Blog

  • Πλέκω τον κάθε στίχο μου από ζεστό μαλλί
    ποτέ την παγωνιά του κόσμου να μη νιώσεις.

  • Νομισματική παρενόχληση

    Ένα εορταστικό διάλειμμα, πριν μας πρήξουν κι άλλο οι άη βασίληδες και οι παγίδες των αδιόρθωτων εμπόρων.

    Που λέτε, πάνε πολλά χρόνια και δουλεύαμε μια ομάδα να προετοιμάσουμε έναν ναό (τότε το λέγαμε  «τεκμηρίωση») για να ξανανιώσει, ετοιμάζοντάς τον για το χειρουργείο.

    Ο ναός λειτουργούσε, έστω και δύσκολα. Και μια στις τόσες, χρειάζονταν το δωμάτιο που δουλεύαμε, για μια τελετή.

    Συγκεντώνονταν ο παπάς, η ενοριακή επιτροπή και ένας από τράπεζα και μετρούσαν τις προσφορές από τα παγκάρια. Μας άφηναν να βλέπουμε.

    Φέρναν τα κέρματα σε τσουβαλάκια και ολόγυρα τα μοίραζαν σε μικρότερα: δραχμές, δίδραχμα, τάλιρα, δεκάρικα και τέτοια.  Κάθε τσουβαλάκι και μία αξία.

    Μετά, θαρρείς και ζούσαμε εποχή βυζαντινή, που τις μικρές αξίες, τα κοκκία, τις ζύγιζαν σε ουγγιές, ζύγιζαν κάθε τσουβαλάκι. Κι από ένα τεφτέρι ήξεραν, φερ’ ειπείν, πόσα πενηντάλεπτα ήταν ένα κιλό.

    Ζύγιζαν και παρέδιδαν τον κάθε πήρο, στον υπεύθυνο της τράπεζας.  Με μια φοβερή καταληκτική κίνηση:

    Ο παπάς, παραδίδοντας κάθε τσουβαλάκι, ας πούμε με δεκάρικα, έρριχνε μερικά, ως ευλογία στα ήδη μετρημένα και ζυγισμένα. Όπως έγραφαν οι πηγές «κοκκία μετρηθέντα και ζυγισθέντα, σύνολο τόσες ουγγιές»

    Κάποια στιγμή τον ερώτησα το γιατί. Και μου είπε απλά «να μη βρεθεί λιποβαρές τίποτε»

    Το γεγονός με εντυπωσίασε και το αναφέρω έκτοτε συχνά, ως παράδειγμα φοβερών ντεζαβύ επιβιώσεων που δικαίωναν τον κοινό μας κόπο να βγάλουμε τον ναό από το χειρουργείο στην ανάνηψη.

    Είμαι σίγουρος ότι να δίκην χασαπόσκυλων επιτελεία του εισπρακτικού κυβερνητικού λουφέ, δεν έχουν χαμπάρι πόσο βλάπτουν με λιανά βοηθήματα τους  νέους 18-24 που πρόλαβαν και γράφτηκαν στον ΟΑΕΔ.

    Αριστερή χειρονομία, δεν είναι με τίποτε. Μήτε καν ανθρωπιστική. Μια πονηράντζα και μισή, από τον καιρό της πλέμπας που της έρριχναν νομίσματα και των αρμάτων στα καρναβάλια που είχαν σοκολατοπόλεμο.

    Υπερφορολογούντες και πλάθοντας πλαστά περισσεύματα, ρίχνουν εξτραδάκια σε μερικά τσουβαλάκια, προσδοκώντας στη γλύκα του πιτσιρικά, που έτσι μπορεί να πάρει δυο κινητά κινέζικα και να του μείνει περίσσευμα για μια κούτα τσιγάρα.

    Και βέβαια, θυμήθηκα ομάδες φοιτητών, νοτίως του Δουνάβεως, στον υπαρκτό ή υπεραρκετό σοσιαλισμό που εκχωμάτωναν υποστρώματα και κουβάλαγαν αμμοχάλικο κάτω από τη σημαία του πανεπιστημίου τους, σε οδικά έργα, ντάλα καλοκαίρι και άλλα πολλά.

    Διότι δούλευαν, κτηνάνθρωποι του μεγάλου Τόμου της Λογαριαστικής. Και δεν περιμένω να ντραπείτε, πουλώντας άρτον και θεάματα ανεπρόκοπα και μίζερα, στο ίδιο το μέλλον της χώρας.

    Ζαράκηδες, φαντασμένοι, για πέταμα άπαντες.

  • Βουτυροειδής αμβροσία

    Ταξιδεύω συχνά τους τελευταίους μήνες. Συνήθως δεν τρώω το φαγητό του αεροπλάνου, και προτιμώ ένα σάντουιτς στο αεροδρόμιο, αλλά προχθές ενέδωσα στην προσφορά του γεύματος. Έκοψα ένα κομμάτι ψωμί για να το αλείψω με βούτυρο, πλην όμως αισθάνθηκα ότι αυτό που άλειβα δεν ήταν βούτυρο με τη μορφή που γνωρίζουμε. Κοίταξα καλύτερα τη συσκευασία για να δω τι μου είχαν σερβίρει κι ετοιμαζόμουν να φάω.

    Gold Buttery Τaste Ambrosia έγραφε το μυστηριώδες προϊόν, με μια πανδαισία τυπογραφικών και καλλιτεχνικών χαρακτήρων, όπου αδυνατούσες να καταλάβεις ποιο ήταν το όνομα, ποιο το επίθετο και ποια η παρασκευάστρια εταιρεία. Ευτυχώς, υπήρχε επεξήγηση στα ελληνικά: Λιπαρή ύλη για επάλειψη 70%, έγραφε το πακετάκι των 10 gr. Καμία περαιτέρω εξήγηση για το τι είδους ύλη ήταν αυτή (και τι ήταν το υπόλοιπο 30%).

    Κάπου εκεί τελείωσε το γεύμα μου στο αεροπλάνο.

  • Τάιμινγκ ιζ έβριθινγκ

    Τώρα μόλις είδα στο inbox  ότι ο Κοσκωτάς κάνει «comeback». Απορώ γιατί δεν το συνδύασε κανείς με το «Greece is back» του ΠΘ μας, πριν από λίγες μέρες.

  • Λήξη συναγερμού

    Επέστρεψε ο Γιάνης στην «ΕφΣυν» του Σαββάτου με την καθιερωμένη, πλέον, συνεργασία του. Σε άλλα νέα, η «Real News» μας πληροφορεί ότι ο Κοσκωτάς κάνει comeback. Μένει να εμφανιστεί ξανά και ο Γούκος για να μπεί σωστά το 1987.

  • Ο φόβος

    Ο ΦΟΒΟΣ

    Φοβάμαι να σύρω το μολύβι στο χαρτί
    μη ζωγραφίσω το όνομα, το γέλιο του
    μήπως προδώσω ένα θλιμμένο έρωτα
    τη δυστυχία μου, άθελα μη φανερώσω.

    Φοβάμαι να σύρω το μολύβι στο χαρτί
    το κοφτερό μαχαίρι, πάλι να κρατήσω.

  • Ο μπράσερ

    Την  άνοιξη του 1966, η παρέα του Πέμπτου, διάβαζε για Ακαδημαϊκό απολυτήριο. Αλλά παρά τα φροντιστήρια και τα ζόρια, προείχε η διασκέδαση. Και ήταν χρόνια χωρίς κοκακόλα, να φανταστείτε, μόνον ταμτάμ και Σινάλκο σε λίγα μέρη, ενώ η παρακμή του βερμούτ αργούσε ακόμη. Το τμήμα μας είχε και μουσικό συγκρότημα, τους Μονκς. Ο Σάκης μπάσο, ο Κίλιας ντρaμς, ενώ στα στέκια τους κυκλοφορούσαν και φατσάρες που όλοι αναγνώριζαν, όπως ένας Δάνας που τον θυμάμαι αμυδρά.

    Στα διαλείμματα και ώσπου να έρθουν οι καθηγητές, σχεδίαζα για το συγκρότημά μας ρουχικά και παπούτσια-μποτάκια και κάτι παντελόνες με πιέτα στη γάμπα. Μπορεί να μην αποκτήθηκαν ποτέ, αλλά με τον Γούφα κερδίσαμε ένα προνόμιο- όταν έπαιζαν τα παιδιά στο Γουοτερ Λίλυ και αλλού, ο Χρήστος επέτρεπε να καθόμαστε εναλλάξ τιμητικά σε ένα σκαμπουδάκι δίπλα στα τύμπανα, έτσι μοιάζαμε συντελεστές του γκρουπ και στις παύσεις, όταν μας τριγύριζαν θυμώδη και φινετσάτα κοριτσάκια, ρωτούσαν καμιά φορά «εσείς τι παίζετε;». Του Γούφα τις απαντήσεις δεν τις θυμάμαι, αλλά η δική μου ήταν στάνταρ: «είμαι ο μπράσερ». Τα έρμα νόμιζαν πως ήταν ένα παράξενο όργανο και δεν σχολίαζαν, και επέτρεπαν τις νόμιμες μαλάξεις επί των μαλακών μορίων των μη ενδεδυμένων άκρων τους. Καμιά δε με ρώτησε ποτέ τι σκατά «μπράσο» παίζω και καλά έκαναν διότι εννοούσα ότι γυάλιζα με μπράσο τα μεταλλικά στοιχεία των οργάνων του γκρούπ.

    Πέρασαν έτη αρκετά. Για την ακρίβεια δεκαοχτώ. Το 1984 δέχτηκα μια παραγγελία για μετάφραση Αριστοφάνη και το έργο παίχτηκε εκείνο το καλοκαίρι.  Αλλά είχα ήδη μεταμορφωθεί σε έναν κυνικό, αντιπαθή χαρακτήρα, που έπαιζε μονίμως ρόλους. Όταν φτάσαμε στο δελτίο τύπου, είχα μια ιδέα: την  μετάφραση θα την υπέγραφε «ο Π.Θ, ποιητής και μπράσερ». Το δελτίο κυκλοφόρησε σε όλα τα έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά. Μόνον μια εφημερίδα δεν περιέλαβε το «μπράσερ». Όλα τα άλλα έντυπα, το φερμάρισαν κανονικά. Για μένα, ήταν ακόμη μία ένδειξη ότι η έωλος γενιά στην οποία ανήκα, παρά τους μολτ ποταμούς και  τα μπιρόνια, για να μη χειροτερέψω την κατάσταση, ήταν σε θέση, με τα λογάκια, να πλάσει κόσμους και ιδιότητες αδιανόητες. Διότι και άλλοι γραφιάδες και γραμματικοί έπαιξαν με διάφορα τεχνάσματα, πειραχτήρια και βάζοντας φιτίλια, αλλά έκτοτε δεν είχε καμία σημασία τι έλεγες και πώς, ενώ το μπράσο, με ένα πανάκι περαστό σε μέταλλα και ασημικά, άφηνε ένα απόκοσμο φως σε μία κοινωνία εξαπατημένων λεπιδοπτέρων.

  • Τα Star Wars κι εμείς (ή τουλάχιστον εγώ)

    Χτες έκλεισε ένας προσωπικός κύκλος: πήγα το γιο μου να δούμε το τελευταίο Star Wars, ενώ πριν από σαράντα χρόνια (ακριβώς) είχα σύρει τη μητέρα μου (που ήταν της ποπ κουλτούρας) να δούμε το πρώτο (δεν της άρεσε). Και τις δύο φορές ήταν δημόσια κοινωνική εκδήλωση τέχνης, δηλαδή πήγαμε σε αίθουσα κινηματογράφου. Τις έξι πρώτες ταινίες της σειράς τις είχα δει ή ξαναειδεί σε ιδιωτική προβολή, δηλαδή είχα πάρει το πακέτο σε blu-ray και τα είδαμε όλη η οικογένεια στο σπίτι σε γιγαντοθόνη 40 ιντσών (άμα κάθεσαι αρκετά κοντά, γιγάντια σου φαίνεται), όπως είδαμε και τον Ε.Τ. (που ποτέ δεν είχα δει ολόκληρο).

    Όταν λέω «τελευταίο Star Wars» εννοώ το πιο πρόσφατο, και το τελευταίο με ηθοποιούς που ήταν και στο πρώτο, αλλά δεν αποκλείεται να είναι και το τελευταίο που βλέπω στον κινηματογράφο. Αυτές οι ταινίες σε κανονική αίθουσα είναι κάπως σα να βάζεις μπεαρνέζ σε πιτόγυρο: ναι, ίσως σε κάποιο παράλληλο σύμπαν να στέκει, αλλά what’s wrong with tzatziki?

    Όταν λέω «αυτές οι ταινίες» εννοώ τις αμερικάνικες υπαρπαραγωγές που είναι φτιαγμένες για κατανάλωση κάθε είδους προϊόντος με αφορμή την ταινία. Ως πατέρας και άνθρωπος έχω δει όλα τα παιδικά της τελευταίας δεκαετίας, και είμαι έτοιμος να επιχειρηματολογήσω για τη σεναριακή και σκηνοθετική ανωτερότητα του «Thor: Ragnarok» σε σχέση με το «The Last Jedi». Ναι, εκεί μας καταντήσανε οι αλήτες. Βέβαια δεν χάνουμε και πολλά, αφού το μεγάλο σινεμά όπως το ξέραμε πέθανε μαζί με τον Κισλόφσκι (1941-1996) κι έχουμε απομείνει μόνοι να προσπαθούμε να βρούμε προτερήματα σε διάφορες καλλιτεχνικές δυστοπίες που συνθέτουν κάτι βλαμμένοι, ονόματα δε λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε.

    Όταν λέω «όλα τα παιδικά», εννοώ όλα. Κι αν τύχει να μου ξεφύγει κανένα, ή εγώ να του ξεφύγω, τα παιδιά μου θα σπεύσουν να αναπληρώσουν το κενό στην παιδεία μου με λεπτομερείς αφηγήσεις διαρκείας που προσεγγίζουν τον πραγματικό χρόνο της ταινίας. Δεν πρέπει να έχω παράπονο, κι εγώ τα ίδια έκανα με τους γονείς μου, απλώς είχα καλύτερο υλικό για να δουλέψω από τις περιπέτειες ενός μαθητευόμενου μάγου και της παρέας του. Έ, ρε, οι νέες μυθολογίες! Τόσο δήθεν σύνθετες, και τόσο προβλέψιμες!

    Οι ιστορίες έχουν όλες γραφτεί και, τώρα μπήκαν στο μπλέντερ και προσθέτουμε ψυχολογικά και ψηφιακά καρυκεύματα. Έχουμε περάσει σε μετα-αφήγηση και μετα-σκηνοθεσία, όπως και σε μετα-εφέ, μόνον η ηθοποιία η ίδια παραμένει σταθερή, κανένα μετά, όλα πριν. Όλα απλοϊκά και κατανοητά για κοινό ανηλίκων που θα ανακαλύψει τη ζωή μέσα από τις ταινίες, είτε απλοϊκά και ακατανόητα για κοινό ενηλίκων που θα προσπαθεί να βρει νόημα και εξήγηση εκεί όπου δεν υπάρχει.

    Με τη σειρά των ταινιών Star Wars κατέληξα ότι ο Τζορτζ Λούκας είναι ο Βάγκνερ της εποχής μας (πάντα βαρυόμουνα και τον Βάγκνερ και την όπερα). Έχει σημασία τι πραγματεύεται η κάθε ταινία, από τη στιγμή που αγόρασε τα δικαιώματα η Disney? Θα αστειεύσετε. Το μόνο που έχει σημασία δεν είναι το μάρκετινγκ, είναι η σαρωτική παιδευτική διαδικασία της σειράς και όσα εντυπώνει στην πιτσιρικαρία. Σε πολλές περιπτώσεις η διαδικασία αυτή είναι βλαπτική και δεν παλεύεται. Όπως είπε και ο αρχαίος φιλόσοφος, shit happens, για να του απαντήσει ο άλλος αρχαίος, that’s life.

    Για να επιστρέψω στα προσωπικά, με τα οποία ξεκίνησα: οι κύκλοι υπάρχουν για να κλείνουν, όχι για να ξεχειλώνονται.

  • Επίδομα 400 ευρώ θα δοθεί σε άνεργους νέους (18-24) για να παρακολουθήσουν το τελευταίο Σταρ Γουόρς.