Blog

  • Η ανεπάρκεια μερικών υπουργών, σπάζει κάκαλα. Το πολυσχιδές, πολυγλωσσικό, φανταιζί, κάκιστο συναπάντημα των ακυβέρνητων αρμοδίων που ονειρεύονται πως μετά το Πάσχα θα γεμίσουμε τον νεοελληνικο πίνακα με ευειδείς, ευπίστους και πειθαρχικούς Βαλκανίους, που θα διαθέτουν τα νόμιμα έγγραφα, είναι μια φρεναπάτη με την οποία πρέπει να ασχοληθούν οι θεράποντες ιατροί στο Λεμπέτι. Την ώρα που μιλάμε, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Μακεντόνκι και άλλαι φυλαί, οργανώνουν στα πεδία των νταλικιέρηδων hot spots με κέντρο ένα σκανερ κι ένα φωτοτυπικό, παράγοντας, έναντι ολίγων λέβα, ή λέκ ή ξερωγώ, επαρκή κλειδιά για την πόρτα του παραδείσου τους. Διότι «όπου ανθούν πολλοί υπουργάρες που πιάνουν στασίδι στα κανάλια, όχι μόνον αργεί να ξημερώσει, αλλά κυριαρχεί νύξ αξημέρωτη και κουκουβαγάτος».

  • Η ψυχολογία της Ύλης, ή Λα βι αν γοζ

    Aπό την πισίνα των Ψευδωνύμων εξέρχομαι, ζητώ μια πετσέτα από συνάδελφο, την απλώνω στη σεζλόνγκ και ρίχνω μια ματιά στο ειδησεολόγιο της ημέρας. Δεν εννοώ τον ημερήσιο Τύπο, αλλά τα αναρίθμητα «σούπερ» του ψηφιακού κόσμου, στον οποίον έχω προσχωρήσει από καιρό. Κι εκεί είδα μια σύγκρουση δύο συναδέλφων εν λόγοις, επιφανών, που είχαν μια κόντρα (χωρίς μαχαίρια και πιστόλες) προς υποστήριξη ή καταβαράθρωση ενός διασήμου όντος. Εκεί, ανάμεσα σε άλλα επιχειρήματα, υπήρχε κι ένα που με ξένισε: «μη μιλάς έτσι για μένα, διότι η εφημερίς στην οποία εργάζομαι, με πληρώνει».

    Ήταν η πρώτη φορά που γεύτηκα τέτοιο ρετσινόλαδο. Ο ιδιωτικός τομέας δεν χαρακτηρίζεται από την φράση «να υπάρχει σταθερός μισθός, να ξενοιάσουμε» που διέπει τον δημόσιο εξάδελφό του, εκτός απο τους δημοσίους υπαλλήλους που διατείνονται πως υπακούουν σε οραματικού τύπου πεποιθήσεις για μια ιερή αποστολή. Πλήθος ανθρώπων υπάρχει στην ζωή χάρη σε αποδοχές που παρέχουν εργοδότες. Από όλους αυτούς, ακούω καμιά φορά «καλά που έχω δουλειά!», αλλά υπερηφάνεια επειδή ο αντίμαχος σε σύγκρουση του καβγά λέει περήφανα «εγώ πληρώνομαι, άρα μη μου κουνιέσαι, ο απλήρωτος»! Αυτό δεν είναι βέβαια επιχείρημα, και μου θυμίζει το παιδικώτατο «η δική μου (μαλαπέρδα) είναι πιο μεγάλη από τη δική σου».

    Και τότε βίωσα ένα όραμα. Η πισίνα ήταν γεμάτη εργοδότες μου και δεν τους χωρούσε όλους. Γνώρισα πενήντα δύο σπιτονοικοκύρηδες, πάνω από εβδομήντα εργοδότες, έφτασα να κάνω τέσσερις δουλειές στην καθησιά, και όλα αυτά τα πρόσωπα δεν χωρούσαν στην πισίνα μήτε για πλάκα. Μπλοκάκιας, μισθωτός, υφιστάμενος και προϊστάμενος, αντιπρόσωπος και εκπρόσωπος, συνάδελφος και συνοδοιπόρος, όλα τα έζησα. Ακαταπαύστως. Από καθημερινή λάτρα έως πολύμοχθες εκθέσεις και αναφορές, ένα σωρό bid files, αλλά κυρίως η εθελουσία επιλογή να έχω αποκτήσει αξιόλογο εργοδότη και να δέχομαι την άποψή του ― απέκτησα αρκετό νιονιό να μη αντιμετωπίζω εκμεταλλευτές της εργατικής τάξης, αλλά ανθρώπους που έχουν κρίση, την οποία αποδέχομαι ασμένως.

    Τελειώνω. Η κορυφή της πυραμίδας χωράει έναν, ενώ ο τάφος του Φαραώ είναι γεμάτος ιερογλυφικά που αγνοώ. Άλλη φορά (φιλική συμβουλή) να ξεκατινιάζεστε μετά λόγου γνώσεως.

    Βέβαια, σε αυτό το παραπονιάρικο κείμενο, τα αγαθά στοιχεία παρακρατήθηκαν από το φιλμ του 2013 «Ινσάηντ Λιούην Ντέηβις» των Κοέν που έτυχε και είδα το βραδάκι, ταυτιζόμενος με τον φολκλορίστα ήρωα που αντιστοιχεί στην περίοδο 1958-1962 της γενιάς μου: μιας γενιάς ασύστατης, μεταξύ δόκτορος Σποκ και ιταλικών δακρύβρεχτων μάμπο και μπαγιό, όπου όλοι ήμεσθεν το ίδιο ακατάλληλοι για έναν διάλογο της προκοπής.

  • Να θυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι οι επισκέπτες του ιερού βράχου της Ακροπόλεως θα πληρώνουν εισιτήριο εισόδου μόνον εφόσον επιθυμούν να επισκεφτούν τα περίφημα τσιμέντα. Τα Προπύλαια, ο ναός της Αθηνάς Νίκης, ο Παρθενώνας, και το Ερέχθειο θα είναι εντελώς δωρεάν.
  • Να θυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι οι επισκέπτες του ιερού βράχου της Ακροπόλεως θα πληρώνουν εισιτήριο εισόδου μόνον εφόσον επιθυμούν να επισκεφτούν τα περίφημα τσιμέντα. Τα Προπύλαια, ο ναός της Αθηνάς Νίκης, ο Παρθενώνας, και το Ερέχθειο θα είναι εντελώς δωρεάν.
  • Η Ιέρεια

    “Επί άρχοντος Φανοστράτου εν Αθήναις [383 π.Χ.] και ενώ εορτάζοντο τα Αρρηφόρια, η νυξ διέφευγεν διωκομένη υπό του αυγάζοντος φωτός του κατακλύζοντος την Πεντέλην, οπότε εν τω Ιλισσώ είδον Αρκτείαι τινές παρθένοι εκ Βραυρώνος θήλειαν σιλουέταν ιερείας ερχομένης εκ Βοιωτίας.

    Ήτο τότε σπήλαιον μέγα αντικρύ του πλατώματος του Χασανίου και υπήρχαν θεσμοφοριάζουσαι γυναίκες εκ Ξυπετής, προς τας οποίας η Ιέρεια έδειξεν θαυματουργικώς τον μαστόν αυτής και η είδησις διεδόθη εις άπασαν την Κεκροπίδα και ο Φανόστρατος, τότε οργανώνων τα θέσμια των Βουφονείων, σχεδόν τυφλός από τα γαίματα του εθίμου, ησθάνθη νυγμόν εν καρδία και στραφείς προς την Ιέρειαν, ηρώτα αυτήν το πώς, και το πούθεν αυτής, οπότε η Ημέρα επέλαμψεν και η Ιέρεια έγινεν σκιάπους και εξητμίσθη. Βαθέως έκπληκτος ο επώνυμος Άρχων, μετέβη παρά τον ναόν του Ηφαίστου, όπου συνεδρίαζεν το Ιερατείον, και αυτό μέσα στα γαίματα εκ των πολλών θυσιών και εζήτα ερμηνείαν της επιφανείας της Ιερείας, ότε δε ηρωτήθη πως την έλεγαν, ριζιμιαίος βράχος απέκτησεν φλόγαν ηλεκτροκολλήσεως και το όνομα της ιερείας ανεγράφη επί του Πάγου.

    Μετά, ο βράχος εκύλισεν και η ομάς των εγκρίτων τον ακολουθούσε, εστάθη δε εις την λεγομένη παρά τοις επιγόνοις των παρισταμένων Κρεμμυδαρού, οπότε άπαντες επροσκύνησαν και εις το Πρυτανείον, δίπλα εις τα μεγάλα Διονύσια, τα Καλυντήρια, τα Πλυντήρια, τα Παναθήναια και τας άλλας εορτάς προσετέθησαν τα Μενδώνεια.”

     

    [Απόσπασμα εκ του τόμου «Αττικαί Φαιδριάδες», εκδοθέντος εν Ταϊγανίω τω 1775. Υπό Αλκιμάχου Διπλοκαλλιγά, ιατρού.]

  • Στέκομαι στη στάση του λεωφορείου και περιμένω να περάσει το καράβι για τα κουφονήσια.
  • Στέκομαι στη στάση του λεωφορείου και περιμένω να περάσει το καράβι για τα κουφονήσια.
  • Ο ορισμός του béton brut, κυρία μου

    Η Ιστορία, είχε πει ο Κ.Θ. Δημαράς, είναι «ένα ερμάρι που δεν ανοίγει με ένα και μόνο κλειδί», και είχε προτείνει τη θεωρία των πολλαπλών αιτίων για να εξηγήσει τα περισσότερα φαινόμενα. Αντίστοιχα κι εγώ, ο ελάχιστος, προσπαθώντας να εξηγήσω τους ανθρώπους, προτείνω μεταξύ άλλων και τη θεωρία των πολλαπλών εγκεφαλικών, ιδίως για τις μεγαλύτερες ηλικίες.

    Παρακολουθώ από απόσταση τα τεκταινόμενα στην Ακρόπολη τα τελευταία χρόνια, και διαβάζω εισηγήσεις και περιγραφές ειδικών και μη, όπως εγώ. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνω στις τοποθετήσεις των ειδικών, όπως είναι φυσικό, ακόμη και όταν αντιφάσκουν ― ιδίως όταν αντιφάσκουν, και μας δείχνουν ότι δεν υπάρχει μόνον ένας ορθός τρόπος για να γίνονται τα πράγματα. Όμως για ένα δημόσιο έργο, και μάλιστα σε μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, ακούω και τους μη ειδικούς, καθώς αυτοί είναι οι φυσικοί αποδέκτες του έργου, και οι παρατηρήσεις τους έχουν τη δική τους σημασία.

    Ο δημόσιος διάλογος για τα επιεικώς αμφιλεγόμενα έργα στην Ακρόπολη γίνεται δυστυχώς εκ των υστέρων, και ανεπίσημα. Το οποιοδήποτε σύστημα εξουσίας, από το ΚΑΣ έως την ΕΛΑΣ, φροντίζει να διατηρεί ανθρώπους και διαδικασίες που το εξυπηρετούν και δεν το απειλούν, και λογοδοτεί μόνον εσωτερικά με το τρομερό παράγγελμα «Θα διενεργηθεί ΕΔΕ» που δεν οδήγησε ποτέ πουθενά. Οι πολιτικοί προϊστάμενοι και οι υπεύθυνοι του έργου ουδέποτε θα παραδεχθούν δημοσίως ότι μπορεί να έγιναν λάθη ή αστοχίες στο σχεδιασμό ή στην εκτέλεση των έργων: είναι σαν όλα αυτά να γίνονται από συνταξιούχους Πάπες με χόμπι την αρχαιολογία και τις αναστηλώσεις.

    Ειδικά για την Ακρόπολη, προβληματίζομαι έντονα όποτε γίνεται επίκληση στην Ιερότητα του Βράχου, κάτι που για εμένα δηλώνει ότι ο συνομιλητής μου προσπαθεί να με προκαταλάβει συναισθηματικά και να χειραγωγήσει το διάλογο, πιθανώς λόγω ελλείψεως πειστικότερων επιχειρημάτων. Εντονότερα προβληματίζομαι όταν γίνεται επίκληση στην αυθεντία των εμπλεκομένων, όπως του καθηγητή Εμμανουήλ Κορρέ. «Θα αμφισβητήσεις και τον Κορρέ;» είναι μια ερώτηση που ακούω συχνά τον τελευταίο καιρό, «τον πρόεδρο της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως, που γνωρίζει το μνημείο καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον;» «Εννοείται», είναι η απάντηση. Αν κρίνω πως χρειαστεί, θα αμφισβητήσω όχι μόνον τον 73χρονο Κορρέ, αλλά και την ίδια την 93χρονη μάνα μου, που μπήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σπούδασε Αρχαιολογία πριν γεννηθεί ο κ. Κορρές.

    Το γεγονός ότι ο κ. Κορρές έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής του ζωής στην Ακρόπολη και έχει ταυτιστεί με την συντήρησή της, δεν είναι αναγκαστικά καλό, μετά από ένα ορισμένο σημείο. Σκεφτείτε και άλλους ανθρώπους που ταυτίστηκαν επί μακρόν με έναν θεσμό ή μια διαδικασία: αν ήθελα, για παράδειγμα, να μάθω για τις Φυλακές Κορυδαλλού, θα ρωτούσα οπωσδήποτε τη γνώμη του Αντώνη Αραβαντινού, αλλά δεν θα δεχόμουν αβλεπί τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του. Η μακροχρόνια εμπλοκή σε θέσεις ισχύος είθισται να εγκαθιδρύει ένα παράλληλο σύστημα εξουσίας, εμφανές ή αφανές, να δημιουργεί φιλίες και έχθρες, και κυρίως να γεννά προσωπικές εμμονές που αντιβαίνουν στον δημόσιο χαρακτήρα της θέσης. Όταν ο υπεύθυνος αποκτά προσωπική agenda θα έπρεπε είτε να παραιτείται (αν είναι σε θέση να το αντιληφθεί) είτε να απομακρύνεται, έστω και προαγόμενος πανηγυρικά.

    Προ ημερών, ο κ. Κορρές έδωσε μια δίωρη διαδικτυακή  διάλεξη για τα έργα της Ακρόπολης. «Μανόλης Κορρές: Το αποτέλεσμα με ικανοποιεί απολύτως», ήταν ο τίτλος που έδωσε η «Καθημερινή» στην κάλυψη της διάλεξης, λες και το ζητούμενο ήταν να ικανοποιηθεί ο κ. Κορρές ειδικά και όχι ο υπόλοιπος κόσμος. Mέσα στο κείμενο, υπήρχε ένα απόσπασμα εντός εισαγωγικών, όπου ο κ. Κορρές φέρεται να λέει για τις διαστρώσεις πως «Ο ιδανικός για εμένα τρόπος είναι η ανάπλαση επιφάνειας από παρόμοιο βράχο, αλλά αυτό κοστίζει πάρα πολύ και είναι πολύ δύσκολο. Αν ήμουν νέος ίσως το δοκίμαζα, αλλά ξέρω πόσο δύσκολα είναι να περνάμε από τη θεωρία στην πράξη. Κινηθήκαμε ρεαλιστικά με ένα υλικό που είναι στενός συγγενής του φυσικού βράχου. Το σκυρόδεμα είναι κοντά στη φύση».

    Εδώ ας σταθούμε.

    Προσπαθώ να κατανοήσω τη φράση «Το σκυρόδεμα είναι κοντά στη φύση», αλλά δεν τα καταφέρνω. Διαφωνώ με κάθε λέξη της. Φοβάμαι ότι ο κ. Κορρές κι εγώ δίνουμε διαφορετική ερμηνεία στις λέξεις “σκυρόδεμα”, “κοντά” και “φύση” (μπορεί και στις λέξεις “το”, “είναι” και “στη”). Δύσκολο να υπάρξει συνεννόηση από τέτοια βάση. Μπορεί η ελληνική λέξη “σκυρόδεμα” να φαντάζει κομψή, αλλά (για να μην ξεχνιόμαστε) το υλικό που περιγράφει αποκαλείται στα αγγλικά “concrete” και στα γαλλικά “béton”. Όπως και να το πεις, το μπετόν είναι μπετόν. Όσον αφορά στο σκυρόδεμα ως υλικό και τη χρήση του, φοβάμαι ότι ο Charles-Édouard Jeanneret (πιο γνωστός ως Le Corbusier) και ο Άρης Κωνσταντινίδης τελικά έβλαψαν πολύ κόσμο που προσπάθησε να τους μιμηθεί.

    Προσπαθώ επίσης να κατανοήσω τη φράση «Ο ιδανικός για εμένα τρόπος είναι η ανάπλαση επιφάνειας από παρόμοιο βράχο, αλλά αυτό κοστίζει πάρα πολύ και είναι πολύ δύσκολο». Μα, αν δεν προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε τον ιδανικό τρόπο στην Ακρόπολη, πού θα τον εφαρμόσουμε ― τον κρατάμε για κάποιο μνημείο μεγαλύτερης σημασίας; Όσο για το μεγάλο κόστος, ακόμα και αν του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια, όπως λέει κι ο Καβάφης, δεν θα μπορούσε να βρεθεί ένας χορηγός για αυτό το έργο; Oh wait…

    Tέλος, προσπαθώ να κατανοήσω την προσωπική αναφορά ότι «Αν ήμουν νέος ίσως το δοκίμαζα». Δεν πιστεύω ότι η τύχη της Ακρόπολης εξαρτάται ή θα έπρεπε να εξαρτάται από την βιολογική ηλικία του κ. Κορρέ (δυστυχώς δεν θα είμαι παρών για να ακούσω την άποψη του αρχαιολόγου του μέλλοντος, που θα κληθεί να ανασκευάσει τις παρεμβάσεις του κ. Κορρέ). Μπορεί ο κ. Κορρές να είναι μεγάλος, αλλά η Ακρόπολη είναι μεγαλύτερη, από κάθε άποψη.

    Και σε αυτό νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι.

  • Tριαντάφυλλος ή η σπασμένη εικόνα

    Μια κοινωνία που δέχεται ασμένως τον Μάρκο Σεφερλή ως κωμικό της εκφραστή, θα υιοθετήσει με την ψήφο του τον Τριαντάφυλλο. Και ο Σεφερλής ξεκίνησε μιμούμενος σκηνές των Μόντυ Πάηθονς, και δεν υπήρξε κλαψιάρης πεπεισμένος πως η μαγική επίκληση του στυλ «ο κόσμος με θέλει» είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να εκμηδενίζει αντιπάλους.

    Ξοφλημένος από την αρχή του αιώνος, Τριανταφυλλάκη μου, ενδιαμέσως δεν άφησες συνάδελφό σου να μη τον διασύρεις, πιστός στο ρητό «κάμε φασαρία μέσα στο νερό, αστείε ψάρακα, και θα σου ρίξουν πετονιά». Και οι μέρες της χαράς υπό τον μακάβριο ξενιστή σου, ονόματι Αλέκση (όπως το γράφω) δεν κρύβουν τες συμφωνίες με τον σιλιχτάρη σας τον Ατζούνη που πλερώνει τα τακιμιάσματα και τα νησιάτικα και τα θεότρελα βδομαδιάτικά σας.

    Η Αγορά μπουκώνει από το είδος σου. Η Ρηαλητεία συντηρεί μια γενιά Ελλήνων που ψωμίζονταν αλλοιώς και τώρα εξαρτάται από διαφημίσεις καζίνων και γαμωρουλέτας, από λανσαρισμένα φάρμακα και νεκραναστάσεις της Μενεγάκαινας. Σε κινούμενη άμμο πατάς, Τριανταφυλλάκη, και πουθενά ένα γαμημένο χορτόσκοινο να αρπαχτείς, μήπως και γλυτώσεις.