Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • «Καληνύχτα Κεμάλ…»

    «Είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι», λέει ο γνωστός Γάλλος φιλόσοφος. Καταδίκη όμως και μαζί ελευθερία; Πάνε αυτά τα δύο μαζί; Για να γλιτώσουμε αυτή την καταδίκη πρέπει δηλαδή να εκπέσουμε στην ανελευθερία; Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι έχουμε, ως έλλογο είδος, διαρκώς, από τη φύση μας, μια αμυδρή ιδέα να τριβελίζει στο κεφάλι μας: μπορούμε, λέει η ιδέα, να επιλέγουμε, να είμαστε δηλαδή ελεύθεροι. Το ότι τελικά δεν εξασκούμε πάντα αυτή τη δυνατότητά μας οφείλεται στο ότι η επιλογή, η ελευθερία, συνεπάγεται και βάρη. Αν αυτή η ελευθερία ήταν κάτι απλό και εύκολο, πιστέψτε με, κανένας Γάλλος ή άλλος φιλόσοφος δεν θα ασχολιόταν μαζί της. Αλλά εισαγωγή που σε φλομώνει σαββατιάτικα με τέτοια, δεν έχει και πολλές ελπίδες να κρατήσει τον αναγνώστη. Θέλω να μιλήσω για στερεότυπα αλλά δε θέλω να μιλήσω στερεοτυπικά για τα στερεότυπα. Έτσι θα σας πω για την ταινία του Damien Chazelle, «First Man», και το πώς κολλάει με την υποψηφιότητα του Κώστα Μπακογιάννη στον Δήμο Αθηναίων. Ο κρίκος που τεχνηέντως θα ενώσει αυτά τα ομολογουμένως ασύνδετα θα είναι τα στερεότυπα.

    Το First Man, που καταπιάνεται με τον πρώτο άνθρωπο που πάτησε στη σελήνη, έχει πολλές αρετές που όμως δεν είναι της παρούσης. Θα σταθώ μόνο σε ένα σημείο. Στη σεκάνς της προσελήνωσης. Γιατί ο σκηνοθέτης έχει κάνει εκεί κάτι εκπληκτικό. Ή πιο σωστά δεν έχει κάνει κάτι, που είναι εκπληκτικό: δεν εμφανίζει πουθενά την αμερικάνικη σημαία. Σε όλο τον περίπατο στη σελήνη δεν εμφανίζεται η αμερικάνικη σημαία. Η στερεοτυπική σκηνή με τον αστροναύτη και τη σημαία, απουσιάζει από την ταινία! Και αυτός κι αν είναι λόγος για να ενθουσιάζεται κάποιος με την ταινία. Δε θα κολλήσω όμως στις ερμηνείες που δύναται να σηκώνει η απουσία της σημαίας που δεν λάμπει δια της απουσίας της. Θα κολλήσω στο στερεότυπο, και ειδικά στο ότι ο Σαζέλ, επέλεξε να μην το ακολουθήσει. Γιατί το στερεότυπο, κάθε στερεότυπο, στη σκέψη, στην πράξη, στη γραφή, στην ομιλία λειτουργεί κάπως σαν μαγνήτης, σαν την κολόνα που προσπαθείς ως παιδί να αποφύγεις με το ποδήλατο και πας και σκας μεγαλοπρεπώς πάνω της. Το στερεότυπο είναι σαν την εγκεφαλική σύναψη που μας καλεί υποχθόνια να την ανάψουμε με το να το χρησιμοποιήσουμε, να εκπέσουμε στα θέλγητρά του και στη θάλπη του. Γιατί η επιλογή του στερεότυπου είναι οικεία, ανακουφιστική. Γιατί είναι ο εύκολος δρόμος, ο πολυπερπατημένος. Γιατί το στερεότυπο, και ο εναγκαλισμός μαζί του, είναι τελικά όψη της ανελευθερίας που μας γλιτώνει από την καταδίκη της ελευθερίας που ανέφερα στην αρχή. Ο δρόμος προς την ανελευθερία δεν είναι, τελικά, στρωμένος μόνο με καλές προθέσεις αλλά και με πακτωλό στερεοτύπων. Και αυτός είναι ο δρόμος που διέκρινα εγώ σε αυτή τη σαραντάλεπτη φιέστα που επέλεξε να πρωταγωνιστήσει ο Κώστας Μπακογιάννης πριν από μερικές ημέρες για να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για τον δήμο Αθηναίων.

    Διαβάζω ότι η εκλογή του Μπακογιάννη θα είναι περίπατος. Κάποιοι, σκωπτικά, φτάνουν να δηλώνουν ότι ίσως θα έπρεπε να ακυρώσουμε την όλη διαδικασία των εκλογών στον δήμο καθότι ο αντίπαλος δεν φαίνεται να έχει καμιά ελπίδα. Υπερβολές; Ίσως. Παρακολούθησα αυτή την ομιλία από περιέργεια γιατί ήθελα να δω ποιος είναι αυτός που προορίζεται για διάδοχος του θείου του στην αρχηγία της ΝΔ, και γιατί όχι, για πρωθυπουργός. Λοιπόν, η μομφή «χρησιμοποιεί τον δήμο ως σκαλοπάτι για την πρωθυπουργία» μου ακούγεται εντελώς κενή. Η εμμονή αναζήτησης δημάρχων καριέρας δε μου προκαλεί ρίγη δέους και συγκίνησης. Η στατικότητα, ως αρετή,  στην τοπική αυτοδιοίκηση σε καμία περίπτωση δεν κλείνει από μόνη της το κύκλωμα, δεν ανάβει κάποιο ενάρετο φως. Η δημαρχία αναγκαστικά θα είναι σκαλοπάτι για κάποιον νεόκοπο, ανερχόμενο πολιτικό, ή, Ιθάκη για κάποιον που βρίσκεται στην αντίστροφη πορεία. Το αν θα είναι καλός δήμαρχος κάποιος λίγο έχει να κάνει με το πού θέλει να πάει μετά, και πολύ περισσότερα με το από πού έρχεται. Και ο Μπακογιάννης φαίνεται να έρχεται από πετυχημένος περιφερειάρχης και δήμαρχος. Είναι όμως πράγματι πετυχημένος; Εδώ έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση όπου αν δεν μπορεί να σου προσάψει κάποιος κάτι θεαματικά αρνητικό, τότε, στον άβακα των εντυπώσεων, γιατί στις εντυπώσεις παίζεται το παιχνίδι, λογίζεσαι πετυχημένος. Επιπροσθέτως, η μυρωδιά νεποτισμού δε με πολυαπασχολεί. «Θα είχε γίνει ο Μπακογιάννης δήμαρχος και περιφερειάρχης αν δεν ήταν ο Μπακογιάννης;» θα ρωτήσει κάποιος χωρίς φυσικά να διατυπώνει μια κοινότοπη ταυτολογία. Η υποθετική αυτή ερώτηση μου είναι αδιάφορη γιατί τα λεγόμενά μας (και οι πράξεις μας) διάγουν βίον αυτόνομον. Ζουν ξέχωρα από τα ονόματά μας και μακριά από τα τζάκια, μικρά η μεγάλα, στα οποία ψήναμε κάστανα. Το στερεότυπο, για να επιτεθείς στον Μπακογιάννη, είναι να αναμασάς αυτά που μόλις ανέφερα, και, εκεί, πεποίθησή μου είναι ότι δεν θα του βάλεις τρικλοποδιά γιατί από κάποιο σημείο και πέρα ο μηρυκασμός των ενστάσεων αυτών όχι μόνο πέφτει σε μη ευήκοα ώτα αλλά έχει και τα αντίστροφα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο ίδιος ο Μπακογιάννης, εξάλλου, δεν αφήνει αμφιβολίες για το γενεσιουργό αίτιο της πολιτικής του καριέρας: «μπήκα στην πολιτική από το βάρος ενός χρέους να ολοκληρώσω ένα έργο που έμεινε μισοτελειωμένο, ένα όραμα που κάποιοι δεν το άφησαν να πραγματωθεί», θα πει στο άνοιγμα της ομιλίας του. Ο άλλος δρόμος όμως για να εκφράσει κάποιος τις αντιρρήσεις του, ο λιγότερο ταξιδεμένος, είναι κατάτι πιο επίπονος.

    Το σκηνικό της ομιλίας το βρήκα ευχάριστα διαφορετικό. Αντί να σταθεί πάνω σε ένα πόντιουμ και να εκφωνήσει έναν λόγο, προτίμησε να εμφανιστεί σε μια κεντρική σκηνή, κυκλωμένος από τον κόσμο. Κάποιοι στέκονταν όρθιοι, κάποιοι ήταν καθιστοί. Θύμιζε τηλεπαιχνίδι; Θύμιζε Τέντ-Εξ; Ίσως. Δεν με ενόχλησε πάντως ούτε το οτοκιού που φαινόταν στα πόδια του. Θα μπορούσε να έχει μάθει καλύτερα το κείμενό του; Ναι. Πειράζει; Όχι ιδιαίτερα. Αν διαβάζει τους λόγους του ένας Ομπάμα, τότε δικαιούται να τους διαβάζει και ο Κώστας Μπακογιάννης. Το πρόβλημα δεν ήταν καθόλου πώς τα είπε. Το πρόβλημα ήταν τι είπε. Και πιο συγκεκριμένα, γιατί το θέμα εδώ είναι τα στερεότυπα, πόσα στερεότυπα χρησιμοποίησε για να παρουσιάσει τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό—ως μη στερεότυπο.

    Είπε «εκεί ερωτεύτηκα την αυτοδιοίκηση. Κατάλαβα ότι είναι η τέχνη, η πολιτική της αληθινής ζωής. Είναι εκεί που ανοίγουν σπίτια και αγκαλιές. Εκεί που μοιράζεσαι το γέλιο και το κλάμα, την ελπίδα και τον πόνο. Είναι εκεί που μαθαίνεις να περπατάς μέσα στα παπούτσια του άλλου και το πρόβλημά του γίνεται δικό σου». «Στην αυτοδιοίκηση δεν έχει σημασία ποιος είσαι, πώς σε λένε και από που κρατάει η σκούφια σου. Η αυτοδιοίκηση σε μαθαίνει να είσαι ταπεινός». Τώρα, αυτά όχι μόνο είναι στερεοτυπικά αλλά είναι και χατζιδακικά. Και πράγματι λίγο παρακάτω ο Μπακογιάννης εκεί που θα εξηγήσει γιατί «η απόφαση να είμαι υποψήφιος Δήμαρχος Αθηναίων, δεν ήταν απλή», και θα πει ότι ένιωθε δέος απέναντι στην ιστορία και τη διεθνή ακτινοβολία της Αθήνας, θα μας πει ότι η Αθήνα είναι και οι γειτονιές της «η Αθήνα όμως είναι και η πόλη εκατομμυρίων θαυμάτων, μικρών και μεγάλων, η πόλη εκατομμυρίων ζωών, κι αν ο Μάνος Χατζηδάκης βρήκε την Οδό Ονείρων στην Αθήνα είναι ακριβώς γιατί τούτη η πόλη είναι οι γειτονιές της, με τους καημούς, με τα προβλήματα, τις σιωπές, τις στεναχώριες τους, αλλά και με τα γλέντια, με τις χαρές, και αυτή όπως την έλεγε ο Χατζιδάκις “την απέραντη ευγένειά τους”». Και αφού ολοκλήρωσε αυτή την εισαγωγή πέρασε στο κυρίως μέρος της ομιλίας όπου ανακοίνωσε τις πέντε αρχές της υποψηφιότητάς του. Η παράγραφος που ακολουθεί είναι, αυτούσια, σε εισαγωγικά.

    Αρχή πρώτη: Η Αθήνα δεν είναι μια γενική και αφηρημένη έννοια. Είναι οι άνθρωποί της. Όσοι ζουν, όσοι εργάζονται και όσοι την επισκέπτονται. Έχετε ανάγκη επιτέλους, όσα δικαιούστε. Αρχή δεύτερη: Ο δήμαρχος δεν είναι διαιτητής μικρών ή μεγάλων συμφερόντων, ούτε τερματοφύλακας απέναντι σε ένα επιθετικό κράτος που βαράει πέναλτι. Είναι σύμμαχος με τα όνειρα των δημοτών. Ο δήμαρχος είναι παντού. Για τα πάντα. Και πάντα. Μαχητικά, πέρα και πάνω από αρμοδιότητες. Γι’ αυτά που λέμε και κάνουμε ή δεν κάνουμε, θα φταίμε εμείς. Εδώ θα ισχύει στα αλήθεια το γνωστό… «τα παράπονά σας στον δήμαρχο». Αρχή τρίτη: Η αυτοδιοίκηση έχει υποχρέωση να ξεπερνά γραμμές και να γκρεμίζει τείχη. Τα σκουπίδια δεν έχουν ιδεολογία και οι λακκούβες δεν έχουν χρώμα. Δικαιούμαστε να είμαστε υπερήφανοι για τις πολιτικές μας επιλογές. Η κοινωνία όμως είναι πολύ πιο μπροστά από την πολιτική. Να γκρεμίσουμε τις φυλακές που έχουμε χτίσει ο καθένας για τον εαυτό του και να μάθουμε στην συνεννόηση, στην συναίνεση και την συνεργασία. Αρχή τέταρτη: Δεν υπάρχει τζάμπα σχέδιο. Ο δήμος Αθηναίων έχει γεράσει. Για να ξανανιώσει χρειάζεται να γυρίσει ανάποδα. Ασυμβίβαστα. Για να αναμετρηθούμε, όχι με το παρελθόν αλλά με το μέλλον. Όχι με τους πολιτικούς μας αντιπάλους αλλά με τους ίδιους τους εαυτούς μας. Αρχή πέμπτη: Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Ιστορία γράφουν οι ομάδες, ιστορία γράφουν οι παρέες. Ο δήμαρχος δεν είναι τίποτα παραπάνω από διευθυντής ορχήστρας. Και η αλλαγή έρχεται μόνο από κάτω προς τα πάνω.

    Και αφού σκιαγραφήθηκαν οι πέντε αρχές που θα είναι απολύτως κοστολογημένες, και μας είπε ο υποψήφιος δήμαρχος, ότι επειδή το ξέρει και είναι η δουλειά του, «μπορούμε να διεκδικήσουμε πάρα πολλά» χρήματα, προχώρησε σε αυτό που ονόμασε «Πολιτισμό της καθημερινότητας σε τρεις άξονες»: 1. Δημόσια ασφάλεια. 2. Η λειτουργία της πόλης με γνώμονα τον άνθρωπο. 3. Η ανάκτηση του δημόσιου χώρου. Όλο το έργο του, μας είπε, επικεντρώνεται σε έναν μεγάλο στρατηγικό στόχο: «Τον μεγάλο περίπατο της Αθήνας, την ωραιότερη βόλτα της Ευρώπης».

    Αυτό είναι που κοιτάει από ψηλά το σύνθημα του «Αθήνα Ψηλά». Τη βόλτα. Από τον Χατζιδάκι, και τον Καστοριάδη (γιατί, ναι, υπήρχε και Καστοριάδης στην ομιλία) φτάσαμε σε κάτι που θυμίζει Καραγάτση. Αυτό που αποζητά ο Αθηναίος σήμερα στην πόλη του είναι να μπορεί άφοβα να στολιστεί και να βγαίνει βόλτα με ασφάλεια. Στο μυαλό αυτού που έγραψε την ομιλία, δηλαδή, ο Αθηναίος φέρνει κάτι προς Γιούγκερμαν που διαβάζει Καστοριάδη και στα ακουστικά του ακούει Χατζιδάκι. Για να επιστρέψω από εκεί που ξεκίνησα. Αν ο Σαζέλ, που μας έχει δώσει μια ταινία σαν το La La Land, μπορεί να μας δώσει ένα έργο για τον πρώτο άνθρωπο στο φεγγάρι και να παραλείψει την εμβληματική φωτογραφία της αμερικάνικης σημαίας δίπλα στη σεληνάκατο, τότε, δικαιούμαι κι εγώ να θέλω ο Κώστας Μπακογιάννης, που υποτίθεται ότι θα κάνει περίπατο (κι άλλο περίπατο) στις εκλογές, να βγει και να πει κάτι πιο ευφάνταστο από αυτό το κολάζ στερεοτύπων που σας παρέθεσα. Δικαιούμαι να ζητάω από έναν άνθρωπο που του έφερε το επιτελείο του αυτόν τον λόγο, να ασκήσει τη σκέψη και τις δεξιότητες που πρέπει να έχει αποκτήσει στα λαμπρά σχολεία του εξωτερικού που φοίτησε, και που φιγουράρουν στο βιογραφικό του, να βγει και να μιλήσει διαφορετικά: να μιλήσει ελεύθερα.

  • Life of the Mind

    Διαβάζω στο εξαίρετο «Ο Αθλητικογράφος» του Ρίτσαρντ Φορντ μια αναφορά στον Τόμας Χομπς. Μιλάει ο ήρωας, ο Φρανκ Μπάσκομπ, για τον νοικάρη του, έναν αφρικανό, και λέει πόσο τον σέβεται που ως αντιστάθμισμα στα μαθήματα κατήχησης της εκκλησίας των Μεθοδιστών, όπου συμμετέχει ενεργά, διαβάζει συχνά Χομπς. Μου κάνει εντύπωση η αναφορά αυτή γιατί μου θυμίζει τη συμβουλή ενός καθηγητή μου, λίγο πριν ξεκινήσω μεταπτυχιακά. «Όταν αισθάνεσαι ότι βυθίζεσαι σε αυτή τη ζωή της διανόησης (life of the mind*), διάβαζε λίγο Χομπς», μου είχε πει, μεταξύ σοβαρού και αστείου, δείχνοντας με μια κίνηση του χεριού του πάνω στο γραφείο του το περίφημο βιβλίο (Λεβιάθαν) με το χαρακτηριστικό εξώφυλλο. Και βέβαια αναφερόταν στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αυτό που μιλάει για τη φύση του ανθρώπου. Γιατί όσα ιδανικά και να φορτώσεις το μυαλό σου, σε όποιο κόσμο διανόησης (ivory tower) και να δραπετεύσει η σκέψη σου, αρκεί λίγος Χομπς για να σε συνεφέρει. Με προβληματίζει όμως αυτό το σετ παρατηρήσεων γιατί είμαι δύσπιστος απέναντι στις συμπτώσεις. Ειδικά όταν μοιάζουν τόσο. Θεωρώ πιο πιθανό ο καθηγητής μου να είχε διαβάσει Φορντ, να είχε βρει την παρατήρηση για τον Χομπς τόσο εύστοχη που κατά καιρούς να την αναπαρήγαγε στους μαθητές του, παρά να ήταν μια γνήσια δική του παρατήρηση. Και βέβαια αυτό μας οδηγεί στην επόμενη απορία: ο Φορντ από πού την τσίμπησε αυτή την παρατήρηση; «Και γιατί δεν είναι πρωτογενής παρατήρηση του Φορντ;», θα αντιτείνει βέβαια κάποιος, και θα έχει και δίκιο. Δεν μπορώ να σας προσφέρω ένα αεροστεγές επιχείρημα γιατί δεν είναι παρατήρηση του Φόρντ, αλλά πιστεύω ότι δεν είναι, γιατί τελικά, η συγκεκριμένη, δεν είναι τόσο πρωτότυπη σκέψη. Η ανάγνωση του Χομπς ως αντιστάθμιση σε αλαφροΐσκιωτες θέσεις σχετικά με την καλοσύνη και τον ανθρωπισμό είναι μια εύστοχη αλλά λίγο τυποποιημένη προτροπή κουλτουριάρηδων. Παρεμπιπτόντως μια από τις πιο σκανδαλιστικές αναφορές στον Χομπς υπάρχει στο τελευταίο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, «Το Τέλος του Κόσμου σε Αγγλικό Κήπο», όπου ο Χομπς παρουσιάζεται ως εκκεντρικός που «έκανε γυμναστική (σχοινάκι) και τραγουδούσε άριες μέσα στο τυπογραφείο» των εκδοτών του «Λεβιάθαν». Η Τριανταφύλλου, εδώ, έχει διαστρεβλώσει με μαεστρία την πάγια προτροπή και έχει κάνει τον ίδιο τον Χομπς, ως προσωπικότητα, αντιστάθμισμα στο άτεγκτο βιβλίο του.

    Αλλά αυτά τα παραδείγματα εκλεκτικής συγγένειας (με άλλα λόγια, πλιάτσικου) είναι απλώς αφορμή και εισαγωγή για το κυρίως πιάτο: τον τρόπο που διακινούνται πληροφορίες και ειδησεογραφία μέσα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Γιατί μπορεί και στο παρελθόν να υπήρχε μια ροπή προς το πλιάτσικο ιδεών, αλλά ήταν η εμφάνιση και άνθιση των ΜΚΔ που το απογείωσαν. Η μικρή φόρμα ειδικά, που από τη φύση της ευνοείται στο Φέισμπουκ και το Τουίτερ, έχει προσφέρει τα μάλα στο πλιάτσικο. Στο παρελθόν, ως έφηβος, θυμάμαι να ενοχλούμαι και να απορώ από την εμμονή κάποιων στον περίγυρό μου να μου επαναλαμβάνουν, ως δικές τους, φράσεις και σκέψεις για συγκεκριμένα θέματα που τους τις είχα μεταφέρει αρχικά εγώ. Και λέω «μεταφέρει» γιατί κι εγώ με τη σειρά μου από κάπου είχα ακούσει αυτές τις φράσεις ή είχα διαβάσει τις σκέψεις, και, τελικά, όπως συνειδητοποίησα αργότερα, είχα την τάση να ξεχνάω την πηγή τους. Αλλά αυτή η μεταφορά συλλογισμών, πολλές φορές αυτούσια, ανάμεσα σε συγγενείς, φίλους, ή συναδέλφους, σε προφορικές συζητήσεις καφενειακού τύπου, όπου ο πομπός τους εμφανιζόταν αλαζονικά να τους έχει οικειοποιηθεί και να τους παρουσιάζει ως δικούς του, έμελλε τελικά να βρει μέσα από τα ΜΚΔ το ιδανικό περιβάλλον της. Στο παρελθόν είχαμε τον θείο ή τον φίλο που διάβαζε κάτι σε μια εφημερίδα και μετά μας μετέφερε τις απόψεις τού αρθρογράφου ως δικές του. Τώρα, διαθέτουμε πλειάδα ειδημόνων που αναγιγνώσκουν όχι μόνο απλή ειδησεογραφία αλλά και πρωτογενή κείμενα στοχαστών και φιλοσόφων και τα παρουσιάζουν κατάτι παραποιημένα ως δικά τους. Προσοχή όμως! Δεν διατείνομαι ότι είναι πάντα ένοχοι λογοκλοπής (αν και πολλές φορές είναι) γιατί πολύ απλά, όσο μεγαλώνει κάποιος, τείνει να λησμονάει πιο εύκολα τις δεξαμενές των σκέψεων από όπου τροφοδοτείται ο νους του.

    Το πλαίσιο της κοινωνικής δικτύωσης όμως ενέχει και ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Χαρακτηρίζεται από άκρατη και αλόγιστη επαναληψιμότητα όλων αυτών των θραυσμάτων σκέψης που καθημερινά περιδιαβαίνουν τα χρονολόγιά μας. Και όπου ενδημεί επαναληψιμότητα, ανοίγεται, πάντα, μπροστά μας, πεδίο δόξης λαμπρόν για παρεξηγήσεις και παρανοήσεις τόσο για το νόημα αυτούσιων λέξεων, όσο και για τις προθέσεις των φορέων ολόκληρων συλλογισμών. Άλλα λέω εγώ, και άλλα καταλαβαίνει ο άλλος, που τελικά μπορεί να βρίσκεται αρκετά στάδια μακριά, τόσο από το νόημα του αρχικού κειμένου, όσο και από τις προθέσεις του “δημιουργού” του. Τι θυμίζει όλο αυτό; («Τίποτα», είναι η απάντηση αλλά εγώ θέλω να πιστεύω ότι κάτι θυμίζει). Αυτός ο μηχανισμός δεν είναι παρά μια εκλαϊκευμένη παράθεση της έννοιας της αποδόμησης, που όπως έχει υποστηρίξει ο Ντεριντά, ελλοχεύει παντού και μπαίνει σε λειτουργία, κάθε στιγμή, ακόμα και μέσα από την καθομιλουμένη. Αλλά δεν διάβασα, τουλάχιστον πρόσφατα, Ντεριντά. Διάβασα όμως το τελευταίο μυθιστόρημα του Λοράν Μπινέ, «Η Έβδομη Λειτουργία της Γλώσσας», στην προσεγμένη μετάφραση του Γιώργου Ξενάριου. Λέει λοιπόν ο Μπινέ, μέσα από το στόμα του Ντεριντά:

    «Χρησιμοποιούμε τις λέξεις των άλλων. Συνεπώς, όπως στο σπασμένο τηλέφωνο, είναι κάτι παραπάνω από πιθανό —είναι αναπότρεπτο— με τόσες επαναλήψεις, να χρησιμοποιούμε τις λέξεις των άλλων με έννοιες ελαφρώς παραλλαγμένες. […] Βάζοντας όρια σ’ αυτό ακριβώς που επιτρέπει, παραβιάζοντας τον κώδικα ή παραβαίνοντας τον νόμο που η ίδια αποτελεί, η επαναληψιμότητα, εγγράφει, κατά τρόπο ανέκκλητο, την αλλοιώση στην επανάληψη».

    Και, φυσικά, το παράδειγμα του Λοράν Μπινέ, που το τελευταίο βιβλίο του συνιστά σπάνιο αμάλγαμα διδακτισμού και μυθοπλασίας, βάζει το λιθαράκι του σε αυτά ακριβώς που προσπαθώ να σας πω εγώ εδώ. Ο Μπινέ, παίρνει, επιλεκτικά, ολόκληρα κομμάτια από το λεγόμενο «French theory», και, μέσα από την επανάληψη, το ανασκευάζει ως αστυνομικό μυθιστόρημα. Η αλλοίωση είναι όχι μόνο ανέκκλητη, αλλά και επιθυμητή.

    Για να ανακεφαλαιώσω: το πλιάτσικο ιδεών που ήταν πάντα παρόν, βρήκε μέσα από τα ΜΚΔ το βήμα του, το ιδανικό περιβάλλον για να ευδοκιμήσει. Περιβάλλον που με τη σειρά του έδωσε νέα, πρωτόγνωρη ώθηση στην έννοια της επαναληψιμότητας που ξέφυγε από τα στενά οικογενειακά, φιλικά, συναδελφικά δεσμά και βγήκε στα ανοιχτά. Επαναληψιμότητα που με τη σειρά της ενέχει μέσα της παραλλαγή και αλλοίωση τόσο λέξεων, συλλογισμών, αλλά και εννοιών. Άρα, περιδιαβαίνοντας πλέον το πεδίο των ΜΚΔ, δεν εκτιθέμεθα μονάχα στην ατζέντα των ιδεολογιών και πεποιθήσεων (πολιτικών ή άλλων) του κάθε συνομιλητή μας, αλλά, με πρωτόγνωρη δύναμη, και στην εγγενή δυναμική της ίδια της γνώσης, που μέσω της γλώσσας, εγκιβωτίζει μέσα της όχι μόνο τη μεταφορά και διάδοση της πληροφορίας, αλλά και τον αλγόριθμο της (παρα)φθοράς της.

    Τι κερδίσαμε από όλο αυτό; Τα απαραίτητα διαλείμματα από τα υψίπεδα της διανόησης δεν χρειάζονται πια κανέναν Τόμας Χομπς ως μέσο υπενθύμισης (reality check) του χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης. Χρειάζονται μόνο λίγη ώρα σε κάποιο θρεντ ανάμεσα σε “φίλους”.

    * (edit) Η λέξη «mind» μεταφράζεται στο συγκεκριμένο σημείο ως «διανόηση» και όχι ως «νους» που είναι η συνηθισμένη απόδοσή της στα ελληνικά. Η φράση «life of the mind», αν μεταφραστεί ως «ζωή του νου» αφήνει ανοιχτή την πόρτα για έναν ανεπίτρεπτο, για τον γράφοντα, δυισμό όπου ο νους εξισώνεται με τον εγκέφαλο ή το μυαλό, και το σώμα συνιστά ξεχωριστή οντότητα.

  • à la Folie

    Παρακολουθώ μήνες τώρα την υπόθεση της «Folli Follie». Ο κραταιός όμιλος, «η πρώτη γνήσια ελληνική πολυεθνική», μετά τα αποτελέσματα των πρώτων αξιόπιστων λογιστικών ελέγχων, φαίνεται ότι εξαπατούσε συστηματικά το επενδυτικό κοινό από το 2007, ή, όπως ακούγεται, ίσως και από το 2001. Τα πραγματικά μεγέθη της εταιρείας, όπως αποκαλύπτεται, φαίνεται ότι υπολείπονται κατά πολύ τα αναγραφόμενα στους ισολογισμούς της. Υπήρξα κι εγώ μικρομέτοχός της για ένα σύντομο διάστημα το 2003. Θυμάμαι μάλιστα ότι αποκόμισα από τη συναλλαγή και ένα μικρό κέρδος. Τώρα βέβαια ξέρω. Στάθηκα απλώς τυχερός γιατί η Φολί Φολί, καταπώς φαίνεται, θα μείνει στην ιστορία ως το μεγαλύτερο εταιρικό σκάνδαλο των τελευταίων δεκαετιών. Τώρα λοιπόν, μετά το σκάσιμο της φούσκας, μπορεί κανείς να διατυπώσει μερικές σκέψεις.

    Σε μια χώρα που χρόνια τώρα ευδοκιμούσαν κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, οι λεγόμενοι και «διαπλεκόμενοι», πώς θα ήταν τελικά δυνατό να υπάρχουν εταιρείες που βάζουν το κεφάλι κάτω και κάνουν σωστά και υπεύθυνα τη δουλειά τους; Τι κι αν η Φολί δεν ήταν κρατικοδίαιτη. Τόσο το χειρότερο για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα γιατί αυτό σημαίνει ότι ακόμη και ένας όμιλος που δεν έχει σχέση με το δημόσιο, τελικά, φαίνεται ότι παραπλανούσε και εξαπατούσε, συστηματικά, το επενδυτικό κοινό. Εγώ, όπως και πολλοί άλλοι (μικρομέτοχοι και μη) που προσπαθήσαμε να διαχειριστούμε κάποιο κεφάλαιο (μικρό ή μεγάλο δεν έχει σημασία), πιστεύαμε ότι η εταιρεία ήταν αυτό που έδειχνε. Και όχι απλώς το πιστεύαμε: βάλαμε και τα λεφτά μας εκεί. Η Φολί Φολί, λοιπόν, και το σκάνδαλο που άρχισε να ξεδιπλώνεται από τον Μάιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως το παράδειγμα που ίσως θα υποστήριζε έναν τέτοιο ισχυρισμό. Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι γενικεύσεις, εκτός από εύκολες είναι συνήθως και παραπλανητικές. Ένα σάπιο μήλο μέσα στο καλάθι δεν σημαίνει τίποτα. Οι εταιρείες κάνουν σωστά και υπεύθυνα τη δουλειά τους, και μέχρι αποδείξεως του εναντίου κανείς δεν εξυπηρετεί κανέναν με το να προτρέχει σε συμπεράσματα. Το πρόβλημα όμως με τη Φολί Φολί, ακόμη και αν ήταν το μοναδικό σάπιο μήλο του ιδιωτικού τομέα, είναι ότι εργαλειοποιήθηκε από τον τύπο (εγχώριο και υπεράκτιο) ως η σηματωρός της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Δείτε για λίγο την ειρωνεία της συγκεκριμένης υπόθεσης: μια εταιρεία υπέπεσε σε ατασθαλίες, και αυτή είναι που ο τύπος είχε εκθειάσει περισσότερο από κάθε άλλη.

    Η ιστορία της οικογένειας Κουτσολιούτσου θυμίζει φθηνό μπεστ σέλερ: καπάτσος άνδρας ερωτεύεται και παντρεύεται γυναίκα με καλλιτεχνική φλέβα. Μαζί ανακαλύπτουν τον τροχό: ανάμεσα στο φθηνό και το πανάκριβο κόσμημα χάσκει μια τάφρος. Ένα δυσανάλογα μεγάλο κενό που φωνάζει για να το εκμεταλλευτεί κάποιος επιχειρηματικά. Όπερ και εγένετο. Το πρώτο μαγαζί ανοίγει στο Κολωνάκι το 1982 και εστιάζει στο ποιοτικό και προσιτό κόσμημα. Από εκεί, ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος, συν γυναιξί και τέκνοις, επιβιβάζονται στο τρενάκι της επιτυχίας που σε λιγότερο από 30 χρόνια τους βγάζει δισεκατομμυριούχους. Το πρακτορείο Bloomberg, το 2014, τον προσθέτει στο Bloomberg Billionaires Index, και του αφιερώνει άρθρο στο οποίο εκθειάζει τη διορατικότητα και τις ικανότητές του κάνοντας εδική μνεία στην εξαιρετική πορεία των μεγεθών της εταιρείας σε πλήρη αντίθεση με την συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ. Παράλληλα, τον παρουσιάζει ως επιχειρηματία που κρατάει «χαμηλό προφίλ». Το 2017, ο Τζώρτης Κουτσολιούτσος, γιος του ιδρυτή και νυν CEO, παραλαμβάνει το βραβείο του Retail Manager 2017 λέγοντας:

    «Ευχαριστώ πολύ την Οργανωτική Επιτροπή των Retail Business Awards για το βραβείο του Retail Manager 2017. H διάκριση αυτή αποτελεί μια ανταμοιβή της συλλογικής προσπάθειας όλου του δυναμικού του Ομίλου, καθώς σύμφωνα με τις αξίες μας, η επιτυχία προκύπτει μόνο μέσα από ένα ομαδικό πνεύμα συνεργασίας. Εμείς στον Όμιλο FF Group εργαζόμαστε με πάθος, όλοι μαζί και συνεχίζουμε την επιτυχημένη πορεία, επεκτείνοντας την παρουσία μας σε νέες αγορές, ενισχύοντας το χαρτοφυλάκιό μας με νέα brands και επενδύοντας συνεχώς στον ψηφιακό μετασχηματισμό του Ομίλου».

    Όπως γράφει και ένας αγαπημένος συγγραφέας παραλλάσσοντας το «το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή»: It’s always lightest just before the dark.

    Αλλά τελικά δικαιούμαστε να ζητάμε ευθύνες από κάποιον αν έχουμε υποστεί ζημιά; Για να μην παρεξηγηθώ, όπου η εταιρεία έχει παρανομήσει, φυσικά και θα πρέπει να πληρώσει, όπως θα πρέπει να καταλογιστούν ευθύνες και στα φυσικά πρόσωπα που βρίσκονται στο διοικητικό συμβούλιό της. Οι σοβαρότερες ευθύνες όμως είναι συνήθως ηθικής τάξης. Ο Τζώρτης Κουτσολιούτσος, ο διευθύνων σύμβουλος, σε συνέντευξή που παραχώρησε στην Καθημερινή στις 30 Σεπτεμβρίου, επικαλέστηκε άγνοια για τα παραποιημένα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας που σχετίζονται με τις ασιατικές αγορές. «Εγώ και τα στελέχη μου στην Αθήνα δεν ήμασταν σε θέση και ούτε είχαμε αντιληφθεί την εξέλιξη αυτή στην Ασία», δήλωσε. Και εξήγησε ότι το κομμάτι της Ασίας το διαχειριζόταν ο πατέρας του και ιδρυτής της εταιρίας. Ο Τζώρτζης Κουτσολιούτσος σε αγαστή συνεργασία με τους νομικούς συμβούλους του βγήκε, με άλλα λόγια, και είπε «φταίει ο μπαμπάς μου». Ο πενηντάχρονος retail manager του 2017, όταν στράβωσε το κλίμα, δήλωσε ότι έφταιγε ο μπαμπάς του.

    Όποιος λοιπόν βγαίνει σήμερα και διατείνεται ότι έπεσε θύμα της Φολί Φολί θα πρέπει να λάβει υπόψη του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απεμπολεί τα νομικά του δικαιώματα, ότι ο αγοραστής (στην προκειμένη περίπτωση, των μετοχών) έχει πάντα την ευθύνη. Κοιτάζοντας λίγο πιο προσεκτικά τον οικονομικό τύπο, τώρα, μετά το σκάσιμο της φούσκας, εύκολα διακρίνει κάποιος ότι η μετοχή της εταιρείας διαπραγματευόταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε φθηνότερες αποτιμήσεις (discount) από τις εταιρείες του κλάδου της παγκοσμίως γιατί πάντα υπήρχε κάτι αδιαφανές στη χαώδη εταιρική δομή της, (που τελικά, με τον πιο δραματικό τρόπο, έγινε διαφανές). Δηλαδή η αγορά αντιμετώπιζε την εταιρεία με μια αμφιβολία, και αυτό ήταν εκεί στα όχι και τόσο ψηλά γράμματα. Τι θέλω να πω με αυτό; Ότι στον αντίποδα του Τζώρτζη Κουτσολιούτσου, που βγαίνει και λέει «φταίει ο μπαμπάς μου», υπάρχει και ο επενδυτής έρμαιο και θύμα των αετονύχηδων και επιτήδειων. Και στις δύο περιπτώσεις κάποιος αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του. Στην πρώτη γιατί προσπαθεί να γλιτώσει το ποινικό σκέλος του αντίκτυπου των πράξεων του, και στη δεύτερη γιατί ο επενδυτής αισθάνεται άβολα που πιάστηκε κορόιδο. Και στις δύο περιπτώσεις κάποιος επικαλείται θυματοποίηση.

    Ας τελειώσω όμως με κάτι πιο ανάλαφρο. Πωλείται διαβάζω το 38 μέτρων γιοτ του Δημήτρη Κουτσουλιούτσου με το όνομα «Phalarope». Μια απλή έρευνα αποκαλύπτει ότι το όνομα του σκάφους αναφέρεται σε ένα αποδημητικό πτηνό: τον φαλαρόποδα. Ο φαλαρόποδας χαρακτηρίζεται από μια εντελώς ιδιοσυγκρασιακή αποδημητική συνήθεια. Ενώ ζει το καλοκαίρι στη Βρετανία, κατά τους χειμερινούς μήνες δεν ταξιδεύει απλώς νότια προς τη νοτιοανατολική Ευρώπη αλλά διασχίζει όλο τον Ατλαντικό με κατεύθυνση τον Καναδά, και από εκεί κατεβαίνει προς την Καραϊβική διανύοντας τελικά μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα παραπάνω. Μπορεί οι ορνιθολόγοι να μην μπορούν να εξηγήσουν αυτόν τον παραλογισμό στις συνήθειες του φαλαρόποδα, αλλά τελικά δεν πειράζει γιατί… με βολεύει: η επιλογή του ονόματος, από την οικογένεια Κουτσουλιούτσου, για τη θαλαμηγό τους μπορεί να αντικατοπτρίζει τον παραλογισμό όλης αυτής της απίθανης ιστορίας.

  • Και για να λέμε και την αλήθεια, με 2,5 εκατ. όχι σοβαρό ιμπρεσιονιστή δεν αγοράζεις αλλά ούτε δυάρι στο Κουκάκι.

  • Συγκλονισμένοι οι γείτονες του ζεύγους Παπαντωνίου: «Δεν είχαν δώσει ποτέ δικαιώματα!».

  • Σκεπτικισμός και Ελπίδα

    Το κουτί της Πανδώρας, μας αφηγείται ο Νίτσε στο «Ανθρώπινο, Πάρα Πολύ Ανθρώπινο», περιείχε όλα τα κακά. Αφ’ ης στιγμής άνοιξε, δραπέτευσαν και άρχισαν να βασανίζουν τους ανθρώπους. Το καπάκι του κουτιού όμως, κατ’ εντολή του Δία, έκλεισε πριν δραπετεύσει ένα τελευταίο που ο άνθρωπος θεώρησε ότι ήταν ένα μεγάλο καλό: η ελπίδα. Ο άνθρωπος φύλαξε αυτό το κουτί με το πολύτιμο περιεχόμενό του, και άρχισε να το χρησιμοποιεί κατά βούληση. Η ελπίδα ήταν πια εξημερωμένη. Ήταν του χεριού του. Μπορούσε να καταφεύγει σε αυτή όποτε είχε ανάγκη. Ο Νίτσε όμως είναι αυτός που μας επισημαίνει ότι η ελπίδα ήταν το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κακά γιατί ήταν αυτή που δεν άφηνε τον άνθρωπό να κατανοήσει το αδιέξοδό του, και έτσι να χαραμίσει τη ζωή του, αλλά τον κρατούσε ζωντανό να παλεύει, ενάντια σε όλα τα υπόλοιπα κακά, σε μια μάχη που ποτέ δεν θα μπορούσε να κερδίσει.

    Που κολλάνε όλα αυτά; Έφτιαξα μια ανάρτηση προχθές για τον θάνατο του συνιδρυτή της Microsoft, Paul Allen, που πέθανε από καρκίνο στα 65 του χρόνια. Η ανάρτηση είχε σκοπό να διακωμωδήσει και να στηλιτεύσει την πεποίθηση κάποιων ότι έχει βρεθεί το φάρμακο του καρκίνου αλλα οι φαρμακευτικές δεν το κυκλοφορούν για να εισπράττουν δισεκατομμύρια από τις ασύγκριτα πιο ακριβές θεραπείες που όλοι γνωρίζουμε. Το σκεπτικό είναι σχετικά απλό: εφόσον ένας άνθρωπος με περιουσία αρκετών δισεκατομμυρίων πεθαίνει, μπορούμε, με σχετική βεβαιότητα να συνάγουμε το εξής συμπέρασμα: δεν υπάρχει ακόμη φάρμακο γι’ αυτόν τον καρκίνο. Αφήνω στην άκρη αντιρρήσεις λογικής στεγανότητας που δύναται να παρεμποδίζουν το συγκεκριμένο συμπέρασμα. Ναι, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τα γεγονότα γιατί, κάλλιστα, ο δισεκατομμυριούχος Πωλ Άλεν μπορεί να μην ήθελε να θεραπευθεί και να επιθυμούσε να πεθάνει. Ή, θα ήταν δυνατό ακόμη και κάποιος σαν τον Άλεν να μην έχει πρόσβαση στο φάρμακο που υπάρχει γιατί το λόμπι των φαρμακευτικών είναι πανίσχυρο και ξέρει πώς να προστατεύει τα υπερκέρδη του. Άρα, το συμπέρασμα μου δεν ισχύει, και διατυπώνω αερολογίες. Το φάρμακο έχει βρεθεί και οι φαρμακευτικές θησαυρίζουν στην πλάτη μας από τις θεραπείες. Αλλά χάριν συζητήσεως, ας υποθέσουμε ότι ο Άλεν ήθελε να θεραπευτεί και να συνεχίσει να ζει, και είχε πρόσβαση σε κάθε πιθανό και απίθανο φάρμακο. Παρόλα αυτά όμως, δυστυχώς, πέθανε.

    Οι αντιδράσεις και τα σχόλια που εισέπραξα, προς έκπληξή μου, δεν έγερναν προς την πλευρά που θα επιθυμούσα. Κάποιοι αμφισβήτησαν κατά πόσο η θεραπεία του Άλεν ήταν σωστή. Άλλοι σχολίασαν τον τρόπο σκέψης αλλά και τη στάση ζωής του ασθενή. Κάποιοι πρότειναν θεραπείες εναλλακτικές, τόσο με την ολιστική, όσο και με την έννοια της διαφορετικής από την κρατούσα επιστημονική πρακτική. Προτάθηκε τελικά ότι θα πρέπει να είμαστε σκεπτικοί τόσο απέναντι στους λεγόμενους κομπογιαννίτες όσο και απέναντι στις καθιερωμένες επιστημονικές πρακτικές όπως λόγου χάρη τη χημειοθεραπεία. Προτάθηκε, με άλλα λόγια, ένας καθολικός σκεπτικισμός, και, σε παραπάνω από δύο διαφορετικές περιπτώσεις, κατακλείδα των συγκεκριμένων σχολίων ήταν το «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία», ή, το «η ελπίδα δεν βλάπτει». Αυτά λοιπόν τα δύο τελευταία στοιχεία (σκεπτικισμός και ελπίδα) ήταν για μένα και τα άξια προσοχής. Και από αυτά θα πιαστώ για να συνδέσω το νιτσεϊκό σχόλιο της αρχής.

    Ο καθολικός σκεπτικισμός, το να είμαστε δηλαδή σκεπτικοί απέναντι σε όλα και σε όλους είναι μια άκρως γοητευτική στάση. «Γιατί να μην τα ερευνώ όλα μόνος μου; Γιατί να στηρίζομαι στα λεγόμενα και τις προτροπές κάποιου άλλου αν μπορώ, μόνος μου, να δω τι με συμφέρει και τι θα μου προσφέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα;» Αυτές είναι δόκιμες ερωτήσεις που δυστυχώς, σε θέματα υγείας, οδηγούν σε αδόκιμα και επικίνδυνα μονοπάτια. Γιατί αν αρχίσω στα σοβαρά να διατυπώνω παρόμοιες ερωτήσεις, τότε θα έχει κερδίσει ο κομπογιαννίτης. Γιατί; Γιατί ο βασικός στόχος του είναι να με κάνει να αμφισβητήσω τα κέντρα παραγωγής επιστήμης με το να μου ενσταλάξει αμφιβολία για τις πρακτικές της ιατρικής. Γιατί μόνο αν με απομακρύνει από τους μηχανισμούς και τη μεθοδολογία της επιστήμης θα μπορέσει να επωφεληθεί. Όταν με απογυμνώσει από τα γνωστικά εργαλεία στα οποία έχω πρόσβαση μέσω ιατρικής τότε θα έχω βρεθεί, χωρίς ίσως να το καταλάβω, στον προθάλαμό του, θα είμαι υποψήφιο θύμα του. Ο κομπογιαννίτης, τρέφοντας περίτεχνα τον εγωισμό και την αυταρέσκειά μου θα μου εμφυσήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό μια ψευδεπίγραφη αυτάρκεια. Θα με κάνει να πιστέψω ότι εγώ και μόνο εγώ μπορώ να αποφασίσω για την υγεία μου, αρκεί να ακολουθήσω μερικές απλές συμβουλές, που συνήθως έχουν να κάνουν με σκευάσματα (100% φυτικά) και αλλαγές στον τρόπο σκέψης και νοοτροπίας μου. Το άγχος, το στρες, και ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι αυτά που με έφεραν σε αυτό το αδιέξοδο. Γιατί όμως θα φτάσει κάποιος στο σημείο αυτό; Γιατί θα ακούσει τον κομπογιαννίτη και όχι τον γιατρό του; Γιατί ο κομπογιαννίτης—θα το νιώσεις αυτό—καταδέχεται να μιλήσει στη γλώσσα σου, είναι ένας από σένα, και όχι κάποιος επιστήμονας που με το κύρος και από τη θέση του (ex cathedra) αποφασίζει για σένα. Ο κομπογιαννίτης είναι φίλος σου, και πολλές φορές δύναται να είναι ο φίλος σου. Θα έχει κερδίσει λοιπόν γιατί θα σου πει αυτά που θέλεις να ακούσεις. Απέναντι στον κομπογιαννίτη, η επιστήμη, η αληθινή επιστήμη, θα φαντάζει πάντα απρόσωπη και αδιάφορη γιατί δεν θα θυσιάσει την αξιοπιστία και το κύρος της για να σε ανακουφίσει όταν θα έχεις ανάγκη τη βοήθεια της, γιατί η επιστήμη κινείται, και θα κινείται πάντα, στους δικούς της ρυθμούς που δεν συνάδουν με το ατομικό, αλλά με το συλλογικό καλό.

    Ο σκεπτόμενος και σκεπτικιστής αναγνώστης όμως δε θα πειστεί τόσο εύκολα. Θα συνεχίσει να αναρωτιέται και να χαμογελάει αφ’ υψηλού. Μέσα στη ζεστασιά και τη θαλπωρή της απόστασης που τον χωρίζει από έναν καρκίνο, θα συνεχίσει να λέει: «γιατί να βρεθώ, εγώ, σε μια τέτοια θέση όμως; Γιατί να εγκαταλείψω την επιστήμη, τις συμβουλές, και τη βοήθεια του γιατρού μου;» Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μας φέρνει στην καρδιά της αρχής του κειμένου: μας φέρνει στην ελπίδα. Γιατί αυτό είναι το βαθύτερο νόημα του μεγαλύτερου κακού που περιγράφει ο Νίτσε. Γιατί όταν θα βρεθείς αντιμέτωπος με έναν καρκίνο θα βρεθείς στην αγκαλιά της ελπίδας «που πεθαίνει τελευταία». Και τότε είναι που θα σε χειριστεί ο κομπογιαννίτης με το ψέμα του. Γιατί σύμμαχός του είναι η ελπίδα που σε εγκλωβίζει στην αυτοτροφοδοτούμενη νιρβάνα της. Ο άνθρωπος που ελπίζει, λένε, είναι ο άνθρωπος που δεν το βάζει κάτω. Ε λοιπόν, λάθος! Ο άνθρωπος που ελπίζει έχει πάψει να κάνει αυτά που πρέπει να γίνουν, έχει πάψει να βρίσκεται στο στάδιο της πράξης, και είναι, ξεκάθαρα, στο έλεος (και το έλος) της θολωμένης σκέψης του.

  • Κυριακή βραδάκι ήταν όταν ο Βίνσεντ βαν Γκογκ τα ‘βαλε κάτω, τα λογάριασε, και το ‘κοψε το ρημάδι.

  • Βάτραχος

    Στην ταινία Magnolia (1999) του P.T. Anderson, υπάρχει, λίγο πριν το τέλος, μια εντυπωσιακή σκηνή: μια καταιγίδα από βατράχια. Χιλιάδες βατράχια πέφτουν από τον νυχτερινό ουρανό. Βατράχια που φέρνουν με διάφορους τρόπους τη λύση (κάθαρση, θα πει κάποιος) σε πολλά από τα νήματα των ιστοριών που διατρέχουν την ταινία. Δεν έχει όμως σημασία αν θυμάστε ή αν δεν έχετε δει την ταινία. Σημασία έχει, και εδώ θα πρέπει να με πιστέψετε, ότι όταν φτάνει αυτή η σκηνή, δεν σου φαίνεται καθόλου υπερβολική. Δεν λες δηλαδή μέσα σου «πού κολλάνε τώρα τα βατράχια;». Τα βατράχια έρχονται φυσιολογικά. Κάτι τόσο ασυνήθιστο έρχεται τελικά φυσιολογικά γιατί ο σκηνοθέτης έχει φροντίσει να φορτίσει, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, τα ελατήρια εκείνα που θα κάνουν τη βροχή από βατράχια να φαντάζει φυσιολογική. Το αλλόκοτο, έχει χριστεί φυσιολογικό.

    Προσπάθησα να μην γράψω για βατράχια, αλλά ήταν αδύνατον. Η σκέψη μου πήγαινε διαρκώς στα βατράχια. «Φυσιολογικό», θα πει κανείς. Μετά από τόσες μέρες πλύσης εγκεφάλου με τον βάτραχο στη σαλάτα του Βασιλόπουλου το μυαλό δεν σκέφτεται, απλώς, βατράχια, αλλά σκέφτεται με βατράχια. Ας εξετάσουμε όμως τα δεδομένα. Φωτογραφία με συσκευασμένη σαλάτα από το γνωστό σούπερ μάρκετ. Μέσα στη σαλάτα περιέχεται και ευειδής, ευμεγέθης βάτραχος. Την κοιτάζω προσεκτικά. Φαίνεται μέχρι και η ημερομηνία λήξης: «24/9/18». Αναφέρεται προφανώς στη σαλάτα. Ο βάτραχος είναι λαθρεπιβάτης, δεν υπάρχουν προβλέψεις και προσδοκίες γι’ αυτόν. Αλλά τι μπορεί να σημαίνει ένας βάτραχος μέσα στη σακούλα; «Τίποτα», θα πείτε και θα έχετε και δίκιο. Αυτά συμβαίνουν. Και αν δεν συμβαίνουν και τόσο συχνά, δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Συμβαίνουν. Αλλά εγώ θέλω να διαβάσω κι αλλά πράγματα στο περιστατικό. Γιατί τελικά υπάρχει κάτι ενδιαφέρον με έναν βάτραχο στη σακούλα. Έστω και αν δεν ήταν αυτό που τράβηξε τόσο την προσοχή των ΜΚΔ.

    Ο βάτραχος παραπέμπει εύκολα προς τη Βίβλο. Βατράχια έστειλε ο εκδικητικός Θεός της Παλαιάς Διαθήκης στην Αίγυπτο ως μια από τις πληγές του Φαραώ. Αστεία πράγματα θα πείτε. Είναι σα να σας λέω ότι ανοίγοντας το κουτάκι του αναψυκτικού σας απελευθερώνετε έναν κυκλώνα σε μικρογραφία, ή, πλατσουρίζοντας στη μπανιέρα με το παπάκι σας ζείτε ένα τσουνάμι μινιατούρα. Κι όμως. Ο συσκευασμένος βάτραχος (ενικός αριθμός) συνιστά, έστω, μια υπόνοια πληγής. Τόσο υπόνοια που μόνο για σκωπτικά σχόλια προσφέρεται. Αλλά αν μπει στον κόπο κάποιος να σπρώξει μερικές σκέψεις λίγο παραπέρα θα δει ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο βάτραχος πέρασε όλη την πιστοποιημένη διαδικασία ελέγχου που τεμαχίζει, πλένει και συσκευάζει τις σαλάτες και βρέθηκε αλώβητος, ολοζώντανος, σένιος στο ράφι του σούπερ μάρκετ περιμένοντας όχι τον αγοραστή του, αλλά τον φακό της κάμερας που θα τον φωτογράφιζε. Η εταιρία επιβεβαίωσε το περιστατικό. Απάντησε επισήμως από τον λογαριασμό της στο τουίτερ χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί και πώς έλαβε χώρα το περιστατικό. Η συγκεκριμένη σαλάτα δεν πουλήθηκε ποτέ, το μόνο που πουλήθηκε, και έγινε ανάρπαστο, ήταν η εικόνα του βάτραχου, που μετά το πέρας των ρεπορτάζ και της ανάληψης ευθυνών από την εταιρία ελευθερώθηκε στη φύση.

    Πλήρης κύκλος δηλαδή. Η υπόνοια πληγής ήρθε, μας απασχόλησε χαρίζοντας αφειδώς μόνο γέλιο, και επέστρεψε αθόρυβα (έστω με ένα κουάκ) στο φυσικό της περιβάλλον. Επιλέγω μετά το χιούμορ να διαβάσω σε όλο αυτό μια μικρογραφία όχι εκδίκησης, αλλά τρολιάς από τη φύση που ενάντια στις πιο αυστηρές διαδικασίες ελέγχου για την εξασφάλιση της πολυπόθητης ποιότητας κατάφερε να κάνει παρούσα τη μη εξημερωμένη φύση της μέσα από ένα από τα πιο αθώα (φυσικά) προϊόντα της: τη σαλάτα. Επιλέγω να μην θέλω να δώσω τη λογική και φυσική εξήγηση που σίγουρα υπάρχει. Στην ταινία του Anderson η καταιγίδα έρχεται, ως απάντηση, για να φέρει την κάθαρση απέναντι στο άχθος μιας πλειάδας εγωκεντρικών, μισανθρωπικών, χαμένων, και μοναχικών ηρώων που κάποιοι από αυτούς είναι και πέρα ως πέρα κακοί. Έτσι και εδώ, απ’ όλα έχει ο μπαξές. Μπορεί ο καθένας μας να διαβάσει μετά το σκώμμα, το ελαφρύ σκούντημα της φύσης απέναντι στις δικές μας ελλείψεις, εμμονές, μοναξιές, αξίες, και κακίες. Και τι πιο φυσικό, με την επιστροφή του βατράχου στο φυσικό του περιβάλλον, από την ενστάλαξη στον εκδικητικό τόνο της Παλαιάς Διαθήκης από μια σταγόνα Καινής Διαθήκης: καμιά φορά χρειάζεται και λίγη συμπόνοια, χρειάζεται και λίγο ενδιαφέρον έστω προς τον συζώντανο βάτραχο.

     

  • Κάθε διανοούμενος που σέβεται τον εαυτό του έχει κλέψει τρία βασικά αγαθά: βιβλία, κονσίλερ, και ρεύμα.

  • Η στάθμη του πολιτισμού μιας χώρας φαίνεται στον τρόπο που συμπεριφέρεται στα βατράχια της.

    ― Αρθούρος Σοπενχάουερ.