Αυτά στην Ευρώπη την ώρα που στην μητρόπολη του Καπιταλισμού, ο Πρόεδρος Biden τάσσεται υπέρ της κατάργησης της πατέντας στα εμβόλια, περιορισμός που υπαγορεύεται από την TRIPS, τη συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights) σε πλαίσιο Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Η κατάργηση αυτή θα βοηθήσει φτωχότερες χώρες να επισπεύσουν τον εμβολιασμό δισεκατομμυρίων. Μην πλανιέστε – ο Biden είναι τόσο φιλάνθρωπος όσο αγνή φιλανθρωπία είναι ο στόχος του Clinton Foundation. Διαθέτει όμως την αυτονόητη προνοητικότητα ηγέτη που γνωρίζει ότι σε παγκοσμιοποιημένη οικονομία που λειτουργεί με αλυσίδες αξίες, δεν συμφέρει κανένα να παραμένουν εκατομμύρια ανεμβολίαστοι για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Προνοητικότητα που λείπει από την ΕΕ και βέβαια από την την Ursula von der Leyen. Η οποία αν διέθετε το ελάχιστο ηγετικής ικανότητας αντί να ψέλλιζε εεμ… και να ‘βρισκε παράταιρη θέση στον καναπέ, θα κοίταζε τον Ερντογάν στα μάτια και θα απαιτούσε καρέκλα πριν τον αφήσει να παίξει το παιχνίδι του εμπλέκοντας επιδεικτικά και τα δικαιώματα των γυναικών.
Αυτό το αμήχανο εεμ… συνοψίζει τον τρόπο που ασκεί τη γενική αναποφασιστικότητά της η by the book ΕΕ. Θλιβερό σε σύγκριση με την αποφασιστικότητα που επέδειξε στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Προέδρος των ΗΠΑ.
Την Τετάρτη 19 Μαΐου [2010] οι εφημερίδες δημοσίευσαν ολοσέλιδη επιστολή (με ημερομηνία της προηγουμένης) του Ανδρέα Βγενόπουλου προς όλους τους εργαζόμενους της Marfin Egnatia Bank. Σε δεκαπέντε παραγράφους, ο Βγενόπουλος απευθύνεται τύποις στους «συναδέλφους» αλλά ουσιαστικά στο Μέγα Πανελλήνιον.
Σε αυτή την δημόσια επιστολή, ο Βγενόπουλος επαναλαμβάνει πέντε φορές ότι η λάσπη «δεν μας αγγίζει», γεγονός που από μόνο του δημιουργεί βάσιμες αμφιβολίες για το αλάσπωτο του ανδρός. Ακόμη και αν το θεωρήσουμε ως ρητορικό σχήμα ενός απλού ανθρὠπου που ανέβηκε πάνω από τις δυνατότητές του (η Ελλάδα έχει γεμίσει από δαύτους), θυμίζει την περίπτωση κατηγορουμένου που αποφασίζει να υπερασπιστεί εαυτόν στο δικαστήριο άνευ συνηγόρου, με τις αναμενόμενες συνέπειες. (Ένας φίλος είχε διατυπώσει παλαιότερα την άποψη ότι Το πολύ σινεμά βλάπτει αλλά δεν είναι πια σίγουρος: ΟΛΟΙ γύρω μου παίζουν σε ταινία δικής τους εμπνεύσεως, και τελικά ο βλαμμένος είμαι εγώ που δεν πάω σινεμά).
«Ολοκλήρωσα σήμερα τη δική μου έρευνα για τις συνθήκες της άνανδρης δολοφονίας», μας πληροφορεί στην αρχή ο σούπερ μη εκτελεστικός Πρόεδρος [όλες οι υπογραμμίσεις δικές μου]. Όμως η έρευνά του δεν αρκεί: «Το τζάμι χτυπήθηκε με αλλεπάλληλα χτυπήματα από δύο βαριοπούλες και, παρόλο που δεν έσπασε, σε κάποια σημεία υποχώρησε και κάπου ανοίχτηκε μια τρύπα υπό συνθήκες που ασφαλώς θα μας εξηγήσει το πόρισμα των ανακριτικών αρχών».
Τώρα, ποιο είναι αυτό το τζάμι που δεν σπάει μεν, αλλά ανοίγεται κάπου μια τρύπα με μη συμβατικές διαδικασίες που θα τις εξηγήσει η άλλη έρευνα, δεν το γνωρίζω. Ίσως το γνωρίζει ο Χαρδαβέλλας. Όπως θα μας εξηγήσει και τη συνέχεια που παραθέτει ο Βγενόπουλος: «Από εκεί [την τρύπα] πετάχτηκαν ειδικές μη συνηθισμένεςβόμβες μολότοφ και αδειάστηκε το περιεχόμενο ενός μπιτονιού, το οποίο περιείχε ένα ειδικό εύφλεκτο υγρό που προκαλεί άμεσα πυκνό καπνό και συνθήκες ασφυξίας».
Ποια είναι αυτά τα ειδικά υλικά, ο Βγενόπουλος τα ξέρει ήδη (αφού δεν επικαλείται το πόρισμα των ανακριτικών αρχών) αλλά δεν τα κατονομάζει, για να μην τα πληροφορηθεί η Αλ Κάιντα και θρηνήσουμε κι άλλα θύματα διεθνώς. Και καταλήγει, αφού θεωρεί ότι έχει απαντήσει στα περισσότερα ερωτήματα που έθεσε: «Αναπάντητο όμως μένει το ερωτηματικό σε ποια Πολιτεία και σε τι κοινωνία ζούμε επιτέλους».
Αναρωτιέμαι κι εγώ. Όπως αναρωτιέμαι γιατί χρησιμοποιεί το ερωτηματικό αντί του ερωτήματος, και αν τον βοήθησε στη σύνταξη της επιστολής ο Νίκος Τιαμτσίκας.
Ο Αλέξης Τσίπρας πάλι δεν πρέπει να τον βοήθησε. Όχι γιατί οι δυο τους (Τσίπρας και Βγενόπουλος) είναι στα δικαστήρια, αλλά γιατί ο Τσίπρας εγένετο πατέρας και είχε (ελπίζω) άλλες προτεραιότητες αυτές τις μέρες. Μία από αυτές ήταν να εκδόσει την Πέμπτη 20 Μαΐου ανακοίνωση τριών παραγράφων (ως γραφείο τύπου του προέδρου του Συνασπισμού) στηλιτεύοντας όσους τον κατηγόρησαν ότι πλήρωσε πολλά στο μαιευτήριο. Το στυλ είναι το γνωστό και απαράμιλλο στυλ του Προέδρου, δεν χωρά αμφιβολία:
«Ο πρόεδρος του Συνασπισμού Αλέξης Τσίπρας, ευχαριστεί από βάθους καρδιάς όλους όσους του ευχήθηκαν για την γέννηση του παιδιού του. Πρόκειται για ένα γεγονός που γεμίζει με ιδιαίτερη συγκίνηση κάθε άνθρωπο που γίνεται γονιός».
Αναρωτιέμαι: ποιο είναι αυτό το ένα γεγονός; Η γέννηση, ή οι ευχές (οπότε είναι πολλαπλά γεγονότα); Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι απολύτως περιττή η δεύτερη πρόταση; Ίσως όχι για έναν πολιτικό. Συνεχίζει ὀμως ο Τσίπρας να νομιμοποιεί την πολιτική διάσταση της γέννησης του παιδιού του [θα μου επιτρέψετε: καημένου παιδιού του] αφού ο ίδιος το σέρνει στο δημόσιο διάλογο:
«Εν τούτοις μερίδα των ΜΜΕ και των blogs, με πλήρη συναίσθηση και με στόχο να υπάρξει απαξίωση στο πρόσωπό του προέδρου, χρησιμοποίησε το συμβάν διακινώντας πληροφορία για μεγάλη καταβολή αμοιβής νοσηλίων της γέννας».
Στο μυαλό του Τσίπρα, δεν υπάρχει μεγάλη αμοιβή, μόνο μεγάλη καταβολή [θα μου επιτρέψετε: και άλλα ηχηρά παρόμοια]. Μιλάει παρακάτω για «κατασκευασμένη αλήθεια», αλλά περί της ταμπακιέρας, κουβέντα. Δηλαδή, όλα τα μαιευτήρια έχουν ταρίφα, και τα δημόσια (στα οποία δεν προσέφυγε ο Τσίπρας) ἐχουν χαμηλότερη από τα ιδιωτικά. Τα ιδιωτικά πάλι, είναι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και έχουν γνωστό και δεδομένο τιμολόγιο. Κάποιος πλήρωσε τα νοσήλια. Μπορεί όχι ο Πρόεδρος, μπορεί όχι το σόι του, μπορεί όχι η σύζυγος ή το δικό της σόι, αλλά κάποιος πλήρωσε, και αυτό είναι μια από τις βεβαιότητες στην καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε. (Η Παπαρήγα, τουλάχιστον, δεν υπαινίχτηκε ποτέ ότι το παιδί της δεν πλήρωνε δίδακτρα στο Αμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών).
Καταλήγει λοιπόν το «γραφείο του προέδρου» (θα περίμενε κανείς ότι προκειμένου περί του παιδιού του θα μιλούσε ευθέως ο Πρόεδρος, πλην όμως η ευθεία είναι έννοια ασύμπτωτη προς τον άνδρα): «Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η οικονομική του δυνατότητα δεν του επιτρέπει να διαθέσει τέτοιο ποσό όσο και να το επιθυμούσε, η κατασκευασμένη αλήθεια τους είναι μια πράξη βαθύτατα εχθρική όχι μόνο προς αυτόν αλλά και προς την κοινωνία. Διότι επιδιώκουν να την αποπροσανατολίσουν και να εκτρέψουν την οργή της για τη φτώχεια που υφίσταται, προς λάθος κατεύθυνση και λάθος ανθρώπους».
Ακριβώς. Πάσα πράξις εχθρική προς τον Τσίπραν έστιν εχθρική προς την κοινωνίαν (αξίωμα). Eίναι η προσφιλής υπερασπιστική τακτική του μακαρίτη Χριστόδουλου, αποδεδειγμένης αποτελεσματικότητας: να κατηγορεί για αποπροσανατολισμό όσους τον κατηγορούν, κι έτσι να αποπροσανατολίζει ο ίδιος τον διάλογο. Παράδειγμα: όταν τον κατηγορούσαν προσωπικά, έλεγε «ο στόχος τους δεν είμαι εγώ, είναι η Εκκλησία», και όταν κατηγορούσαν την Εκκλησία έλεγε «Ο στόχος τους δεν είναι η Εκκλησία, είμαι εγώ». Genial. Αλλά εγώ τουλάχιστον έμεινα κάγκελο από την σύνταξη «τη φτώχεια που υφίσταται», συντακτική δομή που φανερώνει βαθύτατη ημιμάθεια της ελληνικής, επιπέδου τρέχοντος πρωθυπουργού και βάλε.
* * *
Τοποθέτησα αυτά τα δύο κείμενα, Βγενόπουλου και Τσίπρα, στον ίδιο σχολιασμό, όχι απλώς επειδή ήσαν σχεδόν σύγχρονα στη δημοσίευση, αλλά γιατί τα διαπερνά ένα κοινό σκεπτικό που είναι πέραν την ευκαιριακής προσωπικής δικαίωσης: η άποψη ότι εμείς δεν φταίμε. Φαίνεται ιδιαίτερα από τις κατακλείδες τους, από την επἰκληση στην κοινωνία (σε τι κοινωνία ζοὐμε επιτέλους, επιδιώκουν να την αποπροσανατολίσουν), λες και ότι εκτός από αγράμματοι, αυτά τα δύο σημαίνοντα δημόσια πρόσωπα είναι και αμέτοχοι του πολιτικού προβλήματος και αχάπαροι* για το κοινωνικό.
Θυμίστε μου αύριο να πάω να αποσύρω ότι χρήματα είχα καταθέσει στον όμιλο Marfin. Και όποιες ελπίδες είχα αποθέσει στον Συνασπισμό.
* αχάπαρος: ωραία λέξις εν χρήσει στην Κύπρο, δηλούσα τον ανίδεο, τον ανυποψίαστο, (=αυτόν που δεν έχει πάρει χαπάρι).
[ Κείμενο του Μαΐου 2010, αναδημοσιεύεται από εδώ ]
H μετακόμιση από τα Γιαννιτσά στη Θεσσαλονίκη, το 1965, ήταν ένα φαινόμενο προσφυγικού χαρακτήρα. Διότι, πίσω και πέρα απ΄όλα, ήταν μια πράξη αστυφιλίας. Στο βάθος ήξερα πως ήταν μια πράξη άρνησης. Στο φορτηγάκι χώρεσε ένα προικιό ενδυμάτων, σεντονιών και μιας καρυδένιας τραπεζαρίας έξι θέσεων με λεοντοπόδαρα. Όλα τα άλλα θα ήταν νέα, εκτός από καμιά διακοσαριά βιβλία.
Καμία φροντίδα παράτασης των αγαθών της τετραμελούς μας οικογένειας — ο πατέρας μου πρώτος εγκατέλειψε τη συλλογή των ρώσικων γραμματοσήμων και το μεκανό που κουβάλησε από το Ιρκούτσκη. Εγώ κράτησα τα τεφτέρια των πρώτων γραπτών, αλλά πέταξα όλες τις ζωγραφικές μου απόπειρες.
Μεντιχία, Τσιρέλης, Σαμολαδού, Σαρμπάνηδες, οικογένεια Πετρίδη, οι σπιτονοικοκύρηδές μας. Κι ένα πάκο φωτογραφίες αναμνήσεων και παραθερισμών.
Μας περίμενε ένα διαμέρισμα που αγοράστηκε «από τα σχέδια» το 1961 και ήταν έτοιμο το 1964. Οι οικονομικοί όροι ήταν επαχθείς, αλλά γενικής εφαρμογής: ένα δημοσιοϋπαλληλικό δάνειο διάρκειας τριάντα ετών που ξοφλήθηκε στη δεκαετία του 90, και ο θρύλος μιας «αιματηρής οικονομίας» καθώς οι 140 χιλιάδες του ακινήτου για να συμπληρωθούν, απαιτούσαν μηνιαίες δόσεις των τριών χιλιάδων τον μήνα επί τρία χρόνια κι έπρεπε να τη βγάλουμε με το περίσσευμα δύο μισθών, άρα με 1200 δραχμές μηνιαίως.
Το διαμέρισμα έβλεπε την Ιχθυόσκαλα στο σταυροδρόμι Βασιλίσσης Όλγας-Μάρκου Μπότσαρη, είχε τέσσερα μάτια τρίτου ορόφου πάνω από ένα κοτοπουλάδικο, απέναντι το «Ρεξ», και η θάλασσα του Ομίλου. Στο διαμέρισμα είχαν περαστεί τα γύψινα και ένα καλύτερο μωσαϊκό στο χωλ, και μύριζε καναζίνα και το βιομηχανί ατλάζι της φορμάικας.
Ήμουν έτοιμος από μήνες για τον ξεριζωμό. Θα τέλειωνα το λύκειο στο Πέμπτο, επι της Κριεζώτου, και θα πήγαινα στο φροντιστήριο Σταυριανίδη, να ξεγκαβωθώ, καθώς ήθελα Πολυτεχνείο.
Κάθε καλοκαιρινό μεσημέρι, έβγαινα να γνωρίσω την πόλη. Δεν είχε ακόμη μονοδρομηθεί, από την παραλία έλειπαν πλήθος μπλόκια, αλλά ακούγονταν επίμονο συνεχώς ένα ξερό νταπνούπ καθώς έχτιζαν στην παραλία το «Μακεδονία πάλας» και φύτευαν δάσος από κολώνες στην κοιλιά του. Συνήθως κατέβαινα με το αστικό στη Διαγώνιο και περιφερόμουν έως εξαντλήσεως στην πόλη. Σε μια τέτοια κατεβασιά, αναπάντεχα, συνάντησα τον Μπίλη. Στο πάρκο της ΧΑΝΘ, περιφερόμενον επίσης ασκόπως.
Ήταν ο πρώτος φίλος μου, από το έτος 1951. Τριετής. Πήγαινα με τη μάνα μου στο σπίτι του θείου Πέτρου και της θείας Νούλας και ανταμώσαμε την κυρία Ελένη στο στενό του Ψαρρή, που κρατούσε από το χέρι ένα αγοράκι με ματοτσίνορα ωσάν λυγισμένα καγκελάκια, που μόλις κοιταχτήκαμε, εκείνος, κρύφτηκε αισχυντηλός πίσω από το μαντό της.
Ήταν ο Μπίλης, τότε Βασίλης, μαζί στο νηπιαγωγείο, στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, μαζί στα Αγγλικά και υποψήφιοι αμφότεροι, ως φύλαρχοι της νεότητας, ήδη πρίν την εφηβεία, κατά το γνωστό παραμύθι: καλά παιδιά για τους μεγάλους, Μπουτς Κάσιντι εν Μπίλι δα κιντ στην απόκρυφη παιδική ζώνη.
Ο Μπίλης έβγαινε ραντεβού με την Βυζαντία από εννέα ετών και έκανε απίστευτα κόλπα με ένα σιγαρέττο, τύφλα να είχε τρέχων ήρωας του Γκοντάρ στο σινεμά. Εγώ κάπνιζα ξεκινώντας από κάτι ξεχασμένα Σάμσουν πακέτα που ηφέραμε απ΄την Πόλη το 1961 και έκρυβα εκ των πρώτων πάντα τα ένοχα σε απίστευτες κρυψάνες.
Ασεβείς, με κοινή πηγή ανεκδότων και παρτάκηδες, ως γνώστες ικανής φιγούρας από ροκανρόλες, μάμπο, μποσανόβα και τουίστ με το ένα πόδι, όταν προέκυψε ένα ταξίδι στην Αμέρικα, για την τελευταία τάξη του Γυμνασίου και ένας μήνας σε αγγλικό φροντιστήριο στο Λονδίνο, κατόπιν εξετάσεων, συνεδριάσαμε και μοιραστήκαμε τις θέσεις — αυτός θα ήταν προσωρινός πολίτης του Κοκομο, στην Ινδιάνα, εγώ αγοραστής των Lunch poems του Φράνκ ο Χάρα από το Φόυλς, στο Τσάριν Κρος.
Περπατήσαμε από την «σόμπα πετρελαίου» (όπως έλεγαν οι προχώ της εποχής το μέγαρο του Κασσάνδρα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών) κατά μήκος των ανενεργών κτισμάτων μετά το Βασιλικό θέατρο, με κατεύθυνση τον Τόττη της Ηλεκτρικής εταιρείας. Μιλήσαμε πολιτικά. Ανησυχούσε πως θα γενεί δικτατορία, πως αυτός ο Ανδρέας θα ήταν η καταδίκη του Γέρου.
Κάτω από το σπίτι του στο στενάκι, στον πίσω δρόμο για τους Ζαμίδηδες, ήταν ένα καλυβάκι από ξυλοτέξ όπου διαπράτταμε τες αλητείες μας και νοσταλγήσαμε χαμένα στο παρελθόν γεγονότα.
Επέστρεψα οίκαδε, φροντίζοντας να καταγράψω την συνάντηση καθώς έβραζε ο δεινός μήνας Ιούλιος, ο Ιούλιος της Κέρκυρας και των βασιλικών επιστολών, και ετοίμασα ένα ανεπίδοτο σχέδιο επιστολής προς τον «φίλο Βασίλη» που εντέλει σάπισε ανάμεσα στα άλλα γραπτά.
Διότι η μετακόμιση ήταν μικρογραφία της Μικρασιατικής καταστροφής για την εφηβική σκέψη, που πάντως ήταν γεμάτη από ολοζώντανους ανθρώπους που οι περισσότεροι μνημειώθηκαν μέσα στα πολύπτυχα της τελείως και καταντίπ άκαρδης πόλης.
Σε λίγο κλείνει επταετία που πέθανε.
Καθώς οι ζωές μας εμάχοντο παράλληλα στον Βάλτο των Γιαννιτσών και σε ζοφερά μαρτύρια, δεν τον έχω συμπεριλάβει στους ζώντες νεκρούς της μνήμης, αλλά στους ομιλούντες αποθαμένους της ζωής, οπότε οι διάλογοι ζωντανεύουν ωσάν σε νεκρονομικό απόκρυφο κείμενο. Ενίοτε μου μιλά, διορθώνοντας βιογραφικές και αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες.
Είναι συνηθισμένο για ευκατάστατους Αμερικανούς μεσοαστούς να περνούν τις διακοπές τους γυρνώντας με τροχόσπιτο. Κάποιοι όταν συνταξιοδοτηθούν αποφασίζουν να μείνουν μόνιμα στο τροχόσπιτο, ακολουθώντας από Νότο σε Βορρά και πάλι πίσω τις εποχές, περνώντας συχνά το χειμώνα τα νότια σύνορα της χώρας. Το όπου πέτρα και πατρίς μάλλον ακούγεται κακοτυχία στο αυτί του Έλληνα αλλά για τον Αμερικανό που έχει φετίχ την ιδέα της ελευθερίας, πρωτίστως σε ατομικό επίπεδο, δεν είναι δύσκολο να ακουστεί ως ευλογία. Όσο λιγότεροι οι δεσμοί, τόσο καλύτερα.
Σε άρθρο στο Atlantic με τίτλο “η Αμερική δίχως Θεό”, o Σέιντι Χαμίντ κάνει αναφορά στον Πορτογάλο πολιτικό Μπρούνο Μακάες ο οποίος ανέφερε ότι στην Αμερική βρίσκεται η μόνη από τις σύγχρονες κουλτούρες που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα ως εχθρό που πρέπει να ηττηθεί. Ο Χαμίντ σχολιάζει ότι αυτό μπορεί να είναι κάτι το αρνητικό αλλά, από την άλλη πλευρά, να αποτελεί εφαλτήριο προς την ανανέωση και τη δημιουργικότητα. Το δεύτερο γίνεται φανερό στο βιβλίο της Τζέσικα Μπρούντερ “Nomadland” και στον τρόπο με τον οποίο κάποιοι από τους χαρακτήρες που περιγράφει ανταποκρίθηκαν στο χτύπημα της οικονομική κρίσης. Ανανέωση, δημιουργικότητα – με στήριγμα το μύθο καταλήγουν για αρκετούς σε προσωπικό θρίαμβο ανεξαρτησίας.
Η καταστροφή από τα ρίσκα του οικονομικού φιλελευθερισμού, ο καταποντισμός των συνταξιοδοτικών πακέτων και της αξίας της ακίνητης περιουσίας οδηγούν σοκαρισμένους μεσοαστούς, άφραγκους, με υποτυπώδεις συντάξεις και υπέρογκα χρέη, σε συνεχή αναζήτηση προσωρινής απασχόλησης. Πολλές οι αληθινές προσωπικές ιστορίες στο ψηφιδωτό του βιβλίου. Επιβίωση σε εποχιακά πόστα κάτω από σκληρές συνθήκες, ιδιαίτερα για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας. Σε αχανή κέντρα διακίνησης της Amazon, σε λασπωμένους χώρους επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων, σε συνεργεία καθαρισμού κατασκηνώσεων. Από τετράμηνο σε τετράμηνο, απασχόληση σε κύκλο ή με πυξίδα τις φήμες για το πού βρίσκεται το αξιοπρεπές μεροκάματο των επόμενων μηνών. Επιβίωση από νύχτα σε νύχτα, ξεγελώντας σεκιουριτάδες και αστυνομία σε πάρκινγκ πολυκαταστημάτων που λειτουργούν 24/7, για το ελάχιστο ασφάλειας και υγιεινής.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο κάποιοι από τους αληθινούς ήρωες της Μπρούντερ ντύνουν με μύθο την προσωπική τους ιστορία και την αναγεννούν σε θρίαμβο προσωπικής ανεξαρτησίας. Vandwellers ο αυτοπροσδιορισμός που προβάλλουν με περηφάνια πολλοί από τους σύγχρονους Αμερικανούς νομάδες. Η μαζική διατήρηση του μύθου τους, της αναγέννησης στην ελευθερία, πραγματοποιείται μέσω ετησίων μαζώξεων των Vandwellers, όπως αυτή στο Quartzsite στη μέση του πουθενά της δυτικής Αριζόνας.
Ελευθερία η οποία συχνά συνδυάζεται με αυτό το τόσο αμερικανικό spiritual quest. Το αφήνω στα εγγλέζικα καθώς η “πνευματικότητα” αποτελεί εκ γενετής κατάκτηση της ελληνικής μας ταυτότητας, έτσι μας μαθαίνουν τουλάχιστον από παιδιά, ακόμα και του πλέον άθεου ή εθνομηδενιστή Έλληνα – όσο κι αν τη σνομπάρει. Η έλλειψή της, ή μάλλον η πεποίθηση για την έλλειψή της και στη συνέχεια η αναζήτησή της, συνιστά αιτία νεύρωσης ολοένα και περισσότερων Αμερικανών.
Ο μύθος όμως έχει τα όριά του, την αποκλειστικότητα χρήσης, την κόκκινη γραμμή. Η Μπρούντερ επισημαίνει ότι οι πλειοψηφία των Vandwellers είναι βεβαίως λευκοί και σχολιάζει το αυτονόητο. Σε χρόνια που άοπλοι Αφροαμερικανοί πυροβολούνται από την αστυνομία κατά τη διάρκεια απλού ελέγχου των οχημάτων τους, το να ζεις στο όχημά σου είναι εξαιρετικά διακινδυνευμένο για όποιον πιστεύει ότι μπορεί να γίνει θύμα προκαταλήψεων για προδιαγεγραμμένες συμπεριφορές βασισμένες στη φυλετική ταυτότητα – racial profiling. Παρόλα αυτά ο μύθος βαστά γερά καθώς έχει αποτυπωθεί στην κοσμοαντίληψη των περισσοτέρων Αμερικανών – η πραγματικότητα πρέπει να ηττηθεί.
Έβλεπα τις προάλλες μια ταινία βρετανικής παραγωγής. Ψυχικό νόσημα, δυσπραγία, λούμπεν κατάσταση. Η απόλυτη ειλικρίνειά της, ο κυνισμός της, έκανε την παρακολούθηση ασφυχτική και αβάσταχτη.
Στον αντίποδα ο κινηματογράφος του ανοιχτού ορίζοντα, του μύθου και του Όσκαρ, του ηττημένου πραγματικού.
Δεν θεωρώ τιμητική εξαιρεση την κυβερνητική τακτική στα δύο τελευταία χρόνια. Πρόκειται για την αποθέωση του «φαίνεσθαι» που απευθύνεται σε πολίτες που έχουν υποστεί, ωσάν αυτοκίνητα, το λεγόμενο «ομολογκάρισμα». Εννοώ την ανάγκη και το ζόρισμα που βαφτίζεται φιλοτιμία, την διασπορά κατά συνθήκην ψευδών που θεωρούνται μεταρρυθμίσεις, και κυρίως μια ομολογιακή λογική που είναι πασίγνωση σε ιερά κείμενα και εξ αποκαλύψεως φράσεις, όπως ο συνδυασμός αποστολικών επιστολών με τις Ουπανισάδες και υποχρεωτικό χατζιλίκι στο πλαίσιο των Παναθηναίων ή των αττικών πλυντηρίων. Αυτήν την «θεοείδεια» ενδύονται όλα τα μέλη της φαμίλιας. Εμφανίζονται να οδηγούνται σε ένα πεπρωμένο που κανένας δεν εξέλεξε. Κοντολογής, ψηφίστηκε μια κυβέρνηση και παρήχθη ένας αποστεωμένους γκουρού που μαγεύει μια κόμπρα.
Ίσως για εκατοστή φορά θα το ακούσετε από εμένα, αλλά από το 2019 μας κυβερνά μια εξέλιξη του Σύριζα, μια σκεπτομορφή από την οποία αφαιρέθηκαν τα ιερά σύμβολα μιας υποκριτικής αριστερίλας, αλλά επικράτησε μια ανοχή γύρω από την ιδεολογική καταγωγή της πολιτικής επιστήμης, ένας οργανωμένος φιλοαμερικανισμός συνδυασμένος από εθιμική ρωσοφοβία, παράλληλα με διακριτές, σαφείς και επίμονες νύξεις της επιβεβαίωσης της «φαμίλιας» με το έκδοχο ενός έργου του 1844, ήτοι τους «Κορσικανούς αδελφούς» του Αλεξάνδρου Δουμά. Η Ντόρα και η Μαρέβα, ο απελθών γενάρχης και η δριμύτατα διαφημιζόμενη actionaid ορίζουν τα όρια μιας σιαμαίας ένωσης που δεν πείθει κανέναν ο τακτικός συγχρωτισμός της με την πολιτική έκφραση των δημοσίων σχέσεων. Η φαμίλια δεν εμφανίζεται ως σύμβουλος του πρωθυπουργικού σύμπαντος. Πάντως πιάνει πολύν τόπο στην μη κυβερνητική ρητορική μανούρα.
Αλλ΄αυτά είναι προφανή για όποιον προσέχει τις λεπτομέρειες της συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων. Εκεί που χάνει η μάνα το παιδί και ο Γούντι Άλλεν τον Μακλιούαν, είναι στην διαχείριση του οργανικού ψεύδους ως Αγίου Σώστη. Ήτοι, ενός ναού που ουδέποτε θα κατεδαφιστεί, διότι ουδέποτε χτίστηκε: είναι κατασκευασμένος από μέταλλο.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της κοινωνίας, η αναμονή ενός ειδικού ευρωπαϊκού δανείου, η διαχείριση της πανδημίας ως μιας αφανούς διαδικασίας που υπαγορεύεται από άγνωστα προσώρας ευρωπαϊκά κονκλάβια, η βούβα ενώπιον σύστριγγλου για τα εμβόλια που εντέλει ο μικρός αρχικός αριθμός τους διαμόρφωσε ένα «ήθος» ανάλογο με την υφαρπαγή των Ελγινείων ή των Ινκαντάδας με ολίγη από Αφροδίτη της Μήλου, κατασκεύασε ένα έτος πλαστό, όπου σε μία επιτροπή φορτώθηκε η ειδικότητα ωσάν κατάρα, με αποκορύφωμα οι έρμοι οι θεραπευτές να γεννάνε μέτρα που ουδέποτε διδάχτηκαν, άρα ουδέποτε σκέφτηκαν. Όταν η άλλη Ευρώπη και ο κόσμος ασχολούνται με διαχείριση πλήθους και με μία σοβούσα εξέγερση που θα την πληρώσουν πολιτικά, στην Ελλάδα τρέμουν τα σταγονίδια σιέλου που θα εκπέμπεται όταν οι φυλές των σέρτικων τραγουδιών και η ραπ αίσθηση από τα καγκέλια, θα οδηγεί στην νόσο!
Τελειώνω. Η πανδημία είναι όχι ακριβώς «βούτυρο στο ψωμί» της κυβέρνησης, αλλά «μαργαρίνη στις φέτες ενός αποστεωμένου ψωμιού που ζυμώθηκε με αγάπη». Κανένας δεν είναι τόσο μαλάκας ώστε να ζητήσει εκλογές. Το κράτος χάθηκε, πνιγμένο από την πολυάριθμη μάζωξη της εκτελεστικής εξουσίας. Όσο η κομματική εκπροσώπηση αντιπροσωπεύεται από την παρούσα κατανομή που μοιάζει με άσκηση σε μονόζυγο εκ του ασφαλούς κι όσο η Αυτοδιοίκηση δεν μπαίνει στα βαθιά, διεκδικώντας με πραξικόπημα μια «κεντρώα ανταρσία» αυτοδιαχείρισης πόρων και πολιτικών, έστω μιμούμενη ξένα πρότυπα, ο ελληνικός λαός θα ανακαλύψει (αλλά θα είναι φοβερά αργά) πως περικυκλώθηκε από έναν μεταφεουδαλικό νεποτισμό, δημοφιλέστατο πριν 800 χρόνια, άκαιρο και τοξικό σήμερα.
Πριν από μερικές μέρες εμφανίστηκαν ποικίλα επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν τη νέα, πλούσια τσιμεντόστρωση των διαδρομών στην Ακρόπολη ― εκτός φυσικά από τη διευκόλυνση της πρόσβασης των ΑΜΕΑ με αμαξίδια, που ήταν η αρχική (και βάσιμη) αιτιολογία για το έργο.
Ένα από τα επιχειρήματα που ακούστηκαν και μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι κάποιες τουρίστριες με τακούνια τσακίστηκαν στις παλιές, ανώμαλες διαδρομές. Εντύπωση, γιατί εγώ δεν θα πήγαινα με τακούνια στην Ακρόπολη ― αλλά εγώ δεν είμαι ούτε τουρίστρια ούτε σταρ.
Εντύπωση επίσης γιατί τα τακούνια στους αρχαιολογικούς χώρους όχι απλώς δεν συνιστώνται, αλλά έχουν ξεκινήσει από ετών οι προσπάθειες απαγόρευσής τους, ιδίως στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο. Απορώ μάλιστα γιατί δεν έχουν απαγορευτεί ήδη στην Ακρόπολη: όχι μόνο θα προστατευόταν ο φυσικός βράχος (που αν και είναι στενός συγγενής του μπετόν, όπως μάθαμε προσφάτως, δεν είναι τόσο ανθεκτικός), αλλά και θα εύρισκαν δουλειά πολλοί άνθρωποι: το κράτος θα προσλάμβανε αρχαιοφύλακες που θα μεριμνούσαν να μην περάσει γόβα στιλέτο τα Προπύλαια, αλλά και οι ιδιώτες θα έστηναν μαγαζάκια με ενοικίαση ασφαλών υποδημάτων στους τουρίστες (σανδάλια, σαγιονάρες, εσπαντρίγιες κλπ.) και προσωρινή φύλαξη των επιβλαβών πατουμένων. (Εδώ να δηλώσω ότι σε περίπτωση που ο Υπουργός Ανάπτυξης θεωρήσει ότι αυτή είναι μια καλή ιδέα και προχωρήσει στην εφαρμογή της, εγώ θα ζητήσω ποσοστά για την πατρότητά της.)
Διάσημα τακούνια στην Ακρόπολη, με αφορμή γυρίσματα ταινιών: Τζέην Μάνσφιλντ («Συνέβη στην Αθήνα», 1962) και Σοφία Λώρεν («Το παιδί και το δελφίνι», 1957)
Την Παρασκευή 23 Απριλίου όμως, άρχισε να εξαπλώνεται μια έρπουσα φήμη στα σόσιαλ μίντια ότι ο οίκος Dior έκανε ρεζερβέ την Ακρόπολη για το επόμενο ντεφιλέ του τον Ιούνιο. Αμέσως η αγανάκτηση του κοινού χτύπησε κόκκινο, (κάτι συνηθισμένο στα σόσιαλ) διότι κατέστη σαφές και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η πρόσφατη τσιμεντόστρωση των διαδρομών έγινε σε αυτή την έκταση με σκοπό να εξυπηρετηθούν όχι οι ΑΜΕΑ, όχι οι μυριάδες τουρίστες, αλλά οι μοχθηροί μόδιστροι, οι πολυεθνικές, το κεφάλαιο, και γενικά οι απανταχού εχθροί του ελληνισμού. Ή μήπως όχι;
Την ανακοίνωση του οίκου για ντεφιλέ στην Αθήνα (και όχι στην Ακρόπολη) την πήραν τα ξένα μέσα, και έκαναν τη δέουσα αναπαραγωγή μετά σχολιασμού. Τα εγχώρια μέσα ακολούθησαν με μια χρονοκαθυστέρηση, ως είθισται ― και με μια σημαντική διαφοροποίηση.
Δεν είναι σαφές ποιος ευθύνεται για αυτό το λάθος ― η δημοσιογράφος που υπογράφει το άρθρο, ο συντάκτης ύλης που είθισται να βγάζει τους τίτλους σε παραδοσιακά μέσα, ο διευθυντής που κάνει χρήση βαθμού, η Τζένη η ίδια; Το θέμα είναι ότι το σάιτ ενέδωσε στον πειρασμό να δημοσιεύσει μια μη τεκμηριωμένηερμηνεία του δελτίου τύπου, ώστε να έχει την πρωτιά της ανακοίνωσης και την ικανοποίηση ότι έγραψε τίτλο που ξεκινά με τις λέξεις «Είναι επίσημο», όπως κάνουν και οι διαπρεπείς συνάδελφοι στην αλλοδαπή: «It’s official».
Δεν υπήρξε ποτέ θέμα Dior στην Ακρόπολη, αλλά μόνο θέμα δημοσιογραφίας και δη ηλεκτρονικής, όπου οι διαδικασίες είναι χαλαρότερες ακριβώς επειδή οι ειδήσεις δεν τυπώνονται παρά αναρτώνται στο διαδίκτυο, κι έτσι μπορούν να διορθώνονται ― ή και να εξαφανίζονται, αν χρειαστεί.
Το Υπουργείο Πολιτισμού έβγαλε λιτή σχετική ανακοίνωση διαψεύδοντας την «είδηση», παραθέτοντας γεγονότα και στοιχεία και λέγοντας τα αυτονόητα. Ο ορυμαγδός στα κοινωνικά μέσα ατόνησε βαθμηδόν, αλλά τα συνήθη αντιπολιτευόμενα ηλεκτρονικά μέσα (Αυγή, Εφημερίδα των Συντακτών, Documento, Infowar, Κοσμοδρόμιο) έπρεπε να μνημονεύσουν το θέμα ― όχι τόσο το θέμα της δημοσιογραφικής «πατάτας», που μπορεί να ήταν και διασκεδαστικό, αλλά το πώς αυτή η «πατάτα» επιβεβαίωσε τις υποψίες τους για τους κακούς σκοπούς της ανάλγητης κυβέρνησης, και πόσο ανεπαρκής ήταν η αντίδρασή της σε ένα θέμα που ήταν ανύπαρκτο μεν, αλλά αν υπήρχε θα ήταν σοβαρό.
Θα υπάρξει ποτέ θέμα εμπορικής εκμετάλλευσης της Ακρόπολης των Αθηνών; Είναι μάλλον λάθος διατυπωμένη η ερώτηση, αφού η εκμετάλλευση υπάρχει εδώ κι έναν αιώνα: από το 1921 η Ισιδώρα Ντάνκαν φωτογραφήθηκε στο Ερέχθειο από τον αλλοδαπό φωτογράφο Έντουαρντ Στάιχεν, για να ακολουθήσουν λίγο αργότερα η γυμνή φωτογράφηση της μπαλαρίνας Πάεβα και η ημίγυμνη φωτογράφηση της μπαλαρίνας Νικόλσκαγια από την ημετέρα φωτογράφο Νέλλυ. Κι αυτές είναι μόνον οι διασημότερες περιπτώσεις.
Αν ανατρέξει κανείς στα σχετικά σάιτ, θα δει ότι τουλάχιστον 55 ταινίες έχουν γυριστεί στην Ακρόπολη των Αθηνών ή την χρησιμοποίησαν ως ντεκόρ, μία μάλιστα με πρωταγωνίστρια την μετέπειτα Υπουργό Πολιτισμού και Προστάτιδα των Μαρμάρων, Μελίνα Μερκούρη.
«New York Stories», 1989
Δεν θα μιλήσω για τη συναυλία του Μανώλη Αγγελόπουλου που διοργάνωσε το περιοδικό «Ντέφι» στο Θέατρο του Λυκαβηττού το 1983, και τη μαύρη αντίδραση της εποχής, γιατί θα με πείτε λαϊκιστή και χυδαίο και ότι δεν συγκρίνονται τα αρχαία της κλασικής περιόδου με τα νεότερα μνημεία. Ωραία, τότε θα σας ρωτήσω αν έχετε πάρει είδηση τι έχει ανέβει (και πώς) στην Επίδαυρο τα τελευταία τριάντα χρόνια, κι αν έχετε πάρει χαμπάρι τι έχει ανέβει (και πώς) στο Ηρώδειο (που αν δεν απατώμαι είναι ακόμα στους πρόποδες της Ακρόπολης), για να καταλάβετε ότι οι κανόνες του παιχνιδιού είναι ρευστοί και υποκειμενικοί.
Οι όροι της επιτρεπτής εκμετάλλευσης αλλάζουν με την εποχή και τα πρόσωπα: όταν ο οίκος Gucci ζήτησε την Ακρόπολη για επίδειξη μόδας το 2017, έφαγε πόρτα από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και την Υπουργό Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, ενώ όταν η Τζένιφερ Λόπεζ ζήτησε το 2008 να φωτογραφηθεί στην Ακρόπολη, ο τότε Υπουργός Μιχάλης Λιάπης παρέκαμψε το ΚΑΣ και το νόμο 3028/2002 και έδωσε προσωπικά την άδεια του con privilegio, όπως αρμόζει σε έναν κληρονομικό Άρχοντα.
Μπορεί τώρα να αναρωτηθείτε τι έκανε το 2008 ο υπεύθυνος των έργων της Ακρόπολης και Ακαδημαϊκός Εμμανουήλ Κορρές, που είναι εγκατεστημένος εκεί από την Πρωτομαγιά του 1975, πώς αντέδρασε στην κυβερνητική αυθαιρεσία, πώς προστάτευσε τα μάρμαρα, τη χλωρίδα, την πανίδα και τα ιερά σκυροδέματα του λόφου ― αλλά και το κύρος του μνημείου― ενάντια στη λαίλαπα της Λόπεζ; Σε πρόσφατη συνέντευξη που του πήρε ο δημοσιογράφος Δημήτρης Δανίκας για το συμπολιτευόμενο «Πρώτο Θέμα» δεν ετέθη το ερώτημα, μάθαμε όμως ότι ο κ. Κορρές είχε δει προ ετών σε μια σπηλιά του βράχου μια αλεπού.
Ώστε αλεπού λοιπόν! Τώρα εξηγούνται όλα! Η στρώση του μπετόν στις διαδρομές της Ακρόπολης έγινε σε τέτοια έκταση όχι για να αντέξει τα τακούνια των επισκεπτριών, αλλά για να αντέξει τις οπλές και τα πέταλα των αλόγων που θα χρησιμοποιηθούν στο Ετήσιο Διεθνές Κυνήγι Αλεπούς στην Ακρόπολη των Αθηνών! Νομίζετε ότι ήταν τυχαίο που ανασυστήθηκε φέτος το σώμα του ιππικού στο στρατό; Νομίζετε ότι είναι τυχαίο που δεν πήρε τη συνέντευξη ο Κώστας Βαξεβάνης; Νομίζετε ότι δεν θα ενοποιηθούν στη συνέχεια οι σκυροδεμένες διαδρομές με τον Μεγάλο Περίπατο, δεν θα χαραχτεί ποδηλατόδρομος για μάουντεν μπάικ, δεν θα γίνει Σιρκουί Ανάβασης Ιερού Βράχου Ακροπόλεως; Νομίζετε ότι ολα αυτά γίνονται για τα αμαξίδια και τα τακούνια; Μα, τόσο αφελείς είστε;
Για να γίνουν όλα αυτά βέβαια, θα πρέπει πρώτα να βρεθεί τρόπος να ξεφορτωθούμε τους ενοχλητικούς τουρίστες που με ευτελές εισιτήριο επιμένουν να συνωστίζονται στην Ακρόπολη και να στέκονται εμπόδιο στην Ανάπτυξη. Ήδη οι επιτελείς του επιτελικού κράτους επεξεργάζονται πυρετωδώς τις σχετικές εισηγήσεις (επιτελικές, βεβαίως). Και μην πείτε μετά ότι δεν σας προειδοποίησα.
Η νέα κυβερνητική δομή αντιστοιχεί σε όλα με την διάταξη των σωματοφυλάκων της βασιλικής φρουράς, των Ικανάτων, που συνήθιζαν οι Πέρσες βασιλείς και εν πολλοίς ιστορούνται στο ψηφιδωτό της έπαυλης του Φαύνου στην Πομπηία. Γύρω από το βασιλικό άρμα συνωστίζονται προφανώς αναλώσιμοι υπερασπιστές του ― ακόμη και ένας αδελφός του Μεγάλου Βασιλέως.
Ο Μητσοτάκης, αφού μάζεψε πολλές απόψεις και εκθέσεις ή αναφορές (η έλλειψη μη κυβερνητικών προσώπων με επιρροή προδίδει πως τους βασικούς του συμβούλους τους έβαλε στην κυβέρνηση) κατέληξε στο οργανωτικό σχήμα, μήτε καν του Πέρση άνακτος, αλλά στην Φαραωνική πυραμίδα. Ο ίδιος επέλεξε την κορυφή του στερεομετρικού αντικειμένου, την μύτη της πυραμίδας, με τέτοια εμμονή, ώστε δεν διαθέτει μήτε ένα κάθισμα, ένα ντιβάνι να χαλαρώνει. Είναι ο πρώτος πρωθυπουργός για τον οποίον κανένας δεν μαθαίνει κάτι, καθώς φροντίζει να ασφαλτοστρώσει κάθε «ανθρώπινη» στιγμή. Καφεδάκι με εκτεταμένο το μικρό του δαχτυλάκι, κατοικίδιο με χαριτωμένο όνομα, ποδηλάτης συνφωτογραφιζόμενος στου διαόλου το κέρατο, προεπιλογή κάθε κοινοβουλευτικής ατάκας (και των σχετικών χειρονομιών) και άλλα, βαρετά και κουραστικά. Ως προεικόνα που επιθυμεί να εκτοξεύσει στο γενικό κοινό, προτιμά να αφήνει να σήπονται ακόμη και οι στενοί του συνεργάτες, πνιγμένοι στις άκαιρες εκφράσεις και στα λάθη τους, παρά να ηγηθεί κάποιας οργανωτικής μεταβολής.
Ως πρωθυπουργός, αποφάσισε να καταργήσει το μετά βίας λειτουργικό αντάμωμα των υπουργών και της κυβερνητικής επιτροπής, και επέλεξε από μια σούπα μακαρονάκι-αλφάβητο τα εκάστοτε μέλη της παράταξής του που έμοιαζε να πλησιάζουν κάποια ειδικότητα. Παράλληλα, άτομα ωσάν τον Σκέρτσο, θρυλήθηκαν παραπάνω κι από την παραμύθα που ήθελε τον Παπά (του προηγούμενου ηγέτη) ως άνθρωπο υπερφυή, κατάλληλο για όλες τις δουλειές. Αλλά ο Παπάς σπανίως μιλούσε, με αποτέλεσμα να τον εκτιμούν πολλοί, ενώ ο Σκέρτσος από πολύ νωρίς μίλησε και κόντεψε να αυτοκαταστραφεί. Η αιδήμων σιωπή ήταν αείποτε ένα καλάσνικοφ στα χέρια των οπαδών του ρεβόλβερ: έδειχνε απειλητικό, αλλά η σοβιετικότητά του αποθάρρυνε τους επίδοξους χρήστες.
Οι αιγυπτιακές πυραμίδες στην τελική τους μορφή δεν ήταν κλιμακωτές, αλλά όπως διατηρείται στην κορυφή της κατασκευής του Χεφρήνου, λειαίνονταν από ένα ειδικά γυαλισμένο πέτρωμα. Η κλιμακωτή διάταξη ωστόσο, χαρακτηρίζει την κυβερνητική πυραμίδα. Οι γενικοί γραμματείς πλαισιώνουν το βάθρο και εξηγούν τις ψευτοδουλειές, οι υφυπουργοί μάλλον μετωρίζονται άπραγοι, έτσι απομένουν οι καθαρόαιμοι υπουργοί να πετάνε τις ατάκες τους, όχι πάντοτε λαμπικαρισμένες, ομολογώ. Και υπάρχουν ανευθυνοϋπεύθυνοι που έχουν το ελεύθερο να δηλώνουν ό,τι τους αρέσκει, όπως ο επί της Ανάπτυξης Υπουργός, αφού κατάγεται από την εδραία των Καρατζαφερικών δρακογενιά. Αν στη βάση της κυβερνητικής πυραμίδας προσθέσεις αυτοδιοικητικούς και το βαρύ σώμα της δικαστικής εξουσίας, το άρμα του Δαρείου μετά βίας κουνιέται με τέθριππη σκευή. Για την ακρίβεια, δεν κουνιέται ντιπ για ντιπ. Επομένως, ο πρωθυπουργός βρίσκει τον καιρό να πρωταγωνιστεί στο βαρετό παιχνίδι ενός καθημερινού προγράμματος επίδειξης. Αυτό δεν τον ησυχάζει φυσικά, αλλα κάθε τόσο αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να ζεύει όχι τέθριππο, αλλά να οργανώνει μια εκατόμβη, προκειμένου να ταϊστούν με βοδινό ολόκληρα συντάγματα διαμαρτυρομένων επαγγελματιών.
Το νεοπαγές αυτό σύστημα έχει ένα ιδίωμα: τέρμα οι απολύσεις. Ο Καραμανλής θα καθυστερεί όσο θέλει την υπουργική του μηχανή (κοντεύουμε να αποθεραπευτούμε από την πανδημία, αλλά λεωφορεία εντέλει ΔΕΝ ανανεώθηκαν!) αλλά ουδέποτε ο ντιλετάντης πρωθυπουργός θα τον επιπλήξει. Τελικά, ένας έρμος επί του Τύπου που παραιτήθηκε, ήταν η μόνη έμμεση ένδειξη πυγμής.