Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • Πίστη

    Στις 3 και 4 Οκτωβρίου, στη Θεσσαλονίκη, στο ΚΕΔΕΑ του ΑΠΘ, έλαβε χώρα διημερίδα με τίτλο «Καρκίνος του Μαστού: Άλματα ζωής μέσα από διαλόγους». Η διημερίδα διοργανώθηκε από τον Σύλλογο Γυναικών με Καρκίνο Μαστού Ν. Θεσσαλονίκης «Άλμα Ζωής». Αντιγράφω από τη σελίδα του συλλόγου: « Ο Σύλλογος “Άλμα Ζωής” είναι συνεχιστής των Προγραμμάτων του Πανελλήνιου Συλλόγου “Άλμα Ζωής”. Το επιστημονικό του έργο σχεδιάζεται από τους ειδικούς επαγγελματίες ψυχικής υγείας του Συλλόγου, εγκρίνεται από Επιστημονική Επιτροπή αποτελούμενη από 15 έγκριτους επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων και εποπτεύεται από τον Πανελλήνιο Σύλλογο «Άλμα Ζωής». Επισυνάπτω το λινκ με την επιστημονική επιτροπή που απαρτίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από γιατρούς που βρίσκονται σε καίριες θέσεις σε δημόσια όσο και ιδιωτικά νοσοκομεία (εδώ). Όλα αυτά τα γράφω ως εισαγωγή στο κυρίως έργο που είναι η εμφάνιση στη διημερίδα τού Πατέρα Φιλόθεου Φάρου. Αρχικά, έπεσα πάνω στην ανάρτηση της κυρίας Κόθρα (λινκ), που αποτελεί κοινοποίηση της ανάρτησης της κυρίας Καβουριάρη (λινκ). Η κοινοποίηση της κυρίας Κόθρα ήταν που τράβηξε την προσοχή μου καθότι έχει συγκεντρώσει πάνω από 9 χιλιάδες λάικ και πάνω από 3 χιλιάδες κοινοποιήσεις. Προς τι όμως τόσο ενδιαφέρον; Παραθέτω το κείμενο μερικών μόνο γραμμών που τελικά κοινοποιήθηκε από την ομιλία. Μιλάει ο Πατέρας Φιλόθεος Φάρος:

    «Είμαι 89. Η ζωή μου έχει τελειώσει. Θα ζήσω 1,2,3 χρόνια ακόμη.Το δεύτερο μισό της ζωής ήταν πιο σημαντικό. Κανείς δεν με είπε χαρισματικό στο πρώτο μισό. Με λένε τώρα. Υπάρχει μια αντίληψη ότι η νεότητα είναι σημαντική για τον άνθρωπο και κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να επανέλθουμε σε αυτήν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία να θέλουμε να μοιάσουμε στην εποχή που ήμασταν ανώριμοι. Στο δεύτερο μισό της ζωής αποκτούμε χαρίσματα εσωτερικά, ψυχικά που είναι πολύ σημαντικότερα από αυτά της νεότητας.

    Έχω κι εγώ καρκίνο. Τα τελευταία 6-7 χρόνια έχω καρκίνο του προστάτη. Ξέρω ότι δεν θα πεθάνω από αυτό.

    Ο καρκίνος μάλλον μ έχει ξεχάσει.

    Στον ψυχολόγο που πήγα είπα πως νομίζω ότι οφείλεται σε μια απώλεια. Με κοίταξε σα να με πέρασε για βλάκα.

    Τα συναισθήματα που δεν εκφράστηκαν αποθηκεύονται στο σώμα. Έχουμε ψυχοσωματικές αρρώστιες γιατί είμαστε ψυχοσωματικοί.

    Η αιτία του καρκίνου οφείλεται σε μια απώλεια. Το ξέρουμε από τον Ιπποκράτη. Ένας άνθρωπος θα νοσήσει επειδή είναι εχέμυθος, εσωστρεφής, πολύ κτητικός, έχει πολύ μεγάλη ανάγκη για έλεγχο, φόβο μην χάσει, μην χάσει ό,τι κατέχει.

    Όσοι δεν αφήνουν να εκδηλωθεί η θλίψη για μια απώλεια απειλούνται πολύ σοβαρά.

    Το υγιές πένθος αποκλιμακώνεται. Ένα πένθος δεν τελειώνει και δεν μπορεί να τελειώσει ποτέ. Μπορεί όμως να είναι υγιές, όχι παθολογικό.

    Πρέπει να μιλήσετε πολύ σε ανθρώπους που σας ακούν με τα σωθικά τους».

    Το κείμενο αυτό συνοδεύεται και από τον υπότιτλο «Σημειώσεις από την ομιλία του στη Διημερίδα με αφορμή την επικείμενη Ημέρα κατά του Καρκίνου του Μαστού (25 Οκτωβρίου) που διοργάνωσε το Άλμα Ζωής στο Αριστοτέλειο, Θεσσαλονίκη».

    Έχουμε συνηθίσει ίσως να ακούμε και να διαβάζουμε για το ακανθώδες θέμα του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία, που αποτελεί μέρος της όλης συζήτησης για τον διαχωρισμό κράτους εκκλησίας. Συζήτησης που συνήθως παραπέμπει στον τομέα της παιδείας εις βάρος άλλων εκφάνσεων του κράτους, όπως του τομέα της υγείας. Όπως ίσως θα παρατηρήσατε από αυτά που έχω ήδη παραθέσει, η παρουσία κληρικών και θρησκείας παραμένει έντονη και στον τομέα της υγείας. Αλλά για να προλάβω αντιρρήσεις ας ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Δεν το βρίσκω ανάρμοστο, ή κατά κάποιο τρόπο προβληματικό, να κάνει την εμφάνισή της η θρησκεία, μέσω της εκκλησίας, μέσω ενός κληρικού, σε μια ημερίδα με σκοπό την (ψυχολογική) υποστήριξη καρκινοπαθών. Θα το θεωρούσα λοιπόν απολύτως δόκιμο να εμφανιστεί ο Πατήρ Φιλόθεος Φάρος στην ημερίδα και να πει ότι με την πίστη στον Θεό μπορούν να θεραπευτούν τα πάντα, ακόμα και ο καρκίνος. Αυτό θα ήταν συνεπές με έναν άνθρωπο της πίστης, με έναν Χριστιανό. Και εξ όσων γνωρίζω δεν απαγορεύεται να πιστεύεις σε οτιδήποτε επιθυμείς, ακόμη και ότι μπορείς να θεραπευτείς από τον καρκίνο με τη δύναμη της πίστης. Ο Θεός εξάλλου δεν έχει να κάνει με λογική και επιστήμη. Το πρόβλημα (μου) ξεκινάει από αλλού: όταν εμφανίζεται με τον μανδύα του Χριστιανού (και με ράσα) κάποιος, στην περίπτωση μας ο Πατέρας Φιλόθεος Φάρος, και επιδίδεται όχι μόνο σε μια παράθεση αιτιολογίας του καρκίνου αλλά και στην υπονόμευση των λειτουργών του κλάδου υγείας. Αυτό είναι πέρα ως πέρα προσβλητικό αλλά και επικίνδυνο. Προσβλητικό για την πίστη, ως έννοια, και βλάσφημο απέναντι στον Θεό που η δύναμή του εξισώνεται με ψευδεπίγραφες επιστημονικές αιτιάσεις, αλλά και επικίνδυνο γιατί υπονομεύονται λειτουργοί υγείας στα μάτια μιας ευπαθούς ομάδας. Γιατί εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση που πιστεύει κάποιος στον Θεό και τη δύναμή του αλλά στεκόμαστε απέναντι στα λεγόμενα του «σοφού» γέροντα που εμφανίζεται στα 90 του χρόνια με απαντήσεις για το τι προξενεί τον καρκίνο. Ο Πατέρας Φιλόθεος Φάρος, με το πλούσιο βιογραφικό, θα πρέπει να αποφασίσει πού κατοικοεδρεύει. Είναι Χριστιανός και πιστός; Είναι λειτουργός της υγείας; Ψυχοθεραπευτής; Τι είναι; Θα πρέπει να διαλέξει: ασπάζεται τον Θεό ή τη λογική και την επιστήμη; Γιατί το ένα αντίκειται στο άλλο και αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να το γνωρίζει καλύτερα από μένα.

    Άρα, μέσα στο πλαίσιο συστηματικής προσπάθειας διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας, όταν το βάρος πέφτει διαρκώς στα του χώρου της παιδείας, αυτός που παραμελείται δεν είναι άλλος από τον χώρο της υγείας. Η επιστημονική επιτροπή του Συλλόγου Άλμα Ζωής είναι άραγε σύμφωνη με τα λεγόμενα του Πατέρα Φιλόθεου Φάρου; Κάποια μέλη της δηλαδή τον παρακολούθησαν και τον χειροκρότησαν; Επιτρέψτε μου να επιστρέψω λίγο σε αυτές τις κουβέντες του Πατέρα Φιλόθεου. Προσέξτε πόσο αριστοτεχνικά εδραιώνει συνάφεια και κερδίζει την αμέριστη προσοχή του κοινού του, εκβιάζοντας την ταύτιση, με το να υπογραμμίζει ότι είναι και ο ίδιος καρκινοπαθής. «Έχω κι εγώ καρκίνο. Τα τελευταία 6-7 χρόνια έχω καρκίνο του προστάτη. Ξέρω ότι δεν θα πεθάνω από αυτό. Ο καρκίνος μάλλον μ’ έχει ξεχάσει». Καταρχάς, με το που θα δηλώσει ένας καρκινοπαθής σε καρκινοπαθείς ότι ο ίδιος είχε καρκίνο αλλά θεραπεύτηκε, αυτομάτως, ενδύεται τον μανδύα αυτού που πάλεψε με τον θάνατο και βγήκε νικητής. Το κοινό αρέσκεται σε αδόκιμες γενικεύσεις γιατί το κοινό αρέσκεται να βαυκαλίζεται με το χονδρεμπόριο ελπίδας. Ανοίγει παρένθεση. Όταν λέω «κοινό» δεν εξαιρώ τον εαυτό μου από αυτή την ομάδα. Όλοι, ανά πάσα στιγμή, είμαστε επιρρεπείς στο χονδρεμπόριο ελπίδας. Κλείνει παρένθεση. Όσο εντυπωσιακό λοιπόν κι αν παραμένει το γεγονός ότι κάποιος θεραπεύτηκε από καρκίνο, ή ότι δείχνει να τον έχει ξεπεράσει, άλλο τόσο εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι λίγα πράγματα μπορούμε εμείς, ως θεατές αυτού του γεγονότος, να εκμαιεύσουμε για τις δικές μας περιπτώσεις ως νοσούντων ή ως δυνητικά νοσούντων. Η κάθε περίπτωση καρκινοπαθή είναι μια σχεδόν μοναδική περίπτωση που δεν ευνοεί τις γενικεύσεις. Δηλώνει λοιπόν ο Πατέρας Φιλόθεος ότι ξέρει ότι δεν θα πεθάνει από καρκίνο γιατί ο καρκίνος τον έχει ξεχάσει. Δεν αναφέρει κάποια θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε (ή τουλάχιστον η ανάρτηση δεν την αναφέρει) αλλά δηλώνει ευθαρσώς ότι τον έχει ξεχάσει ο καρκίνος. Ο καρκίνος ανθρωπομορφίζεται και έρχεται στα μέτρα μας. Γιατί και ο καρκίνος έχει καπρίτσια: θα σε ξεχάσει, θα σε θυμηθεί, θα σου κάνει κόνξες… Και μετά αναφέρει αυτό το «[σ]τον ψυχολόγο που πήγα είπα πως νομίζω ότι οφείλεται σε μια απώλεια. Με κοίταξε σα να με πέρασε για βλάκα». Προσέξτε πώς διακωμωδείται και υπονομεύεται αυτοστιγμεί ο αρμόδιος λειτουργός του κλάδου υγείας απέναντι στον αρμόδιο λειτουργό του κλάδου θρησκείας. Είναι σα να λέει στο κοινό του ο Πατέρας Φιλόθεος, «ο αφελής ψυχολόγος με πέρασε για βλάκα γιατί εκείνος δεν ξέρει ότι ο καρκίνος που οφείλεται σε μια απώλεια με έχει πια ξεχάσει», και σχεδόν νιώθεις τα κεφάλια που νεύουν καταφατικά σα να έχει διανοιχθεί μια δίοδος και να έχει επιτευχθεί μια υπερβατική σύζευξη με κάποιο μεταφυσικό χώρο, στον οποίο, επιτέλους, κάποιος μιλάει απλά και κατανοητά στην ψυχή μας. Γιατί κι εμείς, βρε αδερφέ, νιώθουμε ότι δεν κάνει να τα κρατάμε μέσα μας όλα αυτά. Γιατί «[έ]νας άνθρωπος θα νοσήσει επειδή είναι εχέμυθος, εσωστρεφής, πολύ κτητικός, έχει πολύ μεγάλη ανάγκη για έλεγχο, φόβο μην χάσει, μην χάσει ό,τι κατέχει». Στο τέλος, ο Πατέρας Φιλόθεος μάς προτρέπει να αναζητήσουμε βοήθεια από κάποιον που μας ακούει με τα σωθικά του. Με το συκώτι, το πάγκρεας, τους λεμφαδένες, τα έντερα, τον προστάτη; Πέρα από το αστείο, τα σωθικά, εδώ, διαβάζονται ως μομφή στην επιστήμη και τη λογική. Η αναζήτηση, μας λέει ο Πατέρας Φιλόθεος, της προσοχής αυτών που ακούν με τη λογική είναι εις μάτην. Αυτό που χρειάζεστε είναι τα ώτα της πίστης, τα σωθικά, που εδώ ταυτίζονται με το α-λογο του σώματος ως όργανο του Θεού που έχει το αλάθητο μόνο όταν ακολουθεί την πίστη. Και όχι όταν ακολουθεί τη λογική.

    Ο Πατέρας Φιλόθεος Φάρος επέλεξε το κοινό του σωστά. Άνθρωποι που νοσούν ή αναρρώνουν ή άνθρωποι που συγγενικά πρόσωπά τους νοσούν, στοχοποιήθηκαν, υπό την αιγίδα της επιστημονικής επιτροπής που προσδίδει κύρος στον σύλλογο Άλμα Ζωής, για να ακούσουν τις αιτιολογίες ενός ενενηντάχρονου που γνωρίζει ότι ο καρκίνος οφείλεται σε μια απώλεια. Συμπεριφερθείτε πιο έξυπνα. Πιστέψτε στον Θεό και ακολουθήστε και την επιστήμη. Μπορεί να είναι αντιαθλητικό (unsportsmanlike) αλλά το κάνει και ο Πατέρας Φιλόθεος Φάρος, κι ας το λησμονεί πού και πού.

    Επισυνάπτω λινκ για όποιον ενδιαφέρεται για μια σύντομη ματιά στην επιστημονική θεώρηση του θέματος.

  • Χρυσούς Αιών και βάλε

    Όταν ο Περικλής πήρε τις προσφορές από το Iktinos, Callicrates & Associates, και κυκλοφόρησαν στην Αγορά τα σχέδια για τον Παρθενώνα, δεν ξέσπασε μόνο σούσουρο με το τερατούργημα που πρότειναν οι αρχιτέκτονες, αλλά ακούστηκαν και μερικές φωνές λογικής: “Θα πληρώσουμε ένα σκασμό λεφτά, που μπορεί να μην είναι δικά μας, αλλά δεν πιστεύω να έχουμε τίποτα αστοχίες υλικών και κακοτεχνίες, και να βρεθούν οι επόμενες γενιές με τίποτα σκαλωσιές και μερεμέτια;”

  • Αττικόν

    Όλοι όσοι ζήσαμε στην Αθήνα έχουμε αναμνήσεις από το Αττικόν.

    Κοιτάζω αυτή τη φωτογραφία. Το κτίριο του Τσίλερ που στεγάζει τους κινηματογράφους Αττικόν και Απόλλων να φλέγεται. Εκείνη τη βραδιά της 10ης Φεβρουαρίου 2012, όταν στη Βουλή ψηφιζόταν το δεύτερο μνημόνιο. Από την επόμενη μέρα αυτής της πυρκαγιάς αρχίζει ήδη να αχνοφαίνεται μια ενδιαφέρουσα αναλογία ανάμεσα στις ζωές μας και το οικοδόμημα αυτό, που κάηκε εξωτερικά αλλά από μέσα παρέμεινε σχεδόν άθικτο χάρη στις φιλότιμες και συντονισμένες προσπάθειες τόσο των εργαζομένων στους κινηματογράφους όσο και των πυροσβεστών. Η αναλογία αυτή έχει να κάνει με αυτή την ιδιοσυγκρασιακή επιβίωση, τη διττή υπόσταση, του κτιρίου που καθρεφτίστηκε τότε και συνεχίζει να καθρεφτίζεται στις ζωές μας όλα αυτά τα χρόνια. Ακούσαμε και διαβάσαμε ουκ ολίγες φορές στο διάστημα των σχεδόν οκτώ ετών που μεσολάβησαν από τότε ότι η πρόσοψη και η στέγη του κτιρίου θα αναστηλωθούν. Τελικά, αυτό, δεν κατέστη εφικτό. Πληθώρα λόγων συνέτεινε στο να παραμείνει το κτίριο ένα ιδιότυπο, νεκροζώντανο κουφάρι. «Από μέσα πεθαμένοι και απέξω ζωντανοί», λέει το γνωστό άσμα του Αττίκ που είχε γνωρίσει και πρόσφατη επιτυχία μετά τον «Αστακό» του Γιώργου Λάνθιμου. Σε μια εντυπωσιακή αντιστροφή αυτού του στίχου, εικάζω, συνοψίζεται ο τρόπος με τον οποίο διαβιοί το κτίριο της Σταδίου και Χρήστου Λαδά. Αλλά η αναλογία αυτή, όπως θα ήθελα να υποστηρίξω, έχει γερά πόδια. Γιατί κάπως έτσι συνεχίστηκε και η ζωή όλα αυτά τα χρόνια μετά από εκείνη την πυρκαγιά που όχι μόνο δεν απέτρεψε την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου αλλά, τον Αύγουστο του ‘15, έφερε το τρίτο μνημόνιο, που ακολουθήθηκε, τον Μάιο του ‘17, από το πολυνομοσχέδιο, γνωστό και ως τέταρτο μνημόνιο.

    Περπατώντας το πεζοδρόμιο μπροστά από το Αττικόν, αυτή τη στενή λωρίδα πεζοδρομίου που αναγκαστικά παραμένει έτσι όλα αυτά τα χρόνια λόγω των υποστυλωτικών σκαλωσιών με τα κιγκλιδώματα που περιβάλλουν το κτίριο, αναγκάζεται ο περαστικός όχι μόνο να έρχεται σχεδόν σε επαφή με την περίμετρο του κτιρίου, αλλά να επιδίδεται και σε αυτοσχέδιες χορογραφίες που ως στόχο έχουν να αποφασίσουν, στο φτερό, τις προτεραιότητες για τη διάβαση αυτής της στενής λωρίδας πεζοδρομίου. Έτσι, άλλοτε θα συγκρουστεί με κάποιον άλλο, άλλες φορές θα αναγκαστεί να σταματήσει το βάδισμά του και να σταθεί στην άκρη, και άλλες φορές θα πρέπει να κατέβει στο οδόστρωμα υπό τον διαρκή φόβο ότι κάποιο δίτροχο ή τετράτροχο θα αποπειραθεί να τον θωπεύσει. Η τριβή αυτή συνιστά επιπλέον κεφαλικό φόρο στην απώλεια των κινηματογράφων, αλλά και ιδιότυπη παντομίμα – αντανάκλαση του πώς μάθαμε να ζούμε όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί και στενή λωρίδα περιδιαβαίνουμε, και σε χορογραφίες επιδιδόμεθα για να τη διασχίσουμε. Πολλοί επέστρεψαν σε πατρικά σπίτια, σε επαρχιακές πόλεις, σε παιδικά δωμάτια που νόμιζαν ότι είχαν αφήσει πίσω ανεπιστρεπτί. Πολλοί ανέβαλαν (και ανέβαλλαν) χωρισμούς και διαζύγια, και έτσι, πολλοί έμαθαν να ζουν με υποστυλώσεις, υποστηρίξεις, και προστατευτικά κιγκλιδώματα που όχι μόνο αναδείχθηκαν μονιμότερα του προσωρινού, αλλά περιόρισαν και τον ζωτικό χώρο και έσπρωξαν τις ζωές στα ενδότερα: από έξω πεθαμένοι και από μέσα ζωντανοί.

    Όταν λοιπόν θα αναστηλωθεί – επισκευαστεί ξανά αυτό το κτίριο, θα μπορούσαν οι αρμόδιοι να στοχαστούν στην πιθανότητα, αντί να επιστρέψει στην παλιά του λάμψη, με χρυσοποίκιλτες γύψινες διακοσμήσεις και λαμπερά χρώματα που θα μυρίζουν ανακαίνιση, που θα ανυπομονούν να βάλουν πίσω τους αυτά τα χρόνια της σιωπής και ερήμωσης, ας εξετάσουν οι υπεύθυνοι την περίπτωση να παραμείνει το κτίριο ως έχει: με αυτή την ιδιότυπη πατίνα άθικτη, αφού φυσικά διασφαλιστεί η στεγανότητα και στατικότητα της όποιας πρόσοψης και οροφής παραμένει. Ας δοθεί στο κτίριο η δυνατότητα να μετουσιώσει, ηθελημένα πια, τον ρόλο που έτυχε να αναλάβει άθελά του ως μνημείο, υπόμνηση, εικαστική παρέμβαση, για τα χρόνια της κρίσης (και κάθε μελλοντικής κρίσης), αλλά και ως προσπάθεια αποτύπωσης του πολύ απλού που συμπυκνώνει φορμαλιστικά, πάντοτε, ένας κινηματογράφος, ακόμη και ένας κινηματογράφος τόσο εντυπωσιακός όσο το Αττικόν: ότι η ζωή μπορεί να συνεχίζεται και χωρίς ψιμύθια, στα ενδότερα, εξίσου, αν όχι περισσότερο, φανταχτερά και μεγαλεπήβολα.

  • Γκρέτα, ξανά

    Η εβδομάδα που πέρασε χαρακτηρίστηκε από μια φορμαλιστική καινοτομία: την παρουσία της Greta Thunberg (που τελικά προφέρεται Γκριέτα Τουνμπέρι), η οποία μονοπώλησε τις συζητήσεις, ξανά, σε διάστημα λιγότερο του ενός μηνός. Δώστε σημασία σε αυτό γιατί αν έχει εδραιωθεί κάτι αυτά τα χρόνια, μέσα στα ΜΚΔ, αυτό είναι η παντελής απουσία ανοχής στην επανάληψη. Ο αψύς, στακάτος, ενίοτε ανθρωποφαγικός σχολιασμός που ενδημεί σε αυτά τα μέσα δεν αρέσκεται στην επανάληψη. Βαριέται, δυσανασχετεί, παθαίνει δυσπεψία στο να του θυμίζουν αυτά που ήδη περιδρόμιασε. Ο κόσμος αρέσκεται στην πρωτοτυπία για να ξεδιπλώνει τα ταλέντα του, και γι’ αυτό ο μηρυκασμός θεματολογίας, όταν συμβαίνει, χρήζει προσοχής. Πριν από περίπου ένα μήνα τα φώτα στράφηκαν στη νεαρή ακτιβίστρια με αφορμή τον διάπλου του Ατλαντικού με το μηδενικών ρύπων ιστιοφόρο για να παρευρεθεί στη Νέα Υόρκη, στις εργασίες της συνόδου δράσης για το κλίμα, ενώπιον της συνόδου των Ηνωμένων Εθνών, και να εκφωνήσει αυτό το λογύδριο που τράβηξε για δεύτερη φορά την προσοχή στο πρόσωπό της. Ο λόγος της όχι μόνο έγινε βάιραλ αλλά διακωμωδήθηκε και λοιδορήθηκε όσο λίγα γεγονότα της πρόσφατης επικαιρότητας.

    Παρατήρησα το μένος, τη χλεύη, αλλά και τα λογικά επιχειρήματα που επιστρατεύτηκαν, μέσα στην εβδομάδα που πέρασε, για να πείσουν πόσο μηδαμινή, κατηγορίας φτερού, είναι η Τούνμπεργκ και γιατί πρέπει να σταματήσουμε να της δίνουμε σημασία. Στο τέλος μου ‘ρθε εκείνο το παλιό: The greatest trick the Devil ever pulled was convincing the world she didn’t exist.

    Άνθρωποι που χειρίζονται τον λόγο (λογική και γραφή) άρτια, εμφανίστηκαν με επιχειρήματα κατά του φαινομένου Τούνμπεργκ. Δεν θα μπω στη λογική των επιχειρημάτων. Όχι γιατί σήκωσα μπαϊράκι και αποποιούμαι τη λογική τους, αλλά γιατί υποστηρίζω ότι η λογική δεν έχει να κάνει με την περίπτωση Thunberg. Δηλαδή, καλά είναι τα επιχειρήματα για όλους εμάς που παίζουμε το παιχνίδι των επιχειρημάτων, αλλά το παιχνίδι αυτό τελειώνει όταν ο άλλος αρνηθεί να παίξει με τους κανόνες. Η διαφωνία κρύβει συμφωνία. Το αν το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο, προϋποθέτει ότι συμφωνούμε, τουλάχιστον, στην ύπαρξη του ποτηριού. Η περίπτωση «Γκρέτα» δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία (ή αν ανήκει, ανήκει υπό προϋποθέσεις). Η Τούνμπεργκ διαθέτει όλα τα εχέγγυα για να απεκδυθεί τη λογική (τουλάχιστον στιγμιαία) και να κλωτσήσει το ποτήρι. Και αυτό, εγώ, το βλέπω πολύ λογικό. Η Γκρέτα μπορεί να μίλησε όπως μίλησε σε εκλεγμένους αντιπροσώπους κρατών, και πολλοί μπορεί να σήκωσαν φρύδι με τον τόνο της, αλλά εκείνη δεν απευθύνεται ακόμη σε αυτούς. Αυτοί μπορεί να χαμογελάνε, να κουνάνε συγκαταβατικά το κεφάλι, και να περιμένουν να περάσει το ψιλόβροχο (γιατί ως ψιλόβροχο το βλέπουν). Η Γκρέτα όμως, μέχρις ώρας, απευθύνεται στους συνομήλικούς της. Αλλά οι συνομήλικοί της έχουν και γονείς. Όταν λοιπόν οι γονείς των παιδιών αυτών φτάσουν στη δυσάρεστη θέση να μην μπορούν να τιθασεύσουν τα βλαστάρια τους στην νέα (οικολογική) μανία (για να μην αναφερθώ στο ό,τι πολλοί γονείς θα είναι σύμφωνοι με όλο αυτό), τότε η Γκρέτα θα έχει τραβήξει και την προσοχή των μεγάλων όπως της αξίζει. Το ωραίο με τις μανίες, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, είναι ότι μικραίνουν τον κόσμο (σου). Τον κάνουν διαχειρίσιμο. Η μανία σε κάνει να επικεντρώνεσαι σε ένα μικρότερο κομμάτι του κόσμου και άρα σε ανακουφίζει από το άχθος των επιλογών που προϋποθέτει η δυσβάσταχτη (θέλει αρετή και τόλμη) ελευθερία που υπόσχεται ο κόσμος του Διαφωτισμού. Η απάντηση στον Διαφωτισμό δεν είναι απαραίτητα περαιτέρω διαφωτισμός, αλλά, καμιά φορά, ανακουφιστική συσκότιση.

    Οι “σώφρονες” μεσήλικοι προτείνουν ως λύση στην κλιματική αλλαγή τον εναγκαλισμό με ακόμα περισσότερη τεχνολογία, και είναι αλήθεια ότι αυτό το επιχείρημα κάνει τη λύση να φαντάζει τόσο απλή: «ό,τι πρέπει να γίνει για την κλιματική αλλαγή γίνεται ήδη. Κάνε στην άκρη γελοίο παιδαρέλι. Άσε τον κόσμο να τον τρέξουν οι πολυεθνικές σε αγαστή συνεργασία με τους πολιτικούς τους». Η Γκρέτα αντιπροτείνει, μεταξύ αυτών που θα έπρεπε ήδη να γίνονται, επιστροφή στο παρελθόν με αποχή από την επονείδιστη τεχνολογία που έφερε την κλιματική αλλαγή. Όταν οι προτάσεις της αρχίσουν να έχουν αντίκτυπο στους ισολογισμούς των πολυεθνικών, και, για να ακριβολογούμε, για να μην έχουν οι προτάσεις της αντίκτυπο στους ισολογισμούς των πολυεθνικών, θα πρέπει να βρεθεί μια μέση οδός. Όσοι χλευάζουν αβλεπί αυτή την αποχή από την τεχνολογία ας αναλογιστούν τι όμορφα που δένουν οι προτροπές της Τούνμπεργκ με τη χιψτεροποίηση της πραγματικότητας – που αναδεικνύει ως μοδάτο το βίντατζ, και κεφαλαιοποιεί υποδόρια τη νοσταλγία για το παρελθόν, για αυτή την περίοδο άφατης και άφταστης ευτυχίας – και πώς αυτή, ήδη, προλειαίνει το έδαφος για λιγότερη τεχνολογία.

    Μέσα στην εβδομάδα που πέρασε διάβασα και ένα άρθρο του Βασίλη Βαμβακά στη Λάιφο. Ο Βαμβακάς εντοπίζει την πρωτοτυπία της περίπτωσης Τούνμπεργκ σε δύο σημεία. Πρώτον, η Τούνμπεργκ μετουσιώνει για τις νεότερες γενιές μιά σούπερ ηρωίδα.

    «Θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει στους μεταλλαγμένους X-men ή στους τραυματικούς Avengers. Θα μπορούσε να είναι συγγενής των δημοφιλών όσο και αμφίσημων κοριτσίστικων προτύπων, όπως το κορίτσι χωρίς στόμα Σαντόρο και η δαιμονική κούκλα Άναμπελ. Η αδυναμία της, αυτό που ξενίζει και φοβίζει, αυτό που η ίδια προσπαθεί να υπερκεράσει, γίνεται αυτό που την ξεχωρίζει και αυτό που την κάνει ισχυρή, επιδραστική».

    Το φάσμα του αυτισμού και οι ιδιαιτερότητες που εμφανίζει στην ομιλία της, τραχύτητα, μυϊκές συσπάσεις του προσώπου, κάνουν την Τούνμπεργκ ιδανική περίπτωση συμβόλου για να προσωποποιήσει στα μάτια των παιδιών (και όχι μόνο) τη διαλεκτική σύνθεση ανάμεσα στο καλό και το κακό που φαίνεται να ενσαρκώνει με την πομπώδη για πολλούς συμπεριφορά της. Ο Βαμβακάς, αυτό, το δένει με το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει την Τούνμπεργκ: το νεαρό της ηλικίας της.

    «Αυτό που φαίνεται να ενισχύει, ίσως εν αγνοία της, είναι μια νέα διαιρετική τομή που είχε καιρό να εμφανιστεί στην παγκόσμια δημόσια σφαίρα, το γενεακό χάσμα».

    Επαναλαμβάνω τι είχα γράψει πριν ένα μήνα και σας καλώ να το δείτε υπό το πρίσμα των δύο σημείων του Βαμβακά:

    «Το μήνυμα της Τούνμπεργκ είναι σε μεγάλο βαθμό η ίδια. Είναι η φωνή του μέλλοντος απέναντι στην οκνηρία και την αδιαφορία των ενηλίκων, και κυρίως μεσηλίκων, που κρύβονται πίσω από την ακραιφνώς εγωκεντρική λογική της αντοχής και αυτάρκειας του πλανήτη για τα καπρίτσια και τις έξεις, τουλάχιστον της δικής τους ζωής. «Μέχρι να πεθάνω εγώ, ο χορός καλά κρατεί», φαίνεται να λέει η μερίδα των ανθρώπων που πραγματικά έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν τα πράγματα».

    Ε, όχι ακριβώς έτσι, μπάρμπα.

  • John Cleese

    «Τι είναι ασπρόμαυρο και σέρνεται στο πάτωμα;»

    «Δεν έχω ιδέα. Τι;»

    «Μια τραυματισμένη καλόγρια».

     

    Απομεινάρι ενός κόσμου που έχει περάσει ανεπιστρεπτί ή μήπως μια περσόνα σταθερά προσανατολισμένη στον αληθινό βορρά; Ο Τζον Κλιζ, στη χθεσινοβραδινή παράσταση σε ένα κατάμεστο Ηρώδειο, αναφέρθηκε κάποια στιγμή στον χαρακτήρα και τις ποιότητες του ίδιου του κωμικού. Ενώ ένας θεατής, είπε, για να γελάσει, θα αρκεστεί σε κάποιον που έχει μασκαρευτεί σε μια γριούλα (με καμπούρα, μπαστούνι, κλπ) που κουτσαίνει και πέφτει σε μια τρύπα στον δρόμο, ο αληθινός κωμικός, θα γελάσει μόνο όταν θα δει πραγματικά μια γριούλα να πέφτει στην τρύπα. Το σχόλιο, ο Κλιζ, το απέδωσε στον W. C. Fields, που αν και ταιριάζει γάντι στον μισανθρωπισμό του, κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος με αυτά τα πράγματα. Δεν έχει όμως και τόση σημασία. Ο Κλιζ ήθελε να υπογραμμίσει ότι ο αληθινός κωμικός θα σκανδαλιστεί και θα αντλήσει έμπνευση από τα ακραία και τα ασυνήθιστα αυτού του κόσμου. Ο κωμικός δεν θα αρκεστεί απλώς σε απομιμήσεις. Ο κωμικός δεν θα διστάσει να αφήσει το δημιουργικό του δαιμόνιο να λερωθεί στα ταμπού και τα σκατά τού μη πολιτικώς ορθού. Έκανε εύλογη διάκριση ανάμεσα σε affectionate jokes και nasty jokes. Τόνισε ότι πάντα, ακόμα κι όταν παριστάνουμε τους θιγμένους, νιώθουμε πότε είναι η μία περίπτωση και πότε η άλλη. Μετά, πήρε σβάρνα καμιά δεκαριά “φυλές” και τους άλλαξε τα φώτα. Είπε για τους Γάλλους, «και αλήθεια ποιος μπορεί να συμπαθεί τους Γάλλους; Ούτε οι ίδιοι οι Γάλλοι δεν τους συμπαθούν. Ξέρετε γιατί οι Γάλλοι είχαν τόσο πολλούς εμφυλίους; Γιατί έπρεπε και αυτοί κάποτε να κερδίσουν έναν πόλεμο». Αναφέρθηκε στους Άγγλους «το καλύτερο μέρος για να κρύψεις ένα κλειδί στην Αγγλία είναι κάτω από το σαπούνι». Μίλησε για Ιρλανδούς, «Μπαίνω σε μπαρ. Πλησιάζω τον μπάρμαν. “Θα πω ένα ανέκδοτο για Ιρλανδούς.” “Φίλε, είμαι Ιρλανδός.” “Ωραία. Θα το πω αργά για να το καταλάβεις.” Στο τέλος, φυσικά, χτύπησε και τους Εβραίους.

    «Ηλικιωμένη Εβραία κάθεται στην παραλία με το εγγονάκι της. Τεράστιο κύμα έρχεται και παίρνει το παιδί. Η Εβραία αρχίζει το κλάμα και τους οδυρμούς. Αρχίζει τα παρακάλια στον Θεό να της στείλει το παιδί πίσω. Τεράστιο κύμα το επιστρέφει δίπλα της, άθικτο. Η Εβραία το κοιτάζει, σηκώνει το κεφάλι, και απευθύνεται προς τον ουρανό: Hey, he had a hat, you know».

    One man show. Σχεδόν δίωρη παράσταση stand-up style. Μια καρέκλα, ένα τραπέζι με ένα λούτρινο λεμούριο (Bemaraha woolly lemur, η αδυναμία του Κλιζ), και ένα ποτήρι νερό. Δεν παρουσίασε σχεδόν τίποτα καινούργιο. Διάβαζε, για το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, κείμενο το οποίο προβαλλόταν σε τρία τεράστια auto-cue που βρίσκονταν απέναντι του. Ακούσαμε μερικά στοιχεία από την ιστορία των Pythons, σκέψεις για την κωμωδία εν γένει, μια ειδική αναφορά στον Graham Chapman, και πολλά ανέκδοτα από το παρελθόν με αρκετές προβολές κλιπ σε γιγαντοοθόνη.

    Ενώ αρχικά κάπως σε ξένιζε όλο αυτό, και έλεγες «ήρθα εδώ πέρα για να τον δω να διαβάζει ένα κείμενο», σιγά σιγά, σε κέρδιζε με αυτή την ήρεμη σιγουριά και το ειδικό βάρος μιας δημιουργικής προσωπικότητας μισού και πλέον αιώνα (βιολογικά κλείνει τα 80). Η αύρα του Κλιζ είναι τόσο έντονη που η ταύτιση του προσώπου που στεκόταν στη άδεια σκηνή μπροστά σου, με το πρόσωπο που έβλεπες στα κλιπ από το παρελθόν σού προκαλούσε, πολλές στιγμές, δέος. Στο τέλος, παρασυρόσουν και γελούσες με την καρδιά σου σε σημείο ακρότητας (προσωπικά, νομίζω ότι ενοχλούσα όλο το Ηρώδειο).

    Προσωπικό αγαπημένο, ένα κλιπ που δεν είχα δει ποτέ στο παρελθόν: Swedish Fun Week: Τζον Κλιζ ως Σουηδός anchorman μιλώντας αγγλικά με σουηδική προφορά περιγράφει τα συγκλονιστικά δρώμενα που θα λάβουν χώρα σε αυτή την εβδομάδα σουηδικού ξεφαντώματος. Δρώμενα όπως το «ανοίγω σπιρτόκουτο ανάποδα και πέφτουν έξω τα σπίρτα». Η εβδομάδα τελικά ακυρώνεται. Punch-line: The entire organising committee committed suicide, so it has been cancelled. It’s a mournful business…

  • Αυτοκτονία Χαρακτήρα

    Η εβδομάδα που πέρασε ανήκε δικαιωματικά στην Ελένη Αντωνιάδου. Δεν θα πάρω όμως ακριβώς τη σκυτάλη για να συνεχίσω αυτό που σε μερικές ημέρες δεν θα θυμάται κανείς πέρα από την ίδια. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι λίγο διαφορετικό. Θα ήθελα να προσπαθήσω να σκιαγραφήσω την άλλη πλευρά. Την πλευρά της Αντωνιάδου – και κάθε Αντωνιάδου – που στέκεται αυτός που κάθε φορά υφίσταται αυτή τη στοχοποίηση των λαϊκών δικαστηρίων που στήνονται αυτοστιγμεί σε κάθε ψηφιακό τοίχο. Η Αντωνιάδου δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που υποπίπτει σε ατοπήματα του είδους που έκπληκτοι(;) διαπιστώσαμε την εβδομάδα που πέρασε. Αυτό όμως που είναι σχετικά νέο είναι η ενασχόληση του κοινού, μέσω ΜΚΔ, με τον “σχολιασμό” (ευφημιστικά διατυπωμένο) αυτών των περιπτώσεων. Και αυτό που με ενδιαφέρει είναι αν και πότε ο “σχολιασμός” περνάει τη λεπτή γραμμή της απόλυτα δικαιολογημένης επισήμανσης και στηλίτευσης κάποιου ατοπήματος (ηθικής ή νομικής τάξης) και υπεισέρχεται στα δυσώδη νερά της δολοφονίας χαρακτήρα.

    Κατ’ αρχάς, μιλάμε για δολοφονία χαρακτήρα όταν αναφερόμαστε στη συστηματική, προσχεδιασμένη, και ηθελημένη διασπορά συκοφαντικών αναφορών με στόχο τη σπίλωση της υπόληψης συγκεκριμένου προσώπου (φυσικού ή νομικού). Το κατ’ εξοχήν πεδίο εφαρμογής δολοφονίας χαρακτήρα είναι το πολιτικό. Πιο συνηθισμένη περίπτωση, η σπίλωση υποψηφίου σε εκλογική αναμέτρηση με στόχο την υφαρπαγή ψήφων. Οι παραλλαγές, πολλές και ευφάνταστες. Ακόμα και το ρωμαϊκό damnatio memoriae, η απαλοιφή ονομάτων και προσώπων από δημόσια έγγραφα, επιγραφές, και τοιχογραφίες, συνιστά μορφή δολοφονίας χαρακτήρα. Δολοφονία χαρακτήρα, επομένως, υφίσταται όταν ο μηχανισμός έχει υποκινηθεί ηθελημένα με σκοπό τη σπίλωση συγκεκριμένου προσώπου (φυσικού ή νομικού) και όχι όταν κάποιος εντοπίζει κάποιο ατόπημα ηθικής ή νομικής τάξης και το δημοσιοποιεί συνοδεία μιας έστω προσχηματικής επιχειρηματολογίας. Νομίζω ότι κανένας δεν θα διαφωνήσει ότι η περίπτωση της Ελένης Αντωνιάδου εμπίπτει σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία. Θα αποπειραθώ να σκιαγραφήσω την εξελικτική δυναμική αυτής της περίπτωσης. Στην πορεία θα κάνω επισημάνσεις για το πού θεωρώ ότι εμφιλοχωρούν στοιχεία ή υπόνοιες στοιχείων που ξεφεύγουν από το πνεύμα της αρχικής δημοσιοποίησης του ατοπήματος και υπεισέρχονται, αρχικά στα εδάφη ad hominem (ενάντια στο άτομο) και ύστερα σε αυτά της δολοφονίας χαρακτήρα.

    Το αρχικό συμβάν, το ground zero, στην περίπτωση Αντωνιάδου ήταν η ανάρτηση του καθηγητή Κώστα Μπουγιούκου. Αμέσως μετά, η συνειδητοποίηση από μια σημαντική μερίδα κοινού ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι βάσιμα αξιοκατάκριτο οδηγεί στη κοινοποίηση της αρχικής ανάρτησης. Η είδηση αποκτά μομέντουμ. Κατά τα φαινόμενα (και όχι μόνο) η Αντωνιάδου δεν έχει θυματοποιήσει μόνο τον εαυτό της αλλά έχει παρασύρει μαζί της σημαντικό αριθμό δημοσιογράφων, φορέων, και πολιτικών. Τα ενημερωτικά σάιτ εφορμούν με άρθρα προς άγραν κλικ. Το κοινό οσφραίνεται αίμα. Ποικίλες παραφυάδες αμφιβόλου ηθικής και αισθητικής κάνουν την εμφάνισή τους. Τη σκυτάλη έχουν ήδη πάρει οι λογαριασμοί τουίτερ και φέισμπουκ. Οι παράπλευρες (και πάγιες) πρακτικές διακωμώδησης των εμπλεκομένων (της ίδιας της Αντωνιάδου, δημοσιογράφων, πολιτικών, φορέων) με τουίτ, κείμενα, meme, φοτοσοπαρισμένες φωτογραφίες, και βίντεο δημιουργούν ένα μωσαϊκό που εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα. Το αξιοσημείωτο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η Αντωνιάδου συγκεντρώνει πολλά (πάρα πολλά) που θα ήθελε να γκρεμίσει κάποιος. Η Αντωνιάδου είναι νέα, όμορφη, μορφωμένη, βραβευμένη. Η Αντωνιάδου είναι μια ενάρετη Barbie. Μια Barbie, δια χειρός Mattel, που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της όλες τις αρετές μιας νέας γυναίκας ενώ δείχνει να απεκδύεται όλα τα στερεότυπα. Η Αντωνιάδου δεν είναι απλώς μια ωραία γυναίκα. Θυμάστε την περίφημη σκηνή στο Fight Club, εκεί που ο Έντουαρντ Νόρτον κάνει κιμά τη μούρη του ξανθού νεαρού, και μετά, σχεδόν κυνικά, δηλώνει «I felt like destroying something beautiful»; Ε, η Αντωνιάδου, ασχέτως των ατοπημάτων που έχει υποπέσει, συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που προκαλούν τα σκληρότερα και πιο μοχθηρά ένστικτα του όχλου. Γιατί; Κοιτάξτε λίγο τις φωτογραφίες της και νιώστε το τσίμπημα του να θέλεις να κάνεις τη μούρη κρέας σε κάτι όμορφο. Πώς; Με κάθε αστειάκι και γελάκι και μοχθηρό κειμενάκι των δύο γραμμών που θα την κάνει να νιώσει το σκουπίδι που αποκαλύφθηκε ότι είναι.

    Τι έχει όμως συμβεί σε αυτό το σημείο στην ίδια την Αντωνιάδου; Πώς παρακολουθεί μια νέα γυναίκα όλο αυτό το μένος εις βάρος της; Αν κοιτάξετε τη σελίδα της στο φέισμπουκ θα δείτε ότι όχι μόνο δεν έχει ζητήσει συγγνώμη, αλλά υποστηρίζει ότι δεν φέρει καμία ευθύνη για αυτό που έχει συμβεί. «Εμένα ο στόχος μου ποτέ δεν ήταν να ανταγωνιστώ ακαδημαϊκούς ή να συγκρίνω τα πρώτα μου βήματα στην επιστήμη ως νέα ερευνήτρια με άτομα τα οποία είναι στο χώρο πολλές δεκαετίες», γράφει, ως μοναδική απολογία, μεταξύ άλλων ευχολογικών κοινοτοπιών για το επιστημονικό ήθος και το κοπιώδες της έρευνας. Η συγκεκριμένη ανάρτηση συνοδεύεται και από φωτογραφία που δήθεν αποδεικνύει(;!) την αλήθεια.

    Είναι βέβαιο ότι η κυρία Αντωνιάδου δεν είναι τόσο ψύχραιμη όσο εμφανίζεται σε αυτή την ανάρτηση, όπως είναι επίσης βέβαιο ότι καταλαβαίνει πολύ καλά τι έχει κάνει και τι έχει συμβεί. Ο δρόμος προς τη συνέχεια όμως δεν περνάει μέσα από την άρνηση και τον εφησυχασμό από τους δέκα “φίλους” της που έχουν αφήσει υποστηρικτικά σχόλια (τα οποία έχουν συγκεντρώσει εκατοντάδες χλευαστικά ριάξιονς). Η Ελένη Αντωνιάδου φαίνεται να επένδυσε τόσο πολύ στο άτομό της, εις βάρος του έργου της, που κάνει τις όποιες επιθέσεις, ακόμα και κατά αυτού του ατόμου (ενώ θα έπρεπε να βρίσκονται στο απυρόβλητο) να φαντάζουν δόκιμες. Και αυτό γιατί όταν μετουσιώνεις το επιστημονικό κύρος σου σε βιτρίνα, τότε, ακόμα και οι επιθέσεις ενάντια στο άτομο (ad hominem) συνιστούν θεμιτές κινήσεις. Θα δώσω ένα παράδειγμα από ένα τέτοιο επιχείρημα για να δείτε ακριβώς σε τι αναφέρομαι. Γράφει ο Νίκος Σαραντάκος σε πρόσφατη καταχώρηση στο ιστολόγιό του:

    «Και επειδή όσοι κάνουν ουσιαστικό επιστημονικό έργο δεν τρέχουν στους δημοσιογράφους (αφενός δεν προλαβαίνουν, αφετέρου δεν καταδέχονται) η κ. Αντωνιάδου τα προηγούμενα χρόνια προβαλλόταν αφειδώς σε διάφορους τηλεοπτικούς σταθμούς […]». (Ποιος είναι αυτός με το μουστακάκι δίπλα στην Ελένη Αντωνιάδου;, 18/9/19)

    Το αν κάποιος τρέχει στους δημοσιογράφους δεν έχει τίποτα να κάνει με το έργο του. Το «[…] αφενός δεν προλαβαίνουν, αφετέρου δεν καταδέχονται […]» συνιστά αβάσιμη γενίκευση που στρέφεται εναντίον του ατόμου της κυρίας Αντωνιάδου. Είναι σα να λέει κάποιος ότι ο Στίβεν Χόκινγκ, που είχε έρωτα με τους δημοσιογράφους, δεν παρήγαγε ουσιαστικό επιστημονικό έργο. Αν το έργο της ήταν άμεμπτο, τότε το αν θα πήγαινε σε δημοσιογράφους θα ήταν άσχετο από αυτό. Αλλά η κυρία Αντωνιάδου στήριξε το κύρος της σε τέτοιο βαθμό στη συμμετοχή της σε δημοσιογραφικές εκπομπές και ρεπορτάζ, ταυτίζοντας τα κατορθώματά της με τη δημόσια προβολή και διογκώνοντας το φαίνεσθαί της σε βάρος τού είναι της, που τελικά έδωσε το πράσινο φως στο να μπορεί κάποιος να την κρίνει, δόκιμα, ακόμα και γι’ αυτό.

    Μπορεί λοιπόν η κατηγορία της δολοφονίας χαρακτήρα να προϋποθέτει ηθελημένες κινήσεις σπίλωσης για να στοιχειοθετηθεί, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για την ιδιότυπη περίπτωση αυτοκτονίας χαρακτήρα. Επαναλαμβάνω τι δήλωσε η Ελένη Αντωνιάδου: «Ο στόχος μου ποτέ δεν ήταν να ανταγωνιστώ ακαδημαϊκούς ή να συγκρίνω τα πρώτα μου βήματα στην επιστήμη ως νέα ερευνήτρια με άτομα τα οποία είναι στο χώρο πολλές δεκαετίες». Αν αυτό ήταν αλήθεια και δεν ήταν αυτός ο στόχος της, είχε υποχρέωση όταν αυτό συνέβαινε κατά κόρον, καθώς κάποιοι συνέκριναν τα βήματά της με καταξιωμένους επιστήμονες, είχε υποχρέωση (ξαναλέω) να το σταματήσει η ίδια. Γιατί είχε φέρει, βλέπετε, τον εαυτό της στη θέση να πρέπει η ίδια να τραβήξει την πρίζα στην ωρολογιακή βόμβα που τελικά συνιστούσε το απαστράπτον οικοδόμημά της. Αλλά φυσικά δεν το έπραξε. Συμμετείχε, ψυχή τε και σώματι, σε αυτή την απόλυτα ηθελημένη και προσχεδιασμένη, βήμα βήμα, αυτοκτονία του χαρακτήρα της.

  • Οι καπιταλιστές θα μας πουλήσουν και το νερό μέσα στο οποίο θα τους πνίξουμε δύο φορές.

    ― Ηράκλειτος

  • Προς υπεράσπιση του σκύλου

    Μετά το αποτρόπαιο συμβάν στα Γλυκά Νερά, και ύστερα από τα ρεπορτάζ που το παρουσιάζουν με τις γλαφυρότερες των περιγραφών, πολλοί είναι αυτοί που θα αποκτήσουν φοβίες που δεν είχαν, όπως πολλοί είναι και αυτοί που θα αισθανθούν δικαιωμένοι καθότι οι φοβίες τους επιβεβαιώθηκαν για ακόμα μία φορά. Κι όμως, μια ματιά στον διεθνή και ελληνικό τύπο αποκαλύπτει ότι κάθε άλλο παρά πρωτάκουστο είναι. Οι επιθέσεις σε βρέφη και παιδιά είναι λίαν συνηθισμένες. Διαβάζοντας τα ρεπορτάζ δεν μπόρεσα να διακρίνω αν ο σκύλος από τα Γλυκά Νερά ήταν ένα ζώο ενταγμένο στην ιεραρχία του συγκεκριμένου σπιτιού ή, ήταν ένα ζώο παραγκωνισμένο και παραμελημένο σε ένα μπαλκόνι με την επιθετικότητά του εκτός ελέγχου. Δεν έχει όμως και τόση σημασία γι αυτό που θέλω να θίξω. Στη δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε κάποιος να καταλογίσει ευθύνες στην οικογένεια, αλλά δεν θα μπω σε αυτή τη συζήτηση. Εγώ θα πάρω το καλό σενάριο. Αυτό στο οποίο, κάθε γνήσιος ζωόφιλος, κάνει τον σκύλο του ισότιμο μέλος της οικογένειάς του. Και παίρνω αυτό γιατί αυτή είναι η δική μου εμπειρία.

    Ο σκύλος είναι ζώο που οι συναισθηματικές του εξάρσεις εύκολα μας ξεγελούν στο να πιστεύουμε ότι το συμπαθές τετράποδό μας βιώνει αγάπη με τη σημασία που της δίνουμε εμείς ως έλλογα όντα. Αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η αγάπη που βιώνουμε εμείς, όσο κι αν ενέχει μέσα της σε μεγάλο βαθμό μια έξη, μια συνήθεια, παραμένει πάντα ένα συναίσθημα υπό αίρεση. «Θα σε αγαπώ για πάντα», ξεστομίζουν οι ερωτευμένοι αλλά, φευ, όλοι ξέρουμε ότι αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια. Ο σκύλος, από την άλλη, που φυσικά δεν ξεστομίζει τέτοιες ή άλλες κουβέντες καθότι δεν κουβαλάει το βαρίδι του λόγου, μας αγαπά με τον τρόπο του για πάντα. Αλλά με ένα «για πάντα» που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε, τουλάχιστον συνειδητά, γιατί έχουμε την τάση να του προσδίδουμε ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Και όσο κι αν ακούγεται περίεργο, ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά έχει να κάνει με τις δικές μας ανθρώπινες ανασφάλειες και ανοχές και αντοχές, και άρα, ο σκύλος, αντιμετωπίζεται ως υποκείμενο η αγάπη τού οποίου προς εμάς τελεί υπό αίρεση. Βλέπετε το παράδοξο; Επειδή αγαπάμε τον σκύλο μας ως άνθρωπο πιστεύουμε κάπως ότι κι εκείνος κρατάει μια πισινή και η αγάπη του δεν είναι απόλυτη. Έτσι, ο άμοιρος σκύλος, απολαμβάνοντας το προνόμιο να εισέρχεται στον στενό κύκλο της οικογένειάς μας, αυτομάτως, στολίζεται και με ανθρώπινα κουσούρια.

    Ο σκύλος, εικάζω, απολαμβάνει τη συμβιωτική σχέση που απολαμβάνει με τον άνθρωπο, περισσότερο λόγω ομοιότητας με εμάς παρά λόγω κάποιας θαυμαστής προσαρμοστικότητας από μέρους του. Όποιος έχει συμβιώσει με σκύλο θα γνωρίζει καλά ότι το κούνημα της ουράς και το γάβγισμα δεν εξαντλούν την ευγλωττία τού σκύλου στην έκφραση των συναισθημάτων του. Ο σκύλος αναστενάζει, συνοφρυώνεται, θυμώνει, δυσανασχετεί, απογοητεύεται, αγχώνεται, βαριέται, ζηλεύει, και όλα αυτά τα βιώνει όχι συγκυριακά, ευκαιριακά ή σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι εμείς. Ο σκύλος, και εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά, όλα αυτά τα συναισθήματα τα βιώνει πιο έντονα από εμάς γιατί τα βιώνει αφιλτράριστα. Τα βιώνει χωρίς το διαρκές φίλτρο της λογικής που διαφεντεύει και νερώνει τα δικά μας συναισθήματα. Ο σκύλος, βλέπετε, ενδημεί σε αυτό το ιδιοσυγκρασιακό κενό ανάμεσα στο ζωικό και το ανθρώπινο. Όπως έλεγε και ο Κωστής Παπαγιώργης, αναφερόμενος στον σκύλο, «από τη μια μεριά το ζώο είναι ανθρώπινο πείραμα που έμεινε στη μέση, ενώ από την άλλη είναι ζωικό πείραμα που έδωσε αποτελέσματα ανώτερα του αναμενόμενου». Ο σκύλος βιώνει μια ζωή εδεμικής πληρότητας και αμεσότητας των συναισθημάτων του και, τελικά, αυτό ακριβώς είναι που μας κάνει να νιώθουμε την αγάπη που νιώθουμε για εκείνον. Η ανόθευτη αυτή καθαρότητα των συναισθημάτων του σκύλου τον κάνει να στέκεται πολλές φορές ως δάσκαλος σε αυτό που θα θέλαμε να ήμαστε εμείς. Από εδώ εξάλλου πηγάζει και το «γίνε ο άνθρωπος που νομίζει ο σκύλος σου ότι είσαι». Ακόμη λοιπόν και αν τελικά γνωρίζουμε ότι η αφοσίωση του είναι άνευ όρων – παρότι όπως είπα παριστάνουμε ότι δεν είναι έτσι γιατί η δική του μάς γίνεται φορτική και τη δηλητηριάζουμε με ανθρώπινα κουσούρια – λίγο αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς σημαίνει αυτό το «άνευ όρων» για ένα ζωντανό που ενδημεί στις παρυφές του χώρου της λογικής (the logical space of reasons) και της ηθικής. Ο σκύλος θα κάνει τα πάντα για να μπορεί απρόσκοπτα να βιώνει την προσκόλληση στο αφεντικό του ως μοναδική, αδιαπραγμάτευτη, και, κυρίως, ως μη ανταγωνιστική. Και φτάνουμε στο μέγα παράδοξο: η συγκεκριμένη επιθετικότητά του, αυτή που τον κάνει να φτάνει να κατασπαράξει ένα βρέφος, δεν πρέπει να διαβάζεται ως προδοσία τού σκύλου στην αγάπη του προς εμάς αλλά ως η ύψιστη μετουσίωσή της. Η αποτρόπαιη αυτή πράξη του σκύλου πρέπει να διαβάζεται ως η απόλυτη επιβεβαίωση των συναισθημάτων του. Των ανόθευτων και αφιλτράριστων από τη λογική και ηθική συναισθημάτων του. Η αποτρόπαιη αυτή πράξη του σκύλου πρέπει να διαβάζεται ως το τίμημα που πληρώνει για να βρίσκεται με τα δύο πόδια στο ζωώδες και τα άλλα δύο στο έλλογο.

    Όλα αυτά λίγη απήχηση έχουν στη μάνα που έχασε το βρέφος της, όπως λίγη απήχηση έχουν και σε κάθε περίπτωση θύματος (της αγάπης του) σκύλου. Εγώ όμως απευθύνομαι σε όλους τους υπόλοιπους που δύνανται να οδηγηθούν σε βεβιασμένα συμπεράσματα για αυτόν τον «καλύτερο φίλο του ανθρώπου».

  • Σοφόν το σαφές και αληθές

    «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές»

    Διονύσιος Σολωμός

    Εγώ λοιπόν θα το πάρω αλλιώς. Θα ξεκινήσω από το ότι η δήλωση Κεραμέως, για την ανάγκη αλλαγών στο μάθημα της ιστορίας έτσι ώστε αυτό να μην έχει « […] κοινωνιολογικό χαρακτήρα αλλά χαρακτήρα διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης» δεν είναι μόνο επί της αρχής προβληματική αλλά και κάπως εκτός τόπου και χρόνου, καθότι αυτό που χρειαζόμαστε, λέω εγώ, δεν είναι η διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, αλλά μάλλον κάτι διαφορετικό. Κάτι που θα κινείται περισσότερο προς τη διαμόρφωση υπερεθνικής συνείδησης. Και αυτή η υπερεθνική συνείδηση, όπως θα δούμε, δεν απέχει και πολύ από αυτό το σολωμικό «αληθές».

    Ανοίγει παρένθεση. Η φράση του Σολωμού δεν είναι ακριβώς φράση του Σολωμού. Είναι φράση που μας τη μεταφέρει ο Ιάκωβος Πολυλάς – φίλος, επιμελητής, και βιογράφος τού Σολωμού – και προέρχεται από τα περίφημα «Προλεγόμενα» του Πολυλά στην πρώτη έκδοση του έργου του Σολωμού. Το σημειώνω, γιατί αυτό, από μόνο του, παρουσιάζει σημειολογικό ενδιαφέρον παραφθοράς του τι εστί τελικά «αληθές». Και το κάνω πιο συγκεκριμένο γιατί δεν μπορώ να αντισταθώ σε κάτι τέτοια: η φράση του Σολωμού, που μηρυκάζουμε συχνά πυκνά, για το «αληθές» της ταυτότητας του εθνικού, δεν είναι ακριβώς του Σολωμού. Κλείνει παρένθεση.

    Η περίπτωση του κράτους που επενδύει στην διαμόρφωση εθνικής συνείδησης παρουσιάζει ομοιότητες με τον θεσμό της οικογένειας, που επίσης επενδύει στην διαμόρφωση δεσμών παρόμοιων με τους εθνικούς αλλά σε ένα μικρό περιβάλλον. Και βέβαια υπάρχει και η περίπτωση της θρησκείας, για να σκιαγραφήσουμε αμυδρά το γνωστό τρίπτυχο «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Και η θρησκεία, με τον τρόπο της, διαμορφώνει δεσμούς και εξαρτήσεις (κυρίως μεταφυσικού χαρακτήρα) που όμως για όσο ενδημούμε στα εγκόσμια εξαργυρώνονται σε δεσμούς και εξαρτήσεις που δρουν παραπλήσια και επικουρικά προς αυτή την ίδια τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Εξάλλου, δεν είναι πιο αρμονικό οι μεταφυσικές σου ανησυχίες να βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία με τις φυσικές;

    Η διαμόρφωση και καλλιέργεια εθνικής συνείδησης είναι λανθασμένη επί της αρχής, και όχι μόνο για τη δική μας, ελληνική περίπτωση, γιατί συνιστά διαμόρφωση και καλλιέργεια ιδεολογίας που εθίζει τα υποκείμενά της σε μια αβάσιμη και επικίνδυνη κακομαθησιά παραχαϊδέματος που ως απώτερο στόχο έχει τη δημιουργία μιας επίπλαστης εικόνας που θα συντείνει στη διασφάλιση και διαιώνιση μιας κακώς κείμενης εθνικής ταυτότητας (ναι, υπάρχει και κάλως κείμενη εθνική ταυτότητα η οποία όμως απομακρύνεται από το εθνικό και γειτνιάζει με το υπερεθνικό). Τι εννοώ όμως όταν λέω «κακομαθησιά παραχαϊδέματος»; Η υπέρμετρη και συντονισμένη έμφαση που προσδίδεται στα ιστορικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά, πολιτιστικά, πολιτικά, πολιτειακά, ή όποια άλλα κρίνονται χρήσιμα, επιτεύγματα και κατορθώματα μιας συγκεκριμένης ομάδας (έθνους) κακομαθαίνει τα υποκείμενα της εν λόγω ομάδας μέσω συστηματικής καλλιέργειας ενός πλέγματος προκαταλήψεων, εμμονών, φοβιών, και εν γένει αποστροφών, σε έναν υπέρμετρο προστατευτισμό. «Ο Μουσουλμάνος είναι εχθρός σου», «ο Δυτικός είναι κλέφτης της κληρονομιάς σου», «ο Κύπριος είναι απατεώνας», «ο Εβραίος είναι παραδόπιστος». Η συστηματική καλλιέργεια όλων αυτών των αποστροφών δρα παραδόξως καθησυχαστικά γιατί τείνει να δημιουργεί ομοιογενή σύνολα. Δεν μπορεί να διαμορφωθεί εθνική ταυτότητα με αλήθειες για τον πολύ απλό λόγο ότι οι αλήθειες, έχουν, στατιστικά, μια κανονική κατανομή. Για να το πω μπακάλικα: δεν φτάνουν οι αλήθειες για να εφαρμοστεί το σολωμικό «εθνικό είναι το αληθές». Η διαμόρφωση εθνικής συνείδησης απαιτεί όχι μόνο πληθώρα αρετών για εμάς, αλλά και πληθώρα ελαττωμάτων για τους άλλους. Η καλλιέργεια εθνικής ταυτότητας απαιτεί αυτή τη διπλή κίνηση υπερτίμησης και υποτίμησης. Υπερτίμησης των ημετέρων, και υποτίμησης των αλλότριων.

    Δείτε όμως πως το ίδιο συμβαίνει και στο περιβάλλον της οικογένειας. Η καλλιέργεια οικογενειακών δεσμών, πολλές φορές απαραίτητων για τη διαβίωσή μας, απαιτεί προστατευτισμό και κακομαθησιά. «Πρόσεχε», «μην ξεκινάς κουβέντες με ξένους», «μην τρως έξω», «μην πηγαίνεις σε αυτόν», «μην κάνεις εκείνο», («ζακέτα να πάρεις»). Για την προστατευτική οικογένεια η καλλιέργεια αποστροφών, προκαταλήψεων, φοβιών, και εμμονών συνιστά το θεμέλιο λίθο της οικογενειακής συνοχής και θαλπωρής. Οι γονείς αναδεικνύονται έτσι σε δεινοί διαμορφωτές ιδεολογίας που έχει ως στόχο όχι τη διάπλαση προσωπικοτήτων αλλά την ανατροφή χωλών που θα φοβούνται να πατήσουν γερά στα πόδια τους και να απομακρυνθούν από την οικογενειακή στέγη. Το κίνητρο πίσω από όλα αυτά; Ο φόβος γηρατειών των γονέων που συνήθως, υποσυνείδητα, αναγνωρίζουν ότι δεν διαθέτουν τα προσόντα να κριθούν αντικειμενικά από τα τέκνα τους. Το προστατευτικό περιβάλλον της οικογένειας λειτουργεί παράλληλα και αντικατοπτριστικά με το προστατευτικό περιβάλλον του έθνους που σμιλεύει την ταυτότητά του. Η θρησκεία έρχεται ως επιστέγασμα, ως εγγυητής, της μίας και μοναδικής αλήθειας, που, όλως τυχαίως, υπάρχει για να υπηρετεί τα συμφέροντα και να εξασφαλίζει τη μακροημέρευση της συγκεκριμένης εκλεκτής ομάδας (έθνους). Τι αγγελικά πλασμένος κόσμος! Το αγκάθι αυτής της κατάστασης εντοπίζεται στη δυσκολία που παρουσιάζει η εναντίωση, η  επανάσταση, και η απόρριψη ενός τέτοιου κόσμου. Ενός κόσμου προστατευτισμού και κακομαθησιάς. Αναλογιστείτε ότι τα πιο αξιοθρήνητα θύματα παραμένουν τα παραχαϊδεμένα παιδιά καθότι απαιτείται υπέρμετρη προσπάθεια για να επαναστατήσει κάποιος απέναντι σε ό,τι τον παραχαϊδεύει.

    Η εθνική συνείδηση είναι λοιπόν ένα ιδιότυπο πραγματιστικό κατασκεύασμα εκ των άνω (Θεός, πατέρας ή μητέρα, κράτος) που δεν αντλεί την εγκυρότητά του από την πράξη (όπως ο γνήσιος πραγματισμός) αλλά από τη θεωρία. Αληθές λοιπόν είναι ό,τι συμφέρει το έθνος. Και ερωτώ: δηλαδή ο Σολωμός δεν είχε καταλάβει ότι το συμφέρον του έθνους ήταν διαφορετικό; Τι σόι εθνικός ποιητής ήταν αυτός που έλεγε ότι το έθνος θα πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές. Δεν φαίνεται μετά από τα όσα είπαμε ότι με αυτή τη ρήση κατά νου το εθνικό συμπυκνώνεται και περιορίζεται; Ο Σολωμός όμως όταν αναφέρεται στο αληθές έχει κατά νου την ελληνική θεώρηση του κόσμου που ξεκινάει από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους και που δεν έχει ως αντικείμενό της τη θεώρηση του ελληνικού και μόνο κόσμου αλλά συνιστά σκέψη που αποπειράθηκε να στοχαστεί πάνω στο καθολικό. Σκέψη που αποπειράθηκε να στοχαστεί πάνω στον άνθρωπο εν γένει και όχι μόνο στον Έλληνα. Η σολωμική ρήση, που την ανακαλούμε συχνά πυκνά, ενέχει λοιπόν μια ειρωνεία. Μπορεί να μην ανάγει το αληθές στο εθνικό, και έτσι μπορεί να πηγαίνει κόντρα στην παραδεδεγμένη πρακτική διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης, αλλά διαστέλλει την έννοια του εθνικού με το να την ταυτίζει με μια καθολική, με αφορμή την ελληνική θεώρηση του κόσμου, αλήθεια ικανή να συμπεριλάβει και το υπερεθνικό, το ανθρώπινο.

  • ΠΑΣΟΚ σημαίνει να μη χρειάζεται ποτέ να ζητήσεις συγγνώμη.