάποια ριζόρτ κάνεις κράτηση με βαριά καρδιά.

    Όταν τα αποχωρίζεσαι δεν έχεις καμιά λαχτάρα να τα ξαναδείς.

    Φεύγοντας λες ψέμματα πως δεν θα ξανάρθεις.

    Κι είναι -ταυτόχρονα- τα μόνα που είσαι απολύτως σίγουρος ότι κάποια στιγμή, ελπίζεις όχι σύντομα, όχι για πολύ, με το μικρότερο δυνατό ξόδεμα ψυχής και σώματος, θα σε ξαναφιλοξενήσουν, ντυμένο, μισόγυμνο ή γυμνό στα σωθικά τους.

     

  • Κι απόψε την νύχτα εκλιπαρώ για έναν
    στίχο, κάτι σαν προσευχή ή καληνύχτα.

  • Τα σίξτις λοξώς ιδωμένα

    Είδα μια ζωντανή συζήτηση για το πως έμοιαζαν τα σίξτις ως προς το σήμερα. Και μάλιστα, εκφέρουν γνώμη πολλοί γεννηθέντες από σεβεντίλα και δώθε.

    Τι προτιμάτε; Βιωματική ή επιστημονική  εκτίμηση;

    Βλάπτουν και οι δύο τη ζωή το ίδιο.

    Βιωματική: έτυχε και κλήθηκε ο πατέρας μου, στην απογραφή του 1961, να καλύψει μια μεγάλη περιοχή των Γιαννιτσών, ως απογραφέας. Από το ρολόι έως το Ταλαμπάς. Ένα δίφυλλο προς συμπλήρωση. Με έχρισε βοηθό του-συμπλήρωνα το έντυπο υπό την εποπτεία του. Γειτονιές προσφύγων. Κυρίως από Τρωάδα και Στράντζα. Θρακιώτες εκατέρωθεν της Προποντίδας και από τη δεύτερη προσφυγιά της Ανατολικής Ρωμυλίας.

    Τουαλέτες μέσα στο σπιτικό, καμία. Το πολύ κολλημένες δίπλα στο κουζινάκι. Νιαγάρας, κανένας. Ντους, κανένα. Αποχέτευση, καμία. Νερό μέσα στο σπίτι, αραιά και που. Τα ρούχα και τα στρωσίδια, σε γιούκο πάνω από ένα σεντούκι. Εικονοστάσι με φωτίτσα, πάντοτε.  Πολλά παιδιά, χωρίς κρεβάτι-έστρωναν χράμια και τα κοίμιζαν ομαδικώς. Οι γονείς είχαν κάμαρη. Γιαγιάδες και παπούδες, στο σιδερένιο ντιβάνι στο κουζινάκι. Γκαζιέρες, παντού. Μασίνες, όσο πατάει η γάτα. Σκάφη για μπανιάρισμα, κρεμασμένη σε τοίχο. Κάθε Σάββατο, στην καλύτερη περίπτωση. Δυο ή τρεις τενεκέδες νερό, για τη λάτρα. Γάτες, καναρίνια, γλάστρες, αρκετές. Φτώχεια και των γονέων. Όλοι, κερνούσαν τον δάσκαλο. Από λουκουμάκι ή μπισκοτολούκουμο έως γλυκό του κουταλιού. Με είχε προϊδεάσει: «θα λες ευχαριστώ και θα αρνιέσαι. Το στερούν από τα παιδιά τους για να μη τους θεωρούν παρακατιανούς». Ένα λιανό σαπουνάκι πράσινο, δίπλα στο τενεκεδένιο μουσλούκι, κρεμασμένο σε εξωτερικό τοίχο. Και ένα μικρό πεσκίρι. Οι βόθροι, χειροποίητοι, ρηχοί. Τα παιδιά αφόδευαν στην αυλίτσα. Κι έρριχναν χώμα με ένα φτυάρι για να μη τσιμπολογάν οι κότες. Γαϊδουράκι συχνά, όταν ο πάτερ φαμίλιας είχε κάρο ή καρότσι. Ξυπολησιά. Η λέρα σχημάτιζε γκρίζες φολίδες πίσω από τα αφτιά, ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών. Οι λαιμοί μαύροι. Γαριασμένα ρούχα. Οι γυναίκες, ρόμπες από τον δοσά.

    Γύρω από τον άη Γιώργη, η κατάσταση καλυτέρευε. Σπίτια ή διαμερίσματα με σκάλα, σαλονάκι και ντουλάπα με γυαλικά. Μερικά με πλυσταριό. Υπάλληλοι και έμποροι εκεί.

    Επιστημονική: ο κόσμος εκτός της χώρας. Αγριεμένος ψυχρός πόλεμος, Μαίρη Κουάντ και μίνι φούστα, το κολάν, το χάπι. Στην Ελλάδα, μεγάλη εσωτερική μετανάστευση, πολλά χωριά απέκτησαν δίκτυο ύδρευσης και προγράμματα εξηλεκτρισμού, φραγμάτων και εγγειοβελτιωτικών έργων. Ένταση για την «Πεσινέ», Έσσο-Πάππας, εργάτες στην Γερμανία, συνέχιση των εκτοπισμών, όλο και αραιότερα, έως το 1967, που έχουμε νέους εκτοπισμένους. Απαρχή των ηλεκτρικών νοικοκυριών, αύξηση των φοιτητών, αλλαγές στην εισαγωγή στις ανώτατες σχολές. Τουίστ, μποσα νόβα, σέικ (απο το 1964). Ποπ. Γιεγιέδες. Πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς (1967). Χίπιδες, μουσικά συγκροτήματα, ψυχαδέλεια, έγχρωμες ελληνικές ταινίες, Μάης του 1968, Γούντστοκ, Πράγα. «Πολιτιστική επανάσταση» στην Κίνα, Βιετνάμ. Ανταγωνισμός στο Διάστημα, άνθρωπος στο Φεγγάρι. Στο τέλος της δεκαετίας, ασπρόμαυρη τηλεόραση, κόκα κόλα. Συνέχιση γυρισμάτων ξένων ταινιών. Φεστιβάλ τραγουδιού, φεστιβάλ κινηματογράφου.

    Tα οικονομικά της Ελλάδας βελτιώθηκαν στη δεκαετία. Πάντως η τουλούμπα ξεκίνησε με μία δραχμή, το φοινίκι, άλλη τόση, το σάμαλι, μικρότερο, μισή, το ξυλάκι κρέμα ένα φράγκο, ξυλάκι τσικουλάτα μιάμιση, το κυπελάκι παραπάνω. Και η «μυστηριώδης νήσος» του Βερν, στην έκδοση Σιδέρη, εξήντα γαμημένες δραχμές, για να παίρνετε μίαν ιδέαν.

  • Είναι γεγονός. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην πλατεία Συντάγματος δείχνει πολύ ωραίο. Ίσως να είναι και το πιο ωραίο δέντρο που είχε ποτέ η πρωτεύουσα. Αλλά το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό. Είναι δέντρο. Δεν διαθέτει τσαχπινιά, δε φανερώνει σκέψη έξω από το κουτί, δε θα γεμίσει τα παιδικά (και όχι μόνο) μυαλά με όνειρα. Το σασπένς, η ίντριγκα, ο ρομαντισμός, η συναρμολόγηση και η αποδόμηση μιας ιδέας. Για μένα―πείτε το αδυναμία, εμμονή, κόλλημα―τίποτα δεν θα ξεπεράσει την εμπειρία τής αεικίνητης (παρότι ακίνητης) περσινής ρόδας.

  • No inbox, no truth.

    Η αλήθεια βρίσκεται στο ίνμποξ.

  • Το λεπταίσθητο άρωμα σαν αδιόρατη λεπίδα, κάθε που έσκυβα
    στο μέρος σου με ακολουθεί. Κι αιφνίδια με συνεπαίρνει εκείνο
    το ανελέητο του δέρματος το άρωμα. Του δέρματος το κάλλος.

  • Μαρία;

    To ξύλινο βαλιτσάκι όπου φυλάω τα πρώτα κείμενα, έως το 1965, βαρια-βαριά, σπανίως το ανοίγω. Μια φορά τον χρόνο και πολλά λέω. Το αρχαιότερο είναι του 1954 και είναι κόμικ. Εκεί πάντως βρίσκεται ένα όνομα που με παίδευε τον Ιούνιο του 1963 και έμενε ανερμήνευτο: Μαρία.

    Μαρίες άργησα να γνωρίσω, δεν ξέρω γιατί. Ίσως διότι παρέμεναν χαμένες σε υποκοριστικά. Ωστόσο, το όνομά της υπήρχε, δεκαπέντε μέρες πριν γενεί πρωθυπουργός ο Πιπινέλης, για να λάβετε μία ιδέα. Με κόκκινο μπικ. Μαρία. Ανερμήνευτο και αινιγματικό, επί δεκαετίες. Ώσπου τις προάλλες, την θυμήθηκα.

    Σε μία κυριακατικη βόλτα, εκεί όπου αργότερα άνθισε η καφετέρια του Κουτούδη. Ήταν με άλλες δύο φιληνάδες. Στο μέσον.

    Ήταν κοντούλα, με δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι. Δεν ευτύχησα ποτέ να ιδώ τα δόντια της, διότι μονίμως την εκάτεχε ένα μειδίαμα.Δεν παρέπεμπε σε κάτι αρχαϊκό, αλλά έσταζε ειρωνεία. Και δεν χαμήλωνε το βλέμμα, κατά τα τρέχοντα της εποχής. Κοίταζε κατάματα, σχεδόν με θράσος.

    Την είδα και ξεράθηκα. Κοκκίνισα και ξεροκατάπινα. Οι κυρικάτικες βόλτες στα Γιαννιτσά, οι εφηβικές, κρατούσαν  τουλάχιστον ένα δύωρο. Από τον Χαζνέ, στο φουρνάρικο του Πλατίδη, πριν την κατηφόρα προς το τζαμί που ήταν εκκοκιστήριο. Πήγαινε- έλα. Εκκρεμές. Για να υπάρξει η στιγμή της μιας και μόνης φευγαλέας ματιάς. Ανά ημίωρο.

    Κράτησε τρεις ημέρες. Σε κάποια απ’ όλες, άκουσα πως την έλεγαν Μαρία. Δεν της μίλησα ποτέ. Δεν μου μίλησε ποτέ. Μετά, μου πέρασε. Δεν θυμάμαι γιατί.  Αλλά πύρωνε ανόσιο καλοκαίρι, και πλησίαζε η εποχή που συνάντησα στον βίο τον πρώτο τόμο του Καβάφη, σέπια εξώφυλλο, σέπια τα τυπογραφικά στοιχεία, δεν υπήρχε Μαρία και Μάριος και Τιτίκα και Υβ Μονταν στην «Τιτίνα»

    μήτε ανένδοτος αγώνας και τα δοκίμια στις «Εποχές» έμοιαζαν ακατόρθωτοι βράχοι.

  • Μέρες του 1991

    «Jimmy Paulette and Tabboo! in the bathroom, NYC, 1991». Photography by Nan Goldin, Horace W. Goldsmith Foundation Fund for Photography, Photograph © Museum of Fine Arts, Boston.

    Αυτά είναι όσα χρειάζεται να ξέρει κανείς για αυτή την εικόνα, που συμπεριλαμβάνεται μαζί με άλλες 79 φωτογραφίες στην έκθεση (un)expected families στο Museum of Fine Arts, Boston (9  Δεκεμβρίου 2017 – 17 Ιουνίου 2018). Να πάτε.

     

  • Τίτλοι τέλους

    https://www.facebook.com/natgeo/videos/10155218815303951/

    Ένας φωτογράφος τράβηξε μια φωτογραφία εικόνες και βίντεο από μια πολική αρκούδα που είναι εγκλωβισμένη σε ένα νησί χωρίς τροφή. Ξαναπήγε δυο μέρες αργότερα, για να τραβήξει και βίντεο. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Το βίντεο προβλήθηκε πάνω από 23 εκατομμύρια φορές ως σήμερα, δείχνοντας, ουσιαστικά, το θάνατο σε αργή κίνηση. Δεν κρατάει δρεπάνι, δεν παίζει σκάκι ― δεν είναι τέχνη, είναι η ζωή κι η φύση έτσι όπως την καταντήσαμε.