Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • Ο τρελός του χωριού

    Μέσα στην εβδομάδα που πέρασε έπεσα πάνω σε αυτή τη φωτογραφία που βλέπετε να συνοδεύει το παρόν κείμενο. Την είδα τυχαία εδώ και αν κρίνω από τις αντιδράσεις και τις κοινοποιήσεις του κόσμου η εικόνα αυτή άγγιξε κάποια χορδή. Η φωτογραφία είναι τού Γιάννη Δήμου και έχει τραβηχτεί κάπου τη δεκαετία του ’70 σε κάποιο πανηγύρι. Η λεζάντα που τη συνοδεύει (που είναι απάντηση τού φωτογράφου στην ερώτηση «ποια είναι η πιο εντυπωσιακή σκηνή που θυμάστε από τα πανηγύρια; Ποια σας έρχεται πρώτη στο μυαλό;», είναι η εξής:

    […] αυτή η στιγμή. Εδώ είναι ο τρελός του χωριού που είναι μόνος του, εξοστρακισμένος και παρακολουθεί τι κάνουν οι άλλοι. Ήταν συνταρακτικό, γιατί τη στιγμή που τον φωτογράφισα όλο το χωριό γλεντούσε κι αυτός παρακολουθούσε από απόσταση, ολομόναχος. Έχω τραβήξει τέσσερις φωτογραφίες νομίζω, περιμένοντας αυτή την στιγμή. Ήμασταν μόνο αυτός κι εγώ και θυμάμαι ότι έκλαιγα.

    Το στιγμιότυπο είναι αναμφισβήτητα εντυπωσιακό γιατί απαθανατίζει μια στιγμή που πολλοί θα ήθελαν να παραμείνει αθέατη. Δεν είναι τόσο ότι προκαλεί τον οίκτο και τη συμπόνια, αλλά, κυρίως, ότι αυτή η εικόνα του ανθρώπου, που διακριτικά και από απόσταση παρακολουθεί και εποφθαλμεί τη συμμετοχή στο κοινό, εν προκειμένω ένα πανηγύρι, προσφέρεται και για μια διαφορετική ανάγνωση. Η φωτογραφία λειτουργεί ως σημαίνον για ένα ιδιότυπο σημαινόμενο: ο κάθε ένας μας έχει βρεθεί σε αυτή τη θέση και αυτή η θέση είναι, ας το πω κομψά, άβολη. Και γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον γιατί είναι μια φωτογραφία που τράβηξε την προσοχή τόσων ανθρώπων. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε βρεθεί σε αυτή τη θέση, που απεικονίζει η φωτογραφία τού Γιάννη Δήμου, κοιτάζοντας φωτογραφίες. Και εικάζω τα τελευταία χρόνια αυτό συμβαίνει όλο και πιο συχνά γιατί οι φωτογραφίες είναι το σκληρό νόμισμα του σήμερα. Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος τη μετεωρική άνοδο του «Ίνσταγκραμ». Μιας πλατφόρμας που επιτρέπει μόνο φωτογραφικές αναρτήσεις. Το νόμισμα που «γράφει» στα σημερινά μέσα. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και γραμμικά. Γιατί και αλλού «γράφει» αυτό το «φωτογραφικό», αν και μας διαφεύγει. Και αυτό το «αλλού» δεν είναι άλλο από τις «φωτογραφικές διατάξεις και τροπολογίες» που τις τελευταίες ημέρες είχαν την τιμητική τους.

    Πάμε όμως πάλι πίσω στην αρχή. Παρατηρήστε λίγο πιο προσεκτικά τη φωτογραφία. Δείτε τα χέρια του «τρελού». Η στάση του σώματος και τα χαρακτηριστικά του προσώπου υποδηλώνουν κάποιο είδος κατάνυξης; Στέκεται άραγε απέναντι στο πανηγύρι όπως στέκεται ένας πιστός στην εκκλησία; Βιώνει το θέαμα ως μυστήριο με τη χριστιανική έννοια ή ως μυστήριο γιατί όλο αυτό τού είναι ίσως κάπως ασύλληπτο ή ανεξήγητο;

    Εικάζω ότι πολλοί από εμάς στέκονται έτσι ακριβώς απέναντι σε πολλά από αυτά που βιώνουμε κάθε φορά που μπαίνουμε σε προεκλογικές περιόδους. Διάβασα χθες τόσο πολλά για τις δηλώσεις της Τασίας Χριστοδουλοπούλου που τελικά απόρησα. Απόρησα όχι για τη Χριστοδουλοπούλου αλλά γιατί από κάποιο σημείο και πέρα, όλα αυτά (οφείλεις να) τα βλέπεις από μια απόσταση. «Και τι έγινε; Η πρώτη είναι ή η τελευταία;», αναρωτιέσαι και προσπερνάς. «Όλη αυτή η βαβούρα, γιατί; Θα αλλάξει μήπως κάτι;»

    Και μετά μου ήρθε. Τελικά, εκτός από αυτούς που παθιάζονται και στηλιτεύουν τα ανομήματα της Χριστοδουλοπούλου, ή του Πολύδωρα και τόσων άλλων στο παρελθόν, εκτός από αυτή τη μικρή μάζα, υπάρχουν πάρα πολλοί που κοιτάζουν αυτό το πανηγύρι της εξουσίας που λαμβάνει χώρα κάθε περίπου τέσσερα χρόνια όπως το κοιτάζει ο σαλός της φωτογραφίας. Η φωτογραφία μπορεί να έχει τραβηχτεί το 1976 αλλά παραμένει επίκαιρη. Και μάλιστα στεκόμαστε κι εμείς σε αυτήν ακριβώς τη στάση απέναντι στο μυστήριο της εξουσίας και των συμπαρομαρτούντων της. Κάνουμε πως καταλαβαίνουμε αλλά μάλλον κάτι μας διαφεύγει. Παρακολουθούμε με την κατάνυξη του σαλού. Εποφθαλμιούμε κι εμείς λίγο από αυτό το πανηγύρι, αλλά, φευ, αναγνωρίζουμε ότι δεν είναι για τα δόντια μας. Όχι γιατί διαθέτουμε κάποιο ηθικό πλεονέκτημα (αν κάποιοι είχαν αμφιβολίες, κατέπεσε και αυτό) αλλά γιατί δεν έχουμε τα κότσια και κυρίως τις διασυνδέσεις να λάβουμε μέρος σε αυτό το πανηγύρι. Οι άνθρωποι που διασκεδάζουν σε αυτό το πανηγύρι είναι κάτι άλλο. Και είναι τελικά η σιωπή αυτής της απάθειας που μας κάνει κι εμάς να φαντάζουμε στα μάτια της εξουσίας «τρελοί». Και μάλιστα χρήσιμοι «τρελοί». Ο κόσμος παθιάστηκε με τη συγκεκριμένη φωτογραφία γιατί κατά βάθος αναγνωρίζει στο πρόσωπο του σαλού τον εαυτό του. Εμείς είμαστε οι «τρελοί του χωριού». Ένας τεράστιος αριθμός πολιτών που κρύβονται πίσω από τα αλλόκοτα ποσοστά αποχής (και ανοχής) των εκλογών απέναντι στην ανημπόρια που σε κάνει να αισθάνεσαι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Όταν οι υποψήφιοι αντιπρόσωποι, που γλοιωδώς κάθε τέτοια εποχή επιζητούν την ψήφο μας, κάνουν μπροστά στα μάτια μας το παν για να μας αποδείξουν, ότι, πρωτίστως, κοιτάνε τα του οίκου τους. Όταν η λογική των φωτογραφικών διατάξεων έχει ως μοναδικό σκοπό να κρύψει, πίσω από την ψευδεπίγραφη εναλλαγή στην εξουσία, το βόλεμα των ημέτερων για να αρχίσει αλλά και για να μην διακοπεί ποτέ το πανηγύρι. Καλή μας θέαση.

  • Ο «Δημοσιογράφος Βασιλιάς»

    Μετά από το μπαράζ των ανακοινώσεων για τις υποψηφιότητες δημοσιογράφων στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές μού ήρθε η επιθυμία να διαβάσω λίγο τις Αρχες Δεοντολογίας του Δημοσιογραφικού Επαγγέλματος. Χαμογέλασα σε πολλά σημεία λόγω της αναντιστοιχίας που διέκρινα ανάμεσα στην ουσία αυτών των αρχών και σε αυτά που παρατηρεί κάποιος στις μέρες μας. Μου φάνηκε κάπως αφελές όλο αυτό. Και εννοώ φυσικά από πλευράς μου, γιατί αν δοκίμαζα να επιχειρηματολογήσω για την καταστρατήγηση τού πνεύματος κάποιων άρθρων θα συναντούσα σθεναρή αντίσταση και ίσως και επιχειρήματα που θα προσπαθούσαν να με πείσουν ότι όλα βαίνουν καλώς. Αλλά γιατί πραγματικά να θέλει ένας δημοσιογράφος να γίνει πολιτικός; Να περάσει, λέει, στην άλλη πλευρά και αντί να ελέγχει να θέλει να ελέγχεται! Αντί να θέτει τις ερωτήσεις να θέλει να δίνει τις απαντήσεις. Και πάλι βέβαια περιδιαβαίνω τις ατραπούς της αφέλειας. Η βουλευτική ιδιότητα συνάδει με υψηλότερες (και καλύτερες) απολαβές άρα γιατί να μην αποτολμήσει κάποιος το βήμα εφόσον θεωρεί ότι διαθέτει τα εχέγγυα για να εκλέγει. Και στα εχέγγυα αυτά συγκαταλέγονται όχι μόνο τυπικά προσόντα, όπως για παράδειγμα η αναγνωρισιμότητα, αλλά και ουσιαστικά όπως γνώσεις και δεξιότητες που αρμόζουν σε έναν πολιτικό. Γιατί όμως τελικά δεν παρατηρούμε ποτέ την αντίστροφη πορεία: ένας πολιτικός να περάσει στο τερέν της δημοσιογραφίας; Γιατί δεν είθισται ένας “αποτυχημένος” πολιτικός να γίνει ένας πετυχημένος δημοσιογράφος; Ναι, αναγνωρίζω ότι σας ζητάω να κοιτάξετε πέρα από το οικονομικό όφελος, αλλά ας το δοκιμάσουμε. Αν το καλοσκεφτεί κάνεις αυτή θα ήταν μια ιδανική πορεία. Ένας “αποτυχημένος” πολιτικός θα είχε «εκ των έσω» γνώση και θα μπορούσε να αναδειχθεί σε έναν εξαίρετο δημοσιογράφο… Ο δημοσιογράφος δηλαδή που στοχεύει στην πολιτική θέση σκέφτεται διαφορετικά; Δεν έχει άραγε αποκτήσει με τα χρόνια πείρα στην άσκηση ελέγχου, και άρα, δεν θεωρεί ότι τώρα θα μπορεί να κάνει υποδειγματικά τη δουλειά που τόσο καιρό παρατηρούσε κάτω από τον μεγεθυντικό φακό; Μια παλιά καραβάνα, ένας καταξιωμένος δημοσιογράφος, φαντάζει από πολλές απόψεις ένας ιδανικός πολιτικός. Ναι, θα πρέπει τώρα να μεροληπτεί. Θα πρέπει να επιλέξει πλευρά. «Μα, ρε άνθρωπε, αυτά τα είχε κάνει από πριν», θα πει κάποιος και δύσκολα θα τον βγάλεις ψεύτη.

    Αλλά επειδή, τελικά, αλλού θέλω να πάει η κουβέντα, και θα ήθελα να φέρω στο φως μια άλλη πλευρά της, σας ζητώ να αναλογιστείτε ότι η διαφορά ανάμεσα στον δημοσιογράφο και τον πολιτικό ομοιάζει με τη διαφορά ανάμεσα σε δύο άλλες ομάδες μεταξύ των οποίων έχουμε επίσης συνηθίσει να παρατηρούμε έντονη κινητικότητα: στον συγγραφέα και τον κριτικό. Πολλοί κριτικοί περνούν κάποια στιγμή στην αντιπέρα όχθη και θεωρούν ότι επειδή έχουν επιδοθεί στον διεξοδικό έλεγχο του έργου των συγγραφέων – και επειδή κάποιοι από αυτούς έχουν επιχειρηματολογήσει αρκούντως για το έργο ουκ ολίγων από αυτούς – έχουν, διατείνεται ο κριτικός σε κάποιον θεαματικό εσωτερικό μονόλογο, θεωρήσει ότι διαθέτουν τώρα και προνομιακή γνώση της δημιουργικής γραφής και άρα θα μπορούσαν να επιδοθούν με αξιώσεις στο θεάρεστο έργο της συγγραφής. Τα αποτελέσματα είναι συνήθως καταστροφικά. Όπως καταστροφικά είναι τα αποτελέσματα και στις περιπτώσεις των δημοσιογράφων που εκλέγονται τελικά σε πολιτικά αξιώματα. Αυτό λοιπόν που υπογραμμίζει η αναλογία μεταξύ των δύο ομάδων (δημοσιογράφοι – πολιτικοί / κριτικοί – συγγραφείς) είναι ότι οι θέσεις του πολιτικού όπως και του συγγραφέα ενέχουν και απαιτούν τελικά πολύ περισσότερα από αυτά που αφήνουν να καταλάβουν ένας δημοσιογράφος και ένας κριτικός. Και πίσω από αυτό το «πολύ περισσότερα» θα πρέπει να γνωρίζει κάποιος ότι στο υψηλότερο σημείο αξιακά στέκεται η δυνατότητα και των δύο (πολιτικών και συγγραφέων) να επηρεάζουν τις ζωές πολλών ανθρώπων. Η κορωνίδα της διαφοροποίησης συνιστάται σε αυτή ακριβώς τη δύναμη και τη συνακόλουθη ευθύνη της.

    «[…] το αγαθό τότε μόνο μπορεί να συμβεί όταν οι φιλόσοφοι πάρουν στα χέρια τους την αρχή ή οι άρχοντες γίνουν φιλόσοφοι», γράφει ο Πλάτων στην «Πολιτεία» και αναφέρεται φυσικά στον «Φιλόσοφο Βασιλιά». Αυτό το ιδιότυπα εύλογο κατασκεύασμα που θεωρεί ότι πρέπει να καθίσει στον “θρόνο” καθότι ιεραρχικά ανώτερος είναι αυτός που κατέχει τη μεγαλύτερη γνώση. Αλλά εδώ δεν θα αναλύσουμε Πλάτωνα. Η αναφορά στην «Πολιτεία» και στον «Φιλόσοφο Βασιλιά», που, για να απλοποιήσω τα πράγματα όσο δεν παίρνει, σημαίνει τίποτα λιγότερο από την ταύτιση του ιδανικού με το πραγματικό, γίνεται, εδώ, χάριν σκωπτικότητας: ας αναρωτηθούμε λοιπόν γιατί ο Πλάτων δεν επέλεξε να μιλήσει για ένα άλλο κατασκεύασμα: για τον «Δημοσιογράφο Βασιλιά».

  • Άγριες Φράουλες

    Για ποια ακριβώς Ευρώπη μιλάμε;

    Πήρα κάτι φράουλες από τη λαϊκή τις προάλλες και θαύμαζα το σχήμα, το χρώμα, το άρωμα, και τη γεύση τους. Οι φράουλες αυτές ουδεμία σχέση είχαν με τις φράουλες που αγόρασα, λίγες ημέρες αργότερα, από μεγάλο σούπερ μάρκετ. Φράουλες βιολογικής καλλιέργειας. Αυτές ήταν δύσμορφες ενώ το χρώμα τους σε τίποτα δεν έφερνε προς αυτό το έντονο κόκκινο: ήταν αλλοιωμένο και σε αρκετά σημεία υποπράσινο. Επιπρόσθετα, δεν μύριζαν και τόσο σαν φράουλες, ενώ η γεύση τους ήταν απλώς ανεκτή καθότι δεν τις χαρακτήριζε η γλύκα των άλλων των απλών. Τέλος, αυτές οι φράουλες δεν ήταν μόνο πανάκριβες αλλά μετά από τρεις μέρες χάλασαν. Τώρα τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Ευρώπη; Δεν θα σας κουράσω με νοητικές πιρουέτες. Αυτά που έχουμε φτάσει να θεωρούμε αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικότητάς μας, είναι, λίγο πολύ, κατασκευάσματα του εργαστηρίου. Απλώς σας ζητάω να σκεφτείτε ότι εργαστήρια δεν διαθέτουν μόνο οι μεγάλες πολυεθνικές, αλλά και τα κράτη. Έτσι, αυτό που περιέγραψα στην αρχή δεν ισχύει μόνο για τις φράουλες αλλά και για αφηρημένες έννοιες όπως η Ευρώπη. Γιατί φυσικά η Ευρώπη δεν είναι μόνο η γεωγραφική περιοχή που κοιτάζουμε στον χάρτη. Ευρώπη είναι και το σύνολο των ιδεών και αξιών που στο πέρασμα του χρόνου φτάσαμε να θεωρούμε ότι συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς μας. Θα σταθώ όμως για λίγο στις φράουλες γιατί θα φανούν χρήσιμες λίγο παρακάτω. Όταν σας λέει κάποιος τη λέξη «φράουλα», εσείς στο μυαλό σας φέρνετε ως “εικόνα” ποια από τις δύο φράουλες που ανέφερα; Την ευειδή, βαθυκόκκινη, ευωδιαστή φράουλα που πωλείται στις λαϊκές αγορές ή την μπασμένη, ακανόνιστου σχήματος, αποχρωματισμένη, βιολογικής καλλιέργειας φράουλα που βρίσκει κάποιος στα ειδικά τμήματα των μεγάλων σούπερ μάρκετ; Και εδώ δεν μιλάω για τη φράουλα αλλά για την έννοιά της κάνοντας χρήση τής φράουλας. Η έννοια της φράουλας έχει πλέον αντικατασταθεί, και δίκαια, από την πρώτη φράουλα που είναι, ας μην κρυβόμαστε, αποτέλεσμα ευγονικής.

    Κάτι παρόμοιο όμως έχει συμβεί και με την έννοια της Ευρώπης. Η έννοια της Ευρώπης έχει αντικατασταθεί στο μυαλό του Ευρωπαίου με μια Ευρώπη απότοκο μιας μακροχρόνιας ειρήνης (μόνο στην πρώην Γιουγκοσλαβία και πιο πρόσφατα στην Ουκρανία βιώσαμε αιματηρές συρράξεις). Στο μυαλό του Ευρωπαίου, τα τελευταία 30 χρόνια, η Ευρώπη, δικαίως, είναι μια ένωση φιλελεύθερων δημοκρατιών. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων έχει λοιπόν στο νου της μια έννοια για αυτή την ένωση – αυτή την κοινή αγορά εργασίας, εμπορευμάτων, και ιδεών – πολύ κοντά στην έννοια αυτής της εύμορφης φράουλας του εργαστηρίου. Του εργαστηρίου της παγκοσμιοποίησης που μέχρι πριν μια δεκαετία, μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έδειχνε ακόμη το θεάρεστό της πρόσωπο καθότι τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να δανείζονται αφειδώς, με μηδαμινές επιπτώσεις στους προϋπολογισμούς τους, και να χρυσώνουν το χάπι καθώς οι υπήκοοι τους βίωναν τη σταδιακή αποξήλωση των βιομηχανικών και αγροτικών μονάδων της Ευρώπης προς όφελος της Κίνας ή, ακόμη και προς όφελος των νεοτέρων κρατών μελών (με τα φθηνά εργατικά) της ίδιας της Ευρώπης. Κανένας βέβαια δεν μιλούσε πριν από δέκα χρόνια για τις επιπτώσεις όλων αυτών των πρακτικών της ελεύθερης αγοράς. Διαβάζω, σε ένα άρθρο τού Timothy Garton Ash, καθηγητή Ευρωπαϊκών Σπουδών στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή πριν από λίγες ημέρες:

    […] η παρούσα Ευρώπη είναι η καλύτερη δυνατή. Προκαλώ τον οιονδήποτε να επισημάνει μια ιστορική συγκυρία στην οποία η πλειονότητα του πληθυσμού της ζούσε σε καλύτερες συνθήκες. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ζουν σε φιλελεύθερες δημοκρατίες, που επιλύουν τις διαφορές τους σε ολονύκτιες συσκέψεις στις Βρυξέλλες, αποφεύγοντας τη μονομέρεια και την προσφυγή στα όπλα.

    Η απάντηση σε αυτή την πρόκληση είναι… προκλητικά εύκολη: η πλειονότητα του πληθυσμού της Ευρώπης ζούσε υπό καλύτερες συνθήκες μια μόλις δεκαετία πίσω. Αυτό είναι κάτι που ίσως διαφεύγει γιατί βρίσκεται ακόμη τόσο κοντά μας. Η διαρκής σύγκριση με τα 70 ή 80 χρόνια πίσω, με το μαύρο παρελθόν της Ευρώπης, δεν έχει πλέον και τόση αξία. Η εμμονή στην επισήμανση των ομοιοτήτων που μπορεί να έχει η σημερινή κατάσταση με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ή, με άλλες, ακόμη πιο σκοτεινές στιγμές, δεν προσφέρει και τόσα για τους ανθρώπους που σήμερα βρίσκονται ηλικιακά στη ζώνη των 25-50. Η δύναμη αυτού τού μαύρου παρελθόντος έχει αξία για τους ιστορικούς και την ελίτ (την αυθεντική ή της διανόησης) που φροντίζει να το μελετά και να το συντηρεί για τη δύναμη που διαθέτει (το παρελθόν) ως μηχανισμός νουθεσίας και εκλογίκευσης. Για τους ανθρώπους που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα που ανέφερα, αξία έχουν οι νωπές μνήμες, και αυτές, διαρκώς, θυμίζουν μια καλύτερη κατάσταση που δείχνει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

    Σήμερα, δέκα και πλέον χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, και χωρίς κάποια χειροπιαστή διέξοδο από αυτή, οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι η Ευρώπη βρίσκεται στη φάση της αναδιοργάνωσης και του μετασχηματισμού. Σε μια φάση που έχει ήδη αρχίσει να μεταμορφώνει στο μυαλό τους και την έννοιά της ως ένωση. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η έννοια της Ευρώπης όπως θέλουν τώρα να την παρουσιάζουν οι Βρυξέλλες βρίσκεται πιο κοντά σε αυτή τη δεύτερη φράουλα – την άσχημη, και πανάκριβη, και ευπαθή – παρά στην εύμορφη, αρωματική, και φθηνή που οι ίδιοι κατασκεύασαν στο εργαστήριο της παγκοσμιοποίησης και του φιλελευθερισμού όταν το πείραμα δεν είχε δείξει ακόμη τα δόντια του. Και όταν ο Ευρωπαίος, ενώ έχει στο μυαλό του την όμορφη Ευρώπη του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά διαρκώς, σε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς του, συναντάει την άσχημη και πανάκριβη Ευρώπη των Βρυξελλών, τότε, κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Και κάτι δεν πάει καθόλου καλά γιατί τώρα, απέναντι στον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης και του φιλελευθερισμού, οι λαϊκιστές υπόσχονται επιστροφή στο παρελθόν. Αλλά σε ποιο ακριβώς παρελθόν; Σε ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ. Στο παρελθόν της εύμορφης, φθηνής, αρωματικής και νόστιμης φράουλας που, και εδώ είναι κρίσιμο σημείο, δεν θα βλάπτει καθόλου.

    Και αυτό το «δεν θα βλάπτει καθόλου» είναι απότοκος μιας λογικής που καλλιεργήθηκε την εποχή των παχειών αγελάδων γιατί τότε όλοι ασπάζονταν το ισοπεδωτικό επιχείρημα: «αν δεν προσφέρουμε την εύμορφη, αρωματική, νόστιμη και φθηνή φράουλα, τότε θα πεθάνουμε όλοι. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε τις προστατευτικές “εσωστρεφείς” διόδους του παρελθόντος γιατί μακροπρόθεσμα θα πεινάσουμε. Θα χάσουμε το τρένο της ανάπτυξης δια μέσου της ελεύθερης αγοράς. Το τρένο τού παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού». Αυτό που παρουσιαζόταν με άλλα λόγια τότε ήταν το ένα και μοναδικό δίλημμα: «παγκοσμιοποίηση ή θάνατος». Αλλά τώρα, από την αντιπέρα όχθη του Ατλαντικού εμφανίζεται ο Ντόναλντ Τραμπ και λέει το αυτονόητο «America First», και αρχίζει να αποσυναρμολογεί εμπορικές συμφωνίες δεκαετιών με απώτερο σκοπό να δείξει ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι εκτός από την παγκοσμιοποίηση και τον θάνατο. Υπάρχει ο δρόμος τού προστατευτισμού και της φροντίδας στα του οίκου μας. Το πώς θα εξελιχθεί αυτό το πείραμα δεν το γνωρίζει κανείς.

    Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει δραματικά και αλλάζει δραματικά. Αλλά αυτή η ταχύτητα μετασχηματισμού της θα πάρει χρόνο (και δυστυχώς ανοχή και χρήμα) για να μετασχηματίσει και την έννοια της Ευρώπης στον νου των πολιτών της. Για να περάσουν ακόμη και οι νεότεροι από αυτούς από την ευειδή Ευρώπη του πρόσφατου παρελθόντος σε μια Ευρώπη που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις τού σήμερα. Η Ευρώπη δεν μπορεί να παραμείνει μια ένωση από φόβο και μόνο προς ένα σκοτεινό παρελθόν. Δεν δύναται να συνεχίσει να ορίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση αρνητικά – ως το σύνολο όλων αυτών που θέλουμε να αποφύγουμε επειδή διατεινόμαστε ότι διαθέτουμε ιστορική μνήμη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να οριστεί θετικά – ως το σύνολο όλων αυτών των αξιών που επιθυμούμε να μας χαρακτηρίζουν.

  • Το παράδοξο του κριτικού

    Ξεκίνησε μια συζήτηση στη 16η ΔΕΒΘ (Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης) με θέμα «Διαδίκτυο και κριτική λογοτεχνίας» με αφορμή μια εισήγηση του Άγη Αθανασιάδη. Συζήτηση που διοργάνωσε η Book Press. Διάβασα το κείμενο και θα ήθελα να σχολιάσω κι εγώ μερικά πράγματα.

    Στην Ελλάδα, στον χώρο του βιβλίου, σπάνια βλέπεις κακή κριτική. Μικρή χώρα, μικρή αγορά. Κάθε νέα έκδοση που θα τύχει της δέουσας προσοχής του εκδότη, θα βρει τον δρόμο της προς τους κριτικούς. Το γραφικό «καλοτάξιδο», που συχνά ακούμε, δε φτουράει από μόνο του. Εκτός από τις σελίδες των παραδοσιακών ΜΜΕ, το βιβλίο, θα δεχτεί το πατ-πατ στη ράχη του και από τους εκάστοτε βιβλιόφιλους των ΜΚΔ (Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης) που με το πρόσχημα της βιβλιοφιλίας θα το εκθειάσουν. Όλα αυτά είναι θεμιτά. Όπως θεμιτό είναι να σκέφτεται κάποιος, που παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια τα εκδοτικά δρώμενα μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, πως ό,τι φτάνει στα βιβλιοπωλεία δεν είναι τίποτα λιγότερο από αριστούργημα. Επαναλαμβάνω: μικρή χώρα, μικρή αγορά. Με πληθώρα δημιουργών και πολύ μετρημένους αναγνώστες. Το σύστημα πρέπει να χορδιστεί έτσι ώστε να βγαίνουν τα κουκιά: να επιβιώνουν οι μεν, και να μένουν ευχαριστημένοι οι δε.

    Θα προσπαθήσω να περιγράψω το παράδοξο του κριτικού λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Λέει ένα παλιό γνωμικό: «Στην κηδεία του καλού κριτικού εμφανίζεται μόνο ο παπάς». Και είναι μεγάλος ο πειρασμός, καθώς αρχίζετε να μειδιάτε, να ερμηνεύσετε το συγκεκριμένο γνωμικό με τον εξής εύλογο συλλογισμό: ο καλός κριτικός λέει την αλήθεια, και άρα, εφόσον δεν χαρίζεται, καταντάει να γίνεται τελικά μισητός. Στην κηδεία του εμφανίζεται μόνο ο παπάς. Αλλά αυτή η ερμηνεία δεν παρουσιάζει κάποιο παράδοξο, όπως προανήγγειλα στην πρώτη πρόταση της παραγράφου. Σας καλώ να ερμηνεύσετε το γνωμικό διαφορετικά. Και μάλιστα θα σας δώσω και ένα στοιχείο, έτσι για να εμπλουτίσω τη διαδικασία ερμηνείας του γνωμικού με στοιχεία δήθεν πλοκής. Γιατί να μην υπάρχουν φίλοι και συγγενείς σε αυτή την κηδεία; Τι διάολο ήταν αυτός ο κριτικός; Δεν ήταν άνθρωπος;

    Ο καλός κριτικός θα πρέπει με κάποιο τρόπο να εξασφαλίσει μια ανεξαρτησία απέναντι στους παράγοντες της αγοράς βιβλίου. Τόσο, δηλαδή, απέναντι στους εκδότες, όσο και απέναντι στους συγγραφείς. Ο κριτικός δηλαδή θα πρέπει να περάσει από μια κοπιώδη φάση αναγνώρισης και καταξίωσης που δεν θα στηρίζεται στις γνωριμίες του αλλά στα κείμενά του. Πώς όμως θα αναγνωριστεί έστω και η όποια περιορισμένη αξία του αν δεν γνωρίσει κάποιους ανθρώπους του κυκλώματος που θα του δώσουν κάποια σημασία; Τελικά, όταν κάποιος αναλογιστεί με σοβαρότητα και υπευθυνότητα τις καταστάσεις και τη δυναμική του συγκεκριμένου χώρου καταλήγει στο παράδοξο: ο κριτικός θα πρέπει χωρίς να αποτελεί μέλος των παροικούντων την Ιερουσαλήμ, να αποτελεί μέλος τους. Και μάλιστα σε εξέχουσα θέση. Θα πρέπει δηλαδή ο κριτικός να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, αλλά, ταυτοχρόνως, θα πρέπει να μην έχει και καμία σχέση με όλα αυτά τα πρόσωπα και πράγματα. Το ουτοπικό σενάριο του κριτικού που δεν γνωρίζει τους δημιουργούς, ούτε τους εκδότες, και αποκτά πρόσβαση μόνο μέσα από τα βιβλία τους πολλοί το έχουν λιβανίσει επιδοκιμαστικά αλλά μάλλον ελάχιστοι το έχουν κάνει ή το έχουν δει να γίνεται πραγματικότητα. «Είναι όμως απλό» ίσως θα πει κάποιος που βρίσκεται μακριά από όλα αυτά. Αλλά δεν είναι και καθόλου απλό. Απλό είναι να πιάσεις έναν γνωστό, καταξιωμένο κριτικό σήμερα και να του πεις, «κοίτα, θα κάνουμε ένα πείραμα. Θα έχεις επαφές μόνο με ανθρώπους εκτός του σιναφιού για να δούμε αν θα μπορέσεις να διατηρήσεις τη λάμψη σου». Οι πιθανότητες είναι ότι ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να χάσει επαφή με κάθε άνθρωπο του κύκλου του, και μάλλον, ακόμη και με μέλη της οικογένειάς του. Αυτό είναι το παράδοξο του κριτικού λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Και το πρόβλημα, είναι χαρακτηριστικό πρόβλημα μιας μικρής αγοράς σαν την ελληνική που οξύνεται από έναν επιπρόσθετο λόγο που δεν υπήρχε πριν από μια δεκαετία: τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ανέφερα στην αρχή.

    Ας ανοίξω μια παρένθεση για να ρίξω περισσότερο φως σε αυτό το παράδοξο του κριτικού, και ας προσπαθήσω να μεταφέρω λίγο τη θέα από μακριά, αποστασιοποιημένα, έτσι όπως τη βλέπει κάποιος που παρακολουθεί, άναυδος πολλές φορές, προσπαθώντας να διατηρεί σχέση με το αντικείμενο μόνο μέσα από την ανάγνωση των βιβλίων. Το φέισμπουκ έφερε αναμφισβήτητα τους συγγραφείς κοντά στο κοινό τους. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, οι συγγραφείς, δεν είχαν την ευκαιρία να έχουν τόσο άμεση διάδραση με τους αναγνώστες τους. Αυτό όμως δούλεψε και αντίστροφα. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχαν οι αναγνώστες την ευκαιρία να παρακολουθούν από τόσο κοντά τους συγγραφείς, και δυστυχώς, όχι μόνο ως συγγραφείς αλλά κυρίως ως ανθρώπους. Και χωρίς να το θέλουν, άρχισαν να παρακολουθούν και τον κύκλο τους. Φίλους, γκρούπις, εκδότες, εραστές, ερωμένες, μιμητές, λογοκλόπους, θανάσιμους εχθρούς. Δόξα τω Θεώ, απ’ όλα έχει ο μπαχτσές. Το πιο ενδιαφέρον, για μένα τουλάχιστον, ήταν η παρακολούθηση, ακόμη και σε ριλ τάιμ, των εγκλημάτων που άπτονται του κλάδου της δημιουργίας. Μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια παρακολούθησα ουκ ολίγες δολοφονίες πνευματικών πατεράδων, από τα τέκνα τους, ως πέρασμα (rite of passage) στη δημιουργική τους ενηλικίωση. Στην Ελλάδα, θα έχουν βέβαια, σε βάθος χρόνου, δολοφονηθεί τόσοι σενσέι που όχι μόνο θα συνιστούσαν (οι φόνοι) περίτρανη επιβεβαίωση κάθε φροϊδικού παραμάγαζου, αλλά θα σκανδάλιζαν ακόμη και αυτόν τον καλλιτεχνικό οίστρο ενός Κουροσάβα.

    Τώρα, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την κριτική και το παράδοξο που περιγράφω; Έχουν και παραέχουν γιατί πάρα πολλές κριτικές γράφονται από συγγραφείς που γνωρίζουν καλά ότι κάθε βαριά λέξη τους θα τη βρουν μπροστά τους όταν θα φτάσει η στιγμή να κριθεί το επόμενο βιβλίο τους. Μέσα σε αυτό το διαφανές λοιπόν, χάρη στα ΜΚΔ, πια πλαίσιο, ο επιμελής αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τη σταθερή ροή διθυραμβικών κριτικών. Κριτικών που σιγά σιγά μαθαίνει να ζυγίζει και να οσμίζεται. Μαθαίνει δηλαδή ποιοι θα γράψουν για ποιούς, μαθαίνει ποιοι θα ξεχάσουν ποιούς, ποιοι θα ανταποδώσουν χάρες, ποιοι θα ξοφλήσουν, αλλά και ποιοι θα ανοίξουν λογαριασμούς. Έτσι βιώνουμε το εξής σκηνικό: μόλις απομακρυνθεί λίγο ο αναγνώστης από τον προβολέα των διθυραμβικών κριτικών, και ρωτήσει, λέμε τώρα, κατ’ ιδίαν ακόμη και τον ίδιο τον κριτικό για το βιβλίο, θα ακούσει μια διαφορετική ιστορία που θα στάζει συγκαλυμμένη, ή και όχι, χολή. Η αλήθεια, εύλογα, δεν βρίσκεται ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο. Αν επομένως το βιβλίο δεν είναι αριστούργημα, αλλά δεν είναι και για πολτοποίηση, τι διάολο είναι το ρημάδι που δύναται να σου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον, και πού θα βρεις μια άποψη πριν το αγοράσεις και το διαβάσεις; Η απάντηση βρίσκεται στις σελίδες, ή τα μπλογκ, βιβλιόφιλων που απαριθμούν μερικές εκατοντάδες φίλων (ή φόλοουερ) και που λίγο θα επηρεάσουν την πορεία κάποιου νέου πονήματος. Και εκεί, ευτυχώς, γίνεται θαυμαστή δουλειά και γράφονται ζηλευτές κριτικές που λένε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.

  • Η Αφήγηση Ενός Ναυαγού

    Είχα μια συζήτηση προχθές με έναν φίλο συγγραφέα που μου έλεγε ότι πήγε να αλλάξει μπαταρία στο αυτοκίνητό του στο συνεργείο ενός συμμαθητή του που είχε να τον δει από το 1981. Εκεί, έπιασαν την κουβέντα, και, λίγο πολύ, ο συμμαθητής τού διηγήθηκε αρκετές ιστορίες που τον εντυπωσίασαν. Και μάλιστα τον εντυπωσίασαν γιατί θεώρησε ότι οι διηγήσεις του είχαν μια θεματική φρεσκάδα που δύσκολα συναντάς σήμερα στη λογοτεχνία.

    Σε κάθε συγγραφέα παρουσιάζονται άνθρωποι που επιθυμούν να πουν την «ιστορία της ζωής τους» με απώτερο, και πολλές φορές υποσυνείδητο, σκοπό να τη δουν να γίνεται βιβλίο. Αυτή η εμμονή έχει πολλές και ενδιαφέρουσες προεκτάσεις. Φανερώνει το πάθος μας για την αφήγηση. Αλλά φανερώνει και το εγωκεντρικό και αλαζονικό τού ανθρώπινου είδους γιατί από πίσω της δεν κρύβεται τίποτα πιο ανθρώπινο από ένα τυφλό άλμα προς την αθανασία. Εικάζει, ο αφηγούμενος την ιστορία του στον συγγραφέα, ότι έτσι βάζει ένα λιθαράκι, αγοράζει έναν λαχνό αν προτιμάτε, που ίσως και να μπορεί να του εξασφαλίσει τον τρόπο να μείνει για πάντα στις μνήμες των ανθρώπων. Οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο είναι απειροελάχιστες αλλά ο αφηγούμενος δεν τον γνωρίζει αυτό. Αλλά και αν το γνωρίζει δεν χάνει απολύτως τίποτα να δοκιμάσει.

    Θα ήθελα να σκιαγραφήσω μια εικόνα ανάμεσα σε αυτές τις δυο κατηγορίες ανθρώπων που μόλις ανέφερα: ανάμεσα στον άνθρωπο που ζει τη ζωή του και τον άνθρωπο που γράφει για ζωές υπάρχει μια ιδιαίτερη δυναμική. Ελάχιστες ζωές αξίζουν να αποτυπωθούν στο χαρτί, αλλά, από την άλλη, ελάχιστες ζωές δεν το αξίζουν αυτό. Τι είναι όμως αυτό το παράδοξο, αυτή η αντινομία; Ο δεινός παρατηρητής (ο συγγραφέας) αυτό το παράδοξο το εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Μια έκφανση αυτής της αντινομίας κρύβεται πίσω από μια πολύ γνωστή, αλλά άτυπη, *κατηγορία* βιβλίων: «βιβλία όπου δεν συμβαίνει τίποτα». «Βιβλία όπου δεν συμβαίνει τίποτα» είναι αυτά στα οποία η δράση των ηρώων επικεντρώνεται συνήθως σε μικρά χρονικά διαστήματα, που όμως, κάτω από το βλέμμα του αφηγητή, τείνουν να διαστέλλονται. Οι συγγραφείς γνωρίζουν καλά ότι πίσω από αυτή την κατηγορία κρύβεται συνήθως ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Κρύβεται ο άνθρωπος που μπορεί να σου έχει πει μια ιστορία από τη ζωή του (όπως καλή ώρα συνέβη στον φίλο μου). Τώρα, εδώ, στατιστικά, είναι σχεδόν σίγουρο ότι μέσα σε αυτές τις αφηγήσεις θα βρεις εξαιρετικές περιπτώσεις. Αλλά μάλλον θα είναι λίγες. Και ο άνθρωπος, που μπορεί να σου αφηγήθηκε σε δυο ώρες τη ζωή του, είναι πολύ πιθανό μέσα σε αυτές τις δύο ώρες να εξάντλησε το σύνολο του χαρτοφυλακίου των ιστοριών που διαθέτει. Ο άνθρωπος όμως που γράφει για ζωές (ο συγγραφέας) αυτά ακριβώς εκμεταλλεύεται και έτσι ακριβώς προσφέρει μια λύση στην αντινομία που ανέφερα παραπάνω. Ορμώμενος από ένα ψήγμα πραγματικότητας, που μπορεί να του έχει χαριστεί ακόμη και εν τη ρύμη του λόγου θα γεννήσει μια αφήγηση που θα δικαιώσει την αφηγηματική ύπαρξη του ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Θα δικαιώσει το παράδοξο. Για να μην παρεξηγηθώ. Δεν βγαίνει επ ουδενί σοβαρή λογοτεχνία αν δεν έχει ο συγγραφέας τη δυνατότητα να γεννήσει ιστορίες ή προεκτάσεις ιστοριών που με τη σειρά τους θα εναποτεθούν σε ένα οργανικό σύνολο. Και βέβαια, κάτι πρέπει να υπηρετήσει η αφήγηση. Πρέπει κάτι να έχει να πει ο συγγραφέας πέρα και πάνω από πλοκή για να φτιάξει λογοτεχνία. Αλλά αυτά είναι άλλο θέμα.

    Την ίδια μέρα που έκανα αυτή τη συζήτηση έτυχε να διαβάσω (εδώ) για την έκδοση μιας συλλογής άρθρων, «The Scandal of the Century», που έγραψε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ανάμεσα στο 1950 και το 1984. Ο Μάρκες είναι σίγουρα περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας παρά σαν δημοσιογράφος. Κι όμως, αν πιστέψουμε τη δήλωσή του, «Δεν θέλω να με θυμούνται για τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς ή για το Νόμπελ, αλλά για τις εφημερίδες», θα πρέπει μάλλον να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο Μάρκες απέτυχε. Γιατί αυτή του η επιθυμία δεν ικανοποιήθηκε. Ο Dwight Garner, που υπογράφει το κείμενο για την έκδοση αυτών των άρθρων, προσπαθεί να καταλάβει τη σχέση τού Μάρκες δημοσιογράφου με τον Μάρκες συγγραφέα. Προσπαθεί να διερευνήσει τη σχέση που έχει η συγγραφή λογοτεχνίας με τα μεγάλα θέματα (the long form narrative) που κατά καιρούς καταπιάστηκε ο Μάρκες στη δημοσιογραφία. Αυτό είναι ένα θέμα που μου ασκεί φοβερή γοητεία και συνδέεται άμεσα με τη συζήτηση που ξεκίνησα λίγο παραπάνω. Ακόμα μία έκφανση και απόπειρα λύσης του παραδόξου – ελάχιστες ζωές αξίζουν να αποτυπωθούν στο χαρτί, αλλά, από την άλλη, ελάχιστες ζωές δεν το αξίζουν αυτό – βρίσκεται στη λειτουργία της δημοσιογραφίας όπως φαίνεται να την ασκούσε ο Μάρκες. Ποια είναι η σχέση της μυθοπλασίας με τη δημοσιογραφία αλλά και πώς η μία επικοινωνεί, γόνιμα, με την άλλη; Και λέω «γόνιμα» γιατί έχουν υπάρξει ουκ ολίγες περιπτώσεις που ο δημοσιογράφος, ακριβώς αυτής της μορφής δημοσιογραφίας (the long form narrative), έχει ξεπεράσει τα όρια και έχει αφεθεί στη σαγήνη της μυθοπλασίας. (Θυμίζω την πρόσφατη περίπτωση του Claas Relotius, του Spiegel.) Γράφει λοιπόν ο Dwight Garner, που σχολιάζει το βιβλίο, ότι ο ίδιος ο Μάρκες έλεγε ότι ασκούσε δημοσιογραφία «με την ίδια υπευθυνότητα, ευχαρίστηση, και συχνά με την ίδια έμπνευση που θα έγραφα και ένα [λογοτεχνικό] αριστούργημα». Αυτή είναι μια εντυπωσιακή δήλωση γιατί η έμπνευση στη δημοσιογραφία είναι έννοια ομιχλώδης.

    Αυτό όμως που φαίνεται να διέθετε ο Μάρκες ως δημοσιογράφος ήταν μια εξαιρετικά ακονισμένη αντίληψη και παρατηρητικότητα. Ο δημοσιογράφος (που τυγχάνει να είναι και μεγάλος συγγραφέας) πραγματεύεται το παράδοξο μέσα από την ταλάντωση μεταξύ δύο άκρων: οι κορυφές της ιδιοσυγκρασίας κάπως πρέπει να προσεγγίσουν τις πεδιάδες της πληθώρας των ανθρώπων, αλλά και αυτές οι πεδιάδες της πληθώρας κάπως πρέπει να βρουν τρόπο να ανέλθουν στις κορυφές της ιδιοσυγκρασίας. Και αυτή τη δουλειά την επιτελεί ο δημοσιογράφος τύπου Μάρκες με την ακονισμένη αντίληψή του. Με το εύρος αλλά και το βάθος της διεισδυτικότητας των παρατηρήσεών του. Εκεί συνίσταται η έμπνευση του δημοσιογράφου στην αφήγηση της *αντικειμενικής* πραγματικότητας. Η έμπνευση στη δημοσιογραφία λοιπόν δεν είναι μυθοπλασία αλλά αναλυτικό ταλέντο και εποποιία νοητικής διείσδυσης στις ευκαιρίες που ελλοχεύουν παντού, ακόμη και για τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Ελάχιστες ζωές αξίζουν να αποτυπωθούν στο χαρτί, αλλά, από την άλλη, ελάχιστες ζωές δεν το αξίζουν αυτό.

  • Πολιτική πάνω σε νεκρούς

    Στον αντίποδα του «έκατσε στραβή στη βάρδιά μου» θα βρίσκεται πάντα εκείνος που την κατάλληλη στιγμή θα «κάνει πολιτική πάνω στους νεκρούς». Ο πρώτος θα φαίνεται ότι αδικήθηκε κατάφωρα, και στον δεύτερο θα φαίνεται ότι έκατσε ένα “πολύ καλό” χαρτί. Έτσι δείχνουν τα πράγματα από μακριά όταν δεν υπάρχει «συναισθηματική εμπλοκή». Είναι όμως ένα πράγμα τα γεγονότα, και ένα άλλο το τι κάνεις με αυτά. Ένα πράγμα η πραγματικότητα (με τις όποιες εγγενείς δυσκολίες αντίληψης, καταγραφής, και αναπαραγωγής της) και άλλο οι χρήσεις και λειτουργίες που θα τη βάλεις (την πραγματικότητα) να υπηρετήσει. Και βέβαια είναι εντελώς διαφορετικά αυτά που σκεπτόμαστε «από μέσα μας» σε σχέση με αυτά που εξωτερικεύουμε ή, τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι (περίπτωση Δούρου). Αλλά και ο ειρμός της σκέψης είναι άναρχος και συνήθως δεν γνωρίζει αιδώ και συστολή, ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι (περίπτωση Παπαχελά).

    Δεν χρειάζεται κάποιος να συμπαθεί ή να αντιπαθεί τη Δούρου, όπως δεν χρειάζεται να συμπαθεί ή να αντιπαθεί τον Παπαχελά για να καταλάβει ότι στο παιχνίδι της πολιτικής δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές: γραμμές που κάποιοι δεν θα τις περάσουν. Η πολιτική, που έχει έναν γενικά αποδεκτό ορισμό, είναι ταυτοχρόνως και εκείνο το σύνολο δραστηριοτήτων και δεξιοτήτων που σχετίζεται με τη δημιουργική παραβίαση “απαραβίαστων” γραμμών. Υπάρχουν γραμμές που δεν θα έπρεπε να τις περάσουν κάποιοι αλλά αυτό είναι κάτι που κρίνεται σε βάθος χρόνου και αποτιμάται πάντα εκ του αποτελέσματος. Και το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι άλλο από το αποτέλεσμα των εκλογών. Και όποιος διατείνεται ότι αυτό το τελευταίο μπαίνει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τους νεκρούς στο Μάτι ή όποιους άλλους νεκρούς, που φυσικά θα παίξουν τον ρόλο τους όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό, είναι σίγουρα πιο επικίνδυνος από αυτούς που, τελικά, απλώς, παραβιάζουν κάποιες κόκκινες γραμμές. Γιατί όποιος διατείνεται ότι αυτό που δύναται να επηρεάσει ένα αποτέλεσμα εκλογών συνιστά κόκκινη γραμμή, είναι εν δυνάμει εχθρός τής δημοκρατίας. Γιατί το αποτέλεσμα των εκλογών και άρα η νομή της εξουσίας, ακόμη και μέσα από στενάχωρες αποκαλύψεις, είναι αυτή που κάνει δυνατή την όποια βελτίωση στα κακώς κείμενα και συμβάλλει στην όποια απόδοση δικαιοσύνης. (Ναι – και εδώ προλαβαίνω αντιδράσεις για το τι σχέση έχει η δικαιοσύνη με τις εκλογές – είναι άλλο να μιλάμε για διάκριση και ανεξαρτησία των εξουσιών γιατί έτσι ορίζει το Σύνταγμα, και άλλο να κυκλοφορούμε και να πιστεύουμε, ενήλικοι άνθρωποι, ότι η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη, παντού και πάντοτε.)

    Είναι απαράδεκτο κάποιοι να κάνουν πολιτική πάνω σε νεκρούς, αλλά ξέρετε κάτι; Είναι εξίσου απαράδεκτο, κάποιοι, να μην κάνουν πολιτική πάνω σε νεκρούς όταν παρουσιάζονται τα στοιχεία. Γιατί αν τότε δεν κάνεις πολιτική πάνω σε νεκρούς, τελικά, δεν κάνεις πολιτική ούτε για τους ζωντανούς. Η διασταλτική ερμηνεία των γεγονότων και η προσπάθεια διασποράς και αραίωσης των ευθυνών με αναφορές στις χρόνιες παθογένειες στην υπόθεση για το Μάτι, όσο χειροπιαστές κι αν είναι, δεν συνιστούν δόκιμη και εποικοδομητική τακτική κατά την ταπεινή μου άποψη. Και αυτό γιατί αποπροσανατολίζουν από τα συγκεκριμένα γεγονότα και από τα συγκεκριμένα στοιχεία που το ρεπορτάζ Παπαχελά έφερε στο φως. Η λογική «είναι ζήτημα χρόνου αυτά να συμβούν ξανά γιατί τίποτα δεν έχει αλλάξει» ή, «απλώς καταπολεμάμε τα συμπτώματα και όχι τα αίτια» δεν είναι λογική που οδηγεί κάπου. Αλλά για να είμαι συνεπής, και πάλι, αυτό, θα κριθεί εκ του αποτελέσματος. Θα κριθεί από το πόσοι θα πιστέψουν τη μία ή την άλλη πλευρά. Θα κριθεί από το πόσοι θα πιστέψουν ότι έτσι είναι τα πράγματα και άρα η κυβέρνηση δεν φέρει στο ακέραιο την ευθύνη για αυτά που έγιναν τον Ιούλιο στο Μάτι γιατί έκατσε στραβή στη βάρδιά της ή, ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι κάποιος πρέπει να λογοδοτήσει και άρα αυτό θα κριθεί και στο αποτέλεσμα. Γιατί μόνο το αποτέλεσμα μετράει. Το αποτέλεσμα που οδηγεί στη νομή της εξουσίας, και καμία ενέργεια που προσβλέπει σε αυτή δεν δύναται να βαφτίζεται εκτός πεδίου βολής.

    Ο μόνος τρόπος να ισχυριστεί κάποιος ότι αυτά που παρουσιάστηκαν στο ρεπορτάζ Παπαχελά δεν έχουν αξία είναι να αποδειχθεί ότι οι συνομιλίες από το χρονικό της καταστροφής που ακούσαμε είναι κατασκευασμένες. Οτιδήποτε άλλο είναι δόκιμο.

  • Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά

    Όπως ήταν αναμενόμενο το τέλος της νηστείας και το Πάσχα έφεραν πάλι στο προσκήνιο την κρεατοφαγία και τις συζητήσεις περί αυτής. Για χρόνια, το ομολογώ, δεν έδινα απολύτως καμία σημασία σε αυτές τις κουβέντες. Για χρόνια συνέχιζα να τρώω κρέας χωρίς το παραμικρό σύννεφο ενοχής να σκιάζει τη σκέψη μου. Ακόμη τρώω κρέας αλλά τουλάχιστον έχω πλήρη επίγνωση ότι αυτό που κάνω είναι παντελώς ανήθικο παρότι παραμένει απολύτως νόμιμο. Διάβασα πριν από περίπου ένα μήνα μια κριτική του Thomas Nagel για το βιβλίο Fellow Creatures: Our Obligations to the Other Animals της Christine Korsgaard. Το κείμενο με τον τίτλο «Τι χρωστάμε σε ένα κουνέλι» δίνει μια περίληψη των βασικών σημείων του βιβλίου. Δε θα σας κουράσω με τον συλλογισμό τής Korsgaard. Θα αναφέρω μόνο το συμπέρασμά της (έτσι όπως περίπου το διατυπώνει ο Nagel): η ζωή και η ευτυχία όλων των ζωντανών (έλλογων και μη) δεν έχει να κάνει με μια απόλυτη και αποπροσωποποιημένη αξία που σχετίζεται με το καλό και το κακό. Η αξία, για την Korsgaard, είναι πάντα προσδεμένη σε κάποιο υποκείμενο εμπειριών. Κάτι είναι καλό για μένα ή, κάτι είναι κακό για μένα και ο μόνος τρόπος που μπορεί κάτι να είναι απόλυτα καλό είναι γιατί αυτό το κάτι θα είναι προσδεμένο με όλα τα ζωντανά. Αλλά το συμπέρασμα αυτό είναι προϊόν πολύπλοκου επιχειρήματος που μπαίνει βαθιά στα ύδατα της ηθικής και όχι ένα αξίωμα από όπου ξεκινάει η θέση της. Αυτό που θα πρέπει να κρατήσει κάποιος από τη θέση της Korsgaard είναι ότι υποκείμενα εμπειριών δεν είμαστε μόνο εμείς, τα έλλογα ζώα, αλλά και τα α-λογα ζώα. Μπορεί οι εμπειρίες των άλογων ζώων να μην φτάνουν την πολυπλοκότητα και τη γονιμότητα των δικών μας εμπειριών αλλά εξακολουθούν να συνιστούν εμπειρίες που για το ίδιο το υποκείμενό τους, το ζώο, είναι το παν για τη ζωή του. Και είναι ακριβώς αυτή η δυνατότητα, εμάς, των έλλογων ζώων, της ενσυναίσθησης απέναντι στις εμπειρίες των υπόλοιπων μη έλλογων ζώων που θα πρέπει να μας κάνει να κατανοήσουμε «τι χρωστάμε σε ένα κουνέλι» και να υπαγορεύσει τη μεταστροφή στις διατροφικές μας συνήθειες.

    Πολύ ωραία όλα αυτά αλλά κοιτάζοντας κάποιος την εξελικτική μας πορεία σε βάθος χρόνου διαπιστώνει μια πολύ ενδιαφέρουσα τροπή ακριβώς εκεί όπου όλα αρχίζουν να συνηγορούν προς την έναρξη της κρεατοφαγίας. Γράφει ο Θωμάς Ξωμερίτης στο χθεσινό κείμενο του (εδώ) ότι αφ’ ης στιγμής μπήκαμε στην αυτοτροφοδοτούμενη λούπα, «[η] κατασκευή, η χρήση και η βελτίωση εργαλείων χρειάζονται φαιά ουσία. Η κατανάλωση κρέατος αυξάνει την απόδοση του εγκεφάλου, τη λειτουργία του, τη συγκέντρωση, την ευφυΐα». Ο άνθρωπος δηλαδή είχε φτάσει στο πλατό που θα τον οδηγούσε σε αυτό που αναφέρει ο Ίταλο Καλβίνο στο «Πάλομαρ», στο κεφάλαιο «Το μάρμαρο και το αίμα» όπου περιγράφει την αναμονή τού ήρωά του στην ουρά του κρεοπωλείου καθώς αναστοχάζεται την ασύμμετρη συμβίωση ανθρώπου-βοδιού που «[…] εξασφάλισε έτσι την άνθιση του λεγόμενου ανθρώπινου πολιτισμού, που τουλάχιστον κατά ένα μεγάλο μέρος θα έπρεπε να λέγεται ανθρωπο-βοδινός (ή ανθρωπο-προβατίσιος ή ακόμα και ανθρωπο-χοιρινός). Ο κύριος Πάλομαρ συμμετέχει σε αυτή τη συμβίωση με καθαρή συνείδηση και πλήρη συναίνεση: αν και αναγνωρίζει στο σκελετό του κρεμασμένου βοδιού το πρόσωπο του γδαρμένου αδερφού, ξέρει πολύ καλά πως ο ίδιος είναι σαρκοφάγος, εξαρτημένος από μια παράδοση διατροφής που επιμένει να αποζητά από ένα κρεοπωλείο μια υπόσχεση γευστικής ευτυχίας, που επιμένει να φαντάζεται, παρατηρώντας αυτές τις κοκκινωπές φέτες, τις ραβδώσεις που θα αφήσει η φωτιά πάνω στις μπριζόλες στη σχάρα και την ευχαρίστηση του δοντιού όταν θα τραγανίζει τις καλοψημένες ίνες.
    Το ένα συναίσθημα δεν αποκλείει το άλλο: η ψυχική διάθεση του Πάλομαρ που στέκεται στην ουρά του κρεοπωλείου είναι ταυτόχρονα συγκρατημένης χαράς και φόβου, πόθου και σεβασμού, εγωιστικής μέριμνας και οικουμενικού οίκτου, η ψυχική διάθεση που ίσως κάποιοι άλλοι εκφράζουν με την προσευχή». (μτφρ. Α. Χρυσοστομίδης.)

    Η ανθρώπινη εξέλιξη χαρακτηρίζεται λοιπόν από μια αξιοπερίεργη διαδρομή. Η κρεατοφαγία που οδήγησε στην αύξηση του μεγέθους τού εγκεφάλου μας και κυρίως στην αύξηση της απόδοσής του, μας έφερε στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και έκανε δυνατή την ανάπτυξη του πολιτισμού μας. Η κρεατοφαγία, που ήταν τελικά ο κύριος μοχλός που εξύψωσε και χόρδισε την εγγενή ενσυναίσθησή μας, που διατείνεται η Korsgaard ότι διαθέτουμε και που θα πρέπει να επιδεικνύουμε απέναντι στα ζώα, είναι αυτή που θα πρέπει να μας κάνει να δούμε και το ανήθικό της. Η κρεατοφαγία, για να το απλοποιήσω σχηματικά, είναι αυτή που τώρα μας έφερε στη θέση να μπορούμε να διακρίνουμε το ανήθικο στην εξάσκησή της. Ο κύκλος έκλεισε. Καλό Πάσχα.

  • Γιατί έκλαψε ο κόσμος για τη Notre-Dame

    […] γιατί γνωρίζουμε βέβαια ότι τα κτήρια τεραστίων διαστάσεων στέκουν εκ των προτέρων στη σκιά της καταστροφής τους και η σύλληψή τους εμπεριέχει εξαρχής τη βεβαιότητα ότι κάποτε θα μετατραπούν σε ερείπια.

    – W. G. Sebald, Άουστερλιτς, μτφρ. Ι. Μεϊτάνη.

     

    Διάβασα αυτές τις μέρες πολλά από αυτά τα κείμενα σχετικά με την πυρκαγιά στην Παναγία των Παρισίων. Είδα όλες αυτές τις φωτογραφίες με τις αναμνήσεις τόσων και τόσων που κάποτε την επισκέφτηκαν. Η συγκίνηση του κόσμου με εντυπωσίασε γιατί εγώ δεν είχα παρόμοιες αναμνήσεις και δεν βίωσα με αυτό τον τρόπο την καταστροφή. Θα έπρεπε να έχει κάποιος επισκεφτεί τη Νοτρ Νταμ για να συγκινηθεί; Τείνω να πιστεύω πως ναι. Αν εξαιρέσουμε τους μόνιμους ή περιστασιακούς κατοίκους του Παρισιού, θεωρώ ότι οι υπόλοιποι βίωσαν το σκηνικό πιο ψύχραιμα και αποστασιωποιημένα χωρίς αυτό φυσικά να συνιστά μομφή προς την ενσυναίσθηση και την ευαισθησία τους. Πάντως δεν είχα βιώσει ξανά την πηγαία αντίδραση τόσων ανθρώπων απέναντι σε μια τέτοια καταστροφή και αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Οι καταστροφές στην Παλμύρα από το ισλαμικό κράτος, για παράδειγμα, δεν έτυχαν παρόμοιας αντιμετώπισης. Αλλά αυτή θα μου πείτε ήταν διαφορετική περίπτωση καθότι συνιστούσε χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου σε γεωγραφική τοποθεσία της ανατολής. Αλλιώς πενθεί κάποιος για τον ξαφνικό θάνατο συγγενή πρώτου βαθμού και αλλιώς για έναν χρόνια νοσούντα μακρινό θείο κάπου στα ξένα.

    Θα σταθώ για λίγο στο κείμενο του Παναγή Παναγιωτόπουλου, «Γιατί κλαίει ο κόσμος για τη Notre-Dame» ( λινκ εδώ) γιατί μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Εκτός από κάποιες επιφανειακές ή και συγκυριακές ιδιότητες του χώρου που προκάλεσαν τη συγκίνηση, ο Παναγιωτόπουλος, επικεντρώνεται σε δύο λόγους ουσίας:

    1) Η Παναγία των Παρισίων είναι ένας χώρος που χαρακτηρίζεται από μια αμφίδρομη και ενάρετη σύζευξη του υπερβατολογικού με το κοσμικό. Η Νοτρ Νταμ είναι χώρος λατρείας αλλά και χώρος μουσειακός, τουριστικός. Είναι ο χώρος που «[…] ο αποϊεροποιημένος κοινωνικός κόσμος μπορεί να επικοινωνήσει με τον παλιό αντίπαλό του, με το σύμπαν της οργανωμένης υπερβατολογίας. Και, αντίστροφα, είναι δείγμα της χριστιανής διάχυσης —που είναι και ένας χημικού τύπου απεμπλουτισμός— μέσα στο σώμα του μοντέρνου κόσμου».

    2) Η Παναγία των Παρισίων είναι ένα «μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς» που λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο memento mori – ως μια ενθύμηση θανάτου – που όμως πέρα από την αγχώδη και μηδενιστική χροιά του, επιτελεί, όπως κάθε αληθινό memento mori, και τη λειτουργία περιστολής του εγώ. Η αντοχή του μνημείου στον χρόνο είναι αυτή που μας επιτρέπει να κοιτάξουμε πέρα από τον εαυτό μας προς τον άλλο. «Το μνημείο, στη Δύση και δη σε αυτήν την εκκοσμικευμένη χριστιανοσύνη, στερεί τη βία και ρυθμίζει την επιθυμία· κυρίως, όμως, μας επιτρέπει να πεθάνουμε».

    Συνιστώ να διαβάσετε το κείμενο και να μην αφήσετε τις όποιες διαφορές σας με τις πολιτικές θέσεις του κ. Παναγιωτόπουλου να σας στερήσουν τη ματιά του στο συγκεκριμένο θέμα. Και τα δύο σημεία του αποτελούν υποδείγματα αναλυτικότητας, τόσο επεξηγηματικής όσο και θεωρητικής.

    Αλλά η απορία μου είναι η εξής: αυτά έκαναν τον κόσμο να κλαίει ή, τουλάχιστον, να βιώνει αυτή τη βαθιά θλίψη που επέδειξαν τόσοι και τόσοι μέσω των αναρτήσεων τους στην κοινωνική δικτύωση; Τώρα εδώ κάτι δεν πάει καλά. Εγώ δέχομαι όλα όσα λέει ο κ. Παναγιωτόπουλος στο συγκεκριμένο άρθρο. Και τα δέχομαι γιατί μπορώ να ακολουθήσω τον συλλογισμό του και να δω στα περισσότερα σημεία τη λογική αλληλουχία της σκέψης του. Και λέω στα περισσότερα γιατί το κείμενο, αναγκαστικά, λόγω της συντομίας του, είναι πυκνό και κάποια περάσματα για κάποιον που δεν διαθέτει τη συγκεκριμένη θεωρητική σκευή φαντάζουν δύσβατα. Δεν λέω πως είναι δύσβατα. Λέω ότι έτσι δείχνουν στα δικά μου απαίδευτα μάτια. Αλλά ίσως ένα ραδιούργος δαίμονας, ίσως μάλιστα ένας από αυτούς που στέκονται αινιγματικά πάνω στην ίδια τη Νοτρ Νταμ, να υποστηρίξει ότι αυτή η γραμμή σκέψης (του Παναγιωτόπουλου) άπαξ και δεχτείς την αφετηρία της, άπαξ δηλαδή και επιβιβαστείς στο τρενάκι της, τότε, αυτομάτως, σε οδηγεί στο συμπέρασμα (όχι φυσικά παραγωγικά (deductively), αλλά με αριστοτεχνική πειθώ). Άρα, θα μπορούσε ο συγκεκριμένος δαίμονας να αρνηθεί να πάρει αυτό τον τρένο και να υποστηρίξει ότι δεν είναι δυνατόν άνθρωποι που δεν γνώριζαν καλά καλά τι είναι η Παναγία των Παρισίων να έκλαψαν για τους λόγους που αναφέρει ο Παναγιωτόπουλος. Για να μην παρεξηγηθώ ας επαναλάβω ότι οι δύο αυτοί λόγοι συνιστούν ένα ιδιαιτέρως κομψό θεωρητικό κατασκεύασμα, και, αν κρίνει κανείς από την αντίδραση των ανθρώπων που διάβασαν το κείμενο, μάλλον και σχετικά αληθές ή, τουλάχιστον, πετυχημένο.

    Η δική μου θέση είναι εντελώς πεζή. Ο κόσμος συγκινήθηκε και έκλαψε για ιδιαιτέρως προσωπικούς λόγους. Για λόγους που άπτονται της δικής του, βιωματικής, εμπειρίας με το συγκεκριμένο οικοδόμημα. Η ανάρτηση φωτογραφιών με επισκέψεις τόσων και τόσων στο γεωγραφικό σημείο του καθεδρικού ναού που είδαμε αυτές τις μέρες κρύβουν από πίσω τους τη γενεσιουργό αιτία των δακρύων και της θλίψης. Ο κόσμος έκλαψε για την απώλεια της δυνατότητάς του να επισκεφτεί ξανά το συγκεκριμένο σημείο. Γιατί ακόμη κι αν αντιτάξει κάποιος την επικείμενη ανακατασκευή του ναού και πει ότι ο κόσμος θα ξαναμπεί στον ίδιο ναό, θα προβάλλω μια ηρακλείτεια λογική που θα αποκλείσει τη δυνατότητα να επισκεφτούν ξανά οι ταξιδιώτες ή οι κάτοικοι του Παρισιού τον ίδιο ναό. Αυτός ο ναός πάει. Ένας νέος θα στέκεται στη θέση του μετά την επισκευή – ανακατασκευή του. Αλλά, και αυτό είναι ένα σημαντικό «αλλά», ο ναός μπορεί να είχε αλλάξει άρδην και να είχε μετασχηματιστεί μέσα στα 850 χρόνια ύπαρξής του αλλά οι μεταβολές του δεν είχαν, ευτυχώς, το ιξώδες του ηρακλείτειου νερού. Η Νοτρ Νταμ έχει πολύ υψηλό ιξώδες και άρα πολύ χαμηλή ρευστότητα. Αυτό που κάνει τα μνημεία αυτά ξεχωριστά είναι ότι μπορείς τελικά να μπεις αρκετές φορές στο ίδιο ποτάμι πριν συντελεστεί η αναπόφευκτη ανανέωση των υδάτων που θα το καταστήσει αδύνατο. Η θλίψη και τα δάκρυα απέναντι στον φλεγόμενο καθεδρικό αποκρυσταλλώνουν αυτή την αδυνατότητα. Και αν έχει ένα ειδικό βάρος το μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς αυτό έχει να κάνει και με αυτή τη σταθερότητά του στην ηρακλείτεια λογική που μόλις ανέφερα. Για τις δικές μας ζωές που η διάρκειά τους μοιάζει με πετάρισμα των βλεφάρων, η ύπαρξη τέτοιων οάσεων σταθερότητας συνιστά ύψιστο αποκούμπι.

    Η σκέψη αυτή ομοιάζει με τον δεύτερο λόγο που έδωσε ο Παναγιωτόπουλος στο κείμενό του αλλά τελικά διαφέρει. Μπορεί το μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς να περιστέλλει την παντοδυναμία του εαυτού και να μας επιτρέπει να πεθαίνουμε, αλλά, παράλληλα, το μνημείο συνιστά και την πηγή μιας υπέρμετρης αλαζονείας που ενέχει και κάτι πολύ ανθρώπινο και εγωιστικό: η σύλληψη και δημιουργία του ναού, και του θεϊκού που μεταφυσικά κατοικοεδρεύει στις γεωγραφικές συντεταγμένες του, συνιστά τον απόλυτο θρίαμβο της θνητότητάς μας. Τα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς συνιστούν αχρονικές μοναδικότητες για την συγγενή πάθηση της θνητότητάς μας. «Μπορώ να συνεχίσω να πηγαίνω εκεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου», λέμε υποσυνείδητα. Και μπορώ όχι μόνο εγώ αλλά και τα παιδιά μου, και τα παιδιά των παιδιών μου. Δεν έχει σημασία αν θα το κάνουμε ποτέ. Σημασία έχει ότι η λογική πύλη της δυνατότητας παραμένει ανοιχτή. (Η άνοδος στον βράχο της Ακρόπολης δεν έχει καμία σημασία για τη συναισθηματική και νοητική σκευή του Αθηναίου που διάγει όλη του τη ζωή χωρίς να έχει ανέβει πάνω απο μια φορά στον ιερό βράχο.) Αυτή λοιπόν η συνέχεια διερράγει προχθές στη Νοτρ Νταμ με τον πιο βίαιο τρόπο. Η αχρονική όαση, αυτό το άβατο του χρόνου, κατεδαφίστηκε. Αυτό που θα συνέβαινε στο πέρασμα αιώνων, έγινε σε μια στιγμή, και η επιτάχυνση αυτή ήταν δυσβάστακτη για όλους αυτούς που είχαν εναποθέσει εκεί, στη βραδύτητα, κάποιες ελπίδες αθανασίας. Ο μόνος φόβος είναι ο φόβος τού θανάτου.

  • Φέρτε μου το κεφάλι του Τζούλιαν Ασάνζ

    Ο Τζούλιαν Ασάνζ, από όποια πλευρά κι αν κοιτάξει κάποιος την περίπτωσή του, προσέφερε στον κόσμο κάτι που δύσκολα μπορείς να προσπεράσεις. Ο Ασάνζ ήταν αυτός που διέρρευσε πληροφορίες που μας έφεραν πιο κοντά στην αλήθεια. Στην αλήθεια δολοφονιών, πολέμων, και διαφθοράς από τις πλευρές εκείνες που εμφανίζονται ως οι βασικοί προασπιστές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Με αφορμή τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και τη σύλληψή του από τις βρετανικές αρχές διάβασα ουκ ολίγα άρθρα υποκινούμενος κυρίως από μια περιέργεια που αρχικά δεν μπορούσα να εξηγήσω. Στην πορεία, όταν είδα ξανά μερικά απ’ όλα αυτά που ο Ασάνζ, μέσω Wikileaks, βοήθησε να έρθουν στο φως, συνειδητοποίησα ότι η περιέργειά μου είχε να κάνει με το πόσο εντυπωσιακά μου φαίνονταν τα στοιχεία που έρχονταν τότε, κάθε λίγο και λιγάκι, στην επιφάνεια. Θυμήθηκα πόσο περίεργο ήταν να βλέπεις και να διαβάζεις κάτι που σου επιβεβαίωνε ως αληθή αυτά που θεωρούσες ότι ίσως και να ανήκαν μόνο στη σφαίρα της μυθοπλασίας ή, να αποτελούσαν αποκλειστικά προϊόν ανυπόστατων συνωμοσιών.

    Ο Ασάνζ ίσως να μην είναι ο ήρωας που κάποιοι θέλουν να παρουσιάσουν ότι είναι. Η ηρωοποίηση, στα χρόνια του κυβερνοακτιβισμού, έχει αποκτήσει μια περίεργη «ποπ» διάσταση που τουλάχιστον εμένα μου προκαλεί ναυτία. Η ταχύτητα διάδοσης πληροφοριών αλλά και το τέλος της αποκλειστικότητας των μεγάλων μέσων, που στο παρελθόν είχαν το προνόμιο να αποτελούν μέλη του ιερατείου που αποφάσιζε την αναγωγή στο, αλλά και την καθαίρεση από το, στάτους του ήρωα, έχει κάνει τέτοιες αναγωγές να φαντάζουν περισσότερο προϊόν θυμικού παρά κριτικής αποτίμησης αφού έχει κερδηθεί η χρονική απόσταση που να επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Αντιπαρέρχομαι τον συντηρητισμό που ενέχει μια τέτοια θέση – κάθε εποχή εξάλλου έχει τις δικές της προδιαγραφές για ήρωες – και στέκομαι αρχικά σε αυτή την άγαρμπη έξωση του Ασάνζ, που κατέγραψαν οι κάμερες, από την πρεσβεία του Ισημερινού. Παρακολούθησα τις εικόνες που είδαν το φως της δημοσιότητας καθώς τον σέρνουν βίαια έξω από την πρεσβεία στο κεντρικό Λονδίνο, όπου πέρασε τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του, και δεν μπορούσα να μην προσέξω την ατημέλητη εικόνα του. Όχι γιατί η εικόνα αυτή είχε, αυτή καθαυτή, κάτι το ιδιαίτερο αλλά γιατί έδινε ένα δυνατό στίγμα διαφοροποίησης από την εικόνα του ξανθού, αλαζονικού άνδρα που είχα συνηθίσει να βλέπω στο παρελθόν. Είναι εντυπωσιακό πόσο συστηματική δουλειά έγινε ώστε να σπιλωθεί η εικόνα του Ασάνζ ακόμη και σε αυτό το επιφανειακό επίπεδο (λινκ). Είναι χαρακτηριστικό πώς, από τη στιγμή που άλλαξε η κυβέρνηση, και ο Ισημερινός πέρασε από την αντιιμπεριαλιστική αριστερή στάση τού Κορέα, στον Λενίν Μορένο και σε μια σύσφιξη σχέσεων με τις ΗΠΑ, πώς διέρρευσαν στον τύπο μέχρι και παράπονα σχετικά με την προσωπική υγιεινή και καθαριότητα των χώρων διαμονής τού Ασάνζ και της γάτας του που θα έπρεπε να φροντίζει πλέον ο ίδιος.

    Αυτό που εισπράττει κάποιος από τα πολυάριθμα ρεπορτάζ ανά τον κόσμο είναι αυτή η παγερή στάση αμφιβολίας απέναντι στον Ασάνζ. Οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να σταθούν στα γεγονότα, και από μία άποψη κάνουν τη δουλειά τους. Τώρα μόλις μαθαίνουμε το κατηγορητήριο: την εμπλοκή τού Ασάνζ στην κλοπή ευαίσθητων πληροφοριών τού αμερικανικού κράτους. Διαβάζουμε την ανησυχία των μεγάλων μέσων σχετικά με τις προεκτάσεις που δύναται να έχει η έκβαση της υπόθεσης για τις ελευθερίες του τύπου. Λίγο πολύ επισημαίνεται ότι αυτό που έκανε ο Ασάνζ (η δημοσιοποιηση πληροφοριών) είναι αρκετά δύσκολο να διαφοροποιηθεί από την “απλή” δημοσιογραφία, και αυτός είναι και ο λόγος που ο Ασάνζ, στο κατηγορητήριο, εμπλέκεται με την Τσέλσι Μάνινγκ. Την καταδικασμένη Αμερικανίδα στρατιωτικό που διέρρευσε ευαίσθητες πληροφορίες στην πλατφόρμα Wikileaks. Ο Ασάνζ ουσιαστικά κατηγορείται για παροχή τεχνογνωσίας στη Μάνινγκ. Τεχνογνωσίας ώστε αυτή να χακάρει κωδικούς που θα της έδιναν τη δυνατότητα να αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητές της να αποφύγει τον εντοπισμό της. Η λογική σε αυτή τη μανούβρα είναι ότι η “απλή” δημοσιογραφία, ξεκάθαρα, δεν σχετίζεται με τέτοιες πρακτικές και άρα δεν δύναται να επηρεαστεί από την έκβαση της υπόθεσης Ασάνζ. Το επόμενο λογικό βήμα, που ακόμη δεν έχει γίνει, είναι η εύρεση του τρόπου που θα συνδέσει τις αποκαλύψεις του Ασάνζ με την κατηγορία της κατασκοπίας. Αυτά όμως μπορείτε να τα διαβάσετε και αλλού.

    Εγώ θέλω να σταθώ σε αυτό που μπορούμε να αποκομίσουμε τώρα. Ίσως ο Ασάνζ να μην είναι πια ο άνθρωπος που ήταν πριν από δέκα χρόνια. Πολλά μπορούν να συμβούν αν βρεθείς εγκλωβισμένος σε ένα οίκημα για μια εξαετία. Δεν γνωρίζουμε τι έχει συμβεί σχετικά με τις κατηγορίες για βιασμό που του είχαν απαγγελθεί στη Σουηδία. Δεν γνωρίζουμε αν αυτές οι κατηγορίες που η Σουηδία απέσυρε αργότερα (όχι για λόγους ουσίας αλλά τυπικά) έχουν κάποια βάση αλήθειας. Δεν γνωρίζουμε αν η εμπλοκή του με τις διαρροές από την ηλεκτρονική αλληλογραφία της Χίλαρι Κλίντον σχετίζεται με τη Ρωσία. Γνωρίζουμε όμως ότι αφ’ ης στιγμής ο Ασάνζ διέρρευσε τις πληροφορίες που διέρρευσε (the Collateral Murder video, the Afghanistan war logs, the Iraq war logs) ήξερε πολύ καλά ότι δεν υπήρχε επιστροφή. Ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα γινόταν κάποια στιγμή να επιστρέψει στα εγκόσμια ως “απλός” δημοσιογράφος που μάχεται για την αλήθεια μέσα σε ένα παιχνίδι με συγκεκριμένους κανόνες και αυστηρά ελεγχόμενες ζώνες παραμόρφωσης. Ο Ασάνζ είχε βγει έξω από τον κύκλο. Από τη στιγμή που διέρρευσε τις συγκεκριμένες πληροφορίες, ο Ασάνζ είχε περάσει το σημείο της μη επιστροφής, και αυτό τελικά είναι το πιο σημαντικό στη φάση που βρισκόμαστε τώρα. Ο Ασάνζ από τη στιγμή εκείνη, όσο αφελής ή ρομαντικός ή βυθισμένος σε κάποιο εγωκεντρικό τριπάκι ακτιβιστικής δόξας κι αν ήταν, γνώριζε ότι η αμερικάνικη κυβέρνηση δεν θα τον άφηνε σε χλωρό κλαρί. Ακόμη δηλαδή κι αν τα κίνητρα του ήταν ποταπά, η δημοσιοποίηση των συγκεκριμένων πληροφοριών και μόνο, προσδίδει στον Ασάνζ μια αναφαίρετη πίστωση αξίας που σημαίνει ότι σε εκείνη τη στιγμή της ζωής του κοίταξε πέρα και πάνω από τη συνήθη υποταγή των περισσοτέρων από εμάς στην όχι και τόσο παράλογη λογική τού «δεν μπορώ να αλλάξω τίποτα σε αυτό τον κόσμο». Η κίνηση αυτή τού Ασάνζ, ακόμη κι αν αργότερα μετάνιωσε γι’ αυτό, και προσπάθησε να εξιλεωθεί ποικιλοτρόπως (δεν γνωρίζουμε, για παράδειγμα, αν η διαρροή της αλληλογραφίας Κλίντον που επηρέασε την εκλογή Τραμπ συνιστούσε απόπειρα για ένα άτυπο quid pro quo προς τον ίδιο τον Τραμπ) δεν παύει να σημαίνει ότι ανέλαβε τεράστιο ρίσκο, και επέδειξε πάθος και προσήλωση προς την αποκάλυψη της αλήθειας.

    «Φέρτε μου το κεφάλι του Αλφρέντο Γκαρσία» είναι ο τίτλος της ταινίας του Σαμ Πέκινπα από όπου έκλεψα τον τίτλο μου. Στην ταινία, ο Αλφρέντο Γκαρσία είναι νεκρός από το πρώτο καρέ της και το παιχνίδι κρίνεται από την πορεία των ταπεινών και από κάθε άποψη τελειωμένων ηρώων της σε σχέση με αυτό το κεφάλι που, ενώ σαπίζει, πετιέται από εδώ και από εκεί, καθορίζοντας τις μοίρες τους. Κάπως όπως και στην περίπτωση Τζούλιαν Ασάνζ.

  • Ο φρέσκος λόγος τού Λευτέρη Παπαδόπουλου

    Αφού είχα βομβαρδιστεί ανηλεώς από προπαγάνδα οδικής ασφάλειας ένιωσα σχεδόν ανακούφιση το να εμπλακώ σε ένα πραγματικό ατύχημα.

    ― J. G. Ballard, Crash.

    Η συνέντευξη του Λευτέρη Παπαδόπουλου στον Δημήτρη Δανίκα συγκέντρωσε αρκετά βλέμματα και αποτέλεσε το αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Οι αντιδράσεις παρουσίασαν τη γνωστή ποικιλία. Υπήρξαν επικριτές, υπήρξαν υποστηρικτές, υπήρξαν αδιάφοροι. Η κάθε ομάδα είχε, υποθέτω, τους λόγους και την επιχειρηματολογία της. Εγώ δεν θα σταθώ τόσο στην ουσία της συνέντευξης. Θα σταθώ στις αντιδράσεις που εισέπραξα από το άμεσο περιβάλλον μου. Αντιδράσεις που λόγω μεγέθους του δείγματος δεν αξιώνουν καμία πιθανότητα αναγωγής σε γενικεύσεις κάποιου είδους.

    Το πολύ ενδιαφέρον με τη συνέντευξη Παπαδόπουλου ήταν το πόσο φρέσκια ήταν η οπτική της. Αυτό το «φρέσκια» όμως, παρακαλώ, να διαβαστεί περιγραφικά και όχι αξιολογικά. Δεν μιλάμε για τσιπούρα εδώ πέρα, μιλάμε για μια αντίδραση απέναντι σε μια κατάσταση. Μέσα σε ένα περιβάλλον ασφυκτικής πολιτικής ορθότητας όπου κάθε φράση, λέξη, και αντίδραση περνάει μέσα από ηθικοπλαστικό κόσκινο και ευφάνταστες προκρούστειες κλίνες που στρώνονται και ξεστρώνονται εν ριπή οφθαλμού από κάθε καρυδιάς καρύδι ανθρωπιστές, το να βγει κάποιος, σε μέσο μεγάλης κυκλοφορίας, και να αρχίσει να μιλάει σα να βρίσκεται ανάμεσα σε δυο τρεις κολλητούς του συνιστά κάτι φρέσκο. Παρατήρησα ανθρώπους που εγώ προσωπικά δεν είχα ακούσει ποτέ να εκφράζονται α λα μανιέρ ντε (όπως ο) Λευτέρης Παπαδόπουλος, να ξεσπαθώνουν προτάσσοντας τον διάσημο στιχουργό ως ασπίδα. Και ήταν γνήσια κωμικοτραγικό γιατί μπορούσα να διακρίνω το επίπλαστο της αντίδρασής τους. Οι λέξεις (το «μουνί» και τα παράγωγά του που αφειδώς χρησιμοποίησε ο Παπαδόπουλος) φάνταζαν ξένες στο στόμα τους. Και φάνταζαν ξένες όχι ως λέξεις που οι συγκεκριμένοι δεν είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ στη ζωή τους – δε θα φτάσω σε τέτοια επίπεδα υποκρισίας – αλλά ξένες ως παλιές δεξιότητες που είχαν ατονήσει λόγω αχρησίας. Παραδόξως διέκρινα στον καμποτινισμό τους την πρόοδο που έχει συντελεστεί αλλά, ταυτοχρόνως, εντυπωσιάστηκα γιατί μέσα από αυτή την έκρηξη βωμολοχίας και σεξισμού συνειδητοποίησα πώς όταν φορτίσεις μια θέση υπερβολικά, τότε, στην πρώτη ευκαιρία, αυτή θα εκτονωθεί σαν ελατήριο. Αν θέλετε να το θεωρητικοποιήσω, χάριν εξορκισμού για την ακραία θέση που υιοθετώ, είδα σε όλο αυτό την αξιακή ουδετερότητα της διαλεκτικής. Είδα ότι το δημοφιλές τριαδικό σχήμα, θέση – αντίθεση – σύνθεση, της διαλεκτικής δεν ενέχει πουθενά αξιακές παραμέτρους. Είναι απλώς μια τυπολογία κενή περιεχομένου. Ένας μηχανισμός που όταν βρεθεί στις κατάλληλες συνθήκες θα τεθεί σε λειτουργία και θα παραγάγει μια σύνθεση. Το αν η σύνθεση θα είναι ενάρετη ή τερατώδης, παραμένει, σε αυτό το στάδιο, αδιάφορο.

    Στο περιβάλλον ασφυκτικής “αστυνόμευσης”, στο περιβάλλον που συνιστά προσβολή στα ήθη να εμφανιστεί ρώγα γυναικείου στήθους ή, να φλερτάρει κάποιος κάποιον άλλο. Στο περιβάλλον που συνιστά προσβολή και απερισκεψία να ευχηθεί κάποιος «Καλά Χριστούγεννα» και «Καλό Πάσχα». Στο περιβάλλον στο οποίο κάποιοι έχουν αρχίσει να απευθύνονται στους οκτώ άνδρες και στις τρεις γυναίκες ενός γραφείου στο θηλυκό γένος, και ακούς το τρισχαριτωμένο: «είστε όλες έτοιμες για να αρχίσουμε την παρουσίαση;», τότε, η παρουσία ακόμη και ενός Λευτέρη Παπαδόπουλου αρκεί για να φέρει την “άνοιξη”. Όταν η «θέση» αποκτήσει τη δυναμική παραφροσύνης, τότε, μια ακραία θέση του παρελθόντος, όπως αυτή του Παπαδόπουλου, δύναται να προταθεί ως ασπίδα, «αντίθεση», απέναντι σε αυτή την παραφροσύνη. Η «σύνθεση», το αποτέλεσμα της διαλεκτικής, είναι αυτό που εισέπραξα: άνθρωποι να υπερασπίζονται τον Λευτέρη Παπαδόπουλο όχι γιατί μπορεί να έχει κάποια καλλιτεχνική αξία και άρα οι προσωπικές απόψεις του είναι αδιάφορες, αλλά, αντιστρόφως, αδιαφορώντας για το έργο του και υιοθετώντας τον ακραία σεξιστικό λόγο του ως γραμμή άμυνας απέναντι στην ισοπεδωτική πολιτική ορθότητα.

    Δεν επικροτώ σε καμία περίπτωση τον λόγο τού Λευτέρη Παπαδόπουλου αλλά είμαι της πεποίθησης ότι απέναντι σε αυτόν τον σεξιστικό, υπέρμετρα ναρκισσιστικό λόγο τόσο του Παπαδόπουλου όσο και του Δανίκα, που είναι ο ηθικός αυτουργός του, η καλύτερη στάση θα έπρεπε να είναι η αδιαφορία. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό το δικαίωμα να προσβάλλουν σε σχέση με το δικαίωμα να μην δέχονται προσβολές. Γιατί αλλιώς όχι μόνο φθάνουμε στο σημείο να βλέπουμε τον Λευτέρη Παπαδόπουλο ως νότα φρεσκάδας αλλά και νιώθουμε ευτυχείς που εμπλεκόμεθα σε ατυχήματα.