Blog

  • Εμείς και οι Άλλοι

    Όσο προχωράμε στο παρακάτω γινόμαστε φτωχότεροι. Λιγοστεύουν τα χρήματα, λιγοστεύει η όρεξη να υιοθετήσουμε θεωρίες σοφών, λιγοστεύουν οι ήρωες, λιγοστεύουν γενικά οι άνθρωποι. Έσβησε εκείνος ο γείτονας που δεν του είχα μιλήσει ποτέ, αλλά έκανε παρέα στα μάτια μου κάθε πρωί. Πήγαινε πέρα-δώθε στο μπαλκόνι με μια άσπρη φανέλα, λες κι ήταν απλωμένος σε μπουγάδα. Τώρα βλέπω δυο-τρεις γλάστρες με ξερά κλωνάρια, κι ένα πλαστικό τραπέζι με κακοστρωμένο μουσαμά. Άλλος τη βιώνει τη φτώχεια με στυλ και περηφάνεια, κρύβοντας πίσω από χρωματιστά χαμόγελα αυτό που περνάει, άλλος φωνάζει βοήθεια όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, κατηγορώντας τους άλλους και την τύχη του, κι άλλος σηκώνει τα χέρια ψηλά, παραδομένος και ηττημένος, ζώντας μέσα στο τούνελ σαν ανθρακωρύχος που έχει εγκλωβιστεί μετά από έκρηξη.

    Φτωχότεροι, χωρίς γονείς. Όχι, δεν μας λείπουν ούτε οι συμβουλές, ούτε το μάλωμα. Είναι εκείνη η θέση στο τραπέζι που όποιος και να καθίσει, εσύ θα τη βλέπεις πάντα αδειανή. Φτωχότεροι και από φίλους. Όχι, οι 2.500 φόλοερς δεν είναι φίλοι. Γίναμε πάλι εμείς και οι άλλοι. Εμείς φυλακισμένοι στο σπίτι προσπαθώντας να πετύχουμε χρυσή κρούστα στον μπακαλιάρο και να βρούμε έξυπνα κόλπα να φύγει η μυρωδιά του σκόρδου από την ανάσα μας. Οι άλλοι έξω, με ορεκτικό, κυρίως και επιδόρπιο, με αυτιά βουλωμένα που δεν ακούν τίποτα άλλο από το “κάπνισμα” του σολωμού. Εμείς στο σπίτι, κρυβόμαστε από τις εισπρακτικές γιατί έχουμε μεγάλο φέσι, οι άλλοι έξω με μικρό φέσι-τσαντάκι που χωράει τον προϋπολογισμό του έτους.

    Κυματιστή η σημαία σε μπλούζες, κασκέτα, πετσέτες θαλάσσης, αερογράφος σε πόρτες φορτηγών. Η δική μας σημαία είναι στην ταράτσα, την έχει κάνει κουρέλι ο αέρας, καταδικασμένη να γλείφει για πάντα τσιμέντα και κάγκελα, και να φιλάει σταυρό. Η δική σας σημαία είναι μπλε και άσπρα λουλούδια μέσα σε πράσινο λιβάδι. Αύριο θα έχει ξεραθεί και θα την μαζέψουν οι υπάλληλοι του Δήμου, για να πάρει τη θέση της μια υπέρλαμπρη φάτνη.

  • 1821

    Η εικοστή πέμπτη Μαρτίου, εορτάζεται συμβατικά ως ανοιξιάτικη ευδία και την θεωρώ συμβολικό φαινόμενο, καθώς η χώρα που γεννήθηκα αυξάνονταν ή μίκραινε ανεξάρτητα από αυτήν. Αν μου επιτρέπεται μια ανεκτή παραδοχή, η ελληνική επανάσταση ξεκίνησε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη εκείνον τον Φεβρουάριο και εάν οι σχέσεις με την Ρωσία δεν είχαν την τεθλασμένη εικόνα ενός καρδιογραφήματος, όλα τα στοιχεία του Σηκωμού θα ήσαν διαφορετικά.

    Ακόμη και οι πρόδρομοι του Αγώνα, δύσκολα περιλαμβάνουν τους εξακουστούς αρματολούς και κλέφτες, ήτοι την μαγιά τω Ρωμιών και άλλων μελετιών που δεν εφόρουν παρά σπανίως ή ποτέ μακρούς ντουλαμάδες ή ποδήρη εμφάνιση. Μήτε θα θεωρούσα τον Βελεστινλή, τον Βλαχάβα, τον Κατσαντώνη, τους κοτζαμπάσηδες και τους εμπόρους ή καπεταναίους των ορέων και των νησιώνε, ανήκοντες σε διαφορετικά κεφάλαια της Ιστορίας. Ισοτίμως συνέβαλαν σε αυτήν την πελώρια μεταστροφή χαρακτήρων και συγκυριών, η θέρμη εκ των εγέρσεων Αμερικής και Γαλλίας, ο ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας, διδάσκαλοι ποικίλων ζητημάτων, έστω αντίμαχοι αλλά υπό το φως του Διαφωτισμού.

    Βλέπετε, η μετέπειτα Ελλάς είχε και κατείχε την τεχνογνωσία ειδικών προϊοντων, αδελφότητες μεταποιητών και διακινητών, Αμπελάκια, Μαντεμοχώρια, χρυσικούς, καραβοκυραίους και ευνοημένους του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, διομολογητές, συντονιστές καραβανιών, ελέγχους οδών προς Βιέννη και μαυροθαλασσίτικα λιμάνια, αποδήμους και των σαράντα σημείων του ορίζοντος, πολλούς δασκάλους, μεταφραστές και μέλισσες τους χαρακτήρος του Κούμα, του Ψαλλίδα και παράλληλους ξεγελασμένους όπως τον Αλή Πασεία και τον Πασβαντόγλου. Επίσης διαχειριστές πανηγυριών, μα και χιλιάδες νεκρούς τιμωρημένους, συχνά ομήρους.

    Η παλιά Ελλάδα είχε αποξενωθεί από τα τελευταία βενετσιάνικα μετερίζια, αρχές του 18ου αιώνα και κολλητά στο σώμα της, η Αγγλοκρατία οργάνωνε τα καπάκια της με τους Αρμοστές και τους Προτήκτωρες. Τα μαντέμια της Χαλκιδικής, ο Μπελον τα σύγκρινε με την λεκάνη του Ρουρ, ενώ των Εβραίων η καταφυγή σε Σαλονίκη, Γιάννενα και αλλού, οργάνωνε τις Ιερουσαλήμ του άλλου καιρού. Οι Αρβανιτάδες και ο «βλάχος πολύς όμιλος» από τα χρόνια του Κατακουζηνού έστρωναν καπάκια και συνέργειες από την Κρόια, έως  τους βράχους στην Εύβοια.

    Η έκλειψη της Βενετίας απο την Πελοπόννησο και η αναγκαστική συνύπαρξη των Γασμούλων με τον ιδιότυπο «ραγιαδισμό» του Μοριά που άφηνε εντούτοις πολλές πηγές μανιάτικης αυτονομίας να βλαστήσουν, μείωσε την συμφορά των Ορλωφικών χάριν και της επτανησιακής ανακούφισης που διέθεταν ταλαιπωρημένοι οπλαρχηγοί, εντασσόμενοι σε ξένες σημαίες.

    Η Επανάσταση έγινε δυνατή επειδή υπήρχαν δίκτυα, αποτελεσματικά στις μάχαις μπουλούκια, ικανοί στρατηγεύοντες παραπάνω απο τους γκρινιάρηδες και μορφές που ενέπνεαν εμπιστοσύνη.

    Όση προσπάθεια καταβλήθηκε προκειμένου να υπάρξει ιστορική μνήμη, άλλη τόση δαπανήθηκε για να στηθεί ένα σκιάχτρο παραγνώρισής της. Τελικά, ο Χρόνος δεν είναι κριτής, αλλά ένας γκρινιάρης συνταξιούχος που διαμαρτύρεται σε θέατρο πως δεν έχει «καλές» θέσεις.

  • Ο φιλόζωος πρίγκηψ

    Την περασμένη επίσκεψη στην Ελλάδα ο Κάρολος την πέρασε μεταξύ Καμήλας και Περιστέρας, τώρα την περνά μεταξύ Καμήλας και Πεσκανδρίτσας

  • Δέκα χρόνια

    Ανήκω στη γενιά που έδινε γραπτές εξετάσεις στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς αρχίζοντας από την την Πέμπτη Δημοτικού. Ό, τι έμαθα για το 21 ήταν μέσα από τα εκπαιδευτικά βιβλία και την επανάληψη της ύλης μια μέρα πριν από τη γραπτή εξέταση. Και από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα τις καλοκαιρινές διακοπές.

    Από τη σειρά των Κλασσικών αγάπησα περισσότερο αυτά από Έλληνες δημιουργούς για τη μυθολογία, την ιστορία και τους ήρωες της Επανάστασης. Κυρίως μου άρεσαν οι ζωγραφιές, κάπως απλοϊκές σε σύγκριση μ’ αυτές των μεταφρασμένων τευχών, αλλά αυτές ήταν που με γοήτευαν περισσότερο. Πιτσιρίκι κοίταζα στην εξοχή πλαγιές, βουνά και δέντρα και ταυτόχρονα έβλεπα αρμονία στην απεικόνισή τους στα τεύχη των Κλασσικών.

    Ή μήπως το αντίστροφο;

    Πήγα ενήλικας στο βιβλιοπωλείο της Ατλαντίδας στη Στοά του Βιβλίου, κι επέλεξα αγαπημένα ελληνικά Κλασσικά, τα έδωσα σε βιβλιοδετείο και μου έφτιαξαν δύο τόμους.

    Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει κάτι άλλο για το 21. Ένιωθα άνετα, δεν με βασάνιζε αυτό που ένιωθα ότι είμαι – ότι είμαστε – σε σχέση με την Επέτειο. Περισσότερο στον ελεύθερο χρόνο, μεγάλος πλέον, με απασχόλησε να διαβάζω και να μαθαίνω γι’ αυτά που μας ενώνουν – όλους μας, παντού – δίχως να το επιδιώκουμε. Τα ανθρώπινα κοινά στους ναούς από ψαμμίτη και στις πυραμίδες από ασβεστόλιθο σε ζούγκλες της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Κεντρικής Αμερικής.

    Παρόλα αυτά, οι πλαγιές, τα βουνά και τα δέντρα που με γήτεψαν μικρός μέσα από τα Κλασσικά ήταν που έσπρωξαν την απόφαση να επιστρέψω από το εξωτερικό. Η συνειδητοποίηση ότι όσο κι αν θαυμάζω και ποθώ τον κόσμο όλο, τα μικρά πράγματα που δεν προκαλούν απορία αλλά αρμονία και τα οποία αποζητούσα καθημερινά βρίσκονται εδώ, στην Ελλάδα – όπως την πρωτοείδα και μου συστήθηκε ως εικονογραφημένη πατρίδα. Εδώ ήθελα το σπίτι μου στον κόσμο.

    Συνειδητή απόφαση ή αποτέλεσμα της εγχάραξης που έλεγε ο Konrad Lorenz για τα χηνάκια;

    Ιδέα δεν έχω, ούτε με απασχολεί.

    Αυτά έχω να πω για το 1821.

    Η φωτογραφία από τη Τίρυνθα, 26 Μάρτη 2011.

  • Ο παθός μαθός ή τα στερνά γαμούν τα πρώτα

    Το έγκλημα να «διορθώνεται» με ρητίνες ο γλυπτός διάκοσμος στις πύλες γοτθικών ναών, ευτυχώς έπαυσε να εφαρμόζεται καθώς έπαψαν οι αποτρόπαιες εφαρμογές τους με καταλύτη. Οι ρητίνες επέστρεψαν στις «πλαστικές» βάρκες.

    Η lego τοιχοποιία της ολοκλήρωσης της «αναστήλωσης» του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, σχολιάστηκε άπαξ πλην ευγενώς από ανταγωνιστή καριέρας.

    Ως σπουδαστές, ακούγαμε φρίττοντες κάτι γενικότητες για παρεμβάσεις Μπαλάνου τινός και σιδηρές ράβδους στο σώμα του Παρθενώνα.

    Το «δώρο» της αναστήλωσης της στοάς του Αττάλου από τους φιλέλληνες Αμερικανούς, ήταν δώρημα μιας καμπάτικης αίσθησης άνευ λόγου προμενάδας.

    Κι απόμεινε, ως σκιάχτρο και φόβητρο, η τάση να καρφώνεται μια κολώνα πεσμένη καταής, όρθια, όπου η φωτογραφία του «αρχαίου» δεν «έδειχνε». Και ποιος επώλει τι στον Έβανς, ο Θεός και η ψυχή του.

    Ο Λαοκόων δεν σείει πλέον θεατράλε τα χέρια του, αλλά πνίγει τους όφεις χαμηλότερα.

    Τα λάθη και οι παρερμηνείες, έγιναν αυτοάνοσα αμπλακήματα. Ενώ οι σκέτες δημοσιεύσεις, όπως εκείνη η θεωρία περί μη υπάρξεως παιδιών-πυγμάχων σε μια τοιχογραφία, με τις ευφάνταστες συμπληρώσεις της, έσβησαν θαμμένες κι ανεπίγνωστες, σαν τα σκατά της γάτας.

    Και έως σήμερα, παρά τις αιτιάσεις, κουτσά-στραβά, τα μνημεία μας, όσα και οία, δεν αγγίχτηκαν από ανίδρωτους λατόμους, ανκαι οι υποθέσεις εργασίας έτρεχαν νεράκι, πράγμα νόμιμο, όσο δεν έπεφτε μυστρί και τσιμέντο.

    Βαθεία υπερηφάνεια μας κάλυπτε, ενόσω η λεγόμενη επιτροπή Ακρόπολης ενέσκηπτε με λεπτολογία και θαυμασμό, στην έρευνα πάσης περιπέτειας του μνημειακού χώρου.

    Στο βάθος του παρελθόντος βέβαια, ολίγοι ήταν σε θέση να ανιχνεύσουν γεροντική κραιπάλη και εγκεφαλικό φευγιό σε επιστήμονες που κατά κανόνα διέπρεπαν υλοποιώντας τα οράματα ικανών δασκάλων. Μόνο που όταν οι δάσκαλοι γονάτιζαν από τον θάνατο, οι μαθητές έπρεπε να στήσουν την δική τους αναπλήρωση.

    Φεύγοντας ο Δάσκαλος, ο μαθητής συχνά καταλάβαινε πως ήταν στέρφα γίδα. Και ενίοτε ξεσάλωνε με θεωρίες που είχαν θέση σε μια ανακοίνωση, αλλά δεν χωρούσε τυφλή υπακοή των υπηρεσιών, των θαυμαστών και των χορηγών στο μονοπάτι της εφαρμογής.

    Δεν ήταν η μόνη δισιπλίνα που ξεχείλωνε. Κάποιοι θα θυμούνται τον γέρο ιατροδικαστή που τον καλούσαν πονεμένες οικογένειες θανόντων κι εκείνος έκρινε πως οι θάνατοί τους ήταν καθαρές δολοφονίες. Χρόνια κράτησε αυτό το χούι.

    Χτες μόλις διάβασα πως εδώ και μήνες, χέρι στην Ακρόπολη των Αθηνών έχει βάλει εκ μεταγραφής, αρχιτέκτονας που μας ζάλισε τον έρωτα πριν χρόνια, υποστηρίζοντας με τολμηρές πλην αναπόδεικτες ακόμη θεωρίες το «μυστικό» του εν Καστά μνημείου. Που η τοπική πολιτική ηγεσία φρόντισε να προτείνει για μνημείο Ουνέσκο, αγνοώντας τι δουλειά χρειάζεται η τεκμηρίωσή του, και πως ακόμη και η Κνωσσός δεν εντάχθηκε στον ποθητό κατάλογο.

    Γενικά, δεν είναι ντροπή να γερνάς με λάθος πείσμα. Αρκεί να σε έχουν καταστήσει ουδετερόφιλο και αβλαβή. Ακόμη εντυπωσιάζομαι με την περίπτωση του ακαδημαϊκού Αντωνίου Κεραμοπούλου, της θεωρίας πως το «Βλάχος» είναι εξέλιξη του «Φελάχος» που ξεμπρόστιαζε τους αντιρρησίες, ονομάζοντάς τους «λογοτέχνες».

    Ασφαλώς και δεν επιχειρώ δίκη προθέσεων ― ως επαγγελματίας ένοχος, δεν έχω καμία δουλειά με την δικαιοσύνη. Αλλά ας μειωθούν οι υπαλληλικές νότες τέως διαλαμψάντων υπαλλήλων του Υπουργείου και φυτευτοί ομολογητές του.

    Το νέο μπρούτο καθεστώς την κυβέρνησης, που μοιάζει φοβερά με την εποχή 1958-1961, αδικεί την υπάρχουσα πόλωση και δεν έχει σχέση με «αρχές προερχόμενες από την Κουμουνδούρου». Η Κυβέρνηση και ο εξ αυτής Περονισμός δε φείδονται κεφαλαίων και συρρικνωμένων κεφαλών των αντιπάλων τους.

    Επομένως, ο Παρθενών και περιφέρεια, απέκτησε τον Σμαραγδή του. Αυτόν που απολαμβάνει τον Θεoτοκόπουλο και τον Βαρβάκη σε «διεθνείς» παραγωγές, αφού επί πολλά χρόνια, μυκτηρίζαμε τις ταινίες «φουστανέλας», κολλητά με τις «ταινίες Τζέημς Πάρις» και κάτι Γουέστερν τύπου Κιλελέρ. Και καλούς ηθοποιούς (ή μήπως όχι;) να απαγγέλουν Μαντώ Μαυρογένους και άλλους φέροντας ένα υπερύψηλο «Παπαφλέσειο» πεπέλο, γεμάτoι θυμό.

    Κι όταν η Ελληνική Πολιτεία προσέφερε μέγα μουσείο κάτω της Ακρόπολης, το να διατηρείτε την γκουμούτσα που λέγεται «μουσείο Ακροπόλεως» επί του Βράχου, πρέπει να στερήσετε τον εαυτό σας από την ασθένεια της μοναχοφαγιάς. Και πιθανόν μία οδός απέναντι, ενδεχομένως να έχει το όνομα ΕΝΟΣ και ΜΟΝΟΥ εμπνευσμένου επιστήμονα. Αλλιώς, τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα…

     

    Υστερόγραφο: Μαθαίνω πως η σημαία στην Ακρόπολη, ανήμερα της Επετείου, θα υψωθεί ενώ ο εθνικός ύμνος θα ψαλλεί από γνωστή σοπράνο. Σα να είμαι παρών στις ετοιμασίες, ήδη από τον προηγούμενο μήνα, όπου μερικοί επίσημοι θα τσιρίξουν: «τι ‘ναι τούτο! Η σημαία μας πάνω στα γαρμπίλια; Δεκγκζέρω τι λένε οι οχτροί της Πατρίδας, φτιάξε ένα παχύ, ορεκτικό δάπεδο και σε καλύπτω».

  • Εν τω μεταξύ, τα 100 από τα 200 χρόνια που μας χωρίζουν από το 1821, είναι σα να τα έχουμε ζήσει συμπυκνωμένα μέσα στον τελευταίο χρόνο.
  • Εν τω μεταξύ, τα 100 από τα 200 χρόνια που μας χωρίζουν από το 1821, είναι σα να τα έχουμε ζήσει συμπυκνωμένα μέσα στον τελευταίο χρόνο.
  • They are real nowhere men Sitting in their nowhere land

    Aπό σινεμά, γκώσαμε. Κανάλια κρατικά, ιδιωτικά, πλατφόρμες και ιουτούμπια με εκατοντάδες ταινίες, στις παλάμες διαθέτουμε μπόλικα remote controls αλλά καταναλώνουμε όποια παπάρα περίσσεψε από σινεμάδες που έκλεισαν. Ένα στα είκοσι έργα κατι λέει.

    Δίπλα στο διαθέσιμο υλικό, οι διαφημίσεις. Εδώ, είναι να τρώει η μάνα και να μη δίνει στο τομσωγιεράκι της. Στο μόνιτορ, πρωταγωνιστεί μια αρχιτεμπέλα που λιανίζει είδη γραφείου και φλερτάρει με συνάδελφο γραφείου μέσω μιας γκοφρέτας, κάτι ξεσηκωμένες ενθουσιώδεις που χορεύουν με καροτί εσθήτες (το χρώμα της μοδός) παινεύοντας ένα ψωμί κομμένο φέτες τραγουδιστά, με την λέξη «αχνίζει» (άρα προϋποθέτει αγορά τοστιέρας) τρεις μουστερήδες, τον αμερικάνο, τη οικογένεια και το Ρώσο που συγκρατούν τη λιγδερή μάκα από τους υδροσωλήνες της ύδρευσης, αλλά κανένας δημαρχαίος δεν διαμαρτύρεται, οι επαναληπτικές εμφανίσεις πράγματι κακών ηθοποιών που καταλαμβάνουν τον πολιτικό σχολιασμό, και βέβαια, η υμνωδιοθρηνωδία για το 1821, και το κλασικό πνεύμα αντιλογίας καθημερινώς που εξηγούν πόσο βρώμικα και συνωμοτικά υπήρξαν όλοι και όλα, δίχως κανένα επεισόδιο να δείχνει ανωτερότητα πνεύματος. Κανονικά έπρεπε να ξαναϋποταχτούμε στον Χουρσίτ και στον Μπραήμη αφού ο Μακρυγιάννης καβάτζωσε θέση δημοσίου υπαλλήλου…

    Οπότε, βραδιάζει και η πιθανότητα να σαλτάρεις από το μπαλκόνι, ραντίζοντας με γαίματα την απέναντι τέντα, ευτυχώς στομώνεται, διότι έτσι και νυχτώσει, έχουμε συνεχή ρηάλιτι, κατευθείαν από την νήσο του Ιφ και το νησί του Πεταλούδα, ήτοι κάτι καταδικασμένους της Αλτόνα που κινούνται σε δωμάτια έως αίθουσες και ζούγκλες, κυρίως συνωμοτούντες ακαταλήπτως άνευ λόγου.

    Πολλά ρηάλιτι, όπως ένα λεγόμενο big bro, ήτοι «αποκλειστικό Ανδρέα Μικρούτσικου» το οποίο έκλεισε με νικήτρια μια αλλοπαρμένη τσιρίζουσα και σκίζουσα καλσόν διασαλευμένη που μόλις νίκησε μετετράπη σε συμπαθή νοικοκυρούλα για προξενιό, τα είδα πεταρίζοντας το βλέφαρο. Αλλά η προσοχή μου κεντρώθηκε σε μια μπλε και μια κόκκινη ομάδα, στου διαόλου το κατάστιχο, που η βρώμα και δυσωδία των ηρώων, τελείως παρά την θέλησή τους, έσβηνε με σπάνια λουτρά αλισίβας.

    Οι παίκτες, που πάνε κι έρχονται ψαρεύοντας, μισούντες και μισούμενοι, όπου η τουρκοελληνική ηγεσία τους βάζει να μιλάνε και να πεινάνε, έχουν αρχηγό. Ο αρχηγός εδώ δεν μοιάζει με τον Κατσαντώνη. Ο ερυθρός Κοψιδάς ήταν μεντιτέιτωρ, κάνει διαλογισμό και δίδει συμβουλές, αλλά δε λέει να πάρει δέκα καρύδες να εξασκήσει τα στραβάδια στη σκοποβολή, να γίνουν ξεφτέρια. Τα ίδια και ο μπαρμπαρόσα μπλε Ιρλανδάκος Τζέημς που καταγράφει ορθώς τα στατιστικά, αλλά τον έχουν απομονώσει κάτι οπαδοί σάμπως τύπου Ανταρσύα με κάποιον Αλέξη που αυτοθεωρείται γκόμενος και έχει παραβιάσει κάθε κανόνα, αλλά νομίζει πως όλες τον θέλουν και θα τον δείτε σε τέσσερα χρόνια βουλευτή ή υπουργό πολιτισμού.

    Η αληθής φρίκη είναι πως οι παραγωγοί ποντάρουν σε μια βαβυλωνία, παραχώνουν τέως και νυν εραστές να κοιτάζονται φαρμακερά και μετά να αρπάζονται σαν κοψονούρες ανακόντες.

    Οι κανόνες αυτών των τελετών είναι άπαντες άδικοι, κι έχουν στόχο να διαλυθούν οι θεατές σε αβράκωτους, ροβεσπιερικούς, φαλμεράυερ και οπαδούς του Ζίγδη. Έχει τόσες τρύπες το game ώστε χωράει ολάκερος με την ρητορική του, ένας καημενοκαημένος που δις τονε ψήφισαν με 80% να φύγει, να πάει αλλού, αλλά ο Ατζούν το φρόντισε: άσχετο αν δεν τον θέλουν, θα αποφασίσει ο Λαός του Καναπέ και μόνον αυτός. Και ο Τριαντάφυλλος Γιαχού, όπως διατηρήθηκε καμπόσο η κυρία Ανθή, θα ψηφίζεται από τον λαό. Οι υπόλοιποι «ήρωες» ένα αρχαίο ερωτοδικείο, ένας ωραιοπαθής τύπου «σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα» και τρεις νομά σ’ ένα δωμά που τώρα θα τον ξηλώ- κι ας παίρνουν πό-(ντους) περιορίζουν το ενδιαφέρον στο πόσα διαστρέμματα θα αντέξουν.

    Ευτυχώς, είδα και ξαναείδα πεντέξη ταινιάρες, διότι τους «ειδικούς» κι αυτούς που «διαφωτίζουν το κοινό» μήτε να τους δώ στα μάτια μου.

  • Όταν λήξει με το καλό η πανδημία και βγούνε όλοι έξω, ίσως αρκετοί απ’ όσους κατοικούν Αθήνα ανακαλύψουν ότι συνεχίζουν να ζουν σαν φυλακισμένα ποντίκια.

    Κάντε μια σκέψη για την αποκέντρωση. Η επαρχία χρειάζεται νέο αίμα κι εσείς χρειάζεστε την φύση. Γιατί να ζούμε όλοι δύσκολα;
  • Όταν λήξει με το καλό η πανδημία και βγούνε όλοι έξω, ίσως αρκετοί απ’ όσους κατοικούν Αθήνα ανακαλύψουν ότι συνεχίζουν να ζουν σαν φυλακισμένα ποντίκια.

    Κάντε μια σκέψη για την αποκέντρωση. Η επαρχία χρειάζεται νέο αίμα κι εσείς χρειάζεστε την φύση. Γιατί να ζούμε όλοι δύσκολα;