Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • Ανισότητες και Προνόμια

    In my younger and more vulnerable years my father gave me some advice that I’ve been turning over in my mind ever since. “Whenever you feel like criticizing any one”, he told me, “just remember that all the people in this world haven’t had the advantages that you’ve had.”

    Έτσι ξεκινάει ο Υπέροχος Γκάτσμπι τού Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Έτος έκδοσης: 1925. Διαβάζοντας το άρθρο αυτό θυμήθηκα ξανά την αρχή του. Το άρθρο, που είναι μια περίληψη του βιβλίου The Class Ceiling των Sam Friedman και Daniel Laurison, απαριθμεί σειρά στοιχείων που αποδεικνύουν γιατί τελικά είναι τόσο προσοδοφόρο να είναι κάποιος προνομιούχος. Why it pays to be privileged, είναι ο υπότιτλος του βιβλίου και οι συγγραφείς του επιδεικνύουν ευρηματικότητα και επιμονή για να φτάσουν στο συμπέρασμά τους: στα πιο περιζήτητα επαγγέλματα στη Βρετανία, τα ταξικά πλεονεκτήματα συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να παρερμηνεύονται ως ταλέντο.

    Το βασικό σημείο του άρθρου, και εδώ μεταφράζω, παραφράζω, και παραλλάσσω τα λόγια των συγγραφέων, υπογραμμίζει πόσο παραπλανητικός είναι ο φετιχισμός μας με την κορυφή. Θα ήταν σχετικά αθώο αν τα δεινά περιορίζονταν τελικά μόνο στα ανώτατα στρώματα κάθε εργασιακού τομέα. Αλλά το πρόβλημα δυστυχώς συνίσταται σε αυτό που οι συγγραφείς ονομάζουν «ούριο άνεμο» των προνομίων. Και αυτός ο «ούριος άνεμος» των προνομίων έχει να κάνει με όλα τα στάδια της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο. Και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του ανέμου είναι ότι εκτός από ασίγαστος χαρακτηρίζεται και από δυνατές ριπές που πάντα κάνουν την εμφάνισή τους στα κρίσιμα σταυροδρόμια αυτής της πορείας τού προνομιούχου προς την κορυφή των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων. Όταν λοιπόν ο ούριος άνεμος των προνομίων, που είναι άρρηκτα δεμένα με την κοινωνική τάξη, παρερμηνεύεται ως ταλέντο και ως αξία, οι ταξικές ανισότητες, τελικά, αποκτούν το κύρος και τη νομιμότητα που χρειάζονται για να εκλαμβάνονται ως εύλογες. Η αξιοκρατία, τελικά, μέσα από αυτό τον μηχανισμό, όχι μόνο δεν βάλλεται αλλά επικυρώνεται. Διαβάστε το άρθρο για να δείτε πώς περιγράφονται οι μηχανισμοί αυτοί πίσω από τον ευεργετικό «ούριο άνεμο». Δείτε την περίφημη «Τράπεζα της Μαμάς και του Μπαμπά», που επιτρέπει την ανάληψη ρίσκου από πλευράς του προνομιούχου σε τομείς και δραστηριότητες που ένας μη προνομιούχος δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί, αλλά, προσέξτε και τη σχεδόν συνωμοτική επικοινωνία των μελών της προνομιούχας τάξης μέσω ενός εξεζητημένου κώδικα που στηρίζεται όχι μόνο σε ενδυματολογικές επιλογές αλλά και σε αναφορές στις τέχνες.

    Το βασικό μάντρα του καπιταλισμού «δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ικανότητες και άρα δεν θα μπορούσαμε να είμαστε ίσοι» βρίσκει τα λογικά εργαλεία για να εδραιωθεί. Και αυτό, για να σας μεταφέρω και τη δική μου γνώμη για το άρθρο, είναι τεράστιας σημασίας καθότι οι μεν ευνοημένοι θεωρούν ότι δικαίως και με το σπαθί τους βρίσκονται εκεί που βρίσκονται, οι δε λιγότερο ευνοημένοι (βλ. μη προνομιούχοι), όταν δεν τα καταφέρνουν κατηγορούν τελικά τον εαυτού τους για τις αποτυχίες τους. Δεν βιώνουν δηλαδή οι μη προνομιούχοι ατυχίες (στις οποίες φταίει το σύστημα ή τουλάχιστον υπάρχει συνυπευθυνότητα υποκειμένου – συστήματος) αλλά αποτυχίες (φταίνε οι ίδιοι). Και αυτό συνιστά επίτευγμα γιατί αν κάποιος μπορεί εύκολα να κατανοήσει το πρώτο, οι ευνοημένοι να θεωρούν ότι αξίζουν τις θέσεις τους και τα επιτεύγματά τους, το δεύτερο, εκ πρώτης όψεως, φαντάζει αδιανόητο. Οι λιγότερο ευνοημένοι είναι όμως κατά βάθος πεπεισμένοι ότι φταίνε εκείνοι. Όταν ο Κάσσιος λέει στον Βρούτο το γνωστό «το λάθος δεν είναι στ’ αστέρια, αλλά στους εαυτούς μας που είμαστε υποτελείς» δεν φανταζόταν ότι η προτροπή του για δράση (αφήστε για λίγο την ατζέντα του έργου) θα κατέληγε σε αυτή την έλλειψη αυτοσεβασμού, που, η έλλειψη κουλτούρας, καλλιέργειας, παιδείας, πείτε το όπως θέλετε, γεννάει στη συνείδηση του λιγότερο ευνοημένου την εξίσωση της ανισότητας με τ’ αστέρια (με το θεϊκό, το αδιαμφισβήτητο). Το σύστημα νομιμοποιεί (αν και ο πιο σωστός όρος θα ήταν κάτι ισχυρότερο όπως «ηθικοποιεί», εξού και η εξίσωση με τ’ αστέρια) τις ανισότητες μέσα από αυτή τη διαρκή επιβεβαίωση ότι «εσύ κάνεις κάτι λάθος». Ότι «αν προσπαθήσεις περισσότερο, θα τα καταφέρεις». Έτσι, στον αντίποδα της ηθικοποίησης της ανισότητας που κάνει τα προνόμια των ευνοημένων να διαβάζονται ως αξία, βρίσκεται η καθ’ όλα απαραίτητη παραίτηση του μη προνομιούχου. «Δεν αξίζω» θα πει κάπου βαθιά μέσα του κάποια στιγμή, και θα στραφεί, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε έναν ισοπεδωτικό μικροαστισμό. Και μια που έπιασα την “αστρολογία” θυμηθείτε το καντιανό «ο ηθικός νόμος μέσα μου και ο έναστρος ουρανός από πάνω μου». Φανταστείτε τώρα αυτόν τον αντικατοπτρισμό μέσα από τον συλλογισμό και τα συμπεράσματα που συζητάμε εδώ. Τι σημαίνει να θεωρείς κομμάτι του ηθικού νόμου μέσα σου, μια αδιαμφισβήτητη υποταγή στην ανωτερότητα κάποιων άλλων που θεωρούν ταλέντο και αξία την ταξική τους υπεροχή; Τι σημαίνει, με άλλα λόγια, ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά σου να έχουν σμιλευτεί τοιουτοτρόπως;

    Αναλογιστείτε λοιπόν γιατί στον πυρήνα κάθε υπαρξισμού βρίσκεται αυτή η επίθεση στο κατασκεύασμα της έννοιας του χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας συνιστά τη μεγαλύτερη επινόηση για τη διαιώνιση ανισοτήτων. Γιατί στη συνείδηση του ατόμου είναι ο χαρακτήρας που εμφανίζεται ως εγγυητής του παρελθόντος, του παρόντος, και του μέλλοντος. Ο χαρακτήρας συνιστά αγκυροβόλιο και έρμα—και ταξικό ταβάνι—απέναντι στη δυνατότητα μιας ελαφρότητας που θα επέτρεπε την επινόηση του χαρακτήρα και της προσωπικότητας (του εγώ, λένε οι υπαρξιστές), και άρα της κινητικότητας, ακόμη και ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Και αναπόδραστο κομμάτι του χαρακτήρα είναι και τα ταλέντα και η αξία του καθενός: η μόρφωση, η κουλτούρα, τα πτυχία, τα επαγγελματικά του εχέγγυα, όπως και ο ασίγαστος ούριος άνεμος των προνομίων του.

    Ας κλείσω με μια παρατήρηση που προέρχεται από τις συνεντεύξεις που φαίνεται να πήραν οι συγγραφείς του βιβλίου για να φτάσουν στα συμπεράσματά τους. Η επίθεση ξεκινάει από μέσα. Τα πιο πολύτιμα στοιχεία του βιβλίου δεν προέρχονται από την ανάλυση στα νούμερα που δείχνουν τις εισοδηματικές ανισότητες εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, αλλά από τις μαρτυρίες των μελών της ελίτ, τα ονόματα των οποίων έχουν αλλαχτεί για ευνόητους λόγους. Ο οικονομικά ευκατάστατος έχει λοιπόν τη δυνατότητα να διακρίνει, με κάποια αφορμή, σε μια στιγμή διαύγειας, τους βασικούς λόγους που διαιωνίζουν την υπεροχή του, τους λόγους που τον έχουν κάνει, ξανά, αυτή τη φορά με τη στόφα του άξιου, οικονομικά ευκατάστατο. Αναρωτιέμαι τι κρύβεται πίσω από τα κίνητρα αυτών που θέλησαν να μιλήσουν. Ο “επαναστάτης” θέλει να ξεσκεπάσει το σάπιο σύστημα για το ευρύτερο καλό, ή χρησιμοποιεί τα προνόμια του με ακόμα πιο νόθο τρόπο για να ανελιχθεί ακόμα γρηγορότερα στο ταξικό ταβάνι; Και όταν λέω «προνόμια» δεν εννοώ μόνο το χρήμα αλλά και τη γνώση και τις κριτικές ικανότητες, κυρίως αυτά, που του επέτρεψαν όσο και αν παραμένει κρυμμένος πίσω από χρωματιστά γυαλιά να διακρίνει τις τραγικές αδικίες του συστήματος. Συνιστά δηλαδή το άρθρο και τα συμπεράσματά του μια έκφανση της επανάστασης του καναπέ; Μιας επανάστασης που θα επιβεβαιώσει πιο καθαρά στην αντίληψη του προνομιούχου ότι αξίζει να βρίσκεται εκεί που βρίσκεται όχι μόνο επειδή είναι άξιος, αλλά, και πρωτίστως, επειδή μπόρεσε να κάνει την κίνηση προς κάτι που μοιάζει με το να απεκδυθεί τα προνόμιά του: να καρφώσει τον εαυτό του και τους ομοίους του. Το ερώτημα γίνεται ιδιαιτέρως ενδιαφέρον όταν αναλογιστεί κανείς ότι τα προνόμια του νου, σε αντίθεση με τα υλικά προνόμια, δε δύνανται να τα απεκδυθεί κάποιος όσο κι αν εμφανίζεται με διάπυρους λόγους εναντίων τους. Από ένα σημείο και πέρα «anything you say may be used against you». Γι’ αυτό και το ερώτημα του τέλους είναι ένα και ρητορικό: θα μιλούσε κανένας αν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα ανατροπής των κεκτημένων;

  • Η Choupette, η γάτα του Καρλ Λάγκερφελντ, θα κληρονομήσει 150 εκατομμύρια. Να λοιπόν που η ψαλίδα των εισοδηματικών και εν γένει οικονομικών ανισοτήτων δεν ανοίγει διαρκώς μόνο εις βάρος των ανθρώπων. Σε μερικά χρόνια θα λέμε ότι το 50% του παγκόσμιου πλούτου βρίσκεται συγκεντρωμένο στα χέρια 28 οικογενειών, και στα πόδια μιας γάτας, ενός λεμούριου, και δύο πράσινων ιγκουάνα.

  • Εμπιστοσύνη

    Η ιστορία της εμπιστοσύνης θα μπορούσε να είναι ένα ωραίο ανέκδοτο. Ένα παραμύθι για να γελάμε, αν δεν ήταν τελικά τόσο επώδυνο να συνειδητοποιούμε κάθε λίγο και λιγάκι ότι έχουμε κάνει λάθος και πρέπει να ανασκουμπωθούμε. Το να λες στον άλλο «σε εμπιστεύομαι» σημαίνει ότι του προσδίδεις αξία. Σημαίνει ότι τον “χρίζεις” με την πίστη σου. Τον θέτεις, με άλλα λόγια, προ των ευθυνών του γιατί σε αντίθεση με τον Θεό, που όταν τον “χρίζεις” με πίστη, εκείνος, μπορεί να είναι θεμελιακά αδιάφορος απέναντί σου χωρίς να βάλλεται το κύρος του, ο δικός μας ταπεινός άλλος θα πρέπει να επιβεβαιώσει την αξία του. Θα πρέπει να φανεί αντάξιος αυτής της πίστης.

    Αλλά η εμπιστοσύνη δεν είναι φυσικά στραμμένη μόνο προς τον άλλο. Τα φώτα της πέφτουν και στο υποκείμενο που εμπιστεύεται. Εμπιστεύομαι σημαίνει νιώθω σιγουριά, σημαίνει πιστεύω ότι δε θα με προδώσεις, πιστεύω ότι αυτά που μου λες και αυτά που κάνεις δεν έχουν σκοπό το δικό σου συμφέρον, ή, αν το έχουν, τότε το δικό σου συμφέρον δεν μπορεί να απέχει και τόσο πολύ από το δικό μου. Εμπιστεύομαι θα πει δεν έχω το σθένος να στέκομαι διαρκώς μετέωρος απέναντι σου χωρίς να ξέρω τι μου ξημερώνει. Εμπιστεύομαι θα πει δε σου επιτρέπω να κάνεις του κεφαλιού σου, δε σου επιτρέπω να είσαι εσύ χωρίς να παίρνεις υπόψη σου εμένα που σε εμπιστεύομαι.

    Η εμπιστοσύνη συνιστά λοιπόν θεμελιακή εξωτερική ανάθεση (outsourcing) λειτουργιών του εαυτού και ως τέτοια, υποχρεώνει, εσένα, τον αποδέκτη της, να αναλάβεις περαιτέρω ευθύνες για τις ανασφαλείς προθέσεις σου. Το να είσαι όμως άξιος της εμπιστοσύνης, να χαίρεις της εμπιστοσύνης κάποιου, σημαίνει δυσανάλογο βάρος. Ενώ είμαστε λοιπόν προσεκτικοί και φειδωλοί με την αγάπη, με την εμπιστοσύνη εμφανιζόμαστε ανοικονόμητοι και ασύδοτοι. «Σε εμπιστεύομαι», λέμε και τις περισσότερες φορές το εννοούμε χωρίς να συνειδητοποιούμε το βάρος που πετάμε στον άλλο. Σε πλήρη αντίθεση με τη ρήση «μην εμπιστεύεσαι κανέναν», που ακούμε παιδιόθεν, τελικά, εξακοντίζουμε την εμπιστοσύνη μας απροκάλυπτα δεξιά και αριστερά. Αυτό, εικάζω, υποδηλώνει κάτι βαθιά υπαρξιακό γιατί έχει να κάνει με το γεγονός ότι όσο κι αν προσπαθούμε να περιχαρακωθούμε στην αυτονομία των εγώ μας, τελικά, ερχόμαστε διαρκώς, άτσαλα, μπροστά στη συνειδητοποίηση του ιλίγγου που μας προκαλεί η εγγύτητα με τον κάθε άλλο. Η κολασιμότητα της κόλασης που είναι οι άλλοι, οφείλει αναπόδραστα την ισχύ της σε αυτό τον ίλιγγο της εγγύτητας. Αναλογιστείτε όμως λίγο τη λογική της αγέλης και του όχλου. Αναλογιστείτε την ανακούφιση που νιώθει ο πάσα ένας μέσα στην αγέλη μόνο και μόνο επειδή όσο περιστασιακή και καταστασιακή και αν είναι (η αγέλη), αισθάνεται ότι, εκείνη τη στιγμή, έχουν γκρεμιστεί όλα τα τείχη του εγώ του και η εγγύτητα φαντάζει μια αχρονική κατάσταση ισορροπίας, ένα διαρκές παρόν που δεν προκαλεί πλέον κανέναν ίλιγγο, τουναντίον προκαλεί ηδονή, καθότι έχουν πέσει οι άμυνές του. Ή πιο ορθά, τα οχυρωματικά έργα έχουν μετατοπιστεί έξω από τα υποκείμενά τους και προστατεύουν τώρα το σύνολο της αγέλης. Δεν είμαστε απλώς «εμείς». Είμαστε ένα εγώ. Η λογική του όχλου, μεταξύ των μελών της, βρίθει εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνη προς πάσα κατεύθυνση. Εμπιστοσύνη 360 μοιρών. Αλλά, παραδόξως, όσο κι αν ο όχλος μπορεί να ξεσπάσει—να σχηματιστεί—με τη βιαιότητα μπόρας, δεν μοιάζει η εμπιστοσύνη των μελών της, στα μάτια τους, με μια άκριτη εμπιστοσύνη, μια εμπιστοσύνη αλόγιστη, αλλά μια εμπιστοσύνη που η κριτική της αξιοπιστία επιβεβαιώνεται αυτοστιγμεί στη συμπεριφορά τού όχλου: είμαστε ένα.

    Για να δείτε όμως ότι η γητειά της εμπιστοσύνης δεν ενδημεί μόνο στην ψυχολογία του όχλου, αναλογιστείτε με τι δεινότητα ένας έμπορος, ή κάποιος επαγγελματίας, που εξ ορισμού η ιδιότητά του δεν συνάδει με την εμπιστοσύνη, εκστομίζει σε μια εμπορική συνδιαλλαγή τη λέξη «εμπιστοσύνη». «Σε εμπιστεύομαι ότι θα μου φέρεις την προκαταβολή» ή «σε εμπιστεύομαι ότι θα μου φέρεις τα υπόλοιπα χρήματα» ή «σε εμπιστεύομαι ότι δε θα διαδόσεις την τάδε ή τη δείνα απαξιωτική φήμη για τις υπηρεσίες ή το προϊόν μου». Ο έμπορος, ή όποιος άλλος, εκστομίζει αβασάνιστα αυτό το « σε εμπιστεύομαι» ξέρει πολύ καλά ότι ακόμη κι αν εσύ δεν τον πιστεύεις ότι σε εμπιστεύεται, ξέρει δηλαδή ότι αυτή η φράση από το στόμα του έχει σχεδόν φατική λειτουργία, σου ασκεί τελικά ψυχολογική πίεση μόνο και μόνο με την εκφορά της λέξης. Λαμβάνει χώρα δηλαδή εκείνη τη στιγμή ένα αλισβερίσι μεταξύ των εγώ που συναλλάσσονται που παρακάμπτει την κρυστάλλινη λογική τού «από πού και ως πού να σε εμπιστευτώ;» και συμμετέχουν αμφότερα σε μια μέθεξη πίστης. Κερδίζει έτσι ο εκστομίζων τη φράση «σε εμπιστεύομαι» το πάνω χέρι στη διαπραγμάτευση, έστω και σε επίπεδο ψυχολογίας, έστω κι αν πομπός και αποδέκτης της είναι λαμόγια περιωπής, αν και τις περισσότερες φορές το λαμόγιο περιωπής δύναται να γίνει θύτης ή να πέσει θύμα μιας σπίθας εμπιστοσύνης ακριβώς επειδή γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν έχει, αξιακά, τίποτα που να την αξιώνει.

    Όλη αυτή η ψευδοπραγματεία όμως ξεκίνησε με αφορμή ένα αστείο που κατασκεύασα τις ημέρες της πρότασης μομφής και της συνακόλουθης ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή:

    Η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός έχουν πάντα αυτό το αποκούμπι της συνταγματικής διαδικασίας που ονομάζεται «ψήφος εμπιστοσύνης». Δυστυχώς, εμείς, ως φυσικά πρόσωπα, δεν είμαστε τόσο τυχεροί. Ποτέ δεν το έχουμε αυτό. Δεν μπορούμε να βγούμε και να δηλώσουμε στους ανθρώπους μας, σε αυτούς που έχουν λόγο στο τι είμαστε και στο πώς διαχειριζόμαστε τα της επικρατείας μας, να βγουν και να ψηφίσουν για εμάς: να μας δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης.

    Τελικά όμως, ακόμη και στο χωρατό μου, έσφαλα. Ως φυσικά πρόσωπα μπορεί να μη ζητάμε να μας ψηφίσουν γιατί, προληπτικά, χρίζουμε εμείς τον περίγυρό μας με τη δική μας ψήφο, με την πίστη μας στους άλλους πολύ πιο συχνά και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Ας βάλουμε λοιπόν ένα τέλος. Ας απελευθερωθούμε από τα δεσμά τής εμπιστοσύνης.

  • Τοξική Θηλυκότητα

    Οι γυναίκες είναι σαν ορμητικά ποτάμια, οι όχθες τους απροσπέλαστες, οι νύχτες, πολλές φορές, αντηχούν με τις κραυγές των πνιγμένων.

    ―  Τόμας Μπέρνχαρντ, Frost.

    Ίσως και να έχει γίνει κατανοητό. Ίσως και πάλι όχι, οπότε ας το διατυπώσω προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: σκοπός των κειμένων αυτών δεν είναι να μάθει κάτι ο αναγνώστης, να μορφωθεί. Δεν έχω καν την επιθυμία να του επιστήσω την προσοχή σε κάτι που τράβηξε τη δική μου για να προκαλέσω ίσως έστω και την παραμικρή μετατόπιση μέσα του, προς κάποια θέση, πιθανώς επωφελέστερη για εκείνον ή για την ατζέντα μου. Σκοπός των κειμένων αυτών είναι αποκλειστικά και μόνο η διασκέδαση του αναγνώστη. Αν παρόλα αυτά όμως, κάποιος, αποκομίσει κάτι από αυτά τα κείμενα που δύναται να αποτελέσει ορντέβρ για σκέψη, ας είναι σίγουρος ότι ο κόπος και τα εύσημα γι’ αυτό το κατόρθωμα ανήκουν σε εκείνον και τη φαντασία του.

    Έγραψα πριν από μερικές εβδομάδες δύο κείμενα σχετικά με την «παραδοσιακή αρρενωπότητα», όπως την ονομάζει ο Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία, ή, την «τοξική αρρενωπότητα» όπως την αποκάλεσε η Gillette στην τελευταία διαφήμισή της. Όλη αυτή η συζήτηση όμως μου άνοιξε την όρεξη, μου γέννησε την απορία για το αν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η έννοια της παραδοσιακής θηλυκότητας, ή ακόμη και της τοξικής θηλυκότητας. Δυο κουβέντες γι’ αυτές τις εξάρσεις σκέψεων. Μαθαίνει κάποιος που έχει θητεύσει, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, σε πανεπιστημιακά ιδρύματα μια αρχή: αν σου έρθει κάποια ιδέα και δεν υπάρχει βιβλιογραφία ή δεν υπάρχουν αναφορές άλλων σε αυτή, οι πιθανότητες είναι όχι ότι έχεις πιάσει το Τζακ-Ποτ των ιδεών αλλά να έχεις σκεφτεί μια ολόδική σου ιδιωτική ηλιθιότητα.

    Αλλά ας εξετάσω πρώτα σε τι μπορεί να αναφέρεται η έννοια παραδοσιακή – τοξική θηλυκότητα. Μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου της ΑΨΕ για την παραδοσιακή αρρενωπότητα επιτρέπει να διακρίνει κάποιος ότι τα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά που αποδίδονται κυρίως στην προσωπικότητα του άνδρα κάλλιστα μπορούν να εμφανιστούν, και εμφανίζονται, και σε γυναίκες. Ποια είναι αυτά; Στωικότητα, ανταγωνιστικότητα, κυριαρχία, και επιθετικότητα. Το σκεπτικό μάλιστα των ψυχολόγων που έχουν καταρτίσει τις κατευθυντήριες γραμμές προς τους συναδέλφους τους αποκαλύπτει ότι αρκετά από τα χαρακτηριστικά που κάποιοι, στερεοτυπικά, θεωρούν ότι εκδηλώνονται κυρίως σε άνδρες, τείνουν να εμφανίζονται σε μεγάλο βαθμό και σε γυναίκες.

    Αλλά εγώ είχα κάτι διαφορετικό στο μυαλό μου όταν μπήκα στη διαδικασία να σκαρφιστώ την παραδοσιακή – τοξική θηλυκότητα. Είχα κάτι που θεωρούσα ότι ίσως να ενδημεί αποκλειστικά και μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας. Συνιστά σχεδόν κλισέ της αστυνομικής – νουάρ λογοτεχνίας ο τύπος της μοιραίας γυναίκας που σαγηνεύει και παρασύρει τον άνδρα σε ατραπούς που οδηγούν νομοτελειακά στη συντριβή του. Τζιμ Τόμσον, Τζέιμς Κέιν, Ντάσιελ Χάμετ, Ρέιμοντ Τσάντλερ είναι μερικά από τα ονόματα συγγραφέων που έχουν συμβάλλει τα μάλα για την εισαγωγή της έννοιας «μοιραία γυναίκα» στην ποπ κουλτούρα. Γιατί βέβαια η «μοιραία γυναίκα» έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Η Λίλιθ είναι η πρώτη γυναίκα του Αδάμ, και, όπως μας θυμίζει συχνά ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ στα μυθιστορήματά του, συμβολίζει εκτός από δαίμονα και μια από τις πρώτες εκφάνσεις της «μοιραίας». Η λίστα όμως είναι τεράστια: Ωραία Ελένη, Κλυταιμνήστρα, Σαλώμη, Δαλιδά, Τζεζαμπέλ. Όλες αυτές φέρουν στοιχεία που με ευφάνταστους τρόπους, στο πέρασμα του χρόνου, έχουν βρει τη θέση τους στις μετουσιώσεις της μοιραίας γυναίκας στη νεωτερικότητα. Γιατί όμως ο άνδρας πέφτει θύμα της μοιραίας γυναίκας; Υπάρχει κάτι σε αυτό το «μοιραία» που θα μπορούσε να μας προσφέρει στοιχεία για τα συστατικά αυτής της τοξικής θηλυκότητας; Η απάντηση φυσικά και δεν είναι απλή γιατί η στερεοτυπική ομορφιά της μοιραίας, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, δεν φαίνεται να εξαντλεί την έννοια «μοιραία». Αν αναγνωρίσουμε, και πολύ φοβάμαι ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή, ότι τελικά η εμφάνιση δεν αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της μοιραίας γυναίκας (ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη η ομορφιά), καθότι ουκ ολίγες αδιάφορες εμφανισιακά γυναίκες έχουν αξιωθεί τη θέση του (σκοτεινού) αντικείμενου του πόθου πολλών ανδρών (και γυναικών), τότε θα πρέπει να καταδυθούμε βαθύτερα προς αναζήτηση άλλων χαρακτηριστικών που ίσως και να μπορούν να ορίσουν τα συστατικά αυτής της ιδιότυπης σαγήνης της «μοιραίας». Και εδώ βρίσκω σύμμαχο, όχι τυχαία, έναν ψυχίατρο συγγραφέα: τον Γιώργο Χειμωνά. Γράφει λοιπόν ο Χειμωνάς στο «Έπαινος για τον Άνδρα» από το δυστυχώς εξαντλημένο «Ποιον Φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ;»

    Θα κάνω εγώ, ένας άντρας, το εγκώμιο γι’ αυτό το αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. Χαριστικά θα βάλω πρώτη στη σειρά τη συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεσθεί, κυρίως με το ανεκτίμητο (και κατ’ εξοχήν γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της. Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα είχε χαθεί μέσα στις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων – ένα χάρισμα που η γυναίκα, αν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο – αν θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοποιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες, που χάρη σ’ αυτές και αποκλειστικά μ’ αυτές ο άντρας επιβιώνει.

    Εμμέσως, αναγνωρίζει εδώ ο Χειμωνάς ότι ο άνδρας επιβιώνει χάρη σε «ευσυγκίνητες μυθολογίες» και «επικές φαντασιώσεις» με σύμμαχό του τη γυναίκα, που «το ανεκτίμητο και κατ’ εξοχήν γυναικείο χάρισμά της είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της». Εδώ λοιπόν έχουμε κάτι που μπορεί να σταθεί στη θέση αυτών των στοιχείων που δύνανται να βρίσκονται στον πυρήνα της έννοιας «μοιραία». Η μοιραία γυναίκα είναι αυτή που θα τραβήξει τον άνδρα έξω από τις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων. Σε αντίθεση με τη στερεοτυπική περσόνα της μοιραίας που υποτίθεται ότι παγιδεύει τον άνδρα με μια αχλή παραμυθιού, υποστηρίζω ότι η μοιραία, αληθινά τοξική θηλυκότητα, είναι αυτή που στις σωστές δόσεις, και με τους κατάλληλους χειρισμούς, θα τραβήξει τον άνδρα έξω από τις εγγενείς πλάνες του. Και όταν λέω στις σωστές δόσεις εννοώ ότι με τον ρεαλισμό της, η μοιραία γυναίκα, θα σχεδιάσει και θα εκτελέσει το σχέδιό της με τέτοιο τρόπο ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στη διαιώνιση των επίπλαστων φαντασιώσεων του άνδρα και τον υπολογιστικό ρεαλισμό της ιδίας. Η «μοιραία γυναίκα» δύναται λοιπόν να κάψει τον άνδρα με δυο τρόπους. Είτε όπως επισημαίνει ο Χειμωνάς, υπονομεύοντας με έναν άκρατο, ισοπεδωτικό ρεαλισμό τις ευσυγκίνητες μυθολογίες του, ληστεύοντάς τον δηλαδή από αυτές τις οάσεις φαντασιώσεων που επικάθονται στον μεταφυσικό του ορίζοντα και τον κάνουν να διαχειρίζεται την πεζή πραγματικότητά του, είτε, αντιστρόφως, αφήνοντάς τον να χαθεί στις ομίχλες αυτών των φαντασιώσεών του με το να τον ωθεί εν γνώσει της σε εγχειρήματα και ακροβασίες που σίγουρα θα τον οδηγήσουν στη συντριβή. Με το να τον ωθεί δηλαδή, στην καρδιά των «επικών φαντασιώσεων και ευσυγκίνητων μυθολογιών του».

    Προσέξτε τώρα πώς, ειδικά ο δεύτερος τρόπος δένει με τα στοιχεία αυτά της τοξικής αρρενωπότητας (στωικότητα, ανταγωνιστικότητα, κυριαρχία, και επιθετικότητα), που όμως εδώ, όπως πολύ σωστά επισημαίνουν και οι ψυχολόγοι της ΑΨΕ, εμφανίζονται στο πρόσωπο της γυναίκας, και δίνουν σάρκα και οστά στην έννοια της τοξική θηλυκότητας. Και μάλιστα, για να ενισχύσω την πειθώ μου, για να δείτε ότι δεν τα κατεβάζω όλα από το τσερβέλο μου, δεν θα σας εκθέσω εγώ τον τρόπο αλλά ο Ρίτσαρντ Φορντ μέσα από το «Η Χώρα, Όπως Είναι»:

    […] είναι οι γυναίκες που σε κάνουν να νιώθεις ιδιαίτερα έξυπνος, μοναδικά όμορφος, όπως δηλαδή πάντα πίστευες πως είσαι [ευσυγκίνητες μυθολογίες], που σου βγάζουν ό,τι καλύτερο έχεις και, από γενναιοδωρία ή ανάγκη του εαυτού τους [κυριαρχία, επιθετικότητα], σε προκαλούν να νιώσεις κι εσύ γενναιόδωρος, έξυπνος, τρομερά διορατικός στο καθετί και όσο πετυχημένος θα ‘θελες να είσαι [επικές φαντασιώσεις]. Αλίμονο στον άνδρα που παντρεύεται τέτοια γυναίκα, αφού τελικά θα τον οδηγήσει στην τρέλα με τις επιδοκιμασίες της και τις υπερβολικές [ανταγωνιστικότητα], ανεπιθύμητες διαβεβαιώσεις της.

    Οι αγκύλες υπογραμμίζουν τα σημεία που φαίνονται ξεκάθαρα οι εκφάνσεις της τοξικής θηλυκότητας όπως αυτές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος πάνω στην πρώτη ύλη των ανδρικών αδυναμιών. Πού μας αφήνει όλο αυτό όσον αφορά την τοξική θηλυκότητα; Η σχέση γυναίκας άνδρα πραγματεύεται αενάως ένα αλληλοσυμπληρούμενο και αντιφατικό σχήμα που θυμίζει κάπως το Γιν-Γιανγκ: ο ρεαλισμός της γυναίκας για το μακροχρόνιο («πού θα βρίσκομαι σε δέκα χρόνια;»), έρχεται σε πλήρη διάσταση αλλά και, παραδόξως, συνιστά συμπλήρωμα, με την ακραία ευσυγκίνητη ρομαντικότητα του άνδρα στο μακροχρόνιο («εγώ όμως πραγματικά σε αγαπούσα!»). Στο βραχυπρόθεσμο, καθημερινό, σήμερα είναι η σειρά της γυναίκας να πάρει τη σκυτάλη του ευσυγκίνητου ρομαντισμού («έλα να δούμε μαζί την πανσέληνο»), που όμως ο άνδρας παραγκωνίζει για την πρακτικότητα και τον δικό του ρεαλισμό που δυστυχώς επικεντρώνεται και εξαντλείται μόνο στο σήμερα («έλα να βγάλουμε τα μάτια μας τώρα που μπορούμε!»). Ο Φορντ όμως, τα λέει πιο απλά από μένα:

    Αυτές οι ιδανικές γυναίκες μπορούν πραγματικά να σε κάνουν εξυπνότερο απ’ όσο είσαι, όμως τελικά είναι κατάλληλες μόνο για εφήμερες περιπέτειες, για έντονα μακροχρόνια φλερτ που ποτέ δεν πραγματώνονται, για απροσδόκητα ταξίδια με το αυτοκίνητο ως τη Βοστώνη ή για μεταμεσονύχτια κοκτέιλ σε ημιφωτισμένα εστιατόρια με κόκκινα σεπαρέ […].

    Α ναι. Οι «ιδανικές γυναίκες» του Φορντ είναι οι μοιραίες – τοξικές τού υποφαινόμενου.

     

  • 15 Χρόνια Facebook

    Ένα από τα πολλά που παρατηρώ στο φέισμπουκ είναι και ο αριθμός των ανθρώπων που διακόπτουν το τσιγάρο. Τι το διαφορετικό έχει αυτό σε σχέση με το παρελθόν; Ο αριθμός. Αυτό είναι το διαφορετικό. Μπορεί οι άνθρωποι που ακολουθούμε στα σόσιαλ μίντια να μην συνιστούν κάποιο προσεκτικά κατασκευασμένο τυχαίο δείγμα, έτσι ώστε να μπορεί να συνάγει κάποιος ασφαλή συμπεράσματα, αλλά είναι ένα δείγμα ανθρώπων που λίγο πολύ τείνουν να βρίσκονται κοντά στη δική σου ηλικιακή ομάδα, και, κυρίως, ένα δείγμα ανθρώπων, ικανό να διαλύσει τις όποιες ψευδοφαντασιώσεις μπορεί να έχει κάποιος σχετικά με τη μοναδικότητά του. Εξηγούμαι: δεν έχεις πετύχει εσύ κάποια μεγάλη νίκη επειδή κατάφερες να κόψεις το τσιγάρο. Πάρα πολλοί άλλοι συνομήλικοί σου και μη, το έχουν καταφέρει. Απλώς στο παρελθόν δεν είχες τη δυνατότητα να τους απαριθμήσεις έτσι εύκολα. Αλλά γιατί σκαλώνω σε κάτι τόσο τετριμμένο; Η ανακοίνωση διακοπής του τσιγάρου συνιστά ίσως μια ιδανική κατηγορία ανάρτησης που σε εισάγει σε μια πιο ρεαλιστική και αυθεντική χρήση του μέσου. Ας κοιτάξουμε λίγο πιο προσεκτικά το περιεχόμενο μιας τέτοιας ανάρτησης. (Δεν θα σταθώ στην τυπολογία της, υπάρχουν εξάλλου αμέτρητοι τρόποι να μιλήσει κανείς για κάτι, στέκομαι στο περιεχόμενο.) Η δήλωση «έκοψα το τσιγάρο» συνιστά εισαγωγή στην πραγματικότητα για πολλούς λόγους: 1) Μεγάλωσες τόσο που το τσιγάρο αποτελεί πια χειροπιαστή απειλή. Η πλήρης κατανόηση της απειλής είναι καίριας σημασίας. 2) Νιώθεις την ανάγκη να το ανακοινώσεις. 3) Η ανακοίνωση σου προσδίδει δύναμη γιατί διατυμπανίζεις ότι επιτέλους εκλογικεύτηκες. Άφησες πίσω ένα κομμάτι φαντασιώσεων για χάρη μιας πεζής πραγματικότητας. Οι τρεις αυτοί λόγοι σε εισάγουν ανώδυνα στην πραγματικότητα τόσο του μέσου όσο και της ίδιας σου της ζωής. Η απάντηση στο γιατί αναρτήσεις του είδους συγκεντρώνουν αυξημένο αριθμό λάικ θα πρέπει να αναζητηθεί και στα λημέρια αυτού του εναγκαλισμού με την αλήθεια και τη ζωή.

    Το φέισμπουκ συμπληρώνει στις 4 Φεβρουαρίου 15 χρόνια ζωής. Η πρωτόλεια πλατφόρμα που ξεκίνησε στο Χάρβαρντ με σκοπό να βελτιώσει τα face books των πανεπιστημίων, που συγκέντρωναν φωτογραφίες και βιογραφικά στοιχεία για τους σπουδαστές τους, εξαπλώθηκε με καταιγιστικούς ρυθμούς, εμπλουτίστηκε με πολλά καλούδια, και έφτασε να κυριεύσει τον κόσμο. Ο ιδρυτής του έγινε ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο και η ζωή των χρηστών τής πλατφόρμας άλλαξε, κατά πάσα πιθανότητα, για πάντα. Πολλά άρθρα θα γραφτούν τις επόμενες ημέρες ανά τον κόσμο για να αποτυπώσουν αυτή την ξέφρενη πορεία. Άρθρα σαν κι αυτό, που επικεντρώνεται σε μερικά από τα πολύ ενδιαφέροντα θέματα σχετικά με τη χρήση της πλατφόρμας. Ο αρθρογράφος καταπιάνεται με το ποσοστό των χρηστών που λένε ψέμματα για τις ζωές τους, μιλάει για την περίφημη κατάρρευση του τείχους που στο παρελθόν διαχώριζε την ιδιωτική από τη δημόσια σφαίρα, και αναφέρεται και στη σχεδόν πλήρη απουσία απεμπλοκής μας από τον online κόσμο της κοινωνικής δικτύωσης. Δεν θα σας ζαλίσω με τα νούμερα: αριθμός χρηστών, ώρες χρήσης ανά ηλικιακή ομάδα, κέρδη. Όλα αυτά μπορείτε να τα βρείτε πανεύκολα, ακόμα και στο άρθρο που έχω επισυνάψει. Θα σας μεταφέρω επιγραμματικά μερικές πρωτοπρόσωπες παρατηρήσεις από τη χρήση της πλατφόρμας, που ως τέτοιες, δηλαδή πρωτοπρόσωπες, εξ ορισμού στερούνται όποιου κύρους θα μπορούσε να τις κάνει να αξιώσουν το μεγαλείο γενικεύσεων.

    Νιώθω τώρα τελευταία ότι παρελαύνουν από το χρονολόγιό μου, όλο και περισσότερες αναγγελίες θανάτων. Αυτό έχει να κάνει τόσο με τις ηλικίες των “φίλων” που έχω, όσο και με μια αλλαγή που διακρίνω στον τρόπο χρήσης του μέσου. Το πρόβλημα δεν είναι ότι πέθαινε κόσμος πριν το φέισμπουκ, αυτό όλοι το ξέραμε και είχαμε, λίγο πολύ, συμβιβαστεί. Το μέγα πρόβλημα είναι ότι συνεχίζει να πεθαίνει κόσμος και με το φέισμπουκ. Πέρα όμως από την ειρωνεία, (ακόμη και) το φέισμπουκ έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται ως κάτι που μοιάζει περισσότερο με ημερολόγιο, παρά με αυτό που ήταν στα πρώτα και δεύτερα χρόνια του. Το φέισμπουκ, εικάζω, έχει αρχίσει να περιγράφει αληθινές ζωές. Και αυτό έχει συμβεί όχι γιατί κάπως, ένα πρωί, κάποιοι αποφάσισαν να ανοιχτούν. Έχει συμβεί γιατί πολλοί χρήστες πέρασαν από το στάδιο που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να γίνουν διάσημοι ή τουλάχιστον “διάσημοι”, και τώρα, όσοι απέμειναν στην πλατφόρμα, ασπάζονται μια πιο ρεαλιστική – αυθεντική χρήση του μέσου. Πεποίθησή μου είναι ότι αν δεν ασπαστεί κάποιος τη ρεαλιστική-αυθεντική χρήση, νομοτελειακά θα φύγει από την πλατφόρμα προς άγραν άλλων μέσων. Αναλογιστείτε πόσες φορές ακούτε από κάποιον που απενεργοποιεί τον λογαριασμό του στο φέισμπουκ, τη φράση «θα κρατήσω το Τουίτερ και το Ίνσταγκραμ». Το φέισμπουκ, μέσα από αυτό το πρίσμα της στροφής προς την αυθεντικότητα, παρουσιάζει μια ιδιότυπη ταξικότητα: έχει κατ’ αρχήν απήχηση σε ανθρώπους που έχουν κάποια ζωή να παρουσιάσουν, δηλαδή ανθρώπους με κάποια οικονομική επιφάνεια που τους εξασφαλίζει τουλάχιστον πληθώρα εύκολων εικόνων (τοπία, πιάτα από λουκούλλεια και μη γεύματα, αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, σκάφη, ανεμόπτερα, κλπ) αλλά όχι απλά και μόνο ως εικόνες, αλλά και συνοδεία στοιχειωδών αφηγημάτων. Κάποιος που έχει την οικονομική δυνατότητα να ταξιδεύει αρκετές φορές τον χρόνο, ακόμη και για επαγγελματικούς λόγους (σκεφτείτε για παράδειγμα τη γοητεία ενός Γουίλι Λόμαν με φέισμπουκ), έχει πολύ υλικό προς επίδειξη. Από την άλλη πλευρά, το φέισμπουκ έχει επίσης απήχηση σε ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να κατασκευάζουν περιεχόμενο. Ανθρώπους που ακόμα κι αν στερούνται την ευκολία τού να αποτυπώνουν τον κόσμο καθώς περνάει μπροστά από τα μάτια τους, μπορούν να κατασκευάζουν περιεχόμενο που προσομοιάζει αυτόν τον κόσμο. Έτσι κάπως τους προσφέρεται η δυνατότητα να “ανταγωνιστούν” την πρώτη κατηγορία. Υποστηρίζω ότι η διάκριση της πρώτης από τη δεύτερη κατηγορία, γίνεται, σε βάθος χρόνου, και από πλευράς αριθμού λάικ, δυσδιάκριτη. Ίσως τελικά, σε μια δεύτερη ανάγνωση, κάτι αποκαλύπτει αυτό για την ταξικότητα που προανέφερα: ότι πάντα ήταν έτσι, και ένα ρεαλιστικότερο φέισμπουκ θα τείνει να είναι καθρέφτης του παλιού κόσμου. Άνθρωποι με κλίσεις και ταλέντο πάντα πλαισίωναν ανθρώπους με οικονομική επιφάνεια που είχαν την κλίση και το ταλέντο να διακρίνουν την ήρα από το στάχυ. Το φέισμπουκ έχει προσφέρει τα μάλα στον εκδημοκρατισμό αυτής της συναναστροφής. Δεν απαιτείται πλέον να είσαι ένας μαικήνας αντάξιος των Μεδίκων, των Γκουγκενχάιμ, ή του Σταύρου Νιάρχου για να κάνεις “παρέα” με καλλιτέχνες και καλλιτεχνίζοντες, και, από την άλλη πλευρά, δεν απαιτείται να είσαι ο Νόελ Κάουαρντ, ο Σόμερσετ Μωμ, ή ο Τρούμαν Καπότε για να παράγεις περιεχόμενο που θα κεντρίζει την προσοχή μιας χούφτας χρηστών. Φυσικά, όπως ίσως αντιλαμβάνεστε, αναφέρομαι κυρίως σε ένα φέισμπουκ μέσης ηλικίας. Το Instagram, το Twitter, το Snapchat, προσφέρονται για πιο αποσπασματικές και θραυσματικές απεικονίσεις της ζωής του χρήστη, και αντίστοιχα καλύπτουν ανάγκες προβολής που εικάζω βρίσκονται στην καρδιά τρυφερότερων ηλικιακά και συναισθηματικά ομάδων.

    Θα κλείσω με μια μικρή αναφορά σε ένα από τα σημεία που έθιξε ο αρθρογράφος του κειμένου που ανέφερα παραπάνω. Τη μομφή που σκιαγράφησε γι’ αυτή τη διαρκή απουσία απεμπλοκής από τον online χαρακτήρα της κοινωνικής δικτύωσης: το ότι έχουμε απολέσει τον χρόνο με τον εαυτό μας. Θεωρώ ότι η κοινωνική δικτύωση διδάσκει κάτι πολύ βασικό για τον κόσμο μας. Διδάσκει χορογραφία για την εκμάθηση του ενάρετου αυτού βηματισμού που συνιστά τη χρυσή τομή στις αποστάσεις που απαιτείται να παίρνουμε απέναντι στα πράγματα: τους γονείς, τους εραστές, τους φίλους, τους συναδέλφους. Στον αντίποδα της κατηγορίας κολληματικής προσήλωσης που προάγει το μέσο για ευνόητους οικονομικούς λόγους του, προσήλωση που χαρακτηρίζει τόσο παιδιά, εφήβους, όσο και ενηλίκους, βρίσκεται η μοναδική δυνατότητά του να ενορχηστρώνει για χάρη μας ένα τόσο ευρύ πεδίο σχέσεων, ευσύνοπτα και χρηστικά. Όποιος έχει φορέσει γυαλιά οράσεως ξέρει ότι για να δεις σωστά δεν χρειάζεται ούτε να κολλήσεις τους φακούς στα μάτια σου, αλλά και ούτε να τους ακροβατείς στην άκρη της μύτης σου.

     

  • Η πιθανή βράβευση του Τσίπρα με το Νόμπελ Ειρήνης θα έδινε μια πολύ αναγκαία ώθηση στο κύρος του θεσμού.

  • Εθνική και Ιστορική Πινακοθήκη

    Θεόδωρος Βρυζάκης, Η Παραίτηση του Λόρδου Γκλέτσου στη Στυλίδα μετά την Επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, λάδι σε μουσαμά.

  • The Hollow Men

    Στον απόηχο της διαφήμισης της Gillette, που έφερε πάλι στο προσκήνιο τις συζητήσεις για την «τοξική αρρενωπότητα», διαβάζω στο περιοδικό της Αμερικάνικης Ψυχολογικής Εταιρείας (APA) για τις κατευθυντήριες γραμμές προς ψυχολόγους για τη διαχείριση των θεμάτων που αφορούν αγόρια και άνδρες. Σημειώστε ότι, εδώ, η «τοξική αρρενωπότητα» γίνεται «παραδοσιακή». Το πρόβλημα είναι λοιπόν η «παραδοσιακή αρρενωπότητα». Ποια είναι η κεντρική ιδέα των συγκεκριμένων γραμμών; «Η παραδοσιακή αρρενωπότητα—που χαρακτηρίζεται από στωικότητα, ανταγωνιστικότητα, κυριαρχία, και επιθετικότητα—είναι, στο σύνολό της, επιβλαβής». Το συγκεκριμένο κείμενο, που δεν προορίζεται για το ευρύ κοινό αλλά για τους επαγγελματίες του κλάδου, δέχτηκε επίθεση από συντηρητικά μέσα όπως εδώ. Δεν είμαι ψυχολόγος και άρα θα ήταν αφελές να αξιολογήσω τις συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές. Δεν θα αρνηθώ όμως τον ρόλο του σχολιαστή.

    Η ουσία της κριτικής απέναντι σε αυτές τις οδηγίες συνοψίζεται στα εξής ερωτήματα: πώς θα αντιμετωπιστεί αυτή η «παραδοσιακή – τοξική αρρενωπότητα» χωρίς να ευνουχιστούν όχι μόνο οι άνδρες αλλά και οι γυναίκες από τα ενάρετα στοιχεία αυτής της αρρενωπότητας; Πώς θα συγκεραστούν, σε ένα υβρίδιο, συμπεριφορές που υπαγορεύουν κατ’ αποκοπή, ανάλογα των περιστάσεων, επιθετικότητα σε ένα περιβάλλον και πασιφισμό σε ένα άλλο; Χωρίς να θέλω να υποστηρίξω ότι η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι απλή, οι κατευθύνσεις προς τις οποίες σπρώχνουν κάποιοι συντηρητικοί σχολιαστές τις απαντήσεις τους φαντάζουν λίγο απλοϊκές όταν δίνουν έμφαση στη σημασία που έχει η σωματική ρώμη που, ομολογουμένως, τείνει να φθίνει στους μιλένιαλς. Το σκεπτικό των επικριτών, σε γενικές γραμμές, είναι ότι η παραδοσιακή – τοξική αρρενωπότητα είναι απαραίτητη γιατί η απουσία της, και κατά συνέπεια η απουσία των ενάρετων στοιχείων της, θα μας κοστίσει περισσότερο. Το πρόβλημα γίνεται αντιληπτό όταν συνειδητοποιήσει κάποιος ότι η παραδοσιακή αρρενωπότητα είναι μία και ατόφια. Δεν έχει στοιχεία που τα διαβάζουμε ως επιβλαβή, και, άλλα, που τα θεωρούμε ενάρετα. Στωικότητα, ανταγωνιστικότητα, κυριαρχία, επιθετικότητα. Τα τέσσερα αυτά βασικά στοιχεία που δίνει στο κείμενο της η ΑΨΕ συνοψίζουν και καλύπτουν επαρκώς την έννοια. Ενάρετα θεωρούμε όλα αυτά τα στοιχεία στις σωστές δόσεις, τις κατάλληλες στιγμές. «Η ίδια σκληρή συμπεριφορά που μπορεί να σώσει τη ζωή ενός στρατιώτη στο πεδίο της μάχης, δύναται να την καταστρέψει (τη ζωή) στο περιβάλλον μιας ερωτικής σχέσης ή στον ρόλο του πατέρα», αναφέρει το κείμενο στην ενότητα που μιλάει για το πώς θα πρέπει να διαχειριστούν τα ενάρετα κομμάτια της αρρενωπότητας. «Ο θεραπευτής δύναται να ενθαρρύνει τους άνδρες να αποβάλλουν τις επιβλαβείς – τοξικές ιδεολογίες της παραδοσιακής αρρενωπότητας (σεξισμό, βία) και να βρουν την ελαστικότητα των εν δυνάμει θετικών στοιχείων της (θάρρος, ηγετικές ικανότητες)». Το πώς ακριβώς θα επιτευχθεί αυτός ο διαχωρισμός παραμένει άγνωστο καθότι ακόμη και το κείμενο της ΑΨΕ παραδέχεται ότι «[…] δεν έχει γίνει ακόμη συστηματική μελέτη για την καταγραφή και αποτύπωση, σε μια νέα κλίμακα, των θετικών στοιχείων της αρρενωπότητας, αλλά και του βαθμού προσήλωσης της κοινωνίας προς αυτά».

    Είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι η περιγραφή του διαχωρισμού των στοιχείων της παραδοσιακής αρρενωπότητας σε ενάρετα και επιβλαβή, και κυρίως η ανάκληση και αποθήκευσή τους, σε πραγματικό χρόνο, ανάλογα με τις περιρρέουσες συνθήκες και καταστάσεις στις οποίες δύναται να βρεθεί το αρσενικό αρχίζουν και θυμίζουν, από την ανάποδη, σκηνικά λίγο πολύ βγαλμένα από επιστημονική φαντασία (The Bourne Identity, The Manchurian Candidate). Είναι σα να επιθυμούμε, επειδή οι συνθήκες άλλαξαν, να επανασχεδιάσουμε τα καλούπια γαλούχησης γενεών και γενεών αρρένων που φαίνεται ότι δεν κατάφεραν, από μόνοι τους, να εγκλιματιστούν στις απαιτήσεις της εποχής. Πεποίθησή μου είναι ότι η κοινωνία αποπειράται να απεκδυθεί το μέγα δίλημμα: να πρέπει να αποφασίσει ποιους ακριβώς θα “θυσιάσει” ανάλογα με το πού θεωρεί ότι γέρνει η πλάστιγγα. Θα επιλέξει να θυσιάσει μέλη της (άνδρες) που θα έχουν γαλουχηθεί με τα νέα πρότυπα αρρενωπότητας, και άρα θα θυσιαστούν στο βωμό μιας ξαφνικής αναταραχής που θα απαιτεί επιτακτικά τα παλιά, ξεπερασμένα, βάρβαρα ένστικτα, ή θα συνεχίσει να θυσιάζει μέλη της (γυναίκες) που περιστασιακά θα θυματοποιούνται από τοξικούς άρρενες που θα παραβιάζουν όλο και πιο συχνά τις διαρκώς συρρικνούμενες γραμμές των ορίων της ανοχής προς τα τοξικά, αλλά απαραίτητα, θέλγητρά τους που δεν δύναται να μπορούν να παραμένουν για πάντα εν υπνώσει;

    Ας τελειώσω με ένα απόσπασμα από τον περίφημο μονόλογο του Συνταγματάρχη Κουρτζ, στο «Αποκάλυψη Τώρα» τού Κόπολα (βίντεο εδώ, κείμενο εδώ). Όποιος έχει δει την ταινία θα θυμάται πολύ καλά την αίσθηση που αποκομίζει ο θεατής καθώς παρακολουθεί, καθηλωμένος, τον διάπλου του ποταμού μέσα στην ασιατική ζούγκλα προς αναζήτηση του Συνταγματάρχη Κουρτζ. Θα θυμάται ο θεατής όλα αυτά τα στοιχεία που ενδύουν τον Συνταγματάρχη Κουρτζ με τον μανδύα της αντιφατικής περσόνας που από υπόδειγμα αξιωματικού, κάποια απροσδιόριστη στιγμή, μεταμορφώνεται σε έναν αινιγματικό, μονήρη, γκουρού πέρα και πάνω από στρατιωτικές και πολιτικές ταξινομίες. Ολόκληρη η ταινία όμως συνιστά πρελούδιο προς αυτό τον μονόλογο που συνοψίζει σε μερικές γραμμές όχι μόνο το δράμα αλλά και το σταυροδρόμι της μεταμόρφωσης του Συνταγματάρχη Κουρτζ: Αφηγείται ο Κουρτζ, στον χαρακτήρα που ενσαρκώνει ο Μάρτιν Σιν, ένα περιστατικό από τον πρώτο καιρό που βρισκόταν στο Βιετνάμ και μιλάει για μια ημέρα που πήγαν οι στρατιώτες των Ειδικών Δυνάμεων σε ένα χωριό για να εμβολιάσουν τα παιδιά κατά της πολιομυελίτιδας. Λέει ο Κουρτζ ότι αφού τελειώσαν και αποχώρησαν, τους πρόφτασε στο δρόμο ένας γέρος χωρικός που έκλαιγε. Όταν μετά από προτροπή του επέστρεψαν στο χωριό, αντίκρισε, λέει ο Κουρτζ, το αποτρόπαιο θέαμα: τη σωρό των μικρών παιδικών χεριών που οι βιετναμέζοι στρατιώτες είχαν ακρωτηριάσει.

    «Έκλαψα σαν γιαγιά. Ήθελα να ξεριζώσω τα δόντια μου. Αλλά θέλω να το θυμάμαι. Δε θέλω ποτέ να το ξεχάσω. Και τότε συνειδητοποίησα, σα να με είχε χτυπήσει ένα διαμάντι, μια διαμαντένια σφαίρα στο μέτωπο. Και αναλογίστηκα, Θεέ μου, τη διάνοια όλου αυτού του σκηνικού. Την ιδιοφυΐα. Τη θέληση που απαιτείται για κάτι τέτοιο. Τέλειο, αυθεντικό, ολοκληρωμένο, κρυστάλλινο, ανόθευτο. Και τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν πιο δυνατοί από εμάς. Γιατί μπορούσαν να ανεχθούν ότι αυτοί που το έκαναν αυτό δεν ήταν τέρατα. Ήταν άνδρες, μια εκπαιδευμένη δράκα, αυτοί οι άνδρες που πολεμούσαν με την καρδιά τους, που είχαν οικογένειες, που είχαν παιδιά, που ήταν γεμάτοι αγάπη, αλλά είχαν το σθένος, το σθένος, να πράξουν κάτι τέτοιο. Αν είχα δέκα μεραρχίες τέτοιων ανδρών τα βάσανα μας εδώ πέρα θα είχαν τελειώσει πολύ σύντομα. Χρειάζεται να έχεις άνδρες που είναι ηθικοί, και, την ίδια στιγμή, που έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τα πρωτόγονα ένστικτά τους για να σκοτώνουν χωρίς συναίσθημα, χωρίς πάθος, χωρίς κρίση, χωρίς κρίση. Γιατί είναι η κριτική ικανότητα που μας νικάει».

    Η Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία, λοιπόν, που ανακοινώνει για πρώτη φορά κατευθυντήριες γραμμές για αγόρια και άνδρες, αποπειράται να κρίνει για να βρει απαντήσεις και κυρίως να δώσει λύσεις. Το αν θα ηττηθεί, παραμένει άγνωστο.

  • Bildungsroman

    Να βγει ο Γιάννης Σμαραγδής να γυρίσει μια ταινία να καταλάβουμε πώς, σε μία εβδομάδα, ένας άμοιρος, μαύρος, τενίστας από τη Νάουσα, νικάει τον Φέντερερ, αποσπά δέκα υποψηφιότητες στα Όσκαρ, και, ηττημένος από την επάρατη νόσο, αφήνει την τελευταία του πνοή στην Ελβετία.

  • «Πάντα λέω ψέματα, ακόμη και όταν λέω την αλήθεια»

    Η διαφήμιση της Gillette. Καταρχάς τράβηξε την προσοχή και απ’ ό,τι φαίνεται όχι αδίκως. Αν δεν την έχετε δει, πατήστε εδώ. Κυρίαρχο θέμα αυτό που ονοματίζεται ως «toxic masculinity», που το μεταφράζω ως «τοξική αρρενωπότητα». Τι περιλαμβάνει; Το πλήρες σετ συμπεριφορών που έχει ταυτιστεί με την ανδρική συμπεριφορά όταν αυτή χαρακτηρίζεται από επιθετικότητα, υπέρ το δέον ανταγωνιστικότητα, σεξισμό, μπούλινγκ, σεξουαλική παρενόχληση, αλλά και χαρακτηριστικά ανδρικής συμπεριφοράς όπως απόκρυψη συναισθημάτων, ακραία αυτοπεποίθηση, υπερεκτίμηση ικανοτήτων και δυνατοτήτων. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς όλα αυτά δύναται να τα συναντήσει κάποιος και σε γυναικείες συμπεριφορές, αλλά, ομολογουμένως, σε πολύ μικρότερο βαθμό. Το ταινιάκι της διαφήμισης, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, δεν περιέχει κάτι ακραίο, κάτι που θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αδίκως χρεώνεται στην ανδρική παλέτα συμπεριφορών. Ό,τι βλέπουμε συμβαίνει και αυτό συνιστά γεγονός αδιαπραγμάτευτο. Η Gillette στηλιτεύει αυτές τις συμπεριφορές και δείχνει τον δρόμο για ένα καλύτερο αύριο.

    Η διαφήμιση συνιστά καρπό τού λεγόμενου «social-responsibility marketing». Θα μπορούσε λοιπόν να πει κάποιος ότι η συγκεκριμένη διαφήμιση είναι κάτι σαν «κοινωνική προσφορά» της Gillette. Το σκεπτικό πίσω από το γιατί επιλέγει μια πολυεθνική να δοκιμάσει κάτι τέτοιο έχει να κάνει με αυτό που η αρθρογράφος εδώ ονομάζει «leadership void». Απέναντι σε αυτό το κενό ηγεσίας, είτε από πλευράς κυβερνήσεων είτε διανοούμενων, που δείχνει βαθιά ριζωμένο στις πεποιθήσεις των μιλένιαλς, τα τμήματα μάρκετινγκ μεγάλων πολυεθνικών δράττονται της ευκαιρίας να επικοινωνήσουν (sic) στις επερχόμενες γενιές καταναλωτών αυτά που θεωρούν σημαντικά.

    Αναλογιστείτε λίγο τη χωροδιάταξη του σκηνικού. Η πολυεθνική (η Gillette ανήκει στην Procter & Gamble) υπεισέρχεται απροκάλυπτα στην ατζέντα τού πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε. Η πολυεθνική μπαίνει στα χωράφια της ηθικής. Το syllabus ορίζεται από αυτούς που σκοπό έχουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Στεκόμαστε απέναντι σε μια ιδανική περίπτωση του τερπνού μετά του ωφελίμου (όπου «τερπνόν» βάλτε «κερδοφόρον»); Το κράτος απουσιάζει, αλλά τόσο το καλύτερο γιατί λιγότερο κράτος ισοδυναμεί με καλύτερη ηθική; Ένας θρίαμβος του φιλελευθερισμού; «Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ισχύει, και να λείπουν οι αριστερές κορώνες», θα πει μια πιο ψύχραιμη φωνή. Κρίνουμε κατ’ αποκοπή και μόνον. Πού βρίσκεται το πρόβλημα μια μεγάλη εταιρεία να αναλαμβάνει να νουθετήσει τον ανδρικό πληθυσμό;

    Ας υποθέσουμε ότι η κατεύθυνση του ανέμου, ξαφνικά, αλλάζει και περνάμε σε μια κατάσταση που μια κοινωνία ασπάζεται, για λόγους που δεν εξετάζουμε εδώ, την πατριαρχία. Αν δυσκολεύεστε να το δείτε αυτό, σκεφτείτε μια δυστοπία όπως στο Handmaid’s Tale της Atwood. Μια δυστοπία όπου όμως η Gillette ζει και βασιλεύει. Ερώτημα: η Gillette θα συνεχίσει να σκέφτεται προς τη σωστή κατεύθυνση; Τι θέλω να πω; Το κίνητρο της εταιρείας, και κάθε εταιρείας, είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους της. Αυτή είναι περιγραφική πρόταση και όχι αξιακή. Η Gillette ένιωσε ότι τώρα ήταν μια καλή στιγμή, γιατί έχει αποκτήσει momentum το κίνημα του #metoo, και επέλεξε να τρέξει την καμπάνια. «I think it is important to stand for more than the product’s benefit that you provide, and I think that’s the expectation of our younger audiences», λέει ο Pankaj Bhalla με την ιδιότητα του brand director Βορείου Αμερικής. Όσο εύηχο και να είναι αυτό το «έχει σημασία να υποστηρίξουμε κάτι παραπάνω από το όφελος του προϊόντος που προσφέρουμε», η καμπάνια, όταν κατακαθίσει ο κουρνιαχτός και καθίσουν οι διευθυντάδες στη στρογγυλή τράπεζα για να απολογηθούν στους μετόχους, θα αξιολογηθεί με νούμερα πωλήσεων και όχι με το αν έκανε ή όχι καλό στους άνδρες, τις γυναίκες, ή τον κόσμο ως σύνολο. «Μπορεί το όλο σκηνικό να μας έσκασε στα μούτρα, αλλά κάναμε καλό στον κόσμο! Money well spent!», θα πει ο Pankaj. Δεν νομίζω ότι είναι ακριβώς έτσι, και, για να είμαι δίκαιος, αν εγώ είχα τα λεφτά μου στην εταιρία, θα του έλεγα να σώσει τον κόσμο με τον μισθό του και όχι με τα δικά μου λεφτά.

    Η πολυεθνική δεν θα σταθεί σύμμαχος του ηθικού και του ενάρετου και των δικαιωμάτων καμιάς ομάδας ανθρώπων αν αυτό δεν προβλέπεται (με νούμερα και κοπιαστική μελέτη) ότι θα βελτιώσει τις πωλήσεις της. Η άσκηση πολιτικής και η σφυρηλάτηση κανόνων ηθικής από πολυεθνικές δεν είναι καλή ιδέα για την ηθική αλλά ούτε και για τις ίδιες τις πολυεθνικές. Επιλέγω λοιπόν να διαβάσω τη διαφήμιση ως ένδειξη σοβαρού ελλείμματος  των θεσμών (κράτους και διανόησης) που αφήνουν το πεδίο ελεύθερο για τέτοιου είδους δράσεις. Θα ρωτήσει κάποιος ιδιόρρυθμος αν διασφαλίζεται η κρατική ή διανοουμενίστικη πηγή των νουθεσιών από τον πειρασμό του κέρδους. Όχι βέβαια. Τίποτα δεν με διασφαλίζει από αυτό. Προτιμώ όμως να μην επιλέγω ως διαμορφωτή της ηθικής μου έναν θεσμό ο οποίος εγνωσμένα, εκ του καταστατικού του, αποσκοπεί στο ίδιον κέρδος. Προτιμώ να παίρνω τα ρίσκα μου με άλλους θεσμούς, πιο ρομαντικούς, που όταν θα μου λένε ψέματα θα φέρουν, για όσο και σε όποιο βαθμό το φέρουν, και το βάρος του ψέματος.

    Κλείνω με κάτι ανάλαφρο που επεξηγεί και τον τίτλο του κειμένου. Πολλοί θα θυμούνται αυτή τη σκηνή από το κλασικό πια «Scarface». Προσέξτε το σημείο που ο Πατσίνο λέει αυτό το αινιγματικό «I always tell the truth, even when I lie». «Πάντα λέω την αλήθεια, ακόμη κι όταν λέω ψέματα». Ο ήρωας, εδώ, μεθυσμένος, παραληρεί και διατυμπανίζει τον κώδικα συμπεριφοράς του, την ιδιοσυγκρασιακή ακεραιότητά του. Γιατί η συμπεριφορά του συνιστά μια ακεραιότητα από την ανάποδη: η άρνηση, αλλά και η ανικανότητά του, να υποκριθεί και να κρυφτεί πίσω από θεσμούς και πρωτόκολλα συμπεριφοράς συνιστά μια αρετή. Η περίπτωση της Gillette, και κάθε εταιρείας, που μπαίνει στα χωράφια της ηθικής ενέχει κάτι αντίστοιχο. Μόνο που εδώ, η επίμαχη, αινιγματική, φράση του Τόνι Μοντάνα αντιστρέφεται: η εταιρεία πάντα θα λέει ψέματα, ακόμη κι όταν, συγκυριακά, θα λέει την αλήθεια.