Blog

  • Ξεστοκάρισμα σκοτεινών υποθέσεων

    Δεν είναι ζήτημα κυβέρνησης και αντιπολιτεύσεων, αλλά νομίζω συμφωνούμε πως μια άνισης τελεολογίας κυβέρνηση, που δείχνει έστω υποκριτικό σεβασμό στον προγραμματισμό, όπως η μητσοτακίζουσα, ή «σαν μια ξένη φορτική», έχει ανάγκη προκειμένου να την θυμόμαστε ωσάν ονείρωξη κακιάς πεθεράς, από μιαν αντιπολίτευση φίνα, πανέξυπνη, που «κολλάει» σε κάθε ζήτημα ωσάν φλύκταινα χταποδιού και όποτε διαγνώσει μηχανιστικά λειτουργική αντίδραση, όπως το σέρτικο «ξεστοκάρισμα», γίνεται το ίδιο εχθρική προς τον λαλήσαντα όπως και προς τον πρωθυπουργεμένο.

    Παρακολουθώντας από τις όποιες ειδήσεις πως τσακώσανε τον κύριο Φουρθιώτη να πλάθει όχι κουλουράκια, αλλά συμπαιγνία με δύο επαγγελματίες του εκτελεστικού τομέα, με δείκτη αληθείας την χρήση ενός ταυτοποιημένου καλάσνικοφ, σκέφτηκα την νύχτα ένα ζήτημα που θέλει διερεύνηση και είναι πράγματι ξεστοκαρισμένο. Ποιο ζήτημα;

    Αλήθεια, είναι πρωτοφανές να προσλαμβάνονται άνθρωποι της πιάτσας προκειμένου να δώσουν στις διωκτικές αρχές την αίσθηση της δράσης «παρανόμων στοιχείων;».

    Κοντολογής, μόνον ο Φουρθιώτης σκέφτηκε να προσποιηθεί τον διωκόμενο και τον απειλούμενο, προκειμένου να κερδίσει κάτι, στην περίπτωσή του να αλλάξει γνώμη το κράτος και να του παρέχει αστυνομική προστασία;

    Δεν υπήρξα αστυνομικός ρεπόρτερ, μήτε πρόκειται. Αλλά από το στοκ της προσωπικής καχυποψίας, σκέφτηκα πως η υπόθεση Φουρθιώτη, που αγγίζει στοιχεία από τον «Ηλία του 16ου» («δε με ξέρεις δε σε ξέρω, υποφέρεις κι υποφέρω») έως τις αμέτρητες συμπαιγνίες για τον έλεγχο μαγαζιών, το τρύπημα ΑΤΜ, των ανθρώπων της νύχτας και τους Έλιοτ Νες των αρχαγγέλων της καταστολής, για μένα βοά πως δεν έγινε κάτι πρωτοφανές, πως υπάρχουν συνδέσεις φυλακισμένων, συμμοριών, «καθαρών» μπερδεψομπούτηδων και τύπων της πιάτσας που παίζουν σε πολλά ταμπλώ, με «καθαρούς» πολίτες που «σπρώχνουν» προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση τις υποθέσεις τους για ίδιο συμφέρον.

    Ας κάνω μια υπόθεση εργασίας, όχι ως ερευνητής του FBI, αλλά ως συγγραφέας που πάντα ξεστοκάρει από τις αναμνήσεις του, something stupid που μπορεί και να αληθεύει.

    Πόσα γαζώματα σφαιρών σε τοίχους πρεσβειών και κατοικίες πολιτών, έπαιρναν πτυχίο «τρομοκρατικής οργάνωσης»;

    Πόσα τηλεφωνήματα και κώδικες φυλακισμένων αφορούσαν το πληρωμένο έγκλημα;

    Γιατί ο Γιαγκούλας και οι λήσταρχοι του τόπου πέρασαν όλοι φάση παραγνωρισμένης ιδιοφυίας;

    Πόσο μπλεγμένοι σε αυτά είναι διάφοροι μετερχόμενοι το λειτούργημα του δημοσιογράφου και άλλοι, ανεπιλήπτων επαγγελμάτων, οργανώνουν «σκοτεινές απειλές της σφαίρας» καταχωρημένες πάντα στο κοινό ποινικό τσαΐρι;

    Τεχνικό ερώτημα: ένας ιατροδικαστής, είναι σε θέση ερευνώντας μια τρέχουσα δολοφονία ή τραυματισμό εντός των πλαισίων ενός εγκλήματος, να συσχετίσουν κάποια συμπαιγνία εντολής δολοφονίας που δεν σχετίζεται με την παραβατικότητα συμμοριών, αλλά με μια καλά μασκαρεμένη επιχείρηση σε ένα λιβάδι με δήθεν αθώους;

    Μην εξάπτεσθε. Συγγραφικά και όχι αστυνομικής υφής είναι αυτά τα ερωτήματα.

    Απλώς σκέφτηκα πως πολλά τεμάχια του οργανωμένου εγκλήματος και άλλα, τρομοκρατικά, μπορεί κάλλιστα να αφορούν άλλον τύπο, εντός των πλαισίων της Καμόρα.

    Και η φρικτή αγωνία των (συγγραφικών) συλλογισμών μου, οφείλεται στην υποψία μήπως η δολοφονία Καραϊβάζ και άλλων ανθρώπων, είναι προϊόν της μισθοφορικής αντίληψης συγκεκριμένης φάρας ανθρώπων που επαγγέλονται τον κακοποιό αλλά τηρούν την αγάπη στη μανούλα τους και τις μπλαζέ συνήθειες του Έλληνα Βαλκανίου.

  • Την ώρα που θα νιώθεις δυστυχής κρατώντας το ποτό σου σ΄ένα βουβό μπαρ, φαντάσου ότι εκείνη την στιγμή μπορεί να έπαιζε το «να μου πετάς συσκευασίες μαργαρίνης» και οκ.
  • Την ώρα που θα νιώθεις δυστυχής κρατώντας το ποτό σου σ΄ένα βουβό μπαρ, φαντάσου ότι εκείνη την στιγμή μπορεί να έπαιζε το «να μου πετάς συσκευασίες μαργαρίνης» και οκ.
  • Η ακατανόητη ατάκα

    Ο κύριος Τζανακόπουλος ανήκει σε μια ακατανόητη γενιά, την γενιά των παιδιών μου, άρα για την εσθλαβωμένη μου συνείδηση, μυρίζει γαλατίλα και θα την αποπνέει ακόμη κι όταν θα είμαι στο νεκροτομείο. Βλέποντας πως κόντεψε να γίνει πρωτοσέλιδο τις προάλλες, ήμουν σίγουρος πως έπεσε άθελα του σε μια «ρητορική παγίδα» απ΄αυτές που μοιάζουν με τα παμπάλαια δόκανα με τα οποία παγίδευαν άγρια ζώα και την βλέπαμε στα «κλασικά εικογογραφημένα».

    Συγκεκριμένα, οι αντίπαλοί του φρύαξαν (και οι σύμμαχοί του διέψευσαν) επειδή σε ένα ηχητικό σπόλιο υποτίθεται πως υπόσχεται πως οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι στο απυρόβλητο. Πότε; Στο μέλλον, όταν θεωρεί πως θα αντικαταστήσει τον Σκέρτσο ή τον δεινό πολιτικό Θεοχάρη. Σηκώθηκε η σχετική αντάρα, αλλά και η υπεράσπισή του από φιλικές του εφημερίδες.

    Στην ουσία, η «επίμαχη πρόταση» θα τον συνοδεύει, βρυκολακιασμένη και χωρίς κάτω γνάθω εσαεί. Όχι διότι αριτσώθηκανοι δημόσιοι υπάλληλοι — δύο αιώνων εμπειρίες δεν στήθηκαν άσκοπα, αλλά διότι ήκαμε το μέγα, το ανυπόφορο λάθος να μιλήσει για «εκκαθάριση».

    Ακόμη κι αν έλεγε «θα διώξω, θα απολυσω, θα τους αλλάξω τον αδόξαστο» δεν θα ενοχλούσε κανέναν. Διότι ο δημόσιος υπάλληλος δεν θίγεται από απροσγείωτες απειλές. Ακόμη κι αν διωχθεί, ξέρει πως θα επανέλθει, εάν το κρίμα του σχετίζεται με την απόδοσή του. Σε ένα κράτος όπου υπάρχουν ακόμη «βαρδιάνοι» ήτοι παρατηρητές του θαλάσσιου ορίζοντος, μη και εφάνη κουρσάρικο σκαρί, η λέξη «εκκαθάριση» προκαλεί συναγερμό. Δεν εξηγώ το γιατί — είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνετε πού το πάω.

    Όσον καιρό πολιτεύεται ο κύριος Τζανακοπουλος, η λέξη θα τον συνοδεύει. Δεν ξέρω αν θα είναι «εκκαθαριστής» με εισαγωγικά ή μεταφρασμένη σε ιερογλυφικά, αλλά τηνε πάτησε. Ακόμη κι αν ισχύει πως εννοούσε τα γνωστά σιχαμερά νήματα που τυλίγουν την χρηστή διοίκηση ωσάν τα αόρατα δεσμά με τα οποία ο Ήφαιστος έδεσε την Αφροδίτη και τον Άρη, θα έπρεπε να γνωρίζει πως οι επίδοξοι κυβερνήτες δεν διανοήθηκαν να ξηλώσουν αυτούς τους μηχανισμούς, αλλά τους συντηρούν ευλαβικά.

    Αλλού θέλω να καταλήξω: δεν καταλαβαίνει ο άνθρωπος ότι μπροστά του βρίσκεται ένα βουνό μπαγιάτικα καρβέλια, τα οποία αυτός και το κόμμα του πρέπει να καταπιεί, πριν φανεί στον ορίζοντα η Εξουσία;

    Τιμίως, κυριε Τζανακόπουλε, σκεφτείτε κάτι κεντροαριστερό, αποκτήστε το, πλαισιώστε το με φίλους και οπαδούς και συγκεντρώστε τις γενιές της ηλικίας σας προς την Εξουσία. Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των ψηφοφόρων που θα σας ακολουθήσουν. Το πρόβλημά σας είναι ο αρχηγός σας και στέκει εμπόδιο στην αντικατάσταση της Φαμίλιας και του πρωθυπουργικού εκπροσώπου της, καθώς ο πνευματικός του ορίζοντας είναι πολύ στενός και διέπεται από αραλίκι και μηχανιστική αντίληψη της Πολιτικής. Αλλά πριν το πράξετε, οργανώστε ένα δικό σας πρόγραμμα, σε έναν αχρησιμοποίητο ρητορικο χώρο, για την ακρίβεια, μεταξύ Κουρουμπλή και Ξενογιαννακοπούλου.

  • Μεγαλοβδόμαδο, ζύγωσε η Ανάσταση

    Το μεγάλο δίλημμα που ταλανίζει το ελληνικό έθνος: να καταργηθεί η διαδημοτική μετακίνηση με SMS αμέσως μετά το Πάσχα ή να περιμένουμε 10 μέρες ακόμα με την απελευθέρωση των διαπεριφερειακών μετακινήσεων; “Ώρα αποφάσεων”, γράφει η Καθημερινή και νιώθω κόμπο στο λαιμό από το βάρος της ευθύνης. Όλοι συναισθανόμαστε το σημαντικό του διλήμματος στην κατανόηση της επιδημιολογίας του ιού και στην οριστική νίκη του ανθρώπου.

  • Η δύναμη της ψήφου και άλλες σάχλες

    Έχει προδομένο αφτί ο αρχηγός; Είναι η νύχτα τιποτένια κι ο βοριάς επίμονος; Αχ, ακόμη κι αν ήμουνα Χάζαρος και Τούρκος, θα΄χα γαλήνη στην ψυχή τις νύχτες της βροχής. Όχι τώρα, που είμαι ταξιδάκι, φουσκώνουν τα περίπτερα κι ο ήχος απορεί.

    Καλοκαίρι1984, άκουγα στο Ηράκλειο τους στίχους κάποιου που μου έμοιαζε σε ένα συρίγγιο του καιρού σε ένα μακρόστενο θέατρο. Έκτοτε δεν ασχολήθηκα με ποίηση, τουλάχιστον δημόσια, αλλά οι πνοές της νήσου Κρήτης με ανησυχούσαν. Μερικά χρόνια πριν, είχα συνυπάρξει με έναν «αντιδήμαρχο της Λευκωσίας» στην πρόσφατη τουρκοκυπριακή κυβερνητική δομή, έκανα όποια φασαρία μπόρεσα, αλλά ματαίως. Και τώρα, ένας του ΟΗΕ, ένα ψευδοκράτος, η Κύπρος, η Ελλάδα και η Τουρκία, μαζί με έναν βρεττανό που λάκκισε λόγω Brexit από την Ευρώπη αλλά διατηρεί το δικαίωμα να είναι «εγγυήτρια δύναμη» της ύπαρξης της Κύπρου, μαζεύτηκαν στην Γενεύη για να τσακωθούνε. Μόνον η Ελλάδα και η Κύπρος πιστεύουν σε ένα κυπριακό κράτος, έστω χωρισμένο σε διζωνική ομοσπονδία. Οι άλλοι, θα απαιτήσουν και θα κερδίσουν με πλειοψηφική ψήφο, αυτά που θέλει ο Ερτοάν, ο Τατάρ και ο τέως αποικιοκράτης Άγγλος: δύο χωριστά κράτη.

    Eμ και ο ΟΗΕ, που τον έχουμε φορτώσει με τόσες αποφάσεις υπέρ της ενιαίας Κύπρου, τι ζητά σε αυτό το πονηρό παζάρι;

    Και γιατί δεν αρνηθήκαμε να λάβουμε μέρος; Τι γυρεύει ο Δένδιας και ο Αναστασιάδης στην κοιλάδα με τα αγγουράκια; Αμφότερες ανήκουν στην Ε.Ε., αλλά δεν την εκπροσωπούν. Βρίσκονται στη Γενεύη για να τα βροντήξουν. Και οι υπόλοιποι, που θα μείνουν, θα «καταγγείλουν» τους Ρωμιούς και θα ψηφίσουν τα δύο χωριστά κράτη με τρεις ψήφους υπέρ και δύο απουσίες.

    Εντέλει, έχει προδομένο αφτί ο αρχηγός, και μάλλον περήφανα αφτιά…

  • Πάμε μπουζούκια;

    Για πρώτη φορά είδα μπουζούκια μέσα από τα μάτια του Γιάννη Δαλιανίδη. Γυναίκες ντυμένες με χάρτινα φουστανάκια Μανίνα-Κατερίνα, ξανθά κοντά μαλλιά, ασάλευτα από τη λακ, και μελαχρινές, ντίβες από γεννησιμιού τους, που καπνίζουν λοξά. Άνθρωποι καθιστοί σε πλήρη ηρεμία και τάξη, πίνουν βερμούτ σε μπομπέ ποτήρια, τρώνε φρουτάκια κομμένα με τσέρκι αστεράκι.

    Η ορχήστρα γρατζουνάει σβηστά όργανα. Λατρεμένο κάδρο του Γιάννη, κοντινό στην τραγουδίστρια με το παχύ αϊλάινερ, που στηρίζεται σε δοκάρι και ανοιγοκλείνει το στόμα χωρίς να πετυχαίνει το πλέι μπακ. Η πίστα είναι απάτητη σαν το φεγγάρι. Σημαιάκι καρφώνουν μόνο τα μπαλέτα του Μεταξόπουλου και του Σειληνού. Στα όνειρα, μας ξεσηκώνει η τσίτσιδη Καραγιάννη με τα τούλια, τις σκέτες χάντρες κολλημένες αντί για εσώρουχα και το μπέλι ντανς που ανασταίνει νεκρούς.

    Σαν παιδάκι, κοιμήθηκα πολλές φορές σε ενωμένες καρέκλες ακούγοντας Στράτο σε ντουέτα στόμα με στόμα με το αίσθημα. Ο κόσμος αρρωσταίνει με τους στίχους του Μουσαφίρη. Το συναίσθημα τους χτυπάει στο στήθος, εκεί φωλιάζουν και οι γαρδένιες. Στην πίστα αιωρούνται πεντοχίλιαρα και σατέν πειρασμοί.

    Έφηβη πηγαίνω συνειδητά στον Μαργαρίτη που τσαλακώνει το στόμα με τραγουδιστικά τσαλίμια, ατμός Iron Maiden, σόλα ηλεκτρικό μπουζούκι. Έχουμε περάσει στα γαρύφαλλα, τα μικρόφωνα έχουν ακόμα καλώδιο, πρώτο όνομα δεν υπάρχει, όποιος είναι στην πίστα μαζί του είναι φίρμα. Κάποια ακούει στο όνομα Στανίση, άλλη στο Άντζελα. Ο χορός είναι ελεύθερος, το ίδιο νιώθουν και οι παρευρισκόμενοι. Αργότερα ερωτεύομαι τον Αδαμαντίδη και έχω την ευκαιρία να του το πω στο αυτί, το οποίο μάλλον δεν ιδρώνει. Βγάζουμε φωτογραφίες, δέχεται κέρασμα ουίσκι σε νεροπότηρο. Τα πανέρια με τα λουλούδια ακόμα έχουν νορμάλ τιμή και είναι ψάθινα. Κλείνουν σπίτια από κουμπάρες ξεμυαλίστρες. Μισά μπουκάλια αλκοόλ, κάβα για την επόμενη.

    Τα χρόνια περνάνε. Ανεβαίνουμε πίστα. Ρουβάδες στο Ρεξ κάνουν πτήσεις ντυμένοι άγγελοι, πάνω από τα κεφάλια γλεντζέδων, πρόθυμων να πληρώσουν 200 ευρώ τη φιάλη ουίσκι, μπάρμπι με φορέματα αλουμινόχαρτο και τσαντάκια όσο ένα πακέτο τσιγάρα χορεύουν ξεκούρδιστες, το δισκάκι με τα παρελκόμενα έχει ανανά και μάνγκο, ποζάρουν στον κομπάρσο φωτογράφο κλείνοντας τα μάτια στο φλας που αστράφτει, πληρώνουν όσο-όσο για καλύτερη λήψη και ας έχει κόκκινα μάτια. Φτάνουν στην τουαλέτα παραπατώντας, χωρίζουν, ερωτεύονται, πεθαίνουν, ξαναγεννιούνται μέχρι να τελειώσει το δεύτερο πρόγραμμα. Αυτό μ’ αρέσει λιγότερο. Στην ίδια Αθήνα, ο Καρράς δεν κόβει το προγούλι, ούτε ο Τερζής βγάζει τα φρύδια του. Ο Γονίδης εντάξει, το φορεί το στρας και ο Γιώργος την υποστηρίζει την φούστα.

    Είδα για λίγα λεπτά το «Βινύλιο» και το αφιέρωμα στα ξενυχτάδικα (αν και αυτοί ό,τι εκπομπή και να κάνουν, εγώ θα τους λέω «Αρβύλα»). Παρουσίασαν τους θαμώνες των λαϊκών κέντρων με την αισθητική του Σεφερλή, γιακάδες, τριχωτά στήθη, κραυγές Νεάντερνταλ. Δεν παρέλειψαν να κάνουν παρωδία την δυνατή σκηνή, από το «Όλα είναι δρόμος» του Βούλγαρη κι έσπασαν με βαριοπούλα λεκάνη τουαλέτας στο πλατό, χωμένοι σε βουνά χαρτοπετσέτας και μωβ λεντ.

    Αν και κάθε εποχή έχει τα δικά της, όλες έχουν κάτι κοινό. Ανθρώπους που αισθάνονται τα λαϊκά τραγούδια με το κλειδί της ποίησης. Χαρά, θλίψη, καψούρα, παράπονο. Ηχητική παρακεταμόλη. Πάντα θα υπάρχει αυτός που γίνεται λειώμα για ένα κορμί σαν χέλι, και κάποια θα την στέλνουν στον Άδη τα βήματα ενός ντελικανή που χορεύει ζεϊμπέκικο.

    Βλέπετε, κύριε Κανάκη, δεν άκουγαν όλων μας οι γονείς τους Led Zeppelin.

  • Ο Ξένος

    — Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Τατουάζ, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, Μεταίχμιο, 2019.

    Ο Πέπε Καρβάλιο, ο ήρωας ντετέκτιβ του Μονταλμπάν, είναι μια περσόνα που στέκεται έξω από το καλούπι του ντετέκτιβ που έχουν επινοήσει ακόμη και οι εκπρόσωποι της καλύτερης αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Καρβάλιο λοιπόν είναι κάτι πέρα και πάνω από τις περιγραφές που του προσάπτουν συνήθως όσοι τον παρουσιάζουν ως έναν Φίλιπ Μάρλοου, έναν Σαμ Σπέιντ, έναν Άντονι Μπουρντέν, και ίσως και ως ένα νεαρό Λένιν. Όταν επιστρατεύονται τόσοι λογοτεχνικοί και πραγματικοί χαρακτήρες για την περιγραφή ενός φαλακρού και υπέρβαρου Καταλανού που ασκεί το επάγγελμα του ντετέκτιβ κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, έχουμε μάλλον να κάνουμε με μια περίπτωση που αξίζει ειδική μνεία. Το «Τατουάζ», όπως μας πληροφορεί και ο υπέρτιτλος στο εξώφυλλο της πρόσφατης μετάφρασης από την Αγγελική Βασιλάκου, είναι «Η πρώτη περιπέτεια του Πέπε Καρβάλιο». Και ως τέτοια, διαβάζεται ως μια “αρχαιολογία” του χαρακτήρα που έπλασε ο Μονταλμπάν σε ένα διάστημα τριάντα περίπου ετών μέσα από δεκαπέντε βιβλία. Η καλαίσθητη έκδοση συμπληρώνεται με το εξαιρετικό επίμετρο της Ελένης Παπαγεωργίου, «Καίγοντας βιβλία στη Βαρκελώνη», που επικεντρώνεται περισσότερο σε μια παρουσίαση του διάσημου ήρωα του Μονταλμπάν παρά στον σχολιασμό του «Τατουάζ».

    Στο «Τατουάζ», το πτώμα ενός νεαρού άνδρα χωρίς πρόσωπο αλλά με ένα τατουάζ στην πλάτη, βρίσκεται να επιπλέει στη θάλασσα. Ο Καρβάλιο θα κληθεί να ανακαλύψει την ταυτότητά του. Η υπόθεση, πιστή στις γνωστές επιπλοκές του επαγγέλματος, θα τον εγκλωβίσει σε κάτι κατάτι διαφορετικό από αυτό που είχε αρχικά συμφωνηθεί με τον εργοδότη του.

    Μπορεί λοιπόν το συγκεκριμένο βιβλίο, κοιτώντας το από το βάθρο της αίγλης του χαρακτήρα στον οποίο εξελίχθηκε τελικά ο Καρβάλιο, να φαντάζει πρωτόλειο, αλλά, μια προσεκτικότερη ανάγνωση αποκαλύπτει ότι τα βασικά στοιχεία αυτού του χαρακτήρα βρίσκονται ήδη στη θέση τους. Η αγάπη του για το καλό φαγητό και το καλό κρασί, το κάψιμο των βιβλίων του, ο έρωτας για την ιερόδουλη Τσάρο, αλλά και για τη Βαρκελώνη –που συνιστά μια ιδιότυπη μορφή ιερόδουλης– είναι μερικά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Καρβάλιο και ενυπάρχουν ήδη στο «Τατουάζ». Το ότι κάποιος μπορεί να διακρίνει όλα αυτά τα στοιχεία, από το πρώτο κιόλας βιβλίο μιας σειράς που ξεδιπλώθηκε σε βάθος τριάντα ετών, υπογραμμίζει τη μυθοπλαστική ικανότητα του δημιουργού της, που, παρά την επιτυχία που γνώρισε ο ήρωάς του, παρέμεινε πιστός στις προγραμματικές του δηλώσεις.

    Το βιβλίο όμως, γραμμένο το 1976, κάνει τον Καρβάλιο, ειδικά στο πώς συμπεριφέρεται στις γυναίκες, να φαντάζει σήμερα όχι μόνο αγροίκος αλλά και μισογύνης. Εμποτισμένο όπως είναι το μυαλό του αναγνώστη από την υστερία του #metoo δεν μπορεί παρά να φορτιστεί αρνητικά. Η φόρτιση αυτή όμως δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο για κάτι πολύ σημαντικότερο που κρύβεται ακριβώς πίσω από αυτή του τη στάση: ο Καρβάλιο μοιάζει εξαιρετικά με τον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ, γιατί ο Καρβάλιο είναι ένας ξένος στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Και μοιάζει στον Ξένο όχι μόνο γιατί αρνείται κατηγορηματικά να παίξει το παιχνίδι των συμβάσεων και των συμβιβασμών, ακόμη και μέσα σε ένα τόσο στενά οριοθετημένο περιβάλλον όσο το επάγγελμα του ντετέκτιβ, αλλά και γιατί αγκαλιάζει τον κόσμο με την αηθικότητα της κυριαρχίας των αισθήσεων. Προσέξτε πώς ο Μονταλμπάν τον προικίζει με μια πλειάδα αντιφατικών χαρακτηριστικών: πρώην κομμουνιστής και πρώην πράκτορας της CIA, πρώην διανοούμενος που καίει τα βιβλία του, πρώην μαρξιστής που τώρα ενδιαφέρεται για το χρήμα. Ο Μονταλμπάν, μέσα από τον ήρωά του, θα ασκήσει πίεση όχι μόνο στο αστυνομικό μυθιστόρημα ως είδος (genre), αλλά θα σταθεί επικριτικά και σε αυτή την προσκόλληση της κουλτούρας στον διεξοδικό και αυτοαναιρετικό μηρυκασμό τής σπουδαιότητάς της. Έναν μηρυκασμό που φωτογραφίζει την οίηση και την κομπορρημοσύνη του πνεύματος, και κατ’ επέκταση των διανοούμενων (τι λέξη κι αυτή, αλήθεια;!), απέναντι στον εαυτό τους. Έτσι, το περίφημο κάψιμο των βιβλίων του, στο οποίο επιδίδεται συστηματικά ο Καρβάλιο, ανάγεται όχι μόνο σε ευσύνοπτη κριτική στο περιεχόμενό τους αλλά και σε μομφή απέναντι στην αστική εμμονή της ανάγνωσης και συλλογής βιβλίων εις βάρος μιας ζωής αφιερωμένης στον αδιαπραγμάτευτο εμπειρισμό των αισθήσεων. Ο Μονταλμπάν, μέσω του Καρβάλιο, μοιάζει να μεμψιμοιρεί για τη ζωή που του στέρησε η μόρφωση ανάγοντας τη σάγκα του ήρωά του σε μια νουάρ ελεγεία του πνεύματος. Ο Μονταλμπάν, μέσω του Καρβάλιο, φαίνεται διαρκώς να υποδεικνύει το παράδοξο της κουλτούρας που η κοπιώδης πορεία προς την απόκτησή της μοιάζει με την ανάγνωση εγχειριδίου χρήσης για την ίδια τη ζωή· εγχειριδίου που μοιάζει να ολοκληρώνεται μόνο όταν η ίδια η ζωή, φευ, φτάνει στο τέλος της. Έτσι, η λατρεία του Καρβάλιο για το καλό φαγητό και το κρασί δεν συνιστά μόνο ειρωνεία απέναντι σε άλλη μία εμμονή των αστών αλλά και μέσο εξιλέωσής του. Το φαγητό για τον Καρβάλιο είναι ό,τι είναι η κόκα για τον Σέρλοκ Χολμς και το αλκοόλ (ή οι γυναίκες) για τον Φίλιπ Μάρλοου. Και ο Καρβάλιο τρώει ασταμάτητα μαγειρεύοντας τελετουργικά ο ίδιος τα εδέσματά του αφού πρώτα ξετρυπώσει τις απαραίτητες πρώτες ύλες με τον ζήλο ενός πρωτόγονου λαγωνικού-κυνηγού-τροφοσυλλέκτη.

    Προς το τέλος του βιβλίου, σε ένα κεφάλαιο πριν τη λύση του “μυστηρίου”, ο Καρβάλιο, δι’ ασήμαντον αφορμήν, θα αποπειραθεί να σκοτώσει και τελικά θα ξυλοκοπήσει τον θαμώνα ενός μπαρ με τον οποίο έχει συναντηθεί τυχαία και ο οποίος δεν παίζει κανένα ρόλο στην υπόθεση που τον απασχολεί. Ο χαρακτήρας αυτός, που εμφανίζεται ως καθηγητής ιστορίας και μιλάει στα αραβικά, επιμένει σε μια αινιγματική ερώτηση: «[…] γίνεται να ξέρεις την ιστορία της Ισπανίας χωρίς να ξέρεις αραβικά;». Υποστηρίζω ότι αυτό το περιστατικό, το οποίο δεν έχει συνέχεια αλλά ούτε και συνοχή με το υπόλοιπο βιβλίο, διαβάζεται ως κλείσιμο του ματιού τού συγγραφέα στις καμικές αρχές τού Καρβάλιο.

    Δεν υπάρχει λογική εξήγηση ή δικαιολογία για τα σφάλματα στα οποία υποπίπτει και για τα εγκλήματα τα οποία διαπράττει ο Καρβάλιο σε αυτή την πορεία του προς την εύρεση των απαντήσεων που αναζητά. Η καταδίκη, αν έρθει, θα έρθει από τον αναγνώστη με τη μορφή λατρείας, γιατί ο Πέπε Καρβάλιο θα παραμείνει αυτός που αρνήθηκε να ακολουθήσει τους κανόνες. Θα παραμείνει πάντα ένας αποσυνάγωγος, ένας «Ξένος».

  • Έφερνε η νονά ή η θεία το σοκολατένιο λαγουδάκι. Έτρωγες το κεφάλι κι εκείνο έστεκε ακέφαλο για να το αποτελειώσεις αργότερα βλέποντας την Κάντυ να την χτυπά αλύπητα η μοίρα και μετά αναρωτιόντουσαν τι συμβαίνει στο παιδί και φοράει όλο μαύρα και ακούει Βauhaus.