Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • Μέρα που είναι σήμερα στάθηκα για λίγο στα ερωτικά γράμματα του Ράινερ στη Μαρία Ρίλκε, στα σπαραξικάρδια ποιήματα του Έριχ στη Μαρία Ρεμάρκ, αλλά και στα μεστά κείμενα της αδικοχαμένης Γκαμπριέλ στον λατρευτό της Γκαρσία Μάρκες. Συγκίνησις.

  • Μπριζόλα ή Μπέργκερ;

    “I don’t like to discuss my marriage, but I will tell you something which may sound corny but which happens to be true. I have steak at home. Why should I go out for hamburger?

    ― Paul Newman

    «Γιατί να φάω μπέργκερ στο δρόμο ενώ έχω μπριζόλα στο σπίτι;» φαίνεται να δήλωνε ο πολύς Πωλ Νιούμαν, που παρέμεινε παντρεμένος με την Τζόαν Γουντουορντ για πενήντα συναπτά έτη. Με αφορμή την Τσικνοπέμπτη που αφήσαμε πίσω μας, αλλά και τη γιορτή των ερωτευμένων που έχουμε μπροστά μας ας εξετάσουμε το συγκεκριμένο ερώτημα που συνδυάζει ευφάνταστα και τις δυο θεματολογίες. Ας δούμε αν πρόκειται απλώς για ένα χαριτωμένο αστείο που δεν χρήζει περαιτέρω προσοχής, ή αν κρύβει ψήγματα αλήθειας για τους επίδοξους Πωλ Νιούμαν (ή τις Τζόαν Γουντουρντ) που δύνανται κατά καιρούς να το χρησιμοποιούν. Πίσω από αυτό το ερώτημα υποτίθεται ότι κρύβεται ένα είδος επιχειρήματος που σαν στόχο έχει να αποτρέψει εσένα που το ξεστομίζεις, ή την εκάστοτε ομήγυρη που εκτίθεται στη σαγήνη του από την ανήθικη πράξη τού κερατώματος. Το επιχείρημα ενέχει τις παρακάτω προκείμενες: α) το μπέργκερ είναι πολύ νόστιμο αν και επιβλαβές, β) η μπριζόλα είναι πολύ θρεπτική αν και όχι τόσο νόστιμη, γ) το μπέργκερ είναι φτηνό, δ) η μπριζόλα είναι ακριβή. Ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνεται το επιχείρημα αποσκοπεί στο να κάνει διακριτή, στο εκάστοτε υποκείμενο, την υπεροχή ενός θρεπτικού και ακριβού γεύματος που προσφέρεται δωρεάν στη συζυγική εστία, σε αντιδιαστολή με ένα επιβλαβές και φτηνό πιάτο που θα πληρώσεις στο δρόμο.

    Προβλήματα galore (όπως θα έλεγαν και οι αγγλοσάξονες). Η αναλογία γυναίκα ή άνδρας ως κρέας είναι βαθιά παραπλανητική, αν και, εκ πρώτης όψεως, φαντάζει πετυχημένη. Ως τέτοια, ωθεί κάποιους να τη δεχτούν και, τελικά, να εξετάσουν το ερώτημα. Η ουσία είναι ότι δεν είμαστε απλό κρέας όσο κι αν, ενίοτε, θα το θέλαμε. Το μπέργκερ και η μπριζόλα είναι απλά κρέατα. Εμείς είμαστε έλλογα κρέατα. Και μέσα σε αυτό το “έλλογα” εμπεριέχονται μεταξύ πολλών άλλων και πολυεπίπεδα συναισθήματα. Η διαφορά είναι χαοτικά μεγάλη και άρα, κάποιος, θα μπορούσε να απορρίψει την αναλογία και τα όποια θέλγητρά της και να σταματήσει εκεί. Είναι σαχλό, θα μπορούσε να πει, ακόμα και να σκέφτομαι τέτοιες ηλιθιότητες. Θα ήθελα όμως να το παραβλέψω αυτό και να σκεφτώ τέτοιες ηλιθιότητες. Θα ήθελα να αντιμετωπίσω το επιχείρημα στα ίσια.

    Ας θεωρήσουμε για λίγο ότι είμαστε κρέας. Σκεπτόμενο κρέας, αλλά πάντως κρέας. Το επιχείρημα ενέχει ένα σφάλμα κατηγορίας. Θεωρεί ευθύς εξαρχής τον μπεργκερόκοσμο (burger world) συνέχεια του μπριζολόκοσμου (steak world). Θεωρεί δηλαδή ότι η κινητικότητα ανάμεσα στους δυο κόσμους είναι κάτι απλό και συνηθισμένο. Αυτό όμως φοβάμαι ότι δεν ισχύει, ακόμα κι αν αναγνωρίσουμε ότι ο κιμάς από μπριζόλα μπορεί να μετατραπεί σε μπέργκερ. Δηλαδή ακόμα κι αν αναγνωρίσουμε ότι γίνεται να υπάρξουν μετακινήσεις, αυτές είναι εξαιρετικά σπάνιες. Το ποιος τώρα ανήκει σε ποια κατηγορία (και η ύπαρξη ακόμα των δύο κατηγοριών) είναι κάτι αντικειμενικό και μετρήσιμο, αλλά τις περισσότερες φορές απαιτούνται ζυμώσεις ετών για να το συνειδητοποιήσουμε. Μπορεί δηλαδή να νομίζουμε ότι ανήκουμε στις μπριζόλες αλλά τελικά να αποδειχθούμε μπέργκερ. Μπορεί για χρόνια να νομίζαμε ότι τρώγαμε μπέργκερ, και τελικά, όταν θα είναι αργά, να ανακαλύψουμε ότι τρώγαμε μπριζόλα, ή αντιστρόφως, μπορεί να ήμασταν σίγουροι ότι τρώγαμε μπριζόλα και τελικά να μάθουμε μια ωραία πρωία ότι τρώγαμε μπέργκερ. Μπορεί να είμαστε ευχαριστημένοι με τα μπέργκερ και οι μπριζόλες να μας πέφτουν, όχι μόνο δήθεν, αλλά και αχώνευτες. Όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά και γι’ αυτό ο κόσμος είναι μαγικός. Όταν όμως η επίπονη διαδικασία αυτής της κατηγοριοποίησης ολοκληρωθεί, και αυτό σημαίνει όταν εμείς έχουμε καταλάβει πού ανήκουμε, τότε, πιασάρικες ερωτήσεις σαν αυτή που εξετάζουμε εδώ μεταμορφώνονται σε σαχλούς αστεϊσμούς.

    Όταν ξεστομίζει ο Πωλ Νιούμαν το εν λόγω ερώτημα, γνωρίζουμε καλά ότι απλώς αστειεύεται. Τώρα αν κάποιος νομίζει ότι είναι ο Νιούμαν, και συνακόλουθα αν κάποια πιστεύει ότι είναι η Γούντουορντ, είναι αμφότεροι ελεύθεροι να το πιστεύουν κι ας μην έχουν πλήρη συναίσθηση των χαρακτήρων που ξεπατικώνουν. Το υποκείμενο όμως που θα σταθεί σοβαρά απέναντι στο ερώτημα, που ενέχει το εν λόγω επιχείρημα, είναι ήδη έξω από τη δύναμη της όποιας πειθούς του. Από τη στιγμή δηλαδή που θα κάνεις την ερώτηση στα σοβαρά, το παιχνίδι είναι χαμένο. Το δωρεάν ποιοτικό γεύμα που προσφέρει η μπριζόλα έχει, για το συγκεκριμένο υποκείμενο, χάσει πια την αξία του. Το υποκείμενο δεν το μετράει ως θετικό γιατί έχει, απλά, μπουχτίσει μπριζόλα. Η μπριζόλα, για το υποκείμενο που αφήνεται και ταλαντεύεται απέναντι στο ερώτημα, είναι υποδεέστερη του μπέργκερ και ως εκ τούτου, τα όποια θέλγητρά της είναι από εξασθενημένα έως ανύπαρκτα. Επιπροσθέτως, το χαρτί του δωρεάν γεύματος είναι σημαδεμένο. Φυσικά και δεν είναι δωρεάν η μπριζόλα καθότι, ως γνωστόν, δωρεάν γεύματα υπάρχουν μόνο μέσα στην εκάστοτε φάκα. Το υποκείμενο έχει πληρώσει ακριβά, και όχι μόνο σε χρήμα, την μπριζόλα που διατείνεται το επιχείρημα ότι τον περιμένει στο σπίτι.

    Και έτσι, ξαναγυρίζουμε στο πρόβλημα της αρχής: στην αναλογία κρέας/άνθρωπος. Η αναλογία είναι τόσο προβληματική που κάνει σχεδόν αδύνατη την αποδοχή της. Για να φτάσεις να την αποδεχθείς και να ζυγίσεις το ερώτημα, έχεις ήδη απεμπολήσει την ιδιότητά σου ως άνθρωπος και γι’ αυτό το επιχείρημα, για όποιον στέκει δόκιμα απέναντι του έχει μηδαμινή δύναμη. Επαναλαμβάνω: ο μπεργκερόκοσμος και ο μπριζολόκοσμος είναι δυο ασυνεχείς κόσμοι. Ο άνθρωπος του μπέργκερ πολύ σπάνια θα δοκιμάσει μπριζόλα, και ο άνθρωπος της μπριζόλας σπανιότατα θα δοκιμάσει μπέργκερ. Και αυτό το λέω, γνωρίζοντας, καλά, ότι μια ισορροπημένη διατροφή πρέπει να περιέχει και τα δυο.

  • ♩ ♬Του άντρα της Μαντάμ Μποβαρύ μην του μιλάτε το πρωί, μην του μιλάτε το πρωί του άντρα της Μαντάμ Μποβαρύ ♪ ♫

  • ♩ ♬Του άντρα της Μαντάμ Μποβαρύ μην του μιλάτε το πρωί, μην του μιλάτε το πρωί του άντρα της Μαντάμ Μποβαρύ ♪ ♫

  • ♩ ♬Του άντρα της Μαντάμ Μποβαρύ μην του μιλάτε το πρωί, μην του μιλάτε το πρωί του άντρα της Μαντάμ Μποβαρύ ♪ ♫

  • Call me by your name

    Επιστρέφω μετά από καιρό στο φλέγον ζήτημα του σκύλου που μόλις βγει στο μπαλκόνι θέλει να επιστρέψει μέσα, και μόλις επιστρέψει μέσα θέλει αμέσως να βγει ξανά έξω. Κατόπιν ωρίμου σκέψεως ακουμπάω στο τραπέζι μια θεωρία που ίσως ανταποκρίνεται στις νοητικές διεργασίες που δύναται να λαμβάνουν χώρα στους λογικούς χώρους που ενδημούν οι σκύλοι: σε αντίθεση με τη γάτα του Σρέντινγκερ, που είναι ζωντανή και νεκρή μέχρι το άνοιγμα του φιλόξενου κυτίου της, ο μέσος κόπρος της ζωής μας επιθυμεί διακαώς να είναι μέσα στο σπίτι και έξω στο μπαλκόνι την ίδια χρονική στιγμή. Ο σκύλος δηλαδή βιώνει πολυοργασμική ηδονή από τη χωροχρονική μίτωση του εαυτού του και τη συνακόλουθη ύπαρξή του σε δυο σημεία ταυτοχρόνως. Ως νοητικό πείραμα-κατάληξη οραματίζομαι τη στιγμή που ο υποτιθέμενος δίδυμος (doppelgänger) του σκύλου μας στέκεται έξω στο μπαλκόνι και κοιτάζει μέσα, ενώ ο σκύλος μας στέκεται μέσα και τον κοιτάζει στα μάτια πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας. Και οι δυο σκύλοι, που εκείνη τη στιγμή είναι ένας, ψιθυρίζουν: call me by your name.

  • Φράνσις Μπέικον

    Στο χασάπικο του ΑΒ Βασιλόπουλου, πίσω από τη βιτρίνα με τα κρέατα, στέκεται ο Φράνσις Μπέικον. Εξυπηρετεί υπομονετικά και χωρίς χαμόγελο τις κυρίες που ψωνίζουν παϊδάκια και μπριζόλες για το τσιμπούσι της Τσικνοπέμπτης. Περιμένω να κάνει διάλειμμα για τσιγάρο για να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες. Τον βλέπω να βγαίνει μέσα από το μεγάλο ψυγείο και να στέκεται δίπλα στον ανελκυστήρα των εμπορευμάτων. «Ελπίζω να μπορείς να εκτιμήσεις την ειρωνεία», μου λέει μόλις με βλέπει. «Ποια ειρωνεία;» ρωτάω. «Όπως γνωρίζεις, ο Φραγκίσκος Βάκωνας, ο φιλόσοφος και συνονόματός μου, προγονός μου από τα βάθη των αιώνων, πέθανε από πνευμονία πειραματιζόμενος με την ψύξη κρεάτων», λέει με σαρδόνιο χαμόγελο. Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά. Ανάβει τσιγάρο και μου προσφέρει. Αρνούμαι ευγενικά και του δείχνω το ηλεκτρονικό που κρατάω στο χέρι. «Μαλακία σου. Δεν τα αντέχω αυτά τα γκατζετάκια. Ώρες ώρες νομίζω ότι μοναδικός στόχος της επιστήμης είναι να μεγιστοποιεί τις απολαύσεις ελαχιστοποιώντας τις συνέπειες. Ηλίθια λογική καθότι οι συνέπειες είναι αναπόσπαστο κομμάτι των απολαύσεων», μου εξηγεί και αλλάζει θέμα. «Δεν ξέρω τι περιμένει πια ο κόσμος από την τέχνη. Ίσως και τίποτα. Ξέρεις αυτό το τίποτα είναι η λογική κατάληξη της τεχνολογικής προόδου μέσω της επιστήμης που σου έλεγα. Ο άθεος το περιμένει αυτό το τίποτα με διεστραμμένη προσμονή. Το μετά τίποτα είναι που του δίνει δύναμη για να συνεχίζει με το εδώ κάτι. Η ψυχή δεν χωράει πουθενά σε αυτό το πακέτο. Μόνο νους τώρα. Όλο νους. Όταν μιλάω σήμερα για ζωή μετά θάνατο οι χίψτερ με κοιτάζουν με μισό μάτι. Η αθανασία της ψυχής δεν θα μπορούσε να έχει λογική συνάφεια στον κόσμο της επιστήμης. Τι δουλειά μπορεί να έχει ένας ζωγράφος ή ένας ποιητής σε ένα κόσμο που δεν βλέπει τίποτα πέρα και πάνω από τα φαινόμενα; Τι δουλειά έχει η τέχνη σε ένα κόσμο που περιμένει το τέλος του δυο μέτρα κάτω από τη γη;» μου λέει. Τον κοιτάζω που φοράει την ποδιά με τα αίματα. «Τι θα κάνεις απόψε;» τον ρωτάω για να ελαφρύνω την κουβέντα. «Ό,τι κάνω κάθε βράδυ. Θα πιω και θα παίξω χαρτιά. Το έχω δουλέψει το κρέας από παλιά και γι’ αυτό τώρα είμαι βίγκαν. Ο καλός χασάπης έχει καταναλώσει τόνους κρέατος πριν γίνει βίγκαν, όπως ο καλός ντίλερ έχει κάνει χρήση ουσιών πριν αρχίσει να τις εμπορεύεται. Δεν μπορείς να πουλάς σεφταλιά, γαρδούμπα και ρολό χοιρινό αν ονειρεύεσαι να τα φας κιόλας. Δεν γίνεται», μου λέει. Τον φωνάζει ο προϊστάμενος γιατί έχει μαζευτεί ουρά. Πετάει το τσιγάρο κάτω και φεύγει σφυρίζοντας το Largo al factotum από τον Κουρέα της Σεβίλλης.

  • Το Novartis πάντως είναι πολύ πιο πιασάρικο όνομα για ποιητή απ’ ό,τι το Novalis.

  • Το Novartis πάντως είναι πολύ πιο πιασάρικο όνομα για ποιητή απ’ ό,τι το Novalis.

  • Το Novartis πάντως είναι πολύ πιο πιασάρικο όνομα για ποιητή απ’ ό,τι το Novalis.