Blog

  • Βράχος; Ποιος βράχος;

    Ο ιερός βράχος των Αθηνών, η Ακρόπολη του αρχαίου άστεος, καλύπτεται από κτίσματα, ήδη από την κλασική αρχαιότητα. Σωφρονέστερο θα ήταν να μιλάμε για ιερά μπάζα ή κρημνίσματα.

    Υπήρξαν συμφορές που εξανέμισαν πολλά ιερά και μη κτίσματα, με σχετικά πρόσφατη την ανασκαφική συμφορά που έπληξε το ύψωμα στα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία. Τότε και αφού ο λόφος γλύτωσε την μοίρα να καταστεί ανάκτορο του Όθωνα, δέχτηκε την παρέμβαση αρχαιολόγων ή «αρχαιολόγων» που ερεύνησαν τα χώματα πέριξ των μνημείων, φτάνοντας στον αυθεντικό βράχο, κάπου 15 μέτρα κάτω από τον σημερινό περίπατο.

    Για να κυκλώσω το ζήτημα ψύχραιμα, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις απεικονίσεις του οχυρωμένου λόφου, όλες του 19ου αιώνα, όπου στα πλευρά του τείχους έχουν κολλήσει ως ημίτομα χωμάτινων κώνων, τα μπάζα από ανασκαφές που διενεργήθηκαν κατά καιρούς. Παραθέτω τις δύο διδακτικά, ως σχόλια του κειμένου αυτού.

     

    Μπάζα στα πλευρά της Ακρόπολης

     

    Και άλλα, μετά τον Σερπετζέ

     

    Μια πρόσφατη, ζωηρούτσικη, συζήτηση για την υποστήριξη ή όχι διαδρόμων από αρχαιολογικό τσιμέντο, έδινε την εντύπωση πως πέριξ του Παρθενώνος υπήρχε βράχος, σαφώς «ιερός», επομένως ανεφύοντο ελάχιστες εναλλακτικές λύσεις στην διάστρωση πεζοδρόμων, αφού εάν εθιγγάνοντο ανωστρώσεις της πολιτιστικής κληρονομιάς, η αυθεντικότητα των μνημείων που σώζονται θα δέχονταν πλήγμα κατά κόρρης, ανεπίτρεπτο. Άρα ορθώς αντιμετωπίστηκε ευμενώς η διάστρωση ειδικού τσιμέντου που μοιάζει με παχύ στρώμα μπεσαμέλ επί βράχου λειτουργούντος ως παστίτσιο.

    Ώσπου έρριξα κλεφτές ματιές στην περίοδο των ανασκαφών περιόδου 1880 και εφεξής. Εκθέτω δε την πιο χαρακτηριστική φωτογραφία, όπου υπάρχει και ανθρώπινη κλίμακα. Ευρύτατο σκάμμα, μεγάλου βάθους, από πατημένο χώμα. Αυτό κυκλώνει κατά το όλον ή κατά μέρος τον Παρθενώνα και δεν υπάρχει κανένας βράχος γύρωθεν, καθώς προηγηθέντες ναοί και τείχη υφέρπουν έως τον αληθή βράχο του λόφου. Έμμεση απόδειξη της κύκλωσης του ναού από χώμα, οι σπόνδυλοι κιόνων που προέρχονται από το μνημείο και δεν μετακινήθηκαν στην ανασκαφή. Οι ανασκαφές διεύρυναν το όρυγμα των επαλλήλων κατασκευών. Υποθέτω επίσης πως τα εκατοντάδες μαρμάρινα και πώρινα κομμάτια, τα διεσπαρμένα στην επιφάνεια της Ακρόπολης, εν μέρει οφείλονται στις προ 150 ετών ανασκαφές: έρριπταν τα χώματα έξω του τείχους και οι αρχαιολόγοι εκράτουν τα μάρμαρα στην επιφάνεια. Ίσως.

    Επομένως, η αγωνία του ηγεμόνος των δράσεων μήπως και η ύπαρξη βράχων στη θέση ενός περιπάτου θα ήταν φαρμάκι ακριβή και θα έχρηζε ειδικής πανάκριβης διαχείρισης, σκοντάφτει στην πραγματικότητα ενός εδάφους όπου τα αμαξίδια  θα βαίνουν καλώς και αδιατάρακτα ακόμη και με παντελή, άκουσον άκουσον, έλλειψη αρχαιολογικού τσιμέντου.

    Υστερογράφως αναφέρω «αμαξίδια» διότι απετέλεσαν το κύριο επιχείρημα ινατί πρέπει να αποκλειστεί η «λύσις διαστρώσεως Πικιώνη», ως σαφώς ντεμοντέ, αλλά και διότι θα κινείται ενοχλούμενος ο ΑΜΕΑ καθώς η πλακόστρωση Πικιώνη έχει διακριτούς αρμούς. Αλλά ο μακάριος έχει χρόνους πολλούς αποθαμένος και υπάρχουν πλέον μέθοδοι ένωσης αρμών χωρίς κονιάματα, όπως μας εδίδαξαν έξυπνοι τόρμοι και τα ραμποτέ ή περαστά δάπεδα.

  • Ραβασάκια από το μέλλον

    Well the future for me is already a thing of the past
    You were my first love and you will be my last
    ― Bob Dylan, «Bye and Bye», 2001

    I ‘ve loved all I needed, love. Sordid details following.
    ― David Bowie, «Ashes to Ashes», 1980

     

    Το Φθινόπωρο του 1978 με βρήκε φοιτητή στην Αμερική, όπου πάσχιζα να καταλάβω τον κόσμο ― και ειδικά τον Νέο Κόσμο, όπου είχα βρεθεί απροετοίμαστος, από σπόντα. Ως τότε αντλούσα τις πληροφορίες μου για τις Ηνωμένες Πολιτείες κυρίως από τη μουσική (χρωστώ πολλά στον Frank Zappa), τις ταινίες του Elvis Presley, τα Merrie Melodies, τα κόμικς και το περιοδικό MAD, τις ραδιοφωνικές εκπομπές του American Forces Radio από τη στρατιωτική Βάση του Ελληνικού, και τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Rex Stout, του Raymond Chandler και του Erle Stanley Gardner. Ποπ κουλτούρα, σε γενικές γραμμές.

    Στην Αμερική, ως παιδί ζωηρό, φανατικό για γράμματα, άρχισα να διαβάζω μεταξύ άλλων και το The New Yorker και το The New York Review of Books, δυο έντυπα που συνεχίζω να παρακολουθώ και σήμερα, ως ψηφιακός συνδρομητής. Εκτιμούσα την κριτική άποψη των Αμερικανών περισσότερο από τη δημιουργία τους, δηλαδή ως φανατικός ευρωπαϊστής δεν είχα ακόμη διαβάσει αμερικανούς συγγραφείς εκτός από το Γέρο και τη Θάλασσα του Hemingway, σε μετάφραση. Όταν οι αμερικανοί φίλοι μου μιλούσαν για το πρόσφατο bicentennial της χώρας τους, τους έλεγα με προσποιητή κατάπληξη «Γιορτάσατε 200 χρόνια Ιστορίας, ε; Διακόσια ΜΟΝΟΝ; Και το ΓΙΟΡΤΑΣΑΤΕ κιόλας;»

    Το Φθινόπωρο του 1978 λοιπόν διάβασα στο The New Yorker το σχετικά μεγάλο ποίημα «Τhe Messenger» της Jean Valentine που με εντυπωσίασε τόσο ώστε να δοκιμάσω να το μεταφράσω κιόλας, δίχως να έχω ιδέα από ποίηση, μετάφραση, αγγλικά ή ελληνικά (όπως κατάλαβα αργότερα). Το ποίημα μιλούσε για πράγματα που δεν είχα ζήσει και δεν ήξερα, αλλά το είδα σαν τρέιλερ από το μέλλον, σκηνές από τα «Προσεχώς». (Αυτός ο «Αγγελιοφόρος» ήρθε ως συνέχεια του «Μεσάζοντα» του Losey  ― ήταν η ταινία που ξεκινούσε με τη φράση του L. P. Hartley “The past is a foreign country; they do things differently there.”)

    The night you died
    by the time I got there to the Peter Bent Brigham Hospital
    the guard said It’s no use your going up.
    That was the first time you spoke to me dead―
    from a high corner of the lobby.

    The next night a friend said, Well these deaths
    bring our own deaths, close.

    Το συγκεκριμένο μέλλον ήρθε για εμένα μετά από χρόνια, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1984, όταν ο φίλος μου χτύπησε με τη μηχανή και δεν τον πρόλαβα ζωντανό. Αλλά τότε, σε αυτό το ποίημα υπήρχαν εγκιβωτισμένοι στίχοι από ένα άλλο ποίημα, με τη σημείωση «*From the poem “Cascando”, by Samuel Beckett», που με έστειλε να αναζητήσω την πηγή, κι εκεί ανακάλυψα ένα άλλο ποίημα που με συνοδεύει έκτοτε.

    To «Cascando» του Samuel Beckett το αγάπησα για πολλούς λόγους, όχι μόνο την ερωτική εξομολόγηση, για τη δομή και τις λέξεις, αλλά και για τον τελευταίο στίχο του, που ως υστερόγραφο ουσιαστικά αμφισβητεί όλο το υπόλοιπο ποίημα.

    Πριν από κανένα μήνα, ένας φίλος ανέβασε μια μετάφραση του «Cascando» στα ελληνικά που τη βρήκε σε ένα ηλεκτρονικό περιοδικό, και ήταν άθλια και τραγική από κάθε άποψη ― όχι απλώς είχε παρανοήσεις, ανακρίβειες και αυθαιρεσίες σε όλα τα επίπεδα του λόγου, αλλά άλλαζε τα φώτα και στον τελευταίο στίχο, προσθέτοντας ένα “δεν” εκεί όπου δεν υπήρχε. Συγχίστηκα, κι έφτιαξα μια ακριβέστερη μετάφραση για τον φίλο μου, σημειώνοντας πως ο Μπέκετ, αν ήθελε να είναι ποπ και εύληπτος, θα έγραφε ποπ και εύληπτα, και πως οφείλουμε να τον μεταφράζουμε όπως έγραφε κι όχι τον τρόπο που μας βολεύει, και να μεταφράζουμε αυτά που έγραφε κι όχι αυτά που θα θέλαμε εμείς να γράφει.

     

    Cascando

    1
    γιατί όχι απλώς η απελπισμένη
    αφορμή για
    μάδημα λέξεων

    δεν είναι καλύτερα να κάνεις έκτρωση παρά να είσαι άγονη

    οι ώρες από τότε που έφυγες είναι τόσο μολυβένιες
    πάντα θα αρχίσουν να σέρνονται πολύ νωρίς
    οι γρύποι γρατζουνίζουνε στα τυφλά το κρεβάτι του πόθου
    ξεθάβοντας τα κόκκαλα τους παλιούς έρωτες
    κόγχες που είχαν κάποτε μάτια σαν και τα δικά σου
    όλα πάντα δεν είναι καλύτερα πολύ νωρίς παρά ποτέ
    η μαύρη επιθυμία να καταβρέχει το πρόσωπό τους
    λέγοντας ξανά εννιά μέρες δεν ανέσυραν ποτέ τους αγαπημένους
    μήτε εννιά μήνες
    μήτε εννιά ζωές

    2
    λέγοντας ξανά
    αν δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
    λέγοντας ξανά υπάρχει μια τελευταία
    ακόμα και από τις τελευταίες φορές
    τις τελευταίες φορές που παρακαλάς
    τις τελευταίες φορές που αγαπάς
    που ξέρεις που δεν ξέρεις που προσποιείσαι
    μια τελευταία από τις τελευταίες φορές που λέω
    αν δεν με αγαπήσεις δεν θα αγαπηθώ
    αν δεν σε αγαπήσω δεν θα αγαπήσω

    η καρδάρα των μπαγιάτικων λέξεων στην καρδιά ξανά
    αγάπη αγάπη αγάπη ο ήχος του παλιού κόπανου
    αλέθοντας το αναλλοίωτο
    κατακάθι των λέξεων
    τρομοκρατημένος ξανά
    μήπως δεν αγαπήσω
    μήπως αγαπήσω και όχι εσένα
    μήπως αγαπηθώ και όχι από εσένα
    μήπως ξέρω δεν ξέρω προσποιούμαι
    προσποιούμαι
    εγώ κι όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
    αν σε αγαπήσουν

    3
    εκτός κι αν σε αγαπήσουν

     

    Αυτά όλα τα θυμήθηκα σήμερα, όταν ένας άλλος φίλος (ποιητής) ανέβασε αναμνήσεις από τον αμερικανό ποιητή Frank O’Ηara, τον οποίο ο φίλος παιδιόθεν θαύμαζε και προσπάθησε να τον μιμηθεί, όχι χωρίς κάποια επιτυχία ― σε αντίθεση με τις προσπάθειές του να τον μεταφράσει που ήταν όλες αποτυχημένες, όπως ο ίδιος παραδέχεται. Έτσι θα παραθέσω απλώς ένα σύντομο ποίημα του O’Hara, ερωτικό κι αυτό, στο πρωτότυπο:
    Τα ποιήματα του Frank O’Hara είναι περιβόλι από λέξεις, εικόνες, συνειρμούς και συναισθήματα, και προσωπικά απορώ γιατί δεν είναι ευρύτερα γνωστός, έστω και στον αγγλόφωνο κόσμο, όπου δεν χρειάζεται μετάφραση. Αναμνήσεις του O’Hara βρίσκω συνέχεια στην ποπ κουλτούρα, ιδίως στους στίχους τραγουδιών, από τους Pet Shop Boys ως τη Lorde. Στα δικά μας, ο φίλος ποιητής είχε γράψει προ πολλών ετών (κατά σύμπτωση, το Φθινόπωρο του 1978) ένα ποίημα με τον τρόπο του O’Hara που έγινε γνωστό μάλλον για τον πρώτο στίχο του, προς κατάπληξη και του ιδίου:

    Αφού χαρώ το ποίημα και αναλογιστώ το σοκ του αναγνώστη που το πρωτοδιαβάζει, σκέφτομαι το αδιέξοδο του μεταφραστή που θα θελήσει να το μεταφέρει στα αγγλικά. Επιβεβαιώνεται όμως ένας άλλος φίλος που έλεγε πως η καλή ποίηση είναι σαν το καλό πορνογράφημα: σε διαγείρει στ’ αλήθεια μόνον όταν το πρωτότυπο είναι στη μητρική σου γλώσσα. Υπό αυτό το πρίσμα, θα προτείνω στον Πάνο Θεοδωρίδη να τιτλοφορήσει την επόμενη συλλογή του «Ποιήματα που θα χαθούν στα αγγλικά». Διότι στα αγγλικά είχα μεταφράσει (με τη συμβολή του Στρατή Χαβιαρά) ένα ποίημα, όχι ερωτικό, του κοινού μας φίλου Μίμη Σουλιώτη, το οποίο δημοσιεύτηκε μεν το 2001, αλλά έκτοτε αγνοείται η τύχη του.

    Έχω ξεκινήσει φέτος να μεταφράζω κάποια ποιήματα του Σουλιώτη στα αγγλικά για να εκδοθεί μια ανθολογία, και νομίζω ότι αυτή τη φορά θα κάνω καλύτερη δουλειά. Παρατηρώ ότι τα ποιήματα που έχω παραθέσει στο κείμενο ως τώρα είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο και απευθύνονται σε ένα δεύτερο πρόσωπο, οπότε διάλεξα να συνεχίσω με ένα ομόλογο ποίημα του Σουλιώτη, από αυτά που εκδώσαμε μαζί και αμφιβάλλω αν θα μεταφράσω.

    Σαράντα τόσα χρόνια μετά το φθινόπωρο του 1978, ο Μίμης κι άλλοι φίλοι έχουν πεθάνει, κι εγώ απέμεινα να φροντίζω και τη δική τους μνήμη, καθώς και τη δική μου. Ξεχάστε τα έργα και τις ημέρες, με γεννήσεις και θανάτους μετράμε τη ζωή μας, με φιλίες και έρωτες. Έχω φτάσει στην ηλικία όπου γεγονότα και άνθρωποι, ζωή και τέχνη, συμφύρονται για να εξηγηθούν σε μια αφήγηση που διαρκώς φωτίζεται και εμπλουτίζεται, όπως συμβαίνει τόσην ώρα με αυτό το κείμενο.

    Σκέφτομαι πόσο με έχουν επηρεάσει κουβέντες και στίχοι που άκουσα στη ζωή και στην τέχνη, πώς προσπάθησα να τις εφαρμόσω και να τις δοκιμάσω (συχνά υποσυνείδητα) στη ζωή μου για να διαπιστώσω την αλήθεια τους ή μη ― κι αν έμαθα τίποτα, κι αν τους πήγα κι ένα βήμα παραπέρα.

    Από το ποίημα του 1978 που διάβασα ως ραβασάκι από το μέλλον, κρατώ το τέλος του.

    Α  quiet voice laughs at me, καταλήγει η Valentine.
    ―Υου were going to go without me?
    That was always your story.

  • Το ταξίδι προς τη Δύση

    Ήτον 1971 και έβοσκα σε χάρτες επιτελικούς, αμή και κάτι αμερικάνικους σε θερμικά φωτοαντίγραφα 1 προς 20.000, καλύτερους δεν είχα. Και σε μία κατάνυξη, λέω στον Σταμάτη αν είναι να επιχειρήσουμε μια Εγνατία την εντός των ελληνικών συνόρων και είπε «ναι» αλλά όχι με τα πόδια πλεον — το 1970 είχαμε θερίσει τη Μυγδονία έως έξω στα Βρασνά, ο κόπος πολύς, η δουλειά ολίγη.

    Πήγα στον Μπούρα και έγραψε σημείωμα για τον δρόμο — τότε όταν ήσο υπαίθριος σε ψάχνανε. Είπαμε για μέσον και μόνον ο Θανάσης είχε μοτοσικλέτα, μια πενταμισάρα Μπεεμβαί και ήταν πρόθυμος για βόλτες επειδή μιλούσαμε τα βράδια για αποκρυφιστικά και μυήσεις και τρίτο οφθαλμό. Αλλά η μηχανή χωρούσε δύο και ο Θανάσης φρόντισε και νοίκιασε μια σιδερένια γαλάζια ψαροκασέλα και έβαλε έναν άξονα και είχαμε καλάθι.

    Χώρισα το ταξίδι σε δυτικό και ανατολικό. Φύγαμε ένα Σάββατο Ιούλιο μήνα και βάσει προεργασίας, βαρέσαμε δυό γεφυρόπουλα ψηλότερα από τον δημόσιο δρόμο, στην Καλλίπολη. Το πλακόστρωτο της Εγνατίας, πλάτος 3.2 και αποτυπώθηκαν τα γεφύρια και η χάραξη του δρόμου. Έπειτα κατεβήκαμε παλαιόκαστρο Αραβησσού, μάλλον μία αλλαγή ίππων, μετρήσαμε τη μεγάλη γέφυρα στο Ριζάρι και πάνω που μπήκαμε Σελάνιτζα, πέσαμε σε ατσίγγανους συγκινημένοι, διότι στην αγωγή μας, μπορεί και να ήτουνε υπόλοιπα από τους Σερμησιάνους του Μαύρου, του έτους 680 μΧ. Και φωτογραφηθήκαμε ευτυχείς.

    Είτα περάσαμε την Έδεσσα και άνοιξα τη δημοσίευση του Edson για την Εγνατία στη Βεγορίτιδα και κάναμε μπάνιο στη λίμνη, σε μία πλαζ που ήφτιαξαν κάτω από το Μανιάκι. Κοιμηθήκαμε άστρωτοι αφού βουτήξαμε στο πήλινο νερό. Ο ύπνος ήταν αργός, επειδή μιλούσαμε για μία χοάνη που ήθελε μύηση για να την υπερκεράσεις και ένας ένας χαθήκαμε σε κουβέντες στυλ Μαχαρίσι και ξερωγώ Νεπάλ και Μπουτάν.

    Πριχού να μπούμε στον γύρο της λίμνης, είπαμε να ξεκρεμάσουμε από τον χάρτη τρια κρεμαστά χωριά, Ζέρβη, Παναγίτσα, Άγιο Αθανάσιο και ανεβήκαμε εκεί μετρώντας εκκλησάκια και καλυβάκια με σημειώσεις.

    Κατεβαίνοντας μας σταμάτησε ένα τζιπ και ήταν τα ΤΕΑ. Μας πήραν τα χαρτιά που σχεδιάζαμε, δείξαμε το χαρτί του Μπούρα, το αγνόησαν, μας πήραν τις ταυτότητες και πρόσταξαν να τους ακολουθήσουμε στην Άρνισσα που ήταν η έδρα τους. Περιμέναμε τον διοικητή που ήταν εκτός, καθισμένοι στο άδειο γραφείο του, με τις ταυτότητές μας επάνω εκεί.

    Πέρασαν ώρες και ξέσπασε μια ταραχή. Ο διοικητής που τον έλεγαν Θεοδωρίδη είχε δυστύχημα στον δρόμο της επιστροφής και πήγαινε νοσοκομείο. Κοιταζόμαστε, αρπάμε τις ταυτότητες και φεύγουμε έως τη νότια μύτη κατέναντι Βεγόρας, αλλά αποδίδαμε το δυστύχημα σε κάποια δικιά μας παράλειψη, μαγεία ή μαλακία και είπαμε να διακόψουμε την περιοδεία.

    Επιστρέφοντας σαν τον άνεμο πιάνει τον καιρό ένα ανεμογκάστρι, ένας σίφωνας, μια βρόχα δυνατή και είπα πως δεν τη βγάζουμε καθαρή και καθαροί, ας πάμε Αγροσυκιά στον θείο μου, να κοιμηθούμε σε ένα ημιτελές σπιτούδι των γονιών μου. Έτσι κι έγινε.

    Ο Σταμάτης διασκέδαζε, διότι ήταν αραχτός στην ψαροκασέλα και του ήρθε σαν μπανιέρα. Η βροχή χαμήλωσε στο Μηδέν, στα μάρμαρα του Κοτσίνη και φτάνουμε διάβροχοι και μούτσατσα στην πλατεία της Αγροσυκιάς.

    Αντικρύσαμε το γνωστό σκηνικό με τους γέροντες του χωριού αραχτούς στο καφενείο του Γιαννίκα που είχε παντρευτεί την πρωτοξαδέλφη μου, την Σόνια. Μας διηγήθηκαν αργότερα πως ο θείος μου ο Γιάννης, δεν με αναγνώρισε, μας πήρε για χόμπος και αλήτες χιπαριό και είπε ψυχρά: «του σκύλ΄τα παιδία, πατέρα κ΄εχνε;» Τονε σκουντάει ο Λίτσος και του λέγει: «τη Φέτια ο παιδάντς είναι, σίμωσον» και ο Μπαρμπαγιάννης σηκωνεται, με προσφωνεί εγκαρδίως, πηγαίνουμε στο σπιτικό του κυνηγήσαμε και σφάξαμε ένα κουνέλι, το μαγείρεψε η θεία Άννα και ξεκουραστήκαμε.

    Στην ανατολική περιοδεία ήταν όλα αληθινά και αξέχαστα και τον Αύγουστο χωρίσαμε, ο καθένας στην πατρίδα του. Εγώ βρήκα δουλειά, στα σχέδια για το στάδιο του Ηρακλή στη Μίκρα κατόπιν συστάσεων του κουμπάρου μου, ήμουν ήδη παντρεμένος, και άρχισα να ξεστραβώνομαι.

  • Διαρροές

    Επί μήνες σας είχα ειδοποιήσει για έναν «ζωντανό» δρόμο εισόδου στην Ελλάδα  από Τουρκία, μέσω Βουλγαρίας, και δη μέσω των χωριών του Κίρτζαλη που ήταν υπέρ του Οθωμανισμού από ιδρύσεως της Βουλγαρίας και δη με δημοψήφισμα από τον προπερασμένον αιώνα. Ως πότε θα «βρέχει» λαθραίους απο τις διαβάσεις της Ροδόπης;

  • Ο Δένδιας στο Σαράι

    Ασφαλώς ο Δένδιας, περιμένοντας να τηρηθεί η ιδιότυπη νηστεία του Ραμαζανιού, είχε τις εντολές του απέναντι σε ενδεχόμενο καρφάκι του Τσαβούσογλου. Μόνο που σφάλλει όποιος εκτιμά πως ο υπουργός Εξωτερικών εξερράγη και τα έσουρε στον Τούρκο ομόλογό του.

    Η όλη διαδικασία μου θύμισε την γνωστή «ομολογιακή» τακτική των πρώτων χριστιανών μπροστά σε ρωμαίο Έπαρχο που είχε κι αυτός τις εντολές του. Μόνο που δεν πιστεύω ότι καινοτόμησε. Ανάμεσα στο χρόνο που απαιτήθηκε ώστε να κλειδώσει το ραντεβού της Πέμπτης και στην πρόσφατη υπερπτήση, εκτιμώ πως όχι ο Δένδιας, αλλά υψηλά ιστάμενος Έλλην παράγων, φρόντισε, ίσως μέσω Πάιατ ή άλλης υπερατλαντικής πηγής, να προσεγγίσει αρμοδίως το περιβάλλον του Μπάιντεν, και, αν όχι να ζητήσει οδηγίες, τουλάχιστον να πάρει μια γνώμη, βρε αδελφέ, εάν ο υπουργός εξωτερικών κινηθεί με ελευθεριότητα, αυτό θα είναι αποδεκτό από την Σύμμαχό μας, που είναι και σύμμαχος του γείτονα. Άρωμα του Οβάλ γραφείου επικρατούσε στην κοινή παρουσία.

    Στόχος δεν ήταν να επισημανθεί πως οι Έλληνες έσκασαν και βαρέθηκαν από την τουρκική τακτική, αλλά εκτός από μια γενική και αόριστη ευαρέσκεια του γενικού πληθυσμού, υπάρχει και κάτι άλλο: η δυσφορία έναντι της νεοοθωμανικής τακτικής, απέκτησε μια διασυμμαχική υποστήριξη. Όχι της Ευρώπης (αυτηνής τα γρανάζια απλώς τρίζουν) αλλά της Αμερικής που όσο δυνατή και να αισθάνεται, ενόψει μελλοντικής προσάρτησης του Ντόνετσκ στην ρώσικη ορχήστρα, πως έχει ανάγκη και την παραμικρότερη δήλωση κριτικής έναντι κάτι παράξενων συμμάχων.

    Ας θεωρηθεί λοιπόν η πρωτοβουλία Δένδια, που πολύ την γλέντησα, ως εμβόλιο έναντι της ζαρωμένης αντίδρασης που με το ζόρι ασκούμε από τον καιρό του «Χόρα» και των Ιμίων, ως μία ασφαλέστατη και μη επικίνδυνη δήλωση προσχώρησης στην διαφαινόμενη αντιρωσική λίγκα που σχηματίζεται αργά εν όψει ενός «μεθαύριο». (Το «αύριο», ήτοι η προσάρτηση των ρώσικων πληθυσμών που κατοικούν την ανατολική Ουκρανία, κάποια στιγμή, θα συμβεί).

  • Αλεσάντρα Γκαλόνι

    Διαβάζω δυο μέρες τώρα, τα άρθρα που εξαίρουν το γεγονός ότι η Αλεσάντρα Γκαλόνι αναλαμβάνει την αρχισυνταξία του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters. Μόνο σε μένα χτυπάει άσχημα αυτό; Δεν θα έπρεπε σήμερα, εν έτει 2021, μια τέτοια πληροφορία να μην συνιστά είδηση; Κι όμως, αναπαράγεται από όλα τα μέσα, του ίδιου του Reuters συμπεριλαμβανομένου. Είναι αν μη τι άλλο αποκαρδιωτικό να μην θεωρείται τετριμμένο ότι μια γυναίκα θα ηγηθεί της αρχισυνταξίας του πρακτορείου, ακόμη κι αν θα είναι η πρώτη στα 170 χρόνια λειτουργίας του. Το ποσοτικό στοιχείο –αυτά τα 170 χρόνια– δεν θα πρέπει να μας αποπροσανατολίζει για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν βρισκόμαστε πλέον κοντά σε κάποια ιστορική, φεμινιστική στιγμή του 20ου αιώνα. Η κατασκευή της συγκεκριμένης πληροφορίας ως άξιας να φιγουράρει στην παγκόσμια ειδησεογραφία, θεωρώ ότι εξυπηρετεί το ακριβώς αντίθετο αφήγημα: αντί του φεμινισμού, εξυπηρετεί δηλαδή την ανδροκρατία/πατριαρχία. Οι γυναίκες, ως άλλες σουφραζέτες(;) εξαναγκάζονται να εκλάβουν την είδηση ως ένα ακόμα κατόρθωμα, με αποτέλεσμα να επικεντρώνεται η προσοχή στο φύλο της Γκαλόνι και όχι στο ότι είχε τα ουσιαστικά προσόντα για αυτή τη θέση· ενώ οι άντρες εκλαμβάνουν την είδηση ως μια πληροφορία “εξέχουσας σημασίας” η οποία όμως κομίζει τη συγκαλυμμένη αναμάσηση της υπεροχής τους: «χρειάστηκαν τελικά 170 χρόνια για να πέσει και αυτό το κάστρο!», μονολογεί υπομειδιώντας ο μονολιθικός πατριάρχης.

    Η πρακτική αυτή, πια, αποπροσανατολίζει από την αυθεντική αξιοκρατία και δημιουργεί κακό προηγούμενο. Εθίζει ύπουλα το κοινό τόσο στη αδικαιολόγητη διακριτότητα των διαφορών φύλου, φυλής/χρώματος, και σεξουαλικού προσανατολισμού, όσο και στη διαβλητότητα των κριτηρίων που συνετέλεσαν στην τελική επιλογή για τη στελέχωση της εκάστοτε θέσης. Η πρακτική αυτή επιστρέφει μπούμερανγκ και εξαναγκάζει τα εκάστοτε κινήματα σε πύρρειες νίκες όταν γίνεται κατανοητό ότι η όποια αποτυχία, του προσώπου επιλογής για την εκάστοτε θέση, δεν θα στηριχθεί σε μια κριτική που θα πατάει πάνω σε ουσιαστική επιχειρηματολογία, αλλά, ξανά, στα επουσιώδη: φύλο, φυλή/χρώμα, σεξουαλικό προσανατολισμό. Δεν μπορούμε από τη μία να εθίζουμε το κοινό να βλέπει ως κατόρθωμα, το 2021, την αναρρίχηση της Γκαλόνι στη θέση της αρχισυντάκτριας, και μετά, από την άλλη, σε μια υποτιθέμενη αποτυχία της, να περιμένουμε να μην παρεισφρήσει το φύλο της στις εξηγήσεις/αιτιάσεις για την αποτυχία της. Και το χειρότερο είναι ότι ακριβώς επειδή βρισκόμαστε στο 2021, το ότι είναι γυναίκα, δεν θα παρεισφρήσει φανερά, αλλά ύπουλα: στη σκέψη της καθεμιάς και του καθενός που παραμένει εθισμένος σε αυτή τη νοθεία της αξιοκρατίας.

  • Ο ένας πάνω στον άλλον

    Είναι τέτοια και τόση η πύκνωση των τηλεοπτικών διαφημίσεων (ήτοι πλουτίζουν οι μεσάζοντες μεσεμπόροι) ώστε εμφανίστηκε το ίδιο τραγούδι σε διαφήμιση μπίρας και μακαρονιών. Με το καλό να τριτώσει το φαινόμενο με μουσικό χάλι κυβερνητικής παρουσίασης.

  • Η ανεπάρκεια μερικών υπουργών, σπάζει κάκαλα. Το πολυσχιδές, πολυγλωσσικό, φανταιζί, κάκιστο συναπάντημα των ακυβέρνητων αρμοδίων που ονειρεύονται πως μετά το Πάσχα θα γεμίσουμε τον νεοελληνικο πίνακα με ευειδείς, ευπίστους και πειθαρχικούς Βαλκανίους, που θα διαθέτουν τα νόμιμα έγγραφα, είναι μια φρεναπάτη με την οποία πρέπει να ασχοληθούν οι θεράποντες ιατροί στο Λεμπέτι. Την ώρα που μιλάμε, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Μακεντόνκι και άλλαι φυλαί, οργανώνουν στα πεδία των νταλικιέρηδων hot spots με κέντρο ένα σκανερ κι ένα φωτοτυπικό, παράγοντας, έναντι ολίγων λέβα, ή λέκ ή ξερωγώ, επαρκή κλειδιά για την πόρτα του παραδείσου τους. Διότι «όπου ανθούν πολλοί υπουργάρες που πιάνουν στασίδι στα κανάλια, όχι μόνον αργεί να ξημερώσει, αλλά κυριαρχεί νύξ αξημέρωτη και κουκουβαγάτος».