Σας βλέπω αλόγιστα ενθουσιασμένους γι’ αυτό υπενθυμίζω: η ιδανική παραλία δεν έχει μπαρ, ταβέρνα, καντίνα, ηχοσύστημα, ξαπλώστρες, ομπρέλες, ρακέτες, πιτσιρίκια, φλαμίνγκο, αχινούς, βοτσαλάκια, άμμο, αέρα, ζέστη, ήλιο, θάλασσα.
Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης
-
-
Όταν δε βρίσκεις πια αυτή την υπέροχη ελαστικότητα του απογευματινού σου ύπνου, ξέρεις ότι έπιασαν οι ζέστες. Ο Σιμενόν το λέει για τον πρωινό, αλλά ισχύει για όλους τους ύπνους.
-
Αφηγείται κάπου ο Λέων Τολστόι για τη βραδιά που έβαλε τους μουζίκους του και του έφεραν μια φοράδα στο σαλόνι γιατί ήθελε να εντυπωσιάσει έναν φίλο. Ήταν αργά, είχαν πιει και οι δυο πολλή βότκα, και ο Τολστόι, που ήταν γνωστός ψυχαναγκαστικός με την τάξη στον χώρο που έγραφε, είχε πει όταν τον προκάλεσε ο φίλος του, «δεν έχω κανένα πρόβλημα να ανέβει από το αλώνι στο σαλόνι». Όταν η φοράδα χέστηκε, ο Τολστόι τα πήρε με το άμοιρο ζωντανό. Έγινε έξαλλος. Ο φίλος του τον κοίταξε, και για να τον ηρεμήσει του είπε, «θα πούμε ότι χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι, Λίο, μην το κάνεις θέμα». Έτσι βγήκε η γνωστή λαϊκή ρήση.
-
Περί Κριτικής Βιβλίων
Μικρόν χωρίον, μεγάλη κακία. Το μίσος εμαίνετο, και μαινόμενον εβασίλευεν, εν μέσω οικογενειών και ατόμων. Εκυκλοφόρει εις όλας τας αρτηρίας, εις όλας τας φλέβας τής μικράς κοινωνίας. […] Έλεγες ότι συνέζων δια να μισώνται, ότι η τύχη τούς έβαλε συγκατοίκους της αυτής πόλεως δια να τρώγωνται.― Α. Παπαδιαμάντης, Οι Ελαφροΐσκιωτοι.Στην Ελλάδα, στο χώρο του βιβλίου, σπάνια βλέπεις κακή κριτική. Μικρή χώρα, μικρή αγορά. Κάθε νέα έκδοση που θα τύχει της δέουσας προσοχής του εκδότη, θα βρει τον δρόμο της προς τους κριτικούς. Το γραφικό «καλοτάξιδο», που συχνά ακούμε, δε φτουράει από μόνο του. Εκτός από τις σελίδες των παραδοσιακών ΜΜΕ, το βιβλίο, θα δεχτεί το πατ-πατ στη ράχη του και από τους εκάστοτε βιβλιόφιλους των ΜΚΔ (Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης) που με το πρόσχημα της βιβλιοφιλίας θα το εκθειάσουν. Όλα αυτά είναι θεμιτά. Όπως θεμιτό είναι να σκέφτεται κάποιος, που παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια τα εκδοτικά δρώμενα μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, πως ό,τι φτάνει στα βιβλιοπωλεία δεν είναι τίποτα λιγότερο από αριστούργημα. Επαναλαμβάνω: μικρή χώρα, μικρή αγορά. Με πληθώρα δημιουργών και μετρημένους αναγνώστες. Το σύστημα πρέπει να χορδιστεί έτσι ώστε να βγαίνουν τα κουκιά: να επιβιώνουν οι μεν, και να μένουν ευχαριστημένοι οι δε. Αλλά ας ανοίξω μια παρένθεση και ας προσπαθήσω να μεταφέρω λίγο τη θέα από μακριά, αποστασιοποιημένα, έτσι όπως τη βλέπει κάποιος που παρακολουθεί, άναυδος πολλές φορές, χωρίς να έχει καμία σχέση με το αντικείμενο πέρα από αυτή του αναγνώστη. Το φέισμπουκ έφερε αναμφισβήτητα τους συγγραφείς κοντά στο κοινό τους. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, οι συγγραφείς, δεν είχαν την ευκαιρία να έχουν τόσο άμεση διάδραση με τους αναγνώστες τους. Αυτό όμως δούλεψε και αντίστροφα. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχαν οι αναγνώστες την ευκαιρία να παρακολουθούν από τόσο κοντά τους συγγραφείς, και δυστυχώς, όχι μόνο ως συγγραφείς αλλά κυρίως ως ανθρώπους. Και χωρίς να το θέλουν, άρχισαν να παρακολουθούν και τον κύκλο τους. Φίλους, γκρούπις, εκδότες, εραστές, ερωμένες, μιμητές, λογοκλόπους, θανάσιμους εχθρούς. Δόξα τω Θεώ, απ’ όλα έχει ο μπαχτσές. Το πιο ενδιαφέρον, για μένα τουλάχιστον, ήταν η παρακολούθηση, ακόμη και σε ρίαλ τάιμ, των εγκλημάτων που άπτονται του κλάδου της δημιουργίας. Μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια παρακολούθησα ουκ ολίγες δολοφονίες πνευματικών πατεράδων, από τα τέκνα τους, ως πέρασμα (rite of passage) στη δημιουργική τους ενηλικίωση. Στην Ελλάδα, θα έχουν βέβαια, σε βάθος χρόνου, δολοφονηθεί τόσοι σενσέι που όχι μόνο θα συνιστούσαν (οι φόνοι) περίτρανη επιβεβαίωση κάθε φροϊδικού παραμάγαζου, αλλά θα σκανδάλιζαν ακόμη και αυτόν τον καλλιτεχνικό οίστρο ενός Κουροσάβα. Τώρα τι σχέση έχουν όλα αυτά με την κριτική; Έχουν και παραέχουν γιατί οι περισσότερες κριτικές γράφονται από συγγραφείς που γνωρίζουν καλά ότι κάθε βαριά λέξη τους θα τη βρουν μπροστά τους όταν θα φτάσει η στιγμή να κριθεί το επόμενο βιβλίο τους. Μέσα σε αυτό το διαφανές λοιπόν, χάρη στα ΜΚΔ, πια πλαίσιο, ο επιμελής αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τη σταθερή ροή διθυραμβικών κριτικών. Κριτικών που σιγά σιγά μαθαίνει να ζυγίζει και να οσμίζεται. Μαθαίνει δηλαδή ποιοι θα γράψουν για ποιούς, μαθαίνει ποιοί θα ξεχάσουν ποιούς, ποιοι θα ανταποδώσουν χάρες, ποιοι θα ξοφλήσουν, αλλά και ποιοί θα ανοίξουν λογαριασμούς. Έτσι βιώνουμε το εξής παράλογο: μόλις απομακρυνθεί λίγο ο αναγνώστης από τον προβολέα των διθυραμβικών κριτικών, και ρωτήσει, λέμε τώρα, κατ’ ιδίαν ακόμη και τον ίδιο τον κριτικό για το βιβλίο, θα ακούσει μια διαφορετική ιστορία που θα στάζει συγκαλυμμένη, ή και όχι, χολή. Η αλήθεια, εύλογα, δεν βρίσκεται ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο. Αν επομένως το βιβλίο δεν είναι αριστούργημα, αλλά δεν είναι και για πολτοποίηση, τι διάολο είναι το ρημάδι που δύναται να σου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον, και πού θα βρεις μια άποψη πριν το αγοράσεις και το διαβάσεις; Η απάντηση βρίσκεται στις σελίδες, ή τα μπλογκ, βιβλιόφιλων που απαριθμούν μερικές εκατοντάδες φίλων (ή φόλοουερ) και που λίγο θα επηρεάσουν την πορεία κάποιου νέου πονήματος. Και εκεί, ευτυχώς, γίνεται θαυμαστή δουλειά και γράφονται ζηλευτές κριτικές που λένε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. -
Ακούω τρίτο πρόγραμμα και σκέφτομαι τι ωραία που είναι με τις απεργίες όταν απουσιάζουν οι παραγωγοί, αλλά μετά θυμάμαι έναν καθηγητή μου που έλεγε πόσο υπέροχα είναι τα πανεπιστήμια χωρίς φοιτητές, και μετανιώνω
-
Η Ρώμη δεν κάηκε σε μια νύχτα.
― Νέρων
-
Αόρατος θίασος με μουσικές εξαίσιες, με φωνές σήμερα έξω από το παράθυρό μου. Αναρωτήθηκα αν έφτασε το τέλος αλλά ήταν απλώς οι δεκαοχτούρες. Τους ευχήθηκα χρόνια πολλά.
-
Είναι όμορφη η πόλη τώρα που λείπετε. Πίστευα ότι δε μ’ ενοχλούσατε και τόσο πολύ. Πλάνη ολκής.
-
Φέικ Νιουζ
Ως ένθερμος κατασκευαστής και διακομιστής φέικ νιούζ πάσης φύσεως οφείλω να απολογηθώ. Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που, όπως έλεγε και ο μέγας Μαρκ Τουαίην, δε θα έκαναν ποτέ το λάθος να αφήσουν την αλήθεια να σταθεί εμπόδιο σε μια καλή ιστορία. Πηγή έμπνευσης παραμένει η μόνη σταθερά: η καθημερινότητα. Καθημερινότητα που τείνει πλέον να διαμορφωθεί σε κανονική φάμπρικα μέσα στην οποία σφυρηλατείται και διακινείται πληθώρα ψευδών ειδήσεων. Ζούμε στην εποχή όπου για να μάθουμε ακόμη και αν πέθανε κάποιος, πρέπει να εξετάσουμε με προσοχή την πηγή, ή, καλύτερα, τις πηγές που δημοσιεύεται το μαντάτο. Μας έχει στερηθεί δηλαδή, όχι μόνο η αυθόρμητη χαρά αλλά και η πηγαία λύπη. Αλλά ο δημιουργικός αυτός οργασμός εκτός από τους πρόθυμους παραγωγούς με τα λογιών λογιών κίνητρα, απαιτεί και καταναλωτές με ευήκοα ώτα. Το πρόβλημα των ψευδών ειδήσεων, επομένως, δεν βαραίνει αποκλειστικά και μόνο τους δημιουργούς τους. Αν όλα αυτά τα τραγελαφικά που καθημερινά δημοσιεύονται και αναδημοσιεύονται έπεφταν πάνω σε αυτιά (και μυαλά) που μπορούσαν έστω και στοιχειωδώς να τα φιλτράρουν, οι δημιουργοί τους θα είχαν εκλείψει προ πολλού. Αν για κάποιο προϊόν δεν υπάρχει ζήτηση, θα πάψει να υπάρχει και προσφορά. Και έτσι ερχόμαστε στο περίφημο caveat emptor. Μάντρα (όχι όρχεων, αλλά επαναλαμβανόμενη φράση) από το χώρο του εμπορίου που σημαίνει «ας προσέξει ο αγοραστής». Η ευθύνη δηλαδή βαραίνει εσένα που αγοράζεις χωρίς να μπαίνεις στο κόπο της διαδικασίας δέουσας επιμέλειας (due diligence process), γιατί μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Και αν στο εμπόριο, αυτό το τελευταίο, δεν ισχύει πια και τόσο, καθότι μεγάλο κομμάτι αυτής της διαδικασίας έχει πλέον ανατεθεί στα κράτη με τη μορφή πιστοποιήσεων, στον χώρο των ειδήσεων τα πράγματα παραμένουν ακόμη θεριακλίδικα και ανεξέλεγκτα. Κάθε εμπόδιο σε καλό όμως. Ποτέ, καμία άλλη εποχή δεν έδωσε τόσο απλόχερα, τόσο πρωτογενές υλικό για τη δημιουργία ευφάνταστων σεναρίων που υπόσχονται να δοκιμάσουν ακόμη και τις κριτικότερες των σκέψεων.
-
Να λυπάστε για τον θάνατο του Ροθ το καταλαβαίνω. να λυπάστε για το ότι πήγε χωρίς Νόμπελ, όχι και τόσο. Λόγω του ειδεχθούς σκανδάλου που συγκλονίζει τον θεσμό, πιθανολογείται ότι όχι μόνο μπαίνουν στον πάγο οι φετινές διαβουλεύσεις και το βραβείο, αλλά, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες από τα σουηδικά ταμπλόιντ, θα ξηλωθούν αναδρομικά και όλα τα Νόμπελ μέχρι αυτό του Ελύτη.