Author: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

  • Ορατότητα μηδέν

    Όσο η ορατότητα για το τέλος του κατ’ οίκον περιορισμού μειώνεται, τόσο πληθαίνουν οι φωνές που επισημαίνουν γιατί τελικά πρέπει σιγά σιγά να αρχίσουμε να βγαίνουμε από τα σπίτια μας και να επιστρέφουμε στους κανονικούς ρυθμούς μας, ακόμη και αν δεν υπάρχει μέχρι στιγμής θεραπεία και εμβόλιο. Έτσι λοιπόν, γίνεται διαρκώς επιτακτικότερο να αξιολογούμε τα επιχειρήματα ένθεν κακείθεν.

    Στην αρχή τής φάσης που διάγουμε, όταν είχαν κάνει την εμφάνισή τους τα επιχειρήματα της βρετανικής κυβέρνησης Τζόνσον, με την περίφημη ανοσία αγέλης, είχα διαβάσει τον διαχωρισμό ανάμεσα στις δύο σχολές σκέψης: την ωφελιμιστική και την άλλη, που αποδόθηκε εύγλωττα στον Τζον Ρωλς, διαμέσου της οποίας η αξία έστω και μιας ζωής ανάγεται στον απόλυτο ιερό σκοπό. Είχε γράψει ο Κώστας Ρουμανιάς σε ένα άρθρο του στις 19 Μαρτίου στην Athens Voice (λινκ) :

    «Η ωφελιμιστική προσέγγιση έχει ισχυρά σημεία κυνισμού: η ανθρώπινη ευτυχία, ακόμα χειρότερα, οι ανθρώπινες ζωές έχουν μεγάλο βαθμό υποκαταστασιμότητας: αν θυσιάσω 10 ανθρώπους τώρα για να σώσω 20 τον Σεπτέμβριο, είμαι κερδισμένος. Πόσο δε μάλλον αν έτσι μειώσω και τον αντίκτυπο στην οικονομία. Η Ρωλσιανή προσέγγιση ενέχει βαθιά ενσυναίσθηση. Όλο το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Rawls βασίζεται στο ενσυναισθητικό επιχείρημα του «πέπλου αγνοίας», ενός πειράματος σκέψης που μας καλεί να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση του πιο αδυνάτου. Τα επακόλουθα συμπεράσματα της Ρωλσιανής προσέγγισης στέκονται στον αντίποδα: θα θυσιάσουμε την ευημερία, την οικονομία, την άνεση, ακόμα και στοιχεία της ελευθερίας του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού για να αποφύγουμε τον αγωνιώδη θάνατο των ευπαθών (αλλά όχι μόνο) ομάδων που θα πνίγονται μόνοι κι αβοήθητοι σε θαλάμους μαζικής εξόντωσης».

    Το ερώτημα όμως εδώ στρέφεται εύλογα στο ποιος τελικά είναι ο πιο αδύναμος; Πώς μπορούμε να το αποφασίσουμε αυτό, αβασάνιστα, εφαρμόζοντας αυτή τη βαθιά ρωλσιανή ενσυναίσθηση;

    Η επικράτηση, στο θυμικό των περισσοτέρων από εμάς αλλά και στο πνεύμα των επιλογών της πλειοψηφίας των κρατών, αυτής της δεύτερης θέσης, οδήγησε στους κάθετους (για όλους) περιορισμούς κατ’ οίκον, και τελικά μας έδωσε, ή θα μας δώσει λίαν συντόμως, την πολυαναμενόμενη τιθάσευση· το δάμασμα της διάσημης πια καμπύλης. Τα επιχειρήματα όμως που καλούν για την επιστροφή στην πρότερη κανονικότητα επιμένουν ότι οι διαφορές ανάμεσα στους κατ’ οίκον περιορισμένους είναι τόσο κραυγαλέα άνισες -εισοδηματικά, χωροταξικά, ταξικά, ψυχολογικά- που τελικά ενδέχεται να οδηγήσουν στην εξουδετέρωση του πνεύματος και της ουσίας του ρωλσιανού επιχειρήματος όπως αυτό χρησιμοποιήθηκε για να μας εισαγάγει στην περίοδο του κάθετου κατ’ οίκον περιορισμού. Εξηγούμαι: αν τελικά ο κατ’ οίκον περιορισμός οδηγήσει στην οικονομική εξαθλίωση εκατομμύρια ανθρώπους και συνακόλουθα οδηγήσει στο θάνατο ή σε βαριά ψυχολογικά νοσήματα μεγάλο ποσοστό αυτών των εκατομμυρίων, ή οδηγήσει σε θανάτους από ξεσπάσματα ενδοοικογενειακής βίας, τότε, η ρωλσιανή λογική προάσπισης του αδύναμου, με οποιοδήποτε κόστος για όλους τους υπόλοιπους, θα έχει, κατά κάποιο τρόπο, ακυρωθεί. Θα έχει ακυρωθεί και το όλο σκηνικό θα έχει μετατραπεί σε έναν θάλαμο μαζικής εξόντωσης που θα έχει τεθεί σε λειτουργία με τις ευλογίες και υπό την επίβλεψη των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων που επέβαλαν τους κατ’ οίκον περιορισμούς. Αν στο τέλος αποδειχθεί ότι με τον εγκλεισμό νόσησαν, ψυχολογικά και βιολογικά, περισσότεροι άνθρωποι από όσους υποδεικνύουν τα δραματικά νούμερα που αποτυπώνουν καθημερινά τα θύματα του κορονοϊού τότε η στρατηγική επιλογής του κατ’ οίκον περιορισμού θα έχει αποτύχει, όχι γιατί το «πέπλο άγνοιας» θα έχει χάσει την αξία του, αλλά γιατί ακόμα και οι ευπαθείς ομάδες που γλίτωσαν και θα συνεχίσουν να γλιτώνουν τον άμεσο θάνατο από τον ιό θα έχουν τελικά βρεθεί υπό την απειλή της οικονομικής, ψυχολογικής, και τελικά βιολογικής εξαθλίωσης· και, εδώ γίνεται ενδιαφέρον, το ίδιο το ρωλσιανό πέπλο άγνοιας, που είχε επιστρατευτεί για να προστατέψει τις ευπαθείς ομάδες αποδίδοντας δικαιοσύνη, θα έχει τελικά διευκολύνει την επώαση μιας κτηνωδίας.

    Πού εντοπίζεται το μέγα πρόβλημα στον συλλογισμό που σας εξέθεσα; Ότι αυτή η διαπίστωση, ότι ο εγκλεισμός ενδέχεται να κοστίσει περισσότερες ζωές από τα θύματα της πανδημίας, είναι σχεδόν αδύνατο να υποστηριχθεί με την ευκολία και την αμεσότητα και την απλότητα που αποτυπώνονται οι νεκροί από την πανδημία. Γιατί 1) οι επιπτώσεις του εγκλεισμού θα ξεδιπλωθούν βασανιστικά αργά, και, κυρίως, 2) επειδή άμα τη επιστροφή στην κανονικότητα θα αρχίσουν να αναμειγνύονται οι επιπτώσεις του εγκλεισμού με τις επιπτώσεις από τη νέα κανονικότητα, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν, σε επικείμενη έρευνα, με ακρίβεια και να ενταχθούν με αξιώσεις σε μια σοβαρή επιχειρηματολογία για να διαπιστώσουμε τι αντίκτυπο είχε τελικά ο εγκλεισμός. Για να το πω μπακάλικα, τα νούμερα που κοιτάζουμε όλοι κάθε μέρα· τα νούμερα των νεκρών από τον ιό, δεν θα βρουν το αντίστοιχό τους στους νεκρούς ή ψυχικά αρρώστους που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των επακόλουθων του παρατεταμένου εγκλεισμού. Ας μη βαυκαλιζόμαστε λοιπόν, η εύκολη αποτύπωση των νεκρών συνιστά βασικό μοχλό στην επιλογή στρατηγικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η εύκολη σύνδεση αιτίας αιτιατού προάγει διαρκώς τη ρωλσιανή λογική, όπως την προάγει (και θα την προάγει) και η εξαιρετικά δύσκολη αποτύπωση αιτίας αιτιατού στη μετά κορονοϊό εποχή που έρχεται. Η απόδοση ευθυνών και το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται πάντα η ευθύνη αυτή, θα προσφέρουν πολύ περισσότερα πατήματα για να επικριθεί μια κυβέρνηση επειδή δεν απέτρεψε βέβαιους θανάτους, από το να πράξει έτσι ώστε να αποτρέψει αβέβαιους θανάτους (από αβέβαια αίτια). Γιατί αυτο που θα απουσιάζει στη μετά κορονοϊό εποχή θα είναι ακριβώς αυτό: η βεβαιότητα για το τι θα επιφέρει τους θανάτους.

    Το όλο σκηνικό επομένως ανάγεται σε ένα κολοσσιαίων διαστάσεων έργο όπου ο καθένας από εμάς βιώνει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Και τη βιώνει έτσι γιατί το στοιχείο της κοινωνικής επαφής και του συγχρωτισμού, που θα μπορούσε να συνεισφέρει στη δημιουργία μιας κοινής πραγματικότητας (μιας διυποκειμενικότητας) έχει δια νόμου απαλειφθεί. Ο κατ’ οίκον περιορισμός προσφέρεται για συμπεράσματα (μα σώσαμε μερικά εκατομμύρια) αλλά δυσχεραίνει τις εμπειρικές παρατηρήσεις που θα χρειαστούν λίαν συντόμως όσο θα βαραίνει ο παράγοντας «οικονομική εξαθλίωση».

    Ταπεινή μου άποψη είναι ότι, λίαν συντόμως, η ρωλσιανή θέση, που κρύβεται πίσω από την αρχική σύλληψη του κατ’ οίκον περιορισμού για την προστασία των αδύναμων, θα πρέπει να δώσει τη θέση της σε μια ωφελιμιστική θέση με τη σταδιακή επαναφορά στην κανονικότητα βασισμένη σε ένα έστω υποθετικό υπολογισμό για το πόσες ζωές θα επιβαρυνθούν, δυσανάλογα βαριά, σε μια παρατεταμένη περίοδο εγκλεισμού.

  • Ειδικός κωδικός «Μετακίνηση 7»: βόλτα με οικόσιτο γαϊδουράκι μετά Βαΐων και κλάδων. Μόνο για σήμερα, Κυριακή των Βαΐων*.

    *Terms and conditions apply.

  • «Μήπως αυτός είναι τελικά ο φυσιολογικός ρυθμός της ζωής;»

    «Είχα την αίσθηση από πάντα σχεδόν ότι ο κόσμος είναι υπερβολικά πολύς, υπερβολικά γρήγορος, υπερβολικά έντονος, υπερβολικά θορυβώδης. Συνεπώς δεν βιώνω κάποιο «τραύμα απομόνωσης» και δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να μη συναντώ άλλους ανθρώπους. Δεν λυπάμαι που έκλεισαν τα σινεμά. Μου είναι εντελώς αδιάφορο που τα εμπορικά κέντρα έβαλαν προσωρινό λουκέτο».

    Τάδε έφη Όλγκα Τοκάρτσουκ σε πρόσφατο άρθρο της στο New Yorker (μετάφραση). Θα διαφωνήσω με τα λόγια της Τοκάρτσουκ, όχι γιατί ηχούν ξένα στ’ αυτιά μου αλλά γιατί δυστυχώς τα ενστερνίζομαι. Σχιζοφρένεια; Ίσως κάποια πρωτότυπη κοινωνική αποστασιοποίηση από τον ίδιο τον εαυτό μου; Κάθε άλλο. Η κριτική που ασκούν οι άλλοι στο πρόσωπό μας τείνει να επικεντρώνεται όχι σε αυτά που σκεφτόμαστε (εξ ορισμού εν κρυπτώ) αλλά σε αυτά που λέμε και κυρίως σε αυτά που πράττουμε προς τα έξω. Δεν είμαστε ευτυχώς ήρωες σε κάποιο μοντερνιστικό μυθιστόρημα όπου ο εσωτερικός μονόλογός μας (stream of consciousness) εκτίθεται στη θέαση του αναγνώστη και άρα στην κριτική του ματιά. Στις ζωές μας, είναι αυτό το «προς τα έξω» που έχει την ύψιστη σημασία και γι’ αυτό, παρακαλώ, κρατήστε το λίγο στο μυαλό σας· κρατήστε το γιατί θα επανέλθω σε αυτό στο τέλος.

    Από τότε που ξεκίνησε η περίοδος του κατ’ οίκον περιορισμού ανέμενα υπομονετικά στην οθόνη μου για ένα κείμενο σαν και αυτό της Τοκάρτσουκ.

    «Ανησυχώ και στενοχωριέμαι, φυσικά, όταν σκέφτομαι όλους τους ανθρώπους που χάνουν τις δουλειές τους. Όταν όμως έμαθα για την επερχόμενη καραντίνα, ένιωσα κάτι σαν ανακούφιση. Ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι ένιωσαν το ίδιο, ακόμα κι αν ένιωθαν επίσης και κάποια ντροπή γι’ αυτό. Η εσωστρέφειά μου, τόσα χρόνια στραγγαλισμένη και κακοποιημένη από τους υπερδραστήριους εξωστρεφείς, τίναξε τη σκόνη από πάνω της και βγήκε από την ντουλάπα…»

    Και ουσιαστικά το κείμενο το προανήγγειλε αυτό που είχα ήδη βιώσει όταν ήρθα αντιμέτωπος με τις αρχικές αντιδράσεις δικών μου ανθρώπων απέναντι στον κατ’ οίκον περιορισμό· ανθρώπων που χαρακτηρίζονται από, ας την πω ευφημιστικά, εσωστρέφεια. Γιατί είναι κοινό μυστικό ότι αυτός που περνάει τη ζωή του σε έναν από επιλογή κατ’ οίκον περιορισμό (ακόμη και όταν η επιλογή αυτή είναι πολλές φορές επιβεβλημένο συνακόλουθο χρόνιας κατάθλιψης) ένιωσε ανακούφιση γιατί πολύ απλά, ο κόσμος, ξαφνικά, ως δια μαγείας, ευθυγραμμίστηκε με τις συμπεριφορές του. Και μάλιστα, ο περί ου ο λόγος εσωστρεφής μπορεί να έχει τη δυνατότητα να κατανοεί στο μυαλό του το ανεπιθύμητο της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει, αλλά, παρόλα αυτά, να μην μπορεί να συγκρατήσει, πόσο μάλλον να αιτιολογήσει, ένα συναίσθημα ικανοποίησης. Η αβάσταχτη κατά καιρούς προσλαμβάνουσα ότι όλοι κάπως, κάπου, με κάποιο τρόπο, διασκεδάζουν με την καρδιά τους ενώ εκείνος αδυνατεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς τους και να αντλήσει από αυτές τις δραστηριότητες συγχρωτισμού ευχαρίστηση, ξαφνικά χάθηκε από προσώπου γης. Αν σας διευκολύνει, δείτε το και πιο γλαφυρά: αναλογιστείτε ότι ο εσωστρεφής βιώνει μια κατάσταση όπου όλοι, διαρκώς, ζουν μέσα σε ένα αδιάλειπτο Christmas spirit, ενώ εκείνος αδυνατεί να συμμετέχει. Τώρα όμως κανένας δεν διασκεδάζει ή, αν κάποιοι διασκεδάζουμε, το κάνουμε στους ρυθμούς της εσωστρέφειας. Μέσα στον παραλογισμό αυτής της θέσης υπάρχει ανακούφιση για τον εσωστρεφή. Και λέω «παραλογισμό» γιατί κανένας δεν λέει ποτέ ότι όλοι όσοι ζουν εκεί έξω, όπως ζουν, περνούν πραγματικά καλά. Περνούν όμως καλά στην αντίληψη του εσωστρεφή, και αυτό έχει σημασία. Η πλασματική ευτυχία και ευμάρεια των εκεί έξω, έλαβε τέλος. Κεφάλια μέσα τώρα! Διερωτάται λοιπόν η Τοκάρτσουκ:

    «Μήπως τελικά έχουμε επιστρέψει στον φυσιολογικό ρυθμό της ζωής; Μήπως ο ιός δεν αποτελεί διατάραξη της κανονικότητας, αλλά ακριβώς το αντίθετο – μήπως δηλαδή αφύσικος ήταν ο φρενήρης κόσμος πριν από τον ιό;»

    Η σύντομη απάντηση -για να μην το λιβανίζουμε- είναι ένα κατηγορηματικό «όχι». Δεν υπάρχει τίποτα φυσιολογικό στον αντίκτυπο του ιού για τον τρόπο ζωής μας. Επειδή κάποιος αισθάνεται ότι ο προηγούμενος τρόπος ζωής τον απειλούσε με ποικίλους τρόπους, και επειδή τώρα νιώθει, με τον αναγκαστικό κατ’ οίκον περιορισμό, ότι ο τρόπος ζωής έχει γίνει πιο προσηνής στον δικό του τρόπο ζωής, δεν σημαίνουν αυτά ότι διαθέτει και τα λογικά εργαλεία για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως, με μια μεγαλειώδη μεταστροφή, το φυσιολογικό είναι αυτό που συμβαίνει τώρα. Ο ιός συνιστά διατάραξη της κανονικότητας και όχι επαναφορά σε κάποια πρότερη φυσιολογικότητα, που, στο μυαλό του εσωστρεφούς, θα ταίριαζε στα καπρίτσια του.

    Ας προλάβω αντιδράσεις: το ποιος είναι ο φυσιολογικός τρόπος ζωής δεν δύναται να αποφασιστεί με το να καθίσουμε σε ένα τραπέζι και να καταλήξουμε στο πώς θα πρέπει να ζούμε. Ο φυσιολογικός τρόπος ζωής, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι αυτός που ζούσαμε πριν το εξαιρετικό γεγονός που συνιστά η πανδημία ένεκα κορονοϊού. «Καλά ρε άνθρωπε, τι σου φαινόταν φυσιολογικό σε αυτόν τον κόσμο;», θα ρωτήσει κάποιος. Πολλά και διάφορα, όπως πολλά και διάφορα μού φαίνονταν προβληματικά τόσο στον προ κορονοϊού όσο, και αυτό είναι βέβαιο, θα μου φαίνονται και στον μετά κορονοϊό κόσμο. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ερώτημα της Τοκάρτσουκ. Το γεγονός ότι κάποιος εντοπίζει κακώς κείμενα στον κόσμο μας δεν σημαίνει ότι η τωρινή εξαιρετική κατάσταση, με τις εκβιασμένες και βεβιασμένες λύσεις ανάγκης της, δύναται να θέτει με κάποιο τρόπο τις βάσεις μιας νέας φυσιολογικότητας. Γιατί; Γιατί η ανάγκη είναι κακός σύμβουλος για να χτίσεις πάνω της φυσιολογικότητες. Υπενθυμίζω ότι εγώ ανήκω στους ανθρώπους που δεν ζορίζονται στο ελάχιστο με αυτή την κατάσταση περιορισμού. Το να επιχαίρεις όμως για την απότομη αυτή μεταβολή και να διερωτάσαι, α λα Τοκάρτσουκ, για τη φυσιολογικότητα του κόσμου ορμώμενος από την ψυχολογική ανακούφισή σου για τον κατ’ οίκον περιορισμό και την αναγκαστική παύση της εργασίας και των δραστηριοτήτων δισεκατομμυρίων, συνιστά την πιο καταφανή επιθυμία αυθαίρετης προσαρμογής του κόσμου στα δικά σου μέτρα. Συνιστά μια αβάσιμη επιθυμία αναγωγής των προτιμήσεών σου σε καθολικό νόμο· συνιστά, με άλλα λόγια, μια μορφή απολυταρχισμού. Ο τρόπος ζωής που αρέσει και επιθυμεί η Τοκάρτσουκ, και η κάθε Τοκάρτσουκ, βρίσκεται μέσα στον κόσμο που ζούσαμε πριν από ένα μήνα και ήταν διαθέσιμος σε πολλές δημοκρατίες στον πλανήτη για να τον βιώσει όποιος το επιθυμούσε. Αν θέλεις να κατεβάσεις τους ρυθμούς της ζωής σου, τους κατεβάζεις. Δεν επιχαίρεις επειδή αναγκαστικά κατέβηκαν οι ρυθμοί της ζωής όλων, και τώρα τυχαίνει να έχουν τακιμιάσει (οι ρυθμοί) με αυτά που ενδημούν στην γκλάβα σου.

    Ας πιάσουμε τώρα λίγο αυτό το «προς τα έξω» που σας ζήτησα να κρατήσετε υπό μάλης στην αρχή. Ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς· ακόμη και αν δεν υπάρχει με τον τρόπο που ο κόσμος παρουσιάζεται στα αισθητήρια όργανά μας, ο κόσμος, ως φυσική οντότητα, υπάρχει με κάποιο τρόπο έξω από το νου μας (και έξω από τον νου του Θεού). Επειδή λοιπόν ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς, έχουμε την υποχρέωση να προσαρμόζουμε τις εξωτερικευμένες σκέψεις και τις πράξεις μας σε αυτή την πραγματικότητα που συνίσταται στη στατιστική φυσιολογικότητα των εμπειρικών παρατηρήσεων μας: στη ζωή που ζούσαμε μέχρι πριν από ένα μήνα και στη ζωή που θα ζούμε όταν όλο αυτό λάβει τέλος. Η περίοδος της πανδημίας, με άλλα λόγια, θα πρέπει να αφαιρεθεί από την καμπύλη που ορίζει τη στατιστική φυσιολογικότητα των εμπειρικών παρατηρήσεών μας. Είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό, η Τοκάρτσουκ που είναι συγγραφέας και άρα θα έπρεπε να γνωρίζει καλύτερα από εμάς, που δεν είμαστε συγγραφείς, ότι δεν γνωρίζει πως υπάρχει μια ευθύνη στις ελευθερίες των φαντασιώσεών μας· όχι σε αυτά που μπορούμε να σκεφτόμαστε και να γράφουμε ως μυθοπλασίες, αλλά στις αντιστοιχίσεις και στους διαύλους επικοινωνίας φαντασίας και πραγματικότητας.

    «Ο ιός μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι όσο αδύναμοι και ευάλωτοι κι αν νιώθουμε μπροστά στον κίνδυνο, περιτριγυριζόμαστε επίσης από ανθρώπους που είναι πιο ευάλωτοι, και για τους οποίους η βοήθειά μας είναι απαραίτητη. Μας υπενθύμισε πόσο ευπαθείς είναι οι ηλικιωμένοι γονείς μας και πόσο έχουν ανάγκη την φροντίδα μας. Μας υπέδειξε ότι οι φρενήρεις ρυθμοί που κινούμαστε θέτουν σε κίνδυνο τον κόσμο μας. Και ανέδειξε ένα ερώτημα το οποίο σπανίως έχουμε το κουράγιο να κάνουμε στον εαυτό μας: Τι είναι ακριβώς αυτό για την αναζήτηση του οποίου συνεχίζουμε να αναλωνόμαστε;»

    Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν θα έρθει επειδή κλειστήκαμε στα σπίτια μας και, ω του θαύματος: there is no place like home. Η απάντηση, και αυτό φαντάζει αστείο να το γράφω εγώ απέναντι σε μια κάτοχο Νόμπελ λογοτεχνίας, δεν θα έρθει ποτέ ως μασημένη, προκάτ τροφή για ευρεία κατανάλωση. Ο καθένας θα κάνει τα κουμάντα του και θα δώσει την απάντησή του στην αναζήτηση αυτού για το οποίο αναλωνόμαστε· ο καθένας μέχρι εκεί που καταλαβαίνει· ο καθένας μέχρι εκεί που αντέχει. Όλα αυτά που διατείνεται η Τοκάρτσουκ ότι τώρα τα συνειδητοποιήσαμε, έπρεπε να τα είχαμε συνειδητοποιήσει από πριν· και αν δεν τα είχαμε, δεν θα τα συνειδητοποιήσουμε όπως πρέπει μέσα στην κατάσταση εξαιρετικότητας της πανδημίας. Τώρα προέχει να επιστρέψουμε, με τις λιγότερες δυνατόν απώλειες, τόσο σε έμψυχο όσο και σε άψυχο υλικό, εκεί που βρισκόμασταν πριν. Η αξία της απομόνωσης υφίσταται και αναδεικνύεται περίτρανα όσο υπάρχει ανοιχτή η επιλογή της κοινωνικότητας και της κοινωνικοποίησης. Όταν παύει να υπάρχει η κοινωνικότητα και η κοινωνικοποίηση, η απομόνωση είναι δώρο άδωρο και χάνει αυτοστιγμεί την αξία της.

    Ο ιός συνιστά την αιτία δημιουργίας μιας κατάστασης που εμπίπτει στο εξαιρετικό, αλλά όσο και αν δυσκολεύει τη ζωή μας τώρα, και όσο κι αν θα τη δυσκολέψει στο προσεχές μέλλον, με την εμφάνιση του εμβολίου θα αποτελέσει παρελθόν. Η ζωή θα αποκτήσει ξανά την πρότερη φυσιολογικότητά της ακόμη και αν στο μεσοδιάστημα μετασχηματιστούν κάποιες πρακτικές μας. Ο ιός δεν θα είναι η αιτία αλλά η αφορμή για να επιταχυνθούν αρκετές εκφάνσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Όποιος θέλει όμως να χαζεύει από το παράθυρό του, όσο θα το επιλέγει εκείνος, ας συνεχίσει να το πράττει ανενόχλητος μέχρι να σβήσει ο ήλιος.

  • Όμορφα χρόνια!

    Θυμάστε ρε που μπαίναμε σε ανελκυστήρες δύο και τρεις και τέσσερις μαζί και κάποιοι κλάνατε κιόλας;

  • Σημειωτέον: δεν απαγορεύτηκε ούτε το περπάτημα πάνω στη θάλασσα, ούτε ο χωρισμός των υδάτων. Να πάψουν οι συνήθεις εύθικτοι και γενικώς οι έχοντες διαρκώς λυμένο το ζωνάρι τους.

  • Μπάσταρδη παιδικότητα

    Διαβάζω αυτές τις μέρες τις ανταποκρίσεις συντελεστών εντύπων από τον κατ’ οίκον περιορισμό τους. Ανταποκρίσεις ανθρώπων που έχουν άλλοτε τακτική και άλλοτε σποραδική συνεργασία με τα έντυπα αυτά. Ανθρώπων πάντως που ο κοινός παρονομαστής τους είναι ότι πρόκειται για περιπτώσεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν κάποια σχέση με τη συγγραφή. Απόλυτα λογικό, θα πει κάποιος. Το έντυπο ζητάει μια καταγραφή της εμπειρίας του καθενός με σκοπό να αποτελέσει, η καταγραφή αυτή, αφορμή για να παρατηρήσει ο κάθε αναγνώστης, εν είδει ματιάς από την κλειδαρότρυπα, πώς περνάει τις μέρες του ο εν λόγω κάθε φορά συντάκτης. Αυτή την αφορμή όμως ακολουθεί και μια αυτόματη, υποσυνείδητη σύγκριση της καθημερινότητας του εκάστοτε αναγνώστη με αυτή του συντάκτη των ανταποκρίσεων. Συμπέρασμα: οι συντάκτες έχουν πολλά να κάνουν γιατί και ο πρότερος βίος τους ενείχε έναν κάποιο βαθμό κατ’ οίκον περιορισμού. Χωρίς να υπαινίσσομαι ότι οι συντάκτες δεν είχαν κοινωνική ζωή, υπενθυμίζω, απλώς, ότι όποιος είχε μάθει να παίζει και μόνος του, τα καταφέρνει κατάτι καλύτερα τώρα από κάποιον που δεν είχε μάθει να αφιερώνει χρόνο σε μοναχικές ενασχολήσεις.

    Δεν θα μπω στη συζήτηση του κατά πόσο οι ανταποκρίσεις αυτές ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Όταν ζητήσεις από κάποιον να σου περιγράψει την καθημερινότητά του είναι βέβαιο ότι θα κατασκευάσει μια πραγματικότητα που θα περιέχει και ολίγη μυθοπλασία με τη μορφή κυρίως ευσεβών πόθων (wishful thinking). Δεν το λέω αξιακά αυτό, το λέω περιγραφικά γιατί από τη μία, το θεωρώ απολύτως φυσιολογικό οι ανταποκρίσεις να μην περιέχουν μόνο όσα κάνουν στην καθημερινότητά τους οι συντάκτες αλλά και όσα θα ήθελαν να κάνουν, και από την άλλη θέλω να το δέσω με μια δική μου παρατήρηση. Πίσω από όλο αυτό λοιπόν που ξεδιπλώνεται μέρα με τη μέρα υπάρχει μια έντονη αίσθηση, στον εγκλεισμό, που φέρνει προς παιδική τιμωρία. Γιατί όμως λέω «παιδική»; Γιατί όλοι όσοι έχουμε μείνει χωρίς εργασία, βιώνουμε, ξάφνου, μια μπάσταρδη (νόθα) παιδικότητα στην οποία ο χώρος που διαμένουμε, το σπίτι που κατοικούμε ως ενήλικοι, έχει ξαφνικά μεταμορφωθεί στο παιδικό μας δωμάτιο. Παιδικό δωμάτιο μέσα στο οποίο έχουμε πάρει εντολή από τον γονέα ή κηδεμόνα μας να παραμείνουμε “εσαεί” κλεισμένοι. Για όσο παραμένουμε μέσα, είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε λίγο πολύ ό,τι τραβάει η καρδιά μας. Έτσι μπορούμε, θεωρητικά, να χαζεύουμε τηλεοπτικές σειρές στην οθόνη, μπορούμε ν’ ακούμε μουσικές, μπορούμε να διαβάζουμε, μπορούμε να κάνουμε πολλά και διάφορα. Αλλά έλα που όλα αυτά φαντάζουν όμορφα και ελκυστικά όταν έχεις, εσύ, τη δυνατότητα να τα κάνεις στους δικούς σου ρυθμούς επειδή εσύ τα επιλέγεις και όχι επειδή σου τα επιβάλλουν· αφήστε που τελικά η γοητεία τους είναι αντιστρόφως ανάλογη του διαθέσιμου χρόνου που σου μένει για να τους τον αφιερώσεις. Όσο λιγότερος δηλαδή ο διαθέσιμος χρόνος, τόσο πιο ελκυστικά φαντάζουν όλα αυτά που θα έκανες, αν είχες τον χρόνο να τα κάνεις. Ο εγκλεισμός λοιπόν, υποστηρίζω, αναδεικνύεται και σε μια άσκηση στη φαινομενολογία της παιδικότητας από τη σκοπιά όμως του ενήλικα: πόσες φορές είχαμε πει, παρατηρώντας παιδιά ή εφήβους, αυτό το «και τι δεν θα ‘δίνα να είχα τον χρόνο τους, με τα μυαλά όμως που κουβαλάω τώρα!». Πόσα και τι μεγαλόπνοα σχέδια, αλήθεια, καταστρώνει ο νους μέσα στη θαλπωρή τής αδυνατότητας πραγματοποίησής τους. Επειδή, όπως λέει και το γνωμικό, απαιτείται προσοχή και σύνεση για όλα όσα εύχεσαι, τώρα που τον έχεις τον χρόνο, και τα μυαλά πόρρω απέχουν από την όποια εφηβεία, συνειδητοποιείς, έκπληκτος, ότι ο χρόνος δεν είναι ικανή συνθήκη για να πραγματοποιήσεις όλα αυτά τα μεγαλόπνοα σχέδια. Μπορεί ο χρόνος να είναι αναγκαία συνθήκη, αλλά από μόνη της δεν αρκεί.

    Επιμένω όμως στην παιδικότητα του χαρακτήρα τής τιμωρίας αυτής και για έναν άλλο λόγο: γιατί μόνο τώρα, λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που βιώνουμε, έχουμε το προνόμιο να βρισκόμαστε στη θέση του παιδιού, τιμωρημένοι και με άπλετο χρόνο στη διάθεσή μας. Και όποιος βιάζεται να αντιτάξει αυτό το άτεγκτο «καθόλου δεν μοιάζει με παιδικότητα όλο αυτό το σκηνικό που βιώνουμε», θα επισημάνω, ότι τα προβλήματα που ταλανίζουν συνήθως τα παιδιά παραμένουν παιδικά μόνο για το μυαλό και τα μάτια τού ενήλικα που τα παρατηρεί, πολλές φορές βαριεστημένα, από την απόσταση ασφαλείας και με τη συνακόλουθη δύναμη μιας λυτρωτικής απομάγευσης που προσφέρει η ενηλικίωση. Μόνο τώρα λοιπόν έχουμε εμείς ως ενήλικοι τη δυνατότητα να ρίξουμε μια καθόλα μεστή ματιά στη φαινομενολογία τής παιδικότητας που κάθε άλλο παρά ανέμελη είναι. Μόνο τώρα, που οι συνθήκες επιτάσσουν την απομόνωση, μπορούμε να δούμε το άχθος του παιδιού που δεν καταφέρνει να διαχειριστεί και τόσο καλά τον ελεύθερο χρόνο του· που αναλώνεται σε ανούσιες δραστηριότητες που προσφέρουν κυρίως άμεση και χωρίς αντίκρυσμα ικανοποίηση ενώ θα μπορούσε να δουλεύει συγκροτημένα προς κάποιο στόχο.

    Το πιο εντυπωσιακό σε όλο αυτό είναι ότι για πρώτη φορά βιώνουμε αυτή τη μπάσταρδη παιδικότητα μέσα σ’ ένα σκηνικό όπου η τιμωρητική διάθεση του κράτους έχει έντονα πατερναλιστικά χαρακτηριστικά. «Πατερναλιστικά» όμως όχι με την έννοια της ποδηγέτησης ή της χειραγώγησης αλλά της μέριμνας προς αυτούς που αδυνατούν να προφυλάξουν τον εαυτό τους. Η “τιμωρία” αυτή είναι προτροπή όχι σε κάποιου είδους δράση αλλά προτροπή σε απραξία, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που συνήθιζαν να ενεργούν οι γονείς μας απέναντι σε εμάς, τα τέκνα τους, όταν έπρεπε να μας επιβάλλουν συμπεριφορές που είχαν σαν στόχο το δικό μας καλό. Η επιλογή των δράσεων, μέσα στο δωμάτιο μας, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του καθενός, και, όπως ακριβώς στα παιδικά μας χρόνια, θα περιέχει αναπόφευκτα και ατέλειωτες ώρες κωλοβάρας.

  • Μην αγχώνεστε που έχει ακόμη φως. Είναι πολύ πιο αργά απ’ όσο νομίζετε.

  • Αν ο Μπόρις Τζόνσον τη βγάλει καθαρή θα έχουμε κατακτήσει κάτι πολύ σημαντικό: θα έχουμε σοβαρότατες ενδείξεις, με ένα παράδειγμα παγκοσμίου εμβελείας, ότι οι κατάρες δεν πιάνουν.

  • ΑΑΑ | Αβασάνιστα συμπληρώνω αποστέλλω έντυπα-φόρμες-σμσ μετακίνησης για όλους τους προβλεπόμενους λόγους και σκοπούς. Εχεμύθεια – συμπαράσταση – ενσυναίσθηση. Άμεση εξυπηρέτηση. Λογικές τιμές. Δεκτά κατοικίδια.

  • Η παραοικονομία πάει στο χωριό

    Διάβασα προχθές, ως αστειάκι, για το πρόβλημα που άρχισαν να αντιμετωπίζουν ξαφνικά οι διαρρήκτες. Αν παραμένουμε διαρκώς σε αυτόν τον κατ’ οίκον εγκλεισμό, είναι μόνο λογικό ο συγκεκριμένος κλάδος να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα βιοπορισμού. Στα μέτρα λοιπόν που ανακοινώθηκαν, θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί και μια κάποια οικονομική βοήθεια για τη συγκεκριμένη ομάδα. Δηλαδή «κλέφτες θα γίνουν οι άνθρωποι;»

    Πέρα όμως από το κωμικό τής υπόθεσης υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση του θέματος που σχετίζεται και με μια συμπεριφορά που μόλις σήμερα αρχίσαμε να στηλιτεύουμε. Εκφράζεται ανησυχία για τους κατοίκους μικρών αστικών κέντρων, που δεν έχουν στη διάθεσή τους παρά μόνο υποστελεχωμένα κέντρα υγείας, λόγω της μετακίνησης μεγάλης μερίδας του αστικού πληθυσμού προς αυτά. Εκθέτω τον συλλογισμό μου: τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση αποτελούν σανίδα σωτηρίας για εκατομμύρια εργαζόμενους που βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς μισθό. Αλλά η σανίδα αυτή παρέχεται μόνο σε όσους αποτελούν μέρος της επίσημης οικονομίας, της δηλωμένης εργασίας. Με την παραοικονομία τι θα γίνει; Με τη μαύρη, αδήλωτη εργασία τι ακριβώς θα γίνει; Η απάντηση «ας φρόντιζαν να είχαν δηλωθεί» μόνο ως αστειότητα μπορεί να εκληφθεί καθότι το συντριπτικό ποσοστό της αδήλωτης εργασίας, σήμερα, δεν θα ήταν καν έμμισθη εργασία αν δεν παρέμενε στη σκιά της παραοικονομίας. Ο εργοδότης δεν καρπώνεται κάποιο κέρδος από την αδήλωτη εργασία, ή τουλάχιστον δεν το καρπώνεται πάντα. Τα περιθώρια κέρδους για πολλές μικρές επιχειρήσεις είναι τόσο μικρά που ένας αδήλωτος μισθός από κάποιες ώρες μερικής απασχόλησης κάνει τη διαφορά για τον εργοδότη ανάμεσα στο «κρατάω έναν υπάλληλο για να παίρνει κάποια λεφτά» και στο «δεν τον προσλαμβάνω καθόλου». Όσο σύννομοι και να θέλουμε να είμαστε, κάποιες περιπτώσεις εργαζομένων δεν δύνανται να δηλωθούν ποτέ. Και αυτό το ποσοστό των περιπτώσεων που δεν υπάρχει η δυνατότητα να ασφαλιστεί, δεν μπορεί, όπως γίνεται τώρα, να υπαχθεί σε καμία δεσμίδα έκτακτων οικονομικών μέτρων. Η παραοικονομία δεν είναι λοιπόν μόνο εγκληματικές δραστηριότητες αλλά και πολλές εργασίες και υπηρεσίες, τις οποίες πολλοί από εμάς χρησιμοποιούμε ή επωφελούμαστε από αυτές· εργασίες και υπηρεσίες που πολύ απλά δεν γίνεται λόγω των μικρών μεγεθών των επιχειρήσεων που τις προσφέρουν και τις αμείβουν (μαύρα) να ενταχθούν στην επίσημη οικονομία. Η ουσία πάντως είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν μείνει χωρίς απολύτως καμία βοήθεια.

    Και δείτε τώρα πώς μπλέκει ακόμη περισσότερο η ιστορία με την απαγόρευση μετακίνησης προς τα μικρά αστικά κέντρα. Αρκετοί από αυτούς που επιστρέφουν στο χωριό ή στο νησί είναι άνθρωποι που ανήκουν σε αυτές τις ομάδες εργαζομένων που απασχολούνται στο πλαίσιο της παραοικονομίας και τώρα έχουν μείνει απλώς ταπί. Αρκετοί από αυτούς δεν είναι άνθρωποι που θέλησαν να αδράξουν την ευκαιρία της αναγκαστικής σχόλης επιστρέφοντας στο εξοχικό ή στο πατρικό στο χωριό για να δουν φίλους και συγγενείς και να απολαύσουν τσιπουράκι παρά θιν’ αλός. Τι ακριβώς περιμένουμε να κάνει αυτός που δεν είναι πλέον μόνιμος κάτοικος επαρχίας αλλά δεν έχει κανένα έσοδο από την Αθήνα ή όποια μεγάλη πόλη; Ο βαθμός πολιτισμού μιας κοινωνίας αποτιμάται από το πώς συμπεριφέρεται στους “απόκληρούς” της. Δεν λέω να δώσει η κυβέρνηση επιδόματα στους διαρρήκτες, αλλά τι ακριβώς θα κάνουν οι άνθρωποι που ζούσαν, για παράδειγμα, με μερικά ιδιαίτερα, ή με μερικές ώρες διδασκαλίας σε μια σχολή χορού, ή με λίγες ώρες σε ένα γυμναστήριο, ή με μαύρη εργασία σε τόσες και τόσες επιχειρήσεις; Τις περισσότερες φορές αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν οκτάωρα και δεκάωρα ενώ ήταν δηλωμένοι για δύο ώρες την ημέρα. Δηλαδή τώρα θα μείνουν και χωρίς καμία οικονομική βοήθεια αλλά και χωρίς τη δυνατότητα να επιστρέψουν σε γονείς και συγγενείς στην επαρχία;