Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • Ένα, κανένα, και εκατό χιλιάδες προφίλ

    “You have one identity. […] The days of you having a different image for your co–workers and for the other people you know are probably coming to an end pretty quickly. […] Having two identities for yourself is an example of a lack of integrity.”
    Mark Zuckerberg

    Το Ένας, Κανένας, και Εκατό Χιλιάδες τού Λουίτζι Πιραντέλο είναι ένα βιβλίο που είχα διαβάσει αποσπασματικά, κυρίως μέσα από σχόλια και παραπομπές άλλων συγγραφέων. Το διάβασα όμως εξ ολοκλήρου πριν από λίγες μέρες. Το Ένας, Κανένας, και Εκατό Χιλιάδες είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός νεαρού άνδρα, του Βιτάντζελο Μοσκάρντα, που ανακαλύπτει ένα πρωί, από ένα σχόλιο της γυναίκας του, ότι η μύτη του είναι στραβή. «Σιγά το πρόβλημα!», θα πείτε. Κι όμως. Ο Πιραντέλο, με αφετηρία αυτή την αθώα παρατήρηση θα ξεδιπλώσει μια ευσύνοπτη φιλοσοφική πραγματεία για να μας πείσει ότι κανένας δεν έχει γνώση κανενός, του εαυτού μας μη εξαιρουμένου.

    Αν εγώ, λέει ο Μοσκάρντα, δεν είχα προσέξει ότι η μύτη μου είναι στραβή, τότε αναλογιστείτε πόσα άλλα πράγματα δεν έχω προσέξει για τον εαυτό μου. Πόσα άλλα χαρακτηριστικά και ιδιότητες, πιο ουσιαστικές από το σχήμα της μύτης μου. Πόσα άλλα χαρακτηριστικά και ιδιότητες δεν έχω προσέξει σε διάφορες εκφάνσεις της προσωπικότητάς μου. Και αν εγώ, συνεχίζει ο Μοσκάρντα, δεν έχω μια συγκροτημένη και αντικειμενική εικόνα για το ποιός είμαι, φανταστείτε τι συμβαίνει με τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι. Η γυναίκα μου, οι φίλοι μου, οι συνεργάτες μου, ο κάθε ένας από αυτούς φαίνεται να έχει σχηματίσει μια εικόνα, διαφορετική για τον καθέναν, για το ποιός είμαι τελικά εγώ. Μια εικόνα που διαφέρει, ή δύναται να διαφέρει, παρασάγγας από τη δική μου επίσης ελλειπτική εικόνα για τον εαυτό μου. Ο ήρωας του βιβλίου, ο Βιτάντζελο Μοσκάρντα, θα μπει σε μια λογική που θα τον οδηγήσει σε έναν ιδιότυπο σολιψισμό: ο Μοσκάρντα καταλήγει, αντί να υπάρχει μόνο ο ίδιος και η συνείδησή του, να μην υπάρχει τελικά ούτε καν ο ίδιος.

    Η πιραντελική πρόζα συνιστά ιλαροτραγωδία ολκής που προσφέρεται για νοητικούς  ακροβατισμούς. Υπάρχει ψήγμα αλήθειας στα λεγόμενα του Πιραντέλο; Πράγματι κανένας δεν γνωρίζει κανέναν, και κανένας δεν δύναται να γνωρίσει κανέναν; Όσο κι αν θέλει κάποιος να πιστέψει στον συλλογισμό του Πιραντέλο, γιατί μπορεί πολλές φορές να έχει νιώσει ότι συστηματικά και σε βάθος χρόνου παρεξηγείται ή ότι δεν γίνεται κατανοητός, δεν χρειάζεται παρά να αντιπαραθέσει την υφιστάμενη κατάσταση των πραγμάτων για να διαπιστώσει ότι δεν είναι και τόσο εύκολο να γενικεύσει κάποιος αυτό το πιραντελικό συναίσθημα ασυννενοησίας ή παρεξηγήσεων διαρκείας έτσι ώστε να διαχέεται και να καλύπτει το σύνολο των υποκειμένων του κόσμου μας. Η επιστημονική αλλά και ηθική πρόοδος που έχει συντελεστεί στον κόσμο μας, όταν τελικά καταφέρνουμε να εξαερώνουμε τους διαύλους επικοινωνίας μας από τον αέρα των υποκειμενικών ιδιοσυγκρασιών μας και να ομιλούμε τη γλώσσα της επιστήμης, φανερώνει ότι τελικά δύναται να υπάρξουν εξαιρετικά εποικοδομητικά είδη επικοινωνίας, γνώσης, και επαφής. Αλλά βέβαια, σε αυτή την παρατήρηση ,θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος ότι δύναται κάλλιστα να υπάρχει και η αντίστροφη ανάγνωση: είναι ακριβώς η υφιστάμενη κατάσταση των πραγμάτων, όλα τα δεινά που μας κατατρέχουν, που οφείλεται λίγο πολύ στη μνημειώδη ασυνεννοησία που συνεχίζει να κυριαρχεί αναμεταξύ μας. Ασυνεννοησία, που, κάποιος με πιραντελικές ορέξεις, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι οφείλεται ακριβώς στη γλώσσα της επιστήμης που είναι μια κατ’ εξοχήν πιραντελική γλώσσα με θέα από παντού ή από το πουθενά (που λίγο πολύ σημαίνει το ίδιο πράγμα). Όλες οι απόπειρες μιας πρωτοπρόσωπης επιστήμης, μιας επιστήμης που θα λάμβανε υπόψη της τις υποκειμενικές ιδιοσυγκρασίες μας, παραμένει μέχρι στιγμής καταδικασμένη σε αποτυχία. Μέσα στην επιστημονική αλλά και ηθική πρόοδο το υποκείμενο παραμένει υποχρεωμένο να αυτοπροσδιορίζεται, καθώς ετεροπροσδιορίζεται, (τοπο)θέτοντας εαυτόν σε προκαθορισμένα και επιστημονικώς αποδεκτά καλούπια.

    Το πιραντελικό μυθιστόρημα δεν γράφτηκε για να κατακτήσει τα υψίπεδα μιας φιλοσοφικής θεωρίας. Ο συγγραφέας, μέσα από την ξέφρενη πορεία του ήρωά του προς την τρέλα (που τελικά μόνο τρέλα δεν είναι) σκιαγραφεί τις προϋποθέσεις για την υπέρβαση αυτού του ακραιφνούς υποκειμενισμού μέσα από την αμφιβολία για τις σιγουριές του καθενός που με τη σειρά της (η αμφιβολία) συνιστά τη βάση για τη μοναδική δυνατότητα γνώσης που υπάρχει. Αντιστρόφως, ο Πιραντέλο υπαινίσσεται ότι ο σίγουρος τρόπος για να μείνει κάποιος εγκλωβισμένος στις απόψεις του, και άρα νομοτελειακά στην άγνοια, είναι να ασπάζεται αμετάβλητες αλήθειες.

    Η πιο γνήσια εφαρμογή της βασικής ιδέας του βιβλίου, που εκδόθηκε το 1925, βρίσκει τον κατοπτρισμό της στο σημερινό κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το ότι τόσο πολλοί συντηρούν σήμερα προφίλ σε διάφορες πλατφόρμες, Twitter, Instagram, LinkedIn, Tinder, όπου σε καθεμιά από αυτές προβάλλουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες των προσωπικοτήτων τους, συνιστά τον πραγματικό κατακερματισμό της προσωπικότητας που ο πιραντελικός ήρωας βιώνει για τον εαυτό του. Η κομβική διαφορά ανάμεσα στο βιβλίο και το τώρα είναι ότι ο σημερινός κατακερματισμός είναι επιπρόσθετος στον πιραντελικό, και ηθελημένος. Μέσα σε αυτό τον κόσμο λοιπόν, όχι μόνο ο καθένας χτίζει και προβάλλει την προσωπικότητα που επιθυμεί και μπορεί να υποστηρίξει, αλλά με έναν αυθεντικό πιραντελικό τρόπο, τελικά, οι άλλοι προσλαμβάνουν από αυτή την προσωπικότητα αυτά που θέλουν.

    Όταν ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ μιλούσε, το μακρινό 2010, για τη λογική τής μίας ταυτότητας (one identity), και αργότερα, το 2014, όταν το Facebook επέβαλε υποχρεωτικά την κατάργηση των φέικ προφίλ, δεν είχε μάλλον υπόψη του πόσο έμοιαζε και μοιάζει η πολιτική της εταιρείας στις απώτερες βλέψεις του Βιτάντζελο Μοσκάρντα, του ήρωα του Πιραντέλο, που προσπαθεί μέχρι τελικής κατάρρευσης να δημιουργήσει μια στιβαρή, σταθερή, συνεπή προσωπική ταυτότητα που θα αποτελείται από εκείνα τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που εκείνος θέλει να βλέπουν οι άλλοι σε εκείνον, αλλά, και κυρίως, τα χαρακτηριστικά που θέλει εκείνος να βλέπει στον εαυτό του. Η προσπάθεια του Μοσκάρντα να απεκδυθεί αυτά που του έχει προσάψει ο περίγυρός του, ενώ παράλληλα αποπειράται να ανακαλύψει τι ο ίδιος προσάπτει στον εαυτό του, τον οδηγεί σε μια ιδιότυπη κατάσταση απώλειας του εγώ του. Ο Μοσκάρντα στο τέλος βρίσκει την προσωπικότητα του. Αλλά τη βρίσκει πώς; Ο Πιραντέλο με το μεταιχμιακό χιούμορ που τον διακρίνει, μεταιχμιακό καθότι ενδημεί ακριβώς στο όριο ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό, προβάλλει ως λύση στο αδιέξοδο του ήρωά του μια εις άτοπον απαγωγή (ένα reductio ad absurdum) στο οποίο η απάντηση είναι μια άχρονη ά-χωρη βιολογική επιβίωση που δεν περιέχει καμία έννοια ιστορικότητας και προσωπικότητας καθότι απουσιάζει από αυτήν το βαρίδι τού εγώ. Ο Πιραντέλο, στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου προσφέρει μια σχεδόν βουδιστική θεώρηση των πραγμάτων όπου ο ήρωας του, ο Βιτάντζελο Μοσκάρντα, διαχέεται μακαρίως στον κοινωνικό και φυσικό του περίγυρο. Και τελικά, αυτή η εμμονή του facebook, στην αυθεντικότητα των στοιχείων που προσδιορίζουν τον κάθε χρήστη ενδέχεται να έχει το ίδιο αποτέλεσμα: τη διάχυση του εγώ μας στον κοινωνικό και φυσικό περίγυρό του μέσω του ψηφιακού, μοναδικού, αποτυπώματός μας. Η πιραντελική εις άτοπον απαγωγή, αυτό το reductio ad absurdum, τελικά, αποδεικνύεται όχι και τόσο άτοπη. Είναι ακριβώς αυτό το ά-χωρο άχρονο αποτύπωμά μας που θα πλανάται επ’ άπειρον στον κυβερνοχώρο ακόμα και όταν θα είμαστε ο κανένας. Ειδικά όταν θα είμαστε ο κανένας.

     

  • Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν Πάολα. ― Κάρολος Μαρξ.

  • Γκρέτα

    Άθυρμα ή πρόσωπο; Θα έχετε ήδη διαβάσει τόσο πολλά για την Γκρέτα Τούνμπεργκ: για τον εφηβικό ακτιβισμό, για τον λουδισμό, για τον νεολουδισμό, για τον μεσσιανισμό. Για τη δεκαεξάχρονη που με σημαία της την κλιματική αλλαγή περιδιαβαίνει τα φόρα, τα συνέδρια, και τις συναντήσεις κορυφής. Για τη δεκαεξάχρονη που μόλις ένα χρόνο πριν στεκόταν έξω από τη Βουλή της Σουηδίας με ένα πανό που έγραφε «Σχολική Απεργία για το Κλίμα» και σήμερα συνιστά ένα από τα πιο δυνατά brand names στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής. Αυτή είναι η Γκρέτα Τούνμπεργκ που με επίπλαστη επιθετικότητα, που σε αφήνει με μια αμηχανία καθότι δεν ξέρεις αν πρέπει να την πάρεις στα σοβαρά ή να χαμογελάσεις, ευαγγελίζεται το τέλος των βλαβερών συνηθειών μας προς το συμφέρον του πλανήτη.

    Δεν θα σταθώ σε όλα αυτά που πολλοί άλλοι, ικανότεροι και πλέον αρμόδιοι από μένα, έχουν ήδη αναλύσει. Θα σταθώ μόνο στην ηλικία τής Τούνμπεργκ και τον καθοριστικό ρόλο που αυτή παίζει για το μήνυμα που κομίζει. Όσες αντιρρήσεις κι αν έχει κάποιος απέναντι στην Τούνμπεργκ και τις μεθόδους της δύσκολα μπορεί να προσπεράσει την απλότητα του μηνύματός της. Το μέλλον ανήκει περισσότερο σε εκείνη παρά σε εμάς που λόγω τύπων και μόνο, λόγω ηλικίας, διαθέτουμε τα τυπικά προσόντα (την ψήφο) για τις αποφάσεις που λαμβάνονται για όλα όσα διακυβεύονται σχετικά με το περιβάλλον. Το μήνυμα της Τούνμπεργκ είναι σε μεγάλο βαθμό η ίδια. Είναι η φωνή του μέλλοντος απέναντι στην οκνηρία και την αδιαφορία των ενηλίκων, και κυρίως μεσηλίκων, που κρύβονται πίσω από την ακραιφνώς εγωκεντρική λογική της αντοχής και αυτάρκειας του πλανήτη για τα καπρίτσια και τις έξεις, τουλάχιστον της δικής τους ζωής (και ίσως και των παιδιών τους). «Μέχρι να πεθάνω εγώ, ο χορός καλά κρατεί», φαίνεται να λέει η μερίδα των ανθρώπων που πραγματικά έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν τα πράγματα. Έτσι, η Γκρέτα εμφανίζεται βλοσυρή και επικριτική για να μιλήσει, όχι με κάποια ρηξικέλευθη θεωρία αλλά με λόγια απλά, για το δικό της μέλλον στον πλανήτη και να αποτρέψει, όταν πια εμείς θα έχουμε φύγει από την εικόνα, εκείνη και η γενιά της και οι γενιές που στέκονται προ των πυλών αγέννητες να φτάσουν να έχουν λόγο απέναντι, φευ, σε μια καρδάρα χυμένο γάλα. Απέναντι σε μια κατάσταση που δεν θα μπορεί πια να αναστραφεί. Οι πιθανότητες είναι ότι η Τούνμπεργκ, ακόμη κι αν από μόνη της είχε τις ευαισθησίες και τις ανησυχίες (και εδώ παίζει και το χαρτί του άσπεργκερ), και εξέφραζε τη ρητορική που βρίσκεται ξεκάθαρα μέσα στο μήκος κύματος της οικολογίας, δεν είναι ποτέ δυνατόν να αποφάσισε από μόνη της να γίνει μισθοφόρος για το κίνημα. Οι κηδεμόνες της αποφάσισαν ότι μπορεί να διακόψει το σχολείο και να αφοσιωθεί, full time, στη σωτηρία του πλανήτη. Και αυτό είναι κάτι με το οποίο θα πρέπει να μάθει να ζει.

    Άθυρμα ή πρόσωπο; Ενώ λοιπόν έχουμε μια εμμονή τα τελευταία χρόνια να αναγνωρίζουμε ευθύνες και ικανότητες και δεξιότητες σε άτομα που ηλικιακά δεν είναι ακόμη ενήλικες, και πολλές φορές ζητάμε από εφήβους να έχουν συναίσθηση των επιπτώσεων των πράξεων τους και της θέσης τους στο κοινωνικό σύνολο, όταν βρεθούμε απέναντι σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που φαίνεται να υιοθετεί μια πέρα ως πέρα υπεύθυνη στάση, μια στάση που κάνει πολλούς ενήλικες να φαίνονται ρεμπεσκέδες, τότε, ως δια μαγείας υιοθετούμε άλλου είδους ευαισθησίες. Υιοθετούμε μυστήρια γονικά φίλτρα και ευαισθησίες που έχουν να κάνουν με την εγγενή αξία και το ειδικό βάρος της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, αυτής της καθοριστικής για την προσωπικότητα και τις παραμέτρους της στο μέλλον ηλικίας, που δεν πρέπει, λέμε εμείς, να πέφτει βορά φιλοδοξιών που αρμόζουν καλύτερα σε εμάς, τους ήδη διεφθαρμένους ενήλικες. Έτσι, από τη μία φαίνεται να θέλουμε υπεύθυνους ανήλικους, με οξυμένα κοινωνικά αντανακλαστικά εξ απαλών ονύχων, που δεν άγονται και φέρονται από τους αήθεις ή ανήθικους κηδεμόνες τους, αλλά, όταν βρεθούμε μπροστά στη μετουσίωση των επιθυμιών μας, κιοτεύουμε. Από τη μία λοιπόν φαίνεται να συνειδητοποιούμε πλήρως ότι τα παιδιά σήμερα δεν κινούνται στους μαθησιακούς ρυθμούς που κινηθήκαμε εμείς πριν από 20 ή 30 ή 40 χρόνια, αλλά, από την άλλη, τα θέλουμε και πιο προστατευμένα γιατί ίσως θεωρούμε ότι οι τρόποι που μπορεί να παρεκτραπεί ένα παιδί είναι περισσότεροι σε αυτό τον κόσμο της πληθώρας των ερεθισμάτων. Πρόσφατο παράδειγμα αυτής της στάσης, η κατακραυγή απέναντι στα παιδιά των διάσημων που δωροδόκησαν για να βρεθούν τα τέκνα τους φοιτητές των περίφημων Ivy league ιδρυμάτων των ΗΠΑ. Παιδιά τα οποία δήλωναν ότι δεν είχαν ιδέα για τις παρανομίες στις οποίες είχαν υποπέσει οι γονείς τους όταν, τελικά, αποδείχτηκε ότι μάλλον αυτό ήταν αδύνατο καθότι απαιτούνταν ενορχηστρωμένες προσπάθειες και κανονικό coaching των παιδιών για την εξαπάτηση των αρμόδιων αρχών. Τα παιδιά αυτά στηλιτεύτηκαν αρκούντως ως απευκταίες παραλλαγές βαθιά υποκριτικών μικρομέγαλων, που χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό δέχτηκαν να ακολουθήσουν τους γονείς τους στο έγκλημα.

    Τώρα όμως, με την περίπτωση Τούνμπεργκ, σηκώνουμε επιδεικτικά το φρύδι και έχουμε αμφιβολίες αν πράττει το σωστό όταν την ακούμε να λέει πως έπεισε τους γονείς της να γίνουν χορτοφάγοι ή όταν την ακούμε να λέει ότι θα πρέπει να αλλάξουν οι κανόνες καθότι το παιχνίδι είναι στημένο και άδικο για εκείνη και για τη γενιά της και τις επερχόμενες γενιές. Όταν δηλαδή την ακούμε αντί να πέφτει θύμα των ανεύθυνων πρακτικών των γονιών της, να γίνεται η ίδια ο θεματοφύλακας του καλού τους. Όταν συνειδητοποιούμε ότι η Γκρέτα Τούνμπεργκ, σε μια θεαματική αντιστροφή ρόλων, εμφανίζεται πλέον ως ο κηδεμόνας των γονιών της.

    Άθυρμα ή πρόσωπο;

  • Ήλιος, θάλασσα, φέισμπουκ, λογοτεχνία

    Το δακρύβρεχτο πουλάει. Κάθισα λίγο στα βράχια, πάνω από τον κολπίσκο, για να ξαποστάσω. Είχα σκοπό να κατηφορίσω και να βουτήξω στην θελκτική θάλασσα του απογεύματος. Αλλά κόλλησα. Δύο γυναίκες κάποια ηλικίας κολυμπούσαν μερικές δεκάδες μέτρα από το σημείο που βρισκόμουν. Τώρα, αυτό μπορεί να το έχετε προσέξει κι εσείς: ενώ η απόσταση που μας χωρίζει από κάποιον είναι μια απόσταση που υπό κανονικές συνθήκες (συνθήκες μιας μέσης ακουστικής) δεν επιτρέπει να ακούμε μια χαμηλόφωνη συνομιλία, ένας κολπίσκος με υπερυψωμένα βράχια και σχεδόν απόλυτη ησυχία χαίρει τέτοιας επιδαύριας ακουστικής, που ενίοτε δύναται να προσφέρει στον τυχάρπαστο λαθρακουστή την παρακολούθηση ενός δράματος αξιώσεων. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι εκτός από μένα, δύο ακόμα εραστές του απογευματινού μπάνιου διέπρατταν την αμαρτία της μοιχείας. Ακροβολισμένοι σε κάποιες από τις πολυάριθμες και φιλόξενες, ωσάν κερκίδες θεάτρου, εσοχές του βράχου, καθηλωμένοι σαν και την αφεντιά μου, παρακολουθούσαν τη σαπουνοπερική αφήγηση μιας εξωσυζυγικής ερωτικής ιστορίας που είχε να κάνει με τη νύφη μιας εκ των δύο ηλικιωμένων γυναικών, που ανυποψίαστη, απολάμβανε τη δύση του ήλιου μετά δακρύβρεχτου ενάλιου κοινωνικού σχολιασμού. Μπορεί να έχασα το μπάνιο μου, καθότι ο ήλιος έδυσε, αλλά κρυφάκουσα μια ιστορία που αν είχε αναρτηθεί στο φέισμπουκ θα είχε δρέψει εκατοντάδες λάικ. Το δακρύβρεχτο πουλάει.

    Οι αναφορές σε προσωπικά και οικογενειακά δράματα πάσης φύσεως είναι λογικό να προσελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού καθότι η ταύτιση έρχεται αβίαστα και αδιατάρακτα. Θα μπορούσε όμως μια ιστορία σαν αυτή που κρυφάκουσα να φέρει τη σφραγίδα της λογοτεχνίας; Η απάντηση είναι, φυσικά, «ναι». Με λίγο ταλέντο και αρκετή επιμονή ή με πολύ ταλέντο και λίγο υπομονή, όλα γίνονται. Αυτά όμως που διαβάζουμε στο φέισμπουκ ουδεμία σχέση έχουν με λογοτεχνία, όσο κι αν οι δημιουργοί τους δύνανται να τρέφουν τέτοιες αυταπάτες, που συχνά τροφοδοτούνται και θεριεύουν από τις προτροπές μιας πλειάδας ανθρώπων που σπεύδουν να τους ενθαρρύνουν στην έκδοση των πονημάτων τους. Αλλά η ουσία είναι ότι όλα αυτά δεν απαιτείται να κρίνονται ως λογοτεχνία, και τελικά δεν κρίνονται ως λογοτεχνία. Όσο κι αν εμένα με κουράζουν, σέβομαι απόλυτα την επιθυμία ή την ανάγκη των ανθρώπων που τα δημοσιοποιούν, και αρκετές φορές τα στολίζω με λάικ, καρδούλες, ή χαχανητά.

    Χάριν δικηγορίας του διαβόλου όμως θα ήθελα να προσφέρω έναν απλό προβληματισμό που όχι μόνο εξιλεώνει τους πομπούς αυτών των αναρτήσεων αλλά κάνει ίσως περισσότερο διακριτή και τη διαφορά της λογοτεχνίας με τις υπόλοιπες κοπτοραπτικές κειμένων. Απλό ερώτημα: ποιος αξίζει περισσότερο; Κάποιος που βρίθει αγνών συναισθημάτων τα οποία όμως δεν έχει τη δυνατότητα να τα περάσει σε κείμενο ή, κάποιος που έχει τη δυνατότητα να προκαλεί ποταμούς δακρύων (ή καύλας, το ίδιο κάνει) ενώ είναι συναισθηματικά κενός; Η αλήθεια βέβαια δεν είναι σχεδόν ποτέ άσπρο-μαύρο αλλά αποχρώσεις του γκρίζου, το ξέρετε αυτό, αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Ο λογοτέχνης λοιπόν, όσο κι αν αυτό ακούγεται κάπως, συνήθως, εμπίπτει στη δεύτερη κατηγορία. Ο λογοτέχνης είναι φυσικά άνθρωπος, και ως τέτοιος δεν είναι συναισθηματικά κενός, αλλά η δουλειά του είναι τέτοια που σε σχέση με αυτά που πλάθει με τη φαντασία του, ο ίδιος δύναται να φαντάζει συναισθηματικά κενός. Ο λογοτέχνης είναι αρχιτέκτονας και μάγειρας (όπως υποθέτω είναι και ο λογιστής, και ίσως και ο δικηγόρος). Μπορεί να μην είναι κενός συναισθηματικά, αλλά απέχει παρασάγγας από την εικόνα που σχηματίζει αυτός που διαβάζει τα δημιουργήματά του. Και μάλιστα, είναι τέτοια η φύση του λόγου που ο αναγνώστης τείνει να προσάπτει στο υποκείμενό του, στον συγγραφέα, αυτόματες κρίσεις που έχουν να κάνουν όχι με το κείμενό του, αλλά με τα κίνητρα και τον χαρακτήρα ή τις προθέσεις τού προσώπου τού συγγραφέα. Έτσι, ένας συγγραφέας αστυνομικών είναι πιο πιθανό, θα σκεφτεί κάποιος, να είναι ένας διεστραμμένος που κρύβει απωθημένα και μύχιες επιθυμίες, από έναν συγγραφέα δακρύβρεχτων ρομάντζων. Και αυτό το τελευταίο δένει και όμορφα με τη συνήθη απογοήτευση που συνεπάγεται η γνωριμία μας με δημιουργούς που μπορεί να έχουμε κατά καιρούς αγαπήσει μέσω των έργων τους. Γνώριμο σκηνικό: όσοι έχουν παρακολουθήσει παρουσίαση βιβλίων θα έχουν παρατηρήσει ότι η πιο συνηθισμένη κατηγορία ερωτήσεων που απευθύνει το κοινό προς τον συγγραφέα αποσκοπεί στη αποκάλυψη των αυτοβιογραφικών στοιχείων που δύναται να έχουν διεισδύσει σε ένα μυθιστόρημα. Ο κόσμος, αντί να προσπαθεί να αφουγκραστεί το κείμενο αυτό καθαυτό, ψοφάει να μάθει πίσω από ποιον ή ποιους χαρακτήρες κρύβεται ο συγγραφέας. Και αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο συγγραφέας γράφει βιωματικά με απώτερο σκοπό την αυτοψυχανάλυση, λίγο πολύ όπως γράφουν κάποιοι στο φέισμππουκ ή όπως μιλούσε η κυρία που κρυφάκουσα στη θάλασσα που ξαλάφρωνε, “δημοσίως”, από το βάρος των οικογενειακών μυστικών της.

    Για να κλείσω, επανέρχομαι σε αυτό το «ποιος αξίζει περισσότερο;». Το φέισμπουκ είναι πλατφόρμα συνύπαρξης ανθρώπων που ως τέτοιοι θα γράφουν τα σώψυχά τους και θα επιθυμούν να διαβάζουν σώψυχα. Ως τέτοιο, το fb, δίνει και θα δίνει προτεραιότητα στον ακατέργαστο συναισθηματισμό. Η λογοτεχνία έχει να κάνει με κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο συγγραφέας, ενώ μέχρι στιγμής ανήκει στο είδος των ανθρώπων, συνήθως, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, δεν ασπάζεται πάντα τις αρχές του ανθρωπισμού και πολλές φορές δύναται να εμφανίζεται ως μισάνθρωπος. Δεν είναι όμως, και αυτό είναι που τον κάνει να αξίζει περισσότερο.

  • Ατελέσφορη και επικίνδυνη βαρεμάρα

    «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν’ αναλογιστώ: “Με παίρνει ο ύπνος” […]», γράφει ο Προυστ στις γραμμές που ανοίγουν το πολύτομο μυθιστόρημά του. Ο Προυστ, βλέπετε, δεν είχε κινητό και περιοριζόταν στην ανάγνωση βιβλίων πριν τον ύπνο.

    Θα το έχετε προσέξει κι εσείς. Μπορεί να σε νυστάξει ένα βιβλίο αλλά μόλις πιάσεις το κινητό στο χέρι και αρχίσεις το σκρολάρισμα η νύστα εξαφανίζεται. Η ντόπα δουλεύει. Είναι χίλιες φορές προτιμότερο να αφήσεις τα μάτια να κλείσουν μετά από την ανάγνωση παρά να αναζητήσεις το φιξάκι σου.

    Μπορεί να ήσουν στο γραφείο και να είχες μόλις τελειώσει μια βαρετή εργασία. Μπορεί να διάβαζες κάποιο άρθρο στην εφημερίδα ή ένα βιβλίο και να ένιωθες την ανάγκη για μια ανάπαυλα. Μπορεί να έκανες κάποια χειρωνακτική εργασία και να ήθελες να κάνεις διάλειμμα για τσιγάρο. Σκεφτείτε λίγο όλες αυτές τις δραστηριότητες, κάπου στο παρελθόν. Ας πούμε, δεκαπέντε χρόνια πίσω. Όταν έκανες τότε μια διακοπή μπορεί να κοίταζες από το παράθυρο, ή μπορεί να έβγαινες στο μπαλκόνι ή στον κήπο ή στον ακάλυπτο. Στο διάστημα που έκανες αυτό το διάλειμμα, τότε στο παρελθόν, ο ειρμός της σκέψης σου ήταν ελεύθερος να αιχμαλωτιστεί από κάτι εντελώς τυχαίο, που, αν δεν είχε άμεση σχέση με τη δραστηριότητα που μόλις είχες διακόψει, θα βρισκόταν στο πεδίο της όρασης ή της ακοής ή ακόμη και της όσφρησής σου. Κάποιοι από εμάς, στο παρελθόν, βάζαμε cd ή βινύλια για να ακούσουμε μουσική, ή αφοσιωνόμασταν σε ένα επίμονο κοίταγμα προς το ταβάνι ή προς έναν λευκό τοίχο και βρίσκαμε σε αυτά μια εμβληματική και πρωτότυπη «tabula rasa». Μια λευκή πλάκα που τη γεμίζαμε με τις ευφάνταστες αλλά και αυθαίρετες αναπολήσεις ή προβολές μας. Οι ειρμοί των σκέψεών μας είχαν κυρίως αισθητηριακές αφετηρίες. Από εκεί, το τρένο αυτό της σκέψης ήταν ελεύθερο να κατευθυνθεί προς το παρελθόν, σε κάτι που είχε ήδη συμβεί και που το αισθητήριο λάκτισμα μάς το είχε βγάλει στην επιφάνεια. Εναλλακτικά, μπορεί το τρένο να πήγαινε προς το μέλλον και να είχαμε αποπειραθεί να οραματιστούμε μια κατάσταση σε σενάριο, πάλι, μιας αισθητηριακής αφορμής.

    Αυτό πάντως που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να οραματιστούμε είναι το σήμερα. Τώρα, ανάλογα με το χρονολόγιό μας ή το όποιο «τύπου χρονολόγιο» στο οποίο καταφεύγουμε όλες τις στιγμές των διαλειμμάτων, ο ειρμός της σκέψης μας είναι πλήρως κατευθυνόμενος. Κατευθυνόμενος από το εκάστοτε θέμα το οποίο τρέχει εκείνη την ημέρα ή ώρα. Και αυτό, αναμφισβήτητα, δεν μπορεί παρά να έχει αντίκτυπο στην ποιότητα των τρόπων αναπόλησης και φαντασιακής διαβίωσής μας. Τώρα, παραμένουμε σχεδόν όλοι δέσμιοι μιας πλήρως κατευθυνόμενης διαδικασίας “ελεύθερων” συνειρμών. Οπότε στεκόμαστε απέναντι σε ένα παράδοξο: ενώ το attention span διαρκώς βαίνει μειούμενο και η διάσπαση προσοχής θερίζει, το δυνητικά πολύτιμο για τον καθένα αυτό καταφύγιο των προσωπικών μας στιγμών αφηρημάδας πάει στράφι. Η βαρεμάρα μας έχει απολέσει κάθε ίχνος δημιουργικότητας και παραγωγικότητας γιατί δεν αφήνεται να ανθίσει. Το χρονολόγιο δεν αφήνει χρόνο για αυθεντική βαρεμάρα καθώς σε διαποτίζει με μια βαρεμάρα ατελέσφορη και τελικά επικίνδυνη. Το χρονολόγιο επιβάλλει ισχυρές αισθητηριακές παγίδες που υφαρπάζουν τον ειρμό της σκέψης εν τη γενέσει του και τον ποδηγετούν σε προκατασκευασμένα μονοπάτια με λίγο πολύ προδιαγεγραμμένες καταλήξεις. Έτσι, το χρονολόγιό μας θέτει τις βάσεις για τη χειραγώγηση της σκέψης. Και η χειραγώγηση της σκέψης είναι πάντα προϋπόθεση και προπομπός τής χειραγώγησης της πράξης.

    Με σύμμαχο λοιπόν τις ιδεολογικές και ιδιοσυγκρασιακές μεταβλητές του καθενός, το χρονολόγιό μας μετασκευάζεται σταδιακά σε ένα απόρθητο echo chamber που απλώς επιβεβαιώνει και πολλαπλασιάζει τις δικές μας σκέψεις και απόψεις. Η αίθουσα με τους καθρέφτες που διαστρεβλώνουν και αντιστρέφουν και διακωμωδούν τον εαυτό μας αναπαράγεται πια στην άκρη του δαχτύλου μας, πάνω στις μικροσκοπικές οθόνες μας, κάθε στιγμή της ζωής μας. Αναλογιστείτε ότι πριν την επιλογή “snooze” ή “unfollow” ή “hide” τα χρονολόγιά μας είχαν ακόμη τη δυνατότητα να μας ταρακουνήσουν γόνιμα και παραγωγικά. Μπορούσε να ξεφύγει μια ιδέα που θα μας έβγαζε από την πεπατημένη τού echo chamber μας. Υπήρχε, έστω και θεωρητικά, η δυνατότητα αυθεντικής σκέψης προς αλλότριες ατραπούς. Τώρα πια αυτό είναι αδύνατο. Το μέσο έχει κατανοήσει ότι η ανοχή μας στη διαφορετικότητα τείνει προς το μηδέν και γι’ αυτό διαρκώς μάς προσφέρει επιλογές για να την εξοστρακίζουμε. Ο σάιμπερ μπούλι μπορεί πια να εξοντωθεί με το πάτημα ενός κουμπιού, και, κυρίως, χωρίς να υποστεί αμυχή. Αναίμακτος ψηφιακός θάνατος. Το σάιμπερ μπλόκινγκ προσφέρει όλα τα καλά της εξόντωσης κάποιου χωρίς να λερώσουμε τα χέρια μας. Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος είναι ένας κόσμος όπου λαμβάνουν χώρα μπροστά από οθόνες μέσα σε υπόγεια μπούνκερ και με υπέρ-εξελιγμένα drones όχι μόνο οι πόλεμοι, αλλά και ένας απλός τσακωμός που καταλήγει αναίμακτα πια στον ψηφιακό θάνατο. “Sorry you had a bad experience” ανακοινώνει το μέσο, και όλα επανέρχονται στην πολυπόθητη νιρβάνα. Είσαι και πάλι ελεύθερος να σερφάρεις σε καθαρά και γνώριμα νερά.

    Κι όμως υπάρχει κόστος για αυτή την αποστασιοποίηση. Υπάρχει κόστος για αυτή τη στυγερότητα με την οποία πατιούνται τα κουμπιά. Κόστος που τελικά ωφελεί τις εταιρείες που διαχειρίζονται, τις περισσότερες φορές ερήμην μας, τα προσωπικά μας δεδομένα. Η δημιουργία κολοσσιαίων echo chambers συνιστά το θεμέλιο λίθο επηρεασμού μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων που, και εδώ είναι η ειρωνεία, έχουν αυτορυθμιστεί ανάλογα με την ιδεολογία και την ιδιοσυγκρασία τους. Τη χοντρή δουλειά την κάνουμε μόνοι μας. Το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, για παράδειγμα, που εικάζεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit αλλά και στην εκλογή Trump, είχε στη βάση του τη διαχείριση των δεδομένων που έδιναν τεράστιο βάρος στην κατηγοριοποίηση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων με κοινά χαρακτηριστικά. (Δείτε το The Great Hack στο Netflix και παρακολουθήστε βήμα βήμα τον μηχανισμό.)

    Τώρα, αυτές τις λίγες μέρες που περνάω κοντά στη θάλασσα αποφεύγω συστηματικά να παίρνω το κινητό στην παραλία. Και, ω του θαύματος, τις στιγμές που βγαίνω από το νερό και κάθομαι για να στεγνώσω βιώνω και ξαναθυμάμαι ένα συναίσθημα του παρελθόντος. Αυτή την εσωτερική εστίαση στο σώμα που περνάει από το κρύο του θαλασσινού νερού, στο χλιαρό, στο ζεστό, και τέλος στο καυτό του ήλιου. Όλη κι όλη αυτή η διαδρομή διαρκεί μερικά λεπτά αλλά χωρίς τη συσκευή στο χέρι διαστέλλεται και πάλλεται ολοζώντανη, σπονδυλωτή, σαν ταινία από τα παλιά. Δοκιμάστε τη.

  • Blessed be the fruit

    Διάβασα την επιφυλλίδα του Τάκη Θεοδωρόπουλου στην Καθημερινή. Προσπάθησα να καταλάβω μέσω ποιου μηχανισμού μπορεί κάποιος να αναθεωρήσει την άποψή του, και, μετά την τεκνοποίηση, να σταθεί κατά των αμβλώσεων. «Ο,τι πιο απλό το θεωρούσαμε τότε, ώσπου ήρθε η ώρα να κάνουμε κι εμείς παιδιά και να διαπιστώσουμε ότι δεν ήταν δα και τόσο απλό», γράφει ο Θεοδωρόπουλος σε ένα κείμενο που προσπαθεί να δικαιολογήσει τη στάση της εκκλησίας απέναντι στις αμβλώσεις. Και βέβαια διάβασα και κατάλαβα πολύ πιο εύκολα τον Γρηγόρη Φαρμάκη (εδώ) που μετά τη γέννηση της κόρης του έγινε ακόμα πιο ένθερμος υποστηρικτής τής ελευθερίας τής επιλογής.

    Η συζήτηση για τις αμβλώσεις ξεκίνησε. Η δήλωση της Εκκλησίας για την καθιέρωση «Ημέρας Αγέννητου Παιδιού» φανερώνει τις προθέσεις της που όπως όλα δείχνουν δεν θα εξαντληθούν στην «Ημέρα». Ξαναδιάβασα την επιχειρηματολογία και των δύο πλευρών (pro-choice, pro-life) για να φρεσκάρω στο μυαλό μου το ακανθώδες αυτό θέμα που καταπώς φαίνεται θα μας απασχολήσει στο άμεσο μέλλον. Και εξεπλάγην γιατί διαπίστωσα ότι έσφαλα. Για να ακριβολογώ, διαπίστωσα ότι η θέση μου (υπέρ των αμβλώσεων/pro-choice) ήταν μια θέση που υποστήριζα για τους λάθος λόγους. Γιατί απέρριπτα αβασάνιστα το κύριο επιχείρημα της αντίπαλης πλευράς των pro-lifers. Ποιο είναι αυτό το επιχείρημα; Η κομβική στιγμή για τους pro-lifers είναι η στιγμή της σύλληψης γιατί από τη στιγμή εκείνη, το σύμπλεγμα αυτό των κυττάρων, που αποτελούν το γονιμοποιημένο ωάριο με το γονιδιακό υλικό από τους δύο γονείς, δεν συνιστά απλό σύμπλεγμα κυττάρων αλλά έναν ανθρώπινο οργανισμό. Και ένας ανθρώπινος οργανισμός δεν γίνεται να υπόκειται στις επιθυμίες και τις ορέξεις της γυναίκας που τον κυοφορεί, γιατί σε περίπτωση άμβλωσης θα είναι σα να επιτρέπουμε τον φόνο. Άρα, οι αμβλώσεις πρέπει να απαγορευτούν. Αυτό το επιχείρημα λοιπόν, δεν είναι ένα σαθρό επιχείρημα. Δεν είναι ένα επιχείρημα που απορρίπτεται αβασάνιστα, όσο κι αν κάποιοι ζορίζονται. Η πλευρά που είναι υπέρ των αμβλώσεων/pro-choice υποστηρίζει (μεταξύ άλλων) ότι το γονιμοποιημένο ωάριο δεν είναι πρόσωπο, και άρα εναπόκειται στις επιθυμίες και τις ορέξεις της γυναίκας που το κυοφορεί να αποφασίζει αν θα το αφήσει να γεννηθεί ή όχι. Αυτή η θέση, συνιστά με τη σειρά της ένα επιχείρημα (αφού δοθούν οι λόγοι που απογυμνώνουν από την έννοια του προσώπου το κυοφορούμενο γονιμοποιημένο ωάριο) που δεν καταρρίπτει το επιχείρημα της αντίπαλης πλευράς τόσο εύκολα. Το λογικό κομμάτι του επιχειρήματος (υπέρ των αμβλώσεων) δεν είναι τόσο ξεκάθαρο όσο ίσως θα ήθελαν κάποιοι να είναι γιατί δεν είναι τόσο εύκολο να απογυμνωθεί το γονιμοποιημένο ωάριο, από την (εγγενή) ιδιότητά του του προσώπου – ανθρώπινου οργανισμού που υπόκειται σε δικαιώματα, και να υποβιβαστεί σε απλό σύμπλεγμα κυττάρων. Δεν είναι τόσο εύκολο να τραβήξουμε τη γραμμή της χρονικής στιγμής που θα καθορίζει την υπαγωγή του γονιμοποιημένου ωαρίου σε καθεστώς δικαιωμάτων. Αυτό όμως που ενισχύει το επιχείρημα (υπέρ των αμβλώσεων) και κατά την άποψη μου επιτυγχάνει καθοριστικό πλήγμα στο αντίπαλο στρατόπεδο είναι η ηθική διάσταση του επιχειρήματος.

    Και όταν αναφέρομαι στην ηθική διάσταση εννοώ τη δυνατότητα επιλογής που δίνεται στη γυναίκα να αποφασίζει για το σώμα και τη ζωή της. Ένας διαβασμένος pro-lifer, ένας υποστηρικτής της απαγόρευσης των αμβλώσεων, θα σας σύρει σε ένα επιχείρημα που θα σας αναγκάσει να δείτε ότι δεν γίνεται να αποδεχθείτε τον φόνο του αγέννητου εμβρύου. Ένας ικανός pro-lifer θα σας βάλει σε έναν ειρμό σκέψης όπου δύσκολα θα μπορείτε να αρνηθείτε το θαύμα που ενέχει το συνεχές της ζωής από τη στιγμή της σύλληψης. Η γραμμή που τραβάτε, θα σας πει, αυτή τής χρονικής στιγμής μέχρι την οποία επιτρέπεται η άμβλωση, είναι μια αυθαίρετη γραμμή, μια γραμμή στην άμμο. Δύσκολα θα αρνηθείτε ότι το γονιμοποιημένο ωάριο με το γονιδιακό υλικό των δύο γονιών δεν είναι πρόσωπο, δεν είναι ένας ανθρώπινος οργανισμός, που υπόκειται σε δικαιώματα. Και αν δεν μπορείτε να το αρνηθείτε αυτό, πράγμα απολύτως δόκιμο, τότε θα εγκλωβιστείτε στη ρητορική του φόνου. Και η ρητορική του φόνου είναι αμείλικτη καθότι όλοι γνωρίζουμε ότι κάτι ζωντανό θα φονευθεί στην άμβλωση. Οι περισσότεροι θα αναφωνήσουν ότι αυτό είναι ανεπίτρεπτο γιατί το γονιμοποιημένο ωάριο είναι μια ξεχωριστή οντότητα, ένας ξεχωριστός ανθρώπινος οργανισμός που φωνάζει για τα δικαιώματά του.

    Εγώ, προσωπικά, θα δεχόμουν να μπω σε μια συζήτηση στην οποία θα παραδεχόμουν ότι το γονιμοποιημένο ωάριο που κυοφορεί η γυναίκα είναι άνθρωπος, με όλη τη σημασία της λέξης, αλλά παρόλα αυτά θα συνέχιζα να υποστηρίζω το δικαίωμα της μητέρας στην απόφαση της άμβλωσης. Θα συνέχισα να υποστηρίζω το δικαίωμά της στην επιλογή ακόμη και αν η επιλογή αυτή σημαίνει φόνο. Και αυτό γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση τίθεται ένα ερώτημα: η ζωή του εμβρύου ή η ζωή της μητέρας; Προσέξτε ότι εδώ, η ζωή του εμβρύου είναι κυριολεκτικά η ζωή του (θα θανατωθεί), ενώ η ζωή της μητέρας είναι μεταφορικά η ζωή της. Είναι η ζωή της ιδωμένη ως αυτό το σύνολο επιλογών και αποφάσεων που θα την καθορίσουν. Επίσης, προσέξτε ότι δεν λέω «γονιμοποιημένου ωαρίου», που σαν ορολογία ήδη θέτει την ωρολογιακή βόμβα της κατάρριψης της θέσης κατά της άμβλωσης, αλλά λέω «εμβρύου». «Εμβρύου» από την πρώτη στιγμή της σύλληψης. Στο ερώτημα αυτό λοιπόν, πρέπει η γυναίκα να μπορεί να επιλέξει ακόμη κι αν γνωρίζει ότι σκοτώνει έναν άνθρωπο όχι για να μείνει ζωντανή κυριολεκτικά, αλλά μεταφορικά. Και πρέπει να μπορεί να το κάνει αυτό γιατί αυτό είναι το τίμημα της επιλογής. Και πρέπει να μπορεί να το κάνει αυτό γιατί αυτή η επιλογή σημαίνει ελευθερία, αυτονομία, αξιοπρέπεια, και ισότητα απέναντι στον άνδρα που έχει πάντα τη δυνατότητα να αλλάζει γνώμη και να αποχωρεί μεσούσης της εγκυμοσύνης. Γιατί πίσω από τα επιχειρήματα των pro-lifers, των υποστηρικτών της απαγόρευσης των αμβλώσεων, κρύβονται πάντοτε αυτοί που υποσκάπτουν και διαβάλλουν και εποφθαλμιούν την ελευθερία της γυναίκας στην επιλογή της, εξυφαίνοντας στον μανδύα μιας γενετικής νομοτέλειας της φύσης τη μετουσίωσή της όχι μόνο σε σκεύος ηδονής αλλά και σε σκεύος κυοφορίας. Πίσω από τις συζητήσεις για το δημογραφικό, ή τα δικαιώματα του εμβρύου, ή του δώρου του Θεού, ή του θαύματος της ζωής ελλοχεύουν τα πλοκάμια μιας άτεγκτης πατριαρχίας. Ακριβώς λοιπόν επειδή στον κοινωνικό στίβο αυτή η γενετική νομοτέλεια της εγκυμοσύνης του θηλυκού συνιστά πολλές φορές μειονέκτημα, η γυναίκα πρέπει να έχει το δικαίωμα στην επιλογή ακόμη και αν γνωρίζει, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι φονεύει έναν άνθρωπο. Το διακύβευμα στο ερώτημα «η ζωή του εμβρύου ή η ζωή της μητέρας;» θα πρέπει να είναι η ελευθερία της επιλογής. Η αυτονομία και η αξιοπρέπεια της γυναίκας είναι το χαρτί που θα πρέπει να μπορεί εξαγοράζει ακόμη και αυτό τον φόνο. Όποιος φρίττει απέναντι σε κάτι τέτοιο ας αναλογιστεί ότι πολιτισμός σημαίνει επιλογές και ελευθερία. Και επιλογές και ελευθερία χωρίς αίμα στα χέρια μας ελάχιστες φορές έχουμε βιώσει στην ιστορία μας ως είδος.

    Για να κλείσω, θα επιστρέψω ξανά στην απορία μου, της αρχικής παραγράφου, για το ποιος είναι αυτός ο μηχανισμός που κάνει κάποιον να γίνεται γονιός και να αναθεωρεί τη στάση του απέναντι στις αμβλώσεις, και να λέει όπως είπε ο Τάκης Θεοδωρόπουλος «[…] ώσπου ήρθε η ώρα να κάνουμε κι εμείς παιδιά και να διαπιστώσουμε ότι δεν ήταν δα και τόσο απλό». Αντί απάντησης, θα σας αφηγηθώ ένα απλό σκηνικό. Ένα σκηνικό που πολλοί από εμάς έχουν βιώσει από πρώτο χέρι.

    Φαντάσου, είπα στον εαυτό μου, να είμαι στο μέλλον ένας γονιός που τελικά το φέρνουν έτσι τα πράγματα και χρειάζομαι τη βοήθεια των παιδιών μου για να επιβιώσω. Βοήθεια όχι μόνο οικονομική αλλά χειροπιαστή. Φαντάσου να είμαι ένας γονιός που δεν θα μπορώ να υποστηρίξω τον εαυτό μου και δεν θα έχω την οικονομική άνεση να έχω κάποιον διαρκώς μαζί μου για να με υποστηρίζει. Φαντάσου, είπα στον εαυτού μου, η μόνη μου επιλογή να είναι κάποιο αμφιβόλου ποιότητος γηροκομείο ή τα παιδιά μου. Και φτάνει η μέρα που έρχονται τα παιδιά μου, ιδανικά κόρες, και μου λένε, «θυμάσαι που πάντα έλεγες ότι το ύψιστο αγαθό είναι η ελευθερία; Ότι το ύψιστο αγαθό είναι η δυνατότητα της επιλογής; Ε λοιπόν πατέρα, εμείς τα βάλαμε κάτω και επιλέξαμε. Επιλέξαμε τους εαυτούς μας. Επιλέξαμε τις ζωές μας. Δεν μπορούμε να σου σταθούμε όπως χρειάζεται να σου σταθούμε γιατί αν το κάνουμε θα επιβαρύνουμε δυσβάστακτα τις ζωές μας. Σε αγαπάμε, σε ευχαριστούμε που μας έφερες στον κόσμο και έκανες ό, τι έκανες για να μεγαλώσουμε, αλλά τώρα θα ζήσουμε τις δικές μας ζωές. Και αυτό δεν μας ήρθε ουρανοκατέβατο. Το μάθαμε από σένα που έλεγες πάντα ότι ακόμη κι αν η άμβλωση ήταν φόνος, σημασία είχε η ελευθερία της γυναίκας – η ελευθερία μας. Τώρα, θα χρειαστεί να “φονευθείς” εσύ. Θα χρειαστεί να βιώσεις στο πετσί σου το τίμημα της ελευθερίας.

  • FaceApp και νεόγεροι

    Το FaceApp υπήρξε η αφορμή για να εξεταστούν διεξοδικά, ξανά, πολλά από τα ζητήματα της παραχώρησης προσωπικών δεδομένων. Αλλά η υστερία με την εφαρμογή έφερε στην επιφάνεια και άλλα εξίσου ενδιαφέροντα θέματα. Όπως αυτή την εμμονή νέων και μεσηλίκων με το γήρας. Γιατί, πραγματικά, να θες να δεις και να ποστάρεις μια φωτογραφία που σε αναπαριστά 30 χρόνια μεγαλύτερο; Πέρα από την απλή περιέργεια υπάρχει και κάτι άλλο. Όλοι το έχουμε παρατηρήσει αυτό. Η τριαντάχρονη που γέρασε, ο μετά βίας σαραντάχρονος που τώρα έγινε σοφός αλλά η ζωή, δυστυχώς, γλίστρησε μέσα από τα χέρια του επειδή φόρεσε γυαλιά πρεσβυωπίας. Το ψευδό-μοιρολόι γι’ αυτό το ψευδό-γήρας δεν είναι νέο φαινόμενο. Υπήρχε και στα προδιαδικτυακά χρόνια αλλά παρέμενε σε αυστηρούς οικογενειακούς ή άντε φιλικούς κύκλους. Και είναι ψευδό-γήρας γιατί μόνο όταν είναι ψεύτικο διατυμπανίζεται και διαλαλείται απλόχερα. Όπου ακούς «με πήραν τα χρόνια» και «γεράσαμε», ο χορός καλά κρατεί. Ο “γέρος” ή η “γριά” έχουν μεν μεγαλώσει αλλά αισθάνονται και είναι ακόμη ακμαιότατοι. Πώς το γνωρίζω; Πάμε πάλι: μόνο όταν νιώθεις δυνατός δέχεσαι να θίγεις επανειλημμένα την ηλικία σου και μάλιστα επισημαίνοντας τα αρνητικά της. Είδατε εσείς κάποιον εξηντάχρονο ή εβδομηντάχρονο να ποστάρει φωτογραφία από το FaceApp; Και βέβαια δεν είναι μόνο η ηλικία που χαίρει τέτοιας αντιμετώπισης. Η μανιέρα αυτή, το ψευδό-μοιρολόι, διαχέεται και σε άλλες εκφάνσεις της ζωής μας. Όπως σε σχέση με την οικονομική κατάσταση κάποιου. Μόνο όποιος δεν έχει πρόβλημα διαβίωσης, μυξοκλαίγεται ότι δεν του φτάνουν τα λεφτά να πληρώσει το ρεύμα, το αέριο, ή διαλαλεί ότι τη βγάζει με ψωμί κι ελιά γιατί έχει στον τραπεζικό του λογαριασμό 14 ευρώ. Δεν διατείνομαι ότι αυτά δεν συμβαίνουν. Διατείνομαι ότι όταν συμβαίνουν, σπανίως τα ακούμε. Γιατί ο φτωχός δεν έχει χρόνο για μοιρολόι γιατί είναι φτωχός, ρε άνθρωπε. Γιατί περισσότερο τον καίει να βγάλει το μεροκάματο από το να μυξοκλαίγεται για τη δεινότητα της θέσης του. Γιατί κανένας δεν αναφέρει διαδικτυακά ή δια ζώσης τη δεινότητα της θέσης του, εκτός κι αν το λέει η περδικούλα του, κάτι που επαληθεύεται όταν θα δεις, για παράδειγμα, τον φτωχό να ποστάρει άστεγος ή τον καρκινοπαθή να πεθαίνει στον “αέρα”. Αλλά αυτές είναι εξαιρέσεις. Τα σχόλια των περισσοτέρων για τη φτώχεια τους καταλήγουν να πληκτρολογούνται από ξαπλώστρες θερέτρων ανάμεσα στις βουτιές σε γαλαζοπράσινα νερά και στις γουλιές παγωμένης Corona από κουβαδάκι σαμπανιέρα. Έτσι είναι: όταν η ζωή σού δίνει λεμόνια, πίνεις Corona. Με τον ίδιο τρόπο, η γκρίνια και τα χωρατά των περισσότερων με τα γηρατειά καταλήγουν σε φωτογραφίες από τη συμμετοχή τού “υπερήλικα” στον τελευταίο μαραθώνιο.

    Η μανιέρα αυτή όμως, πέρα από τη χαριτωμενιά της, έχει και πιο ενδιαφέρουσες προεκτάσεις. Η εμμονή με τη γήρας ή τη φτώχεια δεν κρύβει από πίσω της μόνο μια απλή υπερβολή ή αυτόν τον διακαή πόθο αναζήτησης προσοχής που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «attention whoring». Η εμμονή αυτή συνιστά ένδειξη ύπαρξης και ενός υποστρώματος βαθύτερων ανησυχιών. Ο νεόγερος βρίσκεται στο στάδιο που αρχίζει και καταλαβαίνει ότι μεγαλώνει, γιατί ναι μεν λέμε και από μια άποψη είναι αλήθεια ότι «πεθαίνουμε από την ημέρα που γεννιόμαστε», αλλά πρακτικά, οι περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι όντως μεγαλώνουν κάπου στην τέταρτη δεκαετία της ζωής τους. Και επειδή στα τριάντα-κάτι, ακόμη έχεις τις δυνάμεις σου, αλλά αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι δεν θα τις έχεις για πάντα, επιδίδεσαι σε ένα ξέφρενο σερί μηρυκασμού και συχνά διακωμώδησης της πραγματικότητας που δύναται να λειτουργεί και ως ένα άτυπο ξόρκι ή ως ένα φυσικό ηρεμιστικό, μια βαλβίδα ανακούφισης τόσο απέναντι στην απτή καθημερινότητα της γήρανσης όσο και προς το επερχόμενο σκοτάδι. Σκοτάδι φυσικά που κανένας νεόγερος δεν αντιλαμβάνεται στις αληθινές του διαστάσεις. Αν ρωτήσετε γνήσιους ηλικιωμένους, που ακόμη έχουν σώας τας φρένας και την όρεξη να επικοινωνούν, για το πώς είναι να είσαι στα χρόνια τους, θα σας χαμογελάσουν με νόημα και θα αλλάξουν τη συζήτηση. Όχι γιατί σας αγνοούν ή θα ήθελαν να σας χλευάσουν και για λόγους ευγένειας δεν το κάνουν, αλλά γιατί (θα έπρεπε να) γνωρίζουν ότι η ζωή αυτή συνεχίζεται και παραμένει βιώσιμη επειδή κανένας, κατά βάθος, δεν ακούει κανέναν: κανένας δεν μπορεί να συμβουλέψει κανέναν για τίποτα. Γιατί οι συμβουλές που δίνονται αφειδώς είναι σχεδόν πάντα μόνο για το θεαθήναι, σχεδόν πάντα μόνο για την ικανοποίηση τού εγώ τού πομπού τους.

    Με την ίδια λογική, η εμμονή με τη φτώχεια αποκαλύπτει επίσης ένα υπόστρωμα βαθύτερων ανησυχιών. Ο νεόπτωχος, μπορεί να μην είναι άπορος και πένης αλλά απέχει παρασάγγας από τον εχέτη. Η γκρίνια αλλά και η σκωπτική διάθεση απέναντι στην οικονομική του κατάσταση λειτουργεί και πάλι καταπραϋντικά .

    Υπάρχει ένα φαινόμενο, που οι ψυχολόγοι ονομάζουν «χρονικό ίλιγγο» (temporal vertigo). Φαινόμενο που έχει να κάνει με την αντίληψη και κυρίως διαχείριση από μέρους μας όλων των ηλικιών που έχουμε ζήσει και όλων των “εαυτών” που έχουμε υπάρξει στο παρελθόν. Ο χρονικός αυτός ίλιγγος φαίνεται ξεκάθαρα σε αυτή την πλευρά του εαυτού μας που ανθίσταται στις πραγματικότητες του σώματος. Αυτή την πλευρά που διατυπώνει διαρκώς αυτή την αίσθηση που συνοψίζεται στο γνωστό μάντρα (mantra) «δεν νιώθω γέρος» καθώς όλο και γηραιότερες εκφάνσεις του εαυτού μας εμφανίζονται στο προσκήνιο. Είναι ο χρονικός ίλιγγος που κατά βάθος μας επιτρέπει να παριστάνουμε τους γέρους ενώ δεν είμαστε (καθώς αρχίζουμε να ψιλλιαζόμαστε ότι κάτι δεν πάει και τόσο καλά). Απλώς η αίσθηση, μέσα μας, σε νεαρότερες ηλικίες ακούγεται κάπως σαν «δεν νιώθω μεγάλος». Και είναι αυτή ακριβώς η αίσθηση που έσπρωξε εκατομμύρια ανθρώπους στη χρήση της εφαρμογής που δίνει τη δυνατότητα να κοιτάξει κάποιος 30 ή 40 χρόνια στο μέλλον σε έναν ακόμη υπό προετοιμασία εαυτό. Όποιος έχει 30 ή 40 χρόνια, ακόμη και θεωρητικά, έκανε χρήση της εφαρμογής. Οι υπόλοιποι γνωρίζουν.

  • 50 χρόνια από το πρώτο ταξίδι

    Νομίζω ότι εκείνο το πρωινό λίγο θέλαμε και θα είχαμε μάθει και οι δύο να πετάμε, ή τουλάχιστον εγώ, πράγμα απαραίτητο για μια αξιοπρεπή πτώση.

    ― Μαξ Ζέμπαλντ, Αίσθημα Ιλίγγου, μτφρ. Ιωάννα Μεϊτάνη.

    Παρακολουθώ, μέρες τώρα, όλο τον ενθουσιασμό με τον οποίο ο ξένος τύπος και ειδικά ο αμερικάνικος καλύπτει την πεντηκοστή επέτειο της προσσελήνωσης. Και δικαίως βέβαια. Η Αμερική ήταν η χώρα που κέρδισε αυτόν τον αγώνα μισό αιώνα πριν. Και όσο και αν η αφορμή παραμένει κάπως αστεία, καθώς ο αγώνας για την προσσελήνωση ήταν απότοκος του Ψυχρού Πολέμου, παραμένει ένα κατόρθωμα που τα βαθύτερα αίτιά του είναι άρρηκτα δεμένα με την υπόστασή μας ως έλλογα όντα, και ειδικότερα με τη φαντασία μας. Μπορεί υπό άλλες συνθήκες, απουσία Πολέμου, έστω και Ψυχρού, η προσσελήνωση να είχε επιτευχθεί αργότερα. Πάντως ένα είναι σίγουρο: είναι αδιανόητο να μην είχε επιτευχθεί ποτέ. Αλλά η πεντηκοστή επέτειος χαρακτηρίζεται και από κάτι άλλο, διαφορετικό, σε σχέση για παράδειγμα, από ό,τι η σαρακοστή: τελεί υπό το φως της δήλωσης του Trump ότι μέχρι το 2024 θα πραγματοποιηθεί ξανά επανδρωμένη πτήση στο φεγγάρι.

    Αναρωτήθηκα λίγο το γιατί να επιθυμεί κάποιος να πάει ξανά σήμερα στο φεγγάρι και βρήκα μερικές απαντήσεις που έχουν να κάνουν περισσότερο με την εμπορική εκμετάλλευσή του. Οι γνωστοί κροίσοι (Έλον Μασκ, Τζεφ Μπέζος) που επιθυμούν να μεταφέρουν ανθρώπους για ψυχαγωγία, η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της σελήνης, η κατασκευή τηλεσκοπίου στη σκοτεινή πλευρά της, είναι κάποιοι από τους λόγους για την επαναπροσέγγιση της σελήνης. Και βέβαια οι ανταγωνιστές είναι σήμερα πολλοί: Κινέζοι, Ινδοί, Ευρωπαίοι, όλοι θέλουν να συμμετέχουν σε αυτόν τον άτυπο αγώνα που, όπως και να το δει κάποιος, έχει και συμβολική διάσταση που σχετίζεται με την καταξίωση και την αίγλη που προσδίδει ένα τέτοιο κατόρθωμα σε μια χώρα. Ο βασικότερος όμως από όλους αυτούς τους λόγους δεν είναι άλλος από την επιθυμία κατάκτησης του Άρη. Γιατί η επαναπροσέγγιση της σελήνης είναι το πρώτο βήμα προς τον Άρη. Η λογική πίσω από αυτή τη σκέψη έχει να κάνει με τον ρόλο της σελήνης ως σταθμού ανεφοδιασμού και βάσης από την οποία πιθανότατα θα πραγματοποιηθούν οι πρώτες απόπειρες για το πολυπόθητο ταξίδι στον Άρη. Και λέω «πολυπόθητο» γιατί ο μέγας ρυθμιστής του αν θα ολοκληρωθεί τελικά η νέα προσσελήνωση, που θα λειτουργήσει ως προπομπός και εφαλτήριο του μεγάλου σχεδίου κατάκτησης του Άρη, είναι αν θα αποφασίσει το Κογκρέσο να χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα.

    Μπορεί οι κροίσοι σήμερα, όπως ο Τζεφ Μπέζος της Άμαζον, να φαντάζουν και να είναι αληθινά πλούσιοι (ο Μπέζος έχει 165 δισ. $ προσωπική περιουσία), αλλά τα κόστη είναι δυσθεώρητα και πραγματικά απαγορευτικά για όλους εκτός από τα πολύ πλούσια κράτη. Ο προϋπολογισμός, για να έχετε μια τάξη μεγέθους, μιας νέας προσσελήνωσης εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 30 δισ. $. Και πολλοί εικάζουν ότι υπάρχουν πιθανότητες το Κογκρέσο να μην εγκρίνει ένα τέτοιο ποσό αν δεν παραμείνει ζωντανός ο μεγάλος, απώτερος στόχος της κατάκτησης του Άρη που φυσικά θα κοστίσει πολύ περισσότερο. Και τελικά αυτό είναι το σημείο στο οποίο υπεισέρχεται η φαντασία. Η φαντασία που προανέφερα. Αυτή που μας χαρακτηρίζει ως έλλογο είδος. Αυτή που πάντα υπήρξε ο έξω-θεωρητικός (extra-theoretical) μοχλός όλων των κινήτρων μας, αυτή που υπήρξε πίσω από κάθε εφεύρεση, ανακάλυψη, και επιστημονικό επίτευγμά μας. Μια τέτοια αποστολή, λοιπόν, που προϋποθέτει τεχνολογία και επιστημονικό προσωπικό αιχμής, δεν θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρωθεί αν δεν θα γινόταν να καλλιεργηθεί και να παραμείνει ζωντανό στις καρδιές των ανθρώπων το όνειρο της κατάκτησης του Άρη. Το μέγα κίνητρο για να επιτευχθεί η απαραίτητη σύμπνοια Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών, έτσι ώστε να εγκριθεί η αρχική χρηματοδότηση της νέας προσσελήνωσης, είναι να παραμείνει το όραμα κατάκτησης τού Άρη ζωντανό. Βλέπουμε λοιπόν ότι το δυσθεώρητο κόστος του νέου προγράμματος προσσελήνωσης, αυτό που θα φέρει εις πέρας το ακόμα ακριβότερο πρόγραμμα της αποστολής στον Άρη δεν αντιστοιχεί σε τίποτα άλλο παρά στο κόστος των ονείρων. Για να το πω ακόμα πιο αγοραία: το sales pitch τής χρηματοδότησης αντικατοπτρίζει την τιμή της φαντασίας τόσων και τόσων γενεών που έζησαν τις ζωές τους, συνήθως με στερήσεις και δυσκολίες, και που στο πίσω μέρος του μυαλού τους, όταν κοίταζαν τον έναστρο ουρανό, στραφτάλιζε αυτό το όνειρο.

    Θα τελειώσω με μια αναφορά στη σεκάνς που ανοίγει το First Man τού Damien Chazelle. Εκεί, καταγράφεται η δοκιμαστική πτήση ενός X-15 στα όρια της στρατόσφαιρας. Παρακολουθούμε τον πιλότο μέσα σε ένα στενό κόκπιτ να τραντάζεται από τις αναταράξεις της ατράκτου που πλησιάζει τα όρια της ατμόσφαιρας. Αρκετές φορές, φευγαλέα, η κάμερα θα εστιάσει στο αναλογικό αλτίμετρο που καταγράφει την άνοδο εν μέσω διαρκώς αυξανόμενων κραδασμών. Και ξαφνικά, με ένα αμυδρό «ποπ», το κάδρο θα περάσει στην ηρεμία και τη γαλήνη. Το σκάφος έχει μόλις διαβεί το όριο της ατμόσφαιρας, ο κινητήρας έχει σβήσει, και το αλτίμετρο έχει σχεδόν ακινητοποιηθεί. Η θέα από αυτό το υψόμετρο σου κόβει την ανάσα. Ο πιλότος, ο Νηλ Άρμστρονγκ, θα πρέπει τώρα να διαπραγματευτεί την επανείσοδό του στην ατμόσφαιρα. Πράγμα που δεν αποδεικνύεται και τόσο εύκολο γιατί έχει αρχίσει να αιωρείται στα όρια του διαστήματος, στα όρια της βαρύτητας. Η σεκάνς αυτή, όπως και πολλές άλλες στην ταινία, δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας. Η NASA πραγματοποίησε στη δεκαετία του ’60 πολλές παρόμοιες πτήσεις για να αποκτήσει πολύτιμη τεχνογνωσία πάνω στον σχεδιασμό αεροσκαφών και διαστημοπλοίων.

    Η σεκάνς αυτή όμως εκτός από την hands-on, κυριολεκτική, ανάγνωσή της, μας γνέφει και προς κάτι εντελώς μεταφορικό: αποτυπώνει με γλαφυρότατο τρόπο το πέρασμα ανάμεσα σε όρια. Και τα όρια, σε αυτόν τον κόσμο, βρίθουν ποικιλομορφίας. Από τα πιο απλά που μπορεί να είναι το να μάθεις να περπατάς, να κάνεις ποδήλατο, να εθιστείς στο τσιγάρο, στο σεξ, και τη γεύση που έχει το ουίσκι· μέχρι τα πιο πολύπλοκα, χρονοβόρα, κοστοβόρα, και επίπονα: την εκμάθηση γλωσσών και απαιτητικών δεξιοτήτων, τη μεταπήδηση σε νέα εργασιακά ή οικογενειακά περιβάλλοντα, την προσαρμογή σε νέες πατρίδες, νέα ήθη, νέα έθιμα. Ως κορωνίδα όλων αυτών των ορίων, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούμε πλήρως, στέκεται το όνειρο της κατάκτησης του Άρη, που με τη σειρά του θα ανοίξει περαιτέρω τους ορίζοντες. Ένα είναι σίγουρο: η πορεία προς κάποιο όριο, κυριολεκτικό ή μεταφορικό, θα συνοδεύεται πάντα από παρόμοια φαινομενολογία: κραδασμοί, αναταράξεις, και μετά, αυτή η ηρεμία καθώς παγιώνεται η νέα κατάσταση. Αλλά και οι επιστροφές θα υπαγορεύουν την ίδια συμπτωματολογία καθώς θα ανακαλύπτουμε ότι κάποια μονοπάτια δεν είναι τόσο εύκολο να τα περπατήσουμε ξανά προς την αντίστροφη κατεύθυνση, ενώ κάποια άλλα μπορεί να μην υπάρχουν πια καθόλου. Αφού όμως κάποτε περάσαμε κάποια όρια, και μάθαμε να πετάμε, οι πτώσεις, όπως λέει και ο Ζέμπαλντ στο απόσπασμα της αρχής, θα είναι αξιοπρεπείς.

  • Για να διαφωνήσουμε με κάποιον θα πρέπει κάπου, σε κάτι, να συμφωνούμε. Το αν το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο, για παράδειγμα, όσο δύσκολο κι αν αποδειχθεί τελικά το διακύβευμα, έχει σαν αρχή του το ποτήρι. Τουλάχιστον συμφωνούμε, έστω σιωπηρά, ότι υπάρχει ένα ποτήρι στη μέση. Και το ποτήρι είναι αυτό που μας ενώνει και πιάνουμε τη συζήτηση. Όταν λοιπόν ο Ρουπακιάς ξεστομίζει αυτό το «Έχει γίνει μια απλή ανθρωποκτονία και το έκαναν…», και μάλιστα το ξεστομίζει ως ελαφρυντικό, καταλαβαίνεις, αυτοστιγμεί, ότι δεν ζεις στον ίδιο κόσμο όπου ζει ο Ρουπακιάς. «Δεν μπορείτε ποτέ να λέτε απλή ανθρωποκτονία», του απαντάει η έδρα για να υπογραμμίσει (ίσως με μια δόση έκπληξης) ακριβώς το αδιανόητο του κόσμου στον οποίο ζει ο Ρουπακιάς. Του κόσμου όπου η ανθρωποκτονία δύναται να είναι κάτι συνηθισμένο.

  • Ίσως, και αυτό είναι ένα μεγάλο «ίσως», θα πρέπει να αναγορευτεί Διδάκτορας του ΑΠΘ και ο «δίκαιος» Αριστείδης Φλώρος, που αποφυλακίζεται σήμερα.