Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • Αν από τα λάικ που παίρνεις αφαιρέσεις τις πρώην, τις νυν, όσες θέλουν να σε ρίξουν στο κρεβάτι, δυο τύπους που σου χρωστάνε κάτι μικροποσά, δυο συμμαθητές από το δημοτικό, μια θεία από τα ξένα και την ξαδέρφη σου, μένουν δε μένουν δυο άμωμες ψυχές που πραγματικά να διαβάζουν τα στάτους σου

  • «Πέσε»

    «Το νερό είναι το αίμα των γλυπτών», συνήθιζε να λέει ο Γιώργος Ζογγολόπουλος. Την Παρασκευή, στο γλυπτό του «Πεντάκυκλος» που κοσμεί την πλατεία Ομονοίας σκαρφάλωσε ένας άνθρωπος που ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή του. Το συμβάν τράβηξε τη διαδικτυακή προσοχή αρκετών, κυρίως επειδή μαζεύτηκαν στην πλατεία κάποιοι που τον παρότρυναν να πηδήξει. Διαβάσαμε μετά την αίσια έκβαση της απεγνωσμένης κίνησής του ότι απελπίστηκε γιατί του έκλεψαν το πορτοφόλι με όλα του τα χαρτιά και κανείς αρμόδιος, επί δύο μέρες, δεν του έδινε σημασία. Πήγε, μας είπε, δύο φορές στο Α.Τ. Ομονοίας, και οι αρμόδιοι δεν κατέγραψαν καν το συμβάν.

    Αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι δεν κατάφερα να εντοπίσω το πλήρες όνομα αυτού του ανθρώπου (Φώτης, γράφουν τα ρεπορτάζ. Ας το έκαναν Φ. να μοιάζει πιο καφκικό), και προσπαθώ να κατανοήσω τον τρόπο σκέψης αυτού που στέκεται κάτω, ή μπροστά, από ένα τέτοιο σκηνικό και παροτρύνει κάποιον προς τον θάνατο. Είμαι άνθρωπος με ιδιαίτερα αναπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ (και δη μαύρου) και ομολογουμένως θα δεχόμουν το σκηνικό αυτό μέσα σε κάποιο δημιούργημα της φαντασίας. Θα το δεχόμουν γιατί εκεί δεν θα διάβαζα μόνο τον αχαλίνωτο κωλοπαιδισμό, αλλά και τη γλαφυρή αποτύπωση, μέσω μιας αναλογίας, της άκρατης αδιαφορίας, ή ίσως και αλλοτρίωσης. Προσπαθώ λοιπόν να μπω στο μυαλό του περαστικού που με το κινητό στο χέρι φωτογραφίζει ή γυρίζει βίντεο το σκηνικό ενώ κάποιοι, ή και ο ίδιος, παροτρύνουν τον σκαρφαλωμένο (σε γλυπτό, μαρκίζα, περβάζι) να πηδήξει στο κενό. Τι ακριβώς είναι αυτό; Είναι σκηνοθετική οδηγία για να ολοκληρωθεί το ταινιάκι που μπορεί να βγάλει μερικές χιλιάδες θεάσεις σε κάποιο μέσο; Το ότι αυτό το «πέσε» απέναντι σε απεγνωσμένους εμφανίζεται από τις εποχές που δεν είχαμε μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνηγορεί στο ότι μάλλον δεν είναι αυτό. Είναι ίσως το «ο θάνατός σου, η δημοφιλία μου»; Και δεν εννοώ δημοφιλία μόνο σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στον μικρόκοσμο των παρευρισκόμενων στο σκηνικό. Είναι δηλαδή αυτός που εκστομίζει το «πέσε» ένας κυνικός μηδενιστής που δεν παρακολουθεί απλώς αποσβολωμένος το σκηνικό αλλά έχει και άποψη (όσο σοκαριστικά διαφορετική κι αν είναι από των υπολοίπων); Είναι ίσως ο πασατέμπος του, η διασκέδασή του; Είναι δηλαδή αυτός ο άμοιρος σκαρφαλωμένος ένας πραγματικός Χάρολντ Λόυντ κρεμασμένος από κάποιο ρολόι και σχοινοβατεί με τα τερτίπια και τους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής; Είναι ίσως ο απεγνωσμένος ένα δωρεάν θέαμα, απουσία άρτου, στο αστικό τοπίο; Ή είναι όλο αυτό ένα ξόρκι, απόληξη κάποιας σαμανιστικής τελετής, όπου κάποιος αναλαμβάνει με αυτό το «πέσε» να χτυπάει το ταμπούρλο που μετρονομικά υπογραμμίζει τον ρυθμό της συλλογικής πορείας μας προς το αναπόδραστο τέλος; Ίσως όμως όλο αυτό είναι μια περίπλοκη αντίδραση – έκφραση, με τη μορφή αυτού του ζωώδους «πέσε», ότι εγώ διαφέρω τόσο πολύ από αυτόν τον άνθρωπο που μπορώ με την αλαζονεία σχεδόν κάποιου ανώτερου είδους να τον περιγελάω. Πόσο απέχει όμως σήμερα ο φωνάζων «πέσε» από το να βρεθεί εκείνος πάνω στο γλυπτό; Τι είναι αυτό που του εγγυάται ότι υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας που τον προστατεύει όχι από το να πέσει, αλλά από το να ανέβει αύριο πάνω στο γλυπτό ή σε ένα περβάζι με θέα;

    Αλλά ομολογώ ότι σας εξαπάτησα. Κάνοντας επίκληση στους πιο μύχιους φόβους σας, σας έβαλα σε ένα μονοπάτι που οδηγεί σε μια νόθα ενσυναίσθηση προς τον πόνο και την απόγνωση του άλλου. Γιατί ο γνήσιος λόγος που δεν θα έπρεπε να τολμάει να φωνάξει κάποιος «πέσε» σε έναν απεγνωσμένο δεν πρέπει να έχει να κάνει με τον φόβο τού ότι μπορεί κι εκείνος να βρεθεί στη θέση του, και άρα δεν θα ήθελε να του φωνάζει κάποιος «πέσε» γιατί πολύ απλά δε θα ήθελε να αισθανθεί τόσο απεγνωσμένα και άβολα μόνος απέναντι στο πλήθος. Η συμπεριφορά μου δηλαδή δεν θα πρέπει να (ετερο)καθορίζεται από το τι κάνουν ή τι περιμένω να κάνουν οι άλλοι σε μένα για να προσαρμόσω αναλόγως τους κώδικες συμπεριφοράς μου. Το να σου φιμώνει με φόβο κάποιος το στόμα για να μη φωνάζεις «πέσε» φωναχτά (sic), ενώ μέσα σου (το) γκαρίζεις, είναι ενδεικτικό, αν όχι απόδειξη, σοβαρότερης παθογένειας.

    Πάμε πάλι λοιπόν από την αρχή: «Το νερό είναι το αίμα των γλυπτών», έλεγε ο Ζογγολόπουλος. Το «Πεντάκυκλος» στην αρχική του σύλληψη το διέτρεχε και το κινούσε νερό. Μόνο για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα όμως υδροδοτήθηκε το γλυπτό. Μετά έμεινε στεγνό, ακίνητο. Η πολιτεία αδιαφόρησε γι’ αυτό και το άφησε στην τύχη του να μαραζώνει. Θέλω να ελπίζω ότι ο άγνωστος Φώτης, αυτός ο απελπισμένος κάπως το ανακίνησε κι ας μην κατέβηκε, ευτυχώς, με τον ίδιο τρόπο που ανέβηκε. Είχε μιλήσει γι’ αυτό το γλυπτό ο Ζογγολόπουλος, στον Αυγουστίνο Ζενάκο, σε μια συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ: «[…] τελικά γίνεται και η Ομόνοια. Ξέρετε, είναι εκείνο το γλυπτό που είχα δείξει στη Βενετία, πάνω στην εξέδρα. Το έκανα πολλά χρόνια αυτό, πήγαινα και έδειχνα κάτι στη Βενετία. Τώρα βέβαια, θα μου πείτε, γιατί το κάνω; Για να υπάρχω. Για να υπάρχω…».

     

  • Πεθύμησα σπιτικά κόλλυβα με ρόδι και ψιλοκομμένο μαϊντανό.

  • Η κοινωνία θα ρυθμίζει τη γενική παραγωγή και έτσι θα επιτρέπει σε μένα να κάνω ένα πράγμα σήμερα και άλλο αύριο: να κυνηγώ το πρωί, να ψαρεύω το απόγευμα, να εκτρέφω αγελάδες το βράδυ, να ασκώ κριτική μετά το δείπνο, όπως μου αρέσει, χωρίς να γίνομαι ποτέ κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός.

    ― Κατερίνα Νοτοπούλου.

  • Συμμερίζομαι τη χαρά των παιδιών και των οικογενειών τους για την επιτυχία τους στις σχολές της αρεσκείας τους. Επειδή όμως δεν βρίσκομαι εδώ για να γίνομαι ευχάριστος αλλά μόνο για να λέω την αλήθεια: οι σχολές και τα πτυχία δεν φέρνουν τα καλά στάτους.

  • Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει

    Λέει ο Maurice Merleau-Ponty σε ένα από τα δοκίμιά του για τη ζωγραφική: «Ο ζωγράφος ζει σε έκσταση. Οι πράξεις που είναι τόσο κτήμα του – οι κινήσεις, τα μονοπάτια που μόνο εκείνος μπορεί να ιχνηλατεί και που για τους άλλους συνιστούν αποκαλύψεις, για εκείνον μοιάζουν να αναδύονται από τα πράγματα αυτά καθ’ αυτά, όπως τα σχήματα των αστερισμών. Αναπόφευκτα οι ρόλοι ανάμεσα στον ζωγράφο και το ορατό αντιστρέφονται. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο πολλοί ζωγράφοι έχουν δηλώσει ότι τα πράγματα τους κοιτάζουν. Μας μεταφέρει, έτσι, ο André Marchand τα λόγια του Paul Klee: “Μέσα στο δάσος έχω αισθανθεί πολλές φορές ότι δεν ήμουν εγώ που κοίταζα το δάσος. Κάποιες μέρες ένιωθα ότι τα δέντρα με κοίταζαν, μου μιλούσαν… Ήμουν εκεί και άκουγα… Νομίζω ότι ο ζωγράφος πρέπει να διαπεραστεί από το σύμπαν και όχι να προσπαθεί να το διαπεράσει… Προσδοκώ να καταδυθώ εσωτερικά, να θαφτώ. Είναι πολύ πιθανό να ζωγραφίζω για να βγω στην επιφάνεια, να δραπετεύσω.”». (Το Μάτι και το Πνεύμα, L’ oeil et l’ esprit, 1960, Δική μου μετάφραση από το αγγλικό κείμενο.)

    Αυτό όμως που λέει ο Klee δεν ισχύει μόνο για τη ζωγραφική. Ισχύει κατεξοχήν και για τη γραφή. Η Κλαρίσε Λισπέκτορ, με αυτό το βιβλίο της, είτε το ήξερε είτε όχι, ακολούθησε μια παρόμοια διαδρομή με τον Klee (και τον Merleau-Ponty). Τα Κατά Α.Γ. Πάθη είναι ένα βιβλίο γραμμένο με απώτερο σκοπό να δραπετεύσει η Α.Γ., να ξεθαφτεί από το σύμπαν που την έχει διαπεράσει. Το βιβλίο συνιστά ένα ιδιότυπο ημερολόγιο αυτής ακριβώς της εμπειρίας. Πώς αλήθεια να χωρέσουν σε ένα σύντομο κείμενο μερικές κουβέντες ουσίας για ένα τόσο ιδιαίτερο βιβλίο; Πώς να πει κάποιος πράγματα που θα είναι κατανοητά χωρίς όμως να απλουστεύει ένα κείμενο που βρίθει ελλειπτικών περασμάτων και κάνει τις θέσεις, αντιθέσεις, και συνθέσεις οργανικό κομμάτι του; Ας ξεκινήσω όμως από το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Τα Κατά Α.Γ. Πάθη είναι ένα βιβλίο που θα άρεσε πάρα πολύ σε αναγνώστες που τελικά θα το παρατήσουν γιατί η συγγραφέας θα τους αποπροσανατολίσει. Είμαι της πεποίθησης ότι ταιριάζει περισσότερο σε νεαρούς αναγνώστες, και αυτό το λέω με πλήρη συναίσθηση ότι η Λισπέκτορ, στην προμετωπίδα του, διατείνεται αλαζονικά: «[…] θα χαιρόμουν αν το διάβαζαν μόνο άνθρωποι με ήδη διαμορφωμένη ψυχή». Τώρα, από αυτούς που θα το διαβάσουν, κάποιοι, ανάλογα πάντα με τα αναγνώσματά τους, θα εντυπωσιαστούν. Κάποιοι άλλοι, όχι. Εγώ ανήκω σε αυτούς τους τελευταίους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το βιβλίο δεν είναι καλό. Και, μάλιστα, δηλώνω ότι το βιβλίο είναι εξαιρετικό. Δεν με εντυπωσίασε για εντελώς ιδιοσυγκρασιακούς λόγους που άπτονται της θεματολογίας του. Το βιβλίο καταπιάνεται έντονα με ενότητες της φιλοσοφίας του νου και της γλώσσας, τις οποίες, ως λογοτεχνικό κείμενο, άθελά του(;) παρερμηνεύει (αντί μηνύματος σε μπουκάλι: αν κάποιος έχει διαβάσει Τζον Μακντάουελ και Λισπέκτορ ας με βρει για τα περαιτέρω).

    Η Λισπέκτορ, αρέσει δεν αρέσει, στο συγκεκριμένο βιβλίο επιδεικνύει μαστοριά υψηλής κλάσης. Χαμογέλασα παρακολουθώντας μια συνέντευξή της, που, ως δεινή μουσίτσα, δηλώνει ευθαρσώς ότι είναι ερασιτέχνης συγγραφέας… Αλλά πλατειάζω. Τι ακριβώς πραγματεύεται αυτό το βιβλίο που έχει τη φήμη ενός μυστικιστικού κειμένου με ορκισμένους οπαδούς ακόμη και για τα μέτρα του ήδη φανατικού κοινού τής Λισπέκτορ; Τα Κατά Α.Γ. Πάθη είναι μια υπαρξιακή ιστορία τρόμου. «Λες και υπάρχουν και υπαρξιακές ιστορίες που δεν είναι τρόμου», θα αντιτείνει κάποιος, και θα έχει δίκιο. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ δυνατό. Θα πήγαινα τον χαρακτηρισμό ένα κλικ πιο πάνω, και θα τολμούσα να πω ότι το βιβλίο είναι ένα υπαρξιακό σπλάτερ που κεφαλαιοποιεί, καθόλου τυχαία, την αποστροφή μας απέναντι στις κατσαρίδες. Και μάλιστα, με μια κίνηση λεπτεπίλεπτης (φεμινιστικής) ειρωνείας, κεφαλαιοποιεί τη γυναικεία αποστροφή απέναντι στις κατσαρίδες.

    Η πλοκή, όπως σε κάθε μοντερνιστικό μυθιστόρημα που σέβεται τον εαυτό του, είναι προσχηματική. Η Α.Γ. μπαίνει στο άδειο δωμάτιο της υπηρέτριας που δεν βρίσκεται πια στη δούλεψή της για να το καθαρίσει. Περιμένει να βρει ακαταστασία αλλά όλα είναι καθαρά και τακτοποιημένα. Το μόνο που συναντά στο δωμάτιο είναι ένα σχέδιο, με κάρβουνο, στον τοίχο, που απεικονίζει έναν άντρα, μια γυναίκα, και ένα σκύλο. Καθώς ανοίγει το ντουλάπι του δωματίου για έναν τελευταίο έλεγχο, αντικρίζει μια κατσαρίδα την οποία και αποπειράται να σκοτώσει κλείνοντας με δύναμη την πόρτα του ντουλαπιού πάνω της. Η κατσαρίδα όμως, ενώ έχει τραυματιστεί, παραμένει ζωντανή και την κοιτάζει. Μέσα στις υπόλοιπες σελίδες, η Α.Γ., θα χάσει τον εαυτό της ως ταυτότητα, θα χάσει την ανθρωπιά της, αλλά και την ανθρωπινότητά της. Η Α.Γ. θα συνειδητοποιήσει από τι είναι φτιαγμένη, θα βρει τον Θεό (ή τουλάχιστον μια ερμηνεία του), και σε μια απέλπιδα προσπάθεια θα αποπειραθεί να σπρώξει στη λήθη την εμπειρία της για να επιστρέψει στην προηγούμενη ζωή της. Αν όλο αυτό φαντάζει υπερβολικό, η Λισπέκτορ, μέσα από έναν δημιουργικό οίστρο μαινάδας όπου πηγαίος αυθορμητισμός και προμελετημένος συλλογισμός θα συνουσιαστούν γόνιμα, καταφέρνει να το κάνει να μοιάζει όχι απλώς δόκιμο, αλλά και πιθανό. Η δύναμη της Λισπέκτορ βρίσκεται στην πολύ λεπτή γραμμή που καταφέρνει τελικά να λαξεύσει στον λογικό χώρο πάνω στο οποίο η ηρωίδα της θα ακροβατήσει, χωρίς να πέσει στην άβυσσο του γκροτέσκου ή του γελοίου. Το να καταφέρεις να κρατήσεις τον αναγνώστη για 140 σελίδες (η κατσαρίδα εμφανίζεται στην 60) μέσα από μυστικιστικούς στοχασμούς περίτεχνα ενδεδυμένους με τον μανδύα του φιλοσοφικού, χωρίς να βαριέται ή να πετάει το βιβλίο στον τοίχο, συνιστά μεγάλη επιτυχία. Η Λισπέκτορ θα πραγματευτεί μια θεαματική παλέτα θεμελιακών φιλοσοφικών προβληματισμών όπως τα όρια της γλώσσας, τα όρια της αντίληψης, τα όρια του ηθικού, την εμμένεια, και το υπερβατικό περισσότερο με τη χάρη και τη σαγήνη ιεροφάντη παρά συγγραφέα που καταδύεται σε φιλοσοφικά ύδατα.

    Γιατί όμως κατσαρίδα; Τι συμβολίζει η κατσαρίδα; Η Α.Γ., εγκλωβισμένη στο δωμάτιο της υπηρεσίας, μέσα από αυτές τις ελλειπτικές περιστροφές του μυαλού της που μοιάζουν να κάνουν επαναληπτικά περάσματα πάνω από τον ίδιο χώρο, ξανά και ξανά, ανακαλύπτοντας όμως κάθε φορά κάτι διαφορετικό—η μετρονομική επανάληψη της τελευταίας φράσης κάθε κεφαλαίου στην αρχή του επόμενου ίσως συμβολίζει ακριβώς αυτό—μέσα σε αυτό το ξερό και άδειο δωμάτιο που άλλοτε μοιάζει με μιναρέ, άλλοτε με έρημο, και άλλοτε με σαρκοφάγο, η Α.Γ., θα μιλήσει από την αρχή για την κατσαρίδα:

     

    «Αυτό που πάντα απεχθανόμουν στις κατσαρίδες είναι πως ήταν απαρχαιωμένες και όμως ακόμη εδώ. Είναι πως γνώριζα ότι βρίσκονταν ήδη στη γη, και μάλιστα ίδιες με σήμερα, πριν ακόμη εμφανιστούν οι πρώτοι δεινόσαυροι, πως γνώριζα ότι ο πρώτος άνθρωπος που ήρθε στο φως τις είχε ήδη βρει να πολλαπλασιάζονται και να σέρνονται ζωντανές, πως γνώριζα ότι είχαν δει να σχηματίζονται τα μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου και άνθρακα στον κόσμο, και ότι βρίσκονταν εκεί κατά τη μεγάλη εξάπλωση και έπειτα κατά τη μεγάλη υποχώρηση των παγετώνων – η ειρηνική αντίσταση. Ήξερα πως οι κατσαρίδες άντεχαν περισσότερο από μήνα χωρίς τροφή ή νερό. Και πως ακόμη και από ξύλο μπορούσαν να φτιάξουν θρεπτική ωφέλιμη ουσία. Και πως, ακόμη και αφού τις τσακίσεις, αποσυμπιέζονται αργά και εξακολουθούν να βαδίζουν. Ακόμη και κατεψυγμένες, όταν αποψύχονται, επέμεναν να προχωρούν… Εδώ και τριακόσια πενήντα εκατομμύρια χρόνια επαναλαμβάνονταν δίχως να μεταμορφώνονται. Όταν ο κόσμος ήταν γυμνός, εκείνες ήδη τον κάλυπταν αργόσυρτες». (σελ. 54)

     

    Το κέντρο του βιβλίου είναι αναμφισβήτητα η κατσαρίδα. Η Λισπέκτορ στήνει όλο της το οικοδόμημα πάνω στο αηδιαστικό έντομο, που, και παρέλειψε να το πει αυτό, θα υπάρχει ακόμη και μετά από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα. Είναι σαν να μας λέει ότι η κατσαρίδα υπήρχε από πάντα και θα υπάρχει για πάντα. Το απεχθές στο πρόσωπο της κατσαρίδας είναι ακριβώς αυτό με το οποίο, η Λισπέκτορ, θα ενώσει την ηρωίδας της. Και όταν λέω «θα ενώσει» εννοώ ότι η Α.Γ. θα βάλει στο στόμα της τους χυμούς της τεμαχισμένης κατσαρίδας. Μέσω της ανατριχιαστικής αυτής (Θείας) κοινωνίας θα επέλθει η ένωση με το σώμα (και το αίμα) της απόλυτης αλήθειας της ανθρώπινης φύσης. Αυτό όμως δεν πρέπει να διαβαστεί ως μομφή απέναντι στην ανθρώπινη φύση. Δεν λέει δηλαδή η Λισπέκτορ ότι η ανθρώπινη φύση είναι τέτοια που μοιάζει με τη φύση της κατσαρίδας, ακόμη και αν μπορεί να φαίνεται στιγμιαία ότι το υπαινίσσεται. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ απλοϊκό για το εύρος του οικοδομήματος που εξυφαίνει εδώ η συγγραφέας, γιατί, τελικά, η ανθρώπινη φύση αποδεικνύεται ότι δεν είναι καν ανθρώπινη, αλλά ουδέτερη και ανέκφραστη. «Θέλω τον Θεό σ’ εκείνο που βγαίνει από την κοιλιά της κατσαρίδας», θα φωνάξει χωρίς υπεκφυγές η Α.Γ., για να πει λίγο παρακάτω, «η φύση, αυτό που μου άρεσε στη φύση ήταν η δόνηση του ανέκφραστου». Η αποκάλυψη που βιώνει η ηρωίδα θυμίζει περισσότερο την αποκάλυψη που βίωσε ο Χάξλεϊ στο «Οι Πύλες της Αντίληψης» και λιγότερο την σαρτρική Ναυτία. Όμως θυμίζει και την αποκάλυψη που βιώνει ο νεαρός αυστριακός που παρακολουθεί τον γέρο ζωγράφο, Strauch, στο Frost τού Thomas Bernhard. Επιπροσθέτως, όποιος έχει δει το Enemy τού Βιλνέβ, όταν διαβάσει το βιβλίο, θα νιώσει πόσο κοντά βρίσκεται η ατμόσφαιρά του στην τελευταία (και όχι μόνο) σκηνή της ταινίας. Τώρα, επειδή το βιβλίο μετά την αγγλική μετάφραση έχει γνωρίσει μεγάλες δόξες και έχει τραβήξει την προσοχή πολλών κριτικών και σπουδαστών που επιμένουν όπου βλέπουν κατσαρίδες να νιώθουν ότι πρέπει να μιλήσουν για Κάφκα, θα πω μόνο ότι η παρουσία της κατσαρίδας συνιστά το λιγότερο καφκικό στοιχείο του βιβλίου (υπάρχει καφκικότητα αλλά δεν εντοπίζεται στην κατσαρίδα). Αν όμως κάποιος επιμένει να θέλει να παραλληλίσει την κατσαρίδα με κάποιο άλλο διάσημο λογοτεχνικό κατασκεύασμα, αυτό θα ήταν κάλλιστα το αχρονικό και αχωρικό μπορχικό Άλεφ.

    Λέει κάπου προς το τέλος η Α.Γ., «[…] όταν η τέχνη είναι καλή είναι επειδή άγγιξε το ανέκφραστο, η χειρότερη τέχνη είναι η εκφραστική […]». Πού άραγε θέλει η Λισπέκτορ να τοποθετήσει την τέχνη της; Συνιστά η δήλωση αυτή ειρωνεία απέναντι στη γραφή της που προσπαθεί να ασπαστεί το ανείπωτο τη στιγμή που αναπόδραστα την αλώνει η τυραννία των λέξεων; Πάντως το σίγουρο είναι ότι το βιβλίο με έκανε να θέλω να ξαναδιαβάσω το εκπληκτικό Wittgenstein’s Mistress τού David Markson, που ακουμπάει, από άλλες ατραπούς, πολλά από τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται εδώ η Λισπέκτορ. Γιατί όπως υπέροχα δηλώνει η Α.Γ.: «[ένιωθα] [σ]αν να ήμουν συγχρόνως και η άλλη πλευρά του κύβου, η πλευρά που μένει αθέατη όταν τον κοιτάς από μπροστά».

    Κλείνοντας, αξίζει ειδικής μνείας η εξαιρετική μετάφραση (το βιβλίο ρέει αβίαστα, πορτογαλικά δεν γνωρίζω) του Μάριου Χατζηπροκοπίου σε ένα εμφανώς πολύ δύσκολο κείμενο με ανυπέρβλητες δυσκολίες. Γνωρίζω τις ανυπέρβλητες δυσκολίες καθότι o Ronald W. Sousa, ο πρώτος μεταφραστής του κειμένου στα αγγλικά, έχει παραδεχτεί ότι ένα σημαντικό μέρος των ιδιωματισμών που επιδίδεται η Λισπέκτορ στο πρωτότυπο δεν είχε καταστεί δυνατό να μεταφερθούν στα αγγλικά. Υπάρχει πάντως για όποιον ενδιαφέρεται και νεότερη μετάφραση στα αγγλικά από την Idra Novey. Πιθανώς όμως, εμείς, στα ελληνικά, να είμαστε πιο τυχεροί.

  • Οι Δευτέρες θα συνεχίσουν να έρχονται μέχρι να τις αγαπήσετε. Και μετά θα έρχονται αλλά δε θα σας νοιάζει τότες. Θα είναι αργά. Η ζημιά θα έχει γίνει.

  • Δεύτερη μέρα χωρίς μνημόνια. Αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι.

  • Ο γείτονας, χθες το απόγευμα βρέθηκε αντιμέτωπος με κάτι που πολλοί έχουμε σκεφτεί αλλά λίγοι έχουμε βιώσει. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του, εξήλθε, κλείδωσε, και, σε αγαστή συνεργασία με τον νόμο του Μέρφι, του έπεσαν τα κλειδιά μέσα στον υπόνομο που ήταν ακριβώς κάτω από τα πόδια του. Ο γείτονας, no spring chicken (θα έχει κλεισμένα τα 75), σαν κουτσαβάκι από ταλίγα που είναι, τσίμπησε έναν μαγαζάτορα εδώ δίπλα και αφού σήκωσαν τη σχάρα του υπονόμου καταδύθηκε μέσα προς άγραν των καταποντισμένων πια κλειδιών. Τον είδα με τα μάτια μου βουτηγμένο μέχρι το γόνατο μέσα σε μια μυρωδάτη λάσπη να σκαλίζει με μια τσουγκράνα τον πάτο του φρεατίου. Δεν κάθισα να παρακολουθήσω τη συνέχεια. Ξέρω όμως ότι τα κλειδιά δεν βρέθηκαν. Και αυτό το έμαθα, θέλοντας και μη, κι εγώ και όλη η γειτονιά γιατί ο κουτσαβάκης αφού σύρθηκε έξω από το φρεάτιο, με την ευφράδεια και λεπτότητα που πάντα τον χαρακτηρίζει, άρχισε να χριστοπαναγίζει με μικρές παύσεις μέχρι αργά τη νύχτα. Μου ανέβηκε η πίεση. «Αλέξανδρε, για ποιόν χτυπάει η καμπάνα;» είπα από μέσα μου και συνειδητοποίησα ότι δεν είχα άλλη επιλογή: σηκώθηκα, έψαξα, και εντόπισα το δεύτερο κλειδί της μηχανής.