Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • Είναι πάντα νύχτα, αλλιώς δε θα είχαμε ανάγκη το φως.

    Και μπαίνει ο Θελόνιους Μονκ σε χιψτεροκαφενέ του ιστορικού κέντρου. Έχει μόλις ξυπνήσει; Δεν έχει ακόμη κοιμηθεί; Κανείς δεν γνωρίζει. Στο μαγαζί υπάρχει πιάνο με ουρά. Κάθεται στο σκαμπό και ξεσκεπάζει το κλαβιέ. «Μέτριο ελληνικό με λευκή ζάχαρη», λέει χαμηλόφωνα. Ο μπουφετζής ξινίζει τα μούτρα του. «Μόνο μαύρη! Δε σερβίρω λευκή ζάχαρη», του λέει κοφτά. Ο Μονκ τον κοιτάζει βλοσυρά. Ακουμπάει τα δάχτυλά του, τα φορτωμένα με φανταχτερά δαχτυλίδια, στα πλήκτρα και αφήνει να γλιστρήσουν τρεισήμισι νότες. Ο μπουφετζής σαστίζει. Το πρόσωπό του φωτίζεται. «Λευκή ζάχαρη ιτ ουιλ μπι, μίστερ Μονκ».

  • Είναι πραγματικά απαράδεκτο και εντελώς αντιαισθητικό, μετά από τόσα χρόνια, να εξωθούνται κάποιοι, και τελικά να εκπορνεύουν τις τρυφερές υπάρξεις τους με εξωφεϊσμπουκικό φλερτ.

  • Είναι κατά βάθος τραγική η εποχή μας, έτσι κι εμείς αρνούμαστε να τη δούμε τραγικά. Στο χθεσινό οικογενειακό τραπέζι ζήτησα να πάρουν όλοι θέση για το Μπουτάρης ίνσιντεντ. Οι αντιδράσεις των παρευρισκομένων ήταν αποκαλυπτικές. Τρεις θείες είπαν «καλά του έκαναν». Δυο γιαγιάδες είπαν «δεν είναι σωστά πράματα αυτά αλλά καλά του έκαναν». Τα ξαδέρφια, «δεν έπρεπε να πάει. Γιατί πήγε ο μαλάκας; Πήγε για να προκαλέσει άρα καλά του έκαναν». Ο μόνος που πήρε τη σωστή θέση ήταν ο κηπουρός που βρέθηκε κυριακάτικα στον κήπο και άκουγε τη συνομιλία μας, «μα θέλετε να ζείτε σε μια τέτοια κοινωνία; Είστε σοβαροί όταν λέτε αυτό το “καλά του έκαναν;”», αναφώνησε μόλις βγήκε από το μικρό σπιτάκι του κήπου. Αναγκάστηκα να μπλοκάρω όλους τους συγγενείς και να κάνω αντ τον κηπουρό. Αισθάνθηκα μια βρόμικη ηδονή να με κατακλύζει. Αισθάνθηκα σαν τη Λαίδη Τσάτερλι.

  • Στο κρεοπωλείο, ο Ρομπέρτο Μπολάνιο. Καρό πουκάμισο, τζιν παντελόνι, αθλητικά παπούτσια. Τεμαχίζει σπαλομπριζόλες με μπαλτά. Σε κάθε χτύπημα, η γριούλα που περιμένει μπροστά μου τινάζει ασυναίσθητα το κεφάλι της. Τα θραύσματα από το κόκκαλο πετάγονται πάνω στη νοτισμένη από αίμα ποδιά του. Φτάνει η σειρά μου. Με κοιτάζει. «Αν κάποιοι δέχονται ότι υπάρχουν ψαράδες ψυχών, τότε θα πρέπει να συνηθίσουν και στην ιδέα ότι κάποιος θα πρέπει να είναι και ο χασάπης τους».

  • Δύο βασιλικούς γάμους έχω παρακολουθήσει. Τον γάμο Καρόλου, Νταϊάνας, από την ασπρόμαυρη τηλεόραση της ταβέρνας «ο Μήτσος» στη Δροσιά Βοιωτίας, και τον γάμο Έλβις Πρίσλεϋ, Πρισίλα Beaulieu, επειδή έτυχε να βρεθούμε, Γ’ Λυκείου, πενταήμερη στο Λας Βέγκας.

  • Με αφορμή χθεσινή ανάρτηση φίλου σχετικά με τις επικολυρικές, συναισθηματικές κενώσεις που κατακλύζουν καθημερινά τα χρονολόγιά μας, ας κάνω μερικές καλοπροαίρετες επισημάνσεις (προς εσάς τους δώδεκα που με διαβάζετε). Το δακρύβρεχτο πουλάει. Οι αναφορές σε προσωπικά και οικογενειακά δράματα πάσης φύσεως είναι λογικό να προσελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού καθότι η ταύτιση έρχεται αβίαστα και αδιατάρακτα. Αυτά που διαβάζουμε εδώ μέσα όμως ουδεμία σχέση έχουν με λογοτεχνία, όσο κι αν οι δημιουργοί τους δύναται να τρέφουν τέτοιες αυταπάτες, οπότε δεν απαιτείται να κρίνονται και ως λογοτεχνία. Όσο κι αν εμένα με κουράζουν, σέβομαι απόλυτα την επιθυμία ή την ανάγκη των ανθρώπων που τις δημοσιοποιούν, και αρκετές φορές τα στολίζω και με λάικ. Χάριν δικηγορίας του διαβόλου προσφέρω απλό προβληματισμό που, όχι μόνο εξιλεώνει τους πομπούς αυτών των αναρτήσεων αλλά κάνει ίσως περισσότερο διακριτή και τη διαφορά της λογοτεχνίας με τις υπόλοιπες κοπτοραπτικές κειμένων. Ποιος αξίζει περισσότερο; Κάποιος που βρίθει αγνών συναισθημάτων τα οποία όμως δεν έχει τη δυνατότητα να τα περάσει σε κείμενο, ή κάποιος που έχει τη δυνατότητα να προκαλεί ποταμούς δακρύων (ή καύλας, το ίδιο κάνει) ενώ είναι συναισθηματικά κενός; Η αλήθεια βέβαια δεν είναι σχεδόν ποτέ άσπρο-μαύρο αλλά αποχρώσεις του γκρίζου, αλλά you get the point. Ο λογοτέχνης συνήθως εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία. Ο λογοτέχνης είναι αρχιτέκτονας και μάγειρας (όπως υποθέτω είναι και ο λογιστής). Μπορεί να μην είναι κενός συναισθηματικά, αλλά απέχει παρασάγγας από την εικόνα που σχηματίζει αυτός που διαβάζει τα δημιουργήματά του. Και αυτό το τελευταίο δένει και όμορφα με τη συνήθη απογοήτευση που συνεπάγεται η γνωριμία μας με δημιουργούς που μπορεί να έχουμε κατά καιρούς αγαπήσει μέσω των έργων τους. Γνώριμο σκηνικό: όσοι έχουν παρακολουθήσει παρουσίαση βιβλίων θα έχουν παρατηρήσει ότι η πιο συνηθισμένη κατηγορία ερωτήσεων που απευθύνει το κοινό προς τον συγγραφέα αποσκοπεί στη αποκάλυψη των αυτοβιογραφικών στοιχείων που δύναται να έχουν διεισδύσει σε ένα βιβλίο. Ο κόσμος ψοφάει να μάθει πίσω από ποιον ή ποιους χαρακτήρες κρύβεται ο συγγραφέας. Και αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο συγγραφέας γράφει βιωματικά με απώτερο σκοπό την αυτοψυχανάλυση, λίγο πολύ όπως γράφουν κάποιοι εδώ μέσα. Για να κλείσω, επανέρχομαι σε αυτό το «ποιος αξίζει περισσότερο;». Το φέισμπουκ είναι πλατφόρμα συνύπαρξης ανθρώπων που ως τέτοιοι θα γράφουν τα σώψυχά τους και θα επιθυμούν να διαβάζουν σώψυχα. Ως τέτοιο, το fb, δίνει και θα δίνει προτεραιότητα στον ακατέργαστο συναισθηματισμό. Η λογοτεχνία έχει να κάνει με κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο συγγραφέας, ενώ μέχρι στιγμής ανήκει στο είδος των ανθρώπων, συνήθως, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, δεν ασπάζεται τις αρχές του ανθρωπισμού και πολλές φορές δύναται να εμφανίζεται ως μισάνθρωπος. Δεν είναι όμως, και αυτό είναι που τον κάνει να αξίζει περισσότερο.

  • Yanny ή Laurel

    Και πού ξέρουμε ότι το Yanny/Laurel δεν συμβαίνει καθημερινά σε πολύ μεγαλύτερα κομμάτια της πραγματικότητας; Και αν συμβαίνει, τι κύρος έχει αυτή η πραγματικότητα; Μήπως ο κακόβουλος δαίμων του Καρτέσιου (σε στενή συνεργασία με τον ξάδελφό του, τον δαίμονα του Λαπλάς) ήταν κάτι παραπάνω από ένα νοητικό πείραμα; Και ακόμα και αυτό το «σκέφτομαι άρα υπάρχω», που υποτίθεται ότι αποτελεί την αφετηρία πάνω στην οποία θα στηθεί το οικοδόμημα του εξωτερικού κόσμου, μήπως τίθεται υπό αμφισβήτηση; Ποιος είμαι τελικά εγώ που σκέφτομαι; Ο Yanny ή ο Laurel;

  • Στον αντίποδα του επιταχυντή του CERN, και του κάθε CERN, στέκεται η συσκευή που αργότερα ονομάστηκε μηχανισμός των Αντικυθήρων. Ο μηχανισμός αυτός δεν είναι άλλος από τον μυθικό επιβραδυντή σωματιδίων που αναφέρει ο Ηρόδοτος. Στην αρχαιότητα, ο επιβραδυντής σωματιδίων λειτουργούσε αρμονικά μαζί με τον μηχανισμό των Κυθήρων: τον μηχανισμό που αποτέλεσε τη βάση για τον γνωστό σε όλους σήμερα επιταχυντή σωματιδίων. Επιταχυντής και επιβραδυντής, εγκατεστημένοι αντίστοιχα στα Κύθηρα και Αντικύθηρα, συνιστούσαν τη μεταφυσική βάση του αρχαίου κόσμου. Ενός κόσμου όπου η έννοια της φύσης ήταν πλήρως ανοιχτή και κατανοητή στον ανθρώπινο νου που αποτελούσε και την κορωνίδα της. Η κλοπή και απόκρυψη του επιβραδυντή (αυτό που βρήκαμε στο ναυάγιο είναι μόνο η βάση του) από σκοτεινές σιωνιστικές δυνάμεις αποτέλεσε την απαρχή όλων των ανισοτήτων και ανισορροπιών της ανθρωπότητας. Ας σηκώσουμε επιτέλους το πέπλο που αιώνες τώρα σκεπάζει την ύπαρξη του επιβραδυντή. Του τεχνουργήματος που όχι μόνο θα αποκαταστήσει την ισορροπία και θα φέρει τον κόσμο στα μέτρα μας, αλλά θα συνιστά και το αντίπαλο δέος απέναντι στις δυνάμεις που απώτερο στόχο έχουν τη μονόπλευρη αποκωδικοποίηση των μυστικών του σύμπαντος για τη διαιώνιση του status quo.

  • Λυδία λίθο της πνευματικής ένδειας που ταλανίζει την Ευρώπη συνιστά η μεταστροφή του ενδιαφέροντος από τα Γιουρογκρούπ προς τις Γιουροβίζιον.

    ― Όττο φον Μπίσμαρκ

  • Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
    που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
    θα μπαίνεις χωρίς καλαμάκι σε καφέδες πρωτοειδωμένους

    ― Κ. Π. Καβάφης