Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • Άκουσα σήμερα στην παραλία ότι αν φοράς διαφορετικά μαγιό κάθε μέρα, εφαρμόζεις δηλαδή ένα ροτέισον διαφόρων σχεδίων μπικίνι σε εναλλαγή με αντίστοιχη ποικιλία ολόσωμων, πετυχαίνεις ομοιόμορφο μαύρισμα χωρίς τις πολυτραγουδισμένες διαχωριστικές γραμμές (i.e. demarcation lines). Θα το δοκιμάσω και θα επανέλθω.

  • Η παγωμένη μπύρα, παρά θίν’ αλός, είναι κοινωνικό αγαθό.

  • Αποδόμηση

    “Therefore,” I said, a little distracted, “we must eat from the tree of knowledge again and fall back into a state of innocence.” “By all means,” he replied, “that is the last chapter in the history of the world.”

    ― Heinrich von Kleist, On the Marionette Theater.

    Το Nyos – Η Τελετή της Αθωότητας, είναι ένα απατηλά απλό μυθιστόρημα. Μπορεί να διαβάζεται απνευστί, αλλά μετά σου αφήνει μια επίγευση απορίας (με τη σωκρατική έννοια). Ο Ρότζερ Μπέικον, βιολόγος στην Γκλόμπαλ Μπαϊόνικς, μια πολυεθνική με έδρα το Λονδίνο, καταφτάνει στο Καμερούν για να μελετήσει τη λίμνη Nyos. Τη λίμνη που μια νύχτα του 1986, απελευθερώνοντας μια τεράστια ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που βρισκόταν εγκλωβισμένο στον βυθό της, σκότωσε περίπου δύο χιλιάδες ανθρώπους και αρκετές χιλιάδες ζωντανά που έτυχε να κατοικούν στα περίχωρά της. Η έρευνα του Ρότζερ έχει σαν στόχο να φέρει στην επιφάνεια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στοιχεία που θα δώσουν πιθανές λύσεις στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ο Ρότζερ είναι παντρεμένος και έχει δυο παιδιά, αλλά στο Λονδίνο, αυτό που τον πονάει περισσότερο είναι ότι έχει αφήσει την ερωμένη του, την Τζέσικα. Η Τζέσικα είναι εικαστικός, επίσης παντρεμένη, επίσης με παιδί.

    Η έλευση, και ειδικά η παραμονή του Ρότζερ στο Καμερούν συνιστά αρχικά ένα αίνιγμα. Τι είναι αυτό που κάνει τον Ρότζερ να αφήσει οικογένεια και ερωμένη—δηλώνει παράφορα ερωτευμένος με την Τζέσικα—και με την πρόφαση της έρευνας να καταδυθεί σε ένα περίεργο ταξίδι αυτογνωσίας; Ο Δρόλιας, μέσα από τους χαρακτήρες τού Ρότζερ και της Τζέσικας θα διερευνήσει ένα βασικό δίπολο: τη σχέση μεταξύ επιστήμης και τέχνης. Ο Ρότζερ είναι ο κατεξοχήν άνθρωπος της επιστήμης. Ένας άνθρωπος που έχει μάθει σε όλη του τη ζωή να ζει με γνώμονα τη λογική και τους κανόνες της επιστήμης. «Για χρόνια προσπαθούσα να ζήσω τη ζωή μου σαν να επρόκειτο για μαθηματική εξίσωση», μας λέει. Ένας ιδιότυπος Δον Κιχώτης, που με όπλο την επιστήμη του προσπαθεί να σώσει τον κόσμο. Η Τζέσικα είναι μια ταλαντούχα και καταξιωμένη εικαστικός με εμμονή στην αρχαιολογία καθημερινών αντικειμένων: «Τα κρατούσε στα χέρια της ένα ένα, και φανταζόταν, σαν άλλος Άμλετ με το κρανίο του Γιόρικ, τις άπειρες ευτυχίες που γνώρισε η ψυχή τους». Η Τζέσικα κατασκευάζει μεγάλου μεγέθους συνθέσεις από ετερόκλητα αντικείμενα. Συνθέσεις που δεν είναι όμως στατικές. Με τις κινήσεις που μηχανικά τους ενσταλάζει προσομοιώνει αφηγηματικές γραμμές που εστιάζουν στις έννοιες της σύνθεσης και αποσύνθεσης, της τάξης και του χάους. Ο επιμελητής τής τελευταίας της έκθεσης θαυμάζει τη συνοχή και αυθεντικότητα των έργων της: «[…] ο εσωτερικός τους χαρακτήρας είναι τόσο ξεχωριστός που δε θα μπορούσε να σε μιμηθεί κάποιος εύκολα», της λέει, και για να υπογραμμίσει τη θέση του φέρνει ως παράδειγμα μια κλασική περίπτωση από την ιστορία της τέχνης. Αναφέρει τον Han van Meegeren, τον διάσημο πλαστογράφο του Βερμέερ ο οποίος κατάφερε να δημιουργήσει «πλαστά αυθεντικά έργα». Και αυτό το πέτυχε, όχι φυσικά αντιγράφοντας απλώς τα έργα, αλλά προσομοιώνοντας το συναίσθημα της εποχής τους ως άλλος Πιέρ Μενάρ. Η εμμονή της Τζέσικας με το συναίσθημα της εποχής—της κάθε εποχής—που βρίσκεται στον γενεσιουργό πυρήνα κάθε μεγάλου έργου τέχνης είναι ο κρίκος που ενώνει, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο βιβλίο, την τέχνη με την επιστήμη. Το αχρονικό στοιχείο της επιστήμης είναι αυτό που εφάπτεται πάνω στο συναίσθημα της κάθε εποχής που δύναται να εξιτάρει η (και τη) μεγάλη τέχνη. Όπως η επιστήμη αποσκοπεί στην καταγραφή των νόμων εκείνων που επιτρέπουν την κατανόηση και πρόβλεψη του φυσικού κόσμου, την επιβολή, έστω και μερικώς, μεθοδολογικής τάξης στο χάος, έτσι, και η μεγάλη τέχνη αποπειράται τη διαφέντευση και ταξινόμηση του χάους μέσω της αποτύπωσης του παράδοξου και αχρονικού εκείνου στοιχείου της πραγματικότητας που δύναται σε κάθε εποχή να εξιτάρει το συναίσθημα, όσο διαφορετικό κι αν είναι αυτό τελικά με το πέρασμα του χρόνου.

    Ο Δρόλιας πραγματοποιεί στο βιβλίο μια θεαματική αντιστροφή της βασικής προκείμενης του διηγήματος του Μπόρχες, «Πιέρ Μενάρ, ο Συγγραφέας του Δον Κιχώτη». Ο Μενάρ, σύμφωνα με τον Μπόρχες, «[…] δεν ήθελε να συγγράψει έναν άλλο Δον Κιχώτη, που δεν είναι δύσκολο, αλλά τον Δον Κιχώτη. Είναι περιττό να πω ότι αυτό που είχε στο νου του δεν ήταν μια μηχανική μεταγραφή του πρωτοτύπου· ο σκοπός του δεν ήταν να αντιγράψει. Η αξιοθαύμαστη φιλοδοξία του ήταν να γεννήσει μερικές σελίδες που θα συνέπιπταν—λέξη προς λέξη, γραμμή προς γραμμή—με εκείνες του Μιγκέλ Θερβάντες». Ο Δρόλιας ξεκινάει από το έτοιμο προϊόν της μετακαπιταλιστικής δύσης, μια προσωπικότητα συγκροτημένη με τον πιο κοπιώδη και μεθοδικό τρόπο, την προσωπικότητα ενός επιστήμονα, και σταδιακά την αποδομεί εις τα εξ ων συνετέθη. Ο βιολόγος Ρότζερ Μπέικον θα βιώσει βήμα βήμα τις συνθήκες εκείνες που θα καταλύσουν τις ακλόνητες επιστημονικές του αλήθειες. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συμβαίνει στην Αφρική, στην ήπειρο από την οποία ξεκίνησε η ζωή, όπως δεν είναι τυχαίο ότι ο καταλύτης για την αποσύνθεση του Ρότζερ είναι ένας κάτοικος της περιοχής ονόματι Σαγιάπ. Ο Σαγιάπ, το στόμα του οποίου έχει σαπίσει από την υπερβολική κατανάλωση κόκα κόλας—ένας υπέροχος συμβολισμός για την υλική και θεωρητική σκευή της Δύσης—είναι αυτός που εκστομίζει, μεταξύ άλλων, τις θεωρίες συνωμοσίας που φέρνουν τελικά τον Ρότζερ στην πλήρη συνειδητοποίηση της κενότητας της κοσμοθεωρίας του. Ο Δρόλιας δίνει μεγάλη σημασία στην κατασκευή της κοσμοθεωρίας στην οποία μας έχει εθίσει η επιστήμη: «Τα πάντα γύρω μας λειτουργούν με έναν άμεσα ντετερμινιστικό και αιτιατό τρόπο που πολλές φορές δεν σκεφτόμαστε την λειτουργία του. […] αλλά αυτός ο ντετερμινισμός έχει παρεισφρήσει στην ψυχοσύνθεσή μας κάνοντάς μας να πιστεύουμε πως μπορούμε να προβλέψουμε και να οργανώσουμε τα πάντα στη ζωή μας». Ο συγγραφέας ανατέμνει αυτό τον τρόπο σκέψης και τον παραλληλίζει με τις συνθέσεις, και ειδικά τις αποσυνθέσεις, των έργων της Τζέσικας. Όπως όμως η σύλληψη του Μπόρχες για την περίπτωση του Πιέρ Μενάρ συνιστά μια ποιητική εικασία του φανταστικού, έτσι και η αντιστροφή της διαδικασίας αυτής, στο πρόσωπο του Ρότζερ Μπέικον, συνιστά μια ποιητική εικασία που μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με την τελετή της αθωότητας του τίτλου τού βιβλίου. Μια τελετή που προσομοιάζει την επανείσοδο στην Εδέμ, την αθωότητα, αφού δαγκώσουμε και πάλι τον καρπό της γνώσης, όπως γράφει ο Κλάιστ στην αρχή του παρόντος κειμένου.

  • Άρνηση

    Στο περιγιάλι το κρυφό (ναι, τ’ άσπρο σαν περιστέρι) δεν είναι μόνο το νερό γλυφό. Έχει και δυο μαλάκες με ρακέτες.

  • Αλυτρωτισμός και Αυτοκίνητο

    Παρακολουθώ με ενδιαφέρον τις δοκιμές και την πρόοδο που έχει σημειωθεί στον ανερχόμενο κλάδο των αυτόνομων αυτοκινήτων (driverless cars). Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα εμφανιστούν οι πρώτες γενιές επιβατών που δεν θα απαιτείται να μάθουν οδήγηση για να αυτό-κινηθούν. Για εμάς, τους ol’ time κάγκουρες, όλα αυτά προσφέρονται για πληθώρα εικοτολογιών: οι πιτσιρικάδες, κάποια στιγμή, ίσως αρχίσουν να μας βλέπουν κάπως σαν τον Κόκκινο Βαρόνο, ή ίσως σαν περσόνες βγαλμένες από τα Mad Max. Μπορεί σιγά σιγά να εκτοπιστούμε σε θεματικά πάρκα όπου, έναντι αδρού εισιτηρίου, ο παλιός κόσμος θα παραμένει ολοζώντανος: θα μπορείς να ρίχνεις κάτω ποδηλάτες που περνούν με κόκκινο. Να κλείνεις μοτοσυκλετιστές που προσπαθούν να χωθούν παντού ενώ δε φορούν κράνος. Να αλλάζεις λωρίδες χωρίς φλας. Να χτυπάς ΣΤΟΠ. Να οδηγείς μετά από έξι μπύρες και δώδεκα σφηνάκια τεκίλα ενώ σου παίρνουν πίπα. Να γράφεις στάτους ενώ περνάς έξω από σχολεία. Να κορνάρεις έξω από νοσοκομεία. Να μουτζώνεις γυναίκες οδηγούς, να τις στέλνεις να φτιάξουν μουσακά και να πλύνουν πιάτα. Όλα αυτά γενικώς που σε κάνουν Übermensch, θα έχουν περάσει ανεπιστρεπτί στο περιθώριο. Ο συλλογισμός που συνδέει τον φιλελευθερισμό, αναπόδραστα δήθεν, με την αυτοκαταστροφή θα έχει βρει νέο πεδίο δοκιμών. Αλλά αν επιμένουμε να οδηγούμε το αυτοκίνητό μας σε δημόσιους δρόμους, οι ασφαλιστικές εταιρίες, σίγουρα, θα αρχίσουν να μας ζητούν τσουχτερό premium. Σε πλήρη αντίθεση με τους νόμους της εντροπίας και τις προτροπές της μετανεωτερικότητας, οι κοινωνίες θα στοχεύουν σε όλο και περισσότερη στοίχιση και τάξη, εξαλείφοντας δημιουργικά εκείνες τις δεξιότητες των μελών τους που προσδίδουν χαρακτήρα και ανομοιογένεια. «Η μύγα, λυπούμεθα κύριε, πρέπει να αποφεύγει το γάλα». Το επιχείρημα των κάθε λογής κομισάριων του μέλλοντος σίγουρα κάτι θα έχει να κάνει με τη σοφιστεία που κρύβεται στα λόγια τού Douglas Adams: απαιτούμε αυστηρά καθορισμένες ζώνες αμφισβήτησης και αβεβαιότητας.

  • Οι αέναες μεταμορφώσεις τής ύλης δεν είναι πάντα ευέξαπτες στη θερμότητα. Τα πιο δροσερά και μακάρια καλοκαίρια, κατά γενική ομολογία, είναι αυτά πριν γεννηθείς, και τα μετά θάνατον.

  • Το γεγονός ότι οι Ιάπωνες δέχτηκαν έτσι απλά την ήττα τους, χωρίς ούτε ένα τόσο δα σεπούκου υποδηλώνει ότι και οι αρχαιότεροι των πολιτισμών έχουν διαβρωθεί από την κενότητα της Δύσης.

  • Θάνατος και Σόσιαλ Μίντια

    “Cut is the branch that might have grown full straight, And burned is Apollo’s laurel bough”.

    Δεν γνώριζα τον Χρήστο Γραμματίδη. Τον είχα φίλο στο φέισμπουκ από το 2012 και ουκ ολίγες φορές διάβαζα αναρτήσεις του σχετικά με τον κινηματογράφο. Λάικ του έκανα σπάνια, για λόγους που δεν έχουν πλέον καμία σημασία. Όταν όμως ανακοίνωσε την ασθένειά του, σοκαρίστηκα. Θυμάμαι ότι μπήκα αμέσως στο προφίλ του να δω την ηλικία του. Όχι ότι είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία αλλά όπως κι αν το κάνουμε αλλιώς στέκεσαι απέναντι σε έναν νέο με καρκίνο, και αλλιώς απέναντι σε κάποιον προχωρημένης ηλικίας. Άρχισα να παρακολουθώ τις αναρτήσεις του για την πορεία του καρκίνου, αλλά τώρα πια, και τις υπόλοιπες αναρτήσεις. Άρχισα να του κάνω λάικ, διστακτικά στην αρχή, με μεγαλύτερο αυτοματισμό στη συνέχεια. Μέσα μου όμως έλεγα ότι αυτό δεν ήταν σωστό. Αισθανόμουν άσχημα γιατί ένιωθα ότι του έκανα λάικ από οίκτο, λόγω της συμφοράς που τον είχε βρει. «Κάνε να γίνει καλά ο άνθρωπος, να σταματήσω να του κάνω λάικ», είχα πει επανειλημμένα.

    Στο παρελθόν είχαμε βιώσει ξανά θανάτους στο φέισμπουκ. Αυτούς που μαθαίναμε ότι κάποιος πέθανε, είτε ξαφνικά, είτε μετά από κάποιο διάστημα αφότου είχε νοσήσει. Το μαθαίναμε όμως μετά θάνατον και μπαίναμε στη σελίδα τους για να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι την απότομη διακοπή της ροής των αναρτήσεων, το τράβηγμα της πρίζας. Αυτό που δεν είχαμε βιώσει ξανά ήταν η σχεδόν σε πραγματικό χρόνο παρακολούθηση της πορείας ενός καρκινοπαθή προς τον θάνατο μέσα από μια ιδιότυπη μορφή εσωτερικού μονολόγου. Και αυτός ο μονόλογος ήταν πραγματικά μια αποκάλυψη. Και ήταν αποκάλυψη για πολλούς και διάφορους λόγους. Ξαφνικά είχαμε μπροστά στα μάτια μας έναν άνθρωπο που μιλούσε ανοιχτά, όσο παίρνει ανοιχτά, για κάτι που είναι πέρα ως πέρα ταμπού. Και είναι ταμπού ακόμη και για τους δικούς μας ανθρώπους που έχουν νοσήσει, πόσο μάλλον λοιπόν για έναν “άγνωστο”. Εγώ προσωπικά έμαθα περισσότερα για τον καρκίνο, για τη φαινομενολογία του καρκίνου, για το πώς φαίνεται δηλαδή ο καρκίνος μέσα από τα μάτια του καρκινοπαθή, από όσα είχα μάθει όταν νόσησαν δικοί μου άνθρωποι. Για να είμαι ειλικρινής, λυπήθηκα περισσότερο για τον θάνατο του Χρήστου Γραμματίδη από όσο είχα λυπηθεί για τον θάνατο δικού μου ανθρώπου. Και αυτό θέλω να πιστεύω δεν υποδηλώνει κάποιο έλλειμμα στην αγάπη που είχα στον συγγενή μου, αλλά ούτε και κάποιο πλεόνασμα στην αξία του Χρήστου Γραμματίδη. Το μόνο που υποδηλώνει είναι την συγκλονιστική δύναμη του μέσου. Αυτό λοιπόν το καινοτόμο γεγονός, το να βρεθείς ξαφνικά να παρακολουθείς από τόσο κοντά κάτι τόσο δραματικό δεν μπορούσε παρά να έχει και το τίμημά του. Καταρχάς ο συναισθηματικός εκβιασμός ήταν, για μένα τουλάχιστον, σχεδόν δυσβάστακτος. Και ήταν δυσβάστακτος γιατί η πρωτοτυπία της παρακολούθησης μιας τέτοιας πορείας, από τόσο κοντά, για κάποιον που παραμένει ουσιαστικά ένας άγνωστος σε βυθίζει σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία στην οποία καλείσαι να διαχειριστείς αντικρουόμενα συναισθήματα πρωτόγονης έντασης. Λύπη και συμπόνια για τον Χρήστο Γραμματίδη, αλλά και απόλαυση (λακανική jouissance για την ακρίβεια) γιατί εσύ, ο εαυτούλης σου, είσαι καλά. Τι αλλόκοτη χαρά Θεέ μου να έχεις εσύ τα (μίζερα) καθημερινά σου προβλήματα, και, ξαφνικά, να διαβάζεις ένα ποστ που ως δια μαγείας σε κάνει να τα ξεχνάς όλα. Τι αλλόκοτο υπαρξιακό ντοπάρισμα ήταν αυτό;! Αλλά αυτή η χαρά—που γινόταν μεγαλύτερη και δυνατότερη καθώς ο Χρήστος Γραμματίδης χειροτέρευε, λες και υπάρχει κάποιος αρχέγονος, αήθης νόμος που υπαγορεύει πως όσο βλέπεις κάποιον να πλησιάζει προς τον θάνατο, τόσο εσύ πρέπει να απομακρύνεσαι από αυτόν με ανείπωτη χαρά—ήταν μια χαρά πέρα ως πέρα νόθα και γεμάτη πόνο (όπως είναι εξάλλου η γνήσια jouissance), γιατί αισθανόσουν, κάθε στιγμή, εγώ τουλάχιστον, ότι κανονικά δεν είχα το δικαίωμα να μαθαίνω τίποτα για την αρρώστια του επειδή δεν τον ήξερα δια ζώσης. Δεν είχα το δικαίωμα να μαθαίνω για την αρρώστια του που μου προξενούσε αυτή την αλλόκοτη επιθυμία για ζωή. Αλλά, τελικά, το δικαίωμα μου το είχε δώσει εκείνος. Ο Χρήστος Γραμματίδης προσέφερε σε όλους εμάς που δεν τον γνωρίζαμε δια ζώσης μια ματιά, σχεδόν από την κλειδαρότρυπα, που ενείχε δυο βασικά στάδια. Από τη μία σε νάρκωνε και σε μαγνήτιζε με τις περιγραφές της ασθένειας και του πόνου του, και από την άλλη σου υπογράμμιζε, μέσω του μέσου που το έκανε, το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι εκείνος παρέμενε ένας άγνωστος. Ήταν σα να μας ψιθύριζε: «δείτε την αρρώστια μου ως αφορμή για να χαρείτε, όσο προλαβαίνετε, τη δική σας ζωή». Ο Χρήστος Γραμματίδης σε έκανε πηγαία να τον συναισθάνεσαι, και, ταυτοχρόνως, πηγαία, γιατί παρέμενε ένας άγνωστος σε απόσταση ασφαλείας, να μην τον συναισθάνεσαι. Σε έκανε να νιώθεις ότι αυτό που συνέβαινε ήταν μια εξαίρεση, μια απόκλιση, ένα βραχυκύκλωμα της πραγματικότητας.

    Υπήρχε επιλογή απέναντι σε αυτό, θα αντιτείνει κάποιος. Αφού αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να τον συμπονέσω σα να ήταν αίμα μου, ή σύντροφός μου, ή αληθινός φίλος μου, αφού η αλλόκοτη χαρά μου που (Ε)γώ ήμουν υγιής μου προκαλούσε εντονότατα αρνητικά συναισθήματα, θα μπορούσα να κάνω ανφόλοου τον Χρήστο Γραμματίδη και να συνεχίσω όπως και πριν. Η άγνοια εξάλλου είναι πάντα μια μορφή ευτυχίας. Αλλά ο γνήσιος συναισθηματικός εκβιασμός είναι αυτός που ενέχει κόστος και δρα υποδόρια ασκώντας δυνάμεις πέρα και πάνω από αυτές που θα επέτρεπαν την εύκολη ή αυτοστιγμεί εξάλειψή του. Ναι, θα ήμουν συνεπής απέναντι στα ανάμεικτα συναισθήματά μου, αλλά από την άλλη, θα είχα κάνει ανφόλοου έναν άνθρωπο που είχε το θάρρος να μιλήσει δημόσια, με εξουθενωτικές λεπτομέρειες, για κάτι τόσο σκληρό. Κάποια στιγμή θέλησα να τον επισκεφθώ στο νοσοκομείο. Ομολογώ ότι δεν μπορώ να ξεδιαλύνω το πλέγμα των κινήτρων μου. Ήταν για να δηλώσω δια ζώσης την συμπαράστασή μου σε έναν άνθρωπό που έτυχε να γνωρίζω διαδικτυακά, ή γιατί ήθελα να απαλλαγώ από τις τύψεις αυτής της αλλόκοτης χαράς για τη δική μου υγεία, τις τύψεις για τη δική μου όρεξη για ζωή με τον μόνο δυνατό τρόπο: να έρθω πιο κοντά του και να συνθλίψω αυτή τη χαρά κάτω από το βάρος του αυθεντικού πόνου; Δεν έχω απάντηση γι’ αυτό. Δεν πήγα στο νοσοκομείο γιατί πήγε δικός μου άνθρωπος, που τον ήξερε μόνο διαδικτυακά σαν κι εμένα, και μου είπε ότι ήταν πολύ άσχημα.

    Ο θάνατος του έφερε βαθιά λύπη σε όσους παρακολουθούσαν άφωνοι το ιδιότυπο μυστήριο. Η διαδικασία οσιοποίησης του, που πλησίασε τα όρια της γραφικότητας, ήταν το λογικό επακόλουθο της διαχείρισης που έκανε και της προβολής που έδωσε ο ίδιος στην ασθένειά του. Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι δικοί του άνθρωποι, οι πραγματικοί φίλοι του, ήταν πιο φειδωλοί στις δηλώσεις τους από τους ανθρώπους που τον γνώριζαν διαδικτυακά, αλλά και αυτό ήταν λογικό και αναμενόμενο καθότι οι λέξεις συνιστούν φτιασιδωμένες ρουφιάνες που λίγη σχέση έχουν με τον άφατο πόνο. Όμως, τελικά, θεωρώ ότι ο τρόπος που δημοσιοποίησε την ασθένεια του θα έχει και συνέχεια. Θα βρει μιμητές ο Χρήστος Γραμματίδης γιατί έδειξε τον δρόμο απέναντι σε μια πιθανή διαχείριση του καρκίνου (και όχι μόνο) που στο παρελθόν δεν ήταν μόνο απίθανη αλλά και αδύνατη. Και αυτό, όπως κι αν το δει κάποιος, είναι μεγάλο κέρδος. Ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάζει, μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, μόνο επειδή μπορούμε να γνωρίζουμε φίλους για παρέα, για σεξ, για γάμους, για επαγγελματικές συνεργασίες χωρίς ταυτόχρονα να επωμιστούμε και το άχθος της άλλης, της σκοτεινής, πλευράς της ύπαρξης. Της πλευράς του πόνου και του θανάτου σε επίπεδα και με τρόπους που μόλις τώρα αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε.

  • Στο παρελθόν είχαμε το αυτολάικ. Το είχα υπερασπιστεί γιατί το δικαίωμα στον αυτοεξευτελισμό είναι ιερό. Τώρα όμως με το αυτοκαρδούλωμα μην τρέφετε φρούδες ελπίδες. Θα πέσει βαρύς ο πέλεκυς.

  • Mal du départ

    Το μελαγχολικά ήσυχο μεσημέρι της Παρασκευής πήρε άλλη τροπή όταν ο ογδοντάχρονος συνταξιούχος ναυτικός στο καφενείο, από κάτω, ενημέρωσε όλη τη γειτονιά ότι αυτή την εβδομάδα δε μας ψέκασαν γιατί: α) έχει σηκώσει πολύ αέρα και η διασπορά είναι απαγορευτικά μεγάλη, β) οι πιλότοι παίρνουν αυτές τις μέρες την άδειά τους. Η επιχειρηματολογία του αυτή, αποστόμωσε την εκλεκτή ομήγυρη και έτσι, ανενόχλητος, συνέχισε την εξιστόρηση της μαγευτικής ιστορίας του για τη φορά εκείνη που το ποστάλι έπιασε Campo Alegre, στο Κουρασάο, και κατέβηκε μαζί με τον καπετάνιο, τον πρώτο, και τον μαρκόνη για να επισκεφτούν εξωτικό οίκο ανοχής με Κολομβιανές ιερόδουλες, στον οποίο―το τόνισε αυτό―οι Έλληνες ναυτικοί ήταν πάντα ευπρόσδεκτοι γιατί ήσαντε (sic) χουβαρντάδες (αντί δύο δολάρια, άφηναν τρία).