Blog

  • Στη Θάλασσα του Μαρμαρά

    For Whom the Bell Tolls
    by
    John Donne

    No man is an island,
    Entire of itself.
    Each is a piece of the continent,
    A part of the main.
    If a clod be washed away by the sea,
    Europe is the less.
    As well as if a promontory were.
    As well as if a manor of thine own
    Or of thine friend’s were.
    Each man’s death diminishes me,
    For I am involved in mankind.
    Therefore, send not to know
    For whom the bell tolls,
    It tolls for thee.

     

    Λεπτομέρειες εδώ

     

  • Masterchef on legal and major delays

    Η υπουργική εικών του Καραμανλή, ακολουθεί την ιδιοσυγκρασία του. Ό,τι έταξε, έχει καταληκτική προθεσμία μερικων μηνών ανά υπογραφή έως ολίγων ετών για μισοτελειωμένη φάση. Αστικά έταξε, αλλά μη βιάζεστε. Η έμπνευση για ανατολικό σιδηρόδρομο θα την φάει την δεκαετία. Την πολυεργολαβία του αυτοκινητοδρόμου πέραν του Πύργου, την τάζει για μετά τις εκλογές του 2013. Δεν είναι αδρανής, αλλά βαθύς γνώστης του δημοσίου λογιστικού και σέβεται την οικογενειακή παράδοση. Νωρίτερα εντός του τρέχοντος αιωνος θα υπάρξει πάμπα βουβαλιών στα τενάγη των Φιλίππων, παρά λεωφορείο σύγχρονων προδιαγραφών στην χώρα.

  • Η Ραγούζα

    Έρευνα στις φωτοθήκες των Παρισίων, διαμονή σε Πακιστάνι μακρυνάρι δωμάτιο δίπλα σε αγορά με όστρακα, το Σιτροέν βάτραχος, μοντέλο παλάς με τις ταχύτητες στο τιμόνι, ήταν 1988 και το μπέρδεμα της ζωής δεν επέτρεπε δεύτερες σκέψεις.

    Όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής οίκαδε και αποφασίσαμε γλύστρα μέσω Δαλματίας δεν υπήρχε οδηγός, πάρεξ οι αναφορές του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου εκατέρωθεν της Ραγούζας, ήτοι του Ντουμπρόβνικ. Η επιστροφή σκάλωνε στην Γερμανία, προκειμένου ένας τότε φίλος να μας εφοδιάσει με χρήματα και ει δυνατόν με λάστιχα για να μη γλυστράει ο βαρύς βάτραχος, αλλά εντέλει καταλήξαμε μέσω των παλαιών κτήσεων του ρήγα Πιπίνου στην Τεργέστη, απ΄όπου και βρέθηκε χρηματικό ποσό για την επιστροφή.

    Ήταν πολύ παράξενη η ταξιδιωτική ευρωπαϊκή εμπειρία στην δεκαετία του 80, ιδίως μετά την επιστροφή της αντιχουντικής εμιγκρέτσιας από τα Παρίσια και τις Ιταλικές βολικές πόλεις. Εποχές που δεν θέλει να θυμάται το τότε ΠΑΣΟΚ.

    Άρχισε η γλύστρα της Δαλματίας με περικύκλωση της Ιστρίας και αποφυγή της Ριεκας, οπότε με την νήσο Krk στα δεξιά, κατηφορίσαμε πριν σταθεροποιηθεί η Σλοβενία και η Κροατία, στα παρτάλια της Γιουγκοσλαβίας, όπου και η κατάσταση ήταν απλώς έκρυθμη. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεις βενζίνη σε βενζινάδικο — ο βενζινάς έκλεινε το μαγαζί, ερχόταν μαζί σου στο πίσω κάθισμα, σε πήγαινε στο σπίτι του ή σε χώρο συγγενούς όπου αναπαύονταν μασκαρισμένη μια δεξαμενή πλαστική με καύσιμο και στην μετάγγιζε κάπως σαν αιμοδοσία. Άσε το παζάρι που έπεφτε.

    Ώσπου πριν βραδιάσει, φάνηκε ο αστέρας ο βύθιος, το λευκό κάστρο του Ντουμπρόβνικ που έλαμπαν οι πώροι του στο ηλιοβασίλεμα και βρήκαμε εύκολα πανσιόν επειδή οι κάτοχοί τους, έκρυβαν από τις Αρχές το επάγγελμά τους. Βρήκαμε και σουπερμάρκετ με τέσσερα ή πέντε είδη, όλα κι όλα, ψάξαμε οδοντόκρεμα και μας προσφέρθηκε ένα χάρτινο κουτί σε σλαβονική γραφή και ανακαλύψαμε αργά πως ήταν στερωτικό μασέλας. Το δείπνο ήταν κυριολεκτικά δειγματοληπτικό, αδύνατο να χορτασθεί ακόμη και πασοκτσής της εποχής, αλλά περιτρέχαμε την πόλη νήστεις και μαγεμένοι, κάθε πλατεία και άλλη μπάντα ή ορχήστρα, ενδεδυμένη διαφορετικά, όπως στο ΜΑΧΙΜ στο Ταξίμ της Πόλης, όπου σε κάθε εμφάνιση της θεάς Ζεκή Μουρέν (πλαισιωμένου από τον συμπαθή Τάτλισες) ο τρόπος της Γλέντας διέφερε από τις δήθεν ρεμπετιές μας, δι εναλλαγής εκατοντάδων μουσικών επί σκηνής.

    Αλλά στη Ραγούζα έβγαζε μάτι ο κυβερνήτης της βραδιάς: εκατοντάδες νέοι, ακόμη και από την έναντι ιταλική ακτή, την κατάβρισκαν σαν τα τσαμπιά από παντού, χορεύοντας και αλληλοχαϊδευόμενοι, περνώντας χέρι-χέρι κάτι πιοτά ξινόμαυρα. Η εναλλαγή χορών και μουσικής ήταν πάνω από αίσθηση Φελίνι — και παρέπεμπε περισσότερο στα γεράματα του αυτοκράτορα Τιβέριου με τα μωρά που τον τσιμπολογούσαν.

    Η αστραφτερή πόλη ήταν από μετώπου έως ποδονύχων μια οραματική πόλη, στην οποία δεν μας άξιζε, ημών των Γοτθογραίκων, καμία έκπτωση και αναδοχή, γι αυτό και πουρνό-πουρνό, δυναμωμένοι από την υπεραρκετή δόση του Σπαλάτου που μας έμοιαζε, χωθήκαμε μέσω Νίκσιτς στην κοσσοβάρικη μουσουλμανία, με τα καλπάκια από γιδόμαλλο, μακραν πάσης Ευρώπης και καλύψαμε αυθημερόν τα 1100 χιλιόμετρα Ραγουζα-Σαλονίκης.

    Έως εδώ παρακαλώ, καθώς δοκιμάζω και πειραματίζομαι σε μια μορφή οδοιπορικού και οποιανού δεν του αρέσει, πιθανόν δικαίως, ας βλέπει τον Ευτύχη με τα ελληνικότατα σνάκς στις Φερόες.

  • Ραγισμένα ερτζιανά

    Ποτέ δεν πίστεψα πως το ραδιόφωνο ήταν δημόσιο αγαθό. Μήτε ματόκλαδο δεν ανοιγόκλεισα προσπαθώντας να κατανοήσω τα ερτζιανά κύματα, καθώς τα μεσαία, τα βραχέα και τα υπερβραχέα, αποτελούσαν για την πεπερασμένη μου συνείδηση, τρόπους για να περάσει η τεχνική του Γκαίμπελς σε ένα ευρύ κοινό. Και αν το ραδιόφωνο διέθετε κρυφή μηχανή πειθούς, η τηλεόραση, με την αξιοθρήνητη παράθεση εικόνων, ήταν πάντοτε μία ιδιωτική εγκεφαλική σκοτεινή αίθουσα ενός κινηματογράφου λογικών, προσωπικών, διαστάσεων.

    Το ραδιόφωνο που γνώρισα ήταν ένα μικρών διαστάσεων Σιέρα, από σκούρον καφέ βακελίτη και διάτρητη όπισθεν επιφάνεια από ξυλοτέξ λειασμένο που άφηνε το βλέμμα να αισθανθεί το γαλαζωπό χώμα των λυχνιών. Έμπροσθεν, ένα γυαλί με τσόχινο δείκτη και αναγραφή δεκάδων πόλεων. Τα μεσαία και τα βραχέα με ένα μοχλάκι στο δεξί κουμπί. Και το φως που ανεδύετο, κίτρινο της χολέρας κι όχι εμετού νυχτερίδας. Υπήρξε οικογενειακό αγαθό έως την εμφάνιση της φορμάικας και του ξύλου τηκ στην επιπλοποιία, ήτοι λίγο πριν αυγάσει η δεκαετία του 60. Τότε ακριβώς, ο πατέρας έφερε καμαρωτός «τρανζίστορ» Φίλιπς, όπως εκαλείτο φορητό ραδιόφωνο, δίχρωμο, καφέ-μπεζ, διαστάσεων διπλής τοστιέρας. Το Σιέρα, ήδη χτυπημένο από πτώση στην πίσω άρθρωση, δεν πετάχτηκε, αλλά επιτάχτηκε: το τοποθέτησα δίπλα στο μαξιλάρι μου, κάθε βράδι το άνοιγα και πέρασα μαζί του σε όλη την δεκαετία του 60. Xάρη σε αυτήν τη γειτονία, άκουγα από ετερόφωνους σταθμούς το πόλεμο των έξι ημερών (με ένα εμβατήριο αραβόφωνο) και αργότερα, χάρη και σε ένα μπομπινόφωνο, κατέγραφα τυχαίες εκπομπές του ραδιοφώνου και τις συνδύαζα με δικά μου λογάκια, πλάθοντας αυτό που αργότερα αποκαλούσα «ηχομυθιστόρημα». Ακόμη κι αυτό το κατάργησα, επειδή ξέμεινα από μπομπίνες και έγραψα πάνω σε μερικές με «ηχομυθιστορήματα» LP των Χόλις, των Τρογκς και των Τζέφερσον Ερπλέην. Ήταν δουλειά του δισκάδικου, που χρέωνε μία δραχμή το τραγούδι στην δική σου μπομπίνα.

    Από το Σιέρα πάντως άκουσα νυχτερινή μουσική που δεν περίμενα καθώς και εκπομπές σε δύσβατες βαλκανικές κυρίως γλώσσες, καθώς και «φωνή της Αμερικής». Ήταν αδύνατο να δημιουργήσω το παραμικρό χωρίς ραδιόφωνο, όπως την πάτησα και με την τηλεόραση που, από την ασπρόμαυρη περίοδό της, με συντρόφευε, μονίμως ανοιχτή και ψιχαλίζουσα, επί δεκάδες χρόνια. Συνήθως άκουγα διαβάζοντας, μελετώντας ή γράφοντας. Ήταν ένα παράλληλο κανάλι που ποτέ δεν με εμπόδισε. Αυτό οδήγησε στην άκρα υπερβολή, ακούγοντας φερ’ ειπείν, ένα τραγούδι που δεν έπιανα εξ αρχής τους στίχους, αλλά με γοήτευε, να φτάνω να επινοώ άλλους στίχους, που φρόντιζα να διατηρώ σε τεφτεράκι, μη μου ξεφύγουν.

    Ακόμη και σήμερα, θυμάμαι ξεκάρφωτες μελωδίες, που δεν καταφέρνω να εντοπίσω στις μηχανές αναζήτησης: το χορωδιακό «Λίμα», το ταγκο «Υπέροχα» όπως ακριβώς προανήγγελε η εκφωνήτρια, ένα γιαπωνέζικο που άρχιζε «γιαμι γιαμι οταμιμάμι» και ο στίχος κατέληγε σε κάτι σαν «σαλαγιού» και πάντως δεν το έψελνε η Τίμι Γιούρο. Έπρεπε να ενσκήψει ο βαθύζωνος Πέρι Κόμο, η αγροίκα φωνή της Σοφία Λώρεν που τραγοδούσε ένα μάμπο, το Τζάμπορι του Μάνου Χατζιδάκι για μια συνάντηση στον Μαραθώνα («από την άκρη της Γης ξεκινήσαμε, σα μαγεμένα της άνοιξης πουλιά…») ή το χαμόγελο του Μίκυ Χαργκιτέη, συνοδεύοντας το «Συνέβη στην Αθήνα» για να αποθηκεύσω εν μέρει την μουσική μου παιδικότητα. Άσε που όλα υπήρξαν και βιώθηκαν επειδή η μόνη μουσική που θεωρούσα αντιπαθή, ήταν ζωντανή, από φαντάρους που ταξίδευαν από το στρατόπεδό τους προς την υποστολή της Σημαίας και στον δρόμο βροντοφώναζαν είτε το άσμα του φαντάρου που ζητούσε από την κοπέλα του να τον αγαπήσει «γιατί τον φαντάρο θα χάσεις και θα μείνεις με τρία παιδιά», κι εκείνο το εμβατήριο που κατέληγε στην ιαχή «έξω Βουργαριά! Ουστ!» στα χρόνια του Κυπριακού, ανκαι είκοσι χρόνια αργότερα χαιρόμασταν που ο Ζίφκοφ στάθηκε στο πλευρό μας τον καιρό της Επιστράτευσης, στο άλλο, το καταματωμένο Κυπριακό.

    Μετά άνθισε το ροκ και έκτοτε όποτε τραγουδώ, η φωνή μου είναι γεροντικώς ραγισμένη.

  • Τουριστική απορία

    Θεέ μου, πόσους κουβάδες πορτοκαλί πρέπει να ρίξεις στην χώρα, για να απολυθούν οι Θεοχάρης και πεντέξη αρωγοί του;

  • Καρανενικήκαμεν

    Χρήση ηρωίνης και κοκαΐνης «με αριστερό πρόσημο». Στο σπίτι, όλοι καλά;

  • Φως στο τριαδικό σύστημα της χώρας

    Επτά ημέρες πασχίζω να συνθέσω ένα άρθρο για την μουσική του μεταπολέμου και οι προσπάθειές μου είναι σαν των Τεύκρων που είχαν χειρότερη μοίρα κι από των Τρώων. Διότι το «νυν και αεί» αυτής της χώρας με ξαφνιάζει ωσάν στίχος — καλαμπούρι του Νίκου Γκάτσου, ή για να το εκφράσω αδρά, ωσάν σύναξις νέων συνασπιστών που, κατά δήλωσιν του κυρίου Καρανίκα, δοκίμαζαν ηρωίνη και κόκα «για να ξέρουμε τι είναι αυτό που περιγράφουν οι επιστήμονες ως κακό και βλαπτικό για την ανθρώπινη υγεία». Και αυτά, υπό την πεφωτισμένη ηγεσία της κυρίας Μαρίας Δαμανάκη. Βλέπετε το να εξερευνήσεις την υπόθεση μέσω των απόψεων του Τίμοθυ Λήρυ δεν είχε αυθεντικότητα. Ο κύριος Καρανίκας εξομολογείται επίσης εγκαίρως πως ήτο ο ανιχνευτής των ικανοτήτων του Αλέξη Τσίπρα, επομένως εγκαίρως κατάλαβα πως δεν είναι κατάλληλος ο χρόνος για μουσικαίς. Και ανεδύθη, ως εν εσόπτρω, το τριαδικόν σύστημα της χώρας που ευθύς παρουσιάζω.

    Αστυπάλαια

    Ώσπου η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη εκραγεί και απαιτήσει από τον ευρηματικό αδελφό της να της αδειάζει την γωνία της πρωθυπουργίας, όπως το έπραξε επιτυχώς ο Νετανιάχου, άλλου θρησκεύματος ηγέτης, ο οραματικός αυτός παιδάντς που μοίρασε τον χρόνο του σε βιώσιμα, φαγώσιμα και αναλώσιμα ευκολοχώνευτα ευρήματα, έρριξε έναν απρόσμενον φούσκο στις ζωές των Ελλήνων, με το «σχέδιο Αστυπάλαια», τουτέστιν την ενεργειακή μεταμόρφωση της νήσου Αστυπάλαιας, ενός «έξυπνου και πράσινου νησιού» που κάποιος, αδάμαστης λογοτεχνικότητας αζάπης χαρακτήρισε «πεταλούδα του Αιγαίου». Απαξιώ να μελετήσω το πρόγραμμα ανάπτυξης της νήσου. Αρκεί να παραθέσω την τελευταία πρόταση των πολλών υμνητών του σχεδίου: το πρόγραμμα «Αστυπάλαια» θα ολοκληρωθεί το 2026. Καταλάβατε, φαντάζομαι: εκλογές έρχονται.

    Δέκα χιλιάδες βέργες

    Δεν αναφέρομαι στο έργο του Απολιναίρ, αλλά στα στατιστικά βεργία και ραβδία προσφάτων δημοσκοπήσεων. 31% των τραντελλήνων, είναι βέβαιοι πως ψεκαζόμεθα απηνώς και δεν θα εμβολιαστούν επειδή είναι οι μόνοι έξυπνοι εναπομείναντες Λέλεγες, ενώ καποιοι «ειδικοί» μαχμουρλήδες, δηλώνουν πως αυτή η κυβερνησάρα έχει το ιδίωμα να αυγαταίνει την επιρροή της πάνω στη διετία, αυτή μόνη στα τελευταία χρόνια. Σε κάτι τέτοια ευρήματα δεν χρειάζεται εγκεφαλική δαπάνη και ξόδι, αλλά να παρατηρείτε το βλέμμα του Παπαχελά, που συνήθως κάνει εκτίμηση αποτελεσμάτων. Ο άρχων των ριάλιτι, ο Σκάης, το ανακοίνωσε, αλλά εις μάτην. Δεν χωράνε δύο δεξιοδεξιές ηγεσίες στη χώρα καθώς τανύν και προσώρας, εξουσιάζει ο κύριος Μαρινάκης και η αφανής, σιδηρά, εν μέρει φιλάνθρωπος, κυριαρχία του Μαρινάκης σωπαίνει, εκλογές στον ορίζοντα, που λέει ο λόγος.

    Ο Ντάφης αποχώρησε

    Καθώς το survivor παραμένει η βασιλίς των στημένων εκπομπών ο Τριαντάφυλλος ή Θερσίτης ή Μαργίτης, ίνδαλμα και ιδανικό παντός καρπαζοεισπράκτορα, φεύγει εύχαρις με 143 χιλιάδες ευρώ είσπραξη στα ευρωτιώντα θυλάκια του, ώστε οι λαοί να μεταφέρουν το ειδύλλιο Καπουλέτου Σάκη-Μοντεγίδος Μαριαλένας από την Βερόνα στα αττικά καρτιέ όπου οι σφαίρες πέφτουν σαν το χαλάζι και ο  εμπνευσμένος Χρυσοχοΐδης αναστενάζει. Διότι αν δεν υπάρξει αρρεβώνας, εκλογές δεν έχει.

    Και τώρα συμπαθάτε με. Έχει γενέθλια η κόρη μου και η ξενητειά τον καημό της.