Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης
-
Για τι Πράγμα Μιλάω όταν Μιλάω για το Τρέξιμο
Το “Για τι Πράγμα Μιλάω όταν Μιλάω για το Τρέξιμο” του Χαρούκι Μουρακάμι είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάζεται προσεκτικά, αλλά και με κάθε επιφύλαξη. Προσεκτικά γιατί είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και προσφέρει στον αναγνώστη πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή και την προσωπικότητα του γνωστού συγγραφέα. Μεταξύ άλλων μαθαίνουμε ότι ο Μουρακάμι πριν γίνει διάσημος συγγραφέας, δεν ήταν διάσημος συγγραφέας. Επίσης, μαθαίνουμε ότι πριν παύσει να είναι μανιώδης καπνιστής, ήταν μανιώδης καπνιστής. Και επίσης, πριν γίνει δρομέας μεγάλων αποστάσεων, δεν ήταν δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Και όλα αυτά, ο Μουρακάμι, καταφέρνει να τα κάνει να μην φαντάζουν ταυτολογίες. Υπογραμμίζει τα αυτονόητα γιατί εκεί βρίσκεται η δύναμη του κειμένου του. Ο Μουρακάμι λοιπόν λέει ότι κάποια στιγμή, περιγράφει κιόλας λεπτομερώς τη στιγμή, αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας. Και έτσι έγινε. Τονίζει ότι αυτό ήταν μια καθ’ όλα συνειδητή απόφαση. Αναφέρει επίσης ότι αποφάσισε να γίνει δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Και έτσι έγινε. Έγινε μαραθωνοδρόμος, έγινε ουλτράς (αγώνες δρόμου 42+ χλμ.), αγωνίστηκε στο τρίαθλο, και έτσι έκοψε και το τσιγάρο. Ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από την εκλεπτυσμένη και ακαριαία ευκολία με την οποία αυτό το ενάρετο ρόλερ κόστερ στο οποίο αποφασίζει να επιβιβαστεί κάποια στιγμή ο Μουρακάμι, του αλλάζει τη ζωή. Και μάλιστα του αλλάζει μια ζωή που ήταν επίσης αξιοζήλευτη, καθότι, πριν, ήταν ιδιόκτητης πετυχημένου τζαζ μπαρ στο Τόκιο.Ας εξετάσουμε όμως τώρα γιατί αυτό το βιβλίο πρέπει να διαβάζεται και με κάθε επιφύλαξη. Είναι αληθινά τα γεγονότα που περιγράφει ο Μουρακάμι; Ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει ότι και διάσημος συγγραφέας είναι, αλλά και καταξιωμένος αθλητής. Επιτρέψτε όμως μου να συντηρώ και να καλλιεργώ αμφιβολίες για το κατά πόσο όλα αυτά έγιναν έτσι όπως τα περιγράφει ο ίδιος. Ο Μουρακάμι είναι πολύ καλός συγγραφέας. Μπορεί κάποιοι να τον υποβιβάζουν και να τον θεωρούν ποπ, αλλά είναι αναμφισβήτητα μεγάλος μάστορας. Επομένως, μια προσεκτική ανάγνωση των μυθιστορημάτων του μας αποκαλύπτει ότι έχει τις ικανότητες να γράψει ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που να κάνει χρήση τεχνικών που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη μεγιστοποίηση της απήχησης των λεγόμενών του στο κοινό. Η εκλεπτυσμένη και ακαριαία ευκολία με την οποία διατείνεται ότι αφήνει πίσω συνήθειες ετών, και ασπάζεται νέες, απαιτητικές, και επίπονες συνήθειες που τον κάνουν να επινοεί εκ νέου τον εαυτό του, συνιστά όπλο μεγάλης ισχύος. Και ως όπλο μεγάλης ισχύος πρέπει να προσεγγίζεται με γερές δόσεις σκεπτικισμού. Ο αναγνώστης, μέσα από την αναπόδραστη ταύτισή του με τον ήρωα του βιβλίου, τον Μουρακάμι, επιθυμεί όσο τίποτα άλλο να βρει τρόπους που θα τον απελευθερώσουν και εκείνον από τα δικά του δεσμά με το μικρότερο δυνατό κόστος. Και το μικρότερο δυνατό κόστος φαίνεται να επικεντρώνεται σε αυτές ακριβώς τις συνθήκες εκλεπτυσμένης και ακαριαίας αποφασιστικότητας που περιγράφει ο Μουρακάμι. Η ευκολία με την οποία αποφασίζει να μετατραπεί σε συγγραφέας και δρομέας συμβάλει τα μάλα ώστε, στη συνείδηση του αναγνώστη, ο ίδιος να σκιαγραφηθεί ως υπεράνθρωπη φιγούρα. Ο Μουρακάμι πλέκει στον εαυτό του ένα εγκώμιο που ασκεί στους αναγνώστες του μεγάλη σαγήνη.Λίγο πολύ η ιστορία της ζωής του μοιάζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο με αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που ενώ κάπνιζαν μανιωδώς μια ολόκληρη ζωή, πέθαναν τελικά σε βαθιά γεράματα στον ύπνο τους. Τι σημαίνει η περίπτωση του αιωνόβιου καπνιστή; Τίποτα πέρα και πάνω από αυτό που δηλώνει η περίπτωση. Η στάση όμως που τείνουμε να υιοθετούμε απέναντι σε αυτές τις εξαιρέσεις είναι παντελώς παράλογη γιατί τείνει να αγνοεί ή να παρερμηνεύει την έννοια της εξαίρεσης. Αβίαστα, συνεπαρμένοι από το αποτέλεσμα θεωρούμε ότι αυτό μπορεί να ισχύσει και στη δική μας περίπτωση. Η γενίκευση όμως τέτοιων υποπεριπτώσεων (αιωνόβιος καπνιστής, Μουρακάμι) στα καθ’ ημάς ενέχει κινδύνους. Και ενέχει κινδύνους γιατί οι περιπτώσεις αυτές μας ασκούν ανυπέρβλητη γοητεία. Οι ιστορίες επιτυχίας (ή έκλυτου βίου χωρίς συνέπειες), αφού έχουν λάβει χώρα, ασκούν επικίνδυνη σαγήνη. Μια σαγήνη κυρίως ως προς το αναπόδραστο του τέλους τους. Είναι σα να μας λέει ο Μουρακάμι ότι αφού το αποφάσισα, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να έχουν γίνει διαφορετικά, και επιθυμεί αυτό να έχει καθολική ισχύ. Αυτό όμως συνιστά πλάνη ολκής. Επειδή κάποιοι καταφέρνουν για πολλούς και διάφορους λόγους να ξεφύγουν από τον μέσο όρο, δεν σημαίνει ότι αυτό θα το καταφέρουμε κι εμείς. Τόσο για λόγους που άπτονται των γονιδίων μας όσο και για λόγους που άπτονται του περιβάλλοντός μας. Ο Μουρακάμι λοιπόν είναι ένοχος για ακριβώς αυτή την αποπλάνηση συνειδήσεων που επιφέρει η επιδέξια εκλαΐκευση των συνθηκών της επιτυχίας του. Επειδή εκείνος πέτυχε αυτά που πέτυχε, δεν σημαίνει ότι θα τα πετύχουν αυτά και οι εκατομμύρια αναγνώστες του που με αφορμή το υπέροχο βιβλίο του ίσως θα αποφασίσουν και θα αποπειραθούν να γίνουν δρομείς μεγάλων αποστάσεων, ή και γιατί όχι, διάσημοι συγγραφείς, με καταστροφικά συνήθως αποτελέσματα. -
Να έχεις κάνει πλούσιους τους ορθοπεδικούς και τους φυσικοθεραπευτές. Να ζεις σχεδόν καθημερινά με τον πόνο, που τον θεωρείς δάσκαλο και τρόπαιο στη ζωή σου. Να κοιτάζεις στα κρυφά προσθετικά μέλη και αρθρώσεις από τιτάνιο, ενώ είσαι ακόμα νέος, με όρεξη για ζωή, πειθαρχημένος, υπομονετικός. Και να μη βλέπεις ότι αναλώνεις το σώμα σου και τις αρετές σου γιατί κάποιοι μακρινοί δήθεν πρόγονοί σου κέρδισαν μια μάχη στον Μαραθώνα πριν από 2500 χρόνια.
-
Σαν χθες μου φαίνεται που βγήκε ο Κουφοντίνας.
-
Το Πληκτρολόγιο των Θεών
Διαβάζω συχνά αυτό το “σπουδαία πένα” ή “η καλύτερη πένα” ενώ σχεδόν κανείς πια δε γράφει με πένα. Πόσο φρέσκο θα ήταν να αφήναμε πίσω τις πένες, και, χωρίς να περάσουμε από τα στυλό ή τα μολύβια, να έβγαινε κάποιος και να έλεγε ακομπλεξάριστα: “είσαι το καλύτερο πληκτρολόγιο σήμερα” ή “είσαι δεινό πληκτρολόγιο” ή ακόμα ακόμα και “είσαι και γαμώ τα πληκτρολόγια”. Βέβαια αυτό θα δημιουργούσε προβλήματα με τις συγκρίσεις. Για παράδειγμα θα μας ξένιζε να λέμε “το πληκτρολόγιο σου συγκρίνεται μόνο με του Κίπλινγκ” παρότι αν το καλοσκεφτεί κάποιος όσο έγραφε ο Κίπλινγκ με πληκτρολόγιο άλλο τόσο γράφεις κι εσύ με πένα. Για να μην αναφερθώ στο πόσο γοητευτική μου φαίνεται η αναχρονιστική οπτασία ενός Φλωμπέρ να γράφει και να σβήνει μανιωδώς πάνω από ένα πληκτρολόγιο, ή του Μπαλζάκ να χύνει πάνω του καφέδες και να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή.Η γλώσσα άρα μεροληπτεί υπέρ του παρελθόντος και προστάζει στις μεταφορές ή μετωνυμίες μας να φέρνουμε το παρόν στα μέτρα του, και όχι το αντίστροφο. Ίσως όμως είναι νωρίς ακόμα. Όταν κάποια στιγμή δεν θα κοιτάζει κανένας, γιατί κανένας δε θα γνωρίζει πια τι είναι η πένα, τότε το ταπεινό πληκτρολόγιο θα έχει ύπουλα πάρει τη θέση που του αξίζει. Το οποίο φυσικά μέχρι τότε είναι μόνο σίγουρο ότι θα έχει ήδη ξεπεραστεί. Αλλά έτσι είναι. Η αξία σου εκτιμάται σχεδόν πάντα μετά θάνατον. Και το μόνο που μένει, για αιώνες ίσως, είναι το λυκόφως πασπαλισμένο με τα backlit πλήκτρα σου που αργοσβήνουν. -
Απλές, καθαρές λύσεις. Να βγει ο Κουφοντίνας και να τρέξει τα 42 χιλιόμετρα του κλασικού μαραθωνίου την Κυριακή.
-
Χρόνια Πολλά!
Διπλά χρόνια πολλά στον Μιχαήλ Άγγελο. Στον Ραφαήλ. Στον Ίκαρο του Δαίδαλου. Στην Άντζυ Σαμίου. Και στον Γαβριήλ Πεντζίκη.
-
Καμύ
Έχουμε καθίσει με τον Αλμπέρ Καμύ στον Καπετάν Μιχάλη, στη Φειδίου. Διαπιστώνω ότι έχει αδυναμία στα κεφτεδάκια. Το αντιπαρέρχομαι και τον ρωτάω για τον Ξένο. Κάνει μια γκριμάτσα βαρεμάρας. «Σε μια στιγμή ύψιστης ευτυχίας ο ήρωας θα ευχηθεί το θάνατό του. “Ας πέθαινα τώρα!” θα πει σε μια απέλπιδα προσπάθεια διαιώνισης της εφήμερης μεταφυσικής της ευτυχίας. Ο Ξένος στηρίζεται σε αυτό. Ο Μερσώ οραματίζεται την ευτυχία στο πλήθος που θα τον προπηλακίζει καθώς αυτός θα οδηγείται στο θάνατο. Ο Μερσώ αρνείται να παίξει το παιχνίδι των συμβάσεων και των συμβιβασμών και επιλέγει την έξοδο. Ο θάνατος, ως επιλογή, είναι για τον Μερσώ η ευτυχία», μου λέει. Ανάβει τσιγάρο και κοιτάζει ψηλά. «Γλυκιά νύχτα για Νοέμβριο, μου θυμίζει τ’ Αλγέρι. Αναρωτιέμαι πόσους Άραβες σκοτώνετε εδώ πέρα τα καλοκαίρια», λέει περιπαικτικά. Σηκώνω το ποτήρι μου στην υγειά του. «Ωραίο παστίς!» μου λέει. «Ούζο το λέμε εδώ», λέω.
-
Steve McCamus Day
Σαν σήμερα (1913) γεννιέται ο Αλμπέρ Καμί και πεθαίνει (1980) ο Στιβ ΜακΚουίν. Paraprosdokian: ο Καμί θα πεθαίνει σε αυτοκινητιστικό, ο ΜακΚουίν από καρκίνο του πνεύμονα. Αμφότεροι ποπ είδωλα του σοσιαλμιντιακού αγώνα για την ύπαρξη.
-
Μετά την ηλεκτρική καρέκλα, μεγαλύτερη ανακάλυψη παραμένει σταθερά η ηλεκτρική κουβέρτα.
-
The Killing of a Sacred Deer
Για την τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου θα διαβάσετε πολλά. Θα διαβάσετε για Κιούμπρικ, Χάνεκε, Πολάνσκι, Ιφιγένειες, μύθους, τραγωδίες. Θα διαβάσετε για καλοστημένα κάδρα, μαύρο χιούμορ, μομφές κατά του δυτικού τρόπου ζωής. Θα προτείνω κάτι διαφορετικό. Η συνταγή είναι απλή. Παίρνει ένας ανερχόμενος σκηνοθέτης γνωστούς ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Ηθοποιούς που έχουν πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες εμπορικές επιτυχίες, και τους βάζει να παίξουν σε μια ταινία που στον πυρήνα της έχει μια τυπική και τετριμμένη ιστορία εκδίκησης που σίγουρα έχουμε ξαναδεί. Κάποιος από αμέλεια σκοτώνει κάποιον αλλά λόγω αμφιβολιών καταφέρνει να το σκεπάσει. Ο γιος του θανόντα το συνειδητοποιεί και στήνει ένα ευφάνταστο (έμφαση σε αυτό) σχέδιο εκδίκησης. Θα μπορούσε κάλλιστα όλο αυτό να είναι ένα υπέροχο μπλοκμπαστεροειδές θρίλερ με καταδιώξεις, απαγωγές, βία, και σεξ. Θα μπορούσε να έχει χορταστικά stunts που θα ικανοποιούσαν το φιλοθεάμον κοινό. Κανένας δε θα σκεφτόταν ότι κάτι απ’ όλα αυτά που θα έβλεπε στο πανί έχει κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Και θα ήταν αναμενόμενο αυτό. Όταν βλέπεις τέτοιες ταινίες δεν τις βλέπεις με τα μάτια του καθηγητή φυσικής (ή λογικής). Η αναστολή της δυσπιστίας (suspension of disbelief) λειτουργεί στο μάξιμουμ. Οι θεατές παραμερίζουν τις αμφιβολίες τους σχετικά με ζητήματα αληθοφάνειας, και ενώ γνωρίζουν ότι η κοινή λογική (και φυσική) υπαγορεύει άλλα, επιλέγουν να πάνε με τη ροή της αφήγησης. Όσο ακραία κι αν είναι αυτή. Αλλά στην ταινία του Λάνθιμου, με το που εισάγεται ξαφνικά ένα μεταφυσικό στοιχείο, ο μηχανισμός αυτός παύει να λειτουργεί. Η αναστολή της δυσπιστίας, αναστέλλεται, και γυρίζουμε πάλι σε μια εμμονή στην αληθοφάνεια. Τα μεταφυσικά στοιχεία που εισάγει ο δημιουργός μάς κάθονται βαριά, μας ξενίζουν. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ο Λάνθιμος το επιθυμεί αυτό. Δεν περιμένει να καθίσουμε ήρεμοι να μασουλίσουμε το ποπ κορν μας. Δεν έχουμε έρθει κινηματογράφο για να περάσει ευχάριστα (τουλάχιστον με ένα στενό ορισμό του “ευχάριστα”) η ώρα.
Ο Λάνθιμος στήνει ένα κόσμο απάθειας. Έναν κόσμο κενό συναισθήματος. Στο πρώτο κάδρο της ταινίας εμφανίζεται μια ανοιχτή καρδιά που πάλλεται πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Η καρδιά αυτή θέτει σε κίνηση τη βασική μεταφορά του έργου. Η ταινία θα επικεντρωθεί σε θέματα που άπτονται της καρδιάς: αγάπη, απώλεια, ψυχικός πόνος, μίσος. Συναισθήματα που δεν υπακούν σε κανόνες λογικής (ή φυσικής). Οι πρωταγωνιστές είναι και οι δυο γιατροί, και όταν έρθουν αντιμέτωποι με τη νέμεσή τους (μια νόσο) θα προσπαθήσουν να την αντιμετωπίσουν ως επιστήμονες. Αφού πρώτα αποκλείσουν, μεθοδικά, οργανικά αίτια, θα δεχτούν να εξετάσουν και ψυχοσωματικά. Η ιατρική εξάλλου τα δέχεται και αυτά γιατί παραμένουν ακόμα μέσα στη σφαίρα της επιστήμης. Αλλά το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι πρωταγωνιστές, δεν επιδέχεται τέτοιου είδους λύσεις. Δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση γι’ αυτό το οποίο έχει συμβεί. Και αυτό είναι ιδιαιτέρως βαρύ για ανθρώπους ταγμένους στο στρατόπεδο του ορθολογισμού. Ο Λάνθιμος θέλει να κλοτσήσουμε απέναντι σε αυτό. Θέλει να παλέψουμε μέσα μας να απορρίψουμε την πρότασή του. Ποια είναι αυτή; Μια λογική αλληλουχία γεγονότων που έχει οδηγήσει στην απάθεια, τελικά, μπορεί να σπάσει και ίσως και να αντιστραφεί μόνο μέσα από κάτι μεταφυσικό και παράλογο. Ο μόνος τρόπος για να αισθανθούμε καλύτερα, για να αισθανθούμε ανακούφιση από το άλγος της ύπαρξής μας, είναι να πράξουμε πάνω μας αυτό που έχουμε επανειλημμένα πράξει πάνω στους άλλους με καταστροφικά αποτελέσματα
Η ταινία προσφέρει ως απάντηση απέναντι στην απάθεια, μια γερή δόση πάθους, που με τη σειρά του θα λειτουργήσει ως απινιδωτής για να αρχίσει και πάλι (μεταφορικά) να πάλλεται η καρδιά.
Παραμένει απολαυστική ακόμα και με ποπ κορν.