Blog

  • Oι δρόμοι έχουν τη δική τους ιστορία

    To ακροατήριο που άκουσε τον ακαδημαϊκό Μανόλη Κορρέ στην ενημέρωσή του για το μέλλον του σχεδιασμού της Ακρόπολης των Αθηνών, το ήξερα καλά. Για δέκα χρόνια, την εποχή της αβρής θύμησης, υπήρξα ομιλητής των σεμιναρίων που οργάνωνε ο Χαράλαμπος Μπούρας, και επί πέντε χρόνια ανέπτυσσα θέματα στο συνέδριο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας. Αλλά αυτά συνέβησαν, ενίοτε επικαλυπτόμενα, μεταξύ 1975 και 1985.

    Έκτοτε κύλησε πολύς καιρός, όπου η επίνοια του Μανόλη, κυριάρχησε στο αναστηλωτικό έργο του δημοφιλούς και διαχρονικού Ελληνικού μνημείου. Ωστόσο, η διάστρωση ενός δικτύου εξωτερικών δαπέδων στον Βράχο, που για πολλούς ομοιάζει με συμπαγή στρώση κρέμας μπεσαμέλ άνωθεν βραχώδους υποστρώματος, ξένισε αρκετούς θεατές του, ιδίως συνδυαζόμενο με έναν χορηγικό ανελκυστήρα μορφής εντόμου μάντιδος ή φασματόπτερου εντόμου που μιμείται κλαράκι. Ακούστηκαν επίσης έπαινοι και αρές εναντίον του βασικού υλικού διάστρωσης, όχι μόνον στα ευρύστερνα μονοπάτια, αλλά και στην επαπειλούμενη ενίσχυση στερεοποιημένου χώματος που θα δέχονταν έναν στερεωτικό παράγοντα στην σάρκα  του προσόμοιον με ένεμα καταλύτη. Υπήρξαν άραγε αντιρρήσεις «δίκαιες» στην παρέμβαση αυτή, ή συμπαρασύρθηκε η διαφωνία, δίκην του τελευταίου πλάνου του Underground του Κουστουρίτα, στο δάσος ευλόγων ή παράλογων διαφωνιών;

    Αναμφίβολα. Υπέδειξα, δίχως απαίτηση ομοφωνίας ή έστω συμφωνίας, πως το τεράστιο έργο του Μανόλη Κορρέ στην Ακρόπολη επί σχεδόν μισόν αιώνα, είναι διαχρονικά κατοχυρωμένο και χωρίς αμφισβήτηση, προορισμένο να έχει το όνομά του ανάμεσα στους μεγάλους ανακαινιστές και εμπνευσμένους αρχιτέκτονες του μνημείου. Το ότι η κεκτημένη ταχύτητα των επιτευγμάτων του, ενδεχομένως να περιείχε ανεπιθύμητη και για τον ίδιον δόση γεροντισμού, μήτε παράλογη είναι μήτε πρωτοφανής. Το κύριο χαρακτηριστικό των τελευταίων του απόψεων, είναι πως υπάρχει ένας διαφαινόμενος μανιχαϊσμός στην στρατηγική του: αντιμετωπίζει μόνον δύο λύσεις μπροστά του στην διάστρωση προσβάσεων της Ακρόπολης και καταλήγει πως η πολυδάπανη και χρονοβόρα τεχνική τον οδηγεί, άκοντα, σε αναγκαστική λύση. Όπως λέει ο ίδιος «Ο ιδανικός για εμένα τρόπος είναι η ανάπλαση επιφάνειας από παρόμοιο βράχο, αλλά αυτό κοστίζει πάρα πολύ και είναι πολύ δύσκολο. Αν ήμουν νέος ίσως το δοκίμαζα, αλλά ξέρω πόσο δύσκολα είναι να περνάμε από τη θεωρία στην πράξη. Κινηθήκαμε ρεαλιστικά με ένα υλικό που είναι στενός συγγενής του φυσικού βράχου. Το σκυρόδεμα είναι κοντά στη φύση».

    Η φράση αυτή του Μανόλη Κορρέ περιέχει ευδιάκριτη προσωπική θέληση ενός «εγώ», σε ένα κείμενο όπου οι πολλαπλές αναγνώσεις της αναστηλωτικής Μεγάλης Ιδέας, συγκρούονται με τα ελάχιστα περιθώρια που αφήνονται στην Διοίκηση του Πολιτισμού είτε να δεχθεί την «γραμμή Κορρέ» ή να επιχειρήσει κάποια δημόσια ζύμωση, απέλπιδα, αλλά πιο προσγειωμένη. Όπως ο στρατηλάτης Μακάρθουρ, που για να «καθαρίσει το άγος της Κορέας» εισηγήθηκε να ρίξει την Βόμβα επί των κεφαλών της (μία είναι η Βόμβα!) αλλά ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ απλώς ζήτησε την παραίτησή του, πράξη που εντέλει συνέβη, αφήνοντας σπάνια παρακαταθήκη στην προθανάτια ομιλία του για την προσωπική του εξέλιξη: ανέφερε το κλασικό πως οι απόμαχοι στρατιώτες «ξεθωριάζουν» (fade away).

    O Kορρές μίλησε για έναν «ιδανικό, κατ΄αυτόν, τρόπο» που ήταν η «ανάπλαση επιφάνειας από παρόμοιο βράχο» που αμέσως απέρριψε (α) ως κοστοβόρο, (β) ως πολύ δύσκολο και (γ) δεν το αποπειράται επειδή δεν είναι πια νέος. Σα να λέμε πως ο Χαράλαμπος Μπούρας, λόγω ηλικίας, έπρεπε να εγκαταλείψει και να εγκαταλειφθεί στις αναμνήσεις του άμα τη συντάξει.

    Αντ΄αυτών, ο Κορρές σφίγγει τα δόντια και κινείται ρεαλιστικά, επιλέγοντας μια μέθοδο της οποίας θα επιζήσει: το σκυρόδεμα. Ήτοι, ένα υλικό που είναι στενός συγγενής του φυσικού βράχου. Το σκυρόδεμα είναι κοντά στη φύση.

    Το σκυρόδεμα, μήτε καν μια βάση τσιμέντου ή άλλης πουζολάνης, ήτοι μιας κονίας που γνώριζαν έκπαλαι οι αρχαίοι, και χάρη σε αυτήν, καλύτερα στην ελαφρόπετρα και στην παιπάλη εκ του Βεζουβίου, εξάγεται ο ανεκτίμητος πολιτιστικός θησαυρός της Πομπηίας, αμή και η πολύτιμη θηραϊκή γη που προτιμάται από το Πόρτλανδ και άλλα κονιάματα. Στην αγορά υπάρχουν κουρασάνια, αμή και καλντερίμια. Απάδουν φυσικά στο ύφος του Ιερού Βράχου.

    Πόσο κοντά στη Φύση είναι το σκυρόδεμα; Επιλέγω δύο κείμενα, εκ περιοδείας στη φυλή των μηχανικών, που «μπετατζήδες» αποκαλεί η λαϊκή μούσα, ένα από την τρέχουσα πιάτσα, σε πολυτεχνειακή διάλεκτο και ένα, εμβριθέστερο, από προφανώς αντιπρόσωπο χρησίμων προσθετικών σε σκυρόδεμα:

    Το σκυρόδεμα αποτελείται από το χαλίκι, την άμμο, το τσιμέντο, και κατά την παρασκευή του, και το νερό. Το χαλίκι πρέπει να είναι τριγωνικό, για να πλησιάζει το ένα το άλλο όσο πιο κοντά γίνεται. Η άμμος πρέπει να καταλαμβάνει τα κενά και μόνο αυτά που αφήνει το χαλίκι, και να είναι χονδρόκοκκη και άσπρου χρώματος, γιατί η άσπρη άμμος δεν περιέχει χώμα, και έτσι είναι πιο ισχυρή. Το νερό είναι το μέσον της χημικής αντίδρασης σκλήρυνσης του τσιμέντου. Όπως όταν κάνουμε μία συγκόλληση, πρέπει να βάζουμε λίγη κόλλα και μεγάλη πίεση για να πετύχουμε ισχυρή συγκόλληση, το ίδιο πρέπει να επιδιώκουμε και στο μπετό.[…]

    Ο δε αντιπρόσωπος προσθετικών, είναι πιο αμείλικτος:

    […] Η ποιότητα του τσιμεντοπολτού ορίζει και την ποιότητα του μπετόν. Όταν βάζουμε πολύ νερό στο μείγμα του μπετόν, το μείγμα είναι λογικό να γίνεται πιο ευκατέργαστο.
    Αυτό όμως έχει και το τίμημά του που μάλιστα είναι πολύ σοβαρό. Όταν το περίσσιο νερό – αυτό δηλαδή που δεν συμμετέχει στις χημικές αντιδράσεις – εξατμίζεται αφήνει πίσω του πόρους αέρα που αδυνατίζουν το μπετόν.
    Το ζητούμενο λοιπόν είναι να μπαίνουν στο μείγμα οι ελάχιστες δυνατές ποσότητες νερού που να εγγυώνται όμως τη σωστή κατεργασία και τοποθέτηση του.
    Το μπετόν στην αρχή είναι σε κατάσταση πλαστική, εύκολα κατεργάσιμο. Όσο περνάει η ώρα και προχωρά η ενυδάτωση αρχίζει και γίνεται άκαμπτο και στο τέλος γίνεται ένα σκληρό λίθωμα, δηλαδή μια τεχνητή πέτρα.


    Η άλλη οδός

    Τότε έστρεψα την αναζήτησή μου σε μια σύγχρονη εφαρμογή, εννοώ του εικοστού αιώνα, όπου πραγματοποιήθηκε μέγα οδικό έργο δεδομένης φήμης, που κυκλώνει το μνημείο, είναι πεζόδρομος που αντέχει και τροχοφόρα και για την απόλυτα θεμιτή μορφή του εκδαπάνησε τον βίο ο πολύς Δημήτρης Πικιώνης, ο αφοσιωμένος στο έργο του δημιουργός, ο πολύτεκνος και πολυτάλαντος αρχιτέκτων.

    Εκτιμώ ότι ένας πανελλήνιος ή διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, υπό την εποπτεύουσα κρίση του Μανόλη Κορρέ, διαγωνισμός υλικών και τρόπου συναρμογής, με όλα τα συνοδά εμπόδια, θα προσέφερε στο Άστυ και στον Πάγο, μια παραλλαγή της «λύσης Πικιώνη», σεβόμενος την ευμενή συνέχεια μιας μακράς παράδοσης και ευδιάκριτα αναδεικνύων των ικανότητα και τις αναμενόμενες λαμπρές ιδέες των Ελλήνων Αρχιτεκτόνων, νέων και μη, που θα είχαν και άλλες ειδικότητες να συνεργαστούν.

  • Μπλε

    Το ΝΑΤΟ εκτείνεται σε Ρουμανία και Βουλγαρία. Αμφότερες οι χώρες έχουν μοναδικό πλεονέκτημα το μερίδιό τους στην δήθεν Ρωσοτουρκική Μαύρη θάλασσα. Αντί να χαλιούνται με τους ιδιοκτήτες του καπαλή Τσαρσί που παζαρεύει και τα μανικετόκουμπα των αποθαμένων, η Αμέρικα, εάν εννοεί πως θα «σταθεί» στην Ουκρανία (ζήτημα για το οποίο αμφιβάλω) δεν έχει παρά στην εκβολή του Δούναβη να ιδρύσει μέγα νεώριον όπου θα χτίσει φρεγάτες, υποβρύχια, τορπίλες και άλλα εξαγώγιμα made in Black Sea. Το λιμάνι αυτό θα μπορεί να υποδέχεται και μέρη του πολεμικού πλοίου από όλες τις περιοχές του πλωτού Δουνάβεως. Κι ένα αεροδρόμιο κοντά, λύνει την έδρα της επιθετικής αεροπορίας. Mήτε συνθήκη του Μοντραί, μήτε καν μια ματιά στην κόκκινη Μηλιά. Αλλά δεν θα γενεί. Θα βλέπουμε μια παραμορφωμένη εκπομπή μιας μπασταρδεμένης ταινίας. Το όνειρο της Γερμανίας-Μουχρίτσας που ποθεί να γίνει εσωτερική χώρα του ΝΑΤΟ, δεν θα γενεί ποτέ. Η Τουρκία θα φτιαχτεί ως ένα ισλαμοσυμπαθούν κράτος, όσο η Σαουδία και τα πέριξ της Κασπίας Κρατίδια. Λίγοι κατάλαβαν πως η Γαλάζια πατρίδα είναι γαλάζια επειδή θα βρεθεί στον πολιτικό βυθό της Μεσογείου. Όπου όλα φαίνονται μπλε, ακόμη και οι ημισέληνοι.

  • Παιδί, πιάσε ένα «1984»

    Στις αρχές του χρόνου, ο Βάσσος Γεώργας ανέβασε ένα κολλάζ με εξώφυλλα ελληνικών εκδόσεων του μυθιστορήματος «Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα» του Τζορτζ Όργουελ. Τα εξώφυλλα ήταν επτά, καθώς το 2021 εξέπνευσαν τα πνευματικά δικαιώματα του έργου και μπορούσε πλέον ο καθένας να το μεταφράσει και να το εκδώσει ελεύθερα, ενώ προηγουμένως τα αποκλειστικά δικαιώματα του έργου για την ελληνική γλώσσα τα είχαν οι εκδόσεις «Κάκτος».

    Ζήτησα από τον φίλο και συνεργάτη Αλέξανδρο Ζωγραφάκη, ως ειδικότερον εμού, να κάνει μια αποτίμηση των μεταφράσεων και των εκδόσεων του έργου στα ελληνικά, κι εγώ άρχισα να συλλέγω τις εικόνες των εξωφύλλων για να συμπληρώσω το κολλάζ. Σύντομα μας έπιασαν τα γέλια, γιατί κάθε φορά που η αποτίμηση πλησίαζε να ολοκληρωθεί, εμφανιζόταν άλλη μία έκδοση στα βιβλιοπωλεία, και το κείμενο έπρεπε να τροποποιηθεί.

    Οι εκδόσεις που προμηθευτήκαμε μέχρι στιγμής είναι ένδεκα, ενώ έχουν αναγγελθεί άλλες δύο ― ασφαλώς μας έχουν διαφύγει κάποιες και θα υπάρξουν και άλλες. Όμως η Σισύφεια αυτή προσπάθεια πρέπει κάποτε να λάβει τέλος, και το κείμενο να εμφανιστεί στις οθόνες σας. Οι εικόνες των εξωφύλλων που συνέλεξα όμως, μου δημιούργησαν κάποιες απορίες όπως, ποιος ήταν ακριβώς ο τίτλος του πρωτοτύπου; και πώς χειρίστηκαν το εξώφυλλο οι ξένοι συνάδελφοι;

    Εικόνα του εξωφύλλου της πρώτης έκδοσης, μέσα στο σελοφάν του παλαιοπώλη

     

    H έρευνα έδειξε ότι η πρώτη έκδοση του 1949 είχε ως τίτλο το «Nineteen eighty-four» ολογράφως στο εξώφυλλο (το αριθμητικό «1984» υπάρχει στο φόντο), κι έτσι ολογράφως τον συναντώ στη σελίδα τίτλου. Δεν κατάφερα να διαπιστώσω πότε το ολογράφως έγινε αριθμητικώς ως τίτλος, κι έτσι έχουμε το «1984» ως την πιο διαδεδομένη μορφή τίτλου για τα εξώφυλλα. (Σημειώστε ότι στην αρχική έκδοση, ο τίτλος είναι ολογράφως και στη ράχη του βιβλίου, όπου το απλό αριθμητικό θα χώραγε πιο άνετα.)

    Η σύγκριση του εξωφύλλου του 1949 (αριστερά) με τη σημερινή (δεξιά) είναι ενδεικτική της περιπέτειας ενός βιβλίου που ξεκινάει ως άγνωστο, όπως όλα τα βιβλία, και καταλήγει ως ένα από τα πιο γνωστά, πολυδιαβασμένα και πολυμεταφρασμένα έργα του εικοστού αιώνα. Νομίζω ότι θα χαμογελάσετε και αν δείτε την αμερικανική έκδοση του 1954 που μεταχειρίζεται το βιβλίο ως pulp fiction.

         

     

    Η περιπέτεια του εξωφύλλου διεθνώς αξίζει ξεχωριστή μελέτη και άρθρο, ελπίζω κάποτε να το διαβάσω. Αυτό είναι ένα μερικό δείγμα από τις αγγλικές εκδόσεις «Penguin»:

                       

     

    Ειδική μνεία αξίζει σε μια επετειακή έκδοση όπου ο συγγραφέας και ο τίτλος εμφανίζονται ως λογοκριμένοι, κλείνοντας το μάτι στον υποψιασμένο βιβλιόφιλο. Η «λογοκρισία» είναι πραγματική: έχουν τυπωθεί κανονικά τα γράμματα του εξωφύλλου, και πάνω τους έχει τυπωθεί μαύρη μπάρα με πιο αραιό μαύρο μελάνι, που φεύγει με τη χρήση και τον καιρό.

     

     

    Αλλά ας δούμε τα καθ’ ημάς εξώφυλλα. Σκεφθείτε ότι είναι πιθανόν να βρεθείτε σε ένα βιβλιοπωλείο που θα έχει ένα ράφι αφιερωμένο στις διάφορες εκδόσεις του «Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα» στα ελληνικά, και θα πρέπει τα εξώφυλλα να σας βοηθήσουν να επιλέξετε ποιο θα αγοράσετε…

     

    Ο πρώην δικαιούχος «Κάκτος», εκτός από την προηγούμενη έκδοση, κυκλοφόρησε τώρα και μία «Συλλεκτική Επετειακή Έκδοση» με ίδιο περιεχόμενο, άλλο εξώφυλλο και άλλη τιμή. (Σημειώστε ότι ο υπότιτλος «Ο Μεγάλος Αδελφός» δεν υπάρχει σε καμία άλλη έκδοση, ελληνική ή αγγλική.)

    Εφάμιλλα των καλλιτέρων ευρωπαϊκών, έτσι; Συνήθως περιλαμβάνεται κι ένα μάτι, ενώ παντού κυριαρχεί το αριθμητικό «1984» αντί για το ολογράφως. Τιμητική εξαίρεση αποτελεί το εξώφυλλο της «Εστίας» (που αναγγέλθηκε μόλις χθες στο διαδίκτυο), για να επιβεβαιώσει το αρχαίο ρητό που λέει «ο παλιός είναι αλλοιώς».

    Στα «Προσεχώς» του έργου πρέπει να μνημονεύσουμε και την έκδοση που έχει αναγγελθεί από τις εκδόσεις «Ιωλκός», το εξώφυλλο της οποίας ακολουθεί την πεπατημένη ως προς τον τίτλο και το μάτι, αλλά όπως οι εκδόσεις «Γράμματα» και «Public» αναγράφει το όνομα του συγγραφέα με λατινικά στοιχεία.

    Αν με τα εξώφυλλα δεν σας βοήθησα καθόλου να επιλέξετε ποιαν έκδοση θα αγοράσετε, χαίρομαι πολύ. Ένα βιβλίο το αγοράζουμε για το περιεχόμενό του, κι όχι για το εικαστικό του εξωφύλλου. Ένα προσεγμένο εξώφυλλο είναι μια ένδειξη για τον επαγγελματισμό και την προσέγγιση του εκδότη, αλλά δεν αποτελεί καμία εγγύηση για το περιεχόμενο του βιβλίου ― δηλαδή για τη μετάφραση και την επιμέλεια του κειμένου του Όργουελ. Για τέτοιου είδους βοήθεια, θα πρέπει να περιμένετε να διαβάσετε την αποτίμηση του Αλέξανδρου Ζωγραφάκη, μόλις σταματήσουν οι εκδότες να βγάζουν νέες μεταφράσεις. Ήδη έχουμε μία ανά εκατομμύριο κατοίκων!

  • Γενέθλια διαίρεση

    Το 72 διαιρείται εύκολα σε αναγνωρίσιμα τούβλα ή περιόδους, μπορείς να χωρίζεις τετραετίες, εξαετίες και τις ανεκτίμητες ντουζίνες ετών, νομίζοντας πως σπάζεις τον πάγο του Χρόνου, όπου «πάγος» σημαίνει και «βράχος». Αλλά με τα 73 χρόνια της ζωής, τα μαθηματικά στατιστικά υπεκφεύγουν του απομνημονεύματος, του ιερού παιγνίου και της «αναφοράς περιπτώσεων».

    Ο Χρόνος δεν ξέρω (ακόμη) τι είναι, αλλά θα μπορούσα, εάν ήθελα, να ακολουθήσω τον δρόμο μερικών εκατομμυρίων γερόντων που έχουν ως θέσφατο μια μορφή απολογισμού ή μπορούν να εκπέμψουν μια εξυπνάδα που θα αιωρείται στον Χώρο των Λέξεων, τουλάχιστον έως ένα μνημόσυνό τους.

    Μέσα στο σκοτάδι μιας νύχτας γενεθλίων, κέρδισα μερικές ώρες ποθητής αϋπνίας, καθώς εμβολιάστηκα το απόγευμα, γνωρίζοντας ευτυχώς την διαδικασία. Μόνο σύμπτωμα προσώρας, ένας εξάωρος λήθαργος που όταν με εγκατέλειψε, ήταν ήδη πίσσα το σκοτάδι και μια έντονη διάθεση ψευδοαπολογισμού. Δεν είμαι ακόμη εγκρατής της σαχλαμπίχλας του γεροντισμού, παρόλο που εντρύφησα αποτελεσματικά στις νήπιες εικόνες, στην εξόντωση της παιδικότητας, στην ανάλυση του Βαάλ της εφηβείας, στην άχαρη πλην εξώλης και προώλης νεότητα και σε μία ακατάσχετη εναλλαγή τόπων, στιγμών, πληκτρολογίου, πινέλων και χαρτικών, όπως και με στοχαστική ενατένιση ριγηλού δέρματος που δεν μου ανήκε και αβάσταχτου πόνου καθώς έσβηνε η μηχανή μου, καθώς τέλειωναν τα καύσιμα.

    Στα 73, δεν πρόκειται για γενέθλια, αλλά για ξύλινον κανόνα υφασματέμπορα που μετρούσε πήχες και ρούπια, κατεβάζοντας ένα τόπι ύφασμα που ξεχώρισες όσο η χαρακτηριστική μυρωδιά του υφασματάδικου έκλεινε τους πόρους που σου απέμειναν.

    Ούτε συζήτηση: δεν είναι ώρα για απολογισμούς. Μόνον η παραδοχή πως δεν κατάφερα ποτέ να διαβάσω την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη, τόμος πρασινωπού δέρματος ογκώδης, για τον οποίον ξόδιασα τον χρόνο ανάγνωσης μιας ολάκερης εγκυκοπαίδειας, ανεπιτυχώς. Η εικόνα της προθανάτιας αγωνίας του όντος, θάμπωνε καθώς την μπέρδευα με τον Άλαν Μπέητς και τον Άντονυ Κουήν να εκμάθουν συρτάκι παρά θίν’ αλός. Δηλαδή να μάθουν ένα γελοίο υβρίδιο γκρηκ κέφι ουντ Μουζάκα, που εμπνεύστηκε ένας ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου της νότιας Γαλλίας. Μήτε η «αναφορά» περιείχε έναν πειστικό κώδικα, όπως η κλήση «Κανάρι» και όχι «Κανάρη» του Κάλβου, μου άνοιξε τόσες πόρτες ερμηνείας που ακόμη φτουράνε. Το τερέτισμα ενός απολογισμού συγγραφικού που δεν έλεγε να αφήσει την τήβεννό του να πέσει από τους ώμους του, με οδηγούσε σε παράτολμα ή γελοία καμώματα. Έφτασα να οικτίρω τον εαυτό μου και τον ανάγκασα να ξεφυλλίζει τον ογκώδη τόμο ανάποδα, μήπως και βρω το μυστικό του πάθους που συναντούσα γι αυτό το βιβλίο.

    Τίποτε πάλι. Οπότε ζορίστηκα και ανέτρεξα σε δύο μαυροδεμένους τόμους του πατέρα μου, ήτοι μια «Ιστορία της Φιλοσοφίας» του Χαράλαμπου Θεοδωρίδη και τα «Στοιχεία Φιλοσοφίας» κάποιου Rauch. Αμφότερα τα εκδαπάνησα με πλάγιες αναγνώσεις, αλλά δεν σήμαινε και κάτι ουσιαστικό αυτή η ανάγνωση. Όσο υπάρχει Αλέξανδρος Σχινάς και Ανδρέας Κάλβος, μπορώ να την βγάζω και με Ερμάννο Λούντζη.

    Πάντως ξυπνώντας, αναζήτησα μια φωτογραφία του πατέρα μου, τετραετούς, στο Ιρκούτσκη του 1913. Μιλάμε ακόμη, ξέρετε.

  • Εν Παρενθέσει

    Γενικά είναι καλό για τους τέως πρωθυπουργούς να συγγράφουν απομνημονεύματα, αλλά, παρακαλώ, να ρωτάνε κειμενογράφους για το πότε πρέπει να τα εκδώσουν. Όπως δεν συνέβη με το επικείμενο βιβλίο Σημίτη που δαιμόνισε τον Καραμανλή.

    Η έριδα ξέσπασε για το επίδικο θέμα εάν δώσαμε προώρως τα άγια τοις κυσί στην Κόκκινη Μηλιά ή όχι. Και ο Καραμανλής απάντησε ξερά και στακάτα.

    Λάθος. Τέως πρωθυπουργοί που διαφωνούν δημοσίως είναι απρεπές θέαμα. Ο Καραμανλής έπρεπε να ετοιμάσει βιβλίο. Αμφότερες οι εκδόσεις θα σκονίζονταν στα πάνω ράφια μιας βιβλιοθήκης. Η ζωντανή πρόκληση και πρόσκληση οδηγεί ενίοτε σε χαριτωμένες ακρότητες και ποταμούς γέλιου.

    Δείτε προσφορές όπως της κυρίας Μενδώνη που κάλεσε τον Τσίπρα στην Ακρόπολη. Διότι ο άνθρωπος θα έπαιρνε μαζί του ως ξεναγό κανέναν Μπελαβίλα, και κάλλιο να ήρχονταν ο Κιουταχής να κρίνει πολιτικά το αρχαιολογικό τσιμέντο.

  • Words of One Syllable Dept.

    «Το σκυρόδεμα είναι κοντά στη φύση», σημείωσε ο Μανόλης Κορρές.

  • Τα νέα του φέισμπουκ

    Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, πίσω από το αθώο ψευδώνυμο «Μάνια Τέκου» κρυβόνταν η Calypso Larah (ή, εναλλακτικά, ο Βαγγέλης).

  • Αντί νεκρολογίας

    Χθες, προς το μεσημέρι διάβασα μια ανάρτηση, σε άπταιστα αγγλικά, στο προφίλ της Μάνιας Τέκου. Η ανάρτηση εξηγούσε με πολύ πειστικό τρόπο ότι «Mania Tekou passed away […]». Ακολούθησε παγωμάρα από τους ουκ ολίγους «φίλους» της που έσπευσαν να συλλυπηθούν το συγγενικό πρόσωπο (τον Bruno άραγε;). Μετά από λίγη ώρα βγήκε η βρώμα ότι το προφίλ ήταν φέικ· κανένας δεν είχε πεθάνει. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η Μάνια Τέκου ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Τείνω να συμφωνήσω μαζί τους. Η Μάνια Τέκου, ήταν πολύ πιο υπαρκτή από πολλούς ανθρώπους που τυχαίνει να έχουν και ενσώματη υπόσταση. Εγώ είχα μιλήσει με τη εκλιπούσα και είχαμε ανταλλάξει φιλοφρονήσεις αλλά και μερικά άρθρα από τον διεθνή τύπο με αφορμή την πιθανή εκλογή Μπάιντεν. Μου είχε εκφράσει τη γνώμη της για το alt-right φαινόμενο. Εγώ, είχα προσπαθήσει να πάω την κουβέντα προς πιο προσωπικά θέματα, αλλά η Μάνια Τέκου είχε σιωπήσει σιβυλλικά. Βλέπετε, αυτή ήταν και η βαθύτερη επιτυχία της. Η Μάνια Τέκου δεν ήταν ένα τρολ της σειράς, από αυτά που συναντά κάποιος στο τουίτερ ή πιο περιορισμένα στο φέισμπουκ· η Μάνια Τέκου ήταν μια grande dame και δεν θα έμπαινε ποτέ σε συζητήσεις επί των προσωπικών της με έναν τυχάρπαστο. Είχα χαμογελάσει συγκαταβατικά πάνω από το πληκτρολόγιό μου, και δεν είχα δώσει συνέχεια. Διάβαζα τις αναρτήσεις της τακτικότατα και την τιμούσα με «καρδούλα» για τις «υπερβάσεις» που πραγματοποιούσε κάθε φορά που μοιραζόταν μαζί μας ένα σωρό λεπτομέρειες από την προσωπική της ζωή. Η Μάνια Τέκου, βλέπετε, μπορεί να μην έφυγε πλήρης ημερών, αλλά έφυγε πλήρης εμπειριών. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Τους μεγάλους μεγάλους πολιτικούς και επιστήμονες που βρέθηκαν στο διάβα της και την καθοδήγησαν στην καριέρα της ως οικονομολόγου; Τις προσωπικές σχέσεις που έχτιζε μαζί τους; Τις συνταγές μαγειρικής που αντάλλασσε μαζί τους; Τον σύζυγό της, τον Bruno, που τώρα, στο ώριμα χρόνια του θα έπαιρνε pro bono θέση στα Ηνωμένα Έθνη στη Γενεύη; Τα παιδιά της, τους δύο γιους της, που φοιτούσαν σε Ivy League πανεπιστήμιο ο ένας και στο Cambridge ο άλλος; Τον πρώτο της έρωτα, έναν Κενυάτη που βρήκε τραγικό θάνατο λίγο πριν τον γάμο τους; Το γραφείο της εταιρείας της στην Κηφισίας, αυτό που τον τελευταίο χρόνο είχε πληρώσει προκαταβολικά μισθούς έξι μηνών και διατελούσε υπό καθεστώς εξ αποστάσεως εργασίας για την προστασία της υγείας όλων; Βλέπετε, η Μάνια Τέκου ήταν μια gauche caviar περσόνα που τη θαύμαζε κάποιος για τον μετριοπαθή λόγο της και την ισόρροπη αντιμετώπιση ακόμα και των πιο ακραίων καταστάσεων. Δεν έκανε ποτέ χρήση διχαστικού λόγου και δεν σχολίαζε ποτέ την καθημερινότητα με τα αντανακλαστικά κάποιου που βρίσκεται μοιρολατρικά δεμένος στο άρμα του καθημερινού δράματος και θεάματος. Η Μάνια Τέκου υπερίπτατο των καθημερινών, που τα σχολίαζε μόνο εξ αντανακλάσεως, όπως αυτά αντηχούσαν στις ατραπούς του νου της, με τις προσλαμβάνουσες που είχε από τον χώρο της λογοτεχνίας, της ιστορίας, της πολιτικής, και της οικονομίας. Η Μάνια Τέκου ήταν μια éminence grise και ως τέτοια ασκούσε υψηλή εποπτεία· κινούσε τα νήματα της ποταπής καθημερινότητας, ή αυτό πίστεψαν ουκ ολίγοι συνδαιτημόνες μας σε αυτό το ιδιότυπο τραπέζι των social media.

    Επιτρέψετε μου να σας πω ότι αυτό που πείραξε τους περισσότερους ήταν, όχι ότι η Μάνια Τέκου υπήρξε ένα φέικ προφίλ, αλλά το ότι υπήρξε ένα φέικ προφίλ που τους ξεγέλασε. Όχι γιατί τους ξεγέλασε και πόνεσαν με τον θάνατό της, που αναμφισβήτητα συνέβη και αυτό, αλλά γιατί τους έδειξε τη μαγεία (βλ. Φώουλς), έστω και περιορισμένα και όχι τόσο περίτεχνα, αυτής της αναστολής δυσπιστίας που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία· οι περισσότεροι όμως έπεσαν θύματα του εγώ τους και μέμφθηκαν τον εαυτό τους που δεν την είχαν ξεσκεπάσει. Γιατί οι άνθρωποι, για να παραλλάξω τον αείμνηστο Σταύρο Τσιώλη, δεν συγχωρούν, όχι μόνο αυτούς που από έρωτα έχουν εκπέσει, αλλά, πρωτίστως, τον εαυτό τους ειδικά όταν αφήνεται και γίνεται πιόνι στην πένα κάποιου.

    – à bientôt, Mania Tekou.