Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • Το Ποτήρι

    Για να διαφωνήσουμε με κάποιον θα πρέπει κάπου, σε κάτι, να συμφωνούμε. Το αν το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο, για παράδειγμα, όσο δύσκολο κι αν αποδειχθεί τελικά το διακύβευμα, έχει σαν αρχή του το ποτήρι. Τουλάχιστον συμφωνούμε, έστω σιωπηρά, ότι υπάρχει ένα ποτήρι στη μέση. Και το ποτήρι είναι αυτό που μας ενώνει και πιάνουμε τη συζήτηση. Έτσι και η περίπτωση του Γάλλου συγγραφέα, Γιάν Μουά. Όσο και να διαφωνούμε με όσα είπε, κάπου υπάρχει κάτι με το οποίο συμφωνούμε, κάτι που μας κάνει να καθόμαστε στο τραπέζι των συζητήσεων. Κάπου υπάρχει κι εδώ ένα ποτήρι. Το επίμαχο σημείο της συνέντευξης του Μουά στο περιοδικό είναι το «Προτιμώ τα σώματα νεαρότερων γυναικών, αυτό εννοώ. Το σώμα μιας 25χρονης είναι εντυπωσιακό. Το σώμα μιας 50χρονης δεν είναι καθόλου εντυπωσιακό». Η συγκεκριμένη δήλωση δεν είναι καθόλου εντυπωσιακή. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ο Μουά τράβηξε τόση προσοχή με μια τόσο τετριμμένη δήλωση. Και εδώ κολλάει και η αναφορά στο ποτήρι. Τι ήταν αυτό που είδε τόσος κόσμος και κάθισε στο τραπέζι των συζητήσεων για να σχολιάσει τις προτιμήσεις ενός μάλλον αδιάφορου συγγραφέα; Γιατί δεν αδιαφόρησαν όλοι απέναντι στο όνειδος μιας τέτοιας δήλωσης;

    Το επίμαχο απόσπασμα προέρχεται από συνέντευξη που έδωσε ο Μουά στο Marie Claire. Στο Marie Claire που διαβάζεται κυρίως από γυναίκες άνω των 35 ετών. Πάει δηλαδή ο Μουά και λέει, κατάμουτρα, στις 35+, ότι το σώμα της 50χρονης δεν είναι εντυπωσιακό ενώ της 25χρονης είναι, και η αρχισυνταξία του περιοδικού κρίνει ότι αυτό θα περάσει στο ντούκου. Και φυσικά, ο άνθρωπος που σκέφτηκε τη συνέντευξη και τις επίμαχες δηλώσεις, και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα αυτός να είναι ο ίδιος ο Μουά, τρίβει τα χέρια του. Τι καλύτερο για την προώθηση ενός νέου βιβλίου και για τα φύλλα του περιοδικού από ένα σάιμπερ μαλλιοτράβηγμα όπου πενηντάχρονες ποστάρουν τα καλοσχηματισμένα οπίσθιά τους, όπου γράφονται διάπυρα λογύδρια από διάσημους και μη για τη δύναμη της αγάπης, για την αλήθεια πέρα και πάνω από τα γερασμένα σώματα, για την ανωριμότητα του Μουά, για το πόσο σέξι είναι τα γεροντόπαχα, κλπ, κλπ. Σκηνικό που το κοιτάζεις λίγο από απόσταση και σου έρχεται κλαυσίγελος.

    Αλλά ας δούμε λίγο πιο προσεκτικά την κίνηση αυτή του Μουά γιατί θεωρώ ότι κρύβει κάτι πολύ ενδιαφέρον. Ο Μουά, για όποιον έχει στοιχειώδη γνώση ενός άλλου Γάλλου συγγραφέα, του Μισέλ Ουελμπέκ, θυμίζει με τις δηλώσεις του τον Ουελμπέκ. Για την ακρίβεια θυμίζει ένα κακέκτυπο του Ουελμπέκ. Και συνιστά κακέκτυπο του Ουελμπέκ ο Μουά γιατί βγήκε και έκανε τη δήλωση ως Μουά, ενώ ο Ουελμπέκ, περνάει παρόμοιες, και πολύ σκληρότερες, θέσεις μέσω των μυθιστορημάτων του. Η κίνηση του Μουά να δοκιμάσει να τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας με μια δήλωση, που αν δεν είναι και τόσο ακραία πάντως σίγουρα δε συνάδει με το περιρρέον χαμηλό βαρομετρικό της πολιτικής ορθότητας, εμπεριέχει κάτι που ο Ουελμπέκ έχει υπογραμμίσει στο μυθιστόρημά του «Η Δυνατότητα ενός Νησιού».

    Η θανάτωση της ηθικής είχε γίνει ένα είδος τελετουργικής θυσίας, αναπαράγοντας την επαναβεβαίωση των κυριάρχων αξιών της ομάδας. […] Αν η ρευστοποίηση των συμπεριφορών που απαιτούσε μια αναπτυγμένη κοινωνία ήταν ασύμβατη με έναν κανονιστικό κατάλογο περιοριστικών συμπεριφορών, συμβιβαζόταν ωστόσο θαυμάσια με τη διαρκή εξύψωση της βούλησης και του εγώ. Οποιαδήποτε μορφή βαρβαρότητας, κυνικού εγωισμού ή βίας ήταν, συνεπώς, καλοδεχούμενη. (Η Δυνατότητα ενός Νησιού, 49)

    Ο Ουελμπέκ αναφέρεται εδώ σε μια εποχή σαν και τη δική μας. Περιγράφει την πραγματικότητα που ζούμε και σκιαγραφεί γλαφυρότατα μια περίπτωση σαν και του Μουά. Η βαρβαρότητα της δήλωσής του είναι λοιπόν κατά βάθος καλοδεχούμενη γιατί επαναβεβαιώνει τις κυρίαρχες αξίες της ομάδας: τη διαρκή εξύψωση της βούλησης και του εγώ. Πίσω από την επιφανειακή χλεύη προς τις δηλώσεις Μουά βρίσκεται ο κυνισμός της επιδοκιμασίας από ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που συνειδητοποιεί πολύ καλά τι ακριβώς είμαστε. Επιδοκιμασία που πιθανότατα θα εξαργυρωθεί και στις πωλήσεις του τελευταίου βιβλίου του Μουά. Επιδοκιμασία που θα συνεχίσει να εξαργυρώνεται όσο κάθε πενηντάχρονη και πενηντάχρονος θα υποβάλλουν τον εαυτό τους στον εξευτελισμό των δοκιμασιών που σκοπό έχουν να τους κάνουν να φαίνονται πιο θελκτικοί, πιο ερωτικοί, πιο όμορφοι. Γιατί πίσω από τα διάπυρα λογύδρια, των και καλά πεφωτισμένων του είδους μας, για τη δύναμη των αληθινών συναισθημάτων, η πενηντάχρονη, και η σαραντάχρονη, και η τριαντάχρονη, και η εικοσάχρονη (και αυτά ισχύουν και για το αρσενικό) θα συνεχίσουν να προσπαθούν να είναι ποθητοί όπως μόνο αυτοί ξέρουν (με φίλτρα, με μπότοξ, με πλαστικές, με αναρρόφηση, με κρυόλυση, με οξυγονοκόλληση).

    Ο Μουά λοιπόν γίνεται ένας ουελμπεκικός ήρωας που, φευ, δεν είναι σχεδιασμένος από το δεινό χέρι του Ουελμπέκ αλλά από την πεζή πραγματικότητα. Είναι όμως στο μυθιστόρημα, και μόνο στο μυθιστόρημα, που ο άνθρωπος συλλαμβάνεται ως απέραντο μυστήριο, ενώ στην πεζή πραγματικότητα, συνήθως, συλλαμβάνεται ως απέραντος μαλάκας. Έτσι, είναι ο Ουελμπέκ αυτός που εγκιβωτίζει τις συμπεριφορές και τις δηλώσεις α λα Μουά σε μια αφήγηση που βρίσκεται μέσα σε ένα μυθιστόρημα και, συγκεκριμένα, σε μια αφήγηση που διαβάζεται χίλια περίπου χρόνια μετά τη σημερινή εποχή. Ο Ουελμπέκ αποτυπώνει διαρκώς στα βιβλία του το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου καθώς αυτός συμφιλιώνεται με τα πιο μύχια κομμάτια της προσωπικότητάς του, και διαρκώς κοιτάζει, ο Ουελμπέκ, προς την υπέρβαση αυτού του είδους ανθρώπου. Ο Ουελμπέκ, για να σας γυρίσω στο αινιγματικό ποτήρι του τίτλου και της αρχής, περιγράφει, τόσο στο «Η Δυνατότητα ενός Νησιού», όσο και στο «Τα Στοιχειώδη Σωματίδια», έναν κόσμο που απέναντι στον πρότερο εαυτό του δε θα μπορεί καν να βρει κοινό σημείο, δεν θα μπορεί καν να δει το ποτήρι για να συνδιαλεχθεί με τον υποτιθέμενο αντίπαλό του.

    Ποιο είναι σήμερα το ποτήρι, αν επιμένετε να κάνετε ότι δεν το βλέπετε; Ας σας αφήσω με τα λόγια του Ουελμπέκ, που μέσα από το στόμα του ήρωά του, ενός πολύ πιο εύγλωττου Μουά, λέει:

    […] πιθανόν δεν έχω κάνει ποτέ πραγματική συζήτηση με άλλον εκτός από γυναίκα που αγαπούσα, και στο βάθος μού φαίνεται φυσιολογικό ότι η ανταλλαγή ιδεών με κάποιον που δεν γνωρίζει το σώμα μας, που δεν είναι σε θέση να του προκαλέσει δυστυχία ή, αντίστροφα, να του δώσει χαρά, είναι άσκηση κίβδηλη και τελικά ανέφικτη, γιατί είμαστε σώματα, είμαστε πάνω απ’ όλα, πρωτίστως και σχεδόν αποκλειστικά σώματα και η κατάσταση του σώματός μας αποτελεί την πραγματική αιτία των περισσότερων από τις διανοητικές και ηθικές μας αντιλήψεις. (Η Δυνατότητα ενός Νησιού, 210)

  • «Η αληθινή επανάσταση πραγματοποιείται με το μυαλό»

    Έφτιαξα μια ανάρτηση προχθές και σχολίασα αρνητικά την τελευταία συνέντευξη του Δημήτρη Νανόπουλου στη Lifo. Συγκεκριμένα, είπα ότι μιλάει με κοινοτοπίες, ότι εμφανίζεται υπερβολικά σίγουρος για πολλά από αυτά τα κοσμολογικά και κοσμογονικά τα οποία ξεστομίζει, και, ως επακόλουθο αυτής της σιγουριάς, είπα επίσης ότι δεν φαίνεται να τον διακρίνει μια κάποια ταπεινότητα απέναντι στο σύμπαν (ιδωμένο ως cosmos). Μετά, το ξανασκέφτηκα και αναρωτήθηκα αν τον αδικώ. Έτσι διάβασα κι άλλες συνεντεύξεις του, και τον παρακολούθησα και σε μια τηλεοπτική. Για να μην μακρηγορώ, κατέληξα ότι δεν τον αδικώ. Επειδή όμως θα ήθελα, ιδανικά, αν ο ίδιος ο Νανόπουλος διάβαζε αυτό το κείμενο να υπήρχε η πιθανότητα να συμφωνήσει μαζί μου, θα συγκεκριμενοποιήσω τις αντιρρήσεις μου. Δεν θα αναφερθώ καθόλου στην ιδιότητά του ως θεωρητικού φυσικού, δεν θα μπορούσα εξάλλου να εκφέρω γνώμη για το επιστημονικό του έργο, αλλά θα εστιάσω στον λόγο του έτσι όπως καταγράφεται μέσα από τις συνεντεύξεις του (εδώ, και εδώ).

    Ο Νανόπουλος φωνάζει από μακριά. Ο λόγος του είναι πομπώδης, μεγαλόστομος, και καταντάει κοινότοπος.

    Σε μία πενταετία οι μεγάλες πόλεις θα έχουν ηλεκτρικά αυτοκίνητα χωρίς οδηγούς. Ήδη η Amazon εγκαινίασε το πρώτο της κατάστημα χωρίς υπαλλήλους, ενώ προχωράμε με άλματα στο Διάστημα. Το 2024 θα κάνουμε επανδρωμένη αποστολή στον Άρη και το 2027, όπως λέει ο Έλον Μασκ της Tesla, θα ’χουμε 1.000 ανθρώπους στο φεγγάρι και στη συνέχεια θα εποικίσουμε και τον Άρη. Δηλαδή 200 χρόνια από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου με την οποία απελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους, θα υπάρχει η πρώτη αποικία στο φεγγάρι. (Καθημερινή 12.03.2018)

    Το συγκεκριμένο απόσπασμα συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα της υφής τού λόγου τού Νανόπουλου. Προσέξτε πώς ένας έγκριτος φυσικός περιγράφει το παρόν και το επικείμενο μέλλον κάνοντας χρήση προγραμματικών δηλώσεων που συναντά κανείς σε ενημερωτικά φυλλάδια πολυεθνικών. Αναφέρει την Amazon και τον Elon Musk της Tesla για να μας περιγράψει τι έρχεται. Προσέξτε όμως τη συνέχεια:

    Μέχρι το 2030 θα ’χουμε τα λεγόμενα «φεγγαρόπαιδα». Θα κοιτάς την ταυτότητά τους και θα λέει ότι έχουν γεννηθεί στη Σελήνη. Και δεν μιλάω για 100 χρόνια μπροστά, μιλάω για αύριο. Το επόμενο αυτό βήμα θα γίνει πολύ γρήγορα, γιατί δεν θα γίνει από κράτη. Θα γίνει από ιδιωτικές εταιρείες που ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια και περιμένουν γρήγορα κέρδη. (Καθημερινή 12.03.2018)

    Αντιπαρέρχομαι αυτό το «φεγγαρόπαιδα» και εστιάζω στην υλιστική βάση της κοινωνίας, που, ορθά και χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις, υπαινίσσεται ο Νανόπουλος. Αλλά όταν αμέσως μετά τον ρωτά ο δημοσιογράφος, «τι ήταν ακριβώς αυτό που έσπρωξε την ανθρωπότητα μπροστά;», ο Νανόπουλος δίνει μια αλλόκοτη απάντηση:

    Οι θετικές επιστήμες. Η Φυσική και το ξαδελφάκι της η Τεχνολογία. (Καθημερινή 12.03.2018)

    Πώς να μη δώσει σημασία κάποιος σε αυτή την ασυνέπεια. Δεν γίνεται από τη μία να αντιμετωπίζουμε τον Νανόπουλο ως έγκριτο επιστήμονα και από την άλλη να κάνουμε τα στραβά μάτια απέναντι σε τέτοιου είδους ασυναρτησίες. Πώς από τη μία γραμμή στην άλλη μεταπηδάμε από τα κέρδη των εταιρειών, ως κινητήρια δύναμη για τα επιτεύγματα της ανθρωπότητας που βρίσκονται προ των πυλών, στις θετικές επιστήμες και δη τη φυσική και το σόι της; Διυλίζω τον κώνωπα και καταπίνω την κάμηλον; Δεν το νομίζω καθότι από έναν επιστήμονα σαν τον Νανόπουλο περιμένει κάποιος δομή και συνέπεια στον λόγο του. Χωρίς να θέλω να σας κουράζω, γιατί οι επόμενες γραμμές της παραγράφου είναι περιττές, υπάρχει απάντηση στο ερώτημά μου. Απάντηση που αίρει την ασυνέπεια που προσάπτω στον Νανόπουλο, αν και αμφιβάλω ότι ο ίδιος υπαινίσσεται κάτι τέτοιο: η φυσική δύναται να θεωρηθεί η κινητήρια δύναμη του ιστορικού υλισμού αν ασπαστούμε τη θέση που υποστηρίζει ότι ενδημούμε σε ένα άτεγκτα ντετερμινιστικό σύμπαν. Αν δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση τότε η φυσική συνιστά ικανή συνθήκη ερμηνείας κάθε γωνιάς και σχισμής (nook and cranny) αυτού του κόσμου, και άρα, τα δισεκατομμύρια δολάρια και τα γρήγορα κέρδη των εταιριών εξηγούνται και μπορούν να προβλεφθούν από τις θετικές επιστήμες. Αλλά μη δίνετε σημασία.

    Ας κοιτάξουμε, τώρα, πιο προσεκτικά αυτή την περίεργη σιγουριά του Νανόπουλου. Σιγουριά που τον κάνει να φαίνεται αλαζονικό γιατί χαρακτηρίζεται από παντελή απουσία μιας κάποιας ταπεινότητας απέναντι στο σύμπαν.

    Όταν υπάρχουν εκατό δισεκατομμύρια γαλαξίες και κάθε γαλαξίας αποτελείται από εκατό δισεκατομμύρια αστέρια είναι λίγο εγωιστικό να λέμε ότι ζούμε μόνοι μας και δεν υπάρχει εξωγήινη ζωή. Είμαστε ένα τυχαίο γεγονός. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι μας: ένα κράμα συμπτώσεων, εκατομμυρίων πρωτονίων και νετρονίων, ενός τυχαίου σύμπαντος. Αποτέλεσμα μιας συγκυρίας γεγονότων. Δεν υπάρχει αρχή, μέση ή τέλος. Όλα προέρχονται από ένα τίποτα. Πάντα θα γεννιούνται νέα ερωτήματα και διαρκώς θα αναζητούμε καινούργιες απαντήσεις (Lifo, 1.1.2019)

    Δεν υποστηρίζω ότι αυτά που λέει ο Νανόπουλος είναι λανθασμένα, αλλά δεν είναι και σωστά. Δεν παριστάνω τον χριστιανό αλλά ενοχλούμαι όταν αρπάζει κάποιος το μικρόφωνο και αρχίζει να αραδιάζει τα πιστεύω του, εντελώς ανυπόστατα, ως τις απόλυτες αλήθειες. «Δεν υπάρχει αρχή, μέση ή τέλος. Όλα προέρχονται από ένα τίποτα». Η φράση αυτή έχει την ίδια βαρύτητα με το να βγω εγώ και να πω «Όλα προέρχονται από τον Θεό γιατί ο θεός είναι η αρχή, η μέση, και το τέλος». Και ξέρετε κάτι; Αν ψηφίζαμε για το ποιος λέει την απόλυτη αλήθεια, το αποτέλεσμα δεν θα άρεσε καθόλου στην επιστημονική και όχι μόνο κοινότητα. Η εμμονή μου σε αυτό δεν κρύβει κάποια εμπάθεια προς το πρόσωπό του, αλλά έχει να κάνει με τη σημασία που δίνω στο κοινό στο οποίο απευθύνεται ο Νανόπουλος. Δε μιλάει σε ένα συνέδριο φυσικών ή αστροφυσικών, όπου μπορείς να ξεστομίζεις τέτοιες φράσεις, γιατί το κοινό σου βάζει από μόνο του τους σωστούς ποσοδείκτες (quantifiers) των προτάσεών σου, αλλά σε περιοδικά ποικίλης ύλης και εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας. Η απολυτότητά του, που πιθανώς να την επιστρατεύει ως ρητορικό βοήθημα, ως αριστοτελικό πάθος, τελικά δουλεύει εναντίον γιατί υποσκάπτει το ήθος του. Ο Νανόπουλος μιλάει σα να έχει αποκωδικοποιήσει το σύμπαν και κρατά στα χέρια του την εξίσωση που απαντά σε κάθε ερώτημα. Και αυτό ισχύει παρότι βάζει αυτό το «πάντα θα γεννιούνται νέα ερωτήματα και διαρκώς θα αναζητούμε καινούργιες απαντήσεις», το οποίο φαντάζει κενό γιατί είναι σα να λέει «εμείς εδώ θα είμαστε να απαντάμε σε αυτά τα υποδεέστερα ερωτήματα, που «…θα γεννιούνται διαρκώς…», αφού έχουμε ήδη απαντήσει στα μεγάλα». (Στο τέλος του κειμένου παραθέτω απόσπασμα από συνέντευξη του Stephen Hawking στους Times του Λονδίνου. Το απόσπασμα πραγματεύεται θέμα παρόμοιο με αυτό που πραγματεύεται ο Νανόπουλος στο άνω απόσπασμα. Το παραθέτω εξ ολοκλήρου γιατί αφενός δεν είναι δωρεάν και αφετέρου γιατί συνιστά υπόδειγμα εκλαϊκευμένης, motivational απάντησης για ένα κατ’ εξοχήν κοσμολογικό θέμα.)

    Ο Νανόπουλος μέσα από αυτές τις συνεντεύξεις που τόσο αρέσουν στον κόσμο όχι μόνο εμφανίζεται απόλυτος με τις κοσμολογικές αλήθειες αλλά τις διανθίζει και με βιωματικά στοιχεία. Στην επόμενη παράγραφο του άνω αποσπάσματος μιλάει για τη σχέση του με τη γυναίκα του που γνωρίζονται από τα εφηβικά τους χρόνια.

    Με τη σύζυγό μου, Μυρτώ γνωριζόμαστε από την περίοδο της εφηβείας. Η αγάπη είναι ένα διαρκές ενδιαφέρον. Είναι η έλξη, συναισθηματική και ερωτική. Οι σχέσεις διαλύονται όταν εισβάλλουν σε αυτές η ανία και η βαρεμάρα. Όταν ο αρχικός ενθουσιασμός μεταβληθεί σε συνήθεια. Όταν η κοινή πορεία ανάμεσα σε δύο ανθρώπους διασπάται σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. (Lifo, 1.1.2019)

    Όταν κοιτάζει κάποιος τη ζωή του προς τα πίσω, όλες του οι πράξεις, όλες του οι επιλογές, όλα φαίνονται να ακολουθούν μια αναπόδραστη αλληλουχία. Πουθενά, όταν κοιτάζεις προς τα πίσω, δεν διακρίνονται πια τα σταυροδρόμια που θα μπορούσαν να σε οδηγήσουν κάπου διαφορετικά από το σημείο που βρίσκεσαι τώρα. Και αυτό συμβαίνει γιατί η αιτιότητα έχει την ιδιότητα να φαντάζει στην αντίληψή μας αναπόδραστη γιατί ενέχει ένα γενναίο κομμάτι αφηγηματικότητας. Ο Νανόπουλος όμως τα γνωρίζει αυτά καλύτερα από μένα. Επειδή όμως μιλάει από το στρατόπεδο των νικητών (των πετυχημένων και καταξιωμένων), και μεταξύ άλλων διατείνεται ότι έχει και μια (υπέρ)πετυχημένη σχέση με τη γυναίκα του, μια σχέση που κρατάει πενήντα τόσα χρόνια, θα πρέπει εμείς και η νεολαία στην οποία πρωτίστως απευθύνεται να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα; Οι επαγωγικές δεξιότητές του τον έχουν εγκαταλείψει; Δεν το νομίζω. Η δημοφιλία που έχει κατακτήσει τα τελευταία χρόνια τον ωθεί, όλο και πιο συχνά, σε απλουστεύσεις και γενικεύσεις που πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας θα ανασκεύαζε άρδην. Γιατί δεν το κάνει αυτό και δημοσίως; Γιατί δεν μιλάει, αφού θέλει να μιλάει, στον κόσμο διαφορετικά; Γιατί ο Νανόπουλος γνωρίζει καλύτερα από μένα πόσο δύσκολο είναι να παρακολουθήσει και να κατανοήσει κάποιος με αξιώσεις την εξέλιξη στο χρόνο ακόμη και της έννοιας «μάζα», αν δεν έχει βασικές (και όχι μόνο) γνώσεις φυσικής. Αν διασκεύαζε τις θέσεις του, τότε, είμαι σίγουρος, θα ικανοποιούσαν ακόμη και το απαιτητικό κοινό των συναδέλφων του, αλλά αυτομάτως, θα έκαναν τα λεγόμενά του δυσνόητα και βαρετά στον κόσμο που τώρα τον αποθεώνει. Γιατί λοιπόν ένας έγκριτος επιστήμονας επιμένει να θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι είναι τόσο εύκολο να κατανοήσει ο καθένας πολύπλοκες έννοιες που διαρκώς μετασχηματίζονται καθώς ο ορίζοντας πάνω στον οποίο αποτυπώνονται ολοένα και απομακρύνεται, συνήθως προς απροσδόκητες κατευθύνσεις; Γιατί αυτή η αντιμετώπιση των αναγνωστών, των μη επιστημονικών λεγόμενών του, ως ιθαγενών; Και δεν είναι μόνο αυτό αλλά υπεισέρχονται και εμψυχωτικές κορόνες:

    Ακούω πολλές φορές ανθρώπους που θέλουν να γίνουν ζωγράφοι, χορευτές ή μουσικοί και τους απασχολεί το γεγονός ότι δεν θα μπορούν να βιοποριστούν απ’ αυτές τις δημιουργικές ενασχολήσεις. Πρόκειται για μια εσφαλμένη προσέγγιση. Τίποτα δεν έρχεται ουρανοκατέβατα. Μόνο με σκληρή προσπάθεια πετυχαίνεις, αφού κανένας δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. (Lifo, 1.1.2019)

    Αυτό που δεν καταλαβαίνει ο Νανόπουλος, και αυτό το λέω με κάθε επιφύλαξη, είναι ότι μεταμορφώνεται σε χρήσιμο πιόνι σε αυτή την αναμάσηση της φλύαρης κοινοτοπίας του καπιταλισμού: «αν προσπαθήσεις θα πετύχεις». Στον ύστερο καπιταλισμό που διάγουμε δεν γίνεται να απευθύνεσαι σε μη λοβοτομημένους νέους και να τους λες «[μ]όνο με σκληρή προσπάθεια πετυχαίνεις, αφού κανένας δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα» γιατί αν το λες μεταμορφώνεσαι στον «χρήσιμο ηλίθιο» χωρίς να το έχεις συνειδητοποιήσει. Ο Νανόπουλος, για να κλείσω εκεί ακριβώς που θέλω, βάζει το λιθαράκι του στο να μην μπορεί κάποιος να δεχτεί μια πραγματικότητα πιο ανθρώπινη. Προάγει μια πρησμένη και γι’ αυτό λανθασμένη εικόνα της επιστήμης και ευαγγελίζεται καταστάσεις και συνθήκες που εθίζουν το κοινό σε μια μπλοκμπαστερ-ο-ποίηση (και ρομαντζο-ποίηση) της επιστήμης και της πραγματικότητας. Υποσκάπτει τη δυνατότητα μιας πραγματικότητας που δύναται να ανθίσει μερικά κλικ πιο κάτω από αυτό το καπιταλιστικό over-achievement που ο ίδιος πασχίζει να διογκώνει και να συντηρεί με την περσόνα του. Μια πραγματικότητα στην οποία δεν περιμένουμε εναγωνίως να γεννηθούν φεγγαρόπαιδα και η τηλεμεταφορά δεν είναι απλώς θέμα χρόνου και… οπτικών ινών. Ο Νανόπουλος, και ο κάθε Νανόπουλος, στο όνομα μιας επιστήμης που ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας δεν κατανοεί, διατυμπανίζει, απλώς, χρήσιμες κοινοτοπίες. Πουλάει καθρεφτάκια (εκτός από Λέξους) σε ιθαγενείς του πνεύματος.

    Γιατί πρέπει ένας έγκριτος φυσικός να σουρτουκεύει από έντυπο σε έντυπο και από μέσο σε μέσο; Μετά από την πάγια θέση μου να αρνούμαι να διαβάζω συνεντεύξεις συγγραφέων επισυνάπτω με το παρόν και μια εφεξής παρόμοια θέση για τους επιστήμονες. Και αν στην περίπτωση των συγγραφέων μπορώ να απολαμβάνω τα γραπτά τους, στην περίπτωση των επιστημόνων θα απολαμβάνω, εν αγνοία μου, μόνο τα αποτελέσματα των έργων τους καθώς αυτά θα βρίσκουν τη θέση τους στη ζωή μου. Αντί των απόψεών τους προτιμώ να συνεχίσω να διαβάζω Τ. Σ. Έλιοτ, The Waste Land, ως μία εκ των μεταφορών για την έννοια της εντροπίας, και να κλείνω εφεξής τα αυτιά μου στις όποιες Σειρήνες.

     

    Παράρτημα

    Is there other intelligent life in the universe? (Από εδώ)

    If the argument about the timescale for the appearance of life on Earth is correct, there ought to be many other stars whose planets have life on them. Some of these stellar systems could have formed 5bn years before the Earth — so why is the galaxy not crawling with self-designing mechanical or biological life forms? Why hasn’t the Earth been visited? By the way, I discount suggestions that UFOs contain beings from outer space, as I think that any visits by aliens would be much more obvious — and probably also much more unpleasant.

    So why haven’t we been visited? Maybe the probability of life spontaneously appearing is so low that Earth is the only planet in the galaxy — or in the observable universe — on which it happened. Another possibility is that there was a reasonable probability of forming self-reproducing systems, like cells, but that most of these forms of life did not evolve intelligence. We are used to thinking of intelligent life as an inevitable consequence of evolution, but what if it isn’t?

    It is more likely that evolution is a random process, with intelligence as only one of a large number of possible outcomes. It is not even clear that intelligence has any long-term survival value. Bacteria, and other single-cell organisms, may live on if all other life on Earth is wiped out by our actions. Perhaps intelligence was an unlikely development for life on Earth, from the chronology of evolution, as it took a very long time — 2.5bn years — to go from single cells to multicellular beings, which are a necessary precursor to intelligence. This is a good fraction of the total time available before the sun blows up, so it would be consistent with the hypothesis that the probability for life to develop intelligence is low. In this case, we might expect to find many other life forms in the galaxy, but we are unlikely to find intelligent life.

    Another way in which life could fail to develop to an intelligent stage would be if an asteroid or comet were to collide with the planet. In 1994, we observed the collision of a comet, Shoemaker-Levy 9, with Jupiter. It produced a series of enormous fireballs. It is thought the collision of a rather smaller body with the Earth, about 66m years ago, was responsible for the extinction of the dinosaurs. A few small early mammals survived, but anything as large as a human would have almost certainly been wiped out.

    It is hard to say how often such collisions occur, but a reasonable guess might be every 20m years, on average. If this is correct, it would mean intelligent life on Earth has developed only because of the lucky chance that there have been no large collisions in the past 66m years. Other planets may not have had a long enough collision-free period to evolve intelligent beings.

    A third possibility is that there is a reasonable probability for life to form and to evolve to intelligent beings, but the system becomes unstable and the intelligent life destroys itself. This would be a pessimistic conclusion and I hope it isn’t true.

    I prefer a fourth possibility: that there are other forms of intelligent life out there that we have overlooked. In 2015, I was involved in the launch of the Breakthrough Initiatives. Breakthrough Listen uses radio observations to search for intelligent extraterrestrial life, and has state-of-the-art facilities, generous funding and thousands of hours of dedicated radio telescope time. It is the largest scientific research programme yet aimed at finding evidence of civilisations beyond Earth. Breakthrough Message is a competition to design a message representing Earth, life and humanity that could potentially be understood by civilisation. There are no plans actually to send a message — meeting a more advanced civilisation, at our present stage, might be a bit like the original inhabitants of America meeting Columbus: I don’t think they thought they were better off for it.

    I am optimistic, though, that, one day, we will transcend the Earth and learn to exist in space. We never really know where the next great scientific discovery will come from, nor who will make it. Opening up the thrill of scientific discovery, creating innovative and accessible ways to reach out to the widest young audience possible, greatly increases the chances of inspiring the new Einstein. Wherever she might be.

    So remember to look up at the stars and not down at your feet. Try to make sense of what you see and wonder about what makes the universe exist. Be curious. And however difficult life may seem, there is always something you can do and succeed at. It matters that you don’t just give up. Unleash your imagination. Shape the future.

  • Επέκεινα

    «Υπάρχει ζωή μετά θάνατον; Κανείς δεν ξέρει γιατί κανείς δεν γύρισε ποτέ πίσω για να μας πει». Στιχομυθία από αυτές που βαριέσαι μέχρι θανάτου. Αλλά. Μεγάλο «αλλά». Αυτή η μανιέρα σκέψης κρύβεται πίσω από μια εξήγηση για κάτι πολύ πιο προσηνές στα εγκόσμια, για κάτι που μας χωρίζει σε δύο μεγάλα στρατόπεδα: στους γονείς και στους άτεκνους. Έτσι, μπορεί να νομίζουμε ότι υπάρχει ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών ανάμεσα στις δυο ομάδες, αλλά τελικά αυτό είναι μια πλάνη. Δεν υπάρχει. Αυτά που λένε οι γονείς στους άτεκνους δεν είναι παρά σκέψεις και βιώματα ανθρώπων που έχουν βρεθεί σε έναν άλλο κόσμο, στο επέκεινα. Σε ένα επέκεινα γονιών και παιδιών. Μην διερωτάστε, λοιπόν, την επόμενη φορά που θα τύχει να μιλήσετε με φίλους σας που έγιναν γονείς για τα ακαταλαβίστικα λεγόμενά τους: κανείς δεν έγινε γονιός και μετά επέστρεψε, σώος και αβλαβής, πίσω, για να μας πει πώς είναι. Η χώρα γονιών και παιδιών είναι μια χώρα ξένη: they do things differently there.

  • The Noise of Time

    Περνάμε μεγάλο, αν όχι το μεγαλύτερο, μέρος της ζωής μας προσπαθώντας να αφουγκραστούμε, να κατανοήσουμε, και, στο τέλος, να επινοήσουμε—γιατί περί επινόησης πρόκειται—ό,τι περνάει από το μυαλό των ανθρώπων που βρίσκονται στο άμεσο, όπως και το όχι και τόσο άμεσο, περιβάλλον μας. Συνειδητά ή υποσυνείδητα έχουμε καταλάβει ότι οι άνθρωποι αυτοί μπορούν με τις πράξεις και τα έργα τους να επηρεάζουν τις τύχες μας. Η τέχνη, και ειδικά η μυθοπλασία, ως δημιουργική γραφή, δεν θα μπορούσε να μην ενέχει κάτι τέτοιο. Και μάλιστα, όπως λέει και ο Ρίτσαρντ Φορντ, δια στόματος του Αθλητικογράφου του, η λογοτεχνία είναι, πρώτα και κύρια, μια άσκηση που στόχο της έχει να μας πείσει για τα συμβαίνοντα αλλά και τα τεκταινόμενα στο μυαλό των ανθρώπων. Αν αυτά τα δύο (“πραγματικότητα” – μυθοπλασία) συνιστούν κάποια άκρα, τότε, μια γνώμη, μπορεί κάλλιστα να ενέχει στοιχεία και από τα δύο.

    Διάβασα την προηγούμενη εβδομάδα ένα άρθρο στο οποίο μια γυναίκα 58 ετών, η Babi Christina Engelhardt, μίλησε για πρώτη φορά για τη σχέση που είχε στη δεκαετία του ’70 με τον Γούντι Άλεν. Εκείνος, όταν γνωρίστηκαν, ήταν 41 ετών και εκείνη 16. Η σχέση τους κράτησε σχεδόν οκτώ χρόνια. Η Engelhardt όμως δεν μίλησε για να κατηγορήσει τον Άλεν. Δεν ανήκει δηλαδή και αυτή στο κίνημα metoo, και επομένως, δεν άκουσε φασαρία και δεν εμφανίστηκε για να εκτοξεύσει κατηγορίες. Αντιθέτως, δηλώνει ότι όχι μόνο δεν μετανιώνει για τίποτα όσον αφορά το παρελθόν της με τον Άλεν, αλλά θέλησε να μιλήσει για να συνεισφέρει και μια διαφορετική οπτική στο όλο θέμα. Και το θέμα εδώ δεν είναι μόνο αυτά που ακούγονται για τον Άλεν αλλά και όλα όσα έχουν ακουστεί για τόσους και τόσους τον τελευταίο χρόνο. Εγώ όμως δεν θέλω να εμπλακώ σε αυτή τη συζήτηση, ή, τουλάχιστον, δεν θέλω να εμπλακώ έτσι εύκολα, αμαχητί.

    Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή σε αυτό το άρθρο έχει να κάνει με τον ισχυρισμό της Engelhardt. Η ερωτική ιστορία που σκιαγραφείται στο πασίγνωστο «Μανχάταν» του Γούντι Άλεν, η ερωτική ιστορία ανάμεσα στον ρόλο του Ισαάκ “Άικ” Ντέιβις, που παίζει ο ίδιος ο Άλεν, και στον ρόλο της δεκαεφτάχρονης Τρέισι, που ενσαρκώνει η νεαρή Μάριελ Χέμινγουεϊ,, η βασική αυτή ερωτική ιστορία της ταινίας, είναι, ισχυρίζεται η Engelhardt, η δική της πραγματική ερωτική ιστορία με τον Άλεν. Και αυτό με ενδιαφέρει για λόγους που άπτονται της δημιουργικής φαντασίας του ίδιου του Άλεν. Και τι το ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας διάσημος σκηνοθέτης – συγγραφέας που έτυχε να μεταφέρει θραύσματα μιας ερωτικής περιπέτειας του στη μεγάλη οθόνη; Περιορισμένο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι η απάντηση. Το ενδιαφέρον όμως εδώ έρχεται από αλλού, και εστιάζεται στο ότι όταν διάβασα το άρθρο έτυχε να διαβάζω το The Noise of Time του Τζούλιαν Μπαρνς. Το συγκεκριμένο βιβλίο, που συνιστά ένα θαυμαστό non-fiction μυθιστόρημα, εξιστορεί τρία συναπαντήματα, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, του Ντμίτρι Σοστακόβιτς με την Εξουσία στη Σοβιετική Ένωση.

    Και ο παραλληλισμός ήταν που με σκανδάλισε. Γιατί από τη μία στεκόταν ο Γούντι Άλεν, που ως πηγή έμπνευσης χρησιμοποιεί τις εμπειρίες του (και) από το φλερτ με μια ανήλικη, και από την άλλη ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς που εμφανίζεται, σε αυτό το non-fiction μυθιστόρημα, να δίνει έναν πολυεπίπεδο αγώνα απέναντι στην Εξουσία όχι μόνο για την επιβίωσή του αλλά και για την επιβιώση του καλλιτεχνικού του οράματος. Η Εξουσία (ο Μπάρνς την αποτυπώνει, εμμονικά, με κεφαλαίο «Ε») περιγράφεται ως ο μηχανισμός που υπαγορεύει διαρκώς την παραγωγή τέχνης που θα αναδείξει και θα σμιλεύσει τον λαό. Η Εξουσία αδιαφορεί πλήρως για το προσωπικό ιδίωμα, το ταλέντο του δημιουργού, και ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για την ενσωμάτωση του δημιουργού στα γρανάζια της μηχανής που θα παραγάγει την τέχνη τού λαού, για τον λαό. Στην πορεία αυτή σημασία έχει η εξάλειψη των στοιχείων αυτών που κατοπτρίζουν και αναπαράγουν τη νοοτροπία του αστού. Φορμαλισμοί και νοηματικοί ακροβατισμοί που εκφράζουν και μετουσιώνουν στοιχεία της προσωπικότητας του δημιουργού στο έργο, θεωρούνται εχθρικοί προς το ρωσικό ίδιον. «Η τέχνη ανήκει στον λαό», λέει ο Λένιν, και ο Μπαρνς επαναλαμβάνει τη φράση αυτή αρκετές φορές με απώτερο στόχο να νιώσουμε τις σημασιολογικές προεκτάσεις της για τον καλλιτέχνη αλλά και για την τέχνη.

    Ο Γούντι Άλεν, από την άλλη πάλι πλευρά, εμφανίζεται ως ο απελευθερωμένος καλλιτέχνης, που, ακκιζόμενος από τις εμπειρίες του τις μετουσιώνει στο μέσο της τέχνης του. Αγώνας για επιβίωση και από τη μία, αγώνας για επιβίωση και από την άλλη. Ο Άλεν, για τα μάτια της σοβιετικής μηχανής προπαγάνδας, θα συνιστούσε σίγουρα μια φιγούρα αστού που θα προκαλούσε, τουλάχιστον, φθόνο και περιφρόνηση. Ο Άλεν όμως τελικά προσέφερε στο κοινό το έργο του. Και ερωτώ. Θα μπορούσε ο Άλεν, ή κάποιος Άλεν, να γυρίσει σήμερα μια ταινία όπου ένας σαραντάχρονος θα είχε σχέση με μια δεκαεξάχρονη μαθήτρια; Σημειώνω εδώ ότι η τελευταία ταινία του Αλέν δεν βρήκε τελικά διανομή, και η επίσημη πρεμιέρα της προτελευταίας του είχε ακυρωθεί. Επίσης, οι ηθοποιοί της τελευταίας ταινίας του δήλωσαν ότι αποποιούνται το μισθό τους και αποδοκίμασαν δημοσίως τον σκηνοθέτη. Άρα, βλέπουμε ότι ο Άλεν, και ο κάθε Άλεν, γλιστράει σιγά σιγά στη θέση του Σοστακόβιτς, και του κάθε Σοστακόβιτς. Και η εξουσία μπορεί να μην είναι Εξουσία με κεφαλαίο «Ε», μπορεί να μην αποπνέει τον σταλινικό τρόμο, αλλά υπαγορεύει, ξεκάθαρα, μέσω του κινήματος metoo και των συμπαρομαρτούντων του την ατζέντα που απαγορεύει τους ιδιοσυγκρασιακούς φορμαλισμούς που άπτονται της προσωπικότητας του δημιουργού. Η εξουσία σήμερα υπαγορεύει την γλυκανάλατη σούπα τής ομοιομορφίας μιας πολιτικής ορθότητας υψωμένης στον κύβο. Και έτσι η νέα αυτή εξουσία ζητά, εμμέσως, από τον Άλεν, και τον κάθε Άλεν, να ασπαστεί αυτός το όραμα μιας ιδιότυπης, αν και ακόμη άτυπης, προπαγάνδας: να κατασκευάζει το εύπεπτο ερέθισμα που θα συνοδεύει στις φαντασιώσεις του το νεοφιλελεύθερο αυτή τη φορά “προλεταριάτο” καθώς αυτό μεταβαίνει καθημερινά στην εργασία του. Και είναι σαν η εμμονή της σοβιετικής προπαγάνδας για το ρωσικό ίδιον, για την παράδοση, να επιστρέφει μέσα από την εμμονή τής τωρινής εξουσίας του πολιτικώς ορθού για έναν άκρατο συντηρητισμό.

    Και όποιος ζορίζεται με την αναλογία Άλεν – Σοστακόβιτς, όποιος νομίζει ότι η ζωή του Σοστακόβιτς δεν είχε καμία σχέση με τη ζωή του Άλεν, ή, πιο σωστά, όποιος νομίζει ότι οι επιθυμίες του συνθέτη δεν ήταν κοντά στις επιθυμίες του Άλεν δεν έχει παρά να διαβάσει προσεκτικά το βιβλίο του Μπαρνς για να δει ότι ο Σοστακόβιτς εκθείαζε τον ελεύθερο έρωτα. Και η αναλογία δεν βρίσκεται μόνο εκεί αλλά και στην επισήμανση του Μπαρνς ότι η πιο επικίνδυνη περίοδος της ζωής του Σοστακόβιτς δεν ήταν η περίοδος στην οποία κινδύνευε η ζωή του. Γιατί το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στον καλλιτέχνη δεν είναι τελικά ο θάνατος, αλλά η (καλλιτεχνική) ζωή υπό όρους και προϋποθέσεις.

    Η δύναμη του καλλιτέχνη συνίσταται στο ότι μπορεί να πάρει κάτι ανήθικο ή παράνομο από τη ζωή και να το μετατρέψει σε κάτι ηθικό, ή, αντιστρόφως, μπορεί να πάρει κάτι ηθικό και αθώο και να το μεταμορφώσει σε κάτι ανήθικο, παράνομο, και μοχθηρό για να υπηρετήσει τις σκοπιμότητές του, ή, απλώς, όσο κι αν αυτό δεν κάθεται καλά σε κάποιους, να προσφέρει ανόθευτη διασκέδαση. Ο Σοστακόβιτς διερωτάται στο τέλος του βιβλίου, που συμπίπτει με το τέλος της ζωής του, για το αν θα μπορούσε να είναι ακέραιος και συνάμα διεφθαρμένος. Στέκεται εξεταστικά απέναντι σε ένα έργο του Γκόγκολ – Το Πορτραίτο – που αφοριστικά υπογραμμίζει την αρχή του αποκλειόμενου μέσου, και εκδράμει νοητικά για το αν θα μπορούσε να υπάρξει ακέραιος και διεφθαρμένος. Και ο Μπαρνς, του χαρίζει αυτό το δώρο, και τον βάζει στιγμιαία να επινοεί αυτόν το χώρο, γιατί είναι ο καλλιτέχνης τελικά αυτός που μπορεί να τα έχει και τα δύο. Έτσι λοιπόν, από αυτή τη γωνία, ο Γούντι Άλεν εμφανίζεται άξιος συνεχιστής των πιο μύχιων σκέψεων ενός Σοστακόβιτς: ως δημιουργός και ως άνθρωπος που έζησε ακέραια.

  • The Recognitions

    The book is a novel about forgery. […] I tried to present the shadowy struggle of a man surrounded by those who have “dissolved in a universal confusion,” those who “know nothing and love nothing”.

    ―  Επιστολή του William Gaddis προς τον J. Robert Oppenheimer, 1955.

    Στον απόηχο του Spiegelgate, όπου ο βραβευμένος δημοσιογράφος Claas Relotius τού Spiegel αναγκάστηκε τελικά να ομολογήσει ότι 14 από τα περίπου 60 άρθρα που είχε γράψει σε διάστημα επτά ετών για το έγκριτο έντυπο ήταν τελικά, μερικώς ή και ολικώς, επινοημένα. Το έντυπο έχει δηλώσει ότι θα διατηρήσει στο αρχείο του όλα τα άρθρα του Relotius έτσι ώστε να διευκολύνει τον εντοπισμό και άλλων πιθανών ανακριβειών. Διαβάζω τα κείμενα μεγάλων ξένων εφημερίδων σχετικά με το θέμα (εδώ και εδώ) και σκέφτομαι τους αρχισυντάκτες τους, που το πιο πιθανό είναι να αισθάνονται λίγο άβολα. Ποιος ξέρει; Μπορεί και εκείνοι να αισθάνονται ότι κάθονται πάνω στην επόμενη βόμβα λίγο πριν εκραγεί. Ο 33χρονος Relotius αισθάνεται ντροπιασμένος, δηλώνει μετανιωμένος, αλλά και ασθενής που χρήζει ιατρικής(;) βοήθειας. Στην ομολογία του προς τον εκδότη του είπε (μεταφράζω από το άρθρο του Guardian): «Δεν είχε να κάνει με το επόμενο μεγάλο θέμα. Ήταν ο φόβος της αποτυχίας. Η πίεση του να μην μπορώ να αποτύχω αυξανόταν όσο μεγαλύτερη γινόταν η επιτυχία μου».

    Το πλήγμα για το έντυπο, που η κυκλοφορία του φθάνει τα 800.000 τεύχη την εβδομάδα, είναι μεγάλο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το συμβάν προσφέρει εκλεκτή τροφή στη φιλολογία των fake news. Όταν ένα σοβαρό έντυπο εμφανίζεται ως ξενιστής fake news τότε κάποιοι έχουν κάθε λόγο να χαίρονται. Ήδη, εκπρόσωποι του ακροδεξιού AfD μίλησαν για χαρακτηριστική περίπτωση «lügenpresse». Ο απαξιωτικός όρος, που έχει τις ρίζες του στα μέσα του 19ου αιώνα και σημαίνει «ψευδόμενος τύπος», χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τη ναζιστική προπαγάνδα αλλά και από κάθε σοβαρή μηχανή προπαγάνδας. Στις μέρες μας, ο όρος, επιβιώνει κάτω από τη φιλόξενη ομπρέλα των «fake news». Και όπως δήλωσε και η αρχισυντάκτης της Deutsche Welle, Ines Pohl, με αφορμή το σκάνδαλο Relatius (μεταφράζω από το άρθρο των NYT): «Ο Τραμπ και οι ανά τον κόσμο λαϊκιστές ανοίγουν σήμερα σαμπάνιες».

    Παρατηρώντας τις πρώτες αντιδράσεις βλέπω ότι, τουλάχιστον το εγχώριο κοινό, στις λιγοστές αναρτήσεις που αναφέρουν το περιστατικό, επαινεί το έντυπο για το θάρρος του να βγει και να αποκαλύψει, πρώτο, το ατόπημά του. Περιττοί οι έπαινοι. Το περιοδικό έπραξε το απολύτως αναμενόμενο. Υπήρχε ποτέ περίπτωση να έχει το Spiegel επίγνωση της κατάστασης και να αποκρύψει κάτι τέτοιο; Τώρα, το πιο ενδιαφέρον εδώ είναι τα σχόλια έγκριτων δημοσιογράφων αλλά και καθηγητών σχετικά με τους λόγους που ώθησαν τον Relatius στο φάουλ. «Purists say narrative journalism has blurred the line between providing objective facts and subjective interpretation», δήλωσε ο Carsten Reinemann, καθηγητής δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Όμορφη διατύπωση αυτή, φορτωμένη με πολλά καλούδια. Ποιοι να είναι άραγε αυτοί οι «purists» της δημοσιογραφίας; Ορθόδοξοι, καθαροί, κήνσορες; Αυτοί που δηλώνουν ότι έχουν γίνει δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στα αντικειμενικά γεγονότα (objective facts) και τις υποκειμενικές ερμηνείες (subjective interpretations) σε αυτό το genre (είδος) της αφηγηματικής δημοσιογραφίας. (Μεταφράζω τους όρους όπως έχουν μεταφραστεί από τα γερμανικά, στο άρθρο των NYT.) Σημειώστε εδώ ότι ήδη βρισκόμαστε στο τρίτο επίπεδο από το ισόγειο της πρωτότυπης φράσης που ξεστόμισε ο Γερμανός πανεπιστημιακός. Και το λέω αυτό για να δείξω, έμμεσα, πώς παρεισφρέει, χωρίς δόλο, η αποδόμηση της πραγματικότητας σε κάθε έκφανση αυτής της δήθεν “αντικειμενικής” πραγματικότητας των γεγονότων. Αυτό δεν συνιστά κάποια πιθανή γραμμή υπεράσπισης υπέρ του Relatius, αλλά απλώς μια υπενθύμιση για το πόσο ομιχλώδες είναι το τοπίο ανάμεσα στα γεγονότα και τις ερμηνείες τους, είτε μιλάμε για αφηγηματική, είτε για σκέτη, ανόθευτη, δημοσιογραφία. Ο Relatius, δυστυχώς, δεν έμεινε όμως μόνο στη λίγο πολύ αναμενόμενη παραφθορά των εννοιών και των λέξεων, αλλά εσκεμμένα, με δόλο, παραποίησε και επινόησε στοιχεία για να εξυπηρετήσει τις αφηγηματικές και όχι μόνο επιθυμίες του.

    Λέει ο αρχισυντάκτης του Spiegel, Ullrich Fichtner, στο ίδιο άρθρο των NYT: “We have to ask ourselves whether we got carried away in storytelling forms that seduce authors to make the stories better than they already are”. Οι δημοσιογράφοι δηλαδή—και εδώ δεν μεταφράζω απλώς, αλλά σας βάζω και ερμηνευτικές σοφιστείες—έπεσαν θύματα μιας κάποιας σαγήνης των δυνατοτήτων που ξαφνικά έγιναν εφικτές μέσω αυτών των αφηγηματικών μορφών δημοσιογραφίας, και μπήκαν στον πειρασμό, οι δημοσιογράφοι, να κάνουν τις ιστορίες καλύτερες από ό,τι ήδη ήταν. Οι ιστορίες ήταν καλές από μόνες τους αλλά εμείς θέλαμε too much of a good thing. Τι ωραία φράση και αυτή του Fichtner! Αφηγηματικές φόρμες που αποπλανούν δημοσιογράφους! Ο Relatius όμως, αν λέει αλήθεια στην ομολογία του—και η αξιοπιστία του έχει ήδη δεχτεί σοβαρό πλήγμα—έπεσε θύμα της επιτυχίας του. Φοβόταν να αποτύχει γιατί το βάρος της επιτυχίας τού είχε γίνει δυσβάστακτο. Και μπορεί η επιλογή του Relatius να παραμυθιάζει το κοινό του, και τον εκδότη του, να ήταν φυσικά δική του, αλλά το έντυπο δεν φέρει καμία ευθύνη; Δεν είχε ίσως το έντυπο την άτυπη έστω υποχρέωση να προστατεύσει τον δημοσιογράφο του από αυτό το άγχος της αποτυχίας απέναντι στην επιτυχία του; Μιλάω ίσως λίγο περίεργα. Τι σχέση έχει η επιτυχία ενός πολυβραβευμένου δημοσιογράφου, που επέλεξε να χαραμίσει το ταλέντο του, με το έντυπο στο οποίο τυγχάνει να εργάζεται; Το Spiegel δεν είχε άραγε συναίσθηση των απαιτήσεών του απέναντι στον 33χρονο δημοσιογράφο; Και εδώ αναφέρω την ηλικία του όχι για να πω ότι το παιδί ήταν νέο και άμοιρο ευθυνών αλλά για να αποκτήσουμε καλύτερη εποπτεία του χώρου. Ο Relatius άρχισε να βραβεύεται πριν κλείσει τα 30. Δηλαδή ένας έμπειρος αρχισυντάκτης του Spiegel δεν μπορούσε να υποψιαστεί και να διερευνήσει ίσως νωρίτερα το αξιοθαύμαστο ταλέντο που επεδείκνυε συστηματικά το πουλέν του; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι πιθανότητες να μην καταλάβαινε κανένας τίποτα είναι από χαμηλές έως ανύπαρκτες. Το έντυπο, όπως και όλα τα έντυπα, κυνηγώντας αριθμό φύλλων και κλικ, έκανε, έστω και πολύ κομψά και διακριτικά, τα στραβά μάτια. Και αυτό είναι το ενάρετο σενάριο. Γιατί αν δεν έκανε τα στραβά μάτια, τότε, το έντυπο εξυπηρετούσε σκοπιμότητες μέσω των αφηγηματικών μορφών δημοσιογραφίας που τόσο στήριζε και χρηματοδοτούσε γιατί είχαν τη διείσδυση που είχαν στον πολυπληθές αναγνωστικό κοινό του και είτε πουλούσαν φύλλα ή έφερναν τα πολυπόθητα κλικ. Και άρα οι μομφές περί lügenpresse των μελών του AfD δεν είναι διόλου αστήρικτες, και οι σαμπάνιες των λαϊκιστών είναι σαμπάνιες “πληρωμένες” από την αλαζονεία της διεύθυνσης του Spiegel. Ο Relatius, όσο κι αν θέλουν κάποιοι να το παρουσιάσουν έτσι, είναι εξαιρετικά δύσκολο να είναι μια μεμονωμένη περίπτωση ανθρώπου που μέθυσε από την επιτυχία και πέταξε το δημοσιογραφικό ταλέντο του στα πλοκάμια της μυθοπλασίας.

    Άρα υποστηρίζω, θα πει κάποιος, ότι το φαινόμενο είναι πολύ πιο διαδεδομένο από ό,τι φαίνεται. Η απάντηση είναι, «ναι». Και θα σας δώσω και ένα ακόμα επιχείρημα που έχει να κάνει με το «peer pressure». Με την πίεση που ασκείται στα μέλη ομοειδών κλάδων για παραγωγή έργου που λίγο πολύ θα πρέπει να κινείται στα ίδια περίπου ποιοτικά επίπεδα. Τι θέλω να πω; Είναι δυνατόν το Spiegel να είχε το μονοπώλιο στο είδος της αφηγηματικής δημοσιογραφίας μέσω του ταλαντούχου αυτού δημοσιογράφου; Δηλαδή ο Relatious ήταν αυτός που επαναπροσδιόρισε τα στάνταρ της αφηγηματικής δημοσιογραφίας και οι υπόλοιποι κάθονταν και τον θαύμαζαν με το στόμα ανοιχτό; Θα απαντήσω εμμέσως σε αυτές τις ερωτήσεις με ένα άλλο σκάνδαλο. Αυτό των εκπομπών ρύπων της Φολκσβάγκεν, το 2015. Όταν έγινε γνωστό ότι η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία είχε παραποιήσει τις εκπομπές ρύπων με ειδικά συστήματα λογισμικού για να ανταποκρίνεται πλήρως στα αυστηρά πλαίσια των οδηγιών της ΕΕ, γνωρίζετε τι είχε γίνει αμέσως μετά; Οι μετοχές των υπόλοιπων γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών είχαν επίσης δεχτεί σοβαρό πλήγμα. Γιατί; Γιατί οι επενδυτές υπέθεσαν ότι ήταν εξαιρετικά απίθανο μία μόνο αυτοκινητοβιομηχανία να είχε ένα τέτοιο συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές της. Άρα οι μετοχές έπεσαν γιατί όλοι φοβήθηκαν ότι θα ακολουθήσουν και άλλα σκάνδαλα. Πράγμα που έγινε (λινκ και λινκ). Τι σχέση, θα ρωτήσει κάποιος purist, έχει η δημοσιογραφία με την αυτοκινητοβιομηχανία; Καμία. Το παράδειγμα θέλει να φωτογραφίσει μοτίβο, μανιέρα, συμπεριφορών. Θέλει να αποτυπώσει αντιδράσεις και ψυχολογία ανταγωνισμού σε συγκεκριμένο εταιρικό περιβάλλον όπου κάποιος, ξαφνικά, εμφανίζεται να έχει τετραγωνίσει τον κύκλο.

    Ας κλείσω με μια λογοτεχνική νότα. Ο Relatius, σε ένα από τα βραβευμένα κείμενά του επινόησε μια γυναίκα, την Gayle Gaddis, που το πάθος της ήταν να παρευρίσκεται, ως μάρτυρας, σε εκτελέσεις από θανατικές καταδίκες ανά την επικράτεια των ΗΠΑ. Το κείμενο, όπως δήλωσε το Spiegel, ήταν επινοημένο «[…] from beginning to end». Μου φαίνεται πραγματικά ειρωνεία μεγατόνων ότι ο Relatius, που κατηγορήθηκε για τα κίβδηλα κείμενά του, χρησιμοποίησε ως όνομα επινοημένου ήρωά του το όνομα του ίδιου του William Gaddis! Του συγγραφέα του μνημειώδους (και αμετάφραστου ακόμη) «The Recognitions». Βιβλίο στο οποίο έχει διατυπωθεί, εξήντα χρόνια τώρα, η πιο ευφάνταστη αποτύπωση της έννοιας του πλαστού στη μετανεωτερικότητα. Τι να πω; Ίσως ο Relatius αποζητούσε διέξοδο από το βάρος της επιτυχίας του αφήνοντας στοιχεία ώστε κάποιος επιτέλους να τον ξεσκεπάσει και να τον λυτρώσει.

  • Βαρεμάρα

    Άρχισα να γράφω για την Τραϊάνα Ανανία αλλά συνειδητοποίησα το ατόπημά μου. Διάβασα το παραλήρημά της, άρχισα να διαβάζω τα σκωπτικά σχόλια, έγραψα κι εγώ μια χαζομάρα. Και μετά βαρέθηκα και το παράτησα γιατί συνειδητοποίησα ότι είχα αρχίσει να κατασκευάζω έναν συλλογισμό που είχε να κάνει με τα δρώμενα στο κεφάλι αυτής τής Τραϊάνας! Η βαρεμάρα που με έπληξε όμως ήταν μια βαρεμάρα θεμελιακή. Μια βαρεμάρα που ένιωσα να με καταρρακώνει γιατί σήμαινε την απώλεια νοήματος. Κι έτσι θυμήθηκα το παρελθόν.

    Τις νύχτες καθόμασταν κοντά στη φωτιά και κοιτάζαμε τα αστέρια. Εντάξει, όταν έκανε κρύο μπαίναμε μέσα και η φωτιά γινόταν τζάκι. Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε η τηλεόραση. Έσβησε το τζάκι. Αν δεν είχαμε χώρο το θεωρούσαμε πολύ βολικό να τη βάλουμε μέσα στο τζάκι. Δε φτάνει που έπιανε χώρο, ας είχε και αυτό τη χρησιμότητά του. Αργότερα, συνιστούσε εκλεπτυσμένη μαγκιά να δηλώνουμε ότι δεν έχουμε τηλεόραση και για αρκετά χρόνια υπήρξαν τζάκια που, μα την Παναγία, δεν είχαν τηλεόραση. Οι καιροί όμως άλλαξαν και τώρα ελάχιστοι τολμούν να δηλώσουν ότι δεν έχουν φέισμπουκ, ακόμη κι αν δεν έχουν.

    Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διάγουν τώρα τα χρυσά χρόνια τους. Τα χρόνια που πέρασε η τηλεόραση στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Η τηλεόραση, παραδόξως, έχει σήμερα απενοχοποιηθεί. Είναι κάτι σαν το σεξ στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Η τηλεόραση είναι τώρα η επικουρική σύνταξη για να συμπληρώνεις την κύρια, που δεν είναι άλλη από το φέισμπουκ. Και τα δυο μέσα όμως, τηλεόραση και κοινωνική δικτύωση, είχαν, και έχουν, απώτερο σκοπό να σε διασκεδάζουν διαιωνίζοντας το συναίσθημα της βαρεμάρας. Αυτό το συναίσθημα της θεμελιακής βαρεμάρας που ένιωσα όταν βρέθηκα απέναντι στο σκηνικό με την Ανανία. Βιώνουμε σήμερα έναν ιδιότυπο μιθριδατισμό μέσα σε αυτή τη μαρινάδα του φληναφήματος. Μικρές δόσεις χαζομάρας, κάθε ημέρα, όλη μέρα, για να συντηρείται η φλόγα της βαρεμάρας. Όλοι βάζουμε το χεράκι μας γι’ αυτό γιατί η βαρεμάρα, σε όση δράση κι αν πιστεύεις ότι επιδίδεσαι, πρέπει να παραμένει αλώβητη. Η βαρεμάρα είναι ο φοίνικας που αναγεννάται από τις στάχτες της είδησης που καίγεται κάθε δυο ή τρεις μέρες, για να δώσει τη θέση της σε μια νέα είδηση που θα ακολουθήσει την ίδια πορεία. Γιατί η βαρεμάρα είναι μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου, και η αληθινή εξουσία είναι η εξουσία να επιβάλλεις βαρεμάρα.

    Τώρα, όλα αυτά μου ήρθαν γιατί προχθές κάποιος μου θύμισε ένα απόσπασμα από το (αμετάφραστο ακόμη) Humboldt’s Gift τού Σολ Μπέλοου. Ένα απόσπασμα που αναφέρεται στη βαρεμάρα, που και ο ίδιος ο Μπέλοου, με τη σειρά του, το είχε προσέξει στο βιβλίο «Συνομιλίες με τον Στάλιν» του Μίλοβαν Τζίλας. Γιατί είναι ο Τζίλας που περιγράφει αυτά τα λουκούλλεια (12 πιάτων!) δείπνα που παρέθετε ο Στάλιν στους κομισάριους του. Τα δείπνα που τελείωναν στις 2 το πρωί. Τα δείπνα που έπρεπε να κλείσουν με την προβολή κάποιου αμερικάνικου γουέστερν και που κάποιος από τους συνδαιτυμόνες μπορεί στο τέλος να μην την έβγαζε καθαρή γιατί ο αμφιτρύων είχε διαφορετική άποψη. (Όποιος είδε πέρσι το «Ο Θάνατος του Στάλιν» θα εκτιμήσει την ειρωνεία γιατί μετά από ένα τέτοιο δείπνο βρίσκει τον θάνατο και ο ίδιος ο Στάλιν). Αυτά τα τραπεζώματα, λέει ο Μπέλοου, επιδεικνύουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο αυτή την ανεξιχνίαστη σύνδεση εξουσίας με το αμάλγαμα βαρεμάρας και τρόμου. Στις μέρες μας, φυσικά, μπορεί η βαρεμάρα να μην εκπέμπεται από παρόμοιες συχνότητες αλλά και πάλι ενέχει τρόμο.

    Γιατί τι θα ήταν η βαρεμάρα αν δεν περιείχε και λίγο τρόμο; Μπορεί να μη φοβόμαστε για τη ζωή μας όπως στα σταλινικά τραπεζώματα, αλλά η εγγενής υπαρξιακή αγωνία, αυτός ο ίλιγγος του καθενός μας, έρχεται να συμπληρώσει τη συνταγή. Και η αγωνία αυτή βρίσκει συμπαραστάτη της την ταχύτητα εναλλαγής των θεμάτων της επικαιρότητας αλλά και τη σχεδόν παντελή έλλειψη ιεράρχησης της σπουδαιότητας κάθε είδησης. Η συντριβή της ποιότητας εις βάρος της ποσότητας είναι πασιφανής και υπαγορεύεται από τη φύση του μέσου. Η Τραϊάνα Ανανία μπορεί να πήρε τη σκυτάλη από το φονικό στη Ρόδο και να δώσει τη θέση της σε κάτι εξίσου απεχθές. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Το ζάπινγκ έχει πια αντικατασταθεί από το ανελέητο σκρόλινγκ του τάιμ λάιν. Ατελείωτες εργατοώρες θυσιάζονται καθημερινά στον βωμό αυτής της βαρεμάρας. Μπροστά στην τηλεόραση ήμασταν παθητικοί καταναλωτές, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή γινόμαστε, δυνητικά, και ενεργητικοί. Μικρή η διαφορά, κι ας νομίζουμε ότι συντελείται κάποια επανάσταση. Οι πιθανότητες να επηρεάσουμε κάποιον μέσα από τις δράσεις μας στην κοινωνική δικτύωση είναι τόσες όσες ήταν και οι πιθανότητες να κερδίσουμε στον τροχό της τύχης χωρίς να συμμετέχουμε. Μπορεί να νομίζουμε ότι δεν είναι έτσι αλλά κάνουμε λάθος. Δεν έχει σημασία.

    Η βαρεμάρα είναι αυτή που βγαίνει κερδισμένη όταν το attention span έχει κατέβει από τα 15 λεπτά στα 15 δευτερόλεπτα. Αν στο παρελθόν ήταν δύσκολο να αφοσιωθείς σε απαιτητική εργασία, τώρα είναι πρακτικά αδύνατο αν δεν λάβεις δραστικά μέτρα. Να ακούς να σου λένε να γίνεις ο εαυτός σου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), και εσύ να βαριέσαι. Να παρακολουθείς με δέος πόσο ανοίγει η ψαλίδα ανάμεσα στις προσδοκίες σου για τα πράγματα, και τα πράγματα αυτά καθ’ αυτά. Να παρακολουθείς σχεδόν σε πραγματικό χρόνο τις ζωές των άλλων, από τις φωτογραφίες των υπερηχογραφημάτων τους μέχρι το αδυσώπητο flatline τους. Και όλα αυτά να περνάνε μπροστά από τα μάτια σου όπως κατεβαίνει το τάιμ λάιν. Με ρυθμούς που δεν αφήνουν καν χρόνο για μια κάποια υποψία ενσυναίσθησης. Η στατικότητα της ταχύτητας σε όλο της το μαυσωλείο.

    Βαρεμάρα. Ούτε έναν εποικοδομητικό θυμό δεν μπορείς να θρέψεις μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό. Πόσο μάλλον να συμπάσχεις με το θάνατο ή την αρρώστια του άλλου αν μετά την κοινοποίηση του ακολουθεί το μιμίδιο – αντίδοτο που σε κάνει να ξεχνάς αυτά που είδες ένα δευτερόλεπτο πριν. Βαρεμάρα. Ίσως τελικά η λύση να βρίσκεται στην ομοιοπαθητική: σε μακροπερίοδες ντανταϊστικές βόλτες με υπέργηρες χελώνες στο κέντρο της πόλης. Ίσως έτσι να είναι εφικτό να κατέβουν οι ρυθμοί που απαιτούνται για να μπορέσεις να ανακτήσεις τον έλεγχο. Βαρεμάρα.

  • Ο καιρός των τσιγγάνων;

    «Πού πήγαν τα παιδιά; Πώς η οικονομική κρίση στην Ελλάδα οδήγησε σε μια χρεοκοπία γεννήσεων». Αυτός είναι ο τίτλος του άρθρου που δημοσιεύτηκε στην Washington Post την 1η του μήνα. Αποσπάσματά του αναδημοσιεύτηκαν και στο Πρώτο Θέμα της Κυριακής. Παραθέτω, τροχάδην, μερικά στοιχεία. Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα, το 2017, να στεκόμαστε απέναντι στη μικρότερη γενιά στη μεταπολεμική Ελλάδα. Από τις 117.933 γεννήσεις του 2009, φτάσαμε το 2017 στις 88.553. Παρατηρώντας το διάγραμμα (βλ. φωτό) βλέπει κανείς ότι από τις 200.000 γεννήσεις ανά έτος, για το διάστημα λίγο πριν το 1940, και τη σχετική σταθεροποίηση γύρω από τις 150.000 για ένα διάστημα σχεδόν 30ετών, αρχίζει, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μια σταθερή πτώση που μας βγάζει, τα χρόνια της κρίσης, στα πέριξ των 100.000 γεννήσεων.

    Είναι εδραιωμένη η αντιστρόφως ανάλογη συσχέτιση εισοδήματος και γεννήσεων. Όσο το εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο σκαρφαλώνουν σε υψηλότερα επίπεδα, τόσο ο αριθμός των γεννήσεων παίρνει την κατιούσα. Το γεγονός ότι, μετά από τόσα χρόνια κρίσης, και με μείωση του ΑΕΠ που φτάνει περίπου το 25% από το 2009, παραμένουμε σε χαμηλά νούμερα γεννήσεων ενέχει, ίσως, από μια άποψη, κάτι ενθαρρυντικό. Σημαίνει ότι το επίπεδο διαβίωσης επ’ ουδενί δεν πλησιάζει το επίπεδο χωρών που χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά υψηλούς δείκτες γεννητικότητας και πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα. Δηλαδή η κατακόρυφη μείωση εισοδημάτων επ’ ουδενί δεν συνεπάγεται μια αύξηση των γεννήσεων. Τώρα, αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: α) η μείωση είναι παροδική και θα επιστρέψουμε στα προ κρίσης επίπεδα λίαν συντόμως (σενάριο που οι ειδικοί δεν το θεωρούν ιδιαιτέρως πιθανό), ή, β) κάποια στιγμή θα παρατηρήσουμε αύξηση των γεννήσεων γιατί οι γενιές που θα ακολουθήσουν θα αρχίσουν να επιδεικνύουν χαρακτηριστικά που θα συνάδουν περισσότερο με αυτά των χωρών που βρίσκονται μακριά από τα πρότυπα (και τις στατιστικές κανονικότητες) της δύσης (δεν υπαινίσσομαι ότι θα πλησιάσουμε στην εξαθλίωση τριτοκοσμικών χωρών για να φτάσουμε να δούμε αύξηση στις γεννήσεις).

    Μου τράβηξε την προσοχή το παράδειγμα της δασκάλας που αναφέρεται στο άρθρο της Washington Post. Η 33χρονη Μαρία Μπέρσου, που ζει στα Ιωάννινα και εργάζεται ως δασκάλα στο Καλπάκι δηλώνει: «Δεν καταφέρνω να αποταμιεύσω χρήματα». Λέει επίσης ότι ακόμη δεν έχει αισθανθεί τη σταθερότητα που θα της επέτρεπε να κάνει παιδιά, παρότι το θέλει απελπισμένα («something she said she badly wants» είναι η ακριβής φράση στο πρωτότυπο). Στο άρθρο αναφέρεται και το ετήσιο εισόδημά της (18.000 ευρώ), καθώς επίσης και το ότι οι γονείς της τη βοηθούν με τις δόσεις του αυτοκινήτου και τους λογαριασμούς τού τηλεφώνου της. Χωρίς να θέλω να υποστηρίξω ότι η Μπέρσου βιώνει με κάποιο τρόπο κάτι που να μοιάζει με τη μεγάλη ζωή, ειλικρινά, δεν βλέπω τους οικονομικούς λόγους που δεν της επιτρέπουν να αποκτήσει παιδί, ειδικά, και το τονίζω αυτό, εφόσον το θέλει όσο απελπισμένα δηλώνει ότι το θέλει.

    Είναι η Μπέρσου καλομαθημένη; Η 33χρονη, που ήταν 25 ετών όταν ξεκίνησε η κρίση, και πέρασε εφηβεία, ενηλικίωση, και τα φοιτητικά της χρόνια στα ’00, είναι πολύ πιθανό, σήμερα, να βλέπει το ποτήρι μισοάδειο. Ανήκει στη γενιά που είχε όλα τα εχέγγυα για να προσπαθήσει να κάνει καριέρα, και γιατί όχι, όταν με το καλό χτυπούσαν οι καμπάνες της εκκλησίας και τα βιολογικά καμπανάκια, να αποκτήσει και παιδιά. Θα ήθελα να προτείνω ένα νοητικό πείραμα. Ας υποθέσουμε ότι η Μπέρσου, και η κάθε Μπέρσου, έπαιρνε σήμερα μια αλλόκοτη εξαίρεση από τους νόμους της φυσικής και μπορούσε να περιμένει για δύο δεκαετίες, χωρίς καμιά επίπτωση στο αναπαραγωγικό της οπλοστάσιο, την κατάλληλη στιγμή για να κάνει παιδί. Σε ποια από τις δύο παρακάτω περιπτώσεις θα ερχόταν, νομίζετε, συντομότερα η ώρα η καλή; Στην περίπτωση που η κρίση έφτανε να αποτελεί ένα κακό όνειρο και η ανάπτυξη έκανε, σταδιακά ή ξαφνικά, την εμφάνισή της με αποτέλεσμα η ζωή της Μπέρσου να αρχίσει να χρωματίζεται και πάλι με τα ρόδινα χρώματα της εφηβείας και των φοιτητικών της χρόνων, ή, στην περίπτωση που το βιοτικό επίπεδο και τα εισοδήματά μας μειώνονταν κι άλλο; Αν τα στοιχεία που διαθέτουμε από το παρελθόν αποτελούν κάποια εγγύηση για το τι θα γίνει στο μέλλον, αν δηλαδή ισχύει πράγματι ο αντιστρόφως ανάλογος συσχετισμός εισοδημάτων – γεννήσεων, πεποίθησή μου είναι ότι η Μπέρσου και πάλι δεν θα έκανε παιδί όταν οι οικονομικές συνθήκες θα ήταν καλύτερες, γιατί οι ορίζοντές της θα φάνταζαν τώρα ανοιχτοί και το μέλλον της λαμπρό. Και όπως φυσικά θα είχαν αυξηθεί τα εισοδήματά της, έτσι θα είχαν μετακινηθεί προς τα πάνω οι προσδοκίες και οι εκτιμήσεις της για το τι θα θεωρούσε τώρα ασφαλές και πόσα περισσότερα θα μπορούσε να καταφέρει πριν επωμισθεί την ευθύνη της μητρότητας (ας μην ξεχνάμε ότι το νοητικό πείραμα της έχει χαρίσει μια πολυτέλεια χρόνου που οι κοινοί θνητοί δεν έχουν). Στη δεύτερη περίπτωση όμως, κάποια στιγμή, εφόσον οι συνθήκες της ζωής γίνονταν χειρότερες, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι θα προχωρούσε στην τεκνοποίηση.

    Σκοπός του πειράματος είναι να υπογραμμίσει πόσο δύσκολο είναι να μεταβληθούν οι πεποιθήσεις με τις οποίες έχουμε γαλουχηθεί όταν ανακύψουν νέα δεδομένα. Η γενιά της Μπέρσου χάνει την ευκαιρία να κάνει παιδί γιατί έχει βιώσει μια κατάρρευσή τόσο εισοδημάτων όσο και προσδοκιών. Η αναστολή των νόμων της φυσικής, που της προσφέρει το πείραμα, όσο σχηματικό κι αν είναι, και όσο κι αν αγνοεί μυριάδες παραμέτρους που θα μπορούσαν να αλλάξουν το αποτέλεσμα που προδικάζω, το δώρο αυτό του επιπλέον χρόνου, εγγυάται κάτι κομβικό που η πραγματική Μπέρσου δυστυχώς δεν έχει. Γιατί δεν εγγυάται μόνο τη βιολογική ικανότητά της να τεκνοποιήσει, αλλά, κυρίως, και αυτό είναι το σημαντικό, της προσφέρει τη δυνατότητα να προσαρμοστεί, με τους δικούς της ρυθμούς, στο νέο αξιακό σύστημα που βασανιστικά αργά θα αναδυθεί μέσα από τις νέες συνθήκες διαβίωσης που θα έχουν διαμορφωθεί μετά από μια παρατεταμένη (ας πούμε επιπλέον 10 χρόνια) “κρίση”. Και γράφω “κρίση” και όχι κρίση γιατί δεν θα βιώνεται το σκηνικό αυτό πια ως κρίση, αλλά ως καθημερινότητα.

    Αυτό που στερεί από την Μπέρσου τη χαρά της τεκνοποίησης σήμερα δεν είναι οι οικονομικές συνθήκες της ζωής της, αλλά η διάψευση και εξαΰλωση των προσδοκιών της. Η Μπέρσου, και βάζω βέβαια και τον εαυτό μου στη θέση της, δεν έχει ακόμη αποποιηθεί αυτό που νόμιζε ότι θα γινόταν όταν ήταν νεότερη, στα χρόνια προ κρίσης. Αυτό που δεν έχουμε ακόμη δεχτεί, ενώ έχουμε ομολογουμένως δεχτεί πολλά, είναι την ολική διαγραφή του τι θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει αν δεν είχε σκάσει η κρίση. Γιατί αν το κοιτάξουμε λίγο διαφορετικά, η ζωή της Μπέρσου (και η ζωή των περισσότερων από εμάς), είναι, για παράδειγμα, πολύ πιο σταθερή από τη ζωή κάποιου τσιγγάνου που μπορεί να διαμένει στα πέριξ των Ιωαννίνων και να έχει στην ηλικία της τέσσερα παιδιά. Όποιος τσινάει με την αναφορά σε αθίγγανους, με το πείραμα, και τον τρόπο διατύπωσης του συλλογισμού μου ας αναλογιστεί ότι αυτά που νόμιζε ότι θα μπορούσε να επιτύχει αν η κρίση δεν είχε ξεσπάσει ανήκουν ολοκληρωτικά στη σφαίρα της φαντασίας. Και δεν ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας μόνο σήμερα, μεσούσης της κρίσης, αλλά ανήκαν και τότε, προ κρίσης, στη σφαίρα της φαντασίας. Δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγύηση ότι θα είχαμε καταφέρει αυτά που πιστεύαμε ότι θα καταφέρουμε πριν την κρίση, αν δεν είχε ξεκινήσει η κρίση. Εμείς όμως, συνεχίζουμε, υποσυνείδητα, να εξισώνουμε αυτά που θα καταφέρναμε τότε (other things being equal, ceteris paribus, εφόσον τα υπόλοιπα στοιχεία παραμένουν αμετάβλητα) με αυτά που μπορούμε να καταφέρουμε σήμερα, μετά από μια δραματική οκταετία. Η σύγκριση είναι φυσικά αποκαρδιωτική και ισοπεδωτική. Και είναι έτσι γιατί αυτό το «other things being equal» έχει την ιδιότητα να υποβιβάζει, κάθε φορά, σε κατηγορία υποσημείωσης απροσμέτρητες ποσότητες φυσικής και μεταφυσικής ενέργειας για να προσφέρει στον φαντασιοκόπο του καναπέ το ζητούμενό του. Παρόλα αυτά, εμείς, το αγοράζουμε αυτοστιγμεί, και σχεδιάζουμε τις ζωές μας κάτω από τη σκιά του.

    Πεποίθησή μου είναι ότι το σύστημα θα βρει κάπου αλλού ισορροπία. Όποιος θα ήθελε να κάνει παιδιά προ κρίσης, θα θελήσει και τώρα. Η κρίση, όσο κι αν φαντάζει ακραία, δεν είναι ο βασικός λόγος που αποφεύγει κάποιος να κάνει παιδιά.

  • Περί βουτύρου και άλλων δαιμονίων

    Dear God, how can you have faith in human nature when you think that a sewer and certain moments of Schumann or Brahms are connected by secret, shadowy, subterranean passageways.

    ― Ernesto Sábato, The Tunnel.

    «Ήθελα να πάρω την αντίδρασή της ως κοριτσιού και όχι ως ηθοποιού. Ήθελα να αντιδράσει ταπεινωμένη», είχε δηλώσει ο Μπερτολούτσι σε μια συνέντευξη που είχε δώσει το 2013 αναφερόμενος στην επίμαχη σκηνή όπου ο Μάρλον Μπράντο φαίνεται να χρησιμοποιεί βούτυρο στην παρά φύση ερωτική συνεύρεσή του με τη Μαρία Σνάιντερ. Η ταινία είναι φυσικά το «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι», και το ενδιαφέρον σχετικά με αυτή αναζωπυρώθηκε λόγω του θανάτου τού Μπερτολούτσι. Ξαναγράφω τη δήλωση του Μπερτολούτσι όπως ακριβώς την ξεστόμισε: «…I wanted her reaction as a girl, not as an actress. I wanted her to react humiliated. […] To make movies, sometimes, to obtain something I think we have to be completely free. I didn’t want Maria to act her rage and humiliation. I wanted Maria to feel, not to act, her rage and humiliation». Αυτή είναι πράγματι μια εντυπωσιακή δήλωση, και μάλιστα, ο Μπερτολούτσι, στην ίδια συνέντευξη, λέει και το «[…] νιώθω ενοχή γι’ αυτό που έκανα, αλλά δεν μετανιώνω».

    Πάμε τώρα μερικά βήματα πίσω. Ένα σημαντικό κομμάτι της ηθοποιίας συνίσταται στην ηθοποιία. Ακόμη και στη μέθοδο Στανισλάφσκι, τη μέθοδο που αργότερα, στη μετεξέλιξή της στο Group Theater της Νέας Υόρκης, μας έδωσε μεταξύ άλλων μεγάλων αστέρων και τον ίδιο τον Μπράντο, ακόμη και εκεί, που ο ηθοποιός καλείται να ανασύρει βιώματά του για να βγάλει αξιόπιστα επί σκηνής ή στην κάμερα κάποιο συναίσθημα, πρέπει ο ηθοποιός να υποδυθεί το συναίσθημα και όχι να το ζήσει. Ο Μπερτολούτσι επομένως διαπράττει κάτι πέρα ως πέρα ανήθικο. Και για να ακριβολογούμε, μετά τον σάλο που είχε προκαλέσει η συγκεκριμένη συνέντευξη, είχε προσπαθήσει να διασκεδάσει τις αντιδράσεις και είχε δηλώσει ότι το σημείο τριβής με τη Σνάιντερ βρισκόταν μόνο στην απόκρυψη της πρόθεσης του να χρησιμοποιήσει ο Μπράντο το βούτυρο. Δηλαδή, λέει ο Μπερτολούτσι ότι η Σνάιντερ γνώριζε από το σενάριο ότι σχεδόν θα τη βίαζε ο χαρακτήρας που υποδυόταν ο Μπράντο, δεν ήταν δηλαδή η βία τής σκηνής κάτι άγνωστο σε εκείνη, αλλά, απλώς, δεν είχε ενημερωθεί για μια λεπτομέρεια. «Θέλαμε την αυθόρμητη αντίδρασή της στην μη ορθολογική χρήση του βουτύρου», λέει ο σκηνοθέτης. Αλλά εδώ, ο Μπερτολούτσι, που προσπαθεί να κάνει αυτή τη λεπτομέρεια να φανεί ως λεπτομέρεια, μας χειραγωγεί. Και μας χειραγωγεί γιατί ξέρει πολύ καλά ότι χρειαζόταν κάτι τόσο απλό – λίγο βούτυρο – για να εκμαιεύσει την αντίδραση που επιθυμούσε από τη Σνάιντερ. Για να το θέσω με τεχνικούς όρους: το βούτυρο ήταν ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη για να πάρει ο Μπερτολούτσι την αντίδραση που ήθελε από τη Σνάιντερ. Και αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε να πάρει αυτή την αντίδραση με άλλο τρόπο. Άρα, εφόσον ήταν η χρήση βουτύρου ικανή συνθήκη για να πάρει την αντίδρασή της ως κοριτσιού και όχι ως ηθοποιού, και το ήξερε αυτό ο Μπερτολούτσι, ήταν φάουλ. Αν δείτε πάλι την επίμαχη σκηνή θα προσέξετε ότι η αντίδρασή της είναι το λιγότερο εντυπωσιακή. Και πώς να μην είναι εξάλλου αφού, όπως μας ενημέρωσε ο σκηνοθέτης, δεν υποδύεται κάποιο ρόλο αλλά βιώνει ένα σοκ ταπείνωσης και θυμού, γιατί αυτό το σοκ, την ταπείνωση και τον θυμό, είναι που επιθυμούσε ο Μπερτολούτσι. Προσέξτε εδώ τη δυναμική που αναπτύσσεται: ο Μπερτολούτσι ήθελε την αντίδραση της Σνάιντερ ως κοριτσιού που τρομοκρατείται και ταπεινώνεται και θυμώνει, αλλά ο ίδιος ζητά από το κοινό να τον κρίνει και να τον αξιολογεί (στο διηνεκές) ως καλλιτέχνη και όχι ως άνθρωπο. Ζητά δηλαδή προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τη μεταχείριση που επέδειξε απέναντι στη Σνάιντερ. Η ασυμμετρία αυτή είναι, αν μη τι άλλο, εντυπωσιακή. Και ξέρετε κάτι; Ο μεγάλος καλλιτέχνης, τελικά, θα βρει τον τρόπο να καταφέρει να (μας) πάρει ακριβώς αυτό που επιθυμεί.

    Τώρα, εδώ βγαίνουν αρκετές παρατηρήσεις. Πόσες φορές, σε μη σεξουαλικό πλαίσιο, ο σκηνοθέτης ή ο δημιουργός υποβάλλει τον ηθοποιό σε αυτή τη δοκιμασία; Και λέω μη σεξουαλικό πλαίσιο γιατί τότε μπορεί οι άμυνες του ηθοποιού να είναι πεσμένες και να μην νιώθει άμεσα τη χειραγώγηση. Πόσες φορές ένας σκηνοθέτης λέει ψέματα στον ηθοποιό, γιατί ξέρει καλά ότι απαιτείται ένας αυθεντικός ηθοποιός για να του βγάλει ένα απλό συναίσθημα, ενώ, από την άλλη, απαιτείται μονό ένας άνθρωπός, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, για να του βγάλει ένα αυθεντικό συναίσθημα; Η ζυγαριά, στρατηγικά και δημιουργικά, γέρνει παράταιρα προς τη δεύτερη περίπτωση. Γνωστό παράδειγμα άλλου διάσημου σκηνοθέτη που χειραγωγούσε τους ηθοποιούς του συνιστά ο Χίτσκοκ. Δείτε για παράδειγμα εδώ.

    Προσέξτε όμως ότι βγαίνουν και άλλοι λαγοί από το καπέλο. Σημαντικό κομμάτι των εμπειριών και των ερεθισμάτων που βιώνει και δέχεται ο μέσος άνθρωπος προέρχεται από την τέχνη και ειδικά από τον κινηματογράφο. Άρα, μεγάλο ποσοστό αυτών των εμπειριών και ερεθισμάτων είναι αυστηρά ελεγχόμενο και σίγουρα κίβδηλο. Και εδώ φτάνουμε στο ζουμερό κομμάτι: ο δημιουργός – σκηνοθέτης που φέρεται ανήθικα ή και παράνομα σε ένα ηθοποιό και τον χειραγωγεί με πολλούς και ποικίλους τρόπους είναι αυτός που προσφέρει στο κοινό ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Προσοχή εδώ στις παρεξηγήσεις. Δεν υπαινίσσομαι ότι η αξία της τέχνης βρίσκεται στην πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Αλλά, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της συνίσταται στην εγκιβώτιση αυτών ακριβώς των ψηγμάτων αλήθειας σε πλήρως ελεγχόμενες και κατευθυνόμενες από τον δημιουργό συνθήκες. Θα τολμούσα να πω ότι ο Μπερτολούτσι, υφαρπάζοντας από τη Σνάιντερ μια τόσο αυθεντική αντίδραση, ουσιαστικά, ενθυλάκωσε στο έργο του ένα μαργαριτάρι. Έτσι, ο ανήθικος δημιουργός μεταμορφώνεται τώρα σε μεγάλο auteur που προσφέρει, με τους υποχθόνιους τρόπους του, στον κόσμο το μεγάλο έργο, το έργο που προκαλεί τις αισθήσεις, που κάνει το είναι της ύπαρξης του θεατή να ακκίζεται. Το ανήθικο γίνεται σηματωρός της αυθεντικότητας μέσα στο έργο. Έτσι, το κίβδηλο (και ηθικό) υποπίπτουν στην αφάνεια γιατί αν κάποιοι σκηνοθέτες αποκτούν καλλιτεχνικό πλεονέκτημα με το να χειραγωγούν τους ηθοποιούς τους, τότε ο ηθικός μένει πίσω. Το χαλινάρι, όπως και να έχει, σε κάθε κίνηση του δημιουργού γίνεται η καταδίκη της τέχνης, η εγγύηση για την παραγωγή, προαγωγή, και διαιώνιση της μετριότητας που προκαλεί ναυτία. Και αυτό που μένει, αυτό που φτάνει στα αυτιά μας, δεν είναι παρά η ηχώ της νιτσεϊκής επιβολής της μετριότητας του κοπαδιού πάνω στην εκτυφλωτική λάμψη του ισχυρού.

    Αρκετά όμως δοκίμασα την υπομονή σας. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να ανακόψει τη λάμψη της καλλιτεχνικής αξίας κάποιου, και επιπλέον, επειδή με το πέρασμα του χρόνου, ειδικά τώρα που ο Μπερτολούτσι ως άνθρωπος έχει εκλείψει, αυτό που μένει, ο Μπερτολούτσι ως καλλιτέχνης, θα είναι αδιαμφισβήτητα καλό(ς). Πώς είμαι σίγουρος ότι θα εξελιχθούν έτσι τα πράματα; Είμαι σίγουρος γιατί έχει ξαναγίνει στο παρελθόν, και μάλιστα σε περιπτώσεις που αφορούσαν πολύ πιο ακραίες καταστάσεις από μια απλή χειραγώγηση ηθοποιού. Υπάρχει κανείς σήμερα που να αμφισβητεί την αξία του Έντγκαρ Άλαν Πόε επειδή ήταν παντρεμένος με την δεκατετράχρονη ξαδέλφη του; Υπάρχει κανείς σήμερα που να αμφισβητεί την αξία του Λιούις Κάρολ (του συγγραφέα της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων) επειδή είχε ξεσπάσει σκάνδαλο για τις παιδοφιλικές του τάσεις; Και για να σας δώσω και ένα ντόπιο παράδειγμα. Υπάρχει κανείς σήμερα που να αμφισβητεί την αξία του Ανδρέα Εμπειρίκου ως ποιητή ή πεζογράφου (ή ακόμα και ως φωτογράφου) επειδή ως ψυχαναλυτής (ο άνθρωπός που έφερε την ψυχανάλυση στην Ελλάδα, παρακαλώ) εκμεταλλεύτηκε τη σχέση εμπιστοσύνης με ασθενή του και σύναψε ερωτική σχέση μαζί της; Τις απαντήσεις τις γνωρίζετε.

    Η δύναμη της τέχνης δεν εξιλεώνει μόνο εμάς, τους δέκτες της, αλλά εξιλεώνει και τους πομπούς της. Και δεν είναι καν έτσι. Είναι ακόμα πιο δύσπεπτο. Κανένας δεν έχει συγχωρέσει τους προαναφερόμενους γιατί κανένας κατά βάθος δεν ενδιαφέρεται καν να τους συγχωρέσει. Αν νομίζει κάποιος ότι η εκτίμησή μας για το έργο τους έχει περάσει μέσα από την ανηφορική και κακοτράχαλη οδό της συγχώρεσης, πλανάται πλάνην οικτράν. Το αισθητικό δεν ζητάει την άδεια του ηθικού για να μας κυριεύσει και να μεγαλουργήσει γιατί αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Και για να γυρίσω στο απόσπασμα της αρχής. Ο Σάμπατο αναρωτιέται πώς μπορεί κάποιος, ακόμα ίσως και ο ίδιος ο Θεός, να έχει πίστη στην ανθρώπινη φύση όταν γνωρίζει ότι οι μεγάλες δημιουργίες διατηρούν υποχθόνιες και σκοτεινές συνάψεις με τους υπονόμους. Μιλάει όμως για πίστη. Δε λέει εμπιστοσύνη. Η εμπιστοσύνη είναι προϊόν λογικής. Η πίστη είναι κατεξοχήν παράλογη, και γι’ αυτό πάντα θα αδιαφορεί για τη μυρωδιά των υπονόμων, είτε αυτή φτάνει, είτε δεν φτάνει στα υψίπεδα της δημιουργίας.

  • Μετακόμιση

    Η διαδικασία ανεύρεσης στέγης συνιστά πάντοτε μια πρόκληση. Πόσο μάλλον σήμερα που η αναζήτηση οικίας στο κέντρο της Αθήνας μοιάζει με ακούσια συμμετοχή σε άτυπη λοταρία στην οποία παίζουν υπερβολικά πολλοί, και κερδίζουν, αν κερδίζουν, ελάχιστοι. To Airbnb έχει μεταμορφώσει περιοχές που μέχρι πριν δυο χρόνια βρίσκονταν στα αζήτητα σε κυψέλες επενδυτών στο real estate. Έτσι, ο “ζωτικός χώρος” για τον μέσο μακροχρόνιο ενοικιαστή έχει αρχίσει να στενεύει ασφυκτικά. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα κάπως αλλιώς. Τι αξία θα είχε ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο αν δεν σου έδινε αφορμές για σκέψεις εκτός του περιεχομένου του. Τι αξία θα είχε ένα καλό βιβλίο αν δεν μπορούσε να υποστηρίξει μια εκδρομή αξιώσεων στις ατραπούς του νου. Γράφει λοιπόν ο Ρίτσαρντ Φορντ στο «Ημέρα Ανεξαρτησίας»: «Οι άνθρωποι δεν βρίσκουν και δεν αγοράζουν ποτέ το σπίτι που λένε ότι θέλουν. Έχω μάθει πια ότι η οικονομία της αγοράς δεν προϋποθέτει ούτε στο ελάχιστο ότι κάποιος θα αποκτήσει αυτό που θέλει. Η προϋπόθεση είναι ότι σου παρουσιάζονται αυτά που μπορεί να θεωρούσες ότι δεν ήθελες, αλλά είναι διαθέσιμα, οπότε ενδίδεις και αρχίζεις να βρίσκεις τρόπους να νιώσεις ικανοποιημένος με την επιλογή και τον εαυτό σου. Όχι πως έχει κάτι κακό αυτή η μέθοδος. Γιατί θα έπρεπε να παίρνεις ό,τι νομίζεις πως θες ή να περιορίζεσαι από αυτά που μπορείς να προγραμματίσεις; Η ζωή δεν είναι ποτέ έτσι, και αν είσαι έξυπνος θα καταλήξεις ότι είναι καλύτερα έτσι όπως είναι».

    Φτάνει η στιγμή που πρέπει να μετακομίσεις, και έτσι ανοίγεις τις αγγελίες. Κάπου εκεί λοιπόν αρχίζει και η κατάδυση στην πραγματικότητα. Αν υπήρχε η δυνατότητα να βρεις αυτό που θέλεις, στα λεφτά που το θέλεις, αυτό, θα σήμαινε αυτομάτως κάτι πράγματι αξιοθαύμαστο: υπάρχει ένα κομμάτι της πραγματικότητας που απαντάει στη φαντασία σου. Αλλά η πραγματικότητα δεν λειτουργεί έτσι ακριβώς. Εδώ η φαντασία έχει να κάνει με το κομμάτι των προσδοκιών. Όπως η μνήμη, που λειτουργεί ως εξωραϊστικός φακός για τα περασμένα, έτσι και οι προσδοκίες μας, οι βλέψεις μας για το μέλλον, τείνουν να εξωραΐζουν αυτά που η φαντασία μας αποπειράται να ψηλαφίσει. Όταν ο Φορντ λέει «σου παρουσιάζονται αυτά που μπορεί να θεωρούσες ότι δεν ήθελες», και το λέει αυτό στο πλαίσιο της αναζήτησης στέγης, ενώ μερικές γραμμές παρακάτω ανάγει τη συζήτηση στη ζωή γενικώς, αυτό που υπαινίσσεται είναι ότι τελικά, οι επιθυμίες μας, είναι λίγο πολύ αχαλίνωτες και ασυνάρτητες, γιατί οι ανάγκες μας είναι πάντα πολύ λιγότερες. Και δεν στέκεται μόνο σε μια τέτοια τετριμμένη δήλωση αλλά λέει ξεκάθαρα ότι είναι καλύτερα έτσι, γιατί προσθέτει αυτό το «[γιατί] να περιορίζεσαι από αυτά που μπορείς να προγραμματίσεις;». Ο προγραμματισμός, εδώ, ενέχει και ένα μεγάλο κομμάτι του φαντασιακού, που ενώ θα έπρεπε να σε απελευθερώνει και να σε αφήνει να γευθείς το απρόβλεπτο, τελικά σε υποσκάπτει. «[Κ]αι αν είσαι έξυπνος θα καταλήξεις ότι είναι καλύτερα έτσι όπως είναι», λέει το τέλος του αποσπάσματος. Γιατί είναι πάντα καλύτερα να μην μπορείς να προγραμματίσεις τα πάντα. Μπορείς να συνεχίσεις να προγραμματίζεις, επιβάλλεται να συνεχίσεις να προγραμματίζεις, αλλά καλύτερα θα είναι να συμφιλιωθείς με την ιδέα ότι δεν μπορείς να προγραμματίσεις τα πάντα. Μια πλευρά της ανεξαρτησίας που ευαγγελίζεται ο Φορντ έχει να κάνει με την απελευθέρωση από τα δεσμά του ελέγχου και του προγραμματισμού. Δε νοείται ανεξαρτησία χωρίς παράδοση (όχι βέβαια άνευ όρων) στις αρετές του φαντασιακού.

    Μέσα από την αναζήτηση σπιτιού των πελατών τού μεσίτη ήρωά του, ο Φορντ, ξετυλίγει πολλές από τις υπαρξιακές προκείμενες που διατρέχουν τη ραχοκοκκαλιά του μυθιστορήματός του. Γιατί η αναζήτηση σπιτιού είναι πρωτίστως μια άσκηση ενδοσκόπησης, όχι για μια θέση στον ήλιο αλλά στην πραγματικότητα. Η αναζήτηση σπιτιού, όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, σε επανατοποθετεί στον χάρτη. Όποιος έχει μετακομίσει αρκετές φορές έχει λοιπόν καταφέρει να αντιληφθεί τη βαρύτητα της ελαφρότητας: τη σημασία που έχει η μικρή οικοσκευή. Γιατί αν δεν έχεις αναγκαστεί να μετακομίσεις είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν έχεις ανακαλύψει τις χάρες και τις αρετές τής μετακόμισης. Χάρες που δεν έχουν όμως τόσο να κάνουν με την απλοϊκή mantra του travelin’ light, αλλά με τη ενάρετη δοκιμασία που σε υποβάλει η αλλαγή του καθημερινού σκηνικού το οποίο λειτουργεί ως χαλί στη στάση που υιοθετεί ο καθένας μας απέναντι στα πράγματα. Έτσι δεν είναι μόνο ότι κερδίζεις από το ξεσκαρτάρισμα όλης της περιττής σαβούρας που τείνεις να συσσωρεύεις με το πέρασμα του χρόνου στον χώρο που διαμένεις, είναι κυρίως ότι μαθαίνεις τη βαθύτερη αξία του απογαλακτισμού από τη σαγήνη που μας ασκεί ο χώρος και η ιδιότυπη μονιμότητά του. Γράφει ο Φορντ «[…] κατάδηλο μάθημα του μεσιτικού επαγγέλματος, είναι να πάψει κανείς να εξιδανικεύει μέρη – σπίτια, παραλίες, γενέθλιες πόλεις, μια γωνιά όπου κάποτε φίλησες ένα κορίτσι, έναν δρόμο απ’ όπου παρέλασες, το δικαστήριο όπου βγήκε η απόφαση του διαζυγίου σου μια συννεφιασμένη μέρα του Ιούλη […] Τα μέρη δεν συνεργάζονται ποτέ ανταποδίδοντάς σου τον σεβασμό όταν τον έχεις ανάγκη». Ο Φορντ, εξαπολύει εδώ μια κατά μέτωπο επίθεση προς όλα αυτά τα ύπουλα καταφύγια φθηνού δράματος και συναισθηματισμού που τείνουν να χρωματίζουν, συνήθως με έντονη χρήση κιαροσκούρο, την καθημερίνοτητά μας. Όταν ο ήρωάς του φθάνει στο σημείο να επισκεφτεί την πρώην σύζυγό του στο μεγαλοπρεπές σπίτι τού νέου συζύγου της διερωτάται φευγαλέα πώς θα ήταν να ζει κάποιος σε ένα τέτοιο μέρος, «τι υπέροχο αν και απρόσωπο, ονειρεμένο σπιτικό που είναι, ένα μέρος όπου οποιαδήποτε σύγχρονή οικογένεια όπως κι αν έχει διαμορφωθεί και σε όποια φάση του έγγαμου βίου κι αν βρίσκεται, θα πρέπει να νιώθει ανόητη αν δεν κάνει ένα καλό ξεκίνημα ζωής». Αλλά ο θαυμασμός αυτός, ίσως πασπαλισμένος με μια δόση ειρωνείας, θα βρει την απάντησή του λίγες γραμμές παρακάτω όταν ο ίδιος πάλι θα μας πει, «μου φαινόταν πάντα αρκετό να ξέρεις απλώς ότι κάποιος σε αγαπά και θα συνεχίσει να σε αγαπά για πάντα και ότι η σκηνοθεσία του έρωτα ήταν απλώς σκηνοθεσία και όχι πρόσωπο του έργου». Γιατί όταν η σκηνοθεσία γίνει το πρόσωπο του έργου τότε την πρωτοκαθεδρία παίρνουν όχι τα αληθινά πρόσωπα αλλά τα σκηνικά – έπιπλα, τοίχοι, κήποι – και η χωροταξία τους.

    Και μπορεί ο ήρωάς μας να μην καταφέρνει τελικά να σταθεί στο ύψος των διαπιστώσεών του αλλά αυτό διόλου δεν απομειώνει την αξία τους. Ο Φορντ, μέσα στο βιβλίο, σκιαγραφεί ένα από τα πιο σημαντικά και επίπονα διδάγματα των μετακομίσεων: τη συνειδητοποίηση ότι εκτός από τους χώρους και τα υπάρχοντα που νομοτελειακά θα αφήσουμε πίσω μας με το πέρασμα του χρόνου, θα πρέπει να μείνει πίσω, σε κάθε μετακίνηση, και μια παλιά, λατρεμένη ίσως, εκδοχή του εαυτού μας. Παύοντας να εξιδανικεύεις μέρη, παύεις να εξιδανικεύεις και ό,τι ήσουν εσύ παλαιότερα, αυτόν που ενδημούσε στα παλιά λημέρια. Σε αυτόν τον κόσμο όπου η συμφιλίωση με την απώλεια συνιστά την απόλυτη κατάκτηση, το να μάθεις πότε πρέπει να λες «τέλος» δεν μπορεί παρά να συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε νέας αρχής και κάθε μεστής έννοιας ανεξαρτησίας.

  • Pulp Fiction

    Η δια βίου μάθηση είναι υποτίθεται κάτι σαν το Άγιο Δισκοπότηρο της εκπαίδευσης. Σεντόνια επί σεντονιών έχουν γραφτεί για τις αρετές της. Για το καλό που μπορεί να κάνει αυτή η διαδικασία του να μαθαίνεις διαρκώς καινούργια πράγματα και να αποκτάς νέες δεξιότητες, τόσο σε σένα όσο και στους ανθρώπους που συναναστρέφεσαι. Υποθέτω, γιατί δεν έχω κοιτάξει στατιστικές, ότι πολύ περισσότεροι άνθρωποι ξεκινούν κάποιο τμήμα, ή ένα σεμινάριο, ή τέλος πάντων έρχονται σε επαφή με κάποιο συστηματοποιημένο τρόπο μετάδοσης της γνώσης απ’ ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. Και γιατί λέω συστηματοποιημένο; Γιατί η γνώση, όσο κι αν δεν αρέσει σε κάποιους ρομαντικούς, είναι σήμερα ιδρυματοποιημένη. Η γνώση, δηλαδή, προσφέρεται κωδικοποιημένη, ή αν θέλετε συσκευασμένη από συγκεκριμένα πρατήρια, πανεπιστημιακά ιδρύματα, και μέσω συγκεκριμένων οδών που έχουν ως στόχο όχι την ποδηγέτηση ή τον ακρωτηριασμό της σκέψης, αλλά τον περιορισμό της. Ναι, σωστά διαβάσατε. Η γνώση που προσφέρεται στα πανεπιστήμια είναι γνώση που έχει περιοριστεί, έχει εξημερωθεί (τουλάχιστον μέχρι τα προ-διδακτορικά) γιατί μόνο ως τέτοια μπορεί ο σπουδαστής να αρχίσει να την προσεγγίζει, και, κυρίως, να αρχίσει να αντιλαμβάνεται το οικοδόμημά της: τι στηρίζεται πάνω σε τι (what hinges on what). Η γνώση χτίζεται σταδιακά γιατί η γνώση έχει κανόνες στατικότητας. Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που ο αυτοδίδακτος, μοναχικός λύκος, δεν θα πάει και πολύ μακριά. Αν κάπου επιζητά η πορεία προς τη γνώση (τουλάχιστον στη Δύση) ένα ψήγμα πίστης αυτό συνίσταται στην πίστη που θα πρέπει να επιδείξει ο μαθητής απέναντι στον δάσκαλο για κάποιους μεθοδολογικούς κυρίως κανόνες. Κανόνες που ο μαθητής, όταν και εφόσον εισέλθει στον χώρο της έρευνας (διδακτορικών σπουδών), θα κληθεί να αμφισβητήσει, να λοιδορήσει, και γιατί όχι να καταρρίψει. Εμμένω λίγο σε αυτή την κωδικοποίηση της γνώσης για λόγους που θα γίνουν ξεκάθαροι προς το τέλος.

    Αυτό όμως το κύμα δια βίου μάθησης, που έχει στείλει κόσμο και κοσμάκη στα θρανία, δεν έχει τελικά μόνο θετικά. Αλλά δεν έχει και ακριβώς αρνητικά. Έχει διασκεδαστικά, χαριτωμένα, και ευτράπελα που θα μπορούσαν ίσως κάποιες στιγμές να χρωματιστούν αρνητικά. Η δια βίου μάθηση χαρακτηρίζεται από «παιδικές ασθένειες» που εκδηλώνει κάποιος χάριν και εξαιτίας των νέων αποσκευών που έχει αρχίσει ξαφνικά να κουβαλάει. Γιατί πώς θα ήταν δυνατόν να μαθαίνεις νέα πράγματα, να αποκτάς νέες δεξιότητες, και να μην έχεις ταυτοχρόνως και τη δυνατότητα να σφάλεις με νέους, ευφάνταστους τρόπους; Αλλά ας γίνω πιο συγκεκριμένος. Τι ακριβώς είναι αυτές οι παιδικές ασθένειες; Φανταστείτε έναν μεσήλικα ή έναν τριαντάχρονο που ενώ έχει μπει στην αγορά εργασίας και έχει αρχίσει να αφομοιώνεται σε μια πεζή καθημερινότητα, κάτι τον σπρώχνει ξαφνικά και πάει και εγγράφεται στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο ή πάει και δίνει Πανελλαδικές και μπαίνει σε μια σχολή. Φανταστείτε τις συγκινήσεις κάποιου που μετά από πέντε, δέκα, ή και περισσότερα χρόνια βρίσκεται ξαφνικά ξανά στα θρανία και ανακαλύπτει σιγά σιγά ότι τελικά δεν ήξερε και πολλά πράγματα, και αρχίζει να συνειδητοποιεί επιπλέον ότι μάλλον δεν θα ξέρει, έτσι γενικά και αφηρημένα, και ποτέ πολλά πράγματα αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων θα αποκτήσει γνώσεις για πολύ συγκεκριμένα πεδία που απλώς θα ξεπερνούν τις γνώσεις του μέσου όρου των γνώσεων που έχει ο γενικός πληθυσμός για αυτά τα πεδία. Μην υποτιμάτε καθόλου αυτές τις στιγμές ειδικά αν δεν τις έχετε ζήσει γιατί σε αντίθεση με τη γνώση που αποκτάμε στα μαθητικά και φοιτητικά χρόνια, η γνώση που αποκτάμε σε μεγαλύτερες ηλικίες έχει άλλες χάρες, όχι φυσικά γιατί είναι διαφορετική, αλλά γιατί εμείς είμαστε διαφορετικοί και πιο δεκτικοί στη μάθηση.

    Μια από αυτές τις παιδικές ασθένειες της δια βίου μάθησης λοιπόν είναι αυτή που συνοψίζεται γλαφυρά στη γνωστή παροιμία «καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω». Πόσες φορές διαβάζω κείμενα, μέσα από αυτή την υπερπροσφορά κειμένων που φυτρώνουν σαν μανιτάρια στα ηλεκτρονικά μέσα, στα οποία ο συντάκτης τους κάνει ενθουσιώδη χρήση λέξεων και εννοιών που έχει προσφάτως αλιεύσει ως νεόκοπος αλιεύς μαργαριταριών. Τι διασκεδαστικό, και συνάμα διδακτικό (ως παράδειγμα προς αποφυγήν), να περιπλέκεις τα πράγματα, όχι από δόλο αλλά από χαρά και επιθυμία επίδειξης για τα νέα σου αποκτήματα! Με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους, έλεγε ο ποιητής, αλλά αγνοούσε ότι η χαρά αυτή θα έβρισκε τρόπο να εξαργυρωθεί στην επίδειξη. Επίδειξη, που, μέσα από τα φορτωμένα με ψιμύθια κείμενα, συνιστά κάτι σαν την απαραίτητη πλέον σέλφι από τους πρωτοειδωμένους λιμένες—συνιστά το σουβενίρ από το πρόσφατο ταξ(ε)ίδι, ευγενική χορηγία της δια βίου μάθησης.

    Αλλά εμφανίζονται και αλλού αυτές οι παιδικές ασθένειες. Τις προάλλες έπεσα πάνω σε μια ανάρτηση συμπαθεστάτης κυρίας που ρωτούσε τους φίλους της, και ζητούσε να της προτείνουν βιβλία που τους άλλαξαν τη ζωή. Τώρα, αυτή είναι μια πολύ σοβαρή ερώτηση. Και είναι σοβαρή όχι για το περιεχόμενό της αλλά για τη φόρμα της. Οι ερωτήσεις που αλιεύουν βιβλία που μας άλλαξαν τη ζωή, μπορεί να μην οδηγούν κάπου per se, αλλά μας λένε πολλά για τον άνθρωπο που διατυπώνει την ερώτηση. Μας λένε πρωτίστως ότι ο άνθρωπος αυτός επιθυμεί να διαβάσει κάτι που κάποιοι άλλοι θεωρούν πολύ σπουδαίο. Τόσο σπουδαίο που σου αλλάζει τη ζωή. Σπόιλερ αλερτ: κανένα ένα βιβλίο δεν σου αλλάζει τη ζωή. Είναι μεγάλη συζήτηση αν και πώς πολλά βιβλία σού αλλάζουν τη ζωή, και αν την αλλάζουν προς το καλύτερο, αλλά δεν είναι της παρούσης. Ο άνθρωπος όμως που διατυπώνει την ερώτηση και ζητά τα φώτα μας έχει κάθε δικαίωμα να το πιστεύει αυτό γιατί είναι και αυτό δόκιμο κομμάτι της πορείας προς μια κάποια γνώση. Και επειδή έχει αυτό το δικαίωμα, είναι υποχρέωση μας, εφόσον διατεινόμεθα ότι έχουμε διαβάσει μερικά βιβλία παραπάνω, να του συντηρούμε την ψευδαίσθηση αυτή γιατί θα πρέπει μόνος του να φτάσει (αν φτάσει) στο συμπέρασμα που εγώ παρουσίασα ως αλήθεια (δεν υπάρχει κανένα ένα βιβλίο που σου αλλάζει τη ζωή). Και τι δεν διάβασα στις προτάσεις των φίλων της! Τι Τρακτάτους, τι Σπινόζα, τι Πλάτωνα. Ο λόγος που επέμεινα στην πρώτη παράγραφο στην κωδικοποίηση της γνώσης έχει να κάνει ακριβώς με αυτό που υπογραμμίζω εδώ. Δεν μπορείς να προτείνεις το επιστέγασμα στη θέση των θεμελίων. Πώς θα προτείνεις σε έναν άνθρωπο που θέλει ένα βιβλίο που θα του αλλάξει τη ζωή, να διαβάσει Πλάτωνα ή Βιτγκενστάιν; Πώς θα προτείνεις ένα φιλοσοφικό κείμενο σε έναν άνθρωπο που θέλει να διαβάσει κάτι και να αλλάξει τη ζωή του; Πού βρίσκεται έστω ένα ψήγμα κατανόησης αυτών που έμαθες και που διατείνεσαι ότι άλλαξαν τη δική σου ζωή για να τα προτείνεις στον άλλο; Και εδώ φυσικά κάποιος ήδη θα έχει σηκώσει το φρύδι του, επειδή, τελικά, αυτά τα κείμενα μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή. Αλλά αυτό, αν συμβεί, θα είναι στο τέλος μιας μακράς πορείας, και θα έρθει περισσότερο ως επιστέγασμα παρά ως συνειδητοποίηση αλλαγής ζωής. Το παράδοξο είναι ότι αυτά τα κείμενα που μπορούν, υπό συνθήκες, να σου αλλάξουν τη ζωή, δεν τα προτείνεις σε έναν άνθρωπο που πηγαία διατυπώνει μια ερώτηση αυτής της κατηγορίας.

    Λέει, για να τελειώσω με κάτι ποπ, ο δανδής Τζέικ Γκίτις στο «Τσάιναταουν» του Πολάνσκι στον συνάδελφό του, τον Ουόλς, όταν τον βλέπει κακοντυμένο μπροστά σε πελάτες: «Υπάρχει μια φινέτσα στη δουλειά μας, Ουόλς». Και για να το φέρω στα μέτρα μου: δεν υπάρχει καμιά φινέτσα στο να προτείνεις Βιτγκενστάιν (και δη Τρακτάτους) σε έναν άνθρωπο που θέλει βιβλία που θα του αλλάξουν τη ζωή. Πίσω από την πεποίθηση ότι θα διαβάσεις ένα και δύο και πέντε βιβλία και θα αλλάξει η ζωή σου βρίσκεται η ίδια λογική που λέει ότι η Ελλάδα φυτρώνει πάνω σε τόνους πετρελαίου που κάποιοι συνωμοτούν για να μην το τσεπώσουμε εμείς. Αν υπήρχαν βιβλία που σου άλλαζαν τη ζωή θα τα διαβάζαμε όλοι τσακ μπαμ, και θα αλλάζαμε ζωή. Αλλά δεν υπάρχουν. Απαντώ τροχάδην στο αντεπιχείρημα «και πώς ξέρεις, ρε κοκοβιέ, ότι δεν έχουν αλλάξει ζωή εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν διαβάσει τα σωστά βιβλία;» «Το άθροισμα της χρησιμότητας όλων των ανθρωπίνων όντων όλων των εποχών περιλαμβάνεται ολόκληρο στον κόσμο έτσι όπως είναι σήμερα. Κατά συνέπεια: τίποτα το πιο ηθικό από το να είναι κανείς άχρηστος», λέει κάπου ο Κούντερα. Και το συμπέρασμά του είναι βέβαια ειρωνικό. Δεν είναι ηθικό να είσαι άχρηστος, αλλά ο κόσμος όπως είναι σήμερα δεν λειτουργεί και τόσο ιδανικά για πολλούς και διάφορους λόγους. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε ζωή με ένα βιβλίο και έχουμε χρέος να προσπαθούμε να το δείξουμε αυτό. Όχι για να σταματήσουμε να διαβάζουμε και να είμαστε άχρηστοι κοπρίτες, αλλά για να διαβάζουμε αενάως με ταπεινοφροσύνη και συναίσθηση ευθύνης. Αφήστε λοιπόν, οι μορφωμένοι, τον κόσμο να διαβάσει παλπ, και βλέπουμε για τα περαιτέρω.