Blog

  • Το διάβασα στο ίντερνετ

    Το πιο σύντομο IQ test: εμβόλιο κατά του κορωνοϊού.

  • Οι δύο ταινίες

    Στα τελειώματα της καραντίνας λόγω ξεχειλώματος της φοβίας, έτυχε και είδα (πάλι) το «Ραντεβού στην Κέρκυρα» του Ντίμη Δημόπουλου, έργο του 1959, όχι ασπρόμαυρο πλέον, αλλά πασαλειμμένο με μπογιές. Σενάριο πειραγμένο από τον Ιάκωβο Καμπανέλη, με Καρέζη, Αλεξανδράκη, Ελένη Χαλκούση και Λυκούργο Καλλέργη. Πρωταγωνιστούσε το Κλαμπ Μεντιτερανέ, η μουσική του Χατζιδάκη («κάπου υπάρχει η αγάπη μου») απόλυτα συμβατή με την κατηγορία του Άλκη Θρύλου πως ο Χατζιδάκις «γράφει στο πόδι», με υπόθεση διπλωπίας της ηρωίδας, ο πλούσιος ήρως λεγόταν Λανίτης («Λανίτη» έλεγαν μια αθλήτρια παλαιών Ολυμπιακών Αγώνων και μία οικογένεια Κυπρίων επιδραστικών που γνώρισα ότε μετερχόμουν τον δραγουμάνο πριν σαράντα χρόνους) και δεν το χόρταινα. Ο Χατζιδάκις κατάφερε και έντυσε ένα χορευτικό ιντερμέδιο με μοντέρνους ρυθμούς της εποχής, μια υποψία ροκ, ένα τσατσά και τέτοια. Η ταινία απέπνεε σοβαρότητα, παίγνιο και ευχαρίστηση λόγω ηλικιακής παρακμής του θεατή — εμού του ιδίου, πολύ βρέχω με δάκρυα τις παλαιές εικόνες.

    Την Κέρκυρα την πρωτογνώρισα στην εκδρομή τελειοφοίτων του Πέμπτου Θεσσαλονίκης το 1966 και ελάχιστα διέφερε από την ταινία. Ερχόμενοι από μια διανυκτέρευση στα Γιάννενα σε ένα αυθεντικό χάνι, βολευτήκαμε σε σπίτια στο Μαντούκι και ο φιλόλογος Νικόλαος Μάνος μας οδήγησε, παίζων, στην «πλατεία των Ληστών» εννοώντας το Λιστόν και την Σπιανάδα, αντιδρών, ως δυτικομακεδών, στις τσιμπημένες τιμές. Αλλά στην ξέχειλη ανεπιτήρητη βόλτα μας, πρόλαβα να μαγευτώ από μία αυλή με πολύ πράσινο  κατεβαίνοντας από το Σαρόκο στην κολόνα του Ντούγκλα και κομπόδεσα πως κάποια στιγμή του βίου, θα ζούσα ευτυχής στο νησί, πράγμα που κατόρθωσα επί πενταετία στον επόμενον αιώνα.

    Αργότερα έτυχε και υπήρξα εξ αγχιστείας συγγενής με Κερκυραίους, ειδικά Μαλτέζους και έζησα τα ειδικά χαρακτηριστικά τους και το ιδιοσύστατο του χαρακτήρα τους. Πρόλαβα την Κοτσέλα και ίχνη ενός αγροτικού βίου, ώσπου, περί το 1973 κατέληξα μετά από διαγώνια περιήγηση της Ελλάδας, από Πάτμο σε Κέρκυρα, ειδικά σε δυό αντίσκηνα στον Ύψο, με φιλικά ζευγάρια και ξενάγηση από Κερκυραίο της περιοχής Σωκρακίου, τον Σταμάτη Χοντρογιάννη. Αλλά ήταν πλέον μία άλλη χώρα αυτή που ήπρεπε να γνωρίσω, στιγματισμένη από την «Κόμισσα της Κέρκυρας» του Σακελάριου, με Ρένα Βλαχοπούλου και πάλι Αλεξανδράκη, μόνον που ήταν η νύχτα με την μέρα. Υπήρχε Μεταξόπουλος και δεινά χορευτικά, υπήρχε ο Κατσαρός και το «Κέρκυρα, Κέρκυρα και το Ποντικονήσι» με τον Σακελλάριο να υπογράφει κυριακάτικα άρθρα στον «Ελεύθερο κόσμο» του Σάββα Κωνσταντόπουλου και εξαιρετικά φωνακλάδικες αλλεγκρίες.

    Υπό διάφορες ιδιότητες ερχόμουν τακτικά στο νησί, πάντα διαφορετικό. Αλλά η διαφορετική αγωγή των δύο ταινιών, με στιγμάτιζε. Το ζήτημα είναι πως οι ξένες παραγωγές, όχι πρώτης γραμμής, αλλά ευπρεπέστατες είχαν ήδη γείρει την πλάστιγγα υπέρ της Νήσου, είτε ήταν η Φεδώρα, ένας Τζέημς Μπόντ, μια Σίσυ και οι διηγήσεις της οικογένειας Ντάρελ.

    Εικονογραφώ το κείμενο από ένα τοπίο που έβλεπα από ένα παράθυρο των αξέχαστων Χωρεπισκόπων.

  • «Δίλεπτο Μίσους»

    Το «Δίλεπτο Μίσους» το συναντάμε στο «1984» του Τζορτζ Όργουελ. Είναι μια καθημερινή διαδικασία που λειτουργεί σαν βαλβίδα εκτόνωσης της υπαρξιακής πίεσης των μελών του κόμματος της Ωκεανίας. Το «Δίλεπτο Μίσους» λαμβάνει χώρα με τη μορφή διαλείμματος από τα καθήκοντα των υπαλλήλων, που συγκεντρώνονται για να παρακολουθήσουν εικόνες με υποτιθέμενους εχθρούς του κόμματος. «Το τρομερό στο Δίλεπτο Μίσους δεν ήταν ότι αναγκαζόσουν να παίξεις ένα ρόλο, αλλά, αντίθετα, ότι ήταν αδύνατο να μη συμμετάσχεις. Τριάντα δευτερόλεπτα και δεν χρειαζόταν πια να προσποιείσαι. Μια κτηνώδης έκσταση φόβου και εκδικητικότητας, η επιθυμία να θανατώσουν, να βασανίσουν, να ανοίξουν κεφάλια με βαριοπούλα φαινόταν να διαπερνά πάντα το πλήθος των συγκεντρωμένων σαν ρεύμα υψηλής τάσης, μετατρέποντας τους πάντες, ακόμα κι ενάντια στη θέλησή τους, σε παράφρονες που μόρφαζαν και ούρλιαζαν. Παρ’ όλα αυτά, η λύσσα που ένιωθαν ήταν ένα αφηρημένο, ανεστίαστο συναίσθημα που μπορούσε να μετακινηθεί από το ένα αντικείμενο στο άλλο, όπως η φλόγα μιας λυχνίας συγκόλλησης», (Χρ. Σακελλαροπούλου, σελ. 22, Εκδόσεις Λιβάνη, 2021).

    Αναλογιστείτε λίγο πώς λειτουργεί καθημερινά, για εμάς, ο κόσμος των σόσιαλ μίντια. Προσέξτε πώς, στις ώρες που αφιερώνουμε στη διαδικτυακή αυτή απασχόληση –ώρες που δύναται να περιέχουν ανισομεγέθεις ενότητες δουλειάς, ενημέρωσης, ψυχαγωγίας, φλερτ– υπάρχει σίγουρα και ένα «δίλεπτο μίσους». Και θα πρέπει να αισθανόμαστε τυχεροί αν τελικά το δίλεπτο είναι πραγματικά δίλεπτο. Πόσες φορές έχετε συλλάβει τον εαυτό σας να σιχτιρίζει ή να μπαίνει στη διαδικασία να μπλοκάρει ανθρώπους με τους οποίους δεν έχετε ανταλλάξει πότε κουβέντα; Πόσες φορές έχετε νιώσει να σας ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι επειδή εμφανίστηκε κάποιος στα σχόλιά σας ή στα σχόλια κάποιου άσχετου και είπε κάτι εξωφρενικό, ή κάτι που εσείς θεωρείτε εξωφρενικό; Πόσες φορές έχετε τραβήξει σκρίνσοτ από κάποια ανάρτηση ή σχόλιο που μετά αναρτήσατε σε κλειστό γκρουπ ή αποστείλατε σε προσωπικό μήνυμα σε κάποιον ομοϊδεάτη σας με απώτερο σκοπό να επιδοθείτε, εν χορώ, σε ένα δίλεπτο μίσους ή χλεύης;

    Πιστεύουμε λοιπόν, αλήθεια, ότι αυτά στα οποία αναφέρεται ο Όργουελ διαδραματίζονται μόνο σε κάποια φανταστική δυστοπία ή σε κάποιο ολοκληρωτικό καθεστώς του παρελθόντος; Δεν έχουμε ακόμη αντιληφθεί ότι το “δίλεπτο” αυτό του μίσους συνιστά πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, εν είδει κοινωνικού σχολιασμού, που λειτουργεί σαν μια δόση εύκολης κάθαρσης για να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε την καθημερινότητα στην οποία η δια ζώσης επαφή εξακολουθεί να επιβάλλει μια έστω προσχηματική αστική ευγένεια;

  • Μια τελείως λογική πρόταση

    Μήπως ήρθε η ώρα να απαγορευτούν δια ροπάλου οι «δημοσιογραφικές διαρροές» για εγκλήματα; Για ποιον λόγο πρέπει, ως υπήκοοι, να ξέρουμε πως «το θύμα» ή «ο Φιμωμένος» κατάφεραν να δούνε έναν βασανιστή τους; Για να κατουρηθεί ο άνθρωπος στα βρακιά του, ή να εξαφανιστεί από την πιάτσα και άντε βρείτε τον;

    Από τα βάθη της καρδιά μου άει σιχτίρ!

  • Προς μελλοντικούς χρήστες της Χαλκιδικής εμπειρίας

    Βαθύνατε κανένα χαντάκι ομβρίων; Σκεφτήκατε πώς να ψαρεύετε τις Τουότες σας από την φυκιασμένη θάλασσα; Καμιά καλύτερη ιδέα για ενοικιαζόμενο δωμάτιο που να μη μοιάζει με έμπνευση για Στάλαγκ; Δέσατε καλά τις πλαστικές κυματιστές καλύψεις από τις βεράντες; Βάζετε πάντα 20% λιγότερη μαρίδα και μισή κουταλιά λιγότερον ταραμά, στις χασαποψαροταβέρνες σας, επειδή μάθατε διαίρεση αλλά τα χαλάμε στις προσθέσεις; Για να δούμε κυματάκι και άμμο, πρέπει να πριονίσουμε ομπρέλες;

  • Δεν το βλέπετε να έρχεται;

    Οι δήθεν χειρουργικές πολεμικές ενέργειες στη Γάζα, η αυτόνομα εκδηλωμένη συμπεριφορά των βραδυνών πανδημιστών και η επιμένουσα, γηράκουσα απαισιοδοξία των ήδη εμβολιασμένων γενεών, δεν κρύβουν πως οι νέοι άνθρωποι, τολμηρά και καθόλου επιφανειακά, αρνούνται να εκμάθουν, να σπουδάσουν κατά τα χούγια των ηλικιωτών, να διαπραγματευτούν, έστω, την παρούσα θέση τους, τώρα που οι μισοί κάτοικοι του πλανήτη χώρισαν τα τσανάκια τους με τον «πολιτισμό».

    Μπορεί να σας φαίνεται ένα είδος χίπικης επαναφοράς και πως κάτι δημιουργικό κρύβεται στη σάχλα και στη μπίχλα της Τέχνης και της Ρητορικής, αλλά αυτά να τα λέτε φρίσσοντες, αργότερα, όταν θα δίνετε λογαριασμό στις ονειρώξεις σας και στον Άγιο Πέτρο.

    Χαιρετίσματα πως οι σπουδές είναι αχρείαστες, πως οι μεσόκοποι νομίζουν πως όλα είναι μια συγχωρητέα εξαίρεση, και πως υπάρχει ακόμη οίστρος, ηδονή και οργή, ακόμη και σε έναν γελαστό κουφιοκεφαλάκη που σε μαχαιρώνει γλυκά για να βγάλει γκόμενα.

    Αφήστε το καλύτερα. Βιώνουμε μεταπολεμική περίοδο, ενώ από παντού διογκώνεται ο προπολεμικός χώρος.

    Το κακό θα μας έρθει από τους ματιασμένους.

  • O προσφυγεμένος

    Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, στο «παράρτημα Δαν» (από μία κλινική απέναντι από το Ρωσικό νοσοκομείο) και παρευθύς βρέθηκα σε περιβάλλον οικογενειών κυριολεκτικά από «αλλού γι αλλού». H Έννοια του ξένου ήταν ένα αυτονόητο crash-test.

    Στην κυριακάτικη υποστολή της σημαίας, όπου η όποια βόλτα των κατοίκων μιας πόλης «πάγωνε» ώσπου να λήξει τη σάλπιγγας το μέρος, πρόλαβα το στρατιωτικό απόσπασμα να φοράει εγγλέζικα «πιάτα» στο κεφάλι και να λάμπουν κάτασπρες οι γκέτες από τα άρβυλά τους, από το στουπέτσι, παρόμοιο με αυτό που έβαφαν τις τζαμαρίες των μαγαζιών υπο ανακαίνιση.

    Τα Γιαννιτσά και τη Θεσσαλονίκη γνώριζα σταδιακά, ενώ παράλληλα έβαινε και η γνωριμία με διάφορα χωριά, κυρίως από το βακούφι των Εβρενός, κατά βάση από της Σελάνιτζας τον κάμπο έως την πέραν του Βαρδάρη μελαγχολια. Με πολλούς θείους και περισσότερα ξαδέρφια, συμπληρώνονταν ένας όμιλος γεννηθέντων μεταξύ 1880 κι έως την απαρχή των σίξτις. Περιττό να σημειώσω πως από τις γενιές των γονιών μου, κρυφοκοιτάζω συγγενικούς απογόνους, όπως τέκνα και εγγόνια των εξαδέλφων μου, και περιεργάζομαι αβρά τον τρόπο που εκφράζονται χωρίς να παρεμβαίνω. Ακόμη και με τους απογόνους των παιδικών μου φίλων κρατάω μιαν επαφή όσο πατάει η γάτα. Βλέπω αρκετούς να προκόβουν στη μουσική ή σε άλλες δισιπλίνες, να τους πλαισιώνουν φίλες και φίλοι, αγνοώ πού μένουν και πώς τα βγάζουν πέρα, ενώ κρατώ τρυφερά αισθήματα  για όλα τα μωρά τους που σκαρφαλώνουν στην πρώτη δεκαετία της ζωής τους και λυώνει η καρδιά μου από ένα «σύνδρομο του παππού» που παλαιότερα αγνούσα.

    Ως άνθρωπος του περασμένου αιώνα, μετά βίας κατάφερα να ξεμπλέξω μερικά γενεαλογικά που παρουσίαζαν ενδιαφέρον.

    Έτυχε και βοήθησα τον πατέρα μου, στην απογραφή πληθυσμού του 1961. Δεν έζησα πιο διασαλευμένη Κυριακή. Οι πληθυσμιακές ζώνες, η προέλευση των νοικοκυριών ήταν αδύνατο να διαχωριστούν από μία σκαλέτα, της φτώχειας, ας πούμε. Ακόμη και τα συνομήλικα παιδάκια μπορούσαν να χωριστούν μόνο με βάση τις μπίλιες που έπαιζαν: από τα γυαλάκια και κουινάκια, συν τις μαρμάρινες «μάνες» έως τις πήλινες γκάζες στις λασπογειτονιές, ήταν πάντα μια άκρως ταξική μικροκοινωνία που ωστόσο ξεχώριζαν ανάμεσά τους ο ικανός ποδηλατιστής που έκανε σαλτανάτια με το μπαλωμένο του ποδήλατο, και ξύριζε τα μισά του φρύδια, έως τον παιδαρά-λάστιχο που θαρρείς και είχε γεννηθεί πάνω σε ένα σκουριασμένο μονόζυγο.

    Μπουρουκλέν, παλιά αγορά, Μπουτσάβα, Ταλαμπάς, Εσέκ Ντερέ, Αρίδα, Μαύρο και Άσπρο Άγαλμα, γέροντες Κρητικοί εξορισμένοι λόγω ζωοκλοπής, με κατσούνα, αόρατοι, ένας χιλιαστής που τονε προγκούσαν χωροφύλακες, αρκετά θρησκεύματα, ζώνες από ντόπιους και «πρόσφυγγες», ελαφρές παιδεραστικές συνήθειες μιας κουτσομπόλας κοινωνίας, μοιχοί που δραπέτευαν με το κασκορσέ από την αγκάλη της παινεμένης τους  δίπλα το σπίτι το γαζωμένο με αυτόματα από σουμπερτιανούς, το ένα και μοναδικό «κουμούνιο των κυράδων» που πάτησαν πόδι ομαδικώς για να διώξουν μια σειράμενη-κουνάμενη σουμπρέττα που άναβε τα ντέρτια των παντρεμένων, αλλά και τα δικά μας ραντεβοτόπια, αφανή δια πάντα θνητόν, «ξιφομαχίες» (με τις μαλαπέρδες) σε ταράτσες  σκοτεινές, η κόντρα «ζωής του παιδιού» με την έκδοση «προς τη νίκη», η πώληση θρησκευτικών εντύπων ένα φράγκο το κομμάτι σε χαμαιτυπεία και στον τεκέ ονόματι «ο κάτω κόσμος» όπου ζεϊμπέκευαν αριστοτεχνικά, και το στήθος της έμορφης γειτονοπούλας, έκθετο στο εφηβικό βλέμμα για δευτερόλεπτα, το βιβλίο του Κάρυλ Τσέσμαν με το εξώφυλλο το μιμούμενο κάγκελο κελλιού στον Μητακίδη, το φοντάν το γεμιστό με λικεράκι και κεράσι στο σπίτι που δέχονταν επισκέψεις και λερώθηκα, τις ελάχιστες βρύσες όπου χώναμε στο στόμα του μουσλούκι τους, ιδρωμένοι από τις τρεχάλες ώσπου βρέθηκε φίδι στη βραγιά με τα κρίνα και η κυρά Κανέλλα το έκοψε σε μερίδες με την τσάπα.

    Και στο υποφωτισμένο δωμάτιο να σημειώνω, μεγαλύτερος τα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα της ΕΠΣΜ ξεχωρίζοντας καθε χωριού την βαθεία καταγωγή, ήτοι Τσούκνους, λιάγκραβους, βουλγαροπρόσφυγες, ντόπιους και καραμανλήδες, τρακατρούκηδες κι έναν Αρμένη, Καρσλήδες, Επεσλήδες, Τραπεζούντιους τσακωμένους με Σαμσουνταίους, Θρακιώτες από Τσορλού κι από Ελλέσποντον, Χάλδους και άρθρα της «ποντιακής Εστίας» κι εκεί μέσα να χωράνε η ελληνική λογοτεχνία και η Περλ Μπακ, ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν και Ρώσοι δερματόδετοι Κλασικοί, ενώ ένας Ιωάννου, νέος ποδοσφαιριστής να πεθαίνει στο γήπεδο τρακάροντας στο τέρμα του Παναθηναϊκού και η φρεσκοτυπωμένη «Ομάδα» να έχει πρωτοσέλιδο «Ο Βουτσαράς κρύβεται». Οι «Εποχές» διαβασμένες κάθε μέρα δέκα φορές το λιγότερο, παρέα με τα μάτια της εκάστοτε αγαπημένης.

  • Make your own joke

    Άκουσα ότι θα ανοίξουν ταυτόχρονα Μουσεία, Καζίνο, και Γραφεία Συνοικεσίων. Συνειρμοί, σχόλια και αστεία, δικά σας.