Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • Το Τούνελ

    Οι Άγγλοι έχουν μια ωραία φράση: “What could possibly go wrong?” Τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Μια φράση που είθισται να ξεστομίζεται σε στιγμές που πολλά θα μπορούσαν να στραβώσουν, αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους, εμείς, επιλέγουμε να τα αγνοούμε. Τη στιγμή όμως που πέρασε από το μυαλό μου ήταν καθαρή από ειρωνεία. Την εννοούσα κυριολεκτικά.

    Καθόμασταν μέσα. Τέσσερις όλοι κι όλοι. Τέσσερις και ο κούκος. Ο μπουφετζής. Ίσως και οι τελευταίοι τέσσερις στην πόλη. Δυο μεσήλικες, μια νεαρή κοπέλα, κι εγώ, ο ντεμί μεσήλικας. Είχε δυνατό κλιματισμό, καλό καφέ, και το κάπνισμα επιτρεπόταν. Ο καθένας στη φούσκα του. Σκυμμένοι πάνω από τα βιβλία μας καθώς η τζαζ έδενε με τον υπόκωφο ήχο των τζιτζικιών που πλάνταζαν απ’ έξω. Ιδανικό απομεσήμερο Αυγούστου στο κέντρο. “What could possibly go wrong?” σκέφτηκα σχεδόν αφηρημένα. Ετοιμαζόμουν να πιω μια γουλιά καφέ όταν άνοιξε απότομα η πόρτα. Σήκωσα τα μάτια μου από την τυπωμένη σελίδα και τον είδα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του με θόρυβο και τράβηξε το περίστροφο. Φορούσε μουτσούνα που έμοιαζε στον Νίξον αλλά μάλλον δεν ήταν. «Δε χρειάζεται να γίνει κάτι που είναι σίγουρο ότι όλοι θα το μετανιώναμε», είπε με λεπτή, σχεδόν παιδική φωνή. Ήταν ψηλός και δεν μπορούσες να προσδιορίσεις την ηλικία του. Τον κοιτάζαμε σαστισμένοι, ή μάλλον, κοιτάζαμε την κάννη τού όπλου. «Έχω μόνο 45 ευρώ ταμείο», είπε ο μπουφετζής με φωνή που έσπασε ελαφρά. «Δε θέλω τα λεφτά σας», φώναξε κραδαίνοντας το όπλο. Ο ήχος της φωνής ήταν σα να είχε μετατοπιστεί, και να έβγαινε τώρα μέσα από την κάννη. «Θα αφήσετε όλοι τα βιβλία σας πάνω στα τραπέζια. Κλειστά. Θέλω να φαίνεται το εξώφυλλο», είπε, και ενστικτωδώς εκτελέσαμε την εντολή. Δεν έχασε χρόνο. Πέρασε πρώτα από το τραπέζι της κοπέλας. Κοίταξε το βιβλίο. «Τοστ Ζαμπόν. Μπουκόφσκι. Έχεις το ακαταλόγιστο λόγω ηλικίας», είπε η κάννη του όπλου, και προχώρησε στο διπλανό τραπέζι. Ο μεσήλικας τον κοίταζε. «Το Κουτσό. Χούλιο Κορτάσαρ», διάβασε, και με μια κίνηση έσπρωξε το βιβλίο στο πάτωμα. «Πώς τα διαβάζετε αυτά τα πράματα;», φώναξε στον σαν στήλη άλατος άνδρα. Πέρασε στον επόμενο. Ο έτερος μεσήλικας δεν σήκωσε καν το βλέμμα του. «Πήτερ Κάμεντσιντ. Έρμαν Έσσε», είπε με στόμφο ο Νίξον και κοίταξε τον ιδιοκτήτη τού βιβλίου. «Η περίπτωσή σας είναι… περίπτωση. Θέλω να πάτε στη σελίδα 100 και να μου διαβάσετε από εκεί που λέει “Εγώ ήμουν ποιητής…” μπλα, μπλα», του είπε. Ο μεσήλικας έπιασε το βιβλίο και πήγε στη σελίδα. Τα μάτια του σκάναραν το κείμενο για να εντοπίσουν το επίμαχο σημείο. «”Εγώ ήμουν ποιητής, ταξιδιώτης, πότης, μονόχνωτος! Αλλά τώρα μου φαινόταν πως ανακάλυψα το πεπρωμένο μου στη δυνατότητα ενός γάμου από έρωτα, που θα μου έδινε την ευκαιρία να χτίσω τη γέφυρα με τον κόσμο των ανθρώπων.”», διάβασε με τρεμάμενη φωνή. Ο μουτσούνας τού έβαλε το όπλο στον κρόταφο και τράβηξε πίσω τον κόκκορα. Ακούσαμε καθαρά το κλικ. «Σε λυπάμαι. Δεν απορώ καθόλου που αυγουστιάτικα κάθεσαι εδώ μέσα και διαβάζεις πράματα που έπρεπε να είχες ξεπεράσει στα σχολικά σου χρόνια. Καλά να πάθεις!» του είπε, και χαμήλωσε το όπλο. Ο μεσήλικας έτρεμε. Χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μάγουλά του. «Σοβαρά τώρα; Κλαις ή έχεις ιδρώσει;» τον ρώτησε ατάραχος. Δεν έλαβε απάντηση γιατί ούτε το ίδιο το θύμα δεν ήξερε τι του συνέβαινε. «Θα σας δώσω μια τελευταία ευκαιρία», είπε και ήρθε στο τραπέζι μου. «Ernesto Sabato. The Tunnel», είπε με μια δόση ειρωνείας, και κοίταξε τους υπόλοιπους στο μαγαζί. «Έχουμε και αγγλομαθή εδώ μέσα. Πολύ ωραία. Δε φταίω εγώ. Σελίδα 50. Θα διαβάσεις από εκεί που λέει «”During the time in my life…” μπλα μπλα…», είπε. «During the time in my life when I had friends, they often laughed at my passion for always selecting the most tortuous route.”», διάβασα και σταμάτησα. «Συνέχισε. Δε βιαζόμαστε καθόλου, καλέ μου μούσια», μου είπε, και συνέχισα. «”I ask myself though, why reality has to be simple. Experience has taught me just the opposite; it almost never is simple, and when something seems unusually clear, when some action appears to obey a simple logic, there are usually complex motives behind it.”», με έκοψε ακουμπώντας την κάννη στον κρόταφό μου. Την κατέβασε όμως αμέσως, και κατευθύνθηκε προς τον μπουφετζή. Ο Νίξον μάς είχε γυρίσει την πλάτη αλλά κανένας δεν τόλμησε να κουνηθεί. «Το Κουτσό εσύ το ξέρεις;» τον ρώτησε. «Όχι βέβαια! Δεν έχω σχέση με τέτοια εγώ», είπε εκείνος αμέσως. «Έχεις, αλλά δεν το ξέρεις», είπε και γύρισε πάλι προς το μέρος μας. «Δυο Αργεντίνοι στο ίδιο μαγαζί. What are the odds? Το Κουτσό βέβαια είναι σαν χιλιοφορεμένη καπότα. Το έχουν κατακλέψει οι πάντες για να γαμήσουν κάποια κατακαημένη ή κατακαημένο, μη με παρεξηγάτε. Αν έχει λογοτεχνική αξία; Σας το χαρίζω. Έγινε κανένας καλύτερος άνθρωπος διαβάζοντάς το; Φυσικά και όχι γιατί δεν ψάχνετε να μάθετε κάτι. Ψάχνετε να γαμήσετε. Γιατί αν δεν ψάχνατε να γαμήσετε θα διαβάζατε στα σπίτια σας…», είπε. Τον άκουσα να ξεφυσάει μέσα από τη μουτσούνα. Ακουγόταν γνήσια αγανακτισμένος. Συνέχισε όμως «…ο Σάμπατο όμως είναι άλλη ιστορία. Θα σας τη χαρίσω, για τελευταία φορά. Θα φύγετε όμως. Δε θέλω να σας βλέπω. Κουράστηκα με την πάρτη σας. Αν σας ξαναδώ σε μαγαζί να διαβάζετε, θα λαλήσει το κοκόρι…», είπε και όπλισε ξανά «…αφού δεν μπορείτε να κάθεστε σπίτια σας, θα πάτε σε παραλίες να διαβάζετε τα μιάσματά σας: Με ακούτε; Στα καφενεία ερχόμαστε για να απολαύσουμε καφέ», είπε και γύρισε προς τον μπουφετζή. Ακούμπησε το όπλο στο μπαρ, και βγάζοντας τη μουτσούνα τού είπε: «Ένα ζεστό εσπρέσο, παρακαλώ».

  • Προσπαθώ ν’ ανάψω τσιγάρο μπροστά στον ανεμιστήρα. Με βοηθάει να σκέφτομαι ότι στέκομαι σε κατάστρωμα.

  • Τρολάρει ο σαραντάρης τη δήλωση Βερναρδάκη ενώ απολαμβάνει τα γεμιστά της μανούλας του συνοδεία φέτας Παρνασσού.

  • Φέρτε μ’ ένα καπουτσίνο
    για να δείτε πως πονώ

    ― Μάνος Χατζιδάκις

  • Ανεμοδαρμένα Ύψη

    Αστραπόβροντα, αγέρας· σκοτάδι πέφτει ξανά. Τα σκυλιά αλυχτάνε. Η βροχή λυσσομανά. Κατέβηκα και άλλαξα το όνομα στο κουδούνι: Χίθκλιφ.

  • Διερωτάται ο κόσμος, και με το δίκιο του, πώς κοιμούνται τα βράδια. Εγώ πάλι έτσι όπως τους κόβω απορώ πώς καταφέρνουν και ξυπνάνε τα πρωινά.

  • Ζωή ως Πρωτοτυπία

    Το βιβλίο παραλίγο και δε θα είχε φτάσει σε εμάς. Ο 62χρονος Ίταλο Σβέβο δεν ενδιαφερόταν για την έκδοσή του. Η ύπαρξη του οφείλεται στην παρότρυνση του Τζέιμς Τζόυς που το διάβασε το διάστημα που έζησε στην Τεργέστη διδάσκοντας αγγλικά. Το βιβλίο όμως δεν έπρεπε να έχει φτάσει σε εμάς και για έναν άλλο λόγο που άπτεται της πλοκής του: το κείμενο έχει γραφτεί από τον Ζήνωνα Κοζίνι και απευθύνεται στον ψυχαναλυτή του. Ο ψυχαναλυτής, ο Σ., το δημοσιεύει ως τιμωρία γιατί ο Ζήνων σταμάτησε τη θεραπεία. Από την πρώτη σελίδα, που μαθαίνουμε γι’ αυτή τη συνθήκη, η ψυχανάλυση έχει δεχτεί ένα καίριο πλήγμα. Είμαστε ουσιαστικά λαθραναγνώστες μιας μεγάλης συνεδρίας. Όποιος έχει διαβάσει κείμενα που αναφέρονται στην ψυχανάλυση θα έχει παρατηρήσει ότι η ταυτότητα του ασθενή αποκρύπτεται και στη θέση της εμφανίζεται ένα αρχικό του ονόματός του. Ο Σβέβο όμως πραγματοποιεί μια θεαματική αντιστροφή: ο Ζήνων Κοζίνι είναι ο ασθενής και ο γιατρός του παραμένει στην ανωνυμία. Οι τροχοί της ειρωνείας έχουν ήδη τεθεί σε κίνηση.

    Όλοι κάποια στιγμή έχουμε επιδοθεί σε παρατηρήσεις και νουθεσίες, ενίοτε εύστοχες, για τις ζωές των άλλων, αλλά παράλληλα συνειδητοποιούμε ότι για τη δική μας δεν τα καταφέρνουμε εξίσου καλά. Είτε επειδή εθελοτυφλούμε, είτε επειδή γνήσια δεν μπορούμε να μας κοιτάξουμε όπως μας κοιτάζει ένας τρίτος. Ίσως αυτή η αδυναμία μας να έχει να κάνει με την αδυναμία του ματιού να δει τον εαυτό του, ίσως και πάλι όχι. Σε ένα σημείο (με καφκικές ίσως αποχρώσεις) στην αρχή του βιβλίου, ο Ζήνων, αφού θα τραυματίσει μια μύγα που πετάει γύρω του θα παρατηρήσει το άμοιρο έντομο καθώς πασχίζει πάνω στο γραφείο του. Θα του κάνει εντύπωση γιατί ενώ το έχει τραυματίσει στο πόδι, εκείνο επίμονα έτριβε τα φτερά του: «[…] ο μικρός εκείνος οργανισμός, έχοντας νιώσει τόσο πόνο, καθοδηγούνταν στην τεράστια προσπάθεια του από δύο λάθη: πρώτον, τρίβοντας με τόση επιμονή τα φτερά του που ήταν άθικτα, το έντομο αποκάλυπτε ότι δεν ήξερε από ποιο όργανο προερχόταν ο πόνος του, και δεύτερον, η επιμονή της προσπάθειάς του έδειχνε ότι μες στο μικροσκοπικό μυαλό του, υπήρχε η θεμελιώδης πεποίθηση ότι η υγεία είναι κάτι που όλοι δικαιούνται και ότι πρέπει να επιστρέφει όταν μας εγκαταλείπει». Έτσι και ο Ζήνων Κοζίνι θα επιδοθεί σε έναν χείμαρρο αυτοπαρατηρήσεων και αυτοκριτικής καθώς θα κληθεί να αποτυπώσει στο χαρτί, μετά από προτροπή του ψυχαναλυτή του, μεγάλα κομμάτια της ζωής του με σκοπό τη θεραπεία του. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο Ζήνων, παρότι διηγείται αξιοζήλευτα, παραμένει ανεκδιήγητος. Η αξιοπιστία του ως προσωπικότητα θα καταρρακωθεί πριν καν τελειώσει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρεται στην προσπάθεια του να κόψει το τσιγάρο.

    Αν κάποιοι επιμένουν να συγκρίνουν τον Σβέβο με τον Προυστ, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι το τσιγάρο συνιστά για τον Σβέβο το μαντλέν του. Ένα μαντλέν που μπορεί να μην ξεκλειδώνει τη μνήμη του Ζήνωνα με τον τρόπο που αυτό συμβαίνει στον Προυστ, αλλά που διαποτίζει σαν τη νικοτίνη κάθε έκφανση της ζωής του. Ο τρόπος με τον οποίο στέκεται απέναντι σε διάφορες καταστάσεις της ζωής του ο Ζήνων είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο στέκεται απέναντι στο τσιγάρο, και συγκεκριμένα, στην προσπάθεια του να το κόψει. Η προσπάθεια του, για παράδειγμα, να διακόψει τη σχέση του με την ερωμένη του δεν γίνεται να μη σου φέρει στο νου την προσπάθεια απεξάρτησής του από το τσιγάρο. Διαρκείς και επαναλαμβανόμενες απόπειρες διακοπής του—τα περίφημα τελευταία τσιγάρα που μετά γίνονται τελευταίες συναντήσεις με την ερωμένη του—τον κάνουν τελικά να συμβιβαστεί με αυτό. Ο εθισμός του στη νικοτίνη είναι ο εθισμός στο εγώ του, και κατ’ επέκταση στη ζωή την ίδια. Και όπως βλέπει την εμμονή του με το τσιγάρο ως αρρώστια, έτσι βλέπει, όπως ανακαλύπτουμε αργότερα, και την ίδια τη ζωή. Ο Ζήνων είναι ένας δεινός επινοητής συλλογισμών και δικαιολογιών ώστε να βγαίνει πάντα στην επιφάνεια: σχετικοποιεί, συμψηφίζει, εθελοτυφλεί, διαστρεβλώνει. Κάνει τα αδύνατα δυνατά, ή τα απίθανα πιθανά για να αποδείξει, κυρίως στον εαυτό του, ότι δεν φέρει μερίδιο ευθύνης για τις πράξεις του, ή ότι ακόμη και στις περιπτώσεις που μπορεί να έχει σφάλει, το σφάλμα του έχει απώτερο σκοπό το καλό των ανθρώπων που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον του.

    Ο Ζήνων πασχίζει σε όλο το βιβλίο να βρει την υγεία που δεν έχει χάσει ποτέ. Παρουσιάζεται ως υποχόνδριος, ως κατά φαντασίαν ασθενής. Φτάνει μέχρι το σημείο να υποστηρίξει ότι ο κατά φαντασίαν άρρωστος βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα από τον αληθινά άρρωστο γιατί μόνο ο δεύτερος μπορεί να θεραπευτεί. Θαυμάζει την υγεία της γυναίκας του, «η υγεία δεν κάθεται να αναλύσει τον εαυτό της ούτε κοιτάζεται στον καθρέφτη. Μόνο εμείς οι άρρωστοι ξέρουμε κάτι για τον εαυτό μας», μας λέει ενώ διαρκώς προσδίδει στα άγχη του σωματική υπόσταση με τους πιο ευφάνταστους τρόπους. Συναντάει έναν γνωστό του που κουτσαίνει και καθώς αυτός του περιγράφει τους 54 μύες που κινούν τα πόδια, αρχίζει και ο ίδιος να τους νιώθει, και να κουτσαίνει. Πονάει ο γοφός και ο πήχης του κάθε στιγμή που νιώθει ότι κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια των άλλων, «[η] παραμικρή απειλή μιας συμφοράς στην αρχή με συντρίβει, αμέσως όμως την ξεχνάω με την ακλόνητη βεβαιότητα ότι μπορώ να την αποφύγω», μας λέει ο Ζήνων για να καταλήξει όμως λίγο πριν το τέλος στο «[α]ντίθετα με άλλες αρρώστιες, η ζωή είναι θανατηφόρα. Δεν επιδέχεται θεραπείες». Η ζωή θεραπεύεται με τον θάνατο, μας λέει ο Ζήνων και ο Σβέβο μάς φέρνει τόσο γλυκά σε αυτό το σημείο που σχεδόν γελάμε.

    Το βιβλίο διαβάζεται ως κωμωδία. Στο επίμετρο του Τζέιμς Γουντ, που συνοδεύει τη συγκεκριμένη έκδοση, προσφέρεται μια εξαιρετική ανάλυση πάνω σε μια τέτοια ανάγνωση. Θα ήθελα όμως να προτείνω μια ανάγνωση, ως επί το πλείστον, ειρωνική, βασισμένη στον αδυσώπητο εγωκεντρισμό του Ζήνωνα. Ο αδυναμία του Ζήνωνα να κοιτάξει πέρα από τον εαυτό του, που παρουσιάζεται στο βιβλίο με γλαφυρή κωμικότητα και εντυπωσιάζει γιατί στο τέλος ο Ζήνων καταφέρνει να αναδειχθεί σε υπόδειγμα συζύγου, γαμπρού, και φίλου, συνιστά τη μεγάλη του δύναμη. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι πρόθεση του Σβέβο είναι να αναδείξει την τυχαιότητα ως τον κύριο μοχλό κίνησης μιας τόσο εγωκεντρικής προσωπικότητας. Μόνο κατά τύχη, δηλαδή, κάποιος σαν τον Ζήνωνα Κοζίνι θα μπορούσε τελικά να καταξιωθεί. Αλλά εγώ θα ήθελα να προτείνω ότι ο Σβέβο, βάζει, παραδόξως, αυτόν ακριβώς τον εγωκεντρισμό ως τον λόγο επιτυχίας του Ζήνωνα. Ο Σβέβο είναι σαν να μας λέει ότι αν αφοσιωθείς στον εαυτό σου με θρησκευτική προσήλωση τότε και μόνον τότε θα περισσέψει και κάτι για να στάξει και στους ανθρώπους γύρω σου. Ο Σβέβο όμως θεωρώ ότι προτείνει κάτι τέτοιο με πλήρη επίγνωση της υπαρξιακής ειρωνείας που αυτό συνεπάγεται. «Η ζωή δεν είναι ούτε ωραία ούτε άσχημη, είναι πρωτότυπη», λέει προς το τέλος ο Ζήνων. Και είναι τόσο πρωτότυπη που μπορεί να κάνει ακόμη και έναν ακραία εγωκεντρικό να αγαπηθεί και να καταξιωθεί από τους οικείους του. Η γυναίκα του τον λατρεύει, η κουνιάδα του τον θεωρεί τον ιδανικό σύζυγο, η πεθερά του τον θαυμάζει, ο μπατζανάκης του τον βλέπει ως τον μοναδικό του φίλο. Τα κίνητρά του Ζήνωνα μπορεί πάντοτε να είναι ποταπά, γιατί πηγάζουν από το υπερφίαλο εγώ του, αλλά οι πράξεις του, στο τέλος, εκβάλλουν και διαβάζονται από τους οικείους του ως μεγαλόθυμες. Και αυτό, συνιστά ύψιστη ειρωνεία.

    Η όποια σοβαρότητα της εξομολόγησης του Ζήνωνα εξισορροπείται από τη δήλωση του, σε κομβικά σημεία, της αναξιοπιστίας του ως αφηγητή. Στο τέλος, παραμένει σ’ εμάς τους αναγνώστες ο τρόπος διαχείρισης της πληθώρας των αφορισμών του. Διαθέτουν αβάσταχτη ελαφρότητα, όπως θα έλεγε ένας Κούντερα; Είναι η απέλπιδα προσπάθεια ενός ασθενή να θεραπευτεί; Ίσως να θεραπευτεί από τον ίδιο του τον θεραπευτή; Το κείμενο βρίθει βαθυστόχαστων παρατηρήσεων που τελικά δεν συνεισφέρουν τίποτα στο να γίνει ο Ζήνων καλύτερος άνθρωπος. Είναι παρατηρήσεις προς δική μας τέρψη (και όχι γνώση) και συμμόρφωση.

  • «Μόνο πέντε πνίγηκαν στη θάλασσα»

    Δηλαδή στους πόσους πνιγμένους δε θα έλεγε «μόνο»; Ποιο είναι το όριο πνιγμένων πάνω από το οποίο θα έβλεπε ότι μάλλον δεν είναι «μόνο»; Και βέβαια αυτή είναι απορία που προσπαθεί να μπει στο μυαλό του κτήνους (αν και το κτήνος δεν έχει μυαλό και μάλλον αδικείται με τη σύγκριση). Γιατί το «μόνο» δεν πάει μαζί με το «νεκροί». Δεν πάει καν ούτε με το «νεκρός».

  • Βγήκε ο Καμμένος να επιπλήξει τα αυτοκίνητα; Να τους εξηγήσει ότι αν και οι οδηγοί τους τα έβαλαν στο οικόπεδο ρέμα εκείνα έπρεπε να φύγουν και να πάνε να παρκάρουν κάπου με ασφάλεια αφού θα είχαν εξετάσει ενδελεχώς αεροφωτογραφίες της κοίτης του ρέματος, ή ακόμη;

  • Δηλαδή ο Αμβρόσιος βλέπει τον συλλογισμό μέσα από τον οποίο φτάνεις να καείς ζωντανός, αλλά όχι νεκρός.