Ποιος ξέρει; Ίσως οι κατασκηνώσεις να συνιστούν τη μόνη αληθινή βαριά βιομηχανία μας.
Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης
-
-
Η Αλήθεια για την Ακρόπολη
Αυτό που δεν γνωρίζουν οι τραμπούκοι, αυτοί που φωνασκούν γιατί κλείνει η Ακρόπολη με τους 40 βαθμούς, είναι ότι ο Παρθενώνας, πάνω από τους 37 βαθμούς, παραμορφώνεται λόγω διαστολής του μαρμάρου με αποτέλεσμα να αναιρούνται οι αρχιτεκτονικές εκλεπτύνσεις του. Το ΚΑΣ έχει δώσει ρητές εντολές να μην επισκέπτεται κανείς τον ιερό βράχο υπό αυτές τις ακραίες συνθήκες γιατί αμαυρώνεται η πολιτιστική κληρονομιά μας. Δηλαδή αν αρχίσουν να κυκλοφορούν φωτογραφίες στα διεθνή μέσα όπου ο Παρθενώνας θα φαίνεται στραβός σαν αγγούρι, θα σας αρέσει; Εσείς δε θα είστε πάλι που θα βγαίνετε στα τουίτ και θα προπυλακίζετε τους υπεύθυνους;
Και γράφω προπΥλακίζετε γιατί ο προπηλακισμός ξεκίνησε μια καυτή μέρα του Ιουλίου του 434 π.Χ. όταν κατέβηκε από τα Προπύλαια ομάδα επιφανών Αθηναίων και ζήτησε τα ρέστα από τον Ικτίνο, τον Καλλικράτη, και τον Φειδία για τη δυσανεξία του πανάκριβου Παρθενώνα στη ζέστη. Προτείνω ψυχραιμία και προπάντων λίγο σεβασμό στο ΚΑΣ που καλύπτει τα ατοπήματα των προγόνων μας χιλιάδες χρόνια τώρα. -
Ρέιμοντ Τσάντλερ
«Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ παραμένει ο κορυφαίος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας», μου λέει κοφτά ο Max Sebald. «Ο πολύς Φίλιπ Μάρλοου, ξέρεις, χρωστάει το όνομά του στη μεγάλη αδυναμία που έτρεφε ο Τσάντλερ στον Γιόζεφ Κόνραντ. Ο Πολωνοεβραίος συγγραφέας είναι αυτός που πρώτος ονομάζει το alter ego του Μάρλοου. Τσαρλς Μάρλοου. Ο “Λόρδος Τζιμ”, η νουβέλα “Τα Νιάτα”, και βέβαια “Η Καρδιά του Σκότους” έχουν ως αφηγητή τον Μάρλοου. Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ διαβάζει Κόνραντ σε νεαρή ηλικία, τα χρόνια που πηγαίνει σχολείο στο Dulwich College, στο Λονδίνο. Μαγεύεται από τις περιπέτειες του Μάρλοου, αλλά και από την αφηγηματική δεινότητα του Κόνραντ. Τα χρόνια θα περάσουν και ο νεαρός Ρέιμοντ Τσάντλερ θα επιστρέψει στην Αμερική. Μετά από περιστασιακά odd jobs θα προσληφθεί ως λογιστής, και, σε λίγα χρόνια, θα γίνει υψηλόβαθμο στέλεχος στο Dabney Oil Syndicate, έναν όμιλο εταιρειών πετρελαιοειδών με έδρα την Καλιφόρνια. Το πάθος του για το ποτό και τις γυναίκες (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά, όπως συνήθιζε να λέει) όμως, καθώς και οι συχνές και αδικαιολόγητες απουσίες από το πόστο του θα προκαλέσουν την απόλυσή του το 1932. Μεσούσης της Μεγάλης Ύφεσης ο Τσάντλερ θα στραφεί στη συγγραφή. Πριν από όλα αυτά όμως, το 1923, θα καταφέρει να πραγματοποιήσει ένα παιδικό του όνειρο. Θα συναντήσει τον Γιόζεφ Κόνραντ, ένα μόλις χρόνο πριν τον θάνατό του, στο σπίτι του στο Kent. Τι ειπώθηκε στη συνάντηση αυτή δεν το γνωρίζουμε. Ο Τσάντλερ, στην αλληλογραφία του, περιγράφει τη συνάντηση ελλειπτικά, αλλά περιεκτικά. Οι λιγοστές γραμμές που έχουμε στη διάθεσή μας φανερώνουν τη συγκίνησή του. Ο εμφανώς καταβεβλημένος Κόνραντ γεννάει ξανά στον εικοσιτετράχρονο πια Τσάντλερ συναισθήματα θαυμασμού. Αυτή τη φορά όχι με την ιδιότητα του συγγραφέα, αλλά με αυτή του ανθρώπου. Μιας πληθωρικής προσωπικότητας που στον ψυχισμό της, ο εν δυνάμει συγγραφέας, ψυχανεμίζεται πολλές από τις προκλήσεις που ο ίδιος θα κληθεί να αντιμετωπίσει στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Ο αυτοκτονικός ιδεασμός του και η συνακόλουθη απόπειρα αυτοκτονίας του, η μανία του ν’ αλλάζει διαρκώς κατοικίες, η χρόνια κατάθλιψη. Όλα βρίσκονται μπροστά στα μάτια του. Συνεπτυγμένα στον αέρα που αποπνέει ο μεστός Κόνραντ. Στον αέρα μιας ζωής που ήδη εκπνέει. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι το ύφος και η μαεστρία τού Τσάντλερ, θυμίζουν, πολλές φορές, το έργο τού Κόνραντ. Όπως δεν είναι τυχαίο που τα έργα τού Τσάντλερ, κατά γενική ομολογία, ξεπερνούν το στίγμα της αστυνομικής λογοτεχνίας, και διαβάζονται με αξιώσεις ως μεγάλα λογοτεχνικά αριστουργήματα».
-
Θηριωδία και Τέχνη
Η ναζιστική θηριωδία βρίσκεται στον πυρήνα του τελευταίου βιβλίου της Μαρίας Γαβαλά. Το θέμα μπορεί να έχει τραβήξει την προσοχή πολλών συγγραφέων, αλλά η Γαβαλά το προσεγγίζει από μια ασυνήθιστη οπτική γωνία: από το πρόγραμμα της «δια νόμου εξόντωσης της άχρηστης ζωής». Με απόφαση του Φύρερ, το 1939, νομιμοποιείται η θανάτωση ψυχικά ασθενών, διανοητικά καθυστερημένων, επιληπτικών, αλλά και όσων για οποιοδήποτε λόγο είχαν νοσηλευτεί για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών σε κάποιο άσυλο. Μέχρι τη διακοπή του, το 1941, είχαν θανατωθεί σε θαλάμους αερίων 70.273 άνθρωποι. Η ηρωίδα της Γαβαλά, η Αριάδνη Χόπε, μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο πολυτεχνείο της Δρέσδης γράφει τη διατριβή της πάνω στην Μπέρτα Γκέρτρουντ Φλεκ. Η Φλεκ, μία ζωγράφος, θύμα του συγκεκριμένου προγράμματος, θα αποτελέσει την αφορμή για να βυθιστεί η Χόπε στον λαβύρινθο της διατριβής της με θέμα: «Η σχέση ανάμεσα στην τέχνη και στις εκφραστικές δυνατότητες ανθρώπων ψυχικά νοσούντων ». Η Αριάδνη, που τονίζει ρητά ότι το όνομά της δεν πρέπει να διαβαστεί συμβολικά, θα αναζητήσει απαντήσεις που κανένας μίτος δε θα σταθεί ικανός να την οδηγήσει σε αυτές.
Το βιβλίο, μέσα από τη διαρκή εναλλαγή πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων που κινούνται τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν θα ανακατασκευάσει το χωροχρονικό περιβάλλον τόσο της εποχής της Χόπε, όσο και της Φλεκ. Η σύγχρονη Δρέσδη, ο Μεγάλος Πόλεμος, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού, θα παρελάσουν μπροστά από τον μυθιστορηματικό φακό της συγγραφέως. Η Γαβαλά θα κινηθεί με σύνεση και μαεστρία ανάμεσα στις συμπληγάδες της επιστημονικής αντικειμενικότητας των πηγών της, και του αναβράζοντα υποκειμενισμού της ηρωίδας της. Υποκειμενισμού, που παίρνει τη μορφή ενσυναίσθησης της Χόπε (αλλά και της συγγραφέως) προς τη Φλεκ, που η νεόκοπη ερευνήτρια θα κληθεί να τιθασεύσει καθώς βαφτίζεται δια πυρός στο εργοτάξιο ανοικοδόμησης της διατριβής της. Η διατριβή συνιστά αφηγηματικό εύρημα που θα εργαλειοποιηθεί από τη Γαβαλά με εξαιρετικό τρόπο. Με πρόσχημα τον σχεδιασμό της από την Χόπε, η συγγραφέας, θα βρει τη μανιέρα για να συγκεντρώσει, και, κυρίως, να μας παρουσιάσει πληθώρα πραγματικών στοιχείων για τη Φλεκ και την εποχή που έζησε αλλά και για να συγκεράσει, αδιατάρακτα, τα στοιχεία αυτά στον μυθιστορηματικό ειρμό της.
Η Γαβαλά είναι πολύ τίμια σε αυτό. Σε μια από τις συναντήσεις τής Χόπε με τον επιβλέποντα καθηγητή της, τη βάζει να μας αποκαλύψει τις σκέψεις της. Φαντάζεται τον καθηγητή της να λέει στον εαυτό του «Στο τέλος τέλος, ή θα φέρει μια ανοησία ή ένα μυθιστόρημα, με θέμα τη συγκαλυμμένη εξόντωση ψυχοπαθών, ή καμιά εκκεντρική πραγματεία, τίγκα στις ανακρίβειες και στα αδύνατα σημεία, αλλά που ίσως έχει το ενδιαφέρον και τη γοητεία της». Έχω περάσει κι εγώ από αυτή τη διαδικασία, και χαμογέλασα στοργικά στο σημείο αυτό γιατί ένιωσα στο πετσί μου την αμηχανία της Χόπε καθώς παθιάζεται με το αντικείμενό της. Η Γαβαλά όμως δεν γράφει διατριβή αλλά μυθιστόρημα, και η πρωταγωνίστριά της, προς όφελός μας, θα βιώσει την αδυναμία της να προσεγγίσει ακλόνητες αλήθειες, όχι μόνο στο επιστημονικό πεδίο που έχει επιλέξει, αλλά και στη διάδρασή της με την οικογένειά της και τους εραστές της. Ένα μεγάλο κομμάτι προόδου στις μεταπτυχιακές σπουδές συντελείται με τη σμίλευση της ικανότητας του ερευνητή να περιορίζει το αχανές πεδίο της γνώσης, να στενεύει δηλαδή τον ερευνητικό φακό του και να συνειδητοποιεί ότι εκεί που μπορεί αρχικά να βλέπει πληθώρα απαντήσεων, τελικά, υπάρχουν μόνο περισσότερες ερωτήσεις που με κόπο πρέπει να μορφοποιήσει εκείνος. «Όσο κι αν παιδεύεσαι, όσο κι αν πιλατεύεις τους ήρωές σου για να σου φανερώσουν την αλήθεια τους, τα μυστικά τους, όσο κι αν τους στίβεις για να τους ξεζουμίσεις προς όφελός σου, το γεγονός είναι ένα: Δεν μπορούν να σου μιλήσουν. Δεν γίνεται να σου πουν λέξη. Ό,τι κι αν τους βάλεις να σκεφτούν και να ξεστομίσουν, στην ουσία θα το έχεις σκεφτεί εσύ, το λες μόνο εσύ και κανένας άλλος», μας λέει η Γαβαλά από το στόμα του Μανουέλ, του Καταλανού εραστή της Αριάδνης, και για να τονίσει τη σημασία τού συγκεκριμένου αποσπάσματος, σχεδόν, το επαναλαμβάνει μερικές σελίδες παρακάτω: «Μόνο για επινοήσεις φωνών και ιστοριών μπορούμε να μιλάμε».
Η εμμονή της Χόπε για αυθεντικότητα στη διατριβή της, η εμμονή που την κάνει να διερωτάται πώς θα γράψει «[έ]να κείμενο που θα φέρει τη δική [της] και μόνο σφραγίδα, που θα μπορούσε να το έχει γράψει η Αριάδνη Χόπε και μόνον αυτή», είναι αυτή που την κάνει να επιλέξει τη Φλεκ, με το πενιχρό έργο της, γιατί, μέσα στην αφέλεια και την αλαζονεία της ως ερευνήτρια αποζητά την πρόκληση που θα τη φέρει στο ερευνητικό (και όχι μόνο) αδιέξοδό της. Αδιέξοδο από το οποίο θα πιαστεί η Γαβαλά που θα βρει στο ίδιο πενιχρό έργο τον μυθοπλαστικό χώρο που χρειάζεται. Γιατί το πενιχρό έργο μπορεί να είναι τροχοπέδη για τον ερευνητή, αλλά είναι δώρο για τον συγγραφέα. Και εδώ ακριβώς κρύβεται η εμμονή της Γαβαλά (που είναι η εμμονή της Χόπε) για τη διάσωση της Φλεκ από την απρόσωπη αντικειμενικότητα των πηγών που τη συνθλίβουν και την εξομοιώνουν με τους υπόλοιπους 70.272 νεκρούς. Η Γαβαλά, που δεν είναι η Χόπε, και δεν γράφει διατριβή, θα αντλήσει από τις πηγές τα στοιχεία που θέλει και θα δοθεί στη μυθοπλαστική αφήγηση για να μας προσφέρει αυτά που δε θα μπορούσε ποτέ να μας προσφέρει η ηρωίδα της στο αυστηρό πλαίσιο μιας διατριβής. Με δυο λόγια: η ήττα της Χόπε είναι η νίκη της Φλεκ (και του αναγνώστη) μέσα από την πένα της Γαβαλά. Η Γαβαλά θα μας χαρίσει τις ερμηνείες των έργων της Φλεκ που παραμένουν σχεδόν ερμητικά κλειστά για την ερευνήτρια Χόπε. Η συγγραφέας όμως θα αντλήσει και από την αγάπη της για τον κινηματογράφο—Το Εργαστήριο του Δόκτορος Καλιγκάρι, του Βίνε—και θα μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα μέσα στο άσυλο Ντόζεν της Λειψίας. Θα αντλήσει και από τον Φριτζ Λάνγκ—Δρ Μαμπούζε—για να μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Όπως θα αντλήσει και από τον Έγκον Σίλε για να σκιαγραφήσει τον Μάρτιν, τον ακρωτηριασμένο ήρωα του Μεγάλου Πολέμου. Ο Κόκκινος Σταυρός οφείλει τη σχεδόν πολυαισθητηριακή εμπειρία τής ανάγνωσής του στο πάθος της Γαβαλά να εμπνέεται τόσο από εικονιστική όσο και αφηρημένη τέχνη, αλλά, παραδόξως, και στην αντίστασή της να ενσωματώσει στο κείμενο φωτογραφίες που θα είχαν τελικά το αντίθετο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο καθότι θα ψαλίδιζαν τη φαντασία του αναγνώστη.
Η Γαβαλά με μια κίνηση επιτυγχάνει δυο πράγματα: αντιμετωπίζει την τέχνη ως μέσο για τη διαχείριση της πραγματικότητας των ηρωίδων της, αλλά, ταυτόχρονα, γράφει και η ίδια ένα μυθιστόρημα για τη διαχείριση της δικής της στάσης απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα. Το νιτσεϊκό θέμα της χρησιμότητας της τέχνης ως ασπίδας επιβίωσης αλλά και ως μέσου κατανόησης του κόσμου, βρίσκει στο βιβλίο μια ηχηρή αντήχηση.
-
Χους ει και εις χουν απελεύσει
Σηκώθηκε διστακτικά. Δεν ήξερε αν ήταν πρωί ή βράδυ, χειμώνας ή καλοκαίρι. Έφτιαξε κρύο καφέ και τον άφησε να ζεσταθεί. Κάθισε στην κουζίνα, βγήκε στο μπαλκόνι. Το γκρίζο της θάλασσας δεν ξεχώριζε από το γκρίζο του ουρανού. «Όλα ένα και το αυτό είναι όπως και να ‘χει», σκέφτηκε. Από τότε που πήγε στο νησί ξέχασε τις εναλλαγές του καιρού, που υποτίθεται ότι είναι και μια από τις μεγάλες απολαύσεις αυτής εδώ της ζωής. «Τι κοινοτοπία, Θεέ μου!» μονολόγησε. Θα στόλιζε δέντρο, θα έφτιαχνε μελομακάρονα, θα γέμιζε τη γαλοπούλα, θα έβαφε αυγά, θα σούβλιζε αρνί, θα έπλεκε κοκορέτσι. Θα τηγάνιζε μπακαλιάρο, θα χτυπούσε τα σκόρδα στο γουδί, θα έπαιρνε ταραμά, θα έψηνε εμβόλιμα μια φανουρόπιτα, θα ζύμωνε τη λαγάνα. Και ανήμερα της Παναγίας, όταν όλοι θα ήταν στην παραλία, θα αμολούσε καλούμπα, θα πετούσε χαρταετό. Και αν άκουγε και καμιά κουβέντα παραπάνω, αν οι λουόμενοι τον έπαιρναν για ανισόρροπο, την είχε έτοιμη από καιρό την απάντηση: «Χους ει και εις χουν απελεύσει».
-
Πόλεμοι της Μετάφρασης
Από το επιμύθιο των αιματηρών πολέμων της μετάφρασης που συγκλόνισαν τη χώρα τις τελευταίες ημέρες δε θα μπορούσε να απουσιάζει, ώστε να τους προσδώσει την απαραίτητη αίσθηση closure (μια αμετάφραστη έννοια), η διδακτική ιστορία του τιτάνα Douglas Adams σχετικά με το περίφημο Babel fish. Το Babel fish, για να σας κατατοπίσω, συνιστά μια αξιοπερίεργη, ίσως την πιο αξιοπερίεργη οντότητα στο σύμπαν, που, αφ’ ης στιγμής εναποτεθεί στο αυτί, σου μεταφράζει άψογα κάθε είδους ομιλία. Οι σημασιολογικές προεκτάσεις της ύπαρξης του Babel fish είναι όμως τέτοιας βαρύτητας και σπουδαιότητας που φτάνουν να αποτελούν επιχείρημα που καταρρίπτει την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Ο συλλογισμός, πάντα σύμφωνα με τον Douglas Adams, πάει ως εξής: «Αρνούμαι να αποδείξω ότι υπάρχω καθότι η απόδειξη συνιστά άρνηση της έννοιας της πίστης, και χωρίς πίστη, δεν είμαι τίποτα», λέει ο Θεός. «Αλλά η ύπαρξη του Babel fish», λέει ο άνθρωπος, «συνιστά από μόνη της απόδειξη της ύπαρξης σου καθότι δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να έχει εξελιχθεί από μόνο του κάτι τόσο τέλειο». Άρα, σύμφωνα με τη θέση του Θεού, η αδιαμφισβήτητη απόδειξη ύπαρξης του, συνιστά, με τη σειρά της, την αδιάσειστη απόδειξη της ανυπαρξίας του! Βεβαίως, ο Adams, υπογραμμίζει στην πραγματεία του, ότι η ύπαρξη του Babel fish, που εκτός από τον Θεό εξαφάνισε και κάθε φραγμό επικοινωνίας και γεφύρωσε μεταξύ τους όλες τις φυλές και κουλτούρες του σύμπαντος, είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα περισσότερων και πιο αιματηρών πολέμων απ’ όσους είχε γνωρίσει ως τότε η ιστορία της δημιουργίας.
-
Yes
Τη σφήνωσε υπό μάλης και πήρε την ανηφόρα. Είχε κουραστεί από τη θάλασσα, τις παραλίες, και τα μπιτσόμπαρα. «Ξέρεις τι είναι αυτό;» ρωτούσε σε κάθε χωριό. «Ρακέτα, φυσικά!» του απαντούσαν. Συνέχιζε απτόητος, μέχρι που μια μέρα μπήκε στην Εξωγή. Στην κεντρική πλατεία μπάνισε πιτσιρικά σκυμμένο πάνω στο τάμπλετ του. Τον πλησίασε. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του, γλίστρησε λίγο το Persol (μοντέλο Steve McQueen) γυαλί στη μύτη του, και τον κοίταξε χωρίς να πει κουβέντα. «Ξέρεις τι είναι αυτό;» τον ρώτησε διστακτικά. «Παππού, άντε σπάσε με τη σανίδα σου!» Σχεδόν λιποθύμησε από τη χαρά του. Ο μικρός είχε πει «σανίδα». Κάθισε στη σκιά της μεγάλης μπουκαμβίλιας. Έβγαλε τα Καρέλια από την τσέπη του, άναψε ένα, και άρχισε να διαβάζει τη νουβέλα “Yes” του Τόμας Μπέρνχαρντ. Ο πιτσιρικάς παράτησε το τάμπλετ του, σηκώθηκε, και αφού πλησίασε στο απέναντι αρχοντικό, πάτησε μια φωνή που έσκισε τη σιγαλιά του απομεσήμερου: «Ερνέστο! Ήρθε ένας μαλάκας με μια ρακέτα. Πέταξέ μου τη δικιά μου να το λιώσω το αρχίδι».
-
Είναι εδώ στον καφενέ μία με ένα μουστάκι σαν του Νταλί. Ο σύζυγός της μοιάζει με την Γκαλά. Υπερεκτιμημένη έννοια οι διακοπές, φίλοι μου.
-
Τέλος Εποχής
Στις 18 Αυγούστου του 1917 ξεσπάει η μεγάλη πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη. Η φωτιά, σε διάστημα 32 ωρών, θα κάψει χιλιάδες σπίτια, θα καταστρέψει διοικητικές υπηρεσίες, χώρους λατρείας, κέντρα διασκέδασης, καταστήματα, και θα αφήσει στο πέρασμά της αρκετές δεκάδες χιλιάδες άστεγους. Ο Θωμάς Κοροβίνης, με φόντο την επέλαση της φωτιάς θα στήσει μια ερωτική ιστορία μεταξύ του Τουρκαλβανού Ασλάν Καπλάν και της Ισπανοεβραίας Σαλώμης. Ο υπότιτλος του βιβλίου δεν αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεων: «Λαϊκό ρομάντζο τον καιρό της φωτιάς του ’17». Η μυθοπλαστική αυτή βάση όμως θα χρησιμοποιηθεί και για να ξεδιπλωθεί ένα φαντασμαγορικό λαογραφικό μωσαϊκό συνύπαρξης τριών βασικών εθνοτήτων, Σεφαραδιτών, Μουσουλμάνων, και Ελλήνων, αλλά και Γάλλων, Βρετανών, και Ιταλών που αποτελούσαν τη Στρατιά της Ανατολής, σε μια πόλη που έκανε τα πρώτα της βήματα ως κομμάτι της Ελλάδας.
Ο Ασλάν Καπλάν—το λιοντάρι τίγρης—είναι μια περσόνα βγαλμένη από παραμύθι και ερριμμένη σε μια πόλη, που, και αυτή με τη σειρά της, φαντάζει παραμυθένια. Θα πει κάπου προς την αρχή του βιβλίου ο Ασλάν Καπλάν στο κολλητάρι του, τον Αμβραμίκο: «Πήρανε τους ανθρώπους, τη ζωή μας δηλαδή, και τα κάνανε έργα στο σινεμά». Ο Κοροβίνης μάς κλείνει το μάτι: αυτά για τα οποία θα μιλήσει αναφέρονται σε καταστάσεις που ήταν γραφτό να γίνουν αντικείμενο μύθων, να τροφοδοτήσουν δηλαδή, όχι μόνο τη μυθοπλασία του μέλλοντος, αλλά και της εποχής τους. Ο Ασλάν Καπλάν είναι λοιπόν ένας Τσακιτζής της Δύσης, ένας Ρομπέν των δασών της Ανατολής, και συνάμα, ένας ασίκης Δον Ζουάν. Οι γυναίκες λιώνουν στο βλέμμα του, οι φίλοι του πίνουν κρασί στο όνομά του, οι μπαγαπόντες τον τρέμουν, οι φτωχοί και κατατρεγμένοι τον έχουν ίνδαλμά τους. Η μοιραία συνάντησή του με τη Σαλώμη θα γεννήσει τον κεραυνοβόλο έρωτα που θα φουντώσει παράλληλα με τη μεγάλη πυρκαγιά της πόλης. Πάνω στις δυο αυτές φωτιές, τη μεταφορική και την κυριολεκτική, θα στηριχθεί ο Κοροβίνης για να ξετυλίξει την ιστορία του. Στην πορεία, οι δύο πυρκαγιές θα κάψουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Το πάθος του Ασλάν Καπλάν για τη Σαλώμη, θα θολώσει το καθάριο βλέμμα του και θα νερώσει όλες του τις αξίες: θα αδιαφορήσει για την υγεία της αδερφής του, για την πολυαγαπημένη του γιαγιά, αλλά και για τους συμπολίτες του που θα παρακολουθήσουν, ανήμποροι, το βιός τους να γίνεται παρανάλωμα του πυρός.
Το βιβλίο διαβάζεται σε δυο καθισιές, και για κάποιον που δεν έχει καμία σχέση με τη Θεσσαλονίκη συνιστά έναν εντυπωσιακό, καρτ-ποσταλικό οδηγό της ιστορίας της. Έχω όμως μία ένσταση: η μυθοπλασία, σε πολλά σημεία, δεν καταφέρνει τελικά να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να οδηγήσει το βιβλίο όπως θα περίμενε κανείς σε ένα μυθιστόρημα. Το πάθος του Κοροβίνη για τα ήθη, την ιστορία, και τις παραδόσεις της πόλης φαίνεται να τον συνεπαίρνει σε τέτοιο βαθμό που τελικά η λαογραφία παίρνει το πάνω χέρι. Αισθάνθηκα σε αρκετά σημεία ότι η κίνηση των ηρώων μέσα στην πόλη, η πάγια σύμβαση του συγγραφέα για να μας σερβίρει τα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία που με κόπο έχει κάνει κτήμα του, δεν εξυπηρετούσε πηγαία τον αφηγηματικό μίτο της ερωτικής ιστορίας, αλλά γινόταν βάσει λαογραφικού πατρόν, στο τελικό προϊόν του οποίου μπορούσα να διακρίνω τις ραφές. Στο κεφάλαιο «Πανηγυράκι στην Αντιγονιδών», για παράδειγμα, ο συγγραφέας που θέλει να μας περάσει μια βόλτα από τα σημεία που έκαναν θαλάσσια μπάνια οι ντόπιοι της εποχής, γράφει: «Η ώρα ήταν δέκα. Η υπερθερμασμένη ατμόσφαιρα είχε κάνει τη διέλευση απ’ το κέντρο προβληματική. Η αναπνοή γινόταν δύσκολα, η δυσφορία ήταν μεγάλη. Εντελώς φυσικά ο μεγαλύτερος έριξε την ιδέα: Δεν βουτάμε στη θάλασσα να δροσιστούμε, φίλε μου Πίκολο;» (σελ. 105, έμφαση δική μου). Η ανησυχία του συγγραφέα για την αδιατάρακτη ροή της αφήγησης προδίδεται με τη χρήση αυτού του «φυσικά». Ο Κοροβίνης, σε μια απόπειρα να ξορκίσει τις αμφιβολίες του, τις υπογραμμίζει. Αλλά και στο επόμενο κεφάλαιο, «Στο Κουλέ Χαμάμ», ο συγγραφέας, που θέλει να επισκεφθούμε ένα χαμάμ, ανοίγει με την πρόταση «Τότε του κατέβηκε του παλικαρά η ιδέα να πάει στο χαμάμ». Εδώ, όσο και να θέλει ο αναγνώστης να αφεθεί στο παραμύθι και στην αφήγηση, αισθάνεται ότι κάποιος τον τραβάει με το ζόρι από το χέρι. Το ρομάντζο δηλαδή του Ασλάν Καπλάν με τη Σαλώμη ανταγωνίζεται το πλούσιο λαογραφικό πανόραμα, και τελικά χάνει. Το μυθιστόρημα, αφήνει κάτω από την επιφάνειά του να αχνοφαίνονται σε πολλά σημεία οι αρμοί των λαογραφικών προθέσεων.
Ίσως όμως και να είμαι δύσκολη περίπτωση αναγνώστη, όχι λόγω κάποιας ιδιοσυγκρασιακής εμμονής, αλλά γιατί ξεφεύγω τόσο πολύ από το κοινό στο οποίο, υποσυνείδητα, δύναται να απευθύνεται ο Κοροβίνης. Εξηγούμαι: επειδή δεν έχω βρεθεί πάρα δύο φορές στη Θεσσαλονίκη, μου είναι αδύνατον να βιώσω τη μέθεξη που θα ένιωθε ένας ντόπιος αναγνώστης, που σίγουρα θα μπορεί να τοποθετήσει τον εαυτό του σε πολλά σημεία του χάρτη που αναφέρονται στο βιβλίο, και έτσι εύκολα να παρασυρθεί από τον αφηγηματικό ειρμό και να φανταστεί ίσως ότι περπατάει τους δρόμους, τα σοκάκια, και τα καλντερίμια μαζί με τους ήρωες. Για να είμαι ακριβοδίκαιος όμως, δυστυχώς, υπάρχει και άλλη ανάγνωση αυτής της παρατήρησης, που τυγχάνει να είναι η ακριβώς αντίστροφη: είμαι ο ιδανικός αναγνώστης γιατί στηρίζομαι αποκλειστικά και μόνο στις ικανότητες του συγγραφέα για να βιώσω τον αφηγηματικό ειρμό καθότι δεν κουβαλάω προσωπικά βιώματα που με συνδέουν με την πόλη και που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στο να συναντήσω, με περισσότερη ευκολία, τις μυθιστορηματικές προθέσεις του Κοροβίνη κάπου στη μέση.
Αλλά για να μην κλείσω με αντιρρήσεις, ας αναφερθώ στη μεγάλη πρωταγωνίστρια του βιβλίου που δεν είναι άλλη από τη γλώσσα. Η αδιαμφισβήτητη ηρωίδα και πλανεύτρα του συγγραφέα είναι η γλώσσα που μιλούν οι ήρωές του. Η γλώσσα που συνιστά τη χειροπιαστή μετουσίωση της πολυπολιτισμικότητας της Θεσσαλονίκης την εποχή που τοποθετείται το βιβλίο. Ελληνικά, τούρκικα, αρβανίτικα, λαντίνο, γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά διασταυρώνουν τις λόγχες τους που σπινθηροβολούν σε μια πόλη που φλεγόμενη βιώνει το πέρασμά της σε μια νέα εποχή. Αν ο Κοροβίνης δεν μπορούσε να χειριστεί άψογα ένα τέτοιο αμάλγαμα δε θα μπορούσε να μεταφέρει με αληθοφάνεια την ιστορία της πόλης που φωτογραφίζει ο μυθιστορηματικός φακός, αλλά ούτε και να κάνει με αξιώσεις αισθητή την καταγραφή τής καταστροφής της. Ας αφήσω όμως τον ίδιο να μιλήσει ώστε να πάρετε κι εσείς μια τζούρα από ένα πρώτο πέρασμα του Ασλάν Καπλάν:
«Πρωί πρωί σηκώθηκε φουριόζος, νίφτηκε με βιάση στο μουσλούκι της αυλής, σεργιάνισε ένα λεπτό την ομορφιά του στο καθρεφτάκι που κρεμόταν από ένα χαμηλό κλωνί της λυγαριάς, έσιαξε με μια τσατσάρα το σπαστό μαλλί, έστρωσε στο κεφάλι του το καλπάκι του, σενιάρισε με επιμέλεια το μουστακάκι του το ασίκικο και μονολόγησε: -Σκίζεις χασέδες, σεβνταλή μου, όλες οι ομορφονιές χαλάλι σου!»
-
Μαλάκα μου από εκεί που θέλαμε να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, τώρα, ρισκάρουμε και τη ζωή μας για δαύτη.