Author: Κατερίνα Μπουγδάνη

  • #MeΤoo

    Υπάρχουν ιστορίες που δε μπορείς απλά και μόνο να τις πεις, γιατί δε σου φτάνουν οι λέξεις. Ιστορίες που δε χρειάζεται να ξανακαλέσεις στη μνήμη σου πατώντας το κουμπί της δίεσης, γιατί πολύ απλά είναι πάντα παρούσες. Είναι παρούσες σε μαύρους κύκλους κάτω από κομμένα μάτια και με κανένα άλλο μαύρο δε μπορείς να τις αποτυπώσεις. Μπορείς αν θες να τις μετρήσεις μια μια, να τις ψηλαφίσεις, σε ζωές που πήγαν χαράμι, σε ευκαιρίες που χάθηκαν, σε χρόνια που πέρασαν αφήνοντας πίσω μιαν αδηφάγα μαύρη τρύπα – να το πάλι το μαύρο- αλλά κυρίως  σε νύχτες πολλές, που εννοείται πως ξημέρωσαν, γιατί έπρεπε να ξημερώσουν, αλλά δεν ήταν και επιθυμία όλων αυτή η εξέλιξη.

    Αν πάλι είσαι ακουστικός τύπος, μπορείς, αν κάνεις το χέρι σου χωνί δίπλα στ’ αφτί σου και μείνεις άφωνος για λίγη ώρα, να τις ακούσεις να ουρλιάζουν μέσα από στόματα που ζητάν το δίκιο τους, να τις νιώσεις φορτωμένες σαν μαύρα σύννεφα

    -οποία χρωματική  σύμπτωση- να  κουβαλάν καβγάδες που κατέληξαν σε μαχαίρια μπηγμένα σε μαξιλάρια -αντί για λαιμούς- και μετά χιλιάδες άσπρα πούπουλα, μια σκεδαζόμενη χαμένη αθωότητα, σχεδόν φαντασμαγορική,  να στροβιλίζεται στον αέρα, πριν καλύψει την απλωμένη καυτή πίσσα.

    Κι αν αισθάνεσαι πως μπορείς να τις αντικρίσεις κατάματα, πως έχεις αυτό το θάρρος εσύ, που δεν σε προτιμούσαν ποτέ τα σκατά και παραμένεις καθαρός από τέτοια απόβλητα, τότε ψάξε να βρεις σημάδια από πληγές σε φτέρνες και τσεκουρωμένα φτερά, κιλά μαζεμένα στο ύψος των γοφών και ελαττώματα που αρνούνται πια να κρυφτούν, κορίτσια που προορίζονταν για γυναίκες αλλά δεν έφτασαν ποτέ, αλλά ούτε και πίσω στα παιδιά τις δέχονται , γιατί τις έδιωξαν νωρίς από την ομάδα.

    Αν είσαι πρόθυμος να μάθεις, είναι παντού γύρω σου, δε χρειάζεσαι γαλάζια σημαία για να τις καταλάβεις. Γιατί μπορεί αυτές οι  ιστορίες να έχουν αρχή, ενδεχομένως και  μέση, αλλά, δυστυχώς,  δεν έχουν τέλος.

  • ‘’Always should be someone you really love…’’

    Στον κόσμο, όπως τον μάθαμε μέχρι σήμερα, το φύλο είναι σίγουρα μια κατασκευή. Μια σήμανση για να ξέρεις πού πηγαίνεις. Γιατί οι άνθρωποι των δύο τελευταίων αιώνων, το μόνο που ζητάμε είναι να ξέρουμε πού πηγαίνουμε. Ακριβείς πληροφορίες για το προς τα πού να βαδίσουμε και πού πρέπει να στρίψουμε. Πού να στρέψουμε το βλέμμα, τι να δούμε και τι να καταλάβουμε. Τι να πούμε, τι να κάνουμε και τι να φορέσουμε. Τι να φάμε, με τι να το νοστιμίσουμε και πόσο να το βαθμολογήσουμε. Τι να γράψουμε, με τι χρώμα στυλό να το γράψουμε και πώς να το στείλουμε. Ποιον σύντροφο να διαλέξουμε, πώς να τον κάνουμε δικό μας και πώς να τον πληγώσουμε καλύτερα. Κι αυτό γιατί έχουμε χαθεί τελείως και, για να μη μας πιάσει απελπισία, θέλουμε να νομίζουμε  ότι ξέρουμε πού δείχνει ο μπούσουλας.

    Από εκεί και πέρα, μια τεράστια μάζα γκρίνιας. Οι προσδοκίες περισσεύουν αλλά το γλάσο της ευχαρίστησης δε φτάνει για να τις καλύψει όλες από πάνω. Στεγνοί και ξεραμένοι, με την ακριβότερη κρέμα επανόρθωσης, προσπαθούμε να καλύψουμε τα σκασίματα και τις ραγάδες, χαμογελώντας αυτάρεσκα στον καθρέφτη του καταστήματος καλλυντικών. Μόνοι και έρημοι, με ένα καπάκι στο χέρι.

    Γιατί οι κατευθυντήριες δεν ήταν για εμάς. Οι σημάνσεις δείχνουν πού να πάμε, αλλά θέλουμε πραγματικά να φτάσουμε όλοι στο ίδιο μέρος ; Τι δουλειά έχουν οι καμπίσιοι  στον Πειραιά και οι καπετάνιοι στα Μετέωρα; Μετέωροι κάτω από τις ταμπέλες, κάτω από πελώριες κατασκευές, κάτω από μεγάλες οδικές αρτηρίες, με φραγμένες τις δικές μας από την ματαίωση και την αποπλάνηση. Γιατί δεν μας έβγαλε ο δρόμος  εκεί που περιμέναμε; Γιατί δε βλέπουμε αυτό ακριβώς που θέλουμε να δούμε; Γιατί το νεύρο της γεύσης μένει κολλημένο στο αεί επεξεργάζεσθαι και δε βγάζει πόρισμα; Γιατί μένουμε συχνά χωρίς λόγια, γυμνοί, ανέστιοι, δίχως δυο μάτια να μας κοιτάζουν, δίχως δυο χέρια να απλώνουν τη ζέστη τους στις ανασηκωμένες μας τρίχες, κοκαλωμένοι στην πόζα που πήραμε για να διατρανώσουμε την ασχήμια της ομορφιάς μας;

    Γιατί πολύ απλά ο κόσμος δε χρειάζεται δρόμους. Μπορεί να τους έχει αλλά δεν τους χρειάζεται πια. Το μέλλον δεν έχει ανάγκη από λεωφόρους και γέφυρες. Τα φύλα, τα ιδεολογήματα, οι ταυτότητες, οι επινοήσεις, τα έθνη, τα κράτη, το χρήμα  θα διατελέσουν τον σκοπό τους, θα κάνουν τον κύκλο τους και θα χαθούν. Όπως χάθηκαν τόσες και τόσες κατασκευές μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας και τώρα πια κανέναν δεν κλαίει για τον χαμό τους. Οι άνθρωποι θα πετάνε στον αέρα, αποδεσμευμένοι από τέτοιες κατασκευές και τέτοιες επινοήσεις. Το είπε και ο Dr Brown στον Marty Mc Fly: ‘’Δρόμοι; Εκεί που πάμε δε χρειαζόμαστε δρόμους’’.

    Οι γενιές, βέβαια, που θα βιώσουν αυτές τις αλλαγές, μαζί με αυτές και η δική μας, θα νιώσουν αναταράξεις. Τα κενά αέρος πολλές φορές θα είναι απότομα και με διάρκεια. Κι εγώ η ίδια νιώθω ένα βίαιο τράνταγμα στο στομάχι γράφοντας για όλα αυτά. Αυτό όμως δεν αλλάζει το σίγουρο του προορισμού. Το μέλλον είναι πάντα μπροστά. Καλύτερο ή χειρότερο, είναι πάντα μπροστά και πάντα διαφορετικό, και έτσι ήταν πάντα. Και όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο πιο εύκολα θα φτάσουμε εκεί.

    Όσο για το ποιον δρόμο θα πάρετε, ποιο φαγητό θα απολαύσετε, ποιο ρούχο θα φορέσετε, ποιο φύλο θα επιλέξετε, ποιο αγόρι ή κορίτσι θα ερωτευτείτε, ποια ζωή θα ζήσετε χωρίς να σας καταπιεί  η ίδια σας η γκρίνια, να θυμάστε αυτό που είχε πει πριν μερικά χρόνια ο μεγάλος pop ποιητής. Και σας παραπέμπω απευθείας στον τίτλο, για όσους δεν μπορείτε  να συνηθίσετε ακόμα χωρίς κατευθυντήριες και οδηγίες.

  • Προσοχή: Μέλλον!

    Αυτή θα είναι μια ιστορία που θα θυμόμαστε για καιρό. Θα τη διηγούμαστε για χρόνια και θα περάσει σε όλη μας τη σπορά. Αλλά ακόμα κι άκληροι να μείνουμε, θα τη μνημονεύουν άλλοι για εμάς, τόσο εντυπωσιακή θα είναι, και θα προχωρά και θα διανθίζεται και θα γίνει αστικός μύθος, θα χάσει την επαφή της με τη στιγμή. Ίσως να γίνει και ένα μικρό έπος που θα τραγουδούν οι ψηφιακές γενιές, για να συμπεραίνουν πόσο πρωτόγονοι ήμασταν τότε. Σίγουρα πάντως θα αυτονομηθεί από τα στόματά μας και θα ακολουθήσει τη δική της πορεία.

    Όλα αυτά, βέβαια, ανεξάρτητα από τι συμβαίνει σε άλλα συκώτια και άλλες καρδιές, σε άλλα μυαλά, σε άλλα σπίτια, σε άλλες  ανήσυχες γωνιές, σε άλλα νερά και σε άλλες πέτρες. Άνθρωποι γεννιούνται, ζουν, πεθαίνουν με τρόπους που δεν έχουμε καν φανταστεί, οι εικόνες που καθρεφτίζονται στα μάτια τους δε  μοιάζουν σε τίποτα με όσα έχουμε προλάβει να δούμε ως τώρα -άλλοι  βλέπουν μωρά να πεθαίνουν μπρος σε βρώμικα νερά και άλλοι σύμπαντα από γκλίτερ, τον άνθρακα του χρήματος και άσπρες σκόνες αστρικές.

    Άλλοι πάλι νιώθουν μια βαριά κούραση, εκατομμύρια κουρασμένοι, με πρησμένα πόδια που σέρνονται σε βρώμικες σκάλες, με πρησμένα μάτια απέναντι σε ανάξια ταίρια, με πρησμένα συκώτια απέναντι σε αγενείς ανθρώπους-παράσιτα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο γκόμενός μου, μια μαλάκω στο γραφείο, ο περιπτεράς, ο τάδε δικτάτορας θα είναι πάντα πρόβλημα για τους πολλούς ή για τον έναν. Όμως τα προβλήματα ποτέ δεν τα παίρνει χαμπάρι κανείς. Εκεί που καθόμαστε με το σώβρακο μπροστά σε έναν αγώνα Τετάρτης και πίνουμε μια μπύρα, τότε είναι που συμβαίνουν όλα αυτά, ή τη στιγμή που πατάμε το κουμπί του ασανσέρ για τον 3ο. Αυτός είναι και ο χρόνος και ο τόπος, όμως εμείς περιμένουμε για εκείνες τις στιγμές που θα θυμόμαστε για καιρό. Και με το που έρθουν, καλή ώρα όπως τώρα, θα ορκιστούμε , θα το βάλουμε στόχο ζωής –ασυζητητί, ότι θα κρατήσουμε τη μνήμη τους ζωντανή για πάντα.

    Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Απλά οι άνθρωποι, για να μη στέκονται αμήχανα μέσα στα πολλά χρόνια που πρέπει να γεμίσουν, με τα χέρια κρεμασμένα σαν μαριονέττες, ψάχνουν στα κιτάπια τις μνήμες, κάνουν σκονάκι τα λόγια των προηγούμενων, μαϊμουδίζουν τις πράξεις όσων έχουν περάσει από τα ίδια μέρη και έτσι η παράσταση γεμίζει. Όλα όσα πράττουμε, είναι λιμπρέτα των ζωών μετά από εμάς.

    Επιλέξτε υπεύθυνα.

  • Το αγόρι με τη νάιλον σάκα

    Το αγόρι με την νάιλον σάκα δεν έχει σάκα αλλά μια μπλε σακούλα στον ώμο, από αυτές που οι υπόλοιποι χρησιμοποιούμε για να πνίξουμε αμφίβια του μπλε της Μεσογείου. Δε λυπάται για το δράμα του πολυεστέρα. Το ενδιαφέρουν πιο πολύ άλλα υλικά, το χαρτί, το ξύλο, ο μόλυβδος και η σκληρότητα στη ζωή του συμβολίζεται με B, H και F. Κλείνει τα αφτιά του στη βαβούρα των διαφημιστικών γραφείων και στα σλόγκαν της οκάς και μαθαίνει να μιλάει με λόγια ολόκληρα και τραγουδιστά.

     

    Το αγόρι με τη νάιλον σάκα δε χτυπιέται σαν το χταπόδι επειδή το ξέχασε ο νονός ή ο Άι Βασίλης. Όταν κλαίει, κλαίει για να εξατμίσει το σύννεφο του πόνου που κρύβει μέσα του και για να θυμίσει την ύπαρξη του μόνο σε όποιον την ξεχνάει. Τα αθώα του ‘’γιατί’’ θα έχουν πάντα νόημα και δεν θα γυροφέρνουν  το πορτοφόλι της μαμάς. Η πίστη του δε γνωρίζει από αντίδωρα και δε ζητάει αποδείξεις των πολλών μαύρων γραμμών και των μεγάλων αριθμών. Θα μάθει να μετράει πέρα από αυτούς και χωρίς αυτούς

     

    Το αγόρι με τη νάιλον σάκα δεν πτοείται από τα σκαμπανεβάσματα της αγοράς . Σηκώνει με νόημα τους ώμους, ανυψώνει με θάρρος το πόδι και πατάει κάτω όλα τα άλλα βήματα στον δρόμο του, κι αυτά που βιάζονταν να προλάβουν ένα τίποτα κι αυτά που λέρωναν τα πάντα στο διάβα τους κι αυτά που συνέχιζαν χωρίς να νοιάζονται τι υπάρχει από κάτω. Δεν ακροβατεί στα πεζοδρόμια για να τρομάξει δήθεν τη μαμά, αλλά τη χαρίζει στα μικρά του αδερφάκια , για να αποδείξει πόσο πολύ έχει μεγαλώσει.

     

    Το αγόρι με τη νάιλον σάκα δεν το λυπάμαι. Όχι χωρίς την κατάλληλη μουσική επένδυση και την απαραίτητη σκηνοθετική ματιά. Η ζωή έχει τη δυνατότητα να βγάζει μέλι ακόμα και από την πέτρα. Πέτρα σαν κι αυτόν. Πέτρα που πάνω της έπεσαν οι βόμβες διαμελιστών. Πέτρα που πάνω της έσκασαν τα κύματα του Αιγαίου. Δεν έσπασε, δε βούλιαξε. Την ξέβρασε το κύμα σε μια στεριά και αυτή το πρώτο που έκανε, ήταν να χαρεί τον ήλιο. Κι έπειτα να μπει θεμέλιο, να στεριώσει τον Κόσμο.